ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ ΓΗΣ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΗΣ
Διαβίβαση της αριθμ. 230/2002 απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας.
(Α.Υ.Ο. 1021736/936/00ΤΥ/Δ/ΠΟΛ. 1091/7.3.2002)Σας διαβιβάζουμε για εφαρμογή την αριθμ. 230/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορά τον αντικειμενικό προσδιορισμό αξίας γης εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών που δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης του Δήμου Μυκονίων.
Αριθμός 230/2002
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β´
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2001, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β´ Τμήματος, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Ν. Σκλίας, Αικ. Χριστοφορίδου, Σύμβουλοι, Κ. Βιολάρης, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι, Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 21 Ιανουαρίου 2000 αίτηση:
των: 1 ) X.Β. κατοίκου Μυκόνου, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Χ.Μ. (A.Μ. 17174 ), που την διόρισε με πληρεξούσιο, 2) A. Ι. Κ., ο οποίος παρέστη με την πιο πάνω δικηγόρο Χ.Μ. στην οποία δόθηκε προθεσμία 2 ημερών για την νομιμοποίησή της, 3) Ι.Ε., κατοίκου ´Ανω Μεράς Μυκόνου, ο οποίος παρέστη με την πιο πάνω δικηγόρο Χ. Μ., που την διόρισε με πληρεξούσιο, 4) Δ. Σ., κατοίκου Μαραθίου Μυκόνου, 5) Α. Ξ., κατοίκου Ορνού Μυκόνου, οι οποίοι παρέστησαν με την πιο πάνω δικηγόρο Χ. Μ., στην οποία δόθηκε προθεσμία 2 ημερών για την νομιμοποίησή της, 6) Α. Δ., κατοίκου Δράπανου Μυκόνου, 7) Ι. Μ., κατοίκου Μαραθίου Μυκόνου, 8) Η. Κ.κατοίκου πόλεως Μυκόνου, 9) Κ.Δ., κατοίκου Δράπανου Μυκόνου, 10) Μ. Κ., κατοίκου περιοχής Ληνού Μυκόνου, με πληρεξούσιο, και 15) Π. Δ., κατοίκου περιοχής Ληνού Μυκόνου, ο οποίος παρέστη με την πιο πάνω δικηγόρο X.Μ., στην οποία δόθηκε προθεσμία 2 ημερών για την νομιμοποίησή της,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ø., Πάρε-δρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 1107357/ 5686/ΔΟΟΤΥ/ΠΟΛ 1220/16.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομι-κών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμ-βούλου Ε. Γαλανού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτούντων που παρέστησαν, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, όπως συμπληρώθηκε με το από 20.10.2001 δικόγραφο προσθέτων λόγων, έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθμ. 9747342/2000 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ενσήμων και δικαστικών εισπράξεων Αθηνών και 1501981/2000, σειράς Α´, ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Eπειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 11007 357/5686/ΔOOTY/ΠOΛ 1220/ 16.11. 1999 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦEK Β´ 2082/26.11. 1999), με την οποία επεκτάθηκε η εφαρμογή του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας γης, εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών που δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης μεταξύ άλλων και στο Νομό Κυκλάδων και ειδικότερα στο Δήμο Μυκόνου και καθορίσθηκαν ανά ζώνες – δημοτικών διαμερισμάτων του εν λόγω Δήμου, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, η αρχική βασική αξία, η ειδική βασική αξία και η αρχική οικοπεδική αξία των περί ων πρόκειται εδαφικών εκτάσεων.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον του Τμήματος με επταμελή σύνθεση μετά την από 20.3.2000 πράξη του Προέδου του λόγω σπουδαιότητας.
4. Επειδή, από τους αιτούντες οι Αθ. Κ.Μ. (2ος) Δ.Σ. (4ος), Α.Ξ. (5ος) και Π.Δ. (15ος) δε νομιμοποίησαν τη δικηγόρο Χ.Μ. που υπογράφει τα δικόγραφα της κρινόμενης αίτησης και των προσθέτων λόγω και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του Π.Δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α´ 8), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α´67). Συνεπώς, ως προς τους αιτούντες αυτούς η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
5. Επειδή, οι λοιποί αιτούντες προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως προβάλλουν ότι είναι μόνιμοι κάτοικοι Μυκόνου και ιδιοκτήτες γηπέδων ή οικοπέδων εκτός σχεδίου στη νήσο αυτή και ότι η εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασής τους θίγει άμεσα διότι αυξάνει τη φορολογική βάση επί της οποίας θα υπολογισθεί ο φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων, ο φόρος κληρονομιών δωρεών και γονικών παροχών, ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ο φόρος ιδιοκατοίκησης. ´Ομως η ιδιότητα του μονίμου κατοίκου Μυκόνου δεν αρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Περαιτέρω, η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ακινήτου σε εκτός σχεδίου περιοχή της Μυκόνου, την οποία επικαλούνται και αποδεικνύουν προαποδεικτικώς, όπως απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989, όλοι οι λοιποί αιτούντες, εκτός από τον Κ.Δ. (9ος), αρκεί για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον αυτών προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, μόνο κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της ρύθμισης της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης που αναφέρεται στη ζώνη στην οποία ο καθένας από τους αιτούντες αυτούς φέρεται ότι έχει ιδιοκτησία ακινήτου. Δοθέντος δε ότι προϋπόθεση ομοδικίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως είναι, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, η ύπαρξη κοινού εννόμου συμφέροντος των αιτούντων, υπό την έννοια ότι πρέπει τούτο να υφίσταται για τον προτασσόμενο στο δικόγραφο και για όσους από τους λοιπούς προβάλλουν και αποδεικνύουν το ίδιο έννομο συμφέρον, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη αυτή μόνο ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα (Χ. Β.) και μόνο κατά το μέρος που πλήσσει τη ρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στη ζώνη 2ε του Δημοτικού Διαμερίσματος Μυκονίων μέσα στην οποία φέρεται ότΙ κείται η ιδιοκτησία του. Ως προς τους λοιπούς όμως αιτούντες (3ο, 6ο, 7ο, 8ο, 10η, 11ο, 12η, 13η και 14η δηλαδή τους Ι. Ε., Α. Δ., Ι. Μ., Η. Κ., Μ. Κ., Α. Δ., Ε. Δ., Ν. Σ. και Ε. Σ.) που δεν προέβαλαν και δεν απέδειξαν το ίδιο έννομο συμφέρον, ότι δηλαδή έχουν ιδιοκτησία στην ίδια ζώνη με τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί για έλλειψη ομοδικίας. Εξάλλου, ο εν λόγω προτασσόμενος στο δικόγραφο Χ. Β., ενώ στο κύριο δικόγραφο φέρεται ως “μηχανικός, Δήμαρχος Μυκονίων και κάτοικος Μυκόνου” και επικαλείται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του την ιδιότητα του μονίμου κατοίκου Μυκόνου και την ιδιότητα – ιδιοκτήτη ακινήτου εκτός σχεδίου στη νήσο αυτή, με το από 7.11.2001 υπόμνημα που κατατέθηκε στις 9.11.2001, (δηλαδή μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και μέσα στη χορηγηθείσα προς τούτο, κατόπιν σχετικού αιτήματος, προθεσμία), αναφέρει ότι ασκεί την κρινόμενη αίτηση και ως Δήμαρχος Μυκονίων “εκπροσωπώντας το Δήμο Μυκόνου”. Η εν λόγω όμως διεύρυνση των ασκούντων την υπό κρίση αίτηση προσώπων με δικόγραφο μεταγενέστερο του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή.
Περαιτέρω, ο ανωτέρω πρώτος αιτών (Χρήστος Βερώνης) εμπροθέσμως ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Α. Χ. και του Παρέδρου Ι. Σ., η ιδιότητα του μονίμου κατοίκου Μυκόνου καθώς και η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ακινήτου σε εκτός σχεδίου περιοχή της νήσου Μηκόνου θεμελιώνουν έννομο συμφέρον για προσβολή της συνολικής ρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στις εκτός σχεδίου περιοχές της νήσου αυτής περαιτέρω κατά τη γνώμη αυτή εκ των αιτούντων οι έχοντες τις ανωτέρω ιδιότητες παραδεκτά ομαδικούν με τον πρώτο αιτούντα εφόσον προβάλλουν λόγους ερειδομένους στην αυτή νομική και πραγματική βάση.
6. Επειδή, στο άρθρο 4 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζονται τα εξής: “1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2………… 3……….. 4……………. 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Περαιτέρω ορίζεται στο μεν άρθρο 17 του Συντάγματος ότι στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση….”, στο δε άρθρο 20 παρ. 1 αυτού ότι Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Στη συνέχεια στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική). Στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι “´Υστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό”. Τέλος, στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία……… δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης”.
7. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 1587/1950 (ΦΕΚ Α´ 294) Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων” (ΦΕΚ Α´ 245) ορίζεται ότι “Εφ’ εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού επί ακινήτου δικαιώματος . . . επιβάλλεται φόρος επί της αξίας αυτών”. Περαιτέρω, ορίζεται στην μενπαρ. 4 του ως άνω άρθρου 1 ότι “Ως αξία λογίζεται η αγοραία αξία την οποίαν έχει το ακίνητον ή το πραγματικόν επί του ακινήτου δικαίωμα . . . κατά την ημέραν της μεταβιβάσεώς των”, στη δε παρ. 2 του άρθρου 3 του ίδιου αν. νόμου ότι “διά τον προσδιορισμόν της αξίας του ακινητου η του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ή του πλοίου λαμβάνονται υπ’ όψει και συνεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβίβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουσιν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης διά την επιβολήν του φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ’ ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικονομικού Εφόρου, τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας διά χρήσεως παντός άλλου μέσου”. Εξάλλου, στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 118/1973 “Περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων” (ΦΕΚ Α´ 202) ορίζεται ότι “Επιβάλλεται φόρος . . . επί των κτωμένων αιτία θανάτου, δωρεάς ή προικός περιουσιών και επί των κερδών εκ λαχείων”. Περαιτέρω, ορίζεται στο μεν άρθρο 9 παρ. 1 του ανωτέρω νομ. δ/τος ότι ως αξία των αντικειμένων της κτήσεως δια τον υπολογισμόν του φόρου, λαμβάνεται η κατά τον χρόνον της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως αγοραία αξία . . . “. στο δε άρθρο 10 του ίδιου νομ. δ/τος ότι “δια τον προσδιορισμόν της αξίας λαμβάνονται υπ’ όψιν και συνεκτιμώνται ιδία: Τα στοιχεία εκτιμήσεως των αυτών ή ετέρων πλησιοχώρων ομοειδών ακινήτων, τα προκύπτοντα εκ μεταβιβάσεως επ’ ανταλλάγματι ή κτήσεων αιτία θανάτου, δωρεάς ή προικός ή εξ απαλλοτριώσεων ή δικαστικών διανομών, η καθαρά πρόσοδος αυτών, ως και παν έτερον πρόσφορον στοιχείον, ασκούν ουσιώδη επίδρασιν επί της διαμορφώσεως της αγοραίας αξίας αυτών. Εν ελλείψει οιουδήποτε εκ των ανωτέρω στοιχείων ή εφ’ όσον τα υπάρχοντα κρίνονται απρόσφορα ή ανεπαρκή, ο προσδιορισμός της αξίας αυτών χωρεί δια παντός αποδεικτικού μέσου”.
8. Επειδή το άρθρο 41 του Ν. 1249/ 1982 (ΦΕΚ Α´ 43), ορίζει τα εξής:
“1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνοντα υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ’ είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα του δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. (Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 1473/1984, Α´ 127). Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών που θα αποτελούνται από οικονομικούς υπαλλήλους, μηχανικούς του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, εκπροσώπους της Το-πικής Αυτοδιοίκησης, εκπροσώπους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλα πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία και θα συγκροτούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισής τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων. (Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 8 του άρθρου 24 του Ν. 1828/1989, Α´ 2). γ) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζομένων εκτός σχεδίου ακινήτων. (Η περ. γ´ προστέθηκε ως άνω με την παρ. 11 του άρθρου 14 του Ν. 1882/1990, Α´ 43). 3. Κάθε άλλη διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τη φορολογητέα αξία των ακινήτων μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας και τον τρόπο προσδιορισμού της, εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την έναρξη ισχύος των προεδρικών διαταγμάτων της προηγούμενης παραγράφου μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος αμφισβητήσει τις προκαθορισμένες τιμές με προσφυγή του ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. (Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 14 του ανωτέρω Ν. 1473/1 984). 4. . . . 5. . . . 6. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, ο φορολογούμενος αναγράφει στην οικεία φορολογική δήλωση την κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου οριζόμενη αξία τους, με βάση την οποία βεβαιώνεται ο φόρος που αναλογεί. Αν ο υπόχρεος σε φόρο θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της δήλωσής του, να ζητήσει με προσφυγή τον προσδιορισμό της αξίας, από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Αν ασκηθεί προσφυγή, ο Οικονομικός ¸φορος διενεργεί έλεγχο για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου και συντάσσει σχετική έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιεί στο φορολογούμενο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η έκθεση αυτή επισυναπτεται στην έκθεση του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, στην οποία περιλαμβάνεται και αίτημα προς τον Διοικητικό Δικαστήριο για προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Εφόσον το διοικητικό δικαστήριο προσδιορίσει αξία του ακινήτου μεγαλύτερη από την προκαθορισμένη, επιβάλλεται εκτός από τον κύριο φόρο την πληρωμή του οποίου θα διέφευγε ο υπόχρεος και πρόσθετος φόρος, ίσος με ποσοστό εξήντα τα εκατό (60%) της διαφοράς του φόρου. Σε περίπτωση που δεν αμφισβητηθεί η προκαθορισμένη αξία, ο Οικονομικός Εφορος ελέγχει την ακρίβεια των δηλώσεων μόνο όσον αφορά τα προσδιοριστικά στοιχεία των ακινήτων σύμφωνα με τα οποία διαμορφώνεται η αξία τους. Αν διαπιστωθεί ανακρίβεια των στοιχείων τούτων, εκδίδεται πράξη με την οποία καταλογίζεται ο φόρος, την πληρωμή του οποίου θα διέφευγε ο υπόχρεος με την ανακρίβεια καθώς και ο πρόσθετος φόρος ίσος με ποσοστό διακόσια σαράντα τα εκατό (240%) της διαφοράς του φόρου. (Το ποσοστό 240% ορίσθηκε σε εκατό τοις εκατό με το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 2065/1992, Α´ 113). Για κάθε θέμα που δε ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις των φορολογιών μεταβίβασης ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και προικών, όπως κάθε φορά ισχύουν, καθώς και οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. (Η παρ. 6 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 1473/1984). Περαιτέρω, στο άρθρο 41α του ανωτέρω Ν. 1249/1982, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ Α´ 43) ορίζονται τα εξής: “1. Η φορολογητέα αξία των μεταβιβαζομένων με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες δεν έχει εφαρμοστεί το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους, είτε αυτές είναι εντός είτε εκτός σχεδίου πόλης, υπολογίζεται χωριστά για τα επί του οικοπέδου ή γηπέδου τυχόν υφιστάμενα κτίσματα και χωριστά για το οικόπεδο ή το γήπεδο, ως εξής: α) Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των κτισμάτων εφαρμόζεται αντικειμενικό σύστημα, κατά το οποίο λαμβάνονται υπόψη τιμές αφετηρίας κόστους ανά είδος κτιρίου, οι οποίες καθορίζονται και αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Οι τιμές αυτές αφετηρίας αυξάνονται ή μειώνονται με την εφαρμογή συντελεστών που προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υπό εκτίμηση κτιρίου, όπως το μέγεθος, την ποιότητα κατασκευής, την παλαιότητα και άλλα. β) Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας του οικοπέδου ή γηπέδου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α´) και των άρθρων 9 και 10 του ν. δ/τος 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α´). 2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται σταδικά, για τις περιοχές της προηγούμενης παραγράφου, ζώνες με αξία γης και συντελεστές αυξομείωσής τους, οι οποίοι προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οικοπέδου ή γηπέδου, όπως σχήμα, δυνατότητα εκμετάλλευσης και άλλα, ώστε να υπολογίζεται αντικειμενικά και η αξία γης. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 και των άρθρων 9 και 10 του ν. δ/τος 118/1973. 3. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο αναγράφεται τίμημα μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται με βάση το τίμημα αυτό. 4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται: α. Η καταχώριση των τιμών αφετηρίας κόστους κατά είδος οικοδομής και περιοχή, των τιμών γης κατά ζώνες και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες, καθώς και οι χάρτες και τα έντυπα, που θα αποτελούν την απαραίτητη υποδομή για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των κτισμάτων και του οικοπέδου ή γηπέδου. β. Ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή κατά περιοχές. γ. Κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου”. Κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, του άρθρου 14 του Ν. 1473/1984 και του άρθρου 10 του Ν. 2386/1996 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1144814/26361/ /30.12.1998 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β´1328) η οποία μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις κατ’ εξουσιοδότηση των ίδιων ως άνω διατάξεων εκδοθείσες αποφάσεις του Υφυπουργού Οικονομικών υπ’ αριθμ. 1059122/2815/ ΔΟΟΤΥ/15.6.1999 (ΦΕΚ Β´, 1321/ 25.6.1999) και 1107354/5683/ΔΟΟΤΥ/16.11.1999 (ΦΕΚ Β´ 2080/ /26.11. 1999). Με την ανωτέρω απόφαση 1144814/26361/30.12.1998, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ορίζονται τα εξής: Για τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας της γης που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών και δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης, συμπληρώνεται ειδικό έντυπο ΑΑ-ΓΗΣ. Με το έντυπο αυτό υπολογίζεται η Συνολική Αντικειμενική Αξία της Γης ως άθροισμα τριών συστατικών: Α) της Βασικής Αξίας Γης (ΒΑ), που υπολογίζεται πάντοτε για κάθε εδαφική έκταση Β) Της Οικοπεδικής Αξίας Γης (Α. OIK.), που υπολογίζεται μόνο για όσες εδαφικές εκτάσεις έχουν κτίσμα με επιφάνεια μεγαλύτερη από 15 τ.μ. και βρίσκονται: Β1) Μέσα σε Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και οικισμούς για τους οποίους δεν έχουν ορισθεί όροι δόμησης και Β2) Εκτός Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) και οικισμών για τους οποίους δεν έχουν ορισθεί όροι δόμησης, αλλά έχουν πρόσωπο σε Εθνική ή Επαρχιακή οδό ή είναι σε ζώνη πλάτους μέχρι και 800 μέτρα από τη θάλασσα Γ) της Αξίας Δυνατότητας περαιτέρω αξιοποίησης (ΑΔ), που υπολογίζεται μόνο για όσες εκτάσεις, βρίσκονται: Γ1) Μέσα σε Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και οικισμούς για τους οποίους δεν έχουν ορισθεί όροι δόμησης και, Γ2) Εκτός Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων )ΓΠΣ) και οικισμών για τους οποίους δεν έχουν ορισθεί όροι δόμησης αλλά έχουν πρόσωπο σε Εθνική ή Επαρχιακή οδό ή είναι σε ζώνη πλάτους μέχρι και 800 μέτρα από τη θέλασσα, εκτός εάν στις πιο πάνω Γ1) και Γ2) περιπτώσεις δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη από τις πολεοδομικές διατάξεις δόμηση, εν όλω ή εν μέρει, λόγω απαγόρευσης οποιασδήποτε δόμησης σε ολόκληρη την εδαφική έκταση ή σε τμήμα της, οπότε η Αξία Δυνατότητας περαιτέρω αξιοποίησης υπολογίζεται για επιφάνεια εδαφικής έκτασης ανάλογης με το ποσοστό της δόμησης που μπορεί να πραγματοποιηθεί……” (άρθρο 2). Πε-ραιτέρω ορίζεται ότι “Η Βασική Αξία προκύπτει ως γινόμενο της Αρχικής Βασικής Αξίας Γης (Α.Β.Α.) ή της Ειδικής Βασικής Αξίας Γης (Ε.Β.Α. – Γης) επί την επιφάνεια της εδαφικής έκτασης και επί διάφορους συντελεστές ανάλογα με τη χρήση της” (άρθρο 3 παρ. 1). Εξάλλου “Αρχική Βασική Αξία (Α.Β.Α.) είναι η ανά τετραγωγικό μέτρο αξία αγροτικής γης, μη αρδευόμενηςς, με μονοετή καλλιέργεια, που δεν έχει πρόσωπο σε Εθνική, Επαρχιακή, Δημοτική ή Κοινοτική οδό και απέχει από τη θάλασσα απόσταση μεγαλύτερη από 800 μέτρα. Ειδική Βασική Αξία Γης (Ε.Β.Α.) είναι η ανά τετραγωγικό μέτρο αξία αγροτικής γης μη αρδευόμενης με μονοετή καλλιέργεια και λαμβάνεται υπόψη μόνο για εδαφικές εκτάσεις που έχουν πρόσωπο σε Εθνική ή Επαρχιακή οδό ή απέχουν μέχρι και 800 μέτρα από τη θάλασσα. Η Αρχική Βασική Αξία (Α.Β.Α.) και η Ειδική Βασική Αξία Γης (Ε.Β.Α.) ορίζονται και αναπροσαρμόζονται για κάθε Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα ή Κοινότητα ή Κοινοτικό διαμέρισμα ή Οικισμό της χώρας, με αποφάσεις Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση των αρμόδιων Επιτροπών του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 ……” (άρθρο 1 παρ. 1). Ακολούθως, “η οικοπεδική αξία προκύπτει ως γινόμενο της Αρχικής Οικοπεδικής Αξίας (Τ.Ο. Αρχ.), επί το μέγεθος της οικοδομής και επί διάφορους συντελεστές ανάλογα με τη χρήση του κτίσματος, την παλαιότητά του, τον τρόπο κατασκευής του, την σύνδεσή του με το δίκτυο ηλεκτρισμού ή ύδρευσης και τις ζημιές που τυχόν έχει υποστεί από σεισμούς, πλημμύρα ή πυρκαγιά” (άρθρο 4 παρ. 1), “Αρχική Οικοπεδική Αξία (Τ.Ο. Αρχ.) είναι η αξία γης σε δραχμές που προστίθεται στην αξία της εδαφικής έκτασης για κάθε τετραγωνικό μέτρο κτίσματος με χρήση κατοικίας. Η τιμή της Τ.Ο. Αρχ. λαμβάνεται ίση με το 70% των τιμών της στήλης με Σ.Α.Ο. = 1,00 του πίνακα Τ.Ο. που ισχύει για το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των εντός σχεδίου ακινήτων και με παραδοχή τεκμαρτής Τ.Ζ. για την περιοχή στην οποία βρίσκεται η εδαφική έκταση . . . (άρθρ. 1 παρ. 2)”. Εξ άλλου, η Τεκμαρτή Τιμή Ζώνης (Τ.Ζ.) η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της Τιμής Τ.Ο. Αρχ. ανά Δήμο ή Κοινότητα και τη σύνταξη του σχετικού πίνακα Τ.Ο. Αρχ. “προκύπτει από τις εγκεκριμένες και εκάστοτε ισχύουσες Τιμές ζώνες (Τ.Ζ.) περιοχών εντός σχεδίου που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων κατά το χρόνο έναρξης ισχύος της απόφασης καθορισμού των τιμών Α.Β.Α., Ε.Β.Α.-ΓΗΣ και Τ.Ο. Αρχ. του Νομού στον οποίο αυτές (οι περιοχές) ανήκουν . . .” (άρθρ. 1 παρ. 3) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη. Τέλος «η Αξία Δυνατότητας περαιτέρω εκμετάλλευσης (Α.Δ.) προκύπτει: α) Για δομήσιμη εδαφική έκταση ακάλυπτη, ως το γινόμενο της Αρχικής Οικοπεδικής Αξίας (Τ.Ο. Αρχ.) επί την επιφάνεια της εδαφικής έκτασης και επί αντίστοιχους συντελεστές ανάλογα με τη θέση και το μέγεθός της. β) Για εδαφική έκταση με κτίσμα, ως το γινόμενο της Αρχικής Οικοπεδικής Αξίας επί τη διαφορά της επιφανείας των κυρίων χώρων του κτίσματος από το γινόμενο της επιφάνειας της εδαφικής έκτασης, επί αντίστοιχους συντελεστές, ανάλογα με τη θέση και το μέγεθός της . . . “ (άρθρ. 5 παρ. 1).
9. Επειδή, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, του άρθρου 14 του Ν. 1473/1984 και του άρθρου 10 του Ν. 2386/1996. Με την παρ. 1 της απόφασης αυτής επεκτείνεται από 29 .11.1 999 η εφαρμογή “των διατάξεων της αριθ. πρωτ. 1144814/26361/30.11.98 Πολ. 1310, ΦΕΚ 1328Β´/31.12.98 απόφασης” του Υφυπουργού Οικονομικών, “όπως αυτή σήμερα ισχύει για τον προσδιορισμό με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας γης, εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών, που δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης και στις εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών, που δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης και στις εκτός σχεδίου περιοχές”, μεταξύ άλλων, του Νομού Κυκλάδων. Στη συνέχεια, στην παρ. 2 της ανωτέρω απόφασης ορίζεται ότι “οι τιμές των Α.Β.Α., Ε.Β.Α., και Τ.Ο. Αρχ. για τους νομούς του προηγούμενου άρθρου είναι οι αναγραφόμενες στον πίνακα που επισυνάπτεται”. Ειδικότερα στον επισυναπτόμενο πίνακα ορίζεται για όλο το Δ.Δ. Μυκονίων (2) η τιμή της Α.Β.Α. σε 5.500 και η τιμή της Ε.Β.Α. σε 16.000 για όσες εδαφικές εκτάσεις έχουν πρόσωπο σε επαρχιακή οδό περαιτέρω για τη ζώνη με στοιχείο ε του Δ.Δ. Μυκονίων (2), που οριοθετείται ως εξής: “Από δρόμο Μυκόνου – Αεροδρομίου προς νοτιοανατολικά μέχρι τον κοινοτικό δρόμο από καλαπόδι προς Χώρα Μυκόνου του ´Ορμου Καλαποδίου”, η τιμή της Ε.Β.Α. καθορίζεται σε 10.000 για όσες εδαφικές εκτάσεις απέχουν μέχρι και 200 μ. από τη θάλασσα, σε 9.000 για όσες εδαφικές εκτάσεις απέχουν από 200 μ. μέχρι και 500 μ. από τη θάλασσα και σε 7.000 για όσες εκτάσεις απέχουν από 500 μ. μέχρι και 800 μ. από τη θάλασσα. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά από εισήγηση της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 η οποία, ακολουθώντας εισήγηση της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 η οποία, ακολουθώντας εισήγηση της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Μυκόνου περιεχόμενη σε πίνακα συνημμένο στην εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής, είχε προτείνει τις ίδιες τιμές Α.Β.Α. και Ε.Β.Α. για την επίμαχη ζώνη (2ε) του Δημοτικού Διαμερίσματος Μυκονίων.
10. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του Ν. 1249/ 1982 θεσπίζεται νέος τρόπος προσδιορισμού της αγοραίας αξίας των επ’ ανταλλάγματι ή αιτία θανάτου, δωρεάς γονικής παροχής ή προίκας μεταβιβαζομένων ακινήτων εις τρόπον ώστε βάσει λεπτομερών και προκαθορισμένων κριτηρίων να προκύπτει για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής και για κάθε ένα από αυτά ορισμένη αξία. Εξάλλου οι ανωτέρω διατάξεις (παρ. 6 άρθρ. 41) παρέχουν στο φορολογούμενο τη δυνατότητα να αποστεί με δική του πρωτοβουλία από την εφαρμογή του ανωτέρω αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας και να ζητήσει με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας με βάση τις προγενέστερες διατάξεις των σχετικών νόμων (όπως ο Α.Ν. 1521/ 1950 και το Ν.Δ. 118/1973), που προαναφέρθηκαν. Από τα ανωτέρω συνάγεται αφενός μεν ότι με τις ανωτέρω διατάξεις δε θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, αφετέρου δε ότι μ’ αυτές παρέχεται εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών να ρυθμίζει όχι το αντικείμενο των περί ων πρόκειται φόρων, το οποίο καθορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των οικείων νόμων που προβλέπουν τους φόρους αυτούς (Α.Ν. 1521/1950, ν.δ. 118/1973) σε συνδυασμό με τα άρθρα 41 και 41 α του Ν. 1249/1982, αλλά τις τιμές εκκίνησης ανά ζώνες και τους συντελεστές αυξομείωσης αυτών, δηλαδή ζητήματα ειδικά και τεχνικά αφορώντα την ανωτέρω μέθοδο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας.
11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση είναι ακυρωτέα διότι εκδόθηκε κατ’ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων, οι οποίες αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 4 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ως προς μεν το πρώτο σκέλος διότι ο καθιερούμενος με τις ανωτέρω διατάξεις τρόπος προσδιορισμού της αγοραίας αξίας δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 78 παρ. 4 του Συντάγματος, ενώ εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο των εν λόγω φορολογιών καθορίζεται με τις διατάξεις των νόμων που προαναφέρθηκαν και δεν ανατίθεται ο καθορισμός του στον Υπουργό Οικονομικών με τις επίμαχες εξουσιοδοτικές διατάξεις, ως προς δε το δεύτερο σκέλος διότι ο καθορισμός των τιμών εκκίνησης κατά ζώνες και των συντελεστών αυξομείωσής τους αποτελεί ζήτημα τεχνικό και ειδικότερο σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που γίνεται με τις παραπάνω διατάξεις των νόμων που προβλέπουν τις οικείες φορολογίες σε συνδυασμό με τα άρθρα 41 και 41 α του Ν. 1249/1982.
12. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η προαναφερθείσα ρύθμιση προσδιορισμού της αξίας αντιβαίνει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της (κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974, φ. 259) Συμβάσεως της Ρώμης που ορίζει ότι “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό αvεξαρτήτως και αμερολήπτου δικαστηρίου….”, διότι, με την πάροδο του χρόνου και την επέκταση του αντικειμενικού συστήματος, θα υπάρχει έλλειψη πρόσφορων συγκριτικών στοιχείων η οποία, σε συνδυασμό με τον επαπειλούμενο κίνδυνο επιβάρυνσης του φορολογουμένου με πρόσθετο φόρο ανακριβείας σε περίπτωση μη ευδοκίμησης του δικαστικού αγώνα, θα καθιστά αδύνατη την προσφυγή των φορολουμένων στα διοικητικά δικαστήρια. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η επέκταση του ανωτέρω αντικειμενικού συστήματος δεν εμποδίζει το φορολογούμενο να μην αποδεχθεί την εφαρμογή του συστήματος αυτού ασκώντας προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την οποία μπορεί να επικαλεσθεί ως συγκριτικά στοιχεία μεταβιβάσεις παρόμοιων ακινήτων που προκύπτουν μεταξύ άλλων και από συμβόλαια μεταβιβάσεων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 1521/1950 και Ν.Δ. 118/1973 που προαναφέρθηκαν.
13. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει στο άρθρο 26 του Συντάγματοςς, διότι η εκτελεστική εξουσία υπεισήλθε στο έργο της δικαστικής εξουσίας, εφόσον με τη θέσπιση αμάχητων αντικειμενικών τεκμηρίων απέκλεισε το φορολογούμενο από την προάσπιση των δικαιωμάτων του. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις δεν καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο, αλλά μέθοδος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας την οποία ο φορολογούμενος μπορεί να αποκλείσει προσφεύγοντας στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.
14. Επειδή, προβάλλεται ακολούθως ότι η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος αφενός μεν διότι καθιερώνει παράλληλη εφαρμογή στην ίδια φορολογία δύο διαφορετικών μεθόδων προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας (αντικειμενικό σύστημα σε επίπεδο εφαρμογής από τη διοίκηση και σύστημα αγοραίας αξίας στο επίπεδο προσφυγής στα δικαστήρια), αφετέρου δε διότι η φορολογητέα αξία των περί ων πρόκειται ακινήτων της Μυκόνου που προσδιορίζεται με βάση τις τιμές που καθορίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι υψηλότερη της πραγματικής και ως εκτούτου αντιβαίνει στα δεδομένα της κοινής πείρας, ενώ εξάλλου υπερβαίνει και την αντικειμενική αξία που καθορίζεται για αντίστοιχες περιοχές άλλων νήσων με ανάλογη τουριστική κίνηση, καθώς και την αντικειμενική αξία γειτνιαζόντων με τα επίμαχα ακινήτων εντεταγμένων στο σχέδιο πόλεως του οικισμού του Δή-μου Μυκόνου. Το πρώτο σκέλος του ανωτέρω λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας από την παράλληλη εφαρμογή των ανωτέρω δύο μεθόδων που αποβλέπουν και οι δύο στον προσδιορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των εν λόγω ακινήτων. Εξάλλου και το δεύτερο σκέλος του ανωτέρω λόγου περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικής ισότητας ως προς τη φοροδοτική ικανότητα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο διότι, όπως προαναφέρθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις δε θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας που οδηγεί σε φορολογία πλασματικής φορολογικής ύλης, αλλά τρόπο προσδιορισμού της πραγματικής αγοραίας αξίας τον οποίο μπορεί ο φορολογούμενος να αποκλείσει με προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ εξάλλου η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας εκ μόνον του λόγου ότι οι καθοριζόμενες με αυτή αντικειμενικές αξίες της επίμαχης περιοχής τυχόν υπερβαίνουν τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων άλλων νήσων ή γειτνιαζόντων ακινήτων της εντός σχεδίου περιοχής, διότι σημασία έχει ο καθορισμός της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων της επίδικης περιοχής.
15. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των ανωτέρω ακινήτων με αμάχητα αντικειμενικά τεκμήρια πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ως άνω Σύμβασης της Ρώμης που ορίζει ότι: “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”, δεδομένου ότι οδηγεί στην εν τοις πράγμασι αδυναμία καταβολής του φόρου και στην αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως κατ’ επανάληψη αναφέρθηκε, με το μνημονευμένο τρόπο προσδιορίζεται απλώς η φορολογητέα αξία των ανωτέρω ακινήτων ενώ το ίδιο το φορολογικό βάρος επιβάλλεται με τους ανωτέρω νόμους (Α.Ν. 1521/1950, Ν.Δ. 118/1973) για τους οποίους όμως δεν προβάλλεται αντίθεση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 17 του Συ-ντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης.
16. Επειδή εξάλλου οι κανονιστικές πράξεις, όπως είναι και η ήδη προσβαλλόμενη υφυπουργική απόφαση, δεν χρήζουν αιτιολογίας, αλλά ελέγχονται μόνον από της απόψεως της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως επί τη βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Πλην όμως, προκειμένου να είναι εφικτός ο ανωτέρω έλεγχος, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλλου και τα υπό της Διοικήσεως εκτιμηθέντα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της εκδόσεως της κανονιστικής απόφασης, τα οποία είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της.
17. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε από την προσβαλλόμενη υφυπουργική απόφαση ούτε από άλλα στοιχεία του φακέλλου και ειδικότερα από την προαναφερθείσα εισήγηση της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, την οποία μάλιστα δεν αναφέρει στο προοίμιό της η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των τιμών των ανωτέρω μεγεθών (αρχικής βασικής αξίας και ειδικής βασικής αξίας) στη ζώνη 2ε του δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Μυκονίων έγινε με την εκτίμηση στοιχείων που δικαιολογούν αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά, δεν προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης κατά το μέρος που αυτή παραδεκτά προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δηλαδή ως προς την ανωτέρω ζώνη 2ε, ώστε να δύναται να ελεγχθεί αν εξεδόθη εντός των ορίων των παραπάνω νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων που κατά την έννοιά τους επιτάσσουν τον καθορισμό τιμών κατά ζώνες ανταποκρινομένων στην πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων. Εξάλλου, δε δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης το μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης έγγραφο της ΔΟΥ Μυκόνου με αριθμ. πρωτ. 840 /1/24.7.2000 προς τη Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφέρονται συγκριτικά στοιχεία σχετικά με αγροτεμάχια εκτός σχεδίου πόλης. Συνε-πώς, για το βάσιμο αυτό λόγο ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αναφέρεται στη ζώνη 2ε του Δ.Δ. του Δήμου Μυκονίων και να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ως προς τον αιτούντα Χρήστο Βερώνη. Κατά την, περαιτέρω, γνώμη της Συμβούλου Αικ. Χριστοφορίδου και του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί και κατά το μέρος που αναφέρεται στις λοιπές ζώνες του Δήμου Μυκονίων, διότι από τα στοιχεία του φακέλλου δεν προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα και των ρυθμίσεων των σχετικών με τις ζώνες αυτές και, κατόπιν τούτου, θα έπρεπε να γίνει εν όλω δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως όχι μόνο ως προς τον πρώτο αιτούντα, αλλά και ως προς τους λοιπούς αιτούντες που παραδεκτά ομοδικούν με αυτόν σύμφωνα με την προαναφερόμενη γνώμη των εν λόγω Συμβούλου και Παρέδρου. Κατά τη γνώμη των Συμ-βούλων Γ. Ανεμογιάννη και Ν. Σκλία, εφόσον οι ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις δεν εξαρτούν την έκδοση της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης από ειδικότερες προϋποθέσεις και κριτήρια, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλλου οι λόγοι που οδήγησαν τη Διοίκηση στην επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, η οποία από τη φύση της δε χρήζει αιτιολογίας ενόψει μάλιστα και της όμοιας κατά περιεχόμενο Εισήγησης της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 και, επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση ως προς όλους τους αιτούντες εκτός από τον πρώτο (Χ.Β.).
Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς τον πρώτο των αιτούντων (Χ.Β.).
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Ακυρώνει εν μέρει την υπ’ αριθ. 1107357/5686/Δ00ΤΥ/ΠΟΛ. 1220/ 16. 11.99 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (κατά το μέρος που αναφέρεται στη ζώνη 2ε του Δημοτικού Διαμερίσματος Μυκονίων) σύμφωνα με το σκεπτικό.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ του Χ.Β. και του Δημοσίου και
Επιβάλει στους λοιπούς αιτούντες (πλην του Χ.Β.) ισομέτρως την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του Δημοσίου που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2001 και 14 ιανουαρίου 2002.