ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΟΡΙΩΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ 1993 ΕΩΣ ΚΑΙ 1998
Επέκταση των ορίων ακαθαρίστων εσόδων για την υπαγωγή των εκκρεμών υποθέσεων χρήσεων 1993 έως και 1998 στις αποφάσεις ΠΟΛ. 1155/2002 και 1085/2003.
(Α.Υ.Ο. 1084903/1635/ΔΕ-Α /ΠΟΛ. 1107/25.9.2003)ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 66 του ν. 2238/94 (ΦΕΚ Α 151).
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 66 του ν. 2238/1994, όπως ισχύουν και της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ Α 81).
3. Τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 28 του ν. 3016/ 2002 (ΦΕΚ Α 110).
4. Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3148/2003 (ΦΕΚ Α 136).
5. Την απόφασή μας 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/1998 Έλεγχος ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυση φορολογικών διαφορών (ΦΕΚ Β 526), όπως αυτή ισχύει και τις αποφάσεις μας 1113331/1477/ΠΟΛ. 1239/ 1999 (ΦΕΚ Β 2137), 1027583/1162/ ΠΟΛ. 1100/2000 (ΦΕΚ Β 361), 107 5331/1453/ΠΟΛ. 1231/2000 (ΦΕΚ Β 1113), 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/2001 (ΦΕΚ Β 882), 1093491/1656/ΠΟΛ. 1230/2001 (ΦΕΚ Β 1348), 1057857/ 1532/ΠΟΛ. 1192/2002 (ΦΕΚ Β 868), 1091341/1833/ΠΟΛ. 1250/2002 (ΦΕΚ Β 1443) και 1062187/1443/2003 (ΦΕΚ Β 893).
6. Τις αποφάσεις μας 1044171/1369/ ΠΟΛ. 1155/2002 (ΦΕΚ Β 657), 1057 857/1532/ΠΟΛ. 1192/2002 (ΦΕΚ Β 868), 1026855/11205/2003 (ΦΕΚ Β 353), 1052506/1380/ΠΟΛ. 1085/2003 (ΦΕΚ Β 756) και 1065798/1480/2003 (ΦΕΚ Β 998).
7. 1065956/863/Α0006/2003 (ΦΕΚ Β 985) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών περί καθορισμού αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονο-μίας και Οικονομικών.
8. Οτι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτουν δαπάνες για τον προϋπολογισμό.
Αποφασίζουμε
1. Εκκρεμείς υποθέσεις εμπορικών, τεχνικών και γεωργικών επιχειρήσεων που αφορούν χρήσεις που έκλεισαν από 1.1.1993 έως και 31/12/1998, με βιβλία Β ή Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., μη υπαγόμενες στις ρυθμίσεις των αποφάσεων 1044171/1369/ΠΟΛ. 1155/ 2002 και 1052506/1380/ΠΟΛ. 1085/ 2003, όπως αυτές ίσχυσαν, λόγω υπέρβασης των ορίων μέσου όρου δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων που κατά προβλέποντο από τις εν λόγω αποφάσεις, μπορεί να περαιώνονται κατά τις αποφάσεις αυτές πριν από την έναρξη τακτικού ελέγχου των υπόψη υποθέσεων και σύμφωνα με τα ειδικότερον οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους, εφόσον ο μέσος όρος των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων στη φορολογία εισοδήματος στις ανωτέρω ανέλεγκτες χρήσεις, όπως αυτά λαμβάνονται κατά τις πιο πάνω αποφάσεις ως προς την υπαγωγή, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τα πιο κάτω ποσά, κατά περίπτωση:
α. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης – παραγωγής, μέχρι 250.000.000 δραχμές.
β. Επί μικτών επιχειρήσεων, μέχρι 250.000.000 δραχμές, εφόσον ο μέρος όρος των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων στις ανωτέρω ανέλεγκτες χρήσεις από τη δραστηριότητα της παροχής υπηρεσιών είναι μέχρι 75.000.000 δραχμές. Εξαιρετικά, το όριο των 75.000.000 δραχμών του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 5.000.000 δραχμές για κάθε υπάλληλο που αποδεδειγμένα απασχολήθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά την τελευταία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση, με ανώτατο όριο τα 100.000.000 δραχμές.
γ. Επί επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, μέχρι 75.000.000 δραχμές, εφαρμοζομένων ανάλογα των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης.
2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο περαίωση ενεργείται μετά από έγγραφη πρόσκληση που επιδίδεται επί αποδείξει στον επιτηδευματία από την αρμόδια ελεγκτική αρχή, για αποδοχή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από της επίδοσης, του προβλεπόμενου από τις προαναφερόμενες αποφάσεις ειδικού σημειώματος υπολογισμού των διαφορών φόρων, το οποίο συντάσσεται από την ελεγκτική αρχή και επιδίδεται μαζί με την πρόσκληση.
3. Για τις περαιούμενες σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους υποθέσεις, ως ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση λαμβάνονται τα ποσά που κατά περίπτωση προκύπτουν αν στα τελευταία κλιμάκια ελάχιστων ποσών ανά χρήση των πινάκων των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ.1155/2002 και του άρθρου 7 της απόφασης 1052506/-1380/ΠΟΛ.1085/2003, προστεθούν 100.000 επί πλέον δραχμές για κάθε 25.000.000 ή 12.500.000 επί πλέον δραχμές μέσου όρου δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων ανά χρήση, αναλόγως αν πρόκειται για επιχειρήσεις πώλησης εμπορευμάτων και μεταποίησης – παραγωγής ή για εμπορικές επιχειρήσεις αμιγώς παροχής υπηρεσιών, αντίστοιχα. Τα ανωτέρω ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου δεν μπορούν να υπερβούν ανά χρήση το 1.100.000 δραχμές ή το 1.000.000 δραχμές, αντίστοιχα.
4. Από το συνολικό ποσό φόρων που βεβαιώvεται στο πλαίσιο της περαίωσης σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, το 1/5 καταβάλλεται ταυτόχρονα με την αποδοχή του οικείου ειδικού σημειώματος υπολογισμού των διαφορών φόρων και το ποσό που απομένει καταβάλλεται σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις, ανεξαρτήτως αν τηρήθηκαν βιβλία Β ή Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Ως προς τα λοιπά θέματα βεβαίωσης και καταβολής των φόρων και γενικά εφαρμογής των ανωτέρω αποφάσεων 1044171 /1369/ ΠΟΛ.1155/2002 και 1052506/1380/ ΠΟΛ.1085/2003 ισχύουν και εφαρμόζονται ανάλογα στο σύνολό τους τα κατά περίπτωση οριζόμενα από τις εν λόγω αποφάσεις, όπως αυτές ίσχυσαν.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 της απόφασης 1065798/1480/15. 7.03 ισχύουν ανάλογα και για τις υποθέσεις της παραγράφου 1 για τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί εντολές τακτικού ελέγχου ή για αυτές που δεν θα περαιωθούν σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους λόγω μη αποδοχής της περαίωσης.
6. Για τις εκκρεμείς υποθέσεις επιτηδευματιών χρήσεων 1993 έως και 1998 που ήδη υπάγονται στις ρυθμίσεις των αποφάσεων 1044171/1369/ ΠΟΛ.1155/2002 και 1052506/1380/ ΠΟΛ.1085/2003, όπως αυτές ίσχυσαν, συνεχίζει να έχει εφαρμογή η απόφαση 1065798/1480/15.7.03.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Ακριβής εφαρμογή των προβλεπόμενων ελεγκτικών διαδικασιών για τη διασφάλιση της διαφάνειας των διενεργούμενων φορολογικών ελέγχων.
(Αριθ. Πρωτ. 1073254/1564/ΔΕ-Α /11.8.2003)
1. Εχει διαπιστωθεί ότι, παρά τις συνεχείς σχετικές οδηγίες δεν τηρούνται πάντοτε με ακρίβεια κατά τους διενεργούμενους τακτικούς ιδίως ελέγχους οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις και τις σχετικές εγκυκλίους, οι οποίες σημειωτέον έχουν θεσπισθεί για να διασφαλισθεί και να προαχθεί η διαφάνεια στην επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο και στην εν γένει ελεγκτική διαδικασία, η αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων, καθώς και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των φορολογουμένων. Η μη τήρηση των προβλεπόμενων ελεγκτικών διαδικασιών έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται αρνητικές εντυπώσεις, διαμαρτυρίες και αμφισβητήσεις από πλευράς των φορολογουμένων και να σημειώνονται εκτροπές από τις αρχές και τους κανόνες χρηστής λειτουργίας που πρέπει να διέπουν τη Δημόσια Διοίκηση.
Επομένως είναι αναγκαία η πιστή και ακριβής εφαρμογή των διατάξεων και εγκυκλίων και ιδίως όσων ορίζονται στις αποφάσεις περί διενέργειας τακτικού ελέγχου ΠΟΛ. 1144/98 και ΠΟΛ.1168/01, όπως αυτές ισχύουν, τόσο ως προς τον τρόπο επιλογής υπoθέσεων για έλεγχο και τις διενεργούμενες επαληθεύσεις, όσο και ως προς τις διαπιστώσεις και τα αποτελέσματα του ελέγχου και τις ακολουθούμενες διαδικασίες γενικά μέχρι και την ολοκλήρωση όλων των σταδίων ελέγχου και τη βεβαίωση των τυχόν διαφορών φόρων.
Ειδικότερα: Στην επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο, επισημαίνεται ότι γίνεται σύμφωνα με τα συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής που προβλέπονται από το άρθρο 2 της απόφασης ΠΟΛ. 1144/98 ή και με συνδυασμό αυτών, ανάλογα μετά πραγματικά δεδομένα και τη βαρύτητα κάθε υπόθεσης. Στόχος των κριτηρίων είναι η άρση των αμφισβητήσεων γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη επιχείρηση και η αποφυγή προσωποποίησης αυτής.
Για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρήσεων και της διοίκησης, στις εντολές τακτικού ελέγχου θα αναγράφονται εφεξής υποχρεωτικά και το κριτήριο ή τα κριτήρια επιλογής κάθε υπόθεσης για έλεγχο, ανεξαρτήτως ελεγκτικής υπηρεσίας.
Περαιτέρω, σε ότι αφορά την έκδοση και την υλοποίηση των ανωτέρω εντολών ελέγχου, με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1315/2000 έχει επισημανθεί ότι αυτές πρέπει να εκδίδονται για κάθε επιχείρηση χωριστά και ότι πρέπει να παρακολουθούνται σχολαστικά από τους επόπτες ελέγχου και τους προϊσταμένους των ελεγκτικών υπηρεσιών ως προς την υλοποίησή τους και την έγκαιρη ολοκλήρωση των διαταχθέντων ελέγχων. Σε τυχόν περιπτώσεις υπερβολικής και αδικαιολόγητης καθυστέρησης ολοκλήρωσης του ελέγχου έχει δοθεί η οδηγία να γίνεται αντικατάσταση του ελεγκτή, με την έκδοση νέας εντολής ελέγχου, και σχετική ενημέρωση της Δ/νσης Ελέγχου. Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκε από τα στοιχεία που υποβάλλονται στη Δ/νση Ελέγχου, εντολές ελέγχου να μην έχουν ολοκληρωθεί ή να ολοκληρώνονται μετά από διάστημα 2 – 3 χρόνων. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να εξετασθούν άμεσα από τους προϊσταμένους οι εκκρεμείς εντολές ελέγχου και να εκδοθούν νέες προς άλλους ελεγκτές στις περιπτώσεις υπερβολικής και αδικαιολόγητης καθυστέρησης ολοκλήρωσης του ελέγχου. Προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοια φαινόμενα, ταυτόχρονα με την εντολή ελέγχου θα πρέπει να παραδίδεται στον ελεγκτή και ο φάκελος της υπόθεσης ολοκληρωμένος (απαραίτητα στοιχεία περαιωμένων χρήσεων, δηλώσεις ανέλεγκτων χρήσεων, δελτία πληροφοριών κ.λ.π.). Ακόμα, δεν είναι επιτρεπτό ελεγκτής να έχει παραπάνω από τρεις εκκρεμείς εντολές προς υλοποίηση.
Ως εύλογος χρόνος για την ολοκλήρωση των τακτικών ελέγχων, ανά υπόθεση, με τις αποφάσεις ΠΟΛ. 1144/98 και 1168/2001, για μέσο όρο έξι (6) ανέλεγκτων χρήσεων, θεωρούνται τα χρονικά διαστήματα των 4 – 5, 5 – 8 και 8 – 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της εντολής, για βιβλία Α , Β και Γ κατηγορίας ΚΒΣ, αντίστοιχα. Η διάρκεια του ελέγχου μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, όπου υπάρχουν αντικειμενικές αδυναμίες (δελτία πληροφοριών και επισχεθέντα, πλαστά, εικονικά φορολογικά στοιχεία κ.λ.π.), καθώς και στις περιπτώσεις εκείνες υποθέσεων που ελέγχονται από το ΕΘ.Ε.Κ. ή ελέγχονται από τις άλλες ελεγκτικές υπηρεσίες με τις γενικές διατάξεις και για τις οποίες απαιτούνται ειδικές και ευρείας έκτασης ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Σε ότι αφορά τις διαπιστώσεις και τα αποτελέσματα του ελέγχου καθώς και το πόρισμα σε σχέση με το κύρος των βιβλίων και στοιχείων, με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1065/99 έχει διευκρινισθεί ότι αυτά πρέπει να αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαφήνεια στα ειδικά σημειώματα ελέγχου που προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής των ανωτέρω αποφάσεων ΠΟΛ. 1144/98 και ΠΟΛ. 1168/ 01 ή στις εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται κατά τις γενικές διατάξεις.
Τονίζεται και πάλι ότι στα ανωτέρω ειδικά σημειώματα ελέγχου ή στις εκθέσεις ελέγχου, κατά περίπτωση, δεν θα γίνεται καταγραφή από τους ελεγκτές μόνο των παραλείψεων, παρατυπιών και διαφορών για τις οποίες εκτιμάται ότι θα επέλθει συμβιβασμός, αλλά θα καταγράφονται υποχρεωτικά και τεκμηριωμένα όλες γενικά οι διαπιστώσεις και τα ευρήματα του ελέγχου, χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες ή επιφυλάξεις ως προς το είδος και την έκτασή τους και ανεξάρτητα από το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα στο στάδιο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και την τελική έκβαση της ελεγχόμενης υπόθεσης. Εκτιμήσεις των ελεγκτών και προφορικές συνεννοήσεις με τους εκπροσώπους των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ως προς ελεγκτικά ζητήματα που ανακύπτουν και ιδίως ως προς τα αποτελέσματα του ελέγχου και το ύψος των τυχόν διαφορών φόρων που θα προκύψουν, είναι εντελώς απαράδεκτες και απαγορεύονται αυστηρά. Σε κάθε περίπτωση, για τα προκύπτοντα ελεγκτικά ζητήματα ο ελεγκτής θα αναφέρεται στον αρμόδιο επόπτη ελέγχου, ο φάκελος κάθε υπόθεσης θα είναι πλήρης και τεκμηριωμένος (με τα πρωτότυπα των θεωρηθέντων κατά την πρώτη ημέρα του ελέγχου φορολογικών στοιχείων, τα αντίγραφα των τυχόν προσκλήσεων με τις οικείες εκθέσεις επίδοσης κ.λ.π.), ώστε να προκύπτουν όλα τα δεδομένα, και η επιχείρηση θα λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων αποκλειστικά και μόνο μέσω των επιδιδόμενων ειδικών σημειωμάτων ελέγχου ή των εκθέσεων ελέγχου και περαιτέρω θα ακολουθεί η προβλεπόμενη διαδικασία επίλυσης των διαφορών από τα αρμόδια προς τούτο όργανα κ.λ.π.
Με βάση και τα ανωτέρω, οι ελεγκτικές υπηρεσίες πρέπει να προσδιορίζουν τη φορολογητέα ύλη εφαρμόζοντας πιστά τις κείμενες διατάξεις των φορολογικών νόμων, να τεκμηριώνουν το πόρισμά τους με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια, με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων ή λοιπά μη αμβισβητήσιμα στοιχεία και πληροφορίες, να τηρούν με ακρίβεια τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες προθεσμίες, χωρίς καθυστερήσεις και αναβολές και γενικά να εφαρμόζουν και να ακολουθούν σχολαστικά το σύνολο των φορολογικών διατάξεων και των διαδικασιών ελέγχου, δεδομένου μάλιστα ότι οι αρχές, οι κανόνες, ο τρόπος, τα κριτήρια, τα στοιχεία και όλες γενικά οι επαληθεύσεις και λοιπές ελεγκτικές διαδικασίες έχουν καθορισθεί με ακρίβεια και σαφήνεια.
Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι για όλες τις υποθέσεις και για όλα τα είδη διενεργούμενων ελέγχων, δεν πρέπει να παρατηρείται σε καμιά περίπτωση καθυστέρηση επίσης των ειδικών σημειωμάτων ή των εκθέσεων ελέγχου, κατά περίπτωση, ύστερα από την ολοκλήρωση του ελέγχου. Αυτό, αν και έχει ήδη επισημανθεί και με την πιο πάνω εγκύκλιο ΠΟΛ. 1315/2000, εν τούτοις δεν φαίνεται να ακολουθείται πάντα, με αποτέλεσμα, πέραν των άλλων, την ταλαιπωρία των επιχειρήσεων και τη δημιουργία αρνητικής εικόνας ως προς τους λόγους της καθυστέρησης.
Υπενθυμίζεται εξ’ άλλου ότι όπως έχει διευκρινισθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1183/98, τα εκδιδόμενα ειδικά σημειώματα ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και ΚΒΣ πρέπει να καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται από τον επόπτη ελέγχου ή από τον επόπτη της πρώτης εποπτείας, κατά περίπτωση, στο οποίο αναγράφονται και οι οριζόμενες από την ίδια εγκύκλιο λοιπές πληροφορίες για την παρακολούθηση της πορείας κάθε ελεγχόμενης υπόθεσης. Τα παραπάνω πρέπει να εφαρμόζονται σχολαστικά, για την πληρέστερη δε εικόνα κάθε υπόθεσης θα πρέπει εφεξής στο πιο πάνω βιβλίο να αναγράφονται πέραν των άλλων και οι ημερομηνίες επίδοσης των οικείων σημειωμάτων ελέγχου.
2. Ύστερα από όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα:
Ο ελεγκτής:
– Αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής ελέγχου σχηματίζει το φάκελο της υπόθεσης, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό λειτουργίας των Δ.Ο.Υ. (π.δ. 16/89) και τις σχετικές οδηγίες της Διοίκησης.
– Καταρτίζει το πρόγραμμα ελέγχου για τις περιπτώσεις που προβλέπεται, στο οποίο αναφέρει τις πρόσθετες ελεγκτικές επαληθεύσεις που θα διενεργήσει και μνημονεύει με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιείται το υπόδειγμα προγράμματος ελέγχου που επισυνάπτεται στην εγκύκλιο ΠΟΛ. 1291/2000, το οποίο συμπληρώνεται, ανάλογα με τα δεδομένα κάθε υπόθεσης, με πιστή εφαρμογή των σχετικών οδηγιών που έχουν παρασχεθεί με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1100/99.
– Παραδίδει επί αποδείξει αντίγραφα της εντολής ελέγχου και του προγράμματος ελέγχου και του προγράμματος ελέγχου, όπου αυτό προβλέπεται, την 1η μέρα που επισκέπτεται την επιχείρηση. Ταυτόχρονα επιδίδει και τη συνημμένη στην παρούσα, ενημερωτική επιστολή προς το φορολογούμενο. Σε περίπτωση συμπληρωματικών πρόσθετων ελεγκτικών επαληθεύσεων, παραδίδεται επί αποδείξει, πριν από τη διενέργειά τους, το οικείο συμπληρωματικό ή τελικό πρόγραμμα ελέγχου (σχετ. εγκ. ΠΟΛ. 1100/99).
– Συντάσσει, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του ελέγχου, τα Ειδικά Σημειώματα Ελέγχου του άρθρου 9 της απόφασης ΠΟΛ. 1144/98 αν η υπόθεση ελέγχεται με την απόφαση αυτή ή με την απόφαση 1168/2001, όπως αυτές ισχύουν, ολοκληρώνοντας τη σύνταξη των Σημειωμάτων με το πέρας του ελέγχου, τα οποία και υπογράφει.
– Προσκομίζει, χωρίς καμιά καθυστέρηση, τα Σημειώματα ελέγχου, με όλα τα στοιχεία του φακέλου, για υπογραφή από τον Επόπτη και το Διευθυντή ή τον Υποδιευθυντή που έχει τη σχετική αρμοδιότητα.
– Επιδίδει στον εκπρόσωπο της επιχείρησης τα Σημειώματα ελέγχου το αργότερο μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία της θεώρησής τους από το Δ/ντή ή τον Υποδιευθυντή, με αναγραφή επί της οικείας πράξης επίδοσης, των δικαιωμάτων του ελεγχόμενου κατά το άρθρο 10 της απόφασης ΠΟΛ. 1144/98.
– Στις περιπτώσεις που ο έλεγχος διεξάγεται με τις γενικές διατάξεις, ο ελεγκτής συντάσσει τις σχετικές εκθέσεις αμέσως με το πέρας του ελέγχου και αφού αυτές υπογραφούν, όπως προβλέπεται, προβαίνει στη σύνταξη των οικείων καταλογιστικών πράξεων, οι οποίες επιδίδονται μαζί με τις σχετικές εκθέσεις, όπως προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των κατά περίπτωση φορολογιών και του κανονισμού λειτουργίας των Δ.Ο.Υ. π.δ. 16/ 89).
Ο Επόπτης ελέγχου:
– Παρακολουθεί καθημερινά την εξέλιξη των ελέγχων που διεξάγονται από τους ελεγκτές της εποπτείας του.
– Επισκέπτεται, όταν και όπου κρίνεται απαραίτητο, την επιχείρηση, παρέχοντας επιτόπου οδηγίες για την πληρότητα του ελέγχου.
– Παρακολουθεί την πορεία υλοποίησης και την έγκαιρη ολοκλήρωση των διαταχθέντων ελέγχων αρμοδιότητας της εποπτείας του.
– Ενημερώνει και γενικά τηρεί σχολαστικά το προβλεπόμενο βιβλίο με τα εκδιδόμενα ειδικά σημειώματα φορολογίας εισοδήματος και ΚΒΣ και την πορεία κάθε υπόθεσης. Επί περισσότερων της μίας εποπτειών αυτό γίνεται από την επόπτη της πρώτης εποπτείας.
Ο Διευθυντής Υποδιευθυντής που έχει τη σχετική αρμοδιότητα:
– Ενημερώνεται καθημερινά από τους επόπτες ελέγχου για την πορεία των ελέγχων που είναι σε εξέλιξη και παρέχει τις απαραίτητες κάθε φορά οδηγίες.
Ο Διευθυντής, οι Υποδιευθυντές και οι Επόπτες ελέγχου
κάθε υπηρεσίας:
– Πραγματοποιούν τουλάχιστον μία εβδομαδιαία συνέλευση εξετάζοντας τον απολογισμό του ελεγκτικού έργου της προηγούμενης εβδομάδας και επανακαθορίζοντας, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον προγραμματισμό της επόμενης εβδομάδας.
– Πραγματοποιούν μαζί με όλους τους ελεγκτές μία μηνιαία συνέλευση στην οποία εξετάζεται ο απολογισμός του προηγούμενου μήνα και παρέχονται γενικές κατευθύνσεις για την υλοποίηση -του προγραμματισμού. Στην ίδια συνέλευση αναλύονται και οι οδηγίες που παρέχονται κάθε φορά από τη Διοίκηση.
3. Με βάση επίσης όλα τα ανωτέρω και προκειμένου να τηρείται απαρέγκλιτα ο χρόνος που κρίνεται εύλογος για το πέρας του κάθε ελέγχου:
α. Οι υποθέσεις που έχουν χρεωθεί μέχρι τώρα, αλλά δεν έγινε έναρξη του ελέγχου, επαναχρεωθούν στους ίδιους ή άλλους ελεγκτές.
β. Στο εξής, θα συντάσσεται στην αρχή κάθε μήνα κατάσταση με τις υποθέσεις που ελεγχθούν τον επόμενο μήνα. Με βάση τον προγραμματισμό αυτό, προκειμένου για ελεγκτικά κέντρα, θα απευθύνονται επιστολές στις Δ.Ο.Υ. για τη συγκέντρωση των στοιχείων και το σχηματισμό του φακέλου κάθε υπόθεσης. Ακόμα θα ζητούνται από τις υπηρεσίες ΣΔΟΕ ή άλλες υπηρεσίες πληροφορίες (μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα το πολύ δέκα ημερών) για την ύπαρξη τυχόν στοιχείων που είναι απαραίτητα κατά τον έλεγχο.
γ . Με τη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων θα γίνεται η έκδοση των εντολών ελέγχου.
4. Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών δίδει πρωταρχική σημασία στην πιστή τήρηση των νόμων και των προβλεπόμενων διαδικασιών ελέγχου από τις ελεγκτικές υπηρεσίες και είναι ειλημμένη η απόφασή του για διασφάλιση της εμπέδωσης κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τους φορολογούμενους και των πάταξη των τυχόν περιπτώσεων εκτροπών ελεγκτικών του οργάνων.
Οι αρμόδιοι Οικονομικοί Επιθεωρητές έχουν υποχρέωση να παρακολουθούν στενά την ορθή και πιστή εφαρμογή της παρούσας και εφόσον διαπιστώνουν υπερβάσεις παραλείψεις και παρατυπίες γενικά, εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων, που αντιβαίνουν τις κείμενες διατάξεις και τις σχετικές εγκυκλίους, να προβαίνουν άμεσα στις δέουσες ενέργειες.
Τυχόν περιπτώσεις ή πληροφορίες που θα περιέρχονται στο Υπουργείο για καταστρατήγηση των ανωτέρω, θα εξετάζονται εφεξής με άμεση προτεραιότητα και με ιδιαίτερη προσοχή.
Οποιαδήποτε παρέκκλιση συνιστά παράβαση καθήκοντος και θα ελέγχεται πειθαρχικά για την επιβολή των προβλεπόμενων εκ του νόμου ποινών κατά τις διατάξεις των άρθρων 106 και 109 του ν. 2683/99, μη αποκλειομένων των ευθυνών που απορρέουν από τις διατάξεις του Ποινικού Νόμου.
Για την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ελεγκτικών υπηρεσιών και φορολογουμένων, πρέπει υποχρεωτικά να επιδίδεται από τον ελεγκτή, στον εκπρόσωπο κάθε ελεγχόμενης επιχείρησης, πριν από την έναρξη οποιασδήποτε μορφής ελέγχου στην έδρα της, η συνημμένη Ενημερωτική επιστολή, συμπληρωμένη εις διπλούν με την οικεία πράξη επίδοσης επί του σώματος αυτής. Το ένα αντίτυπο της επιστολής αυτής, η επίδοση της οποίας όπως και η παράδοση αντιγράφων της εντολής και του προγράμματος ελέγχου, δεν αποτελεί στοιχείο της διαδικασίας για την περαιτέρω έκδοση των φύλλων ελέγχου και λοιπών πράξεων, τίθεται στον οικείο φάκελο και αποτελεί στοιχείο αυτού.