Διαδικασία διάκρισης ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης − Εκχώρηση αρμοδιοτήτων Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και καθορισμός αρμοδίων οργάνωνΠΟΛ 1259/2013
(ΦΕΚ Β’ 3119/09-12-2013)
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α.3 της παραγράφου A του πρώτου άρθρου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α), σύμφωνα με τις οποίες αντικαθίσταται το άρθρο 82 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) και αναθεωρείται η ειδική διαδικασία χαρακτηρισμού οφειλών προς το Δημόσιο και των συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους ως εισπράξιμων ή ανεπίδεκτων είσπραξης και ειδικότερα:
α) της παραγράφου 2, με την οποία ανατίθεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων η αποφασιστική αρμοδιότητα της διάκρισης των ληξιπροθέσμων οφειλών σε εισπράξιμες ή ανεπίδεκτες είσπραξης, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας για την αναγκαστική είσπραξη της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας ή του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών ή του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά περίπτωση,
β) των παραγράφων 1 έως 4, με τις οποίες προβλέπονται ρητά τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, η τηρητέα διαδικασία, οι συνέπειες της καταχώρισης των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και η δυνατότητα επαναχαρακτηρισμού αυτών σε εισπράξιμες υπό προϋποθέσεις,
γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5, με το οποίο εξουσιοδοτείται ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του για την έκδοση απόφασης και να ορίζει άλλα όργανα για την υποβολή της σύμφωνης γνώμης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2, να ορίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία της καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
2. Την υποπαράγραφο Ε.2 της παραγράφου Ε΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016. Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής 2013−2016» και ειδικότερα την περ. 2 και την υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης 4 αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις» και συμπληρώθηκε με την υποπαράγραφο Β.1. της παραγράφου Β΄ του ν. 4152/2013 (Α΄ 107) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013» και ισχύει.
3. Τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α) περί Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει σήμερα.
4. Τις διατάξεις του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α) περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις, όπως ισχύουν.
5. Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α) περί Αποδεικτικού Ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο.
6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Κριτήρια και προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης
1. Για τον χαρακτηρισμό των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο και συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει αποδεδειγμένα να έχουν εξαντληθεί σωρευτικά όλες οι ενέργειες για τον εντοπισμό πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης, χωρίς να έχει επιτευχθεί η πλήρης εξόφληση των οφειλών ήτοι:
α) να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων (κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων),
β) να έχει ολοκληρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση επί των υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων και να έχει εισπραχθεί το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη,
γ) να μην υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη,
δ) σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της,
ε) σε περίπτωση εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας λόγω λύσης του φορέα της, υπαγωγής σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας ή για άλλο λόγο, να έχει περατωθεί αυτή,
στ) να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι ανωτέρω (υπό στοιχεία α έως ε) προβλεπόμενες ενέργειες και ως προς τυχόν πρόσωπα που είναι συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο,
ζ) να έχει υποβληθεί εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί ότι συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής της οφειλής από τον οφειλέτη και τα τυχόν συνυπόχρεα με αυτόν πρόσωπα, μετά από έρευνα στα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων, των πράξεων προσδιορισμού αποτελεσμάτων, σε περίπτωση που έχει διενεργηθεί τακτικός φορολογικός έλεγχος και των πιθανών ευρημάτων αυτού καθώς και σε κάθε στοιχείο του φακέλου, όπως δηλώσεις μητρώου, δηλώσεις στοιχείων ακινήτων Ε9, δηλώσεις μισθωμάτων Ε2, ισολογισμούς, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία φυσικών και νομικών προσώπων, όπως αυτά κάθε φορά ισχύουν, από τα οποία μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε πηγή αποπληρωμής του χρέους, εφόσον υφίστανται. Ειδικά για τις οφειλές στα Tελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια φορολογική αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων
η) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, όταν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), όπως ισχύει σήμερα, εκτός εάν δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
2. α) Προκειμένου για εταιρίες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίεςεκκαθάρισης ή πτώχευσης και η συνδρομή των περιπτώσεων (ζ) και (η).
β) Προκειμένου για οφειλές που αφορούν κοινότητες ομογενειακών οργανώσεων που έχουν στην κυριότητά τους ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή απαιτείται η συνδρομή της περίπτωσης (ζ).
3. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικές ή τελωνειακές αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες και ιδίως στις ακόλουθες:
α) διερεύνηση δυνατότητας λήψης όλων των μέτρων (ασφαλιστικών, διοικητικών, αναγκαστικών, δικαστικών) σε βάρος του οφειλέτη και των συνυποχρέων προσώπων,
β) εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη − ιδίως των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και δηλώσεων στοιχείων ακινήτων μετά από έλεγχο και στο ηλεκτρονικό Περιουσιολόγιο − και λήψη αντιγράφου μερίδας αυτού τουλάχιστον από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία του τόπου κατοικίας, επαγγελματικής δραστηριότητας και του τόπου καταγωγής,
γ) έλεγχο αν έχουν γίνει μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων οι οποίες υπόκεινται σε διάρρηξη λόγω καταδολίευσης,
δ) έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων (π.χ. ενοικίων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα), στοιχείων για μεταφορά εμβασμάτων στο εξωτερικό κ.λπ.,
ε) σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση:
(i) αναζήτηση και λήψη πιστοποιητικού αρμόδιου πτωχευτικού δικαστηρίου με το οποίο βεβαιώνεται η παύση των εργασιών της πτώχευσης ή η περάτωση αυτής ή
(ii) πιστοποίηση στην έκθεση ελέγχου της περίπτωσης (ζ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου της καταχώρισης των ανωτέρω πράξεων στη μερίδα του οφειλέτη που τηρείται στο ως άνω δικαστήριο ή της τυχόν αυτοδίκαιης περάτωσης της πτώχευσης, κατόπιν σχετικού ελέγχου από τον αρμόδιο ελεγκτή.
στ) σε περίπτωση εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας λόγω λύσης του φορέα της, υπαγωγής σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή για άλλο λόγο, αναζήτηση και λήψη από τον εκκαθαριστή βεβαίωσης ότι έχουν περατωθεί οι ενέργειες της εκκαθάρισης. Σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης επιχείρησης απαιτείται επιπροσθέτως έκθεση λογοδοσίας του εκκαθαριστή.
Σε περίπτωση δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας απαιτείται πιστοποιητικό αρμόδιου δικαστηρίου με το οποίο βεβαιώνεται η παύση της εκκαθάρισης.
Τα πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις των περιπτώσεων (ε) και (στ) δεν υποκαθιστούν τις ενδεικτικά αναφερόμενες στο παρόν άρθρο λοιπές νόμιμες ενέργειες, που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να διενεργούνται ως προς τη διαπίστωση ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες
ζ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που τυχόν έχει υποδειχθεί με έκθεση του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή.
Άρθρο 2
Διαδικασία διάκρισης ληξιπροθέσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
1.Η διαδικασία για τη διάκριση των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης άρχεται με την υποβολή τεκμηριωμένης εισήγησης για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης από το αρμόδιο προς τούτο όργανο προς την υπηρεσία ή το όργανο που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση γνώμης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της παρούσας. Για τις εισηγήσεις του παρόντος τηρείται ηλεκτρονικό αρχείο.
Η εισήγηση πρέπει υποχρεωτικά:
α) να περιέχει την αιτιολογημένη άποψη αυτού,
β) να συνοδεύεται από τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι ενέργειες (όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 της παρούσας) για την είσπραξη της οφειλής, προκειμένου αυτή να χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης και
γ) να περιλαμβάνει την αιτιολογημένη γνώμη του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ και έως ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ.
2. Ο έλεγχος, η επαλήθευση και η διαπίστωση της πληρότητας της υποβληθείσας εισήγησης, καθώς και των συνημμένων παραστατικών, διενεργείται από το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο, το οποίο δύναται να ζητά συμπληρωματικά στοιχεία από τον εισηγητή, άλλη υπηρεσία ή τρίτο, τα οποία πρέπει να αποστέλλονται άμεσα, ή να επιστρέφει το φάκελο με τα συνημμένα στοιχεία στις περιπτώσεις που εντοπίζονται κενά στην πρόταση, προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος.
3. Το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και τα τυχόν πρόσθετα συμπληρωματικά στοιχεία και διατυπώνει θετική ή αρνητική γνώμη για την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, λαμβάνοντας υπόψη και την εισήγηση. Η διαδικασία του χαρακτηρισμού οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης ολοκληρώνεται με την έκδοση απόφασης από το αποφασίζον κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 της παρούσας όργανο με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου.
4. Η καταχώριση της απόφασης στο βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης του άρθρου 3 της παρούσας, γίνεται από την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής κατά περίπτωση.
Άρθρο 3
Ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης
1. Ως «ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης» ορίζεται το βιβλίο όπου περιλαμβάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις κείμενες διατάξεις και χαρακτηρίζονται από το αρμόδιο όργανο ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Το βιβλίο αυτό τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή στο δικαστικό τμήμα της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής, με δυνατότητα ανάκτησης και εκτύπωσης των καταχωρισθέντων στοιχείων, και ενημερώνεται κατά περίπτωση από τον αρμόδιο υπάλληλο.
2. Στο «ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης» περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:
α) ο Α.Φ.Μ. και το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία του υποχρέου και των συνυποχρέων με αυτόν προσώπων.
Ειδικότερα, για την περίπτωση των συνυποχρέων, πρέπει επιπροσθέτως να περιλαμβάνεται ποσό ή ποσοστό συνυποχρέωσης επί μέρους ή του συνόλου της οφειλής,
β) τα στοιχεία βεβαίωσης της οφειλής,
γ) το συνολικό ποσό οφειλής που χαρακτηρίζεται ως ανεπίδεκτο είσπραξης ανά ΑΦΜ,
δ) ο αριθμός και η ημερομηνία της απόφασης του αρμοδίου οργάνου,
ε) ο αριθμός πρωτοκόλλου και ημερομηνία του εισερχομένου στην υπηρεσία ενημερωτικού εγγράφου,
στ) ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
3. Στις καταστάσεις ληξιπροθέσμων και στις λοιπές εκτυπώσεις, όπου απαιτείται, εμφανίζεται διακριτά το ποσό των ανεπίδεκτων προς είσπραξη οφειλών και ανά οφειλέτη.
Άρθρο 4
Συνέπειες χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης
1. Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες έννομες συνέπειες:
α) αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία.
Εφόσον πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, χορηγείται βεβαίωση οφειλής.
γ) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα άλλο προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν πρόκειται για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό.
Οι αρμόδιες κατά τη χορήγηση των ανωτέρω πιστοποιητικών υπηρεσίες πρέπει να εξετάζουν αν η οφειλή έχει καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
δ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 2523/1997.
Για την εφαρμογή των δεσμεύσεων αυτών, η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής ενημερώνει αμέσως με έγγραφη ενέργειά της στην οποία αναφέρονται και οι έννομες συνέπειες που επέρχονται λόγω του χαρακτηρισμού των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Ακαδημίας 40 – ΤΚ 106 72 Αθήνα – FAX: 210 3633047 ή 210 3630110), καθώς και την Τράπεζα της Ελλάδος (Δ/νση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος – Τομέας Πρόληψης Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα – Αμερικής 3 – Τ.Κ. 102 50 Αθήνα – Ηλ/νκη δ/νση: forologikesparavaseis@bankofgreece.gr), προκειμένου να ενημερωθούν εκ μέρους της τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και φορείς από της ενημερώσεώς τους ενεργούν αμέσως, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση, για την εφαρμογή των δεσμεύσεων με την υποχρέωση να ενημερώσουν σχετικά την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής.
Η ως άνω έγγραφη ενέργεια κοινοποιείται στον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.
2. Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα λήψης όλων των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικών ή μη μέτρων, διενέργειας συμψηφισμού κ.λπ. σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων και μετά την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
Άρθρο 5
Επαναχαρακτηρισμός ως εισπράξιμων των καταχωρισθεισών ως ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών
1. Οφειλή που έχει καταχωρισθεί κατά το άρθρο 2 της παρούσας στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.
2. Η διαδικασία για τον επαναχαρακτηρισμό ως εισπράξιμων των καταχωρισθεισών ως ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών γίνεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 της παρούσας.
Άρθρο 6
Εκχώρηση αρμοδιοτήτων Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων
Ορισμός αρμοδίων οργάνων
1. Ο χαρακτηρισμός οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία του άρθρου 3 γίνεται:
α) με απόφαση του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή, στον οποίο εκχωρείται η αρμοδιότητα από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου του δικαστικού τμήματος της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου της υπηρεσίας αυτής, ο οποίος ορίζεται ως αρμόδιο όργανο αντί των οριζόμενων στην περίπτωση (α) της παραγράφου 2 της υποπαραγράφου Α3, της παραγράφου Α του πρώτου άρθρου οργάνων, εφόσον πρόκειται για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ,
β) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 15 του ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α), η οποία ορίζεται ως αρμόδιο όργανο, αντί των οριζόμενων στην περίπτωση (α) της παραγράφου 2 της υποπαραγράφου Α3, της παραγράφου Α του πρώτου άρθρου οργάνων, εφόσον πρόκειται για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή μεγαλύτερη των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ και έως ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ και
γ) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον πρόκειται για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή μεγαλύτερη από ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ζητεί τη σύμφωνη γνώμη Κλιμακίου ή Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειάς του για οφειλές που υπολείπονται του ανωτέρω ποσού.
2. Τα όργανα που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο είναι αρμόδια, με τις ίδιες διακρίσεις, και για τον επαναχαρακτηρισμό ανεπίδεκτης είσπραξης οφειλής ως εισπράξιμης.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2013
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ