Αυτοτελής φορολογία αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί από τραπεζικές επιχειρήσεις.Αθήνα, 22 Νοεμβρίου 2006
Αριθ. Πρωτ. 1104006/11418/Β0012
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ & ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Δ12)
ΤΜΗΜΑ: Β

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Ηλιοκαύτου
Τηλέφωνο: 210 – 3375311, 312
ΦΑΞ: 210 – 3375001

ΘΕΜΑ: Αυτοτελής φορολογία αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί από τραπεζικές επιχειρήσεις.

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου «Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου και άλλες διατάξεις», που ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 21.11.2006, και οι οποίες αναφέρονται στην αυτοτελή φορολογία των αποθεματικών των τραπεζικών επιχειρήσεων και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του συγκεκριμένου άρθρου επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία στα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει μέχρι και 31.12.2005 οι ημεδαπές τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες και τα εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών και τα οποία προέρχονται από:

α) κέρδη που δεν φορολογήθηκαν κατά το χρόνο που προέκυψαν, λόγω απαλλαγής αυτών κατ’ εφαρμογή διατάξεων νόμων ή εγκυκλίων διαταγών. Επειδή κατά ρητή διατύπωση του νόμου, τα αποθεματικά πρέπει να έχουν προκύψει από κέρδη, συνάγεται ότι τα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες από καταβολές των μετόχων για αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου (αποθεματικό υπέρ το άρτιον) δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος γιατί δεν προέρχονται από κέρδη του νομικού προσώπου.

β) εισοδήματα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και για τα οποία ο παρακρατηθείς φόρος έχει εκπέσει εξολοκλήρου από τον αναλογούντα φόρο με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

γ) εισοδήματα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και για τα οποία ο παρακρατηθείς φόρος δεν έχει εκπέσει εξολοκλήρου από τον αναλογούντα φόρο με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι τα για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών των τραπεζικών ανωνύμων εταιριών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 99 του ν. 2238/1994, για τη φορολόγηση, με βάση τις διατάξεις του κοινοποιούμενου άρθρου, των πιο πάνω αποθεματικών λαμβάνονται τα καθαρά κέρδη που προέκυψαν κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων και τα οποία έχουν προέλθει από αφορολόγητα έσοδα (π.χ. από τόκους εντόκων γραμματίων και ομολογιών του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2459/1997, από τόκους ομολογιακών δανείων που έχει εκδώσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο εξωτερικό, από κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων ή από την πρόσθετη αξία από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης τους, από κέρδη από συναλλαγές επί παραγώγων στο Χρηματιστήριο Παραγώγων Αθηνών, κατά την τιτλοποίηση των απαιτήσεων των τραπεζών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 3156/2004, λόγω της εφάπαξ καταβολής του φόρου εισοδήματος κατ’ εφαρμογή των όσων έχουν γίνει δεκτά από τη Διοίκηση, κλπ.) ή από φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο εισοδήματα (π.χ. από τόκους ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, κέρδη από την πώληση μετοχών μη εισηγμένων στο Χ.Α.Α., κλπ.), καθώς και τα κέρδη που προέκυψαν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 του ν. 2238/1994, δηλαδή από την πώληση μετοχών εισηγμένων σε Χρηματιστήριο σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους.

Στα αποθεματικά των περιπτώσεων β’ και γ’ που έχουν προέλθει από φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο εισοδήματα, δεν περιλαμβάνονται τα αποθεματικά που προέρχονται από υπεραξία αναπροσαρμογής πάγιων στοιχείων των τραπεζικών επιχειρήσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 2065/1992 και του άρθρου 15 του ν. 3229/2004. Αντίθετα, αφορολόγητα αποθεματικά και αποθεματικά από φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο εισοδήματα, τα οποία εμφανίζονται στα βιβλία των τραπεζών λόγω απορροφήσεως των επιχειρήσεων που τα είχαν σχηματίσει, εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση οι τράπεζες είναι καθολικοί διάδοχοι.

Απαραίτητη προϋπόθεση φορολόγησης όλων των ως άνω αποθεματικών είναι τα αποθεματικά αυτά να έχουν εμφανισθεί σε αποθεματικό στον τελευταίο ισολογισμό που έκλεισαν οι τραπεζικές επιχειρήσεις πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006 (δηλαδή την 31.12.2005 για όσες κλείνουν ισολογισμό με 31 Δεκεμβρίου και την 30.6.2005 για όσες κλείνουν ισολογισμό με 30 Ιουνίου) και να μην έχουν κεφαλαιοποιηθεί ή διανεμηθεί στη συνέχεια μέχρι τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά συνέπεια, από τα αποθεματικά αυτά, τα οποία υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, θα πρέπει να αφαιρείται το μέρος αυτών που ενδεχομένως έχει κεφαλαιοποιηθεί, διανεμηθεί ή εξαχθεί στο εξωτερικό ή με το οποίο έχει πιστωθεί το κεντρικό κατάστημα στην αλλοδαπή μέχρι τη δημοσίευση του νόμου, και περαιτέρω, από το προκύπτον υπόλοιπο να λαμβάνεται το προς φορολόγηση ποσό.

2. Ο συντελεστής φορολογίας των αποθεματικών, τα οποία αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 ορίζεται σε δέκα πέντε τοις εκατό (15%) και των αποθεματικών που αναφέρονται στην περίπτωση γ’ της ίδιας παραγράφου, σε δέκα τοις εκατό (10%). Ειδικά για τα αποθεματικά της περίπτωσης γ’, ο φόρος που έχει καταβληθεί ή παρακρατηθεί για τα εισοδήματα αυτά, δεν εκπίπτει από το φόρο ο οποίος προκύπτει με βάση την παράγραφο αυτή, καθόσον κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νόμο. Λόγω της μη έκπτωσης του πιο πάνω φόρου, με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι ο παρακρατηθείς ή καταβληθείς αυτός φόρος θα αφαιρείται από τα σχηματισθέντα αποθεματικά, προκειμένου να εξευρεθεί η βάση επιβολής του φόρου 10% που προβλέπεται από τις διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου.

3. Για την απόδοση του φόρου που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2, οι υπόχρεες τραπεζικές εταιρίες υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια για τη φορολογία τους Δ.Ο.Υ., ιδιαίτερη δήλωση μέχρι την 30η Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την ημερομηνία αυτή, θα είναι εκπρόθεσμη, οπότε επί του οφειλόμενου με αυτή φόρου θα επιβληθεί μόνο πρόσθετος φόρος (όχι πρόστιμο) με ποσοστό 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την παράγραφο 1 των άρθρων 1 και 4 του ν. 2523/1997. Το έντυπο της πιο πάνω δήλωσης έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα.

Ο φόρος που προκύπτει με βάση τη δήλωση καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου 2006.

Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου, καθώς και των μετόχων του. Περαιτέρω, προβλέπεται, ότι το ποσό των αποθεματικών που φορολογήθηκε με αυτόν τον τρόπο, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζεται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύναται, μετά την καταβολή του συνολικά οφειλόμενου φόρου, να διανεμηθεί ή να κεφαλαιοποιηθεί ή να εξαχθεί στο εξωτερικό, όταν πρόκειται για αλλοδαπές επιχειρήσεις, χωρίς καμία άλλη φορολογική επιβάρυνση.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού κατονομάζονται τα αποθεματικά τα οποία εξαιρούνται από την αυτοτελή φορολόγηση. Τα αποθεματικά αυτά είναι εκείνα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 101 του ν. 1892/1990, δηλαδή, όσα έχουν σχηματισθεί από: α) υπεραξία μετοχών η οποία προέρχεται από απόσχιση κλάδου ή από συγχώνευση εταιριών στις οποίες συμμετείχαν και β) από την αύξηση της αξίας των συμμετοχών τους ή από διανομή μετοχών με βάση το άρθρο 1 του α.ν. 148/1967, το ν. 542/1977, το ν. 1249/1982, το ν. 1839/1989 και το ν. 2065/1992, κατόπιν κεφαλαιοποίησης της υπεραξίας που προέκυψε από την αναπροσαρμογή των πάγιων περιουσιακών στοιχείων θυγατρικής τους εταιρίες ή άλλης εταιρίας στην οποία συμμετείχαν.

5. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι για τη διαδικασία βεβαίωσης του οφειλόμενου με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού φόρου θα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 65 έως 72, 74, 75, 79 έως 81, 83 έως 85 και 113 του ν. 2238/1994, του ν. 2523/1997 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999.