ΠΟΛ 1247/2000
Επανέλεγχος ελεγχθεισών υποθέσεων με οριστικό φορολογικό έλεγχο.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Αθήνα 5 Οκτωβρίου 2000
Αρ.Πρωτ.: 1088461/1497/ΔΕ – Α΄
ΠΟΛ. 1247
ΘΕΜΑ:
Επανέλεγχος ελεγχθεισών υποθέσεων με οριστικό φορολογικό έλεγχο.
Για την εφαρμογή της απόφασης 1074746/ 444/ 28-8-2000 (ΦΕΚ Β΄ 1111/7-9-2000), σχετικά με το θέμα, και με αφορμή ερωτήματα που τίθενται κυρίως ως προς την επιλογή των προς επανέλεγχο υποθέσεων σύμφωνα με την απόφαση αυτή, σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
1. α. Ελεγχθείσες με οριστικό (τακτικό) έλεγχο κατά το έτος 1999 υποθέσεις, από τις οποίες και θα γίνει η επιλογή των προς επανέλεγχο υποθέσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 της ανωτέρω απόφασης, θεωρούνται είτε αυτές που εντός του έτους 1999 περαιώθηκαν με βάση την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1144/98, κατόπιν ελέγχου με βάση την απόφαση αυτή, είτε αυτές για τις οποίες εντός του ίδιου έτους εκδόθηκαν φύλλα ελέγχου και λοιπές πράξεις κατόπιν ελέγχου με βάση τις γενικές διατάξεις (λόγω εξαίρεσης από την ανωτέρω απόφαση ή λόγω μη αποδοχής των βάσει αυτής αποτελεσμάτων και περαιτέρω επέκτασης), ανεξαρτήτως, σε κάθε περίπτωση, του χρόνου έναρξης του ελέγχου. Οι πιο πάνω υποθέσεις επανελέγχονται κατά ποσοστό 2%.
β. Ελεγχθείσες υποθέσεις υποκείμενες σε επανέλεγχο, θεωρούνται επίσης και αυτές που ενώ ελέγχθηκαν σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ 1144/98 και επιδόθηκαν τα σχετικά Ειδικά Σημειώματα Ελέγχου εντός του έτους 1999, τελικά δεν περαιώθηκαν για όλες τις ελεγχθείσες χρήσεις, λόγω μη αποδοχής από τον φορολογούμενο των αποτελεσμάτων, ούτε εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης 1074746/1444/28-8-2000, περί επανελέγχων (7-9-2000), σχετικά φύλλα ελέγχου και λοιπές πράξεις κατόπιν επέκτασης του ελέγχου κατά τις γενικές διατάξεις. Οι υποθέσεις αυτές επανελέγχονται κατά ποσοστό 5%.
2. Η στρογγυλοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 της απόφασης, γίνεται χωριστά για κάθε ένα από τα ποσοστά 2% και 5%. Δηλαδή, ο συνολικός αριθμός των επανελεγχόμενων υποθέσεων προκύπτει από το άθροισμα των δύο επιμέρους στρογγυλοποιούμενων ποσών.
3. Η διαδικασία επιλογής κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 1 της απόφασης, γίνεται χωριστά για κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες υποθέσεων για τις οποίες εφαρμόζονται τα ποσοστά 2% και 5% και όχι αθροιστικά και για τις δύο κατηγορίες.
4. Ενόψει των διατάξεων της παραγράφου 5 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 1 της απόφασης, ειδικά για τις υποθέσεις που ελέγχθηκαν από τις Δ.Ο.Υ., η κατά τα ανωτέρω διαδικασία επιλογής γίνεται χωριστά για τις ελεγχθείσες υποθέσεις με βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας ή τους μη τηρούντες και χωριστά για τις ελεγχθείσες υποθέσεις με βιβλία Γ΄ κατηγορίας, ώστε τελικά ο αριθμός των συνολικά επανελεγχόμενων υποθέσεων ανά ποσοστό 2% και 5% να κατανέμεται ισομερώς στις δύο αυτές κατηγορίες υποθέσεων βάσει βιβλίων, εκτός αν δεν καλύπτεται ο αριθμός των υποθέσεων σε μία από τις κατηγορίες αυτές, οπότε συμπληρώνεται με υποθέσεις της άλλης κατηγορίας. Για την εφαρμογή των ανωτέρω, σε περίπτωση μεταβολής κατηγορίας βιβλίων, η οικεία υπόθεση εντάσσεται σε μία από τις δύο πιο πάνω κατηγορίες υποθέσεων ανάλογα με τα βιβλία που τηρήθηκαν κατά την τελευταία ελεγχθείσα χρήση.
Έστω ότι σε Δ.Ο.Υ υφίστανται 120 ελεγχθείσες κατά το 1999 υποθέσεις της πιο πάνω περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 της παρούσας (ισχύον ποσοστό 2%), εκ των οποίων 70 με βιβλία Β΄ κατηγορίας και οι λοιπές 50 με βιβλία Γ΄ κατηγορίας, καθώς και 5 ελεγχθείσες υποθέσεις της περίπτωσης β΄ της ίδιας πιο πάνω παραγράφου 1 (ισχύον ποσοστό 5%), όλες με βιβλία Β΄ κατηγορίας.
Στο παράδειγμα αυτό ισχύουν τα ακόλουθα :
– Επανελεγχόμενες υποθέσεις της περίπτωσης α΄: 4 (120 Χ 2% = 2,4 στρογγυλοποιούμενο στο 4), εκ των οποίων υποχρεωτικά δύο με βιβλία Β΄ κατηγορίας και δύο με βιβλία Γ΄ κατηγορίας και περαιτέρω για κάθε μία από τις δυο αυτές κατηγορίες υποθέσεων βάσει βιβλίων η μία υπόθεση θα επιλεγεί βάσει του κριτηρίου δηλωθέντων κερδών – ακαθαρίστων εσόδων και η άλλη βάσει του κριτηρίου τον Α.Φ.Μ.
– Επανελεγχόμενες υποθέσεις της περίπτωσης β΄: 2 (5 Χ 5% = 0,25 στρογγυλοποιούμενο στο 2), και οι δύο με βιβλία Β΄ κατηγορίας, εκ των οποίων η μία υπόθεση θα επιλεγεί βάσει του κριτηρίου δηλωθέντων κερδών – ακαθαρίστων εσόδων και η άλλη βάσει του κριτηρίου του Α.Φ.Μ.
5. Ως ακαθάριστα έσοδα για την επιλογή των προς επανέλεγχο υποθέσεων λαμβάνονται αυτά που εννοιολογικά αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 30 (εμπορικών επιχειρήσεων), 34 (τεχνικών επιχειρήσεων), 41 (γεωργικών επιχειρήσεων), 49 (ελευθέριων επαγγελμάτων) και 105 (νομικών προσώπων) και περιλαμβάνονται στην ομάδα 7 του Ε.Γ.Λ.Σ. ή προσδιορίζονται από τα ανωτέρω άρθρα.
Για τις επιχειρήσεις που πωλούν αγαθά για λογαριασμό τρίτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται οι προμήθειες και όχι οι πωλήσεις για λογαριασμό των τρίτων.
6. Για τις χρήσεις που ίσχυαν τα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος άρθρα 33 και 51 Ν. 2238/94, ως καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα βάσει βιβλίων και όχι τα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.
7. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της απόφασης ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η ανάθεση της διενέργειας του επανελέγχου σε υπαλλήλους που διενήργησαν τον αρχικό έλεγχο.
Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι, για λόγους χρηστής διοίκησης, πέραν των υπαλλήλων, τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και για τους επόπτες. Σε περίπτωση εξάλλου που ο προϊστάμενος της υπηρεσίας που επανελέγχει μια υπόθεση, έχει εμπλακεί, ως υπάλληλος ή ως επόπτης ή ως προϊστάμενος υπηρεσίας, με τον αρχικό έλεγχο, τότε την οικεία έκθεση επανελέγχου καθώς και το σημείωμα της παραγράφου 4 του άρθρου 3 της απόφασης για την κρίση επί της πληρότητας και της ποιότητας του αρχικού ελέγχου, θεωρεί και υπογράφει, αντίστοιχα, ο νόμιμος αναπληρωτής του, εφόσον και γι΄ αυτόν δεν υφίσταται κώλυμα, και θεωρεί σε τελικό επίπεδο ο αρμόδιος για την επανελέγχουσα υπηρεσία Επιθεωρητής.
8. Η ενημέρωση της Δ/νσης Ελέγχου (Τμήμα Α΄) για τα αποτελέσματα του επανελέγχου ελεγχθεισών υποθέσεων έτους 1999, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 3 της απόφασης, θα γίνει με σχετικό έγγραφο του προϊσταμένου της κατά περίπτωση υπηρεσίας που διενήργησε τον επανέλεγχο ή του επικεφαλή – συντονιστή του Ειδικού συνεργείου Επιθεωρητών, προκειμένου για υποθέσεις ελεγχθείσες από το ΕΘΕΚ, μέχρι 31-1-2001, στο οποίο θα αναφέρονται συνοπτικά τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων επανελέγχων μέχρι 31-12-2000, με συνημμένα, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, αντίγραφα των οικείων εκθέσεων επανελέγχου. Στο ίδιο έγγραφο θα επισυνάπτονται υποχρεωτικά, για κάθε επανελεγχθείσα υπόθεση, και τα σημειώματα που προβλέπονται από την παράγραφο 4 του ίδιου ως άνω άρθρου 3 της απόφασης για την κρίση επί της πληρότητας και ποιότητας του αρχικού ελέγχου, με αναγραφή επ΄ αυτών των στοιχείων της ελεγχθείσας επιχείρησης, της υπηρεσίας που διενήργησε τον αρχικό έλεγχο, καθώς και των στοιχείων όλων των υπαλλήλων που ενεπλάκησαν σ΄ αυτόν. Στο ίδιο πιο πάνω έγγραφο θα αναφέρονται και οι τυχόν ελεγχθείσες υποθέσεις για τις οποίες δεν κατέστη δυνατόν να ολοκληρωθεί ο επανέλεγχος τους μέχρι 31-12-2000, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης, θα πρέπει να επανελεγχθούν μέχρι το τέλος Μαρτίου 2001.