ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΤΡΙΕΤΙΑ

Παροχή οδηγιών για την εκπλήρωση της υποχρέωσης των επιχειρήσεων προς παρακολούθηση των ακαθαρίστων εσόδων τους ανά τριετία.

(Α.Υ.Ο. 1013667/892/199/0014/ΠΟΛ. 1061/13.2.2002)Σχετικά με την εφαρμογή των αποφάσεων, της 1097441/5278/668/ ΠΟΛ. 1242/ 0014/ 19-10-2001 (ΦΕΚ 1437 Β΄/22-10-2001) και της 1013666/ 891/198/ 0014/ΠΟΛ. 1060/13-2-2002 παρέχουμε κατ’ άρθρο τις ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις :

ΑΡΘΡΟ 1

ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΝΑ ΤΡΙΕΤΙΑ.

1. Οι επιχειρήσεις εμπορίας και παραγωγής που τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία Β΄ ή προαιρετικά Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται για κάθε τριετία λειτουργίας τους, με έτος αφετηρίας τη χρήση 1999, να συγκρίνουν τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποίησαν με το άθροισμα των τεσσάρων προσδιοριστικών παραγόντων (άρθρ. 3 της απόφασης) και εφόσον αυτά είναι μικρότερα, επί της διαφοράς οφείλουν Φ.Π.Α., χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων.

Ως τριετία λειτουργίας των επιχειρήσεων νοούνται τρείς συνεχόμενες διαχειριστικές περίοδοι, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992).

Έτος αφετηρίας της πρώτης τριετίας είναι το 1999 ή επόμενο αυτού, εντός του οποίου η επιχείρηση έκανε έναρξη εργασιών ή τήρησε βιβλίο εσόδων – εξόδων, λόγω αλλαγής κατηγορίας βιβλίων (από Γ΄ ή Α΄ σε Β΄).

Διευκρινίζεται ότι, η αλλαγή από Β΄ κατηγορία τήρησης βιβλίων προαιρετικά σε Γ΄ και αντιστρόφως δεν αλλάζει την τριετία στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών.

Σε περίπτωση δήλωσης άσκησης παράλληλης δραστηριότητας που υπάγεται στις διατάξεις της απόφασης, ενώ η αρχική δεν υπαγόταν, η τριετία αρχίζει από το έτος που πραγματοποιήθηκε η έναρξη της δεύτερης υπαγόμενης σε Φ.Π.Α. δραστηριότητας.

Η τριετία λήγει με τη συμπλήρωση τριών συνεχομένων διαχειριστικών περιόδων.

Διευκρινίζεται ότι, στην περίπτωση διενέργειας τακτικού ελέγχου πριν την παρέλευση τριετίας, η τριετία αρχίζει από την επομένη του ελέγχου διαχειριστική περίοδο.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διενέργειας ελέγχου με τις διατάξεις της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1144/1998, όπως ισχύει. π.χ. Σε επιχείρηση που έχει ελεγχθεί για χρήσεις μέχρι και 31/12/2000, η τριετία αρχίζει από 1/1/2001.

Σημειώνεται ότι, η έκδοση μερικών φύλλων ελέγχου μετά τη διενέργεια ελέγχου με τις γενικές διατάξεις δεν αλλάζει την έναρξη της τριετίας της επιχείρησης.

2. Όταν πρόκειται για επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα για τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος θεωρείται πώλησης αγαθών, ενώ για τις διατάξεις του Φ.Π.Α. παροχής υπηρεσιών και αντίστροφα, κρίνονται για την υπαγωγή τους στην απόφαση αυτή με βάση τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.

Παραδείγματα:

1. Επιχειρήσεις εκμετάλλευσης καφενείων, καφετεριών, ζαχαροπλαστείων, εστιατορίων, ψητοπωλείων, οινομαγειρείων και λοιπών συναφών επιχειρήσεων από τις διατάξεις του Φ.Π.Α. θεωρούνται παροχής υπηρεσιών, ενώ για την υπαγωγή τους στην απόφαση θα λαμβάνονται ως επιχειρήσεις πώλησης αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.

2. Επιχειρήσεις εκτέλεσης τεχνικών έργων χωρίς ίδια υλικά (υδραυλικά, αποχετευτικά, ηλεκτρολογικά κ.λ.π. έργα) από τις διατάξεις του Φ.Π.Α. θεωρούνται παράδοσης αγαθών, ενώ για την υπαγωγή τους στην απόφαση θα λαμβάνονται ως παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.

ΑΡΘΡΟ 2

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αναφέρονται στις περιπτώσεις για τις οποίες η απόφαση δεν έχει εφαρμογή:

Α. 1. Στις τεχνικές επιχειρήσεις (άρθρ. 34 παρ. 3 ν. 2238/1994) για τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούν από την εκτέλεση Δημοσίων έργων. Η έννοια των Δημοσίων έργων είναι η ίδια με αυτή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος.

Διευκρινίζεται ότι και οι υπεργολαβίες Δημοσίων έργων λογίζονται ως Δημόσια έργα.

Για τυχόν άλλες δραστηριότητες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για την παρακολούθηση των ακαθαρίστων εσόδων ανά τριετία. Στην περίπτωση αυτή επιμερίζονται οι κοινές δαπάνες κατ’ αναλογία των ακαθαρίστων εσόδων.

2. Στις επιχειρήσεις που εντός της τριετίας τηρούν μεν για ορισμένους κλάδους ή δραστηριότητες βιβλία Β΄ ή προαιρετικά για παροχή υπηρεσίας Γ΄κατηγορίας του Κ.Β.Σ., συγχρόνως όμως για άλλους κλάδους ή δραστηριότητες τηρούν βιβλία Α΄ κατηγορίας (π.χ. πρατήρια υγρών καυσίμων με ταυτόχρονη εμπορία λιπαντικών και παροχή υπηρεσιών – βιβλία Α΄, Β΄, κατηγορίας).

3. Στους αμιγώς ελεύθερους επαγγελματίες του άρθρου 48 του ν. 2238/1994. Για την περίπτωση αυτή παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

α) Όταν ο αμιγώς ελεύθερος επαγγελματίας δηλώσει και παράλληλη άσκηση δραστηριότητας υπαγομένης στην απόφαση, η τριετία αρχίζει από το έτος που πραγματοποιήθηκε η έναρξη της δραστηριότητας αυτής. π.χ. Γεωπόνος (έναρξη το 1997 – κατηγορία βιβλίων Β΄ του Κ.Β.Σ.) δηλώνει το 2000 και πώληση φυτοφαρμάκων, η τριετία αρχίζει από 1/1/2000.

β) Στην περίπτωση κατά την οποία, ο ελεύθερος επαγγελματίας με παράλληλη άσκηση δραστηριότητας υπαγομένης στην απόφαση διακόψει την παράλληλη δραστηριότητα το 2ο έτος της τριετίας, οι διατάξεις της απόφασης δεν έχουν εφαρμογή. Αντίθετα, εφαρμόζονται, εάν η διακοπή της υπαγομένης δραστηριότητας πραγματοποιηθεί το 3ο έτος της τριετίας.

γ) Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με παράλληλη άσκηση δραστηριότητας υπαγομένης στις διατάξεις της απόφασης, των οποίων οι ακαθάριστες αμοιβές τους έστω και μία από της εντός της τριετίας χρήση υπερέβησαν τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές, δεν υποχρεούνται στην παρακολούθηση των ακαθαρίστων εσόδων τους ανά τριετία.

δ) Γίνεται δεκτό ότι, το ίδιο ισχύει και όταν τα έσοδα από την παράλληλη υπαγόμενη στην απόφαση δραστηριότητα είναι ασήμαντα, δηλαδή κάτω του 5% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων τους. π.χ. Λογιστής με έσοδα από εκμετάλλευση φωτοτυπικού μηχανήματος.

ε) Επίσης, η απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η παράλληλη δραστηριότητα είναι απαλλασσόμενη του Φ.Π.Α. χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών. π.χ. Λογιστής και ασφαλιστής ταυτόχρονα.

Στις αντίθετες περιπτώσεις των αναγραφομένων η απόφαση έχει εφαρμογή για όλες τις δραστηριότητές τους.

4. Στις επιχειρήσεις οι οποίες διέκοψαν (οριστική παύση εργασιών) τις εργασίες τους πριν την έναρξη της τρίτης διαχειριστικής περιόδου.

5. Στις επιχειρήσεις που καθ’ όλο το διάστημα της τριετίας είναι σε αδράνεια.

Θεωρείται ότι η επιχείρηση βρίσκεται σε αδράνεια εφόσον κατά το παραπάνω διάστημα δεν πραγματοποίησε αγορές αλλά ούτε και πωλήσεις εμπορευσίμων αγαθών ή παροχές υπηρεσιών. Σε περίπτωση που υφίστανται αγορές εμπορευσίμων αγαθών και όχι πωλήσεις ή το αντίθετο, δηλαδή μόνο πωλήσεις εμπορευσίμων αγαθών, έστω και αν αυτές προέρχονται από αποθέματα προηγουμένων χρήσεων, τότε δεν θεωρείται ότι η επιχείρηση βρίσκεται σε αδράνεια. Επί πωλήσεων αποκλειστικά παγίων στοιχείων θεωρείται ότι υφίσταται αδράνεια. Διευκρινίζεται ότι, η αδράνεια καθ’ όλο το διάστημα της τριετίας κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά και επί της ουσίας και δεν θεωρείται απαραίτητη η ύπαρξη ανάλογης δήλωσης μεταβολών. Επίσης, όταν πρόκειται για επιχειρήσεις που το πρώτο έτος της τριετίας (1999) ή και το δεύτερο βρίσκονται σε αδράνεια η τριετία αρχίζει από την επόμενη χρήση.

Ειδικά σε περίπτωση που διαπιστώνεται, από υποβληθείσες δηλώσεις μεταβολών, συνεχόμενη αδράνεια για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός δευτέρου (1/2) της τριετίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές.

6. Στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες έστω και για μία διαχειριστική περίοδο εντός της τριετίας πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μεγαλύτερα των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών. Επίσης, στις μικτές επιχειρήσεις οι οποίες από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα, έστω και για μία διαχειριστική περίοδο εντός της τριετίας μεγαλύτερα του ίδιου ως άνω ποσού.

7. Στις μικτές επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.

Β. Επιπλέον, αναφέρουμε και τις ακόλουθες περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της απόφασης αυτής:

1. Στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν αποκλειστικά εκροές χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους. Δηλαδή εκροές απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης ή εξαιρούμενες του ΦΠΑ.

Ειδικά, όταν πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δραστηριότητα ανέγερσης οικοδομών με παράλληλη υπαγόμενη δραστηριότητα στο ΦΠΑ, γίνεται δεκτό ότι η απόφαση αυτή εφαρμόζεται μόνο για την υπαγόμενη στο ΦΠΑ δραστηριότητα με επιμερισμό των κοινών δαπανών, λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει το συγκεκριμένο επάγγελμα δεδομένου ότι οι δαπάνες ανέγερσης των οικοδομών και ο χρόνος πώλησης των διαμερισμάτων κ.λπ δεν ταυτίζονται πάντοτε στις ίδιες χρονικές περιόδους.

2. Στις επιχειρήσεις που έστω και για μία από τις χρήσεις της τριετίας δεν πληρούν την προϋπόθεση με βάση το κριτήριο της κατηγορίας βιβλίων (π.χ. αλλαγή κατηγορίας βιβλίων επιχείρησης εμπορίας ή μεταποίησης από 1/1/2000 ή από 1/1/2001 από Β΄σε Γ΄ ή από Β΄ σε Α΄).

3. Στις επιχειρήσεις που αποκτούν γεωργικά εισοδήματα σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος (γεωργικές επιχειρήσεις).

Όταν οι ίδιες επιχειρήσεις ασκούν συγχρόνως και άλλη ή άλλες δραστηριότητες υπαγόμενες στην απόφαση (π.χ. γεωργική επιχείρηση – κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. με παράλληλη εκμετάλλευση θεριζοαλωνιστικής μηχανής ή γεωργική επιχείρηση κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. με παράλληλη εκμετάλλευση ελαιοτριβείου), αυτή έχει εφαρμογή μόνο για τις παράλληλες δραστηριότητες.

Τονίζεται ότι, οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος για την αγροτική εκμετάλλευσή τους δεν εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές για την παρακολούθηση των ακαθαρίστων εσόδων τους ανά τριετία. Το ίδιο ισχύει και για τους εκμεταλλευτές σκαφών παράκτιας αλιείας που υπάγονται στις διατάξεις της 1145339/6602/140/ΠΟΛ. 1320/Ε0014/30.12.1998 Α.Υ.Ο.

4. Επίσης, οι διατάξεις της απόφασης αυτής γίνεται δεκτό ότι δεν έχουν εφαρμογή σε επιχειρήσεις εκμετάλλευσης πλοίων, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν, καθώς και του ειδικού τρόπου φορολογίας τους.

5. Εξυπακούεται ότι, οι διατάξεις της απόφασης αυτής δεδομένου ότι αναφέρονται σε επιχειρήσεις, δεν έχουν εφαρμογή στα Ν.Π.Δ.Δ., Ιδρύματα, συλλόγους, σωματεία και γενικά στα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα και ενώσεις αυτών, έστω και αν παράλληλα ασκούν δραστηριότητα υπαγόμενη στις διατάξεις του Φ.Π.Α. Αντίθετα, οι αστικές εταιρείες (κερδοσκοπικές ή μη) υπάγονται.

6. Τέλος, σημειώνεται ότι, οι εκμεταλλευτές αυτοκινήτων Φ.Δ.Χ. και Λ.Δ.Χ. έχουν υποχρέωση για παρακολούθηση των ακαθαρίστων εσόδων τους ανά τριετία, ενώ οι εκμεταλλευτές Ε.Δ.Χ. αυτοκινήτων εξαιρούνται, εφόσον υπάγονται στο ειδικό καθεστώς απόδοσης Φ.Π.Α., με βάση τα κατ’ αποκοπήν ποσά.

Όσον αφορά τα Φ.Δ.Χ. που είναι ενταγμένα σε ΙΜΕ- ΕΠΕ και οι ιδιοκτήτες τους δεν ασκούν παράλληλη ατομική εκμετάλλευση του ίδιου φορτηγού, διευκρινίζεται ότι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της απόφασης αυτής.

Αντίστοιχα, το ίδιο ισχύει για τα ΚΤΕΛ και τα λεωφορεία που είναι ενταγμένα στα ΚΤΕΛ.

ΑΡΘΡΟ 3

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

1. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ακαθαρίστων εσόδων ανά τριετία είναι οι εξής:

α) Οι αγορές που πωλήθηκαν ή αναλώθηκαν,

β) Οι πραγματικές δαπάνες,

γ) Οι αποσβέσεις και

δ) τα καθαρά κέρδη επί του αθροίσματος των τριών προηγουμένων προσδιοριστικών παραγόντων με την εφαρμογή του Μ.Σ.Κ.Κ.

2. Αναλυτικότερα σημειώνουμε τα ακόλουθα για κάθε προσδιοριστικό παράγοντα:

α) Οι αγορές εμπορευσίμων αγαθών, πρώτων και βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας που συνιστούν στοιχείο κόστους παραγωγής, που πωλήθηκαν ή αναλώθηκαν μέσα στη χρήση. Ως τέτοιες αγορές, θεωρούνται οι αγορές της χρήσης συν τις αγορές της απογραφής έναρξης μείον τις αγορές της απογραφής λήξης.

Στην απογραφή των επιχειρήσεων παραγωγής αγαθών λαμβάνεται υπόψη το κόστος των ετοίμων, ημιετοίμων ή ημικατεργασμένων αγαθών, όπως ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) περί απογραφής.

Αν δεν υπάρχει απογραφή εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 33 του ν. 2238/1994, δηλαδή, λαμβάνεται ποσοστό 10% επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου ως απογραφή έναρξης και 1 0% επί των αγορών της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου ως απογραφή λήξης.

Στην περίπτωση σύνταξης απογραφών προαιρετικά λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα αυτών, με την προϋπόθεση ότι τηρήθηκε ή θα τηρηθεί η υποχρέωση σύνταξης απογραφών για μία τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης. Για παράδειγμα, αν συνταχθεί για πρώτη φορά προαιρετική απογραφή λήξης στις 31/12/1999, τότε η επιχείρηση υποχρεώνεται να διενεργεί συνεχείς απογραφές μέχρι και την απογραφή λήξης της 31/12/2002, εάν συνταχθεί για πρώτη φορά 31/12/2001, θα συνταχθούν απογραφές μέχρι 31/12/2004.

Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία των καταστραφέντων ή απωλεσθέντων εμπορευσίμων αγαθών , πρώτων και βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας που συνιστούν κόστος παραγωγής, η οποία αποδεικνύεται ή δικαιολογείται με νόμιμα παραστατικά και με την προϋπόθεση ότι έχει καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία. π.χ. Πρωτόκολλο καταστροφής αγαθών και λοιπά έγγραφα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το γεγονός αυτό, όπως Δελτίο Αποστολής προς τον τόπο απόρριψης ή καταστροφής, έγγραφα Δημοσίων Υπηρεσιών κ.λ.π .

Σημειώνεται ότι, οι αυτοπαραδόσεις αγαθών αφαιρούνται ισόποσα από τις αγορές ή τα έξοδα κατά περίπτωση, δηλαδή όπου έχουν καταχωρηθεί, ώστε να μην λαμβάνονται υπόψη στους προσδιοριστικούς παράγοντες.

Ειδικά τα πρακτορεία ταξιδίων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 2859/2000 – Ειδικό καθεστώς πρακτορείων ταξιδίων, στον παράγοντα αυτό, περιλαμβάνουν το κόστος του τουριστικού πακέτου στο οποίο δεν συνυπολογίζονται οι αυτοπαραδόσεις αγαθών/ιδιοχρησιμοποιήσεις υπηρεσιών που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μικτής αμοιβής των.

β) Οι πραγματικές και όχι οι τεκμαρτές δαπάνες της επιχείρησης που αφορούν τη χρήση. Ενδεικτικά αναφέρονται :

– γενικά έξοδα διαχείρισης (μισθοί, εργοδοτικές εισφορές, ενοίκια, ασφάλιστρα, λογαριασμοί Δ.Ε.Η., ύδρευσης, σταθερής – κινητής τηλεφωνίας, μισθώσεις κινητών, κ.λ.π.)

– δεδουλευμένοι τόκοι κάθε είδους πιστώσεων,

– δαπάνες επισκευής και συντήρησης επαγγελματικών εγκαταστάσεων,

– λοιπές επαγγελματικές δαπάνες.

Διευκρινίζεται ειδικά ως προς τις περιπτώσεις επιδοτήσεων, οι οποίες αποτελούν κατά τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος μειωτικά στοιχεία των δαπανών, ότι θα λαμβάνεται υπόψη η πραγματική δαπάνη, δηλαδή το τελικό ποσόν μετά τη σχετική μείωση.

Παράδειγμα :

Δαπάνες μισθοδοσίας = 10.000.000 δρχ.

Επιδότηση νέων θέσεων εργασίας = 1.000.000 δρχ.

Πραγματική δαπάνη = 9.000.000 δρχ.

Για τη συγκεκριμένη δαπάνη λαμβάνουμε το ποσόν των 9.000.000 δρχ.

γ) Οι αναλογούσες στη χρήση αποσβέσεις παγίων στοιχείων σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.

Παρέχεται η δυνατότητα αντί των αποσβέσεων αυτών να λαμβάνεται υπόψη το 1% του αθροίσματος των ανωτέρω προσδιοριστικών παραγόντων α΄ και β΄, προκειμένου για επιχειρήσεις εμπορίας αγαθών, παροχής υπηρεσιών και επί ελευθερίων επαγγελμάτων και το 3% προκειμένου για μεταποιητικές.

Διευκρινίζεται προς άρση αμφισβητήσεων ότι, οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων και λοιπών συναφών επιχειρήσεων λογίζονται επιχειρήσεις εμπορίας (συντελεστής 1%) και οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης τεχνικών έργων με ίδια υλικά μεταποιητικές (συντελεστής 3%).

Για τις μικτές επιχειρήσεις, εμπορίας αγαθών, παροχής υπηρεσιών, ή ελευθερίων επαγγελμάτων που ασκούν ταυτόχρονα και μεταποιητική δραστηριότητα, προκειμένου να υπολογισθούν οι αποσβέσεις με το συντελεστή 1% ή 3% θα λαμβάνεται υπόψη η κύρια δραστηριότητα από πλευράς ακαθαρίστων εσόδων και το ποσοστό θα εφαρμόζεται επί του συνόλου του αθροίσματος των πιο πάνω προσδιοριστικών παραγόντων. Ειδικά, όταν αποδεδειγμένα δεν υφίσταται αναπόσβεστη αξία παγίων στοιχείων στη μεταποιητική δραστηριότητα, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό 1%.

Με τα ίδια ως άνω ποσοστά και επί των προσδιοριστικών παραγόντων της οικείας χρήσης υπολογίζονται οι αποσβέσεις στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουν διενεργηθεί και καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία οι αναλογούσες αποσβέσεις ή αυτές δεν έχουν υπολογισθεί ορθά κατά τις κείμενες διατάξεις.

Στις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα τα πάγια που χρησιμοποιεί η επιχείρηση έχουν αποσβεσθεί σε προηγούμενες χρήσεις δεν υπολογίζονται και δεν προστίθενται αποσβέσεις. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις που η επιχείρηση δεν έχει πάγια (π .χ. μίσθωση αυτών από τρίτους – υπολογίζονται βέβαια τα μισθώματα στις δαπάνες).

δ) Τα αναλογούντα καθαρά κέρδη. Αυτά προσδιορίζονται με πολλαπλασιασμό του αθροίσματος των προσδιοριστικών παραγόντων α΄, β΄ και γ΄ (αγορές, δαπάνες και αποσβέσεις) με τον προβλεπόμενο κατά περίπτωση Μοναδικό Συντελεστή Καθαρού Κέρδους (Μ.Σ.Κ.Κ.) – χωρίς εσωτερική υφαίρεση.

Για επιχειρήσεις που εφαρμόζουν περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., ως μοναδικός συντελεστής θα λαμβάνεται, ο μέσος σταθμικός συντελεστής, ο οποίος προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών της επιχείρησης, βάσει των προβλεπομένων γι’ αυτήν Μ.Σ. Κ.Κ., δια των συνολικών δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων της κάθε χρήσης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις ή μικτές. Αν το πηλίκο είναι δεκαδικός αριθμός, στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη ακέραια μονάδα (π.χ. 8,49 = 8 – 8,50 = 9 – 8,51 = 9).

Κατά τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών και σε περίπτωση που για ένα επάγγελμα δεν προβλέπεται Μ.Σ.Κ.Κ. λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής του περισσότερο συναφούς ή συγγενούς επαγγέλματος και ελλείψει αυτού ο συντελεστής προσδιορίζεται με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης και τα διαθέσιμα εν γένει σχετικά στοιχεία.

Ειδικά στις περιπτώσεις ελευθερίων επαγγελμάτων, που εμπίπτουν στις διατάξεις της απόφασης και δεν προβλέπεται μοναδικός συντελεστής για το συγκεκριμένο επάγγελμα, λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών του οικείου πίνακα (47, 75%).

ΑΡΘΡΟ 4

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ – ΕΠΙΜΕΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

1. Εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν συνολικά από το άθροισμα των προηγουμένων τεσσάρων προσδιοριστικών παραγόντων μέσα στην τριετία είναι μεγαλύτερα από τα δηλωθέντα από την επιχείρηση για το ίδιο χρονικό διάστημα, επί της διαφοράς οφείλεται Φ.Π.Α..

Ως προς τις περιπτώσεις αγοράς και πώλησης αγαθών για λογαριασμό τρίτου διευκρινίζεται ότι, ως ακαθάριστα έσοδα του αντιπροσώπου λαμβάνονται τα ποσά της προμήθειας.

2. Ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται αυτά που ορίζονται από τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος. Για την κατανόηση αυτού παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα :

Ακαθάριστα έσοδα στη φορολογία εισοδήματος = 100.000 δρχ .

Δημοτικός φόρος = 2.000 δρχ.

Εκροές Φ.Π.Α. =102.000 δρχ.

Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα για τη σύγκριση λαμβάνουμε 100.000 δρχ..

3. Η θετική αυτή διαφορά κατανέμεται κατά ίσα μέρη στις τρεις χρήσεις. Η κατανεμόμενη διαφορά επιμερίζεται κατά χρήση με βάση την αναλογία των δηλωθέντων εκροών, σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή Φ.Π.Α., σε εκροές απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης, σε εκροές φορολογητέες εκτός Ελλάδας με δικαίωμα έκπτωσης, σε εκροές απαλλασσόμενες και εξαιρούμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης.

Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση που η επιχείρηση ήταν σε αδράνεια για μία ή δύο χρήσεις της τριετίας και καταλαμβάνεται από τις διατάξεις, η θετική διαφορά κατανέμεται ισομερώς στις χρήσεις που αυτή λειτουργούσε.

4. Εκροές, οι οποίες δεν αποτελούν ακαθάριστα έσοδα, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον επιμερισμό, δηλαδή : Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, πράξεις λήπτη, αυτοπαραδόσεις αγαθών, αυτοπαροχές υπηρεσιών πωλήσεις παγίων στοιχείων, αγορές επενδυτικών αγαθών βάσει της Π. 2869/1987 Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, καθώς και οι πάσης φύσεως επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της φορολογητέας αξίας.

ΑΡΘΡΟ 5

ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ

1. Εφόσον προκύπτει διαφορά ακαθαρίστων εσόδων κατά τα ανωτέρω, υποβάλλεται μόνο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το “Ειδικό Σημείωμα υπολογισμού του Φ.Π.Α. βάσει άρθρου 6 ν. 2753/1999” στις εξής προθεσμίες:

α) Μέχρι την 31 Μαρτίου του επομένου έτους της τελευταίας χρήσης της τριετίας για τους τηρούντες βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. κατά τη χρήση αυτή.

β) Στις προθεσμίες υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. της τελευταίας χρήσης της τριετίας για τους τηρούντες προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. κατά τη χρήση αυτή.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις των οποίων η τρίτη διαχειριστική περίοδος της τριετίας έληξε εντός του έτους 2001, ως προθεσμία υποβολής του Ειδικού Σημειώματος ορίζεται η 31η Μαρτίου 2002, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων που τηρούσαν.

2. Αρμόδια Δ.Ο.Υ. είναι η ίδια στην οποία υποβάλλεται η εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας χρήσης της τριετίας.

3. Το Ειδικό σημείωμα υπογράφεται από λογιστή φοροτεχνικό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 2873/2000, της Α.Υ.Ο. 1003510/ 102/38 /ΠΟΛ.1070/0014/15-3-2001 και των οδηγιών που παρασχέθηκαν με την εγκύκλιο 1090523/ 4468/ 567/ ΠΟΛ. 1263/0014/20-11-2001.

4. Με το Ειδικό Σημείωμα είναι δυνατόν να προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο για καταβολή ή πιστωτικό υπόλοιπο διαφορετικό από αυτό που έχει ήδη μεταφερθεί για συμψηφισμό στην επόμενη χρήση από αυτήν της τριετίας. Για τις περιπτώσεις αυτές παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις :

α) Στην περίπτωση τελικού χρεωστικού υπολοίπου (μετά το συμψηφισμό τυχόν πιστωτικού υπολοίπου της τρίτης χρήσης) αυτό καταβάλλεται χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων.

Όταν το Ειδικό Σημείωμα υποβάλλεται εκπρόθεσμα, το ποσοστό του πρόσθετου φόρου είναι ίδιο με αυτό της εκπρόθεσμης δήλωσης Φ.ΠΑ. και η ημερομηνία έναρξης του εκπροθέσμου είναι η επόμενη ημέρα των οριζομένων προθεσμιών στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού (π.χ. η 1η Απριλίου για τους τηρούντες βιβλία Εσόδων – Εξόδων).

Επί μη ύπαρξης χρεωστικού υπολοίπου δεν επιβάλλεται πρόστιμο.

β) Στην περίπτωση διαφορετικού πιστωτικού υπολοίπου από αυτό που έχει ήδη μεταφερθεί για συμψηφισμό, αυτό μειώνει κατά το ποσό της διαφοράς το φόρο των εισροών της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται εμπρόθεσμα το Ειδικό Σημείωμα.

Αν όμως το Ειδικό Σημείωμα υποβάλλεται εκπρόθεσμα, πρέπει να υποβληθούν τροποποιητικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α.. για να δηλωθεί η ανωτέρω διαφορά του πιστωτικού υπολοίπου, από τη φορολογική περίοδο που θα υποβαλλόταν αυτό εμπρόθεσμα και να καταβληθεί με τις νόμιμες προσαυξήσεις ή να συμψηφισθεί, κατά περίπτωση, η τυχόν προκύπτουσα διαφορά φόρου.

Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών κρίνεται ανά τριετία, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει κατά την τελευταία χρήση της τριετίας συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικά υπόλοιπα των δύο άλλων ετών και το απομένον υπόλοιπο αυτού αποτελεί τη μεταβολή του πιστωτικού υπολοίπου που θα μεταφερθεί σύμφωνα με τα αναγραφόμενα.

Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ως συνόλου, κλάδου ή μέρους αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000) κατά την τελευταία χρήση της τριετίας, η τυχόν μείωση του πιστωτικού υπολοίπου δεν θεμελιώνει υποχρέωση του καθολικού διαδόχου για τροποποίηση του πιστωτικού υπολοίπου που έχει ήδη συμπεριληφθεί στην περιοδική δήλωση της φορολογικής περιόδου που έγινε η μεταβίβαση σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρονται, αλλά θεωρείται ως διαφορά φόρου για καταβολή από τον μεταβιβάζοντα και υπόχρεο για την υποβολή του Ειδικού Σημειώματος.

5. Το Ειδικό Σημείωμα υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα στο Τμήμα Εμ-μέσων και Ειδικών Φόρων, όπου παραλαμβάνεται, ελέγχεται και θεωρείται.

ΑΡΘΡΟ 6

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ

1. Το οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ΕΥΡΩ, εκτός της τελευταίας.

Η πρώτη δόση καταβάλλεται με την υποβολή του Ειδικού Σημειώματος και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.

Για να γίνουν περισσότερα κατανοητά τα παραπάνω παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο:

Επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών εμπορία παιδικών ενδυμάτων για το οποίο προβλέπεται Μ.Σ.Κ.Κ. 16% και η οποία τηρεί βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. έχει καταχωρήσει στα τηρούμενα βιβλία και έχει συμπεριλάβει στις δηλώσεις Φ.Π.Α. τα ακόλουθα κατά χρήση μεγέθη.

Διαχ/κά έτη 1999 2000 2001

Δηλωθέντα ακαθάριστα 50.000 60.000 70.000.000

Έσοδα

Αποθέματα έναρξης 4.000.000 5.000.000 3.000.000

+ Αγορές χρήσης 39.500.000 40.000.000 57.000.000

– Αποθέματα λήξης 5.000.000 3.000.000 6.000.000

α) Αγορές που πωλήθη-

καν ή αναλώθηκαν 38.500.000 42.000.000 54.000.000

μέσα στη χρήση

β) Πραγματικές δαπάνες

χρήσης

– ενοίκια 1.200.000 1.200.000 1.320.000

– μισθοί & εργοδ.

εισφορές 2.100.000 2.240.000 2.380.000

– ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ 540.000 642.000 744.000

– τόκοι δανείων 800.000 700.000 600.000

– δαπάνες διαφήμισης 2.000.000 2.500.000 3.000.000

– ασφάλιστρα 150.000 170.000 190.000

Σύνολο 6.790.000 7.452.000 8.234.000

γ) Αποσβέσεις 200.000 200.000 200.000

Συμπλήρωση του Ειδικού Σημειώματος με τα ανωτέρω δεδομένα:

Παράδειγμα 2ο:

Επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών εμπορία υφασμάτων ανδρικών γυναικείων λιανικώς, υφασμάτων επιπλώσεων, προτύπων γυναικείων αμφιέσεων (πατρόν) και χονδρική εμπορία ψευδοκοσμημάτων με προβλεπόμενους Μ.Σ.Κ.Κ. 11%, 14%, 25% και 18% αντίστοιχα έχει καταχωρήσει στα τηρούμενα βιβλια και έχει συμπεριλάβει στις υποβληθείσες δηλώσεις τα ακόλουθα κατά χρήση μεγέθη :

Διαχ/κά έτη 1999 2000 2001

Πωλήσεις 25.000.000 70.000.000 50.000.000

Ενδοκ. παραδόσεις ——— 15.000.000 20.000.000

Εξαγωγές 25.000.000 ———- ———

Αυτοπαραδόσεις ——— ———- 2.000.000

Αποθέματα έναρξης 0 0 0

Αγορές 50.000.000 50.000.000

Ενδοκ. αποκτήσεις 40.000.000 ——— 10.000.000

Αποθέματα λήξης 0 0 0

Πραγματικές δαπάνες 10.000.000 15.000.000 12.000.000

Διενεργηθείσες αποσβ. 900.000 600.000 ————-

Υπολογισμός Μεσοσταθμικού Συντελεστή Καθαρών Κερδών

Μεσοσταθμικός

Μ.Κ.Κ.Κ.

Διαχ. έτη Ακαθ. έσοδα Μ.Σ.Κ.Κ. Καθαρά Κέρδη

20.000.000 18% 3.600.000

1999 30.000.000 11% 3.300.000 6.900.000 Χ 100 = 13,8 ®14%

50.000.000 6.900.000 50.000.000

30.000.000 18% 5.400.000

2000 15.000.000 11% 1.650.000 12.650.000 Χ 100 = 14,88 ®15%

40.000.000 14% 5.600.000 85.000.000

85.000.000 12.650.000

35.000.000 18% 6.300.000

12.000.000 11% 1.320.000

2001 8.000.000 14% 1.120.000 12.490.000 Χ 100 =17,84 ® 18%

15.000.000 25% 3.750.000 70.000.000

70.000.000 12.490.000

Υπολογισμός της αναλογίας των δηλωθέντων κατά χρήση εκροών για τον επιμερισμό της διαφοράς των ακαθαρίστων εσόδων.

ΧΡΗΣΗ 1999

Σύνολο Εκροών : 90.000.000

Σύνολο εκροών μετά την αφαίρεση Ποσοστό

Ενδοκοιν. Αποκτήσεων : 50.000.000 100%

Εκροές με 18% : 25.000.000 50%

Εκροές απαλλασσόμενες : 25.000.000 50%

με δικαίωμα έκπτωσης

Ποσό Διαφοράς

3.535.666 Χ 50%=1.768.333 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις εκροές με 18%

3.536.666 Χ 50%=1.768.333 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις απαλλασσόμενες

με δικαίωμα έκπτωσης

ΧΡΗΣΗ 2000

Ποσοστό

Σύνολο εκροών : 85.000.000 100%

Εκροές με 18% : 70.000.000 82%

Εκροές απαλλασσόμενες : 15.000.000 18%

με δικαίωμα

Ποσό Διαφοράς

3.535.666 Χ 82%=1.900.066 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις εκροές με 18%

3.536.666 Χ 18%= 636.600 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις απαλλασσόμενες

με δικαίωμα έκπτωσης

ΧΡΗΣΗ 2001

Σύνολο Εκροών : 82.000.000

Σύνολο εκροών μετά την αφαίρεση Ποσοστό

Ενδοκοιν. Αποκτήσεων

αυτοπαραδόσεων : 70.000.000 100%

Εκροές με 18% : 50.000.000 71%

Εκροές απαλλασσόμενες : 20.000.000 29%

με δικαίωμα έκπτωσης

Ποσό Διαφοράς

3.535.666 Χ 71%=2.511.033 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις εκροές με 18%

3.536.666 Χ 29%=1.025.633 ποσό διαφοράς προστιθέμενο στις απαλλασσόμενες

με δικαίωμα έκπτωσης.