ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΙΒΑΣΗ ΜΕ ΕΠΑΧΘΗ ΑΙΤΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας κατά τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία ολόκληρης επιχείρησης, εταιρικών μεριδίων ή μερίδων, ποσοστών συμμετοχής, καθώς και μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
(Α.Υ.Ο. 1030366/10307/Β0012/ΠΟΛ. 1053/1.4.2003)ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις της περίπτωσής α της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994 – ΦΕΚ 151Α ).
β) Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
γ) Τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α της παραγράφου 1 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε., όπως αυτές προστέθηκαν με τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, του άρθρου 3 του ν. 3091/24.12.2002 (ΦΕΚ 330 Α ).
δ) Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 3091/2002.
ε) Τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266Α ), όπως ισχύει.
στ) Τις διατάξεις της 1100383/1330/ Α0006/31.10.2001 (ΦΕΚ 1485Β ) κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών με την οποία καθορίσθηκαν οι αρμοδιότητες των Υφυπουργών Οικονομικών.
ζ) Οτι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ (ΩΦΕΛΕΙΑΣ)
Αρθρο 1. Μεταβίβαση Ατομικής Επιχείρησης
1. Το ελάχιστο ποσό υπεραξίας από τη μεταβίβαση επιχείρησης προκύπτει, αν από την ελάχιστη αξία μεταβίβασης αφαιρεθεί το κόστος απόκτησης, όπως τα ποσά αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις πιο κάτω παραγράφους 2, 3, 4 και 5.
2. Ελάχιστη αξία μεταβίβασης
Η ελάχιστη αξία μεταβίβασης είναι το άθροισμα της άϋλης αξίας και της καθαρής θέσης της επιχείρησης, όπως αυτές ορίζονται παρακάτω.
2.1 Αϋλη Αξία
α) Προσδιορίζεται ο μέσος όρος των εισοδημάτων των τελευταίων ετών, ως εξής:
– Οταν δεν τηρούνται βιβλία ή τηρούνται βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ., λαμβάνεται ο μέσος όρος των κατά δήλωση εισοδημάτων κάθε πηγής των πέντε (5) τελευταίων ετών πριν από τη μεταβίβαση, που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά της.
– Αν τηρούνται βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., λαμβάνεται ο μέσος όρος των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης των πέντε (5) τελευταίων ετών πριν από τη μεταβίβαση, όπως αυτά προκύπτουν από τους οικείους ισολογισμούς.
– Εάν τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης είναι λιγότερα από πέντε (5) λαμβάνονται υπόψη αυτά τα έτη.
β) Από το μέσο όρο των εισοδημάτων, που προσδιορίζονται όπως πιο πάνω, αφαιρούνται.
αα) Η ετήσια αμοιβή η οποία προβλέπεται από τη συλλογική σύμβαση εργασίας των εμποροϋπαλλήλων, που ισχύει κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, για υπάλληλο με πέντε (5) χρόνια υπηρεσία, χωρίς προσαυξήσεις ΕΠΙδομάτων πολυετίας και οικογενειακών βαρών, στρογγυλοποιούμενη στην πλησιέστερη εκατοντάδα.
Προκειμένου για επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες, η αμοιβή αυτή προσαυξάνεται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).
ββ) Οι τόκοι των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το μέσο όρο του επιτοκίου των έντοκων γραμματίων του Ελληνι-κού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας, που εκδόθηκαν το Δεκέμβριο του έτους που προηγείται της μεταβίβασης.
γ) Το ποσό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των ποσών των παραπάνω περιπτώσεων αα και ββ (R) αναπροσαρμόζεται με την εφαρμογή της σταθερής ληξιπρόθεσμης ράντας
α = R Χ 1 – u n, όπου: i
• α, το ποσό που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και αποτελεί την άϋλη αξία της επιχείρησης.
• R, το ποσό που αναπροσαρμόζεται και αναφέρεται στο υπερκέρδος της επιχείρησης.
• η, το πενταετές μελλοντικό χρονικό διάστημα για το οποίο προσδοκάται το υπερκέρδος.
• υn = 1 (1+i)n , η παρούσα αξία του κεφαλαίου, η αξία του οποίου μετά από το πιο πάνω μελλοντικό διάστημα (π) είναι ένα λεπτό του ευρώ.
• i, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας.
δ) Το αποτέλεσμα που προκύπτει μετά την παραπάνω αναπροσαρμογή προσαυξάνεται με τους ακόλουθους ποσοστιαίους συντελεστές, ανάλογα με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης:
Ετη λειτουργίας Συντελεστές
Πάνω από 3 μέχρι 5 10%
Πάνω από 5 μέχρι 10 20%
Πάνω από 10 μέχρι 15 30%
Πάνω από 15 40%
Προκειμένου για επιχειρήσεις που δεν είναι υπόχρεες σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων ή τηρούν βιβλία Α κατηγορίας του Κ.Β.Σ., οι πιο πάνω συντελεστές περιορίζονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
ε) Το ποσό που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι η ελάχιστη άϋλη αξία της επιχείρησης.
2.2 Καθαρή Θέση
α) Με βιβλία Α – Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Η κατώτατη πραγματική αξία από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης, από επαχθή αιτία, προκύπτει αν η άϋλη αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους, μειωθεί με τις υποχρεώσεις, που υπολογίζονται σε ποσοστό 10% επί των αγορών που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά τη χρήση που προηγείται της μεταβίβασης και προσαυξηθεί με τα ακόλουθα ποσά:
1 ) Πάγια
Η αναπόσβεστη αξία των παγίων εκτός ακινήτων και αυτοκινήτων.
2) Αποθέματα
Ως απόθεμα εμπορεύσιμων αγαθών λογίζεται ποσοστό 10% επί των αγορών της χρήσης που προηγείται της μεταβίβασης.
3) Απαιτήσεις
Ως απαίτηση λογίζεται ποσοστό 10% επί των πωλήσεων που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά τη χρήση που προηγείται της μεταβίβασης.
β) Με βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Στην άϋλη αξία της επιχείρησης, προστίθεται η λογιστική καθαρή θέση αυτής, η οποία εμφανίζεται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων , όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης.
3. Κόστος απόκτησης
Ως κόστος απόκτησης της ατομικής επιχείρησης λαμβάνεται το κόστος απόκτησής της από τον μεταβιβάζοντα, το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
4. Αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή το ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει αξία μεταβίβασης (τίμημα) μεγαλύτερη της ελάχιστης αξίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, ως αξία πώλησης λαμβάνεται η συμφωνηθείσα.
Αρθρο 2
Μεταβίβαση εταιρικών μερίδων και ποσοστών συμμετοχής
υποχρέων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε.
1. Το ελάχιστο ποσό της υπεραξίας από τη μεταβίβαση των εταιρικών μερίδων και ποσοστών συμμετοχής, εξευρίσκεται, εάν από την ελάχιστη αξία μεταβίβασης όλων των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης αφαιρεθεί το κόστος απόκτησής της, και η τυχόν διαφορά πολλαπλασιασθεί με το ποσοστό συμμετοχής του μεταβιβάζοντος.
2. Ελάχιστη αξία μεταβίβασης
Η ελάχιστη αξία μεταβίβασης είναι το άθροισμα της άϋλης αξίας και της καθαρής θέσης, όπως ορίζονται στις παραγράφους 2.1 και 2.2 του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους της παρούσας και επιπλέον προστεθούν: α) για επιχειρήσεις με βιβλία Α – Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ., η αναπόσβεστη αξία των ακινήτων, αυτοκινήτων και η θετική διαφορά μεταξύ αντικειμενικής αξίας και Τιμής κτήσης των ακινήτων, β) για επιχειρήσεις με βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της επιχείρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης.
Οταν η επιχείρηση της οποίας μεταβιβάζονται μερίδια έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων και πριν από τη μεταβίβαση των μεριδίων της έχει υποβάλει λιγότερες από τρεις (3) δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, για την εξεύρεση του μέσου όρου των εισοδημάτων ή των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης έχει ανάλογη εφαρμογή η παράγραφος 3 του κεφαλαίου Β του πρώτου μέρους της παρούσας.
Ειδικά για τον υπολογισμό της ετήσιας αμοιβής, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
α) Προκειμένου για μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ομόρρυθμης εταιρίας και μεριδίων των λοιπών υποχρέων , εκτός της ετερόρρυθμης εταιρίας, η ετήσια αμοιβή που ισχύει, κατά περίπτωση, υπολογίζεται στο διπλάσιο.
β) Προκειμένου για μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ετερόρρυθμης εταιρίας, η ετήσια αμοιβή που ισχύει, κατά περίπτωση, υπολογίζεται στο διπλάσιο, επί του ποσοστού συμμετοχής των ομόρρυθμων εταίρων. Στην περίπτωση αυτή το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την ισχύουσα ετήσια αμοιβή του εμποροϋπαλλήλου.
3. Κόστος απόκτησης
– Ως κόστος απόκτησης της επιχείρησης της οποίας μεταβιβάζονται μερίδια, που έχουν αποκτηθεί κατά την ίδρυσή της, λαμβάνεται το κεφάλαιό της, όπως αυτό αναφέρεται στο καταστατικό της. Εάν μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων έχουν λάβει χώρα αυξομειώσεις του κεφαλαίου, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου της επιχείρησης των (5) πέντε προηγουμένων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων.
– Ως κόστος απόκτησης, για τις μετέπειτα μεταβιβάσεις λαμβάνεται η ελάχιστη αξία της επιχείρησης η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτηση των μεριδίων με βάση τις διατάξεις των Υπουργικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί για τον προσδιορισμό της ελάχιστης αξίας.
– Αν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια ή μέρος αυτών έχουν αποκτηθεί πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος της 1119 720/1980/Α0012/ΠΟΛ.1259/1999 Α.Υ.Ο., ως αξία κτήσης λαμβάνεται αυτή που οριστικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας εισοδήματος ή κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών ή σε περίπτωση μη οριστικοποίησης, η δηλωθείσα αξία.
4. Αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή το ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει αξία μεταβίβασης (τίμημα) μεγαλύτερη της ελάχιστης αξίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, ως αξία πώλησης λαμβάνεται η συμφωνηθείσα.
Αρθρο 3
Μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπών Ε.Π.Ε.
1. Το ελάχιστο ποσό της υπεραξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης εξευρίσκεται με την αφαίρεση του κόστους απόκτησής τους από την ελάχιστη αξία που έχουν κατά το χρόνο μεταβίβασης.
2. Για την εξεύρεση της ελάχιστης αξίας των μεριδίων λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα, α) των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και των αυξομειώσεών τους που έλαβαν χώρα μέχρι το χρόνο μεταβίβασης, β) της άϋλης αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.1 του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους, χωρίς όμως την αφαίρεση της οριζόμενης από την υποπερίπτωση αα της περίπτωσης β της παραγράφου αυτής αμοιβής και γ) της υφιστάμενης διαφοράς μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρίας, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφισταμένων κατά το χρόνο μεταβίβασης μεριδίων αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία του κάθε μεριδίου, η οποία πολλαπλασιαζόμενη στη συνέχεια με τον αριθμό των μεταβιβαζομένων μεριδίων, αποτελεί την ελάχιστη αξία των τελευταίων.
3. Οταν η επιχείρηση της οποίας μεταβιβάζονται τα μερίδια έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων και έχει καταρτίσει λιγότερους από τρεις (3) ισολογισμούς, πριν από τη μεταβίβαση των μεριδίων της, τότε για την εξεύρεση του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης, εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του κεφαλαίου Β του πρώτου μέρους της παρούσας.
4. Προκειμένου για μεταβιβάσεις μεριδίων από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ως κόστος απόκτησης των μεταβιβαζομένων μεριδίων λαμβάνεται αυτό που έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τους, ανεξάρτητα από το χρόνο απόκτησής τους.
Για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις με βιβλία Α ή Β κατηγορίας του Κ.Β.Σ., που μεταβιβάζουν μερίδια, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται η ελάχιστη αξία μεταβίβασης των μεριδίων, η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτησή τους, με βάση τις διατάξεις της παρούσας ή της 1119720/ 1980/ Α0012/ΠΟΛ.1259/1999 Α.Υ.Ο., ανάλογα με το χρόνο απόκτησής τους. Αν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια ή μέρος αυτών έχουν αποκτηθεί πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος της πιο πάνω απόφασης, ως αξία κτήσης λαμβάνεται αυτή που οριστικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας εισοδήματος ή κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών ή σε περίπτωση μη οριστικοποίησης, η δηλωθείσα αξία. Οταν τα μεταβιβαζόμενα μερίδια έχουν αποκτηθεί κατά την ίδρυση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ως κόστος απόκτησης των μεριδίων αυτών λαμβάνεται η αξία τους, όπως αυτή αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρίας. Εάν μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων έχουν λάβει χώρα αυξομειώσεις του κεφαλαίου, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου των πέντε (5) προηγουμένων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων.
5. Αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή το Ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει αξία μεταβίβασης (τίμημα) μεγαλύτερη της ελάχιστης αξίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, ως αξία πώλησης λαμβάνεται η συμφωνηθείσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ ΗΜΕΔΑΠΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ
ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΜΗ ΕΙΣΗΓΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑ ΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
1. Η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εξευρίσκεται ως ακολούθως:
Τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και οι αυξομειώσεις τους που έλαβαν χώρα μέχρι και την προηγούμενη ημέρα της μεταβίβασης, προσαυξάνονται με την απόδοση των Ιδίων κεφαλαίων των πέντε (5) τελευταίων διαχειριστικών περιόδων πριν από τη μεταβίβαση. Στο αποτέλεσμα που προκύπτει, προστίθεται και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρίας, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφισταμένων κατά το χρόνο μεταβίβασης μετοχών, αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία της κάθε μετοχής, η οποία πολλαπλασιαζόμενη στη συνέχεια με τον αριθμό των μεταβιβαζομένων μετοχών αποτελεί την κατώτατη πραγματική αξία των τελευταίων.
2. Ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης (προ φόρων) των πέντε (5) τελευταίων ισολογισμών πριν από τη μεταβίβαση και του μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων της αυτής χρονικής περιόδου. Σε περίπτωση που υπάρχουν λιγότεροι των πέντε (5) ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη οι μέσοι όροι των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης και των ιδίων κεφαλαίων των ισολογισμών αυτών. Αν το άθροισμα αυτών των ολικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης της οποίας πωλούνται οι μετοχές είναι αρνητικό, τότε δεν λαμβάνεται υπόψη καμία απόδοση.
3. Οταν η επιχείρηση της οποίας μεταβιβάζονται οι μετοχές έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων ανώνυμων εταιριών ή λοιπών επιχειρήσεων και έχει καταρτίσει λιγότερους από τρεις (3) ισολογισμούς πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών της, τότε για τον υπολογισμό του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης και των ιδίων κεφαλαίων της λαμβάνονται υπόψη τα ολικά αποτελέσματα εκμετάλλευσης και τα ίδια κεφάλαια όσων ισολογισμών αυτής υπάρχουν, καθώς και τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια όσων από τους τελευταίους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί και τηρούσαν βιβλία Γ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων απαιτούνται, ώστε στο επίπεδο της επιχείρησης να συγκεντρωθούν τρεις (3) ισολογισμοί.
4. Σε περίπτωση που από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει ως πραγματική αξία μεταβίβασης μετοχών μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους, λαμβάνεται υπόψη η συμφωνηθείσα.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΩΤΑΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΜΕΤΑΒΙΒΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΕ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ
(ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ Α Η Β ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 ΤΟΥ Ν. 2961/2001)
Αρθρο 1
Ατομικής Επιχείρησης
Η κατώτατη πραγματική αξία της ατομικής επιχείρησης προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2.1 και 2.2 του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους της παρούσας.
Αρθρο 2
Εταιρικές μερίδες και ποσοστά συμμετοχής υποχρέων της παραγράφου 4 του άρθρου 2
του Κ.Φ.Ε.
Η κατώτατη πραγματική αξία μερίδων και ποσοστών συμμετοχής των πιο πάνω υποχρέων προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 2 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους της παρούσας.
Αρθρο 3
Μερίδια ημεδαπών Ε.Π.Ε.
Η κατώτατη πραγματική αξία των μεριδίων ημεδαπών εταιριών περιορισμένης ευθύνης προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 5 του άρθρου 3 του κεφαλαίου Α του πρώτου μέρους της παρούσας.
Αρθρο 4
Μετοχές ημεδαπών ανωνύμων εταιριών μη εισηγμένες στο Χ.Α.Α.
Η κατώτατη πραγματική αξία των μη εισηγμένων στο Χ.Α.Α. μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιριών προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο κεφάλαιο Β του πρώτου μέρους της παρούσας
Αρθρο 5
Υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων
Για μεταβιβάσεις σε συγγενείς (δικαιούχους της Α ή Β κατηγορίας του άρθρου 29 του ν. 2961/2001), που πραγματοποιήθηκαν από 24.12.2002 και μέχρι την έκδοση της παρούσας, υποβάλλονται τροποποιητικές δηλώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, χωρίς κυρώσεις, εφόσον αυτές υποβληθούν μέχρι 30 Μαΐου 2003.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΕΥΘΥΝΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΓΙΑ ΧΡΕΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Ευθύνη προσώπων (φυσικών και νομικών) για χρέη προς το Δημόσιο που δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα Τμήματος Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (ΤΑΚ) Αθλητικού Σωματείου, μετά τη μετατροπή αυτού σε Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία (ΚΑΕ), η οποία στη συνέχεια λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση.
(Α.Υ.Ο. 1088694/4395/Α/0016/ΠΟΛ. 1024/3.2.2003)
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας κοινοποιούμε την 601/2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. που έγινε αποδεκτή, για να λάβετε γνώση.
Με τη γνωμοδότηση αυτή επισημαίνονται οι ευθύνες (προσωπική, ποινική προσωπικής κράτησης), για τα πιο πάνω χρέη, των κατωτέρω αναφερομένων φυσικών και νομικών προσώπων, ως ακολούθως:
1. ως προς το Αθλητικό Σωματείο
Σε περίπτωση μετατροπής ΤΑΚ αθλητικού σωματείου σε ΚΑΕ (κατά τις διατάξεις του ν. 1958/91 “Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών – Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις”. που ίσχυσε μέχρι 17-6-1999 και αντικαταστάθηκε πλήν ορισμένων άρθρων αυτού από τις διατάξεις του ν. 2725/ 99), οι ενοχικές υποχρεώσεις του ιδρυτικού της ΚΑΕ αθλητικού σωματείου, που δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ ή άλλου αθλητικού τμήματος αυτού, πριν από τη σύσταση της ΚΑΕ, συμπεριλαμβανομένων και των υποχρεώσεων έναντι του Δημοσίου, περιέρχονται αυτοδικαίως στην ΚΑΕ από το χρόνο ιδρύσεως της, αποκλειομένης εφεξής, εν είδει στερητικής αναδοχής χρέους, οποιασδήποτε ευθύνης του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου. Σε περίπτωση δε λύσεως της ΚΑΕ για οποιονδήποτε λόγο, οι οφειλές αυτές, όπως και εκείνες που δημιουργήθηκαν από την ίδια την ΚΑΕ κατά τη λειτουργία της, δεν περιέρχονται στο ιδρυτικό αυτής αθλητικό σωματείο.
2. ως προς τα μέλη του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου της ΚΑΕ.
α) Για τη θεμελίωση προσωπικής εις ολόκληρον ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κατ άρθρο 115 του ν. 2238/94 (για τους ρητώς προσδιοριζόμενους κατά είδος στη διάταξη αυτή φόρους), δεν αρκεί η ιδιότητα του απλού μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, εκτός εάν το μέλος αυτό είναι παράλληλα (de jure ή de facto) και διαχειριστής, διευθυντής ή διευθύνων σύμβουλος ή εκκαθαριστής αυτής. Επομένως εάν τα μέλη του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου της ΚΑΕ δεν είχαν ταυτόχρονα τις ανωτέρω ιδιότητες, δεν ευθύνονται προσωπικά για τα (αναφερόμενα στο άρθρο αυτό) χρέη του ΤΑΚ που περιήλθαν στην ΚΑΕ.
β) Ποινική ευθύνη κατ άρθρο 25 του ν. 1882/90 (όπως ισχύει σήμερα, μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 23 του ν. 2523/97) για τα χρέη ανωνύμου εταιρίας προς το Δημόσιο υπέχουν, πλήν των λοιπών αναφερομένων στην παρ. 2 αυτού φυσικών προσώπων και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο από το νόμο είτε από την ιδιωτική βούληση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτής, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος, μεταξύ των οποίων και η καθυστέρηση καταβολής τριών συνεχών δόσεων.
Τα μέλη του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου της ΚΑΕ ήταν εντεταλμένα (κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1958/91 και 8β του π.δ. 207/97) στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας, πλήν όμως επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τα βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, στα οποία υπεισήλθε η ΚΑΕ θα εξοφλούντο σε 24 μηνιαίες δόσεις (κατά την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 1958/91), η πρώτη από τις οποίες έπρεπε να καταβληθεί μετά παρέλευση ενός έτους από την ίδρυση της εταιρείας, η δε εταιρεία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση και στη συνέχεια πτώχευσε πριν τη λήξη των τριών συνεχών δόσεων, δεν υπήρξε καθυστέρηση καταβολής εκ μέρους του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου αυτής των δόσεων αυτών και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης των μελών του.
γ) Τα ανωτέρω πρόσωπα ευθύνονται με το μέτρο της προσωπικής κράτησης κατ άρθρο 22 του ν. 2523/97, ως εντεταλμένα στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας για τα εν λόγω χρέη, τα οποία ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο που απέκτησαν την παραπάνω ιδιότητα, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι στη συνέχεια απέβαλαν την Ιδιότητα αυτή και η ΚΑΕ λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση.
3. ως προς τα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής διοίκησης και διαχείρισης του ΤΑΚ
Τα χρέη που βεβαιώθηκαν από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ συνιστούν χρέη του νομικού προσώπου του αθλητικού σωματείου και σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα ευθύνης των μελών της Τριμελούς Επιτροπής, καθόσον αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόσωποι του αθλητικού σωματείου.
4. ως προς τους εκπροσώπους του Αθλητικού Σωματείου.
α) Οι εκπρόσωποι του αθλητικού σωματείου δεν υπέχουν αστική (προσωπική) ευθύνη) κατ άρθρο 115 του ν. 2238/94, μολονότι στην παρ. 2 αυτού συμπεριλαμβάνονται και τα σωματεία, για το λόγο ότι στη προκειμένη περίπτωση δεν επήλθε διάλυση του σωματείου, ως απαιτεί η παρ. 1 αυτού, αλλά ένα τμήμα αυτού (ΤΑΚ) μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία. Επίσης ούτε η παρ. 3 αυτού μπορεί να εφαρμοστεί, διότι η διάταξη αυτή που προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 26 του ν. 2648/98, άρχισε να ισχύει από 1-12-1998. δηλαδή όχι μόνο μετά τη δημιουργία των χρεών του ΤΑΚ, αλλά και σε χρόνο που είχε ήδη συσταθεί η ΚΑΕ και αυτοδικαίως είχε υποκατασταθεί στις υποχρεώσεις του ΤΑΚ.
β) Αντίθετα οι ανωτέρω, οι οποίοι απέκτησαν την ιδιότητα του εκπροσώπου σε χρόνο που ήταν βεβαιωμένα τα επίμαχα χρέη ή που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο βεβαίωσης τους (δηλ. πριν την ίδρυση της ΚΑΕ), υπέχουν κατ αρχήν ποινική ευθύνη, κατ άρθρο 25 του ν. 1882/90, ανεξαρτήτως αν έχουν έκτοτε αποβάλει ή μη την ως άνω ιδιότητα, δηλ. του εκπροσώπου της ΚΑΕ.
γ) Ομοίως μπορεί να διαταχθεί και προσωπική κράτηση κατ άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 2523/97 κατά των ανωτέρω προσώπων.
Επισυνάπτεται η αρ. 601/2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΜΗΜΑ Β
Συνεδρίαση της 3.10.2002
Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 601
Αριθμός ερωτήματος: 1088403/ 5074/Α/0016/2002 έγγραφο Δ/νσης Εισπρ. Δημ. Εσόδων (16η) Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών
Περίληψη ερωτήματος: Θέματα ευθυνομένων προσώπων (νομικών και φυσικών) για χρέη προς το Δημόσιο που δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα Τμήματος Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών Αθλητικού Σωματείου μετά την μετατροπή αυτού σε αθλητική ανώνυμη εταιρία, η οποία στη συνέχεια μετά την ανάκληση της άδειας συστάσεώς της, ετέθη σε εκκαθάριση και ακολούθως κηρύχθηκε σε πτώχευση.
——————————————–
Ι. Από το 1088403/5074/Α/0016/ 2002 έγγραφο της 16ης Δ/νσης του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών και τα λοιπά έγγραφα που υποβλήθηκαν προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με την 42360/6.12.1991 απόφαση της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού αναγνωρίστηκε το Τμήμα Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (Τ,Α.Κ) του Αθλητικού Σωματείου κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1958/91 (ΦΕΚ 122Α).
Το ανωτέρω Τ.Α.Κ διοικείτο από τριμελή επιτροπή κατά το άρθρο 2 του ν.1958/91, του χορηγήθηκε δε εκ παραδρομής ξεχωριστό ΑΦΜ, διαφορετικό του ΑΦΜ του Α.Σ.
Από τη δραστηριότητα του Τμήματος αυτού δημιουργήθηκαν χρέη προς το Δημόσιο, προερχόμενα από φόρο μισθωτών υπηρεσιών, ποσού δρχ. 45. 628.794 δρχ. πλέον προσαυξήσεων, τα οποία βεβαιώθηκαν στο ως άνω ξεχωριστό Α.Φ,Μ αυτού.
Στη συνέχεια το παραπάνω ΤΑΚ κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν, 1958/ 91 και του π.δ. 207/97 μετατράπηκε σε Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία (Κ.Α.Ε), με την επωνυμία ή Ανώνυμη Εταιρία (KAE) και με μετοχικό κεφάλαιο 100.000.000. Η ανακοίνωση καταχώρησης της εταιρίας στα Μητρώα Α.Ε του Υπουργείου Ανάπτυξης, καθώς και της Κ2 11184/18.11.98 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία δόθηκε άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού αυτής δημοσιεύθηκε στο 8901/20-11-1998 τεύχος Α.Ε της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, οπότε και ολοκληρώθηκε η ίδρυσή της KAE και απέκτησε αυτή νομική προσωπικότητα.
Με το καταστατικό της ανωτέρω εταιρίας (άρθρο 41) ορίστηκε πενταμελές προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, κατά τις διατάξεις του Π.Δ 207/97, τρία από τα πέντε μέλη του οποίου υπέγραψαν και το καταστατικό αυτό ως εκπρόσωποι του Α.Σ.
Με την Κ2-8870/29.7.1999 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, ανακλήθηκε η κατά τα ανωτέρω απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια σύστασης της ΚΑΕ και τέθηκε αυτή σε εκκαθάριση για το λόγο ότι δεν καταβλήθηκε κατά τους όρους του καταστατικού και των διατάξεων του ΚΝ 2190/20 και του ΠΔ 207/97 το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο ΜΑΕ του Υπ. Ανάπτυξης στις 30.7. 1999. Στη συνέχεια η εταιρία, με την 2065/23.12.1999 απόφαση του πολ. Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε σε πτώχευση.
Στο μεταξύ ήδη με, την 24215/15. 10.99 απόφαση της Γ.Γ.Α αναγνωρίστηκε νέο Τμήμα Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (ΤΑΚ) του Α.Σ., το οποίο λειτουργεί πλέον με τον Α.Φ.Μ. του αθλητικού αυτού συλλόγου.
Ενόψει του παραπάνω ιστορικού η 16η Δ/νση του Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Εάν για την καταβολή της οφειλής προς το Δημόσιο, που δημιουργήθηκε από τη δραστηριότητα του Τ.Α.Κ και βεβαιώθηκε πριν την μετατροπή αυτού σε Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία (Κ.Α.Ε), παράλληλα με την εταιρία ευθύνεται και ο Αθλητικός Σύλλογος.
2) Ανεξάρτητα από την κατά τα ανωτέρω ευθύνη, εάν οι νόμιμοι εκπρόσωποι του αθλητικού σωματείου, καθώς και τα μέλη της διοικούσης επιτροπής του (παλαιού) ΤΑΚ, καθώς επίσης και τα μέλη του προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΑΕ.
α) υπέχουν ευθύνη κατ άρθρο 115 του ν. 2238/94, όπως ισχύει σήμερα, για την καταβολή της ανωτέρω οφειλής, η οποία προέρχεται από φόρο μισθωτών υπηρεσιών, ήτοι παρακρατούμενο φόρο.
β) υπέχουν ποινική ευθύνη κατ άρθρο 25 του ν. 1822/90, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 23 του ν. 2523/97.
γ) ευθύνονται με το μέτρο της προσωπικής κράτησης κατ άρθρο 22 του ν. 2523/97 και άρθρο 330 επ. ν. 2717/ 99 (Κ.Δ.Δ).
Για τα ερωτήματα αυτά το Ν.Σ.Κ γνωμοδότησε ως εξής:
ΙΙ. Στα άρθρα 2, 3, 6, 15 και 16 του ν. 1958/91 “Τμήματα, Αμειβομένων Αθλητών-Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις”, Που ίσχυσε μέχρι 17.6.1999 (οπότε και αντικαταστάθηκε πλην ορισμένων άρθρων αυτού από τις διατάξεις του ν. 2725/99) και κατ εφαρμογή του οποίου ιδρύθηκε και λειτούργησε το ΤΑΚ του Α.Σ.Παπάγου και στη συνέχεια συστάθηκε η ΑΣΠ-ΚΑΕ. ορίζονται τα ακόλουθα:
Αρθρο 2
Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών – Προϋποθέσεις ίδρυσης.
1. Οπου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή των κατ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων επιτρέπεται σε αθλητικά σωματεία η διατήρηση αθλητών με αμοιβή, τα σωματεία αυτά έχουν την υποχρέωση να ιδρύσουν και οργανώσουν ειδικό, κατά περίπτωση, Τμήμα Αμειβομένων Αθλητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Για την ίδρυση και διατήρηση Τμημάτων Αμειβομένων Αθλητών από αθλητικά σωματεία απαιτείται: α) Απόφαση της γενικής συνέλευσης …) Εγκριση της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, ……… γ) Ειδική αναγνώριση από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού….
3. Τα Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών απολαύουν οικονομικής και διαχειριστικής αυτοτέλειας, εν σχέσει με τα λοιπά ερασιτεχνικά τμήματα του αθλητικού σωματείου. Τηρούνται ίδια βιβλία για τις αποφάσεις της διοικήσεως, ίδια βιβλία εσόδων και εξόδων αυτού και καταρτίζεται ίδιος προϋπολογισμός και ισολογισμός του τμήματος, που δημοσιεύεται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από τις ισχύουσες για τη δημοσίευση των ισολογισμών των ανωνύμων εταιριών διατάξεις, αναλόγως εφαρμοζόμενες.
Το οικονομικό έτος αυτών αρχίζει την 1η Ιουλίου και τελειώνει την 30ή Ιουνίου του επόμενου έτους.
4. Επιτρέπεται ο διορισμός τριμελούς επιτροπής διοίκησης και διαχείρισης του Τμήματος Αμειβομένων Αθλητών, ύστερα από απόφαση του Δ.Σ. του σωματείου, εγκρινόμενη από τη γενική συνέλευσης αυτού. Με την ίδια ή όμοια απόφαση ή με αποφάσεις του Δ.Σ. του σωματείου καθορίζονται οι ειδικότερες διοικητικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην ανωτέρω επιτροπή.
Αρθρο 3
Ανάληψη δαπανών Τμημάτων Αμειβομένων Αθλητών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
1. Είναι δυνατή, με απόφαση του Δ.Σ. των αθλητικών σωματείων που διατηρούν Τμήμα Αμειβομένων Αθλητών, λαμβανόμενη ύστερα από προηγούμενη έγκριση της γενικής συνέλευσης και δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο ανακοίνωσης του σωματείου για εκδήλωση ενδιαφέροντος, η, με σύμβαση, ανάθεση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα αυτών της ευθύνης κάλυψης του συνόλου ή μέρους των δαπανών, που απαιτούνται για την εν γένει λειτουργία και συντήρηση του Τμήματος Αμειβομένων Αθλητών. Η ανάθεση αυτή μπορεί να ανανεώνεται είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής συμφωνίας είτε με νέα συμφωνία κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
2. Με τη σύμβαση καθορίζονται η χρονική διάρκεια αυτής, οι ειδικότερες οικονομικές σχέσεις των συμβαλλομένων, ο βαθμός συμμετοχής του αναλαμβάνοντος τις δαπάνες φυσικού προσώπου στη διοικητική οργάνωση και λειτουργία του Τμήματος, καθώς και στην εν γένει διαχειριστική λειτουργία αυτού. Επίσης, καθορίζονται οι αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων και κάθε άλλο συναφές θέμα.
3. Πλην αντιθέτου συμφωνίας, η ευθύνη της εν γένει διοίκησης του Τμήματος παραμένει στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου, στο οποίο – σε οποιαδήποτε περίπτωση – παραμένουν οι ευθύνες και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις σε σχέση με κάθε δημόσια ή αθλητική αρχή.
Αρθρο 5
Καθορισμός κλάδων άθλησης για επαγγελματίες αθλητές.
1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού Υπουργού, μετά από εισήγηση ή γνώμη της οικείας ένωσης των σωματείων που διατηρούν Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών και, εφ όσον δεν υπάρχει, της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, διατυπούμενη ύστερα από πρόταση ή γνώμη των ενδιαφερομένων σωματείων, μπορεί να ορίζεται, ότι τα Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών συγκεκριμένου κλάδου άθλησης λειτουργούν, κατά μετατροπή τους, ως αθλητικές ανώνυμες εταιρίες για την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος και των σε εκτέλεση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, συμπληρωματικά δε προς αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις εμπορικές ανώνυμες εταιρίες, καθώς και οι διατάξεις της αθλητικής γενικώς νομοθεσίας στο μέτρο που δεν συγκρούονται με τις διατάξεις του παρόντος.
Αρθρο 6
Σύσταση – νομική υπόσταση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας.
1. Σύσταση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας επιτρέπεται μόνο με τη μορφή της οργάνωσης του τμήματος αμειβομένων αθλητών και, εν ανυπαρξία αυτού, του τμήματος ερασιτεχνών αθλητών αθλητικού σωματείου σε ανώνυμη εταιρία, κατά τις διατάξεις του παρόντος.
2. Η σύσταση αυτή επάγεται και υποκατάσταση της ιδρυόμενης εταιρίας στις υποχρεώσεις του αθλητικού σωματείου από τη δραστηριότητα του τμήματα αμειβομένων και εν ανυπαρξία ερασιτεχνών αθλητών αυτού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 16 του παρόντος.
3. Κατά τα λοιπά η, κατ αυτόν τον τρόπο, σύσταση της εταιρίας δεν επηρεάζει την υπόσταση και λειτουργία του ιδρύσαντος την εταιρία αθλητικού σωματείου, το οποίο διατηρεί τα αθλητικά του τμήματα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου ερασιτεχνικού αθλητικού τμήματος.
4. Για τη σύσταση εταιρίας απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών του σωματείου. Για τη λήψη αυτής της απόφασης απαιτείται η παρουσία του ημίσεος τουλάχιστον των μελών και η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
Αρθρο 15
10. Με το καταστατικό της εταιρίας ορίζεται προσωρινό διοικητικό συμβούλιο, που αποτελείται από πέντε (5) τουλάχιστον μέλη, το οποίο έχει, ιδίως, ως αποστολή την τήρηση των διατυπώσεων που επιβάλλονται κατά την ίδρυση της εταιρίας, τη βεβαίωση καταβολής του κεφαλαίου της και την προπαρασκευή άμεσης σύγκλυσης της γενικής συνέλευσης των μετόχων της για την εκλογή τακτικού διοικητικού συμβουλίου το βραδύτερο σε χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την έγκριση του καταστατικού της.
11. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση ίδρυσης αθλητικής ανώνυμης εταιρίας.
Αρθρο 16
Υποκατάσταση των εταιριών στις
υποχρεώσεις των αθλητικών
σωματείων
1. Κάθε εταιρία με την ίδρυσή της υποκαθίσταται αυτοδικαίως και χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση σε όλες τις ενοχικές υποχρεώσεις του αθλητικού σωματείου, που την ίδρυσε, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του αθλητικού τμήματος που περιήλθε στην εταιρία που προκύπτουν από τα επίσημα βιβλία του σωματείου, προς το Δημόσιο, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και προς οποιονδήποτε τρίτο. Δεν περιλαμβάνονται στην παραπάνω ρύθμιση οι ενοχικές υποχρεώσεις, που αφορούν στη δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων.
Εκκρεμείς δίκες, οι οποίες αφορούν στις προαναφερόμενες ενοχικές υποχρεώσεις, συνεχίζονται επ ονόματι της εταιρίας, παθητικώς νομιμοποιούμενης, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης.
2. Οι οφειλές των εταιριών, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, εξοφλούνται σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες καταβάλλεται ύστερα από την παρέλευση ενός (1) έτους από την ίδρυση της εταιρίας. Τυχόν συμφωνίες, που ορίζουν μεγαλύτερο χρόνο εξόφλησης από τον προηγούμενο, εξακολουθούν να ισχύουν. Δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν οφειλές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο αυτό, δεν εκτελούνται στη διάρκεια της ρύθμισης αυτής.
……………………………………………………..
Εξάλλου δυνάμει του άρθρου 1 του π.δ 207/97 “Μετατροπή των Τμημάτων Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών σε Καλαθοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρεί-ες” που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του παραπάνω ν. 1958/ 91 : “Τα αθλητικά σωματεία που διατηρούν Τμήματα Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών (ΤΑΚ) και μετέχουν στο Πρωτάθλημα της ανώτατης κατηγορίας καλοθοσφαίρισης ανδρών συνιστούν υποχρεωτικά Καλαθοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες (ΚΑΕ) κατά τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/20 “Περί Α-νωνύμων Εταιρειών” και της εν γένει εμπορικής νομοθεσίας, καθώς και τις διατάξεις του Ν. 1958/91 “Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών Αθλητικές Ανώ-νυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 122/Α/5.8.91), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει”.
Περαιτέρω στο ως άνω π.δ επαναλαμβάνονται οι ρυθμίσεις του ν.1958/ 91 περί υποκατάστασης της ΚΑΕ στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ΤΑΚ (άρθρα 1β και 9α) και περί των υποχρεώσεων του πενταμελούς προσωρινού διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 8β), καθορίζεται δε ειδικότερα το ύψος (100.000.000) και ο τρόπος κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου της ΚΑΕ, με δημόσια εγγραφή, (με προτεραιότητα, κατά σειρά, στα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 1958/ 91, τα μέλη του ιδρυτικού σωματείου, το κοινό και το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο), πλην ενός ποσοστού 10% που ανήκει αυτοδικαίως στο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο ως εισφορά εις είδος από τη χρήση της επωνυμίας και των λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων αυτού.
Τέλος στο άρθρο 4 παρ. ζ ορίζεται ότι “σε περίπτωση κατά την οποία το προσωρινό Δ.Σ της Κ.Α.Ε δεν τηρήσει την πιο πάνω διαδικασία και τις προβλεπόμενες προθεσμίες (για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου) εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 παρ. α εδάφιο δεύτερο έως τέταρτο του παρόντος”. Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη “Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή (15 μήνες από της δημοσιεύσεως του π.δ. για την υποχρεωτική μετατροπή των ΤΑΚ σε ΚΑΕ) υποβιβάζεται η παραπάνω ομάδα του σωματείου στην τελευταία θέση της αμέσως κατώτερης κατηγορίας καθ υπέρβαση του προβλεπόμενου από την προκήρυξη αριθμού, εφόσον δεν συμπεριλαμβάνεται στις οριστικά υποβιβαζόμενες”.
ΙΙΙ. Επί του πρώτου ερωτήματος
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 και 16 του ν. 1958/ 91, καθώς και τις αντίστοιχες του π.δ 207/97 (άρθρα 1β και 9α) σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση μετατροπής ΤΑΚ αθλητικού σωματείου σε ΚΑΕ οι ενοχικές υποχρεώσεις του ιδρυτικού της Κ.Α.Ε. αθλητικού σωματείου που δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ (ή άλλου αθλητικού τμήματος) το οποίο μετατράπηκε σε ΚΑΕ περιέρχονται κατά νομοθετική επιταγή και χωρίς άλλη διατύπωση αυτοδικαίως στην εν λόγω ΚΑΕ από το χρόνο ιδρύσεώς της, αποκλειομένης εφεξής εν είδει στερητικής αναδοχής χρέους οποιασδήποτε ευθύνης του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου (βλ. και Μον. Πρωτ. Αθ.1357/2000), οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται κατά τα ανωτέρω από τη ΚΑΕ περιλαμβάνουν και τις υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στις σχετικές διατάξεις, και επομένως και τους κάθε φύσεως και από οποιαδήποτε αιτία φόρους. Ο περιορισμός της ευθύνης του ιδρυτικού σωματείου προκύπτει σαφώς από την αδιάστικτη διατύπωση των εφαρμοστέων διατάξεων, ενισχύεται δε και από το γεγονός ότι οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αποκλειστικά από τη ΚΑΕ, η οποία και μόνον νομιμοποιείται παθητικά, καθώς και από την πρόβλεψη, στην παρ. 2 του άρθρου 16, ευνοϊκού τρόπου εξόφλησης των οφειλών που περιήλθαν κατά τα ανωτέρω στις ΚΑΕ (24 ίσες μηνιαίες δόσεις της πρώτης καταβλητέας ένα έτος μετά την ίδρυση της ΚΑΕ).
Εξάλλου όπως συνάγεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 του ν.1958/91, καθώς και τα άρθρα 1α και 11 του π.δ 207/97, οι ΚΑΕ διέπονται καταρχάς από τις διατάξεις του ν. 1958/91, ν. 2725/99 π.δ 207/97 και λοιπών κανονιστικών πράξεων, συμπληρωματικά δε από τις ισχύουσες για τις ανώνυμες εταιρίες διατάξεις, ήτοι τον κ.ν. 2190/1920.
Από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου προκύπτει ότι οι μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, ιδρυτές ή μη, δεν έχουν καμία ευθύνη για χρέη της ανώνυμης εταιρίας έναντι οιουδήποτε τρίτου τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής, όσο και μετά τη λύση και θέση αυτής υπό εκκαθάριση, έστω κι αν το ενεργητικό της υπό εκκαθάριση εταιρείας δεν αρκεί για την πλήρη ικανοποίηση των δανειστών αυτής. Με άλλα λόγια οι δανειστές της εταιρίας μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους μόνο από τα περιουσιακά στοιχεία της εν λειτουργία ή υπό εκκαθάριση εταιρείας. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση πτωχεύσεως της ανώνυμης εταιρίας. Στις θεμελιώδεις αυτές αρχές της νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρειών δεν εισάγουν καμία εξαίρεση ή απόκλιση οι ν.1958/91, ν.2725/99 και οι κατ εξουσιοδότηση αυτών κανονιστικές πράξεις, ώστε να μη υφίσταται κανένα νομικό έρεισμα για να υποστηριχθεί ότι οι ενοχικές υποχρεώσεις των ΚΑΕ περιέρχονται μετά τη λύση τους στα ιδρυτικά αυτών αθλητικά σωματεία, ακόμη κι αν πρόκειται για τις υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί από τα ΤΑΚ των ιδρυτικών αυτών σωματείων και στις οποίες είχαν υποκατασταθεί οι ΚΑΕ κατ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 1958/91 και 9α του π.δ 207/97. Οσον αφορά δε της διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 111 του ν. 2725/99, κατά την οποία το αθλητικό σωματείο σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνει: τις τυχόν ενοχικές ή άλλες υποχρεώσεις της ΚΑΕ που τέθηκε σε εκκαθάριση λόγω υποβιβασμού της οικείας ομάδας από την Α2 εθνική κατηγορία, ανεξαρτήτως αν έχει ή όχι άμεση εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, ετέθη , προς επίταση της παραπάνω αρχής (βλ. και Μον.Πρωτ.Αθ.1357/2000) και όχι ως εξαιρετικό δίκαιο (με την έννοια ότι σε κάθε άλλη περίπτωση το αθλητικό σωματείο αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις της λυθείσας και υπό εκκαθάριση τεθείσας αθλητικής εταιρείας) και προς άρση τυχόν αμφιβολιών που ενδεχομένως θα ανέκυπταν ενόψη της πρόβλεψης στην ίδια παράγραφο ότι τη θέση της εταιρείας που υποβιβάζεται σε ερασιτεχνική κατηγορία καταλαμβάνει αυτοδικαίως το ιδρυτικό της αθλητικό σωματείο.
Από όσα εκτέθηκαν προηγουμένως προκύπτει ότι η ΚΑΕ στην οποία μετατράπηκε ΤΑΚ αθλητικού σωματείου καθίσταται μόνη υπεύθυνη έναντι του Δημοσίου και τρίτων για τις οφειλές του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου οι οποίες είχαν δημιουργηθεί από τη δραστηριότητα του ως άνω ΤΑΚ πριν από τη σύσταση της ΚΑΕ, σε περίπτωση δε λύσεως της ΚΑΕ για οποιοδήποτε λόγο οι οφειλές αυτές, όπως και εκείνες που δημιουργήθηκαν από την ίδια την ΚΑΕ κατά τη λειτουργία της, δεν περιέρχονται στο ιδρυτικό αυτής αθλητικό σωματείο.
Κατ εφαρμογή λοιπόν των παραπάνω και με βάση τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, που εκτίθενται στην παράγραφο Ι, το Α.Σ. δεν ευθύνεται για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών που έχει βεβαιωθεί στη ΔΟΥ Χολαργού και προέρχεται από τη δραστηριότητα του ΤΑΚΑΣ πριν την μετατροπή του στην ήδη λυθείσα και υπό εκκαθάριση (και πτώχευση) ευρισκομένη ΚΑΕ, η οποία και είναι καταρχήν η μόνη υπεύθυνη (στην ευρισκόμενη κατάσταση εκκαθάρισης/πτώχευσης) για την πληρωμή του προαναφερθέντος φόρου.
IV. Επί των λοιπών ερωτημάτων.
Α . Στο άρθρο 115 (“ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα”) του ν. 2238/ 94, όπως ισχύει, ορίζονται τα ακόλουθα:
1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόvo βεβαίωσής τους………………………….
2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής:
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Εξάλλου στο άρθρο 101 παρ. 2 του ίδιου νόμου (ν. 2238/94) ορίζονται τα εξής:
“Επίσης, στο φόρο αυτόν υπόκεινται και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους ιδρύματα”.
Β . Εξάλλου στο άρθρο 23 παρ. 1 του ν .2523/97 που αντικατέστησε το άρθρο 25 (“Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους”) του ν. 1882/1990 ορίζονται τα ακόλουθα:
1. Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης.
……………………………………………………
γ) Ενός (1) τουλάχιστον έτους προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και έξι (6) τουλάχιστο μηνών προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3. 000.000) δραχμές όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) δραχμές όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Η παραβίαση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής δύναται να κριθεί ατιμώρητη, εφόσον το ποσό που οφείλεται καταβληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.
2. Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου:
α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικοί διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη.
Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι Προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
……………………………………………………
στ) Για νομικά πρόσωπα, εκτός των παραπάνω περιπτώσεων, στους εκπρόσωπους αυτών.
3. Για το πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητος αυτής από τους ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις (3) μήνες από την απόκτησή της. Για τα πρόσωπα, που δεν υπείχαν ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου που αντικαθίσταται, όσον αφορά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ποινικό αδίκημα διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη της ισχύος του.
Γ . Τέλος στο άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 2523/97, το οποίο ισχύει και μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δι-κονομίας ορίζονται τα εξής:
“Στις παρακάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων που εισπράττουν κατά Κ.Ε.Δ.Ε. πλην ιδιωτών, προσωποκράτηση διατάσσεται και προκειμένου:
α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, κατά των προέδρων των Δ.Σ., των διευθυνόντων ή εντεταλμένων ή συμπραττόντων συμβούλων ή διοικητών ή γενικών διευθυντών ή διευθυντών αυτών ή κατά κάθε προσώπου εντεταλμένου είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα το παραπάνω πρόσωπα, αδιάφορα από το λόγο ελλείψεώς τους διατάσσεται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
……………………………………………………
στ) Για νομικά πρόσωπα, εκτός των παραπάνω περιπτώσεων, κατά των εκπροσώπων αυτών.
Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή του παρόντος άρθρου προσωπική κράτηση διατάσσεται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή.
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα σχετικά με τις ευθύνες των αναφερομένων στο ερώτημα φυσικών προσώπων:
α) Ως προς τα μέλη του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου της – ΚΑΕ.
Κατά τη γνώμη όλων των παρισταμένων νομικών συμβούλων, πλην του Στ. Βασαλάκη, οι ευθύνες των μελών του προσωρινού Δ.Σ της ΚΑΕ διαγράφονται ως εξής:
Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 115 του ν. 2238/94, για τη θεμελίωση προσωπικής εις ολόκληρον ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία για οφειλές αυτής από άμεσους ή παρακρατούμενους φόρους δεν αρκεί η ιδιότητα του απλού μέλους του Δ.Σ της εταιρείας, εκτός αν το μέλος αυτός είναι παράλληλα (de jure ή de facto) και διευθυντής, διαχειριστής ή διευθύνων σύμβουλος ή εκκαθαριστής της εταιρείας. Κατ εφαρμογήν των παραπάνω εάν τα μέλη του προσωρινού Δ.Σ. της ΚΑΕ δεν είχαν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του διευθυντή, διαχειριστή κλπ της εταιρείας, δεν ευθύνονται προσωπικά για τα προαναφερθέντα χρέη του ΤΑΚ Α.Σ που περιήλθαν κατά τα ανωτέρω στην ΚΑΕ.
Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 2523/97 υπέχουν ποινική ευθύνη για τα χρέη ανώνυμης εταιρεία προς το Δημόσιο πρόεδροι του Δ.Σ. διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι κλπ ή κάθε πρόσωπο εντεταλμένο από το νόμο είτε από τη ιδιωτική βούληση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτής και εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι λοιποί όροι της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του ποινικού αδικήματος του εν λόγω άρθρου.
Πρωταρχικός όρος της αντικειμενικής υποστάσεως σε περίπτωση που τα ως άνω χρέη καταβάλλονται σε δόσεις είναι η καθυστέρηση καταβολής 3 συνεχών δόσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τη παρ, 2 του άρθρου 16 του ν. 1958/91 τα βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο στα οποία υπεισήλθε η ΚΑΕ θα εξοφλούντο σε 24 μηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες θα έπρεπε να καταβληθεί μετά την παρέλευση ενός έτους από την ίδρυση της εταιρείας, ήτοι στις 20-11-1999, αφού χρόνος ίδρυσης της ΚΑΕ (δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της καταχώρησης στο ΜΑΕ του Υπ. Aνάπτυξης) είναι η 20-11-1998. Με αυτό το δεδομένο και λαμβανομένου υπ όψιν του γεγονότος ότι η εν λόγω εταιρεία λύθηκε και τέθηκε υπό εκκαθάριση στις 30-9-1999 και στη συνέχεια κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 23.12.1999, δεν υπήρξε καθυστέρηση καταβολής εκ μέρους των μελών του Προσωρινού Δ.Σ. αυτής τριών συνεχών δόσεων και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης αυτών.
Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 8 του ν. 2523/97 προκύπτει ότι προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί κατά προέδρου Δ.Σ, διευθυνόντων συμβούλων κλπ, καθώς και κατά κάθε προσώπου εντεταλμένου είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση στη διοίκηση ή διαχείριση ανώνυμης εταιρείας και εν ελλείψει τούτων κατά των μελών του Δ.Σ που ασκούν τη διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας, για χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεσβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν την παραπάνω ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή οποιαδήποτε αιτία, και ανεξάρτητα επίσης αν λύθηκε η αvώνυμη εταιρεία.
Τα μέλη του προσωρινού Δ.Σ της ΚΑΕ σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 10 του ν. 1958/91 και το άρθρο 8β του π.δ 207/97 στο οποίο παραπέμπει και το καταστατικό της εταιρείας αυτής (άρθρο 41) ήταν εντεταλμένα στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας τα δε επίμαχα χρέη του TAΚ.A.Σ. στα οποία υπεισήλθε η KAE ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο που απέκτησαν την παραπάνω ιδιότητα. Επομένως μπορούν να προσωποκρατηθούν χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι στην συνέχεια απέβαλαν την ιδιότητα αυτή και η ΚΑΕ λύθηκε και κηρύχθηκε σε πτώχευση.
Η γνώμη του νομικού συμβούλου Στ.Βασαλάκη, προς την οποία προσχώρησε και ο εισηγητής, έχει ως εξής:
Σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 10 του ν. 1958/91 και των άρθρων 4 δ,ε, 8β του π.δ 207/97, το προσωρινό Διοικη-τικό Συμβούλιο της ΚΑΕ είναι ένα όργανο με περιορισμένη χρονική διάρκεια ζωής και με κύρια αρμοδιότητα τη διενέργεια των απαιτούμενων διαδικασιών για την ίδρυση της ΚΑΕ, την ανάληψη και καταβολή του μετοχικού της κεφαλαίου και τη σύγκληση της Γ.Σ για την εκλογή νέου Δ.Σ. οι περιορισμένες αυτές αρμοδιότητες του προσωρινού Δ.Σ. της ΚΑΕ, αλλά και το γεγονός της αντικειμενικής αδυναμίας εκπληρώσεως οποιασδήποτε οικονομικής υποχρεώσεως της εταιρείας πριν από την ανάληψη και καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου αυτής που αποτελεί και το μοναδικό μέσο εξοφλήσεως των οφειλών της, αποκλείουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την εφαρμογή στα μέλη του προσωρινού Δ.Σ αυτής των προπαρατεθεισών διατάξεων περί αστικής ή ποινικής ευθύνης ή προσωπικής κράτησης των διοικούντων νομικά πρόσωπα, πολύ περισσότερο μάλιστα που δυνάμει του άρθρου 16 παρ. 2 του ν. 1958/91 τα βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο στα οποία υπεισήλθε η ΚΑΕ έπρεπε να εξοφληθούν σε 24 μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβλητέας μετά ένα έτος από τη σύσταση της εταιρείας, ήτοι σε χρόνο που είχε ήδη λυθεί η ΚΑΕ και είχε αυτή τεθεί υπό εκκαθάριση. Επο-μένως, με το σκεπτικό αυτό, τα μέλη του προσωρινού Δ.Σ. της ΚΑΕ ουδεμία ευθύνη υπέχουν (ποινική ή κατά το άρθρο 115 του ν. 2238/94 ) αλλά ούτε και είναι επιτρεπτή η προσωποκράτησή τους για τα αναφερόμενα στο ιστορικό χρέη προς το Δημόσιο,
β) Ως προς τα μέλη της τριμελούς επιτροπής διοίκησης και διαχείρισης του ΤΑΚ του Α.Σ.
Τα ΤΑΚ των αθλητικών σωματείων, όπως αυτά περιγράφονται και ρυθμίζονται από το άρθρο 2 του ν. 1958/91, διαθέτουν ευρεία οικονομική και διαχειριστική αυτοτέλεια, έχουν ίδια βιβλία εσόδων και εξόδων,καταρτίζουν ίδιο προϋπολογισμό και ισολογισμό, χωρίς όμως να ανάγονται σε αυτοτελή νομικά πρόσωπα με ικανότητα δικαίου ξεχωριστή από αυτή του αθλητικού σωματείου στο οποίο υπάγονται. Τούτο προκύπτει και από επιμέρους διατάξεις του προαναφερθέντος νόμου (άρθρο 6 παρ. 2, 16 παρ. 1) κατά τις οποίες οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ χαρακτηρίζονται ως υποχρεώσεις αυτού τούτου του αθλητικού σωματείου, (πρβλ. και ΝΣΚ 185/97). Α-νεξαρτήτως τούτων στο άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 1958/91 ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, η ευθύνη της εν γένει διοίκησης του Τμήματος παραμένει στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου, στο οποίο “σε οποιαδήποτε περίπτωση παραμένουν οι ευθύνες και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις σε σχέση με κάθε δημόσια ή αθλητική αρχή”.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα επίμαχα χρέη που έχουν βεβαιωθεί στη ΔΟΥ Χολαργού από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ.Α.Σ. συνιστούσαν χρέη του νομικού προσώπου του σωματείου, ήτοι του Α.Σ. και επομένως μόνο για τους τότε εκπροσώπους αυτού θα μπορούσε να τεθεί θέμα ευθύνης έναντι του Δημοσίου (για το οποίο βλ. στη συνέχεια υπό στοιχ. γ) και σε καμία περίπτωση για τα μέλη της τριμελούς επιτροπής διοίκησης του εν λόγω ΤΑΚ, καθόσον οι τελευταίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόσωποι του Α.Σ. ούτε και για τις υποχρεώσεις οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του ΤΑΚ που διοικούσαν.
Εννοείται ότι τα παραπάνω δεν ανατρέπονται από το γεγονός της εκ παραδρομής βεβαίωσης των πιο πάνω χρεών σε ξεχωριστό ΑΦΜ του ΤΑΚ.
γ) Ως προς τους εκπροσώπους του Α.Σ.
Γίνεται πάγια δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/94 λόγω του ειδικού και εξαιρετικού χαρακτήρα της είναι στενά ερμηνευτέες (ΣτΕ 2028/97, 4462/90, ΝΣΚ 173/2001). Κατά συνέπεια η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου το οποίο αναφέρεται σε ανώνυμες εταιρείες ή συνεταιρισμούς δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικά επί σωματείου, όπως είναι το Α.Σ. Επίσης δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ούτε και η παράγραφος 2 αυτού, που καλύπτει τα λοιπά νομικά πρόσωπα του άρθρου 101, στα οποία περιλαμβάνονται και τα σωματεία, καθόσον στην παράγραφο αυτή γίνεται λόγος μόνο για διάλυση των νομικών αυτών προσώπων, ενώ στην προκειμένη περίπτωση όπως αναφέρθηκε δεν επήλθε διάλυση, αλλά ένα τμήμα (ΤΑΚ) του Α.Σ. μετετράπη σε ανώνυμη αθλητική εταιρεία (ΚΑΕ). Τέλος ούτε η παράγραφος 3 μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι η διάταξη αυτή, που προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν . 2648/98 άρχισε να ισχύει από 1.12. 1998, δηλ. όχι απλώς μετά τη δημιουργία των επίμαχων χρεών, αλλά και σε χρόνο που είχε ήδη συσταθεί η ΚΑΕ και είχε αυτοδικαίως υποκατασταθεί στις υποχρεώσεις του ΤΑΚ του Α.Σ.
Αντίθετα οι εκπρόσωποι του Α.Σ. που απέκτησαν την ιδιότητα του εκπροσώπου σε χρόνο που ήταν βεβαιωμένα τα επίμαχα χρέη, ή που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο βεβαίωσής τους (δηλ. πριν την ίδρυσή της ΚΑΕ) υπέχουν καταρχήν την ποινική ευθύνη του άρθρου 25 του ν. 1882/90 σύμφωνα με τις παρ. 1γ, 2στ και 3 αυτού, ανεξαρτήτως αν έχουν έκτοτε αποβάλει ή μην την ως άνω ιδιότητα, δηλ. του εκπροσώπου του Α.Σ. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο που για τα εν λόγω χρέη ευθυνόταν το Α.Σ., η καταβολή αυτών έπρεπε να γίνει εφάπαξ και όχι σε δόσεις όπως, κατά νομοθετική επιταγή, συνέβαινε με την ΚΑΑΕ.
Ομοίως, και υπό τις ίδιες όπως παραπάνω προϋποθέσεις, μπορεί να διαταχθεί και προσωπική κράτηση κατά το άρθρο 22 παρ. 8 του ν. 2523/97 των εκπροσώπων του Α.Σ. δηλαδή αυτών που απέκτησαν την ιδιότητα του εκπροσώπου σε χρόνο που ήταν βεβαιωμένα τα προαναφερθέντα χρέη ή που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο βεβαιώσεώς τους.
Επομένως στα ερωτήματα που τέθηκαν αρμόζουν οι απαντήσεις που αναλυτικά δίδονται παραπάνω.