ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 13, 15, 27 και 32 του ν. 3229/2004.

(Α.Υ.Ο. 1039114/10548/Β0012/ΠΟΛ. 1044/10.5.2004)Σε συνέχεια της 1025708/661/Α0012/ 23.3.2004 διαταγής μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 15, 32 και 33 του ν. 3229/2004, σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 15, 27 και 32 του νόμου αυτού.

Άρθρο 13

Εφαρμογή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προστέθηκε το κεφάλαιο 15 στο ν. 2190/20 (περί Ανωνύμων Εταιρειών) αναφορικά με την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.ΑΠ.) με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 140 παραγρ. 2 και 7) ρυθμίζεται ο τρόπος τήρησης των λογιστικών βιβλίων και ορίζονται συμπληρωματικά βιβλία που τηρούνται επί εφαρμογής των Δ.Λ.Π.

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις τα λογιστικά βιβλία τηρούνται σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.ΑΠ. από τα οποία εξάγεται αποτέλεσμα σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς. Παράλληλα τηρείται χωριστό Ημερολόγιο και Καθολικό Φορολογικών Διαφορών στο οποίο καταχωρούνται οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των κανόνων των Δ.Λ.Π. σε σχέση με τους οριζόμενους κανόνες της Φορολογικής Νομοθεσίας ώστε με την ενοποίηση του κυρίως καθολικού με το καθολικό Φορολογικών Διαφορών να προσδιορίζεται το φορολογικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις.

Για την θεώρηση του ημερολογίου και του Καθολικό Φορολογικών Διαφορών ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Άρθρο 140 παρ. 7 του ν. 2190/20). Έτσι επί μηχανογραφικής τήρησης των λογιστικών βιβλίων, το εν λόγω ημερολόγιο και καθολικό τηρείται αθεώρητο ή ενταμιεύεται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα και τα δεδομένα τους απεικονίζονται διακεκριμένα στο θεωρημένο Ισοζύγιο λογαριασμών “Γενικού Αναλυτικών Καθολικών” (Κ.Θ. 275).

Άρθρο 15

Αναπροσαρμογή αναπόσβεστης αξίας ακινήτων τραπεζών και ανωνύμων ασφαλιστικών εταιριών και λοιπών ανωνύμων εταιριών εισηγμένων στο Χ.Α.Α.

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται η δυνατότητα στις τραπεζικές και ασφαλιστικές ανώνυμες εταιρίες, ανεξάρτητα αν οι μετοχές τους είναι εισηγμένες ή όχι στο Χ.Α.Α., και σε όλες γενικά τις ημεδαπές Α.Ε. των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ. Α.Α., να αναπροσαρμόζουν κάθε χρόνο την αναπόσβεστη αξία των κτιρίων και εγκαταστάσεων κτιρίων τους, καθώς και την αξία των εδαφικών εκτάσεών τους στην εύλογη αξία αυτών, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, τα οποία θεσμοθετήθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002 και το άρθρο 21 του ν. 3148/2003 και ειδικότερα με βάση τα προβλεπόμενα από το Δ.Λ.Π. 16, το οποίο υιοθετήθηκε από τον 1725/2003 Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) 29.9. 2003 με βάση τον Κανονισμό ΕΚ 1606/ 2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η πιο πάνω δυνατότητα αναπροσαρμογής παρέχεται και στις θυγατρικές ανώνυμες εταιρίες των ως άνω υπαγόμενων ανωνύμων εταιριών, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίες κατέχουν τουλάχιστον το 95% των μετοχών των θυγατρικών τους. Διευκρινίζεται ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται και στις θυγατρικές εταιρίες των οποίων οι μετοχές κατέχονται κατά 95% τουλάχιστον συνολικά από μια ή περισσότερες τραπεζικές, ασφαλιστικές και εισηγμένες στο Χ.Α.Α. εταιρίες.

Η αναπροσαρμογή θα γίνεται με τον ισολογισμό που συντάσσεται στο τέλος της κάθε χρήσης, αρχής γενομένης από τον ισολογισμό της 31.12. 2003. Η εταιρία που θα προβεί σε αναπροσαρμογή, υποχρεούται να αναπροσαρμόσει την αναπόσβεστη αξία όλων των ακινήτων της, με εξαίρεση βέβαια εκείνα για τα οποία με την εφαρμογή της εύλογης αξίας δεν προκύπτει υπεραξία, καθόσον στην περίπτωση αυτή η αναπροσαρμογή θα απέβαινε σε βάρος των επιχειρήσεων λόγω απώλειας αποσβέσεων.

Ως εύλογη αξία, προκειμένου για την εφαρμογή των ανωτέρω, θα λαμβάνεται αυτή που έχει προκύψει από επαγγελματίες εκτιμητές και απεικονίζει την πραγματική (αγοραία) αξία των ακινήτων.

Με το άρθρο 28 του ν. 3091/2002 είχε παρασχεθεί η δυνατότητα στις ως άνω επιχειρήσεις να αναπροσαρμόζουν ετησίως την αναπόσβεστη αξία των ιδιοχρησιμοποιουμένων ακινήτων στην αντικειμενική τους αξία στους ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30.12.2002. Ολόκληρο το ποσό της υπεραξίας που προέκυπτε από την αναπροσαρμογή δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών, αλλά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 2% στο όνομα του νομικού προσώπου.

Έτσι, για τις επιχειρήσεις που εφήρμοσαν τις διατάξεις αυτές, με τις νέες διατάξεις του άρθρου 15 του νόμου αυτού προβλέπεται περαιτέρω η αναπροσαρμογή της αντικειμενικής αξίας στην εύλογη αξία στους ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30.12.2003.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι για όλες τις επιχειρήσεις ολόκληρο το ποσό ή μέρος της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή στην εύλογη αξία, ανεξάρτητα αν έχουν προβεί προηγουμένως σε αναπροσαρμογή των ακινήτων τους στην αντικειμενική αξία, μπορεί να μεταφερθεί σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού και δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών, προκειμένου προσδιορισμού των φορολογητέων κερδών τους, αλλά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 2% στο όνομα του νομικού προσώπου. Εν όψει των ανωτέρω για λόγους ίσης φορολογικής μεταχείρισης και ενιαίας αντιμετώπισης της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων τους στην εύλογη αξία, γίνεται δεκτό ότι ολόκληρο το ποσό της υπεραξίας δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών για τον προσδιορισμό των φορολογητέων τους κερδών και φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 2% στο όνομα του νομικού προσώπου.

Το ποσό αυτό της υπεραξίας (ολόκληρο ή μέρος αυτού) μπορεί η επιχείρηση να μεταφέρει απευθείας σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού, ο οποίος λειτουργεί με προορισμό το συμψηφισμό της ζημίας που προκύπτει από την αποτίμηση μετοχών ανωνύμων εταιριών, ομολογιών και λοιπών χρεογράφων, καθώς και μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δεν έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. Η αποτίμηση δε αυτή, προκειμένου για το συμψηφισμό, γίνεται όπως ορίζεται σχετικά στις διατάξεις της περ. β’ τη ς παρ. 6 του άρθρου 43 του κ.ν. 2190/ 1920, όπως ισχύει, δηλαδή στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή κτήσεως και τρέχουσας.

Ο φόρος 2% που επιβάλλεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 107 του ν. 2238/ 1994 (ως το συνημμένο υπόδειγμα), μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση. Επομένως, οι ανώνυμες εταιρίες που θα προβούν σε αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων τους (κτιρίων ή γηπέδων) με 31.12.2003 και η έγκριση ισολογισμού γίνει στις 30 lουνίου 2004, θα πρέπει να αποδώσουν τον οφειλόμενο φόρο μέχρι 15 lουλίου 2004. Σε περίπτωση που πριν από την έκδοση της παρούσας, έχει αποδοθεί φόρος 2% μόνο για το μέρος της υπεραξίας που θα πήγαινε σε αποθεματικό, γίνεται δεκτό, ότι οι εταιρίες αυτές μπορούν να αποδώσουν τη διαφορά του οφειλόμενου φόρου χωρίς προσαυξήσεις, εφόσον υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση μέχρι τις 31 Μαΐου 20ό4. Ο φόρος δε αυτός δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται, ότι αν η πιο πάνω υπεραξία, η οποία προέρχεται αποκλειστικά από την αναπροσαρμογή της αναπόσβεστης αξίας των κτιρίων και των εγκαταστάσεων, κεφαλαιοποιηθεί, αυτή φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο όνομα της εταιρίας. Με τη φορολόγηση αυτή, εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου και των μετόχων αυτού. Ο φόρος αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 107 του ν. 2238/1994, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση και δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της.

Για την αποφυγή της διπλής φορολογίας μέρους του ίδιου εισοδήματος, με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι από το φόρο (10%) που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, εκπίπτει ο φόρος 2% που έχει ήδη καταβληθεί σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και αvτιστoιχεί στο ποσό της υπεραξίας που κεφαλαιοποιείται.

Όλα όσα αναφέρονται στην παράγραφο αυτή δεν εφαρμόζovται σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης του ποσού της υπεραξίας που προκύπτει αποκλειστικά από την αναπροσαρμογή της αξίας των εδαφικών εκτάσεων, αφού κατά ρητή διατύπωση του νόμου, στην περίπτωση αυτή δεν οφείλεται φόρος εισοδήματος.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται, ότι σε περίπτωση που το σχηματισθέν σύμφωνα με τα πιο πάνω αποθεματικό διανεμηθεί, θα φορολογηθεί με βάση τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος. Από τον αναλογούντα δε φόρο εισοδήματος θα εκπεσθεί ο φόρος 2% που έχει ήδη καταβληθεί και αντιστοιχεί στο ποσό της υπεραξίας που διανέμεται,. καθόσον σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε επιβολή διπλής φορολογίας.

Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του ν. 2523/1997, αναφορικά με τις κυρώσεις κατά την παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας. και του άρθρου 113 του ν. 2238/1994 αναφορικά με τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, θα έχουν ισχύ τόσο κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, όσο και αυτών των προηγούμενων παραγράφων.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι σε περίπτωση που η υπεραξία των κτιρίων ή εγκαταστάσεων (ή μέρος αυτής) δεν έχει κεφαλαιοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, οι αποσβέσεις που αναλογούν στο μέρος της υπόψη υπεραξίας που υπερβαίνει την αξία, η οποία προκύπτει με βάση τις διατάξεις του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων προκειμένου για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματός τους. Αντίθετα, αν η υπεραξία αναπροσαρμογής έχει κεφαλαιοποιηθεί, οι αποσβέσεις που αναλογούν στο μέρος της υπεραξίας που κεφαλαιοποιήθηκε, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και στα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την ασφαλιστική τοποθέτηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

6. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου β του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι σε περίπτωση πώλησης ακινήτου του οποίου η αναπόσβεστη αξία ή η αξία κτήσης, κατά περίπτωση, έχει αναπροσαρμοσθεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ως αξία πώλησης, για την εφαρμογή των διατάξεων της περ. η’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/ 1994, δεν μπορεί να ληφθεί μικρότερη από αυτή που προέκυψε μετά την πιο πάνω αναπροσαρμογή. Επομένως, η ζημία που προκύπτει από ενδεχόμενη πώληση του πιο πάνω ακινήτου δεν αναγνωρίζεται φορολογικά.

Άρθρο 27

Διεύρυνση δικαιωμάτων Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών

Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, προστέθηκε στις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παραγράφου 18 του άρθρου 18α του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) περίπτωση στ’, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα από 10.02.2004 στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, να ρυθμίζει με αποφάσεις του θέματα εναρμόνισης των όρων που επιβάλλονται για την έκδοση στοιχείων της 8ης Οδηγίας (77/388/ΕΟΚ).

Ειδικότερα παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών να επιτρέπει την έκδοση απλοποιημένων τιμολογίων για παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας στις εξής περιπτώσεις:

α) όταν το ποσό του τιμολογίου είναι ασήμαντο και μέχρι 300 ευρώ ή

β) όταν οι εμπορικές ή διοικητικές πρακτικές του συγκεκριμένου τομέα δραστηριότητας ή οι τεχνικές συνθήκες της έκδοσης των τιμολογίων αυτών καθιστούν δυσχερή την τήρηση όλων των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3β’ της 6ης Οδηγίας.

Η απλούστευση που παρέχεται με τις υπόψη διατάξεις, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αφορά συναλλαγές που καλύπτονται από την παράγραφο 4 στοιχείο γ΄ του άρθρου 22 της ίδιας Οδηγίας.

Άρθρο 32

Φορολογία μεταβιβαζομένων αυτοκινήτων ΔΧ, φορολογία φορτηγών αυτοκινήτων ΔΧ, δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά, κλπ.

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του κοινοποιούμενου νόμου παρατάθηκε έως τις 3112200β από τότε που έληξε η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998, οι οποίες ίσχυαν μετά την παράτασή τους με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 39 του ν. 2873/2000 μέχρι 31/12/2003.

Υπενθυμίζεται ότι με βάση το άρθρο αυτό καταβάλλεται εφάπαξ πάγιο ποσό φόρου, πριν από κάθε μεταβίβαση αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης με την άδεια κυκλοφορίας αυτού από επαχθή αιτία και συγκεκριμένα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού για την άδεια κυκλοφορίας και με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού για τη μεταβίβαση του οχήματος.

Τα πάγια αυτά ποσά φόρων βαρύνουν τον πωλητή και καταβάλλονται από αυτόν πριν από τη μεταβίβαση εφάπαξ με την υποβολή σχετικής δήλωσης, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του, σε τέσσερα (4) αντίτυπα τα οποία έχουν υπογραφεί από όλους τους συμβαλλόμενους.

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια ισχύος αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 2238/1994 και του δεύτερου και επόμενου αυτού εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. δ/τος 1146/1976 και με την επιβολή του σχετικού εφάπαξ ποσού φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το υπερτίμημα που προκύπτει κατά τις μεταβιβάσεις αυτές.

Τα προαναφερόμενα ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις μεταβίβασης Δ.Χ. οχήματος ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρεί η επιχείρηση της οποίας αυτό είναι πάγιο στοιχείο.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του κοινοποιούμενου νόμου θεσπίζεται απαλλαγή από την καταβολή του εφάπαξ πάγιου ποσού φόρου που προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις για το όχημα αλλά και για την άδεια κυκλοφορίας αυτού, στην περίπτωση ανταλλαγής ποσοστών συνιδιοκτησίας που πραγματοποιείται μεταξύ των εκμεταλλευτών οχημάτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ, λεωφορείων, φορτηγών κλπ.). Για παράδειγμα έστω ότι ο Α και ο Β είναι συνιδιοκτήτες κατά 50% σε δύο διαφορετικά λεωφορεία τουριστικά τα Χ και Ψ. Εάν ο Α ανταλλάξει το ποσοστό συμμετοχής (50%) του λεωφορείου Χ με το ποσοστό του Β (50%) στο λεωφορείο Ψ, η πράξη αυτή απαλλάσσεται της εφάπαξ καταβολής του πάγιου ποσού φόρου.

Σε άλλη περίπτωση έστω ότι ο Α έχει το 100% ενός ταξί Χ και ο Β το 100% ενός ταξί (Ψ), ο Β ανταλλάσσει το 50% του Ψ Ταξί με το 50% του Χ ταξί του Α, η πράξη αυτή απαλλάσσεται της εφάπαξ καταβολής του πάγιου ποσού φόρου για το όχημα και την άδεια του.

Τα προαναφερόμενα ισχύουν από 1012/2004 και για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών υποβάλλονται οι σχετικές δηλώσεις στη δημόσια οικονομική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του ενός από τους δύο (πωλητές). Ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ παραλαμβάνει και τις δύο δηλώσεις και δίνει τα προβλεπόμενα αντίγραφα στους ενδιαφερόμενους, στη συνέχεια καταχωρεί αυτήν για την οποία είναι αρμόδιος και την άλλη τη διαβιβάζει αρμοδίως για καταχώρηση στη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον άλλον συμβαλλόμενο.

Για τις ανταλλαγές που έγιναν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή από 1012/2004 και μετά και έχουν καταβληθεί σχετικοί φόροι, με αίτηση του ενδιαφερόμενου επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθέντες.

3. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του νόμου αυτού προβλέπεται μείωση των ποσών φόρου που επιβάλλονται για την άδεια και το όχημα αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ, φορτηγά, λεωφορεία) κατά τη μεταβίβασή τους σε συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού, όπως οι κατηγορίες αυτής της συγγένειας προσδιορίζονται στο άρθρο 29 του ν. 2961/2001. Οι κατηγορίες αυτές είναι οι ακόλουθες:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α’

α) Ο, η σύζυγος του μεταβιβάζοντα β) κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκούσια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέων), γ) ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού (γονείς).

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β΄

Οι κατιόντες δεύτερου (εγγονοί) και επόμενων βαθμών, β) ανιόντες δεύτερου (παππούς, γιαγιά) και επόμενων βαθμών, γ) εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) αδελφούς (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), στ) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου (ανεψιοί), ζ) πατριούς και μητριές, η) τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, θ) τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπρούς νύφες) και ι) ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθερό πεθερά).

Τα ποσοστά μείωσης του φόρου αυτού είναι πενήντα τοις εκατό (50%) για τους συγγενείς της πρώτης κατηγορίας και εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) για τους συγγενείς της δεύτερης κατηγορίας. Για την απόδειξη της συγγένειας αυτής, μαζί με την προβλεπόμενη δήλωση συνυποβάλλεται και το σχετικό πιστοποιητικό του Δήμου.

Για τις μεταβιβάσεις που έγιναν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δηλαδή από 1012/2004 και μετά και έχουν καταβληθεί σχετικά ποσά φόρου, με αίτηση του ενδιαφερόμενου επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.

4. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του νόμου αυτού, στην περίπτωση β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο.

Με τις νέες διατάξεις παρατείνεται και για τη χρήση 2004 η φορολόγηση των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης με τα κατ’ αποκοπή ποσά φόρου, που ίσχυαν για τη χρήση 2003, τα ποσά δηλαδή του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. προσαυξημένα κατά ποσοστά οκτώ τοις εκατό (8%). Ο λογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος των επιχειρήσεων αυτών θα γίνει από την επόμενη χρήση 2005.

5. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, προβλέπεται από 1.1.2004 η ένταξη στη δεύτερη κατηγορία τήρησης βιβλίων ανεξαρτήτως ύψους ακαθαρίστων εσόδων, των πρατηριούχων χονδρικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων. Διευκρινίζεται ότι η δυνατότητα αυτή αφορά και εκείνους που εμπορεύονται παράλληλα σπίρτα, αναπτήρες και τσιγαρόχαρτα (κατ’ εφαρμογή των εγκυκλίων μας ΠΟΛ.1028/1993 και ΠΟΛ.1116/1997).

Στο τηλεγράφημα μας 1018639/150/ 132004, με το οποίο δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, δόθηκε η δυνατότητα εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης μεταβολής, μέχρι την 15η Μαρτίου 2004 για την τήρηση βιβλίων Β΄ κατηγορίας από 1.1.2004 αντί Γ’ κατηγορίας και ενημέρωσης του βιβλίου εσόδων εξόδων αναδρομικά μέχρι την ημερομηνία αυτή με τις πράξεις του μηνός Ιανουαρίου 2004.

6. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού παρασχέθηκε η δυνατότητα προαιρετικής αποτίμησης μόνο για τη διαχειριστική περίοδο που έληξε την 31.12.2003, των μετοχών των ανωνύμων εταιριών που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και των συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δεν έχουν την μορφή της ανώνυμης εταιρίας, στην τιμή κτήσης τους.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού παρατείνεται για τέσσερα (4) χρόνια, δηλαδή μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2008, η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994, η οποία έληγε στις 31.12.2004 με βάση τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3156/ 2003. Η παράταση αυτή ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου αυτής.

Συνεπώς, οι επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων, εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων, μηνιαίων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών εφημερίδων και περιοδικών γενικά (περ. γ’) και οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας τηλεόρασης (περ. δ’), μπορούν να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους, για τέσσερις (4) ακόμη χρήσεις, δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις ίδιες διατάξεις.