ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ Φ.Π.Α. ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10, 15, 16 και 22 του ν. 3193/20.11.2003 (ΦΕΚ 266 Α΄) “Κανόνες τιμολόγησης, ρυθμίσεις Φ.Π.Α., ηλεκτρονικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις”.

(Α.Υ.Ο. 1106006/486/0013/ΠΟΛ. 1126/25.11.2003)Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις των άρθρων 10, 15, 16 και 22 του ν. 3193/2003 επήλθαν μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και ειδικότερα όσον αφορά θέματα αναδασμού και θέματα του ειδικού φόρου επί των ακινήτων.
Με την παρούσα, σας παρέχουμε οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Ειδικότερα:
΄Αρθρο 10
1. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί αναδασμού (ν. 647/1977), η Επιτροπή Αναδασμών μετά την κήρυξη μιας περιοχής ως αναδιανεμητέας, καταρτίζει κτηματολογικό πίνακα για κάθε αγροτεμάχιο και εγγράφει ως δικαιούχο το νομέα αυτού, βάσει της δήλωσης περί νομής που αυτός προσκομίζει, χωρίς αντίστοιχη υποχρέωση προσκόμισης από αυτόν πιστοποιητικού φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής. Επίσης, κατά την έκδοση των παραχωρητηρίων, τα οποία αποτελούν κατά νόμο, μεταγραπτέους τίτλους κυριότητας, δεν απαιτείται η προσκόμιση του πιστοποιητικού κληρονομιάς, στις περιπτώσεις που πριν από την έκδοση του παραχωρητηρίου έχει λάβει χώρα αιτία θανάτου κτήση, με την αιτιολογία ότι στο στάδιο σύνταξης του κτηματολογικού πίνακα εγγράφεται ως δικαιούχος του αναδασμού ο κατά την κρίση της Επιτροπής Αναδασμών νομέας των ακινήτων. Έτσι, με βάση τη μέχρι σήμερα νομοθεσία, διέφευγε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής.
2. Προκειμένου λοιπόν κατά τη διαδικασία του αναδασμού να αποφευχθεί η καταστρατήγηση της φορολογικής νομοθεσίας με τη μεθόδευση παραχώρησης της νομής, με τις κοινοποιούμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου, αφενός θεσμοθετείται η παραχώρηση του τίτλου κτήσης συνεπεία αναδασμού στον πραγματικό κύριο των αναδιανεμητέων ακινήτων και όχι στο νομέα αυτών, και αφετέρου υποχρεώνεται ο κύριος, προκειμένου να του χορηγηθεί ο οριστικός τίτλος κυριότητας, στην υποβολή της οικείας δήλωσης φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής – κατά περίπτωση – και στην προσκόμιση του σχετικού πιστοποιητικού. .
Μάλιστα, από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο έλεγχος της κυριότητας στο πρόσωπο των δικαιούχων του αναδασμού θα γίνεται τόσο κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα όσο και κατά την έκδοση των οριστικών παραχωρητηρίων, αφού είναι πιθανό να έχουν επέλθει μεταβολές στο πρόσωπο αυτών.
3. Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες για τη διαδικασία του αναδασμού υποχρεώσεις θα ισχύουν για αναδασμούς που θα κηρυχθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στους αναδασμούς που είχαν ήδη κηρυχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, ανεξάρτητα αν έχει ολοκληρωθεί ή όχι η διαδικασία έκδοσης των οριστικών παραχωρητηρίων, θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται η διαδικασία (και η νομοθεσία) που ίσχυε μέχρι σήμερα. Δεν θα ερευνάται δηλαδή η τυχόν ιδιότητα του δικαιούχου του παραχωρητηρίου – νομέα ως κληρονόμου ή δωρεοδόχου.
Είναι όμως πιθανόν, με βάση την ακολουθούμενη μέχρι σήμερα διαδικασία αναδασμού, να έχει επιβληθεί οίκοθεν από τη Δ.Ο.Υ. φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής στον εμφανιζόμενο νομέα των αναδιανεμομένων ακινήτων, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί των φορολογιών αυτών, εφόσον η Δ.Ο.Υ. εκτιμούσε ότι υπεκρύπτετο (άτυπη) μεταβίβαση των εν λόγω ακινήτων προς τον εμφανιζόμενο νομέα.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση που μέχρι σήμερα έχει τυχόν βεβαιωθεί, λόγω της διαδικασίας αναδασμού, φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, θα διενεργηθεί από τις Δ.Ο.Υ. οίκοθεν διαγραφή αυτό. Στην περίπτωση που έχει ήδη καταβληθεί ο φόρος αυτός οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. θα προβούν, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, σε επιστροφή αυτού.
΄Αρθρο 15
1. Με τη παράγραφο 1 του άρθρου 15 προστέθηκε εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (Φ.Ε.Κ. 330 Α΄), με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων και σε εταιρείες – ανεξάρτnτα από την έδρα κατά τα καταστατικά τους έγγραφα – οι οποίες ανεγείρουν κτίρια ή άλλες εγκαταστάσεις που πρόκειται να ιδιοχρησιμοποιήσουν για την άσκηση βιομηχανικής, τουριστικής ή εμπορικής γενικά επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων τους στην Ελλάδα και για διάστημα επτά ετών από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας.
Για την απόδειξη των προϋποθέσεων και την υπαγωγή εταιρειών στην εξαίρεση αυτή, πρέπει να τηρούvται τα-εξής δικαιολογητικά:
• Επικυρωμένο αντίγραφο της αρχικής οικοδομικής άδειας.
• Φωτοτυπία της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του τρέχοντος οικονομικού έτους (Φ-01.010, Φ-01.013, Ε5, Ε3 και Ε2).
• Επιπρόσθετα μετά την αποπεράτωση – η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας – και βεβαίωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για τη μεταβολή σε βιομηχανική, τουριστική ή εμπορική επιχείρηση, όταν δεν προβλέπεται από την αρχική βεβαίωση έναρξης εργασιών η συγκεκριμένη δραστηριότητα.
• Επικυρωμένο αντίγραφο της άδειας λειτουργίας κατά περίπτωση, μετά την αποπεράτωση και μέχρι τη συμπλήρωση της δεκαετίας από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας.
Επισημαίνεται ότι η εξαίρεση αυτή αφορά μόνο τα ακίνητα στα οποία πρόκειται να λειτουργήσει η βιομηχανική, τουριστική ή εμπορική επιχείρηση και αίρεται αναδρομικά, αν η εταιρεία δεν προβεί στην έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης στα ακίνητα αυτά, μέσα σε επτά έτη από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας ή αν τα ακίνητα μεταβιβασθούν, εκμισθωθούν, εισφερθούν κατά χρήση, παραχωρηθούν δωρεάν, χρησιμοποιηθούν προς εκμετάλλευση από την εταιρεία ή τρίτο κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο, πριν τη συμπλήρωση δεκαετίας από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας.
Τονίζεται ότι η επιχείρηση πρέπει να λειτουργήσει ως βιομηχανική, τουριστική ή εμπορική μέσα στην επταετία ή αμέσως μετά το τέλος αυτής και οπωσδήποτε μέχρι το τέλος της δεκαετίας από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας.
2. Με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται, ότι εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου επί των ακινήτων και εταιρείες ναυτιλιακών συμφερόντων – ανεξάρτητα με τη χώρα της έδρας τους κατά τα καταστατικά τους έγγραφα – για όσα ακίνητα απέκτησαν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2003 και όχι για τις μετέπειτα από το χρόνο αυτό επεκτάσεις και ανεγέρσεις, με την προϋπόθεση ότι η αγορά έγινε με ναυτιλιακό συνάλλαγμα που νομίμως είχε εισαχθεί στην Ελλάδα, πράγμα που θα αποδεικνύεται:
• Από τη σχετική βεβαίωση εισαγωγής ναυτιλιακού συναλλάγματος Τραπεζικού Καταστήματος στην Ελλάδα. • Από το αντίγραφο του συμβολαίου αγοράς στο οποίο θα πρέπει να γίνεται μνεία ότι η αγορά έγινε με ναυτιλιακό συνάλλαγμα.
Αν στο συμβόλαιο αγοράς αναφέρεται ο αριθμός παραστατικού εισαγωγής του ναυτιλιακού συναλλάγματος, τότε δεν απαιτείται η βεβαίωση από την οικεία Τράπεζα.
Σε περίπτωση που στη βεβαίωση της. τράπεζας αναφέρεται ότι η εισαγωγή ναυτιλιακού συναλλάγματος έγινε για την αγορά – ακινήτου δεν απαιτείται να αναγράφεται τούτο και στο οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο.
3. Με την παράγραφο 3 εξαιρούνται επίσης και εταιρείες – με έδρα την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα καταστατικά τους έγγραφα – αν το σύνολο των ονομαστικών μετοχών τους, μεριδίων ή μερίδων, κατέχεται. από κοινωφελές .ίδρυμα ημεδαπό ή αλλοδαπό, που έχει συσταθεί με διαθήκη και επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς. Για την αιτιολόγηση της υπαγωγής στην εξαίρεση αυτή απαιτείται να τηρούνται από την υπόχρεη εταιρεία τα εξής:
• επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του Ιδρύματος,
• επικυρωμένο αντίγραφο της σχετικής διαθήκης, καθώς και
• το μετοχολόγιο ή το καταστατικό και τις τροποποιήσεις του κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες δημοσιότητας που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις, από τα οποία θα προκύπτει ότι το σύνολο των ονο-μαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων της εταιρείας ανήκει σε Ίδρυμα ημεδαπό ή αλλοδαπό, που έχει συ-σταθεί με διάταξη τελευταίας βουλήσεως και επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς.
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 διευκρινίζεται, ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω δήλωση των φυσικών προσώπων των εταιρειών, οργανισμών και ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στο μετοχικό κεφάλαιο υπόχρεων εταιρειών και επιθυ-μούν να κάνουν χρήση της απαλλακτικής διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, κατά το ποσοστό συμμετοχής τους, εφόσον:
α. πρόκειται για εταιρείες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία πρέπει να είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Χρηματιστηρίων FIBV (Federation Ιntemationale des Bourses de Valeurs), παρά μόνο βεβαίωση της οικείας εποmεύουσας αρχής – μέλους του Παγκόσμιου Οργανισμού Κεφαλαιαγοράς (IOSCO), ότι οι μετοχές της εταιρείας βρίσκονται σε διαπραγμάτευση,
β. πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβανομένων και των ταμιευτηρίων ή ταμείων παρακαταθηκών και δανείων, ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια περιλαμβανομένων και των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κλειστού τύπου εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά μόνο βεβαίωση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής του Κράτους – Μέλους καταγωγής τους ή της Κεντρικής Τράπεζας αν πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα, ή της αρμόδιας υπηρεσίας ή Ανεξάρτητης Αρχής που εποπτεύει ασφαλιστικούς οργανισμούς,
γ. πρόκειται για “θεσμικούς επενδυτές” που λειτουργούν στη κύρια ή παράλληλη αγορά χρηματιστηρίου αξιών Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε άλλη εποπτευόμενη αγορά Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λειτουργεί κανονικά και είναι αναγνωρισμένη και ανοιχτή στο κοινό, παρά μόνο βεβαίωση για την ιδιότητά τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από την οικεία Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Ως θεσμικοί επενδυτές στην Ελλάδα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 της 9/201/10-10-2001 Απόφασης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς – εκτός από το αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές εταιρείες με σύνολο ενεργητικού άνω των έξι δισεκατομμυρίων δραχμών ή του ισόποσου σε ξένο νόμισμα με βάση το τελευταίο δημoσιευμένo ισολογισμό, τα ασφαλιστικά Tαμεία – είναι και οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου (Ε.Ε.Χ.), καθώς και οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) με μετοχικό κεφάλαιο άνω του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών ή του ισόποσου σε ξένο νόμισμα. Σε κάθε περίπτωση δεν θεωρούνται θεσμικοί επενδυτές οι υπεράκτιες εταιρείες.
Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2003, όπως ορίζεται στο ακρο-τελεύτιο άρθρο του νόμου.
΄Αρθρο 16
Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου αυτού, όσες μεταβιβάσεις πραγματοποιήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση (20-11-2003) του ν. 3193/2003, με χρήση των ευνοϊκών ρυθμίσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ν. 3091/2002 εγκύρως πραγματοποιήθηκαν, έστω και αν οι μεταβιβάζουσες εταιρείες εξαιρούνται σύμφωνα με τις νέες συμπληρωματικές διατάξεις, αλλά σε κάθε περίπτωση οι εταιρείες αυτές θα πρέπει να ήταν υποκείμενες στον ειδικό φόρο σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3091/2002.