ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ
Κοινοποίηση διατάξεων του ν. 3229/2004.
(Α.Υ.Ο. 1019103/1068/142/Β0014/ΠΟΛ. 1020/1.3.2004)Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 3229/04 (ΦΕΚ 38 Α/10.2.2004), οι οποίες έχουν ως εξής
[2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Ν.2873/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
” Οι διατάξεις της πιο πάνω περίπτωσης ισχύουν από 1.1.2001.”]
Σημειώνεται ότι, η παραπάνω τροποποίηση έγινε ύστερα από σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία παρατείνεται η εφαρμογή του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ στις υπηρεσίες εντάσεως εργασίας. Ειδικότερα, παρατείνεται ο χρόνος εφαρμογής του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ (8%) στις υπηρεσίες των παραγράφων 14 και 15 του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000). Υπενθυμίζουμε ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι:
• Επιδιορθώσεις και μετατροπές ενδυμάτων και υφασμάτινων ειδών οικιακής χρήσης
• Παροχή υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας, παιδιών, ηλικιωμένων, ασθενών και ατόμων με ειδικές ανάγκες γενικά.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3229/2004
Εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, εποπτεία και έλεγχος τυχερών παιχνιδιών, εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και άλλες διατάξεις.
(ΦΕΚ 38 τ. Α΄/10.2.2004)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 1
Σύσταση
Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης” (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) και με έδρα την Αθήνα, το οποίο εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 2
Σκοπός
1. Σκοπός της Επιτροπής είναι η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα και των υποκαταστημάτων τους στο εξωτερικό, καθώς και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ιδίως ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων περί περιθωρίου φερεγγυότητας, τεχνικών αποθεματικών και η γενικότερη αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης, των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων και των προοπτικών βιωσιμότητας των εποπτευόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και ο έλεγχος της εφαρμογής στον ασφαλιστικό τομέα των διατάξεων περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
2. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις περιλαμβάνονται και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Άρθρο 3
Αρμοδιότητες
1. Προς εκπλήρωση του σκοπού της η Επιτροπή έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Χορηγεί και ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση. Οι αποφάσεις για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Δελτίο Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Με αποφάσεις της Επιτροπής μπορεί να εξειδικεύονται τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία κριτήρια χορήγησης των αδειών αυτών, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της.
β) Εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας, καθώς και τη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιριών έως και την εκκαθάρισή τους, ασκώντας όλες τις εποπτικές αρμοδιότητες του Υπουργείου Ανάπτυξης, όπως προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και ιδίως στα άρθρα 3,6 παρ. 3, 6α, 6β, 6γ, 7, 8, 9, 10,11, 12α, 13γ, 15, 15α, 17α, 17γ, 19, 20, 24, 24α, 35, 36, 37, 42, 42β,42γ, 42δ, 55, 57, 58 και 59 του Ν.Δ. 400/ 1970 (ΦΕΚ 10 Α΄).
γ) Ρυθμίζει με κανονιστικές πράξεις κάθε ειδικότερο αντικείμενο για την εκπλήρωση του σκοπού της και εν γένει για την εφαρμογή του νόμου αυτού. Όπου παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση για ρύθμιση θεμάτων εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων με υπουργικές αποφάσεις, τα θέματα αυτά ρυθμίζονται εφεξής με πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα ή, ανάλογα με τη φύση τους, με αποφάσεις ατομικού περιεχομένου της Επιτροπής. Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις της Επιτροπής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
δ) Επεξεργάζεται και εισηγείται προς τον εποπτεύοντα Υπουργό και τον Υπουργό Ανάπτυξης και γνωμοδοτεί προς αυτούς, εφόσον της ζητηθεί, για την τροποποίηση και συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης.
ε) Καθορίζει το περιεχόμενο της εποπτείας των δια μεσολαβούντων προσώπων στις ασφαλίσεις, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος, την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών στοιχείων αναγκαίων για την άσκηση της εποπτείας.
στ) Καθορίζει με αποφάσεις της τις περιπτώσεις επιβολής τακτικών ή έκτακτων ελέγχων, τη διαδικασία και τα όργανα διεξαγωγής των ελέγχων αυτών και δύναται να υποχρεώνει τις ελεγχόμενες ασφαλιστικές εταιρίες και τους διαμεσολαβούντες να υποβάλλουν, περιοδικά ή κατά περίπτωση, σε αυτήν ή στα όργανα ελέγχου, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου.
ζ) Επιβάλλει τα προβλεπόμενα από την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και λοιπές διοικητικές κυρώσεις.
η) Συνεργάζεται με άλλες αρχές για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα, καθώς και με την Επιτροπή Ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά ζητήματα εντοπισμού κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης ή εναρμονισμένων πρακτικών. Συνεργάζεται επίσης με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές άλλων κρατών –μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. και ανταλλάσσει με αυτές κάθε έγγραφο και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση της εποπτείας, καθώς και με την Ε.Λ.Τ.Ε. σε ό,τι αφορά θέματα ποιότητας λογιστικών ελέγχων των εποπτευομένων.
θ) Αποφασίζει περί της καταλληλότητας των μετόχων ή προσώπων τα οποία σκοπεύουν να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα.
ι) Συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση πεπραγμένων που υποβάλλει μέσα σε ένα τρίμηνο από τη λήξη του έτους στον Πρόεδρο της Βουλής, τον εποπτεύοντα Υπουργό και τον Υπουργό Ανάπτυξης.
κ) Μπορεί να επιβάλλει στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, περιλαβανομένου και του μέτρου υπαγωγής της επιχείρησης υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.
2. Με πράξεις της Επιτροπής, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου.
3. Η κατά τις κείμενες διατάξεις ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από μηνυτήρια αναφορά της Επιτροπής ή αυτεπαγγέλτως.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 50 του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α) εφαρμόζονται ανάλογα στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τον Γενικό Διευθυντή και στα πρόσωπα που με οποιονδήποτε τρόπο ασκούν ή άσκησαν δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής.
5. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής οι εποπτικές, λειτουργικές, ελεγκτικές, νομικές και ερευνητικές δραστηριότητες αυτής θα ασκούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η διαπίστωση του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Επιτροπής γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.
6. Η περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 51 του Ν. 1892/1990 (ΕΚ 106 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
“β. Τα κάθε είδους Ν.Π.Δ.Δ., εξαιρουμένων των Χρηματιστηρίων Αξιών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης, είτε αυτά αποτελούν οργανισμούς κατά τόπο είτε καθ’ ύλη Αιτοδιοίκησης.”
Άρθρο 4
΄Οργανα διοίκησης
Τα όργανα διοίκησης της Επιτροπής είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Γενικός Διευθυντής.
Άρθρο 5
Διοικητικό Συμβούλιο
1. Η Επιτροπή διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) που είναι το ανώτατο όργανό της και απαρτίζεται από:
α) τον Πρόεδρο, β) έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος υποδεικνυόμενο από αυτήν,
γ) έναν αναλογιστή εκπρόσωπο της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος υποδεικνυόμενο από αυτήν,
δ) έναν εκπρόσωπο τού Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών,
ε) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Ανάπτυξης υποδεικνυόμενο από τον Υπουργό Ανάπτυξης,
στ) έναν εμπειρογνώμονα,
ζ) έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών, που ορίζεται από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών.
Τα υπό α’, δ’ και στ’ μέλη επιλέγονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Ο Υπουργός ορίζει ένα από τα μέλη ως Αντιπρόεδρο, ο οποίος είναι ο νόμιμος αναπληρωτής του Προέδρου.
2. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. πρέπει να είναι πρόσωπα καταξιωμένα και αναγνωρισμένα στην οικονομική και επιστημονική ζωή του τόπου ή της δημόσιας διοίκησης. Τα μέλη του πρέπει να είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και να διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα της ιδιωτικής ασφάλισης και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών γενικότερα, ώστε να συμβάλλουν με αυτές αποτελεσματικά στην επίτευξη των σκοπών της Επιτροπής.
3. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά πέντε μέλη του Δ.Σ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για θητεία τεσσάρων ετών. Ο Πρόεδρος μπορεί να αναδιορίζεται για μια δεύτερη το πολύ θητεία. Τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να αναδιορίζονται χωρίς περιορισμό θητειών.
4. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου παρίσταται και ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής με δικαίωμα γνώμης χωρίς ψήφο.
5. Οι αποδοχές του Προέδρου, καθώς και οι αμοιβές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζονται από τον εποπτεύοντα Υπουργό κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
6. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 υπό στοιχεία β’, γ και ε’ φορείς οφείλουν, μέσα σε ένα μήνα αφότου λάβουν το σχετικό έγγραφο του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, να ορίσουν τα προβλεπόμενα τακτικά μέλη. Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας ή διαφωνίας των οικείων φορέων που δεν επιτρέπει τη διαπίστωση της επικρατούσας βούλησής τους, ο διορισμός των μελών από τους αντίστοιχους φορείς γίνεται από τον Υπουργό.
7. Ο Πρόεδρος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη, ή να συμμετέχει στην ίδρυση ή στο μετοχικό κεφάλαιο ή σε διοικητικό όργανο επιχείρησης που τελεί υπό τον κατά νόμο έλεγχο της Επιτροπής ή συνδεδεμένης με αυτή εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 42ε του Κ.Ν. 2190/1920. Η απαγόρευση της συμμετοχής ισχύει και για τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. που δεν εκπροσωπούν φορείς. Σε περίπτωση παράβασης, ανεξαρτήτως πειθαρχικών ή ποινικών κυρώσεων, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών παύει τον παραβάτη. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. που δεν εκπροσωπούν φορείς δεν επιτρέπεται κατά τα τρία επόμενα έτη από τη λήξη της θητείας τους να παρέχουν υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες κατά την παραπάνω έννοια.
8. Αν για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί θέση μέλους κατά τη διάρκεια της θητείας του Δ.Σ., διορίζεται με την ίδια διαδικασία νέο μέλος για το χρόνο μέχρι τη λήξη της θητείας των λοιπών μελών. Σε περίπτωση κενώσεως περισσότερων θέσεων και μέχρι να διορισθούν νέα μέλη, το Δ.Σ. εξακολουθεί να λειτουργεί νόμιμα, εφόσον παραμένουν τουλάχιστον πέντε από τα ορισθέντα μέλη του, συμπεριλαμβανομένου σε αυτά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου.
9. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να παύσει τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο ή άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής με απόφασή του, αν κατά τη διάρκεια της θητείας του συντρέξει σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα ή καταδίκη για αδίκημα που αποτελεί κώλυμα διορισμού σε δημόσια θέση ή σε περίπτωση απουσίας του από τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. χωρίς αποχρώντα λόγο επί τέσσερις συνεχείς συνεδριάσεις ή επί οκτώ συνολικά μέσα στο ίδιο έτος.
10. Το Δ.Σ. συνεδριάζει έγκυρα, εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως πέντε τουλάχιστον μέλη, μεταξύ των οποίων πρέπει να είναι υποχρεωτικά ο Πρόεδρος ή, όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται, ο Αντιπρόεδρος. Οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Χρέη Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της Επιτροπής που ορίζεται από τον Πρόεδρο.
11. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο για θέματα που αφορούν φυσικά πρόσωπα με τα οποία είναι σύζυγοι ή συγγενείς μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία τελούν σε σχέση εργασίας, εντολής ή άλλη παρόμοια ή στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα. Η παράβαση του προηγούμενου εδαφίου δεν επιφέρει ακυρότητα της απόφασης, αλλά συνεπάγεται πειθαρχική και ενδεχομένως ποινική ευθύνη του παραβάτη, ο δε εποπτεύων Υπουργός μπορεί, ανεξαρτήτως των προηγουμένων, να παύσει το μέλος αυτό.
Άρθρο 6
Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Δ.Σ. αποτελεί το ανώτατο όργανο της διοίκησης και διαχείρισης των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής και ασκεί κάθε εξουσία που απορρέει από το νόμο αυτόν και τους σκοπούς του. lδίως:
α) Ασκεί τις αρμοδιότητες του άρθρου 3.
β) Αποφασίζει για τη διενέργεια προμηθειών και αναθέσεων έργου, για την κατάρτιση του σχετικού κανονισμού, για τη σύσταση της Επιτροπής Παραλαβής, καθώς και για τον τρόπο διαχείρισης των πάσης φύσεως εσόδων και εξόδων και γενικά για όλα τα θέματα, για τα οποία απαιτείται απόφασή του κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού ή άλλων ειδικών νόμων.
γ) Επιλέγει με απόφασή του τον Γενικό Διευθυντή.
δ) Τοποθετεί το προσωπικό σε συγκεκριμένες θέσεις.
ε) Αναθέτει με σύμβαση έργου, μετά από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, σε οργανισμούς, ειδικούς επιστήμονες ή και νομικά πρόσωπα τη διεξαγωγή ερευνών, μελετών και εργασιών, οι οποίες έχουν σχέση με την εκπλήρωση του σκοπού της Επιτροπής.
στ) Εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό και απολογισμό της Επιτροπής, καθώς και τις αναγκαίες τροποποιήσεις τους και τους υποβάλλει προς περαιτέρω έγκριση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
ζ) Εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής στο πλαίσιο του νόμου αυτού και του Οργανισμού. Ο εσωτερικός κανονισμός περιλαμβάνει και σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Τον εσωτερικό κανονισμό εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
η) Εγκρίνει τις μετακινήσεις του Προέδρου και των μελών του Δ.Σ., καθώς και του προσωπικού της Επιτροπής εντός και εκτός της χώρας. Για τις αποζημιώσεις των μετακινήσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τις μετακινήσεις των δημοσίων υπαλλήλων.
2. Το Δ.Σ. μπορεί να αναθέτει με απόφασή του την άσκηση συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων για ορισμένο χρόνο σε ένα από τα μέλη του ή στον Γενικό Διευθυντή .
Άρθρο 7
Αρμοδιότητες Προέδρου
1. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. ή, εφόσον αυτός κωλύεται, ο Αντιπρόεδρος εκπροσωπεί την Επιτροπή δικαστικώς και εξωδίκως. Με απόφαση του Δ.Σ. μπορεί να ανατίθεται η εκπροσώπηση της Επιτροπής για ειδικά θέματα σε άλλο πρόσωπο.
2. Ο Πρόεδρος έχει τη γενική εποπτεία της λειτουργίας της Επιτροπής και προεδρεύει του Δ.Σ., το οποίο συγκαλεί όποτε είναι αναγκαίο και τουλάχιστον δύο φορές κάθε μήνα για τη λήψη αποφάσεων επί των θεμάτων της αρμοδιότητάς του. Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος ορίζει και τον τόπο και την ώρα της συνεδρίασης. Μπορεί όμως να καταρτίζεται και από τον Αvτιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο, εφόσον υπάρχει ειδική έγγραφη εντολή του Προέδρου προς τούτο.
Άρθρο 8
Γενικός Διευθυντής
1. Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής πρέπει να έχει πτυχίο Α.Ε.Ι. και ειδικές γνώσεις σε θέματα ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και πενταετή τουλάχιστον εμπειρία σε θέσεις συναφείς προς το αντικείμενο της Επιτροπής, συνεκτιμωμένης της κατοχής συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών.
2. Ο Γενικός Διευθυντής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και προσλαμβάνεται με σύμβαση έμμισθης εντολής πενταετούς διάρκειας, ύστερα από πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος, που δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες. Με τη σύμβαση αυτή καθορίζονται και οι αποδοχές του, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Η σύμβαση μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια κάθε φορά διάρκεια. Η παράγραφος 7 του άρθρου 5 εφαρμόζεται αναλόγως και για τον Γενικό Διευθυντή.
3. Οι αρμοδιότητές του Γενικού Διευθυντή είναι οι ακόλουθες:
α) Μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ.
β) Έχει τη διοικητική διεύθυνση της Επιτροπής.
γ) Εισηγείται στο Δ.Σ. εκτός από τις περιπτώσεις όπου το Δ.Σ. ορίζει άλλον εισηγητή.
δ) Προΐσταται των υπηρεσιών και του απασχολούμενου προσωπικού της Επιτροπής και μεριμνά για την ομαλή και αποδοτική λειτουργία τους.
ε) Συντάσσει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό της Επιτροπής και τους υποβάλλει προς έγκριση στο Δ.Σ..
στ) Ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται γι’ αυτόν από το νόμο αυτόν ή του ανατίθενται με απόφαση του Δ.Σ.
Άρθρο 9
Πόροι
1. Η Επιτροπή έχει τους εξής πόρους: α) Εισφορά των εποπτευόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί της ετήσιας συνολικής παραγωγής καθαρών ασφαλίστρων. Η εισφορά δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό ένα τοις χιλίοις επί της ετήσιας παραγωγής ασφαλίστρων. Με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού, μετά από εισήγηση του Δ.Σ της Επιτροπής, καθορίζονται η εισφορά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
β) Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή και κάθε άλλο συναφές έσοδο, τα οποία εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
γ) Επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που καθορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, εφόσον οι λοιποί πόροι δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών της Επιτροπής.
2. Αν οι πόροι επαρκούν για την κάλυψη του προϋπολογισμού της Επιτροπής, το προκύπτον πλεόνασμα κατά την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους χρησιμοποιείται προς κάλυψη του προϋπολογισμού του επόμενου έτους.
Άρθρο 10
Οργανισμός της Επιτροπής
1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Ανάπτυξης, μέσα σε έξι μήνες από την ισχύ του νόμου αυτού και αποτελεί τον Οργανισμό της Επιτροπής, ρυθμίζονται οι βασικοί κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής, περιλαμβανομένων των πειθαρχικών κανόνων που διέπουν τα μέλη του Δ.Σ. και τους υπαλλήλους της, ο αριθμός, οι οργανικές θέσεις και τα προσόντα του προσωπικού της, η υπηρεσιακή κατάσταση των ανωτέρω, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών, η διαδικασία μετάταξης και απόσπασης κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων και κάθε θέμα που είναι αναγκαίο για την οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής. Εξειδίκευση των κανόνων αυτών μπορεί να περιέχεται στον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής.
2. Η πρόσληψη και η αμοιβή του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων γίνονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων περί προσλήψεων και αμοιβών στο δημόσιο τομέα, με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής εγκρινόμενη από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Το προσωπικό της Επιτροπής μπορεί να προέρχεται εν μέρει από μετάταξη ή απόσπαση από το προσωπικό της ήδη υπάρχουσας Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Αναλογιστικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά προτεραιότητα, από άλλα Υπουργεία, Ν.Π.Δ.Δ. ή δημόσιους οργανισμούς.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ της Επιτροπής, μπορεί να προβλεφθεί η χορήγηση ειδικού μηνιαίου επιδόματος εξειδικευμένων υπηρεσιών στους τακτικούς, πλην του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, υπαλλήλους της Επιτροπής, καθώς και στους υπαλλήλους που αποσπώνται ή μετατάσσονται σε αυτήν κατά την προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 11
Οικονομικός έλεγχος Προϋπολογισμός Απολογισμός
1. Ο οικονομικός έλεγχος της Επιτροπής ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και περιλαμβάνει την έγκριση του προϋπολογισμού και του απολογισμού, καθώς και την άσκηση διαχειριστικού ελέγχου.
2. Κάθε χρόνο γίνεται έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής για τον προηγούμενο χρόνο από δύο ορκωτούς λογιστές, που ορίζονται από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών μετά από σχετική αίτηση της Επιτροπής. Το πόρισμα του ελέγχου κοινοποιείται στον εποπτεύοντα Υπουργό μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή του στην Επιτροπή. Ο Υπουργός μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει έκτακτο έλεγχο οικονομικής διαχείρισης. Οι δαπάνες των ελέγχων βαρύνουν την Επιτροπή.
3. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Δύο μήνες πριν από την έναρξη κάθε έτους συντάσσεται ο προϋπολογισμός του επόμενου οικονομικού έτους και μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξή του συντάσσεται ο απολογισμός του προηγούμενου οικονομικού έτους. Ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός συντάσσονται από τον Γενικό Διευθυντή, εγκρίνονται από το Δ.Σ. και στη συνέχεια υποβάλλονται προς έγκριση στον εποπτεύοντα Υπουργό.
4. Για κάθε πίστωση που δεν προβλέπεται στον αρχικό προϋπολογισμό, καθώς και για κάθε τροποποίηση αυτού και του απολογισμού απαιτείται απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής και έγκριση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 12
Προμήθειες Αναθέσεις έργου
1. Προμήθειες ή αναθέσεις έργου διενεργούνται με απόφαση του Δ.Σ της Επιτροπής ή του Γενικού Διευθυντή της, ύστερα από εξουσιοδότηση του Δ.Σ, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού προμηθειών και ανάθεσης έργου, τον οποίο καταρτίζει και εγκρίνει το Δ.Σ, στα πλαίσια των κειμένων διατάξεων περί προμηθειών και αναθέσεων έργου.
2. Οι προμήθειες, εκτελέσεις έργου, εκτυπώσεις εντύπων και κάθε συναφής δραστηριότητα διεξάγονται και οι παραλαβές διενεργούνται από Επιτροπή Προμηθειών, η οποία συνιστάται με απόφαση του Δ.Σ. στην αρχή κάθε οικονομικού έτους και αποτελείται από τρεις υπαλλήλους της Επιτροπής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛOΓlΣTlKΩN ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 13
Στον Κ.Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιρειών” προστίθεται Κεφάλαιο 15, ως εξής:
“ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
ΔΙΕΘΝΗ ΛOΓlΣTIΚA ΠΡΟΤΥΠΑ (Δ.Λ.Π.)
ΑΡΘΡΟ 134
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛOΓlΣTΙΚΩN ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Οι ανώνυμες εταιρείες, των οποίων μετοχές ή άλλες κινητές αξίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, συντάσσουν Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης lουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 243) και των Κανονισμών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού. Επιπλέον, οι μητρικές εταιρείες συντάσσουν Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις και Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα Πρότυπα που προαναφέρονται. Η υποχρέωση αυτή εκτείνεται: α) για οποιεσδήποτε άλλες περιοδικές οικονομικές καταστάσεις, που η δημοσίευσή τους είναι υποχρεωτική από διάταξη νόμου και β) για τις Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις των συνδεδεμένων, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε, με τη μητρική εταιρεία επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή εκτός Ελλάδος εφόσον από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
2. Οι μη εισηγμένες και μη συνδεδεμένες με αυτές ανώνυμες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης μπορούν να συντάσσουν τις προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η εφαρμογή των Προτύπων αυτών έχει εγκριθεί από Γενική Συνέλευση των μετόχων ή εταίρων της εταιρείας με απόφαση, που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και2 του άρθρου 29 και της παραγράφου 1 του άρθρου 31 ή του άρθρου 13 του Ν. 3190/1955 (ΦΕΚ 91/9Α/16.4.55), αντίστοιχα, και υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα προβλέπει την εφαρμογή των Προτύπων για τουλάχιστον πέντε (5) συνεχόμενες χρήσεις. Αν δεν προσδιορίζεται ο χρόνος εφαρμογής των Προτύπων, η σχετική απόφαση θα ισχύει μέχρι ανακλήσεώς της, η οποία όμως δεν μπορεί να γίνει προ της παρέλευσης της πενταετίας. Η προαιρετική επιλογή της υιοθέτησης των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από μητρική εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα αυτόματα συνεπάγεται την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από όλες τις συνδεδεμένες, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε, με τη μητρική εταιρεία επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή εκτός Ελλάδος, εφόσον από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
ΑΡΘΡΟ 135
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΛOΓlΣTIΚA ΠΡΟΤΥΠΑ ΟIΚΟΝΟΜIΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
1. Οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και οι Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις των ανωνύμων εταιρειών, καθώς και η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου και το Πιστοποιητικό Ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 43β, είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησής τους, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την τροποποίηση:
α. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και ανακοίνωση περί της καταχώρησής τους δημοσιεύεται, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της εταιρείας, στο τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως,
β. αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι προσπελάσιμος στο ευρύ κοινό και παραμένουν πρoσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους και
γ. εφόσον πρόκειται για εταιρείες με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστά σεις και οι Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, καθώς η Έκθεση του Διαχειριστή ή των Διαχειριστών και το Πιστοποιητικό Ελέγχου του άρθρου 23 του Ν. 3190/1955, είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησής τους, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την τροποποίηση:
α. καταχωρούνται στο Μητρώο Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, που τηρείται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία και ανακοίνωση περί της καταχώρησής τους δημοσιεύεται, με επιμέλεια του διαχειριστή ή των διαχειριστών και με δαπάνες της εταιρείας, στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και
β. αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι πρoσπελάσιμος στο ευρύ κοινό, και παραμένουν προσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο (2) τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους.
3. Στη δημοσιότητα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υποβάλλονται και οι Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις και οι Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, που προβλέπονται από το Π.Δ. 360/1985 (ΦΕΚ 129 Α’). Με τις Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις και τις Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του δεύτερου τριμήνου της χρήσεως, στην ως άνω δημοσιότητα υποβάλλεται και το Πιστοποιητικό Επισκόπησης των τακτικών Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών της συντάκτριας εταιρείας. Το περιεχόμενο και η μορφή των Ενδιάμεσων Οικονομικών Καταστάσεων είναι τα οριζόμενα από τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, ενώ το περιεχόμενο και η μορφή του Πιστοποιητικού Επισκόπησης είναι τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 137. Κατ’ εξαίρεση, δεν επιβάλλεται η σύνταξη και δημοσιοποίηση των Ενδιάμεσων Οικονομικών Καταστάσεων του τελευταίου τριμήνου της χρήσεως, εφόσον μέσα σε τρεις (3) μήνες από το τέλος της χρήσεως συντάσσονται και δημοσιεύονται οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις της χρήσεως. Οι αντίθετες διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 του Π.Δ. 360/ 1985 δεν εφαρμόζονται
4. Επιπλέον από τη δημοσιότητα που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, οι ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, που εφαρμόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δημοσιεύουν, υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 43β και της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του Ν. 3190/1955, αντίστοιχα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης. Αυτές οι οικονομικές καταστάσεις, όπως θα ορισθούν στην κοινή υπουργική απόφαση, δημοσιεύονται στις εφημερίδες όπως ο νόμος ορίζει. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία, με ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών της εταιρείας, πρέπει να προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, δημοσιεύονται όπως προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αλλά απαιτείται η αυτούσια δημοσίευσή τους στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Ειδικότερα, η δημοσιότητα των στοιχείων και των πληροφοριών, που ορίζονται με την προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση και αφορούν ενδιάμεσες της χρήσεως περιόδους, περιορίζεται στη δημοσιότητα που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Π.Δ. 360/1985.
5. Αν οι εταιρείες, που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δημοσιοποιούν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο λογιστικά στοιχεία, τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία πρέπει να είναι εκείνα που προκύπτouv από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Η ευθύνη για τη συμμόρφωση με τη διάταξη αυτή βαρύνει το Διοικητικό Συμβούλιο ή τους Διαχειριστές της εταιρείας.
ΑΡΘΡΟ 136
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται στη σύνταξη Εκθέσεως του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών της εταιρείας, με περιεχόμενο το προβλεπόμενο από τα Πρότυπα αυτά, αντί εκείνου που ορίζεται από τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 43α και από την παράγραφο 3 του άρθρου 107 και από την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του Ν. 3190/1955.
2. Εφόσον συντάσσονται και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών μπορεί να είναι ενιαία, με κύριο σημείο αναφοράς τα ενοποιημένα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας και των θυγατρικών της και με αναφορά στα επί μέρους (μη ενοποιημένα) οικονομικά δεδομένα της εταιρείας, όπου τούτο κρίνεται από τη διοίκηση της εταιρείας σκόπιμο ή αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της.
3. Το περιεχόμενο της Έκθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών πρέπει να είναι ουσιαστικό, με ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική επάρκεια του κειμένου. Η παράθεση (αναπαραγωγή) στοιχείων που παρατίθενται στις οικονομικές καταστάσεις, τις οποίες συνοδεύει η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών, δεν είναι ούτε σκόπιμη ούτε επιβεβλημένη, μπορεί όμως, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών να παραπέμπει σε στοιχεία και πληροφορίες που παρατίθενται στις οικονομικές καταστάσεις.
4. Η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών υπόκειται στους προβλεπόμενους από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 135 κανόνες δημοσιότητας.
ΑΡΘΡΟ 137
ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υποβάλλουν τις καταστάσεις αυτές σε έλεγχο Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, ενώ οι Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις και οι Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του δεύτερου τριμήνου της χρήσεως, όταν επιβάλλεται η σύνταξή τους, υποβάλλονται σε επισκόπηση από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και το Πιστοποιητικό Επισκόπησης δημοσιεύεται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 135, μαζί με τις Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις.
2. Οι αναγκαίες αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου ή Επισκόπησης των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ. Τ.Ε.), ύστερα από σχετική εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, μέσα στα πλαίσια των κανόνων που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants).
3. Οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 37, από το εδάφιο γ της παραγράφου 3, από την παράγραφο 4 του άρθρου 43α του νόμου αυτού και από το άρθρο 6 του Π.Δ. 360/1985 αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προβλεπόμενης από την προηγούμενη παράγραφο απόφασης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
ΑΡΘΡΟ 138
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΛOΓlΣTIΚΩN ΜΕΓΕΘΩΝ
Όπου στο νόμο ρυθμίζονται θέματα που συναρτώνται με λογιστικά μεγέθη ή αναφέρονται σε λογιστικά μεγέθη, τα μεγέθη αυτά είναι εκείνα που προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων γίνεται, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά. Ως “λογιστικά μεγέθη” ορίζονται τα νομισματικά ποσά που απεικονίζονται στις οικονομικές καταστάσεις ή υποσύνολα ή σύνολα των ποσών αυτών.
ΑΡΘΡΟ 139
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΛOΓlΣTIΚA ΒΙΒΛΙΑ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, έχουν δικαίωμα να αποκλίνουν από τις διατάξεις του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.) ή των αντίστοιχων κλαδικών, στο βαθμό που η διοίκηση της εταιρείας κρίνει, αιτιολογημένα, ότι η απόκλιση είναι αναγκαία για την εύρυθμη εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και υποχρεούνται να αποκλίνουν, όπου οι προδιαγραφόμενοι από τους υφιστάμενους νόμους κανόνες αποτίμησης των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες αποτίμησης, που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι διατάξεις των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 105 και 107 και κάθε άλλη αντίθετη νομοθετική διάταξη δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των εταιρειών που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, οικονομικές καταστάσεις με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
2. Η αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας των επιχειρήσεων, για σκοπούς σύνταξης οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, γίνεται σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά. Όπου προκύπτει αξία μεγαλύτερη από την αντικειμενική αξία των ακινήτων, η μεγαλύτερη αυτή αξία πρέπει να αποδεικνύεται και να τεκμηριώνεται από εκτιμητές αδιαμφισβήτητου κύρους και οι σχετικές εκθέσεις των εκτιμητών πρέπει να τίθενται υπόψη των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, που ελέγχουν τις οικονομικές καταστάσεις στις οποίες αντικατοπτρίζονται οι αξίες τωνακινήτων.
ΑΡΘΡΟ 140
ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑ ΚΕΡΔΗ Ή ΖΗΜΙΕΣ
1. Τα φορολογητέα κέρδη ή ζημιές της εταιρείας δεν επηρεάζονται από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
2. Στο βαθμό που οι κανόνες αποτίμησης των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα ή από τους κανόνες αποτίμησης του Κεφαλαίου 5 και ισχύουν για τις εταιρείες που δεν εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, διαφέρουν από τους αντίστοιχους κανόνες αποτίμησης που ορίζονται από τη φορολογική νομοθεσία και, κατά συνέπεια, διαφοροποιείται το λογιστικό κέρδος (ή ζημιά) από το κέρδος (ή ζημιά) που υπόκειται σε φορολόγηση, τηρείται ξεχωριστό Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, στα οποία καταχωρίζονται και παρακολουθούνται οι διαφορές αυτές, ούτως ώστε, με την ενοποίηση του κυρίως Καθολικού με το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, κατά λογαριασμό, να παρέχεται η δυνατότητα προσδιορισμού του φορολογητέου κέρδους (ή ζημιάς), σύμφωνα με τις ισχύουσες φορολογικές διατάξεις και τους φορολογικούς κανόνες αποτίμησης των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
3. Νοείται ότι οι εγγραφές διαφοροποίησης που απεικονίζονται στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών περιορίζονται στην απεικόνιση των διαφορών και μπορούν, κατά περίπτωση, να επαυξάνουν ή να μειώνουν το λογιστικό κέρδος (ή ζημιά) για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου κέρδους (ή ζημιάς). Επίσης νοείται ότι η λογιστική αναγνώριση εσόδων ή εξόδων και η, κατ’ επέκταση, λογιστική αναγνώριση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας δεν επηρεάζει το φορολογητέο κέρδος (ή ζημιά) της εταιρείας ούτε συνθέτει λόγο αμφισβήτησης της αποδεικτικής εγκυρότητας των βιβλίων από πλευράς των φορολογικών αρχών, εφόσον προκύπτουν από διαφορές αποτίμησης που έχουν αναγνωρισθεί (αντιστραφεί) στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών της εταιρείας.
4. Κατ’ εξαίρεση, η αξία των μενόντων αποθεμάτων των ιδιοπαραχθέντων ετοίμων προϊόντων και της παραγωγής σε εξέλιξη, που υπεισέρχεται στον προσδιορισμό του κόστους των πωληθέντων προϊόντων, δεν αναπροσαρμόζεται, έστω και αν περιέχει στοιχεία κόστους, όπως αποσβέσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων, που έχουν ποσοτικοποιηθεί πάνω σε διαφορετική βάση και, συνεπώς, συνθέτουν, στο σύνολό τους, στοιχείο αναπροσαρμογής. Οι διαφορές αυτές, εφόσον υπάρχουν, ποσοτικοποιούνται και απεικονίζονται στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών σε Τμήμα συνολική βάση, ανεξάρτητα αν συνθέτουν στοιχεία του κόστους των πωληθέντων ή των μενόντων προϊόντων. Ανάλογη εξαίρεση παρέχεται και στην περίπτωση της αποτίμησης των προϊόντων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
5. Στο βαθμό που, κατά την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, προκύπτουν διαφορές στην αποτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, είτε λόγω της διαφοροποίησης της προ των αποσβέσεων αξίας τους είτε λόγω της διαφοροποίησης των συσσωρευμένων αποσβέσεων, οι διαφορές αυτές απεικονίζονται σε ιδιαίτερο Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο μπορεί να είναι ενσωματωμένο στο κύριο Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας ή σε Μητρώο Φορολογικών Διαφορών Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων και χρησιμοποιούνται ως βάση του ποσοτικού προσδιορισμού των αναγκαίων εγγραφών στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών. Διευκρινίζεται ότι η κατά τον ως άνω τρόπο διαφοροποίηση της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, για σκοπούς εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και για φορολογικούς σκοπούς, δεν επιφέρει οποιεσδήποτε φορολογικές συνέπειες.
6. Οι λεπτομέρειες των στοιχείων που υποβάλλονται στις φορολογικές αρχές σε σχέση με τις ως άνω διαφοροποιήσεις καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Μέχρι εκδόσεως της ως άνω απόφασης, οι εταιρείες, που τηρούν το Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, υποβάλλουν με την ετήσια φορολογική τους δήλωση κατάσταση στην οποία απεικονίζονται (σε τρεις στήλες): (α) η λογιστική βάση των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεών τους, (β) οι φορολογικές διαφοροποιήσεις των μεγεθών αυτών (όπως προκύπτουν από το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών) και (γ) η φορολογική βάση των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους.
7. Τα περί θεωρήσεως, χρόνου και τρόπου τηρήσεως των βιβλίων και στοιχείων, τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία (Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων) ισχύουν, αναλογικά, και για το προβλεπόμενο από το άρθρο αυτό (συμπληρωματικό) Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών, Καθολικό Φορολογικών Διαφορών και Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων ή Μητρώο Φορολογικών Διαφορών Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων.
8. Η αναδρομική διόρθωση θεμελιώδους λάθους, κατά τα προβλεπόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δεν συνθέτει, αφ’ εαυτής, λόγο αμφισβήτησης της αποδεικτικής εγκυρότητας των βιβλίων από πλευράς των φορολογικών αρχών.
9. Για σκοπούς επιβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο κρίσιμος χρόνος παραμένει εκείνος της έκδοσης του σχετικού τιμολογίου.
ΑΡΘΡΟ 141
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟTlΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ
1. Οι εταιρείες, που συνάπτουν χρηματοδοτικές μισθώσεις, είτε ως εκμισθωτές είτε ως μισθωτές, έχουν τη δυνατότητα της επιμέτρησης και απεικόνισης των συναλλαγών αυτών στα λογιστικά τους βιβλία, είτε με βάση τους κανόνες που προδιαγράφονται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα είτε με βάση τους ισχύοντες κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που επιλέγεται ακολουθείται με συνέπεια μέχρι τη λήξη της κάθε συγκεκριμένης χρηματοδοτικής μίσθωσης.
2. Η υιοθέτηση της προδιαγραφόμενης από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μεθόδου λογιστικής απεικόνισης των χρηματοδοτικών μισθώσεων δεν συνεπάγεται αναμόρφωση του λογιστικού κέρδους (ή ζημιάς), για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου κέρδους (ή ζημιάς).
3. Ειδικότερα, κατά την πρώτη εφαρμογή της προδιαγραφόμενης από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μεθόδου λογιστικής απεικόνισης υφιστάμενης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, η διαφορά που προκύπτει μεταξύ των μέχρι της στιγμής εκείνης λογιστικά αναγνωρισθέντων εσόδων ή εξόδων και των εσόδων ή εξόδων που θα είχαν αναγνωρισθεί, εάν είχε εφαρμοσθεί η προδιαγραφόμενη από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μέθοδος, από την αρχική σύναψη της χρηματοδοτικής μισθωτικής σύμβασης, προστίθεται ή αφαιρείται από το φορολογητέο κέρδος (ή ζημιά) που προκύπτει μέσα στη χρήση κατά την οποία εφαρμόζεται, για πρώτη φορά, η μέθοδος που προδιαγράφεται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
4. Νοείται ότι οι ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, που εφαρμόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υιοθετούν την προδιαγραφόμενη από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μέθοδο λογιστικής απεικόνισης των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, αλλά έχουν το δικαίωμα, αν το επιθυμούν, να αναμορφώνουν το λογιστικό τους κέρδος (ή ζημιά), με βάση τους ισχύοντες κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας, για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου τους κέρδους (ή ζημιάς).
ΑΡΘΡΟ 142
ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛOΓlΣTΙΚΩN ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Ως χρονικό σημείο πρώτης εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων ορίζεται το χρονικό σημείο έναρξης της χρήσεως σε σχέση με την οποία συντάσσονται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά οικονομικές καταστάσεις με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι προβλεπόμενες από το νόμο αυτόν διαδικασίες εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων αρχίζουν να εφαρμόζονται κατά την έναρξη της χρήσεως την οποίαν πρωτογενώς (και όχι με την παράθεση συγκριτικών στοιχείων προηγούμενων χρήσεων ή περιόδων) καλύπτουν οι συντασσόμενες ετήσιες ή περιοδικές οικονομικές καταστάσεις.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή των υιοθετηθέντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνών Λογιστικών Προτύπων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των ιδίων των Προτύπων ως προς τον τρόπο της πρώτης εφαρμογής τους.
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, είναι ενδεχόμενο να προκύψουν διαφορές αποτίμησης των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δεδομένης της υιοθέτησης διαφορετικών από τους μέχρι τη στιγμή εκείνη ακολουθούμενους κανόνες αποτίμησης. Μέσα στη χρήση, σε σχέση με την οποία θα συνταχθούν και θα δημοσιευθούν για πρώτη φορά οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και, πάντως, πριν από τη σύνταξη και δημοσίευση οποιωνδήποτε περιοδικών οικονομικών καταστάσεων, γίνονται οι αναγκαίες λογιστικές εγγραφές στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, με διάκριση μεταξύ των εγγραφών που επηρεάζουν τα αποτελέσματα της αμέσως προηγούμενης χρήσεως και εκείνων που επηρεάζουν τα αποτελέσματα προγενέστερων χρήσεων, με τρόπο που να διευκολύνει την (εξωλογιστική) αναμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων της αμέσως προηγούμενης χρήσεως (ή περιόδων της αμέσως προηγούμενης χρήσεως), που δεν θα έχουν συνταχθεί και δημοσιευθεί με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, ώστε τα συγκριτικά στοιχεία, που παρατίθενται στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας χρήσεως ή περιόδου, να είναι πράγματι συγκρίσιμα.
ΑΡΘΡΟ 143
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔIΑΤΑΞΕIΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛOΓlΣTIΚΩN ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Οι ετήσιες και περιοδικές οικονομικές καταστάσεις, που υποχρεωτικά θα συνταχθούν και θα δημοσιευθούν με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, είναι εκείνες που θα καλύπτουν πρωτογενώς (και όχι με την παράθεση συγκριτικών στοιχείων προηγούμενων χρήσεων ή περιόδων) χρήσεις ή περιόδους που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2004.
2. Οι εταιρείες που υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, στη σύνταξη και δημοσίευση ετήσιων και περιοδικών οικονομικών καταστάσεων με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, μπορούν, με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, να μεταθέσουν το χρόνο της πρώτης εφαρμογής ενωρίτερα αλλά, πάντως, όχι σε χρόνο προγενέστερο της χρήσεως αναφορικά με την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί οικονομικές καταστάσεις με βάση τα μέχρι σήμερα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα.
3. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 137 εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών προς την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και η σχετική απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.) εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήψη της εισήγησης.”
Άρθρο 14
Τροποποίηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων
Στο άρθρο 7 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
“6. Οι ανώνυμες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που εφαρμόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα με Κανονισμό της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 15 του Κ.Ν. 2190/1920, εξαιρούνται από την υποχρέωση εφαρμογής ειδικότερων διατάξεων του νόμου αυτού, στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές είναι αντίθετες με τις ρυθμίσεις του Κ.Ν.2190/1920.
7. Διευκρινίζεται ότι ως υποκείμενα στις διατάξεις του νόμου αυτού λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων θεωρούνται τόσο τα τηρούμενα για σκοπούς εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων λογιστικά βιβλία όσο και τα συμπληρωματικά φορολογικά βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι διαφορές μεταξύ των κανόνων αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και των αντίστοιχων φορολογικών κανόνων. Επίσης διευκρινίζεται ότι οι προβλεπόμενες από το νόμο αυτόν κυρώσεις για τη μη τήρηση ή την πλημμελή τήρηση των λογιστικών βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων και των συμπληρωματικών φορολογικών βιβλίων, παραμένουν σε ισχύ.”
Άρθρο 15
1. Οι τραπεζικές, ασφαλιστικές και εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ανώνυμες εταιρίες και οι θυγατρικές αυτών κατά 95% τουλάχιστον μπορούν ετησίως να αναπροσαρμόζουν στους ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30.12.2003 την αναπόσβεστη αξία των κτιρίων και εγκαταστάσεων κτιρίων τους και την αξία των εδαφικών εκτάσεών τους στην εύλογη αξία, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που θεσμοθετήθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α’) και το άρθρο 21 του Ν. 3148/2003 (ΦΕΚ 136 Α’) και ειδικότερα με βάση τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 16, το οποίο υιοθετήθηκε από τον 1725/2003 Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) 29.9.2003 με βάση τον Κανονισμό ΕΚ 1606/2002του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ολόκληρο το ποσό ή μέρος της υπεραξίας αναπροσαρμογής μπορεί να μεταφέρεται απευθείας σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού και δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους, αλλά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) στο όνομα του νομικού προσώπου. Το σχηματιζόμενο αποθεματικό λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό με προορισμό το συμψηφισμό της ζημίας που προκύπτει από την αποτίμηση μετοχών ανωνύμων εταιριών, ομολογιών και λοιπών χρεογράφων, καθώς και μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δεν έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας, στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή, μεταξύ της τιμής κτήσεώς τους και της τρέχουσας τιμής, όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 6του άρθρου 43 του Κ.Ν. 2190/1920. Ο φόρος αυτός αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 107του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α’) μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση και δεν εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως για τον υπολογισμό των φορολογητέων εσόδων της. Οι διατάξεις του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) και του άρθρου 113 του Ν. 2238/1994 ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
2. Το ποσό της υπεραξίας της παραγράφου 1 που προκύπτει αποκλειστικά από την αναπροσαρμογή της αναπόσβεστης αξίας των κτιρίων και εγκαταστάσεων κτιρίων, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησής του, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο όνομα του νομικού προσώπου, εξαντλουμένης για το ποσό της κεφαλαιοποίησης κάθε φορολογικής υποχρέωσης του νομικού προσώπου και των μετόχων αυτού. Ο φόρος αυτός αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 107 του Ν. 2238/1994 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση και δεν εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως για τον υπολογισμό των φορολογητέων εσόδων της. Οι διατάξεις του Ν. 2523/1997 και του άρθρου 113 του Ν. 2238/ 1994 ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
Αντίθετα σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης του ποσού της υπεραξίας της παραγράφου 1, το οποίο προκύπτει αποκλειστικά από την αναπροσαρμογή της αξίας των εδαφικών εκτάσεων, αυτό δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος.
3. Σε περίπτωση διανομής του σχηματιζόμενου αποθεματικού της παραγράφου 1, αυτό φορολογείται με βάση τις γενικές διατάξεις. Οι διατάξεις του Ν. 2523/1997 και του άρθρου 113 του Ν. 2238/1994 ισχύουν και κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
4. Σε περίπτωση μη κεφαλαιοποίησης της υπεραξίας αναπροσαρμογής, οι υπολογιζόμενες αποσβέσεις που αναλογούν επί του μέρους που υπερβαίνει την αξία που προκύπτει με βάση τις διατάξεις του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος. Αντίθετα εκπίπτουν οι υπολογιζόμενες αποσβέσεις που αναλογούν επί του μέρους της υπεραξίας αναπροσαρμογής που κεφαλαιοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την ασφαλιστική τοποθέτηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
6. Σε περίπτωση πώλησης ακινήτου του οποίου η αναπόσβεστη αξία ή η αξία κτήσης, κατά περίπτωση, έχει αναπροσαρμοσθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, ως αξία πώλησης για την εφαρμογή των διατάξεων της περ. η’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α’) δεν μπορεί να ληφθεί μικρότερη από αυτή που προέκυψε μετά την αναπροσαρμογή αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΖΙΝΟ
Άρθρο 16
1. Συνιστάται διοικητική αρχή, η οποία υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την επωνυμία Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών, με έδρα την Αθήνα και σκοπό την εποπτεία των τυχερών παιχνιδιών, καθώς και την ενάσκηση όλων των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται
2. Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Οι διατάξεις των άρθρων 2,3 και 4 του Ν. 3051/ 2002 (ΦΕΚ220 Α’) εφαρμόζονται αναλόγως και στην Επιτροπή.
3. Η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών συγκροτείται από εννέα μέλη, που διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους, διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα και διαθέτουν εξειδικευμένη εμπειρία σε θέματα της αρμοδιότητας που τους ανατίθεται. Τα μέλη της Επιτροπής απαγορεύεται να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη διοικητικού συμβουλίου, διαχειριστές, υπάλληλοι, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή μελετητές σε επιχείρηση που αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών.
4. Τα μέλη της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών και οι Επιθεωρητές Τυχερών Παιχνιδιών υποβάλλουν κατ’ έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από τα άρθρα του Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α’) δήλωση περιουσιακής κατάστασης.
5. Για την υποστήριξη του έργου της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών συνιστώνται τριάντα (30) θέσεις μόνιμου διοικητικού προσωπικού και δέκα (10) θέσεις επιστημονικού προσωπικού με εξειδίκευση στα τυχερά παίγνια. Οι θέσεις διοικητικού προσωπικού καλύπτονται με διορισμό, ύστερα από προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού ή με μετατάξεις υπαλλήλων από υπηρεσίες του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή Ο.Τ.Α..
6. Με απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών οι ως άνω συνιστώμενες θέσεις κατανέμονται σε κατηγορίες και κλάδους. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο Κανονισμός εσωτερικής διάρθρωσης των υπηρεσιών της.
7. Για τη διοικητική υποστήριξη της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών μπορούν να αποσπώνται σε αυτήν υπάλληλοι Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α..
Άρθρο 17
Αρμοδιότητες της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών
Η Επιτροπή έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) Παρακολουθεί και ελέγχει τα καζίνο και τη διεξαγωγή κάθε τυχερού παιχνιδιού, που διεξάγεται ύστερα από άδεια που έχει χορηγηθεί από την αρμόδια κατά περίπτωση αρχή.
Τα τυχερά παιχνίδια, ο έλεγχος των οποίων υπάγεται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, είναι: τα Κρατικά Λαχεία, ο Ιππόδρομος, το Ξυστό, το Λόττο, το Πρώτο, το ΠΡΩΤΟ, το Τζόκερ, όπως επίσης ο έλεγχος της μη διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών μέσω διαδικτύου και κάθε τυχερό παιχνίδι, που ήδη λειτουργεί ή θα τεθεί σε λειτουργία μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Ο έλεγχος συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας διεξαγωγής του παιχνιδιού, στον έλεγχο οικονομικής διαχείρισης, στον έλεγχο διεξαγωγής του τυχερού παιχνιδιού, στον έλεγχο απόδοσης των κερδών στους πελάτες και το Δημόσιο, στη σωστή λειτουργία του παιχνιδιού, στη σύγκριση του κόστους με τα κέρδη σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες και προδιαγραφές και στον έλεγχο εφαρμογής των όρων της σύμβασης με την οποία δόθηκε η άδεια λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών.
β) Γνωμοδοτεί, στα αρμόδια όργανα, για τη χορήγηση των αδειών που προβλέπονται από τις κείμενες κατά περίπτωση διατάξεις, παρακολουθεί και ελέγχει τον τρόπο ασκήσεως των δικαιωμάτων που παρέχονται με αυτές.
γ) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη προς τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό για τις προδιαγραφές κάθε νέου τυχερού παιχνιδιού.
δ) Συγκεντρώνει, μελετά και επεξεργάζεται στοιχεία σχετικά με τα έσοδα του Δημοσίου από τη λειτουργία των τυχερών παιχνιδιών και τη διεξαγωγή τους.
ε) Μελετά και αξιολογεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των τυχερών παιχνιδιών, καθώς και των συστημάτων ελέγχου αυτών και της διασφάλισης των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου.
στ) Καταρτίζει ειδικό κανονισμό ελέγχου κάθε τυχερού παιχνιδιού.
ζ) Εισηγείται τη λήψη μέτρων βελτίωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και την προστασία των παικτών.
η) Εισηγείται τη βελτίωση των λειτουργιών, διαδικασιών και συστημάτων διεξαγωγής των κρατικών λαχείων και των τυχερών παιχνιδιών για την εξασφάλιση αξιοπιστίας και διαφάνειας.
θ) Συλλέγει, οργανώνει, επεξεργάζεται και αξιολογεί, υπό τον όρο της εχεμύθειας και της προστασίας του επιχειρηματικού και άλλων απορρήτων, καθώς και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της τεχνικό, οικονομικό, λογιστικό, εμπορικό και άλλα συναφή στοιχεία, που αφορούν τα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών.
ι) Επιβάλλει στους παραβάτες των διατάξεων του νόμου αυτού και των κανονισμών λειτουργίας και ελέγχου των τυχερών παιχνιδιών πρόστιμα, από 50.000 ευρώ έως 3.000.000 ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης, σε περιπτώσεις δε υποτροπής ή μη συμμόρφωσης στις υποδείξεις της Επιτροπής αυτή μπορεί να εισηγείται στα αρμόδια όργανα την προσωρινή έως και πέντε μήνες ή και την οριστική αφαίρεση της άδειας.
ια) Συνεργάζεται με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών ή με διεθνείς οργανισμούς και συμμετέχει σε δραστηριότητες των εν λόγω αρχών και οργανισμών.
ιβ) Η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει την εκπόνηση μελετών έργων παροχής υπηρεσιών και προμηθειών, σύμφωνα με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισής της, ο οποίος συντάσσεται με απόφαση της Επιτροπής και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 18
Η Επιτροπή μπορεί να συστήνει Σώμα Επιθεωρητών Τυχερών Παιχνιδιών από υπαλλήλους των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργείων, ύστερα από σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην οποία καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι για το Σώμα Επιθεωρητών. Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν για να στελεχώσουν το Σώμα Επιθεωρητών αποσπώνται αυτοδίκαια για χρονικό διάστημα δύο ετών στην Επιτροπή. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέας αίτησης για συμμετοχή στο Σώμα Επιθεωρητών πριν από την παρέλευση δύο ετών από τη λήξη της προηγούμενης απόσπασης. Στους επιθεωρητές καταβάλλονται έξοδα εκτός έδρας, μετακίνησης και διαμονής σύμφωνα με τα ισχύοντα κάθε φορά για τις μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων εκτός έδρας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, καταβάλλεται στους επιθεωρητές δημοσίους υπαλλήλους ειδικό επίδομα επιθεώρησης.
Άρθρο 19
Πόροι της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών είναι: α) ποσοστό 0,1% από τη συμμετοχή του Δημοσίου σε κάθε τυχερό παιχνίδι, β) τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή, τα οποία εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και γ) πόροι οποιασδήποτε πηγής προερχόμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από διεθνείς οργανισμούς (όπως επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων).
Άρθρο 20
1. Οι άδειες λειτουργίας επιχειρήσεων καζίνων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 2206/1994 (ΦΕΚ 62 Α’) και δεν έχουν χορηγηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται. Για τις χορηγηθείσες άδειες παραμένει σε ισχύ η παράγραφος 4 του άρθρου 1 του Ν. 2206/1994 (ΦΕΚ 62 Α).
2. Στις επιχειρήσεις καζίνων της χώρας επιτρέπεται να παίζονται τυχερά παιχνίδια υπό την προϋπόθεση ότι αυτά παίζονται νόμιμα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σύμφωνα με πιστοποίηση των αρμόδιων υπηρεσιών και Αρχών των χωρών αυτών (regulated market).
Άρθρο 21
1. Στην Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών ανήκει και ο διοικητικός και οικονομικός έλεγχος των επιχειρήσεων καζίνων και ασκείται με γνώμονα την προστασία των καταναλωτών και τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Η Αρχή με αποφάσεις της προσδιορίζει και εξειδικεύει το περιεχόμενο και καθορίζει τη διαδικασία του διοικητικού και οικονομικού ελέγχου των επιχειρήσεων καζίνων, κατά την άσκηση του οποίου προβαίνει ιδίως στις ακόλουθες πράξεις:
α) Χορηγεί, ανακαλεί και τροποποιεί τις άδειες λειτουργίας επιχειρήσεων καζίνων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, όπως κάθε φορά ισχύει. Οι σχετικές αποφάσεις εγκρίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Β΄.
β) Ελέγχει την τήρηση της νομοθεσίας εκ μέρους των επιχειρήσεων καζίνων, τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται από τις άδειες λειτουργίας και την τήρηση των όρων που τυχόν περιέχουν, καθώς και τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους.
γ) Ελέγχει τη συνδρομή της προϋπόθεσης της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου και εκδίδει σχετική διαπιστωτική πράξη για κάθε παιχνίδι που παίζεται σε κάθε καζίνο.
δ) Ορίζει τις ειδικές προδιαγραφές λογιστικής διαχείρισης και ασφάλειας των τυχερών παιχνιδιών που παίζονται στα καζίνα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χορήγησης άδειας καταλληλότητας σε κατασκευαστές, προμηθευτές και συντηρητές τεχνικών μέσων και υλικών διεξαγωγής των παιχνιδιών, καθώς και το βαθμό ευθύνης καθενός.
ε) Χορηγεί άδειες καταλληλότητας σε κατασκευαστές, προμηθευτές και συντηρητές τεχνικών μέσων και υλικών διεξαγωγής των παιχνιδιών, κατόπιν υποβολής αιτήσεως και παραβόλου που ορίζεται με απόφασή της.
στ) Τηρεί μητρώο των αδειών καταλληλότητας που χορηγεί.
ζ) Καθορίζει τη διαδικασία και το περιεχόμενο του ελέγχου της νομιμότητας διεξαγωγής των τυχερών παιχνιδιών (ειδικός κανονισμός ελέγχου καθενός τυχερού παιχνιδιού), τα προσόντα των ελεγκτών και το χρόνο διεξαγωγής των τακτικών και έκτακτων ελέγχων.
η) Επιβάλλει τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία διοικητικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η προσωρινή και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας επιχείρησης καζίνου. Με απόφασή της μπορεί να συστήσει Επιτροπή Επιλύσεως Διαφορών, η οποία θα επιλαμβάνεται επί ενστάσεων κατά πράξεων επιβολής κυρώσεως. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται η σύνθεση της Επιτροπής, οι αρμοδιότητες αυτής, η διαδικασία ασκήσεως ενστάσεως και εκδόσεως αποφάσεως επ’ αυτής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
θ) Εισηγείται τη λήψη μέτρων βελτίωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και την προστασία των παικτών.
ι) Συνεργάζεται με τις άλλες αρμόδιες αρχές για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου, καθώς και με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Η.Π.Α. και άλλων χωρών και προβαίνει σε κάθε ενέργεια αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της.
ια) Καθορίζει τα δικαιολογητικά των προσλαμβανομένων για εργασία στις επιχειρήσεις καζίνο και εκδίδει τα δελτία καταλληλότητας αυτών.
ιβ) Ρυθμίζει και εποπτεύει τις σχέσεις επιχειρήσεων καζίνων και πελατών.
ιγ) Συλλέγει, επεξεργάζεται και αξιολογεί κάθε στοιχείο που αφορά πρόσωπα και επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, με την επιφύλαξη της προστασίας των προσωπικών δεδομέ νων και του επιχειρηματικού ή άλλου απορρήτου.
ιδ) Εκδίδει ανά τρίμηνο ενημερωτικό δελτίο στο οποίο δημοσιεύονται οι αποφάσεις της και το οποίο τίθεται στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή.
ιε) Συντάσσει ετήσια έκθεση για την κατάσταση των επιχε