Κοινοποίηση διατάξεων νόμου 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α΄) περί τροποποίησης, συμπλήρωσης και αντικατάστασης των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 2006
Αριθ. Πρωτ.:1086846 / 2015 /Α0012
ΠΟΛ 1131 16/11/2006

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

1.ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ A
2. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡ. ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
TΜΗΜΑΤΑ Α’Β’Γ’
Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες:
Γ. Βαρνάκου
Α.Μαλιάγκα
Τηλέφωνο :210-3375314,5,6

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση διατάξεων νόμου 3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α΄) περί τροποποίησης, συμπλήρωσης και αντικατάστασης των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.

Α. ΓΕΝΙΚΑ

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του ν.3424/2005(ΦΕΚ 305 Α’) με τις οποίες, μεταξύ άλλων, τροποποιούνται, συμπληρώνονται και αντικαθίστανται διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία προς την Οδηγία 2001/97/ΕΚ. Προς αποφυγήν συγχύσεων, διευκρινίζουμε ότι ο τροποποιούμενος νόμος είναι το Πρώτο Κεφάλαιο του ν.2331/1995 και οι κοινοποιούμενες διατάξεις είναι του ν.3424/2005, οι οποίες, μεταξύ άλλων, τροποποιούν, συμπληρώνουν και αντικαθιστούν το πρώτο κεφάλαιο του ν.2331/1995 και οι οποίες ανά άρθρο έχουν περιληπτικά ως εξής:

Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου σκοπείται κυρίως η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2001/97/ΕΚ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και την υιοθέτηση ορισμένων αναθεωρημένων συστάσεων της Διεθνούς Ομάδας Δράσης (FINANCIAL ACTION TASK FORCE – FATF) καθώς και την βελτίωση του νομοθετικού, κανονιστικού και λειτουργικού πλαισίου για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2, οι εγκληματικές δραστηριότητες, που κατονομάζονται στο άρθρο 1 του τροποποιούμενου ν.2331/1995 οι οποίες και περιλαμβάνουν τα καλούμενα βασικά εγκλήματα(διάφορα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα και άλλων ειδικών νόμων), διευρύνονται και σε αυτές περιλαμβάνεται πλέον και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2, αντικαθίσταται η περίπτωση β΄ του άρθρου 1 του τροποποιούμενου ν.2331/1995 και ορίζονται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις που συνιστούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες:

-η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,
-η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση,διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
-η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες,
-η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης.

Επίσης, προστίθενται οι περιπτώσεις η΄, θ΄ και ι΄ με τις οποίες αντίστοιχα ορίζονται

οι κάτωθι έννοιες:

Πρόσωπο:Φυσικό ή νομικό

Ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων

Διασυνοριακή μεταφορά κεφαλαίων

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2, διευρύνεται η έννοια του Πιστωτικού Ιδρύματος.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2, διευρύνεται η έννοια του Χρηματοπιστωτικού Οργανισμού.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2, ορίζονται οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες θα εποπτεύουν τα πρόσωπα του άρθρου 2 α του ν.2331/1995 ως προς την επιτέλεση των υποχρεώσεων τους, που επιβάλλονται από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του τροποποιούμενου νόμου (Το άρθρο 2α προστέθηκε με το άρθρο 4 του κοινοποιούμενου νόμου 3424/2005), οι οποίες είναι οι εξής:

Η Τράπεζα της Ελλάδος για:

τα πιστωτικά ιδρύματα,

τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης,

τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων,

των ταχυδρομικών εταιρειών (μόνο στην έκταση που ασκούν την δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στην μεταφορά κεφαλαίων),

των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος,

των εταιρειών παροχής πιστώσεων,

των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στην μεταφορά κεφαλαίων.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για:

τις εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου,

τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,

τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία,

τις εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία,

τις εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,

τις εταιρίες επενδυτικής διαμεσολάβησης.

Η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, για:

τις ασφαλιστικές εταιρείες

Η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, για:

τους ορκωτούς λογιστές.

ελεγκτές και εξωτερικούς λογιστές

τις ελεγκτικές εταιρίες

Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για:

τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου,

τους φορολογικούς ή φοροτεχνικούς συμβούλους,

τις εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών,

τους κτηματομεσίτες και τις κτηματομεσιτικές εταιρίες,

τους οίκους δημοπρασίας,

τους έμπορους αγαθών μεγάλης αξίας, τους εκπλειστηριαστές όταν η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ είτε η πληρωμή γίνεται εφάπαξ είτε με δόσεις,

τ α καζίνο του διαδικτύου

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης για:

τους συμβολαιογράφους και τους δικηγόρους

Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιγνίων για:

τα καζίνο και τις εταιρείες τυχερών παιγνίων

Η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι είναι αντίστοιχοι με τους αλλοδαπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που εγκαθιστούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα για:

τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών

Με τις διατάξεις του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται, μεταξύ άλλων, η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του τροποποιούμενου νόμου 2331/1995 και ανακαθορίζονται οι ποινές για τον υπαίτιο πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν.3472/2006 προστέθηκε η περίπτωση ε΄ στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του τροποποιούμενου νόμου , σύμφωνα με την οποία πρόσοδοι που προέρχονται από τα πλημμελήματα της φοροδιαφυγής και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου. Πρόσοδοι που προέρχονται από μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, εφόσον το οφειλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει συνολικά τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 Ευρώ).

Με τις διατάξεις του άρθρου 4, προστίθεται το άρθρο 2 α στον τροποποιούμενο νόμο 2331/1995. Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου ορίζονται τα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) που υπόκεινται στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του τροποποιούμενου νόμου. Τα πρόσωπα αυτά αναφέρονται αναλυτικά στην παράγραφο 6 της παρούσας ανά αρμόδια αρχή που τα εποπτεύει.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύνανται να ορίζονται διαφορετικές υποχρεώσεις κατά περίπτωση των προσώπων της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης ορίζονται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ατομικών επιχειρήσεων και των εταιρειών που υπάγονται στην έννοια των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών για την αδειοδότηση, καταχώρηση, επιχορήγηση ή έλεγχο των εταιρειών, οργανισμών, οργανώσεων, σωματείων και άλλων μορφών ενώσεων προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθορίζονται τρόποι, μέτρα και διαδικασίες για την αποτροπή χρησιμοποίησης των ανωτέρω για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για σχετικές αποφάσεις ή βουλεύματα, καθώς και για τα τυχόν δημευθέντα ή κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ως κεντρική συντονιστική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του ν.2331/1995, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών αντιμετώπισης των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για το συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών και για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας μας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζονται διαδικασίες και μέτρα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για την ανταλλαγή πληροφοριών, μη εμπιστευτικής φύσεως, μεταξύ του ανωτέρω Υπουργείου, της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 του ίδιου νόμου και των αρμόδιων αρχών για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 2 α του τροποποιούμενου ν.2331/1995 ορίζεται ότι, ειδικά για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας και άλλα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που υπάγονται στα βασικά εγκλήματα, ορίζεται η εξής διαδικασία:

α. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) είναι αρμόδια για την παραπομπή στη δικαιοσύνη υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή και για υποθέσεις που υπάγονται στις λοιπές αρμοδιότητές της εφόσον έχει συντάξει τη σχετική πορισματική αναφορά. Η υποβολή της αναφοράς στη δικαιοσύνη γίνεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα της ΥΠ.Ε.Ε. με ενημέρωση της Διεύθυνσης Ειδικών Οικονομικών Υποθέσεων και της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 του ν.2331/1995.

β. Για τις ανωτέρω υποθέσεις για τις οποίες έχουν επιληφθεί οι Δ.Ο.Υ ή τα ελεγκτικά κέντρα ή τα τελωνεία υποβάλλονται αναφορές στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 μέσω των αντίστοιχων Γενικών Διευθύνσεων Φορολογικών Ελέγχων και Τελωνείων.

γ. Τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 2 α, παράγραφος 1 του τροποποιούμενου νόμου 2331/1995 υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τα ανωτέρω αδικήματα στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, πλην των δικηγόρων που υποβάλλουν αναφορές στην ειδική επιτροπή του άρθρου 4 παράγραφος 19 του τροποποιούμενου νόμου 2331/1995.

Με τις διατάξεις του άρθρου 5, προστίθενται ή αντικαθίστανται εδάφια και παράγραφοι του άρθρου 4 του τροποποιούμενου νόμου με τις οποίες ανακαθορίζονται οι ειδικές υποχρεώσεις, οι διαδικασίες και οι λειτουργίες των υπόχρεων προσώπων του άρθρου 2 α και των αρχών που τα εποπτεύουν. Επισημαίνεται ότι, με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 5, προστίθεται νέα παράγραφος 18 στο άρθρο 4 του τροποποιούμενου νόμου, σύμφωνα με την οποία οι λέξεις «τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους αυτού του άρθρου, αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα πρόσωπα του άρθρου 2 α», εφαρμοζομένης της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 2 α, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι, με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύνανται να ορίζονται διαφοροποιημένες υποχρεώσεις των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 2 α, οι οποίες προβλέπονται στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του νόμου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος και την οικονομική επιφάνεια των υπόχρεων προσώπων, τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους και το βαθμό κινδύνου που ενέχουν οι εν λόγω δραστηριότητες και συναλλαγές των προσώπων αυτών ως προς την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Με τις διατάξεις του άρθρου 6, προστίθεται νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 5 του τροποποιούμενου νόμου 2331/1995, σύμφωνα με την οποία «στις περιπτώσεις που η έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων από βασικό έγκλημα ή για τον εντοπισμό περιουσίας γίνεται από την Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, η απαγόρευση κίνησης λογαριασμών ή η απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, μπορεί σε επείγουσες περιπτώσεις να διαταχθεί από τον Πρόεδρό της, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται παραπάνω.»

Με τις διατάξεις του άρθρου 7, αντικαθίσταται το άρθρο 7 του τροποποιούμενου νόμου 2331/1995.Έτσι με τις νέες διατάξεις προβλέπεται η σύσταση Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες».Η Αρχή εδρεύει στην Αθήνα και έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Επίσης ορίζεται η συγκρότησή της, τα μέλη της, οι λειτουργίες της και οι αρμοδιότητές της.

Με τις διατάξεις του άρθρου 8, προστίθεται νέα παράγραφος 3 α στο άρθρο 18 του ν.3148/2003, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπεται η υποχρέωση των ταχυδρομικών εταιρειών να γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την τυχόν ενεργοποίησή τους στον τομέα της διαμεσολάβησης στην μεταφορά κεφαλαίων, προκειμένου να ασκείται εκ μέρους της ο έλεγχος της εφαρμογής από τις εταιρίες αυτές των διατάξεων του ν.2331/1995.

Με τις διατάξεις του άρθρου 10, μεταξύ των άλλων προστίθεται στο άρθρο 8 του π.δ. 178/2000(ΦΕΚ 165 Α΄ – Οργανισμός του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας) μετά την υποπαράγραφο δ΄ υποπαράγραφος ε΄, σύμφωνα με την οποία στην Διεύθυνση Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων συνιστάται Τμήμα Αντιμετώπισης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας με αντικείμενο την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής της σχετικής με τα ανωτέρω αδικήματα νομοθεσίας από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές και από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στις υποχρεώσεις αυτής της νομοθεσίας.

Με τις διατάξεις του άρθρου 11 ορίζεται ότι, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995, νοείται εφεξής η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.

Με τις διατάξεις του άρθρου 14 ορίζεται ότι οι διατάξεις του ν.3424/2005 ισχύουν από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.

Για πληρέστερη ενημέρωση, επισυνάπτουμε το Πρώτο Κεφάλαιο του ν.2331/995 (ΦΕΚ173 Α΄) με τις αρχικές διατάξεις καθώς και το ν.3424/2005 (ΦΕΚ 305 Α΄) με τις διατάξεις του οποίου τροποποιείται.

Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Δ.Ο.Υ. ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

Κατόπιν των ανωτέρω, εφιστάται η προσοχή στις Δ.Ο.Υ και τα Ελεγκτικά Κέντρα (ΠΕΚ-ΔΕΚ) ιδιαίτερα σε υποθέσεις που αφορούν τα κάτωθι αδικήματα φοροδιαφυγής του ν.2523/97, όπως ισχύει, τα οποία θεωρούνται κακουργήματα και τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης :

α. του άρθρου 17, παρ.2β και 4, περί μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και αποφυγής πληρωμής φόρου πλοίων, αντίστοιχα,

β. του άρθρου 18, παρ.1β, περί μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ΦΠΑ και εν γένει παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών και

γ. του άρθρου 19, παρ.1, εδάφιο δεύτερο ,περ.β, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν.3220/2004, περί έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής,

καθόσον αφενός μεν τα αδικήματα αυτά υπάγονται στα βασικά εγκλήματα του άρθρου 1,στοιχ.α’,περ.ii του ν.2331/1995, όπως αυτός ισχύει ύστερα από το ν.3424/2005, αφετέρου δε, τα κακουργήματα φοροδιαφυγής δεν συμπεριλαμβάνονται στις διατάξεις της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου 2331/1995, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 17 του ν.3472/2006, οι οποίες αναφέρονται μεταξύ άλλων μόνο στα πλημμελήματα φοροδιαφυγής.

Οι ανωτέρω υπηρεσίες, δηλαδή οι Δ.Ο.Υ και τα Ελεγκτικά Κέντρα, υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 2α του ν.2331/1995, στις ως άνω αναφερόμενες περιπτώσεις κακουργηματικών αδικημάτων φοροδιαφυγής, να διαβιβάζουν στη Δ/νση Ελέγχου σχετικές αναφορές με τις διαπιστώσεις και τα πορίσματά τους, προκειμένου περαιτέρω να ενημερώνεται από τη Δ/νση αυτή η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (άρθ.7 του ν.2331/1995, όπως ισχύει), η οποία έχει και την ευθύνη να διερευνήσει και να αξιολογήσει αν μια υπόθεση σχετίζεται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Τα ανωτέρω θα εφαρμόζονται ανάλογα και θα ακολουθείται η ίδια ως άνω διαδικασία και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

στις τυχόν περιπτώσεις που υποπίπτουν στην αντίληψή των Δ.Ο.Υ και των Ελεγκτικών Κέντρων κατά τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων ή καθ’ οιονδήποτε γενικώς τρόπο στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων τους και οι οποίες υπάγονται στα βασικά εγκλήματα του άρθ.1,στοιχ.α’,περ.i του ν.2331/1995, όπως αυτός ισχύει, καθώς και

στις τυχόν εν γένει περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν ευθέως στην ανωτέρω κατηγορία περιπτώσεων ούτε και στα προαναφερόμενα κακουργηματικά αδικήματα φοροδιαφυγής, αλλά υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι υποκρύπτεται νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε σημαντική κλίμακα.

Διευκρινίζεται ότι οι Δ.Ο.Υ και τα Ελεγκτικά Κέντρα δεν θα προβαίνουν στις παραπάνω ενέργειες στις περιπτώσεις υποθέσεων που έχει επιληφθεί η ΥΠ.Ε.Ε. και έχει συντάξει και διαβιβάσει τις σχετικές εκθέσεις στις Δ.Ο.Υ, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές τη σχετική υποχρέωση αναφοράς έχει η ΥΠ.Ε.Ε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α’ της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 2α του ν.2331/1995.

Περαιτέρω, διευκρινίζεται επίσης ότι οι διατάξεις του ν.2331/1995, όπως πλέον ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή και δε θίγονται ακόμα και στις περιπτώσεις άρσης του φορολογικού αξιοποίνου λόγω συμβιβασμού. Συνεπώς, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις κακουργηματικών αδικημάτων φοροδιαφυγής, θα ακολουθείται η ανωτέρω περιγραφόμενη διαδικασία ακόμα και αν αίρεται ενδεχομένως το αξιόποινο λόγω συμβιβασμού.

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1317/1997 (εισαγωγικό μέρος), ποινικό αδίκημα στη φορολογία εισοδήματος συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων και όχι απλή συνδρομή λογιστικών διαφορών, ασύνδετη με τέτοια απόκρυψη.

Συνεπώς, στις περιπτώσεις διαφορών φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές μη συνδεόμενες με απόκρυψη (π.χ. μη συνδεόμενες με εικονικές-ανύπαρκτες δαπάνες), δεν θα διαβιβάζονται σχετικές αναφορές στη Δ/νση Ελέγχου, ανεξαρτήτως του ύψους των διαφορών φόρου.

Ομοίως, δεν θα διαβιβάζονται αναφορές και στις περιπτώσεις απόρριψης των τηρουμένων βιβλίων, για τις διαφορές φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ, κλπ, ανεξαρτήτως ύψους αυτών, που προκύπτουν εκ του εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, εκτός αν πρόκειται για μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων στον τακτικό έλεγχο ή για μη τήρηση αυτών, καθόσον και στις περιπτώσεις αυτές οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη αλλά προκύπτουν από εξωλογιστικούς υπολογισμούς.

Όλα τα ανωτέρω σχετικά με τις υποχρεώσεις των Δ.Ο.Υ και των Ελεγκτικών Κέντρων και την ακολουθούμενη διαδικασία αποστολής των οικείων αναφορών στη Δ/νση Ελέγχου θα εφαρμόζονται για υποθέσεις για τις οποίες με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα τα σχετικά εγκλήματα τελούνται από της δημοσίευσης του ν. 3424/2005 (13/12/2005) και εφεξής.

Ακριβές Αντίγραφο Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η Προϊσταμένη Της Γραμματείας
Ν. ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ