ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΕ Φ.Π.Α. ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(Α.Υ.Ο. 1006442/6952/1090/0014/ΠΟΛ. 1010/23.1.2003)Σχετικά με το προαναφερόμενο θέμα και ύστερα από ερωτήματα φορολογουμένων και Δ.Ο.Υ. όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54Α/20.3. 2002), με το οποίο τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 35, 36 και 55 του ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ (ν.2859/ 2000), λαμβανομένης υπόψη και της διαδικασίας η οποία ορίζεται με την ΑΥΟ 1048281/ 2583/529/Α0014/ΠΟΛ 1174/4.6.2002 παρέχουμε αναλυτικότερα τις ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Εννοια του υπόχρεου. Ορισμός φορολογικού εκπροσώπου.

Με τις διατάξεις του άρθρου 35 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), ορίζονται οι υπόχρεοι στο φόρο, δηλαδή τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις και να αποδίδουν στο Δημόσιο το φόρο στις ενεργούμενες από αυτά πράξεις παράδοσης αγαθών, ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που διενεργούν καθώς και στις εισαγωγές αγαθών.

Κατά κανόνα η έννοια του υπόχρεου στο φόρο συμπίπτει με αυτή του υποκείμενου στο φόρο.

Διευκρινίζεται όμως στο σημείο αυτό ότι στην έννοια του υποκείμενου εμπίπτει τόσο ο υποκείμενος, ο οποίος πραγματοποιεί φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες από το φόρο, με δικαίωμα έκπτωσης, όσο και ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος πραγματοποιεί απαλλασσόμενες πράξεις, χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου (άρθρο 22 του ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ (ν. 2859/2000).

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις από την 1.1.2002 καταργήθηκε η υποχρέωση ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου, στην περίπτωση κατά την οποία υποκείμενος στο φόρο εγκαταστημένος σε άλλο Kράτος – μέλος πραγματοποιεί πράξεις στο εσωτερικό της χώρας, για τις οποίες οφείλεται Φ.Π.Α. στο ελληνικό δημόσιο.

Η υποχρέωση καταβολής του φόρου ανήκει πλέον στον ίδιο τον εγκαταστημένο σε άλλο κράτος μέλος υποκείμενο στο φόρο, ο οποίος πρέπει να λαμβάνει ΑΦΜ στην Ελλάδα, με βάση τον οποίο θα γίνεται η υποβολή δηλώσεων και η καταβολή του φόρου.

Για τη διασφάλιση του ελληνικού δημοσίου προβλέπεται η υποχρέωση ορισμού φορολογικού εκπροσώπου, ο οποίος πρέπει να είναι εγκαταστημένος στο εσωτερικό της χώρας, να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του υποκειμένου και να επιδεικνύει τα ζητούμενα στοιχεία στα αρμόδια για το φορολογικό έλεγχο πρόσωπα.

Ο εκπρόσωπος αυτός ουσιαστικά, ως προς την διαδικασία, εφαρμόζει ότι και ο φορολογικός αντιπρόσωπος με την διαφορά όμως ότι υπόχρεος στην καταβολή του φόρου είναι ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα επιτηδευματίας, δηλαδή δεν έχει ο φορολογικός εκπρόσωπος αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του φόρου (όπως ο φορολογικός αντιπρόσωπος).

Επίσης, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού διευκρινίζεται κατ αρχήν ότι η υποχρέωση για μόνιμη ή μη εγκατάσταση του αλλοδαπού υποκειμένου, υπόχρεου στο φόρο, στο εσωτερικό της χώρας κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100 του ν . 2238/1994 ή της οικείας σύμβασης για την αποφυγή διπλής φορολογίας που η χώρα μας έχει υπογράψει με άλλα κράτη μέλη.

Παρόλα αυτά όμως, επισημαίνεται ότι, ο προαναφερόμενος υπόχρεος έχει την δυνατότητα να λαμβάνει ΑΦΜ και να πραγματοποιεί πράξεις, οι οποίες δεν σχετίζονται σε καμία περίπτωση με τη μόνιμη εγκατάστασή του που τυχόν έχει αποκτήσει στην Ελλάδα.

2. Πράξεις για τις οποίες απαιτείται ορισμός φορολογικού εκπροσώπου.

Ορισμός φορολογικού εκπροσώπου απαιτείται ενδεικτικά στις παρακάτω πράξεις:

• Παροχές υπηρεσιών της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ (ν. 2859/2000) εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την φορολόγησή τους στη χώρα μας όπως π.χ. υπηρεσίες σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα.

• Πωλήσεις από απόσταση με λήπτες πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα, εφόσον πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη φορολόγηση των πράξεων αυτών στην Ελλάδα.

• Εισαγωγή αγαθών τα οποία στη συνέχεια παραδίδονται στην Ελλάδα ή αποστέλλονται ή μεταφέρονται σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας.

• Για τους σκοπούς λειτουργίας φορολογικής αποθήκης.

• Αποθήκευση αγαθών (στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις απόκτησης μόνιμης εγκατάστασης)

3. Πράξεις για τις οποίες ΔΕΝ απαιτείται ορισμός φορολογικού εκπροσώπου.

Δεν απαιτείται ορισμός φορολογικού εκπροσώπου για τις παρακάτω πράξεις:

Α. Οταν υπόχρεος του φόρου ορίζεται ο λήπτης των αγαθών και υπηρεσιών, εφόσον αυτός είναι υποκείμενος στο φόρο και ειδικά στις ακόλουθες πράξεις:

α) παράδοσης αγαθών που πραγματοποιείται στο εσωτερικό της χώρας στα πλαίσια των τριγωνικών ενδοκοινοτικών συναλλαγών, οι οποίες εντάσσονται στο απλοποιημένο καθεστώς ,σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ΚΩΔΙΚΑ Φ Π Α (ν. 2859/2000) .

β) παροχής υπηρεσιών των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 14 του ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ (ν. 2859/2000) εφόσον ο λήπτης των υπηρεσιών αυτών διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας, όπως υπηρεσίες ενδοκοινοτικής μεταφοράς αγαθών και μεσολάβησης για την παροχή των υπηρεσιών αυτών, εκμετάλλευσης δικαιωμάτων, παροχής υπηρεσιών διαφημίσεων, μελετών κ.λ.π.

Β. Στην εξαγωγή αγαθών, από εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας πωλητή που ενεργεί στο όνομά του και για λογαριασμό υποκειμένου στο φόρο αγοραστή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 1 α της Α ΥΟ 1111374/ 9160/ 21 52/0014/ΠΟΛ 1281/26.8.1993, όπως τροποποιήθηκε με την ΑΥΟ 1077223/ 4331/869/0014/ΠΟΛ. 1180/ 29.7.1995.

Γ. Σε περίπτωση ευκαιριακής πραγματοποίησης πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, αθλητικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών ή παρόμοιων εκδηλώσεων στο εσωτερικό της χώρας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διοργάνωση συνεδρίων, από τους υποκείμενους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας.

Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, αντί του ορισμού εκπροσώπου να καταθέτουν εγγυητική επιστολή τραπέζης εγκατεστημένης στην Ελλάδα, η οποία να καλύπτει το ποσό του ΦΠΑ που αναλογεί στις ανωτέρω ευκαιριακές πράξεις. Λεπτομέρειες ως προς τη διαδικασία καταβολής του οφειλόμενου φόρου δίνονται με την 1048281/ 2583/529/Α0014/ΠΟΛ.1174/4.6.2002 Α.Υ.Ο.

4. Διαδικασία ορισμού φορολογικού εκπροσώπου

Τα πρόσωπα που ενεργούν πράξεις, για τις οποίες απαιτείται ο ορισμός φορολογικού εκπροσώπου, οφείλουν πριν την πραγματοποίηση των πράξεων αυτών να ορίσουν μοναδικό φορολογικό τους εκπρόσωπο στην Ελλάδα.

Ο ορισμός του φορολογικού εκπροσώπου γίνεται με σχετικό έγγραφο (εξουσιοδότηση), στο οποίο πρέπει να γίνεται ρητή μνεία για τη μοναδικότητα του φορολογικού εκπροσώπου που ορίζεται και από το οποίο θα πρέπει να προκύπτουν τα πλήρη στοιχεία του εντολέα, όπως ο ΑΦΜ/ΦΠΑ που του έχει χορηγηθεί στη χώρα εγκατάστασής του, ή οποιουδήποτε άλλου ΑΦΜ – η εγκυρότητα του οποίου θα πρέπει να μπορεί να επαληθεύεται μέσω του ενδοκοινοτικού μηχανογραφικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών (Φ.Π.Α.) – V.I.E.S, η νομική μορφή, η διεύθυνση και η δραστηριότητά του σε αυτή.

Το έγγραφο αυτό αποστέλλεται από τον κοινοτικό υποκείμενο προς το πρόσωπο το οποίο είναι ήδη υποκείμενο στο φόρο στη χώρα μας και εξουσιοδοτείται να πραγματοποιήσει και να διεκπεραιώσει για λογαριασμό του εν λόγω υπόχρεου συγκεκριμένες πράξεις στην Ελλάδα.

Στην περίπτωση που το προαναφερόμενο έγγραφο έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, απαιτείται να υποβληθεί μεταφρασμένο επίσημα στην ελληνική γλώσσα.

5. Πρόσωπα που μπορούν να ορισθούν ως φορολογικοί εκπρόσωποι

Ως φορολογικοί εκπρόσωποι ορίζονται πρόσωπα φυσικά ή νομικά (με εξαίρεση τα μη υποκείμενα στο φόρο νομικά πρόσωπα) τα οποία είναι ήδη υποκείμενα στο φόρο και έχουν την έδρα της επαγγελματικής τους δραστηριότητας ή τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να είναι φερέγγυα, πλήρως ικανά για δικαιοπραξία, να λειτουργούν νόμιμα, να αποδεχθούν το διορισμό τους και να μην έχουν υποπέσει στις παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 30, παρ. 4, 6, 7 του ΚΒΣ που επισύρουν ανακρίβεια των βιβλίων .

Σημειώνεται ότι η περ. β της παρ. 2 του άρθρου 2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1174/4-6-02, με την οποία οριζόταν προσκόμιση εγγράφου για τη μη εκκρεμότητα ποινικής δίωξης σε βάρος των φορολογικών εκπροσώπων , καταργήθηκε με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1009/2003, γιατί κρίθηκε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά- δύσκολο και προκαλούσε πρακτικές δυσχέρειες και επιπλέον ότι την ευθύνη καταβολής του φόρου την έχει σε κάθε περίπτωση ο κοινοτικός υπόχρεος και όχι ο εκπρόσωπος.

6. Υποχρεώσεις φορολογικού εκπροσώπου.

α) Σχετικά με το Μητρώο και το ΦΠΑ.

Ο φορολογικός εκπρόσωπος που αποδέχεται το διορισμό του, υποχρεούται να υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών για λογαριασμό του υποκειμένου στο φόρο εντολέα, συνυποβάλλοντας αντίγραφο του σχετικού εγγράφου (εξουσιοδότησης) στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του Δ.Ο.Υ. ή στη Δ.Ο.Υ. που έχει την έδρα της επιχείρησής του καθώς και υπεύθυνη δήλωση περί αποδοχής του διορισμού του ως φορολογικού εκπροσώπου.

Με τη δήλωση έναρξης εργασιών συνυποβάλλεται και η δήλωση σχέσεων φορολογουμένου (Μ 7) με την οποία δηλώνονται τα στοιχεία του φορολογικού εκπροσώπου και ο ΑΦΜ που του έχει χορηγηθεί για τις δικές του φορολογικές υποχρεώσεις. Επίσης συνυποβάλλεται και η δήλωση στοιχείων έδρας αλλοδαπής επιχείρησης (Μ 9) με την οποία δηλώνονται ο ΑΦΜ, η επωνυμία, η διεύθυνση και η δραστηριότητα του εντολέα στη χώρα του -ενώ στη δήλωση έναρξης αναγράφεται η δραστηριότητα που ασκείται στην Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να είναι ίδια με αυτή που ασκείται στο Κ-Μ της εγκατάστασής του.

Επίσης, με την υποβολή της προαναφερόμενης δήλωσης έναρξης εργασιών από τον φορολογικό εκπρόσωπο χορηγείται στον εντολέα Αριθμός Φορολογικού Μητρώου στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως επαληθευθεί ο Αριθμός Φορολογικού του Μητρώου στη χώρα εγκατάστασής του και ελεγχθεί η νομική του υπόσταση από το Τμήμα Δ VIES της 14ης Διεύθυνσης ΦΠΑ.

Για την διευκόλυνση του φορολογικού εκπροσώπου η αρμόδια Δ.Ο.Υ. θα αποστέλλει με FAX το έντυπο της δήλωσης Μ9 συμπληρωμένο στην ανωτέρω Υπηρεσία, προκειμένου να επαληθευθούν τα δηλούμενα στοιχεία του εντολέα.

Στην περίπτωση που η δήλωση έναρξης εργασιών υποβληθεί εκπρόθεσμα εκ μέρους του φορολογικού εκπροσώπου για λογαριασμό του υποκειμένου στο φόρο εντολέα του, υποβάλλονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και όλες οι σχετικές δηλώσεις Φ.Π.Α. (περιοδικές και εκκαθαριστικές) που όφειλαν να έχουν υποβληθεί από τον δηλούμενο ως χρόνο έναρξης πραγματοποίησης φορολογητέων πράξεων στην Ελλάδα .

Υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση μεταβολής του φορολογικού εκπροσώπου ο Α.Φ.Μ. του εντολέα παραμένει ο ίδιος, όπως και σε περίπτωση υποβολής δήλωσης παύσης και εκ νέου έναρξης εργασιών του ίδιου εντολέα, έστω και με διαφορετικό φορολογικό εκπρόσωπο.

Για την αλλαγή του φορολογικού εκπροσώπου υποβάλλεται δήλωση μεταβολής από τον νέο εκπρόσωπο, συνυποβάλλοντας αντίγραφο του σχετικού εγγράφου (εξουσιοδότηση) του εντολέα, από το οποίο να προκύπτει η αλλαγή του φορολογικού εκπροσώπου. Και σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται η προηγούμενη επαλήθευση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου καθώς και ο έλεγχος της νομικής υπόστασης του εντολέα από το Δ Τμήμα (V.I.E.S.) της 14ης Δ/νσης Φ.Π.Α., όπως προκύπτουν από τη δήλωση στοιχείων έδρας αλλοδαπής επιχείρησης (Μ9).

Τέλος, εξυπακούεται ότι, σε περίπτωση αλλαγής των στοιχείων Μητρώου της αλλοδαπής επιχείρησης (εντολέας) απαιτείται η υποβολή νέας δήλωσης (Μ9), για την ενημέρωση των στοιχείων του φακέλου του φορολογικού εκπροσώπου.

β) Σχετικά με τον Κ.Β.Σ.

Ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος έχει ειδικότερα και τις εξής υποχρεώσεις:

• Τηρεί βιβλία, Β ή Γ κατηγορίας κατ επιλογή του και ανεξάρτητα της νομικής μορφής του.

• Εκδίδει, υποβάλλει και διαφυλάσσει τα στοιχεία που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ Β Σ.

Οι ανωτέρω υποχρεώσεις εκπληρώνονται από τον ορισμένο στην Ελλάδα φορολογικό εκπρόσωπο.

Ο κοινοτικός υπόχρεος, για τις πραγματοποιούμενες πράξεις στη χώρα μας, μπορεί να εκδίδει ο ίδιος τιμολόγια από τη χώρα εγκατάστασής του προς τους πελάτες του, αναγράφοντας τον Α.Φ.Μ. τον οποίο έχει λάβει στη χώρα μας, τα στοιχεία της επιχείρησής του και τον Α.Φ.Μ. που του έχει χορηγηθεί στην κοινοτική χώρα εγκατάστασής του καθώς και το ποσό του ΦΠΑ που αναλογεί στα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παρέχει με τον συντελεστή που ισχύει στην Ελλάδα. Αντίγραφα των τιμολογίων αυτών αποστέλλονται, στον οριζόμενο στη χώρα μας, φορολογικό εκπρόσωπο για ενημέρωση των τηρούμενων βιβλίων.

Εξυπακούεται ότι ο φόρος αυτός εκπίπτει από τον λήπτη του εν λόγω στοιχείου, όταν βέβαια το δικαίωμα αυτό απορρέει από τις διατάξεις του ΚΩΔΙΚΑ Φ.Π.Α. (άρθρο 30 ν. 2859/ 2000).

Σε περίπτωση αλλαγής φορολογικού εκπροσώπου τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία παραδίδονται στον νέο φορολογικό εκπρόσωπο. Τα φορολογικά αυτά στοιχεία συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται αφού αναγραφούν σ αυτά (εντύπως ή με σφραγίδα) τα πλήρη στοιχεία του νέου φορολογικού εκπροσώπου μέχρι εξάντλησής τους.

Γενικά, ο κοινοτικός υπόχρεος ο οποίος είναι υποκείμενος στο φόρο έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των εγκατεστημένων στο εσωτερικό της χώρας υποκειμένων στο φόρο, που απορρέουν από τις διατάξεις περί Φ.Π.Α. και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

Σχετικά με τη δικαιούμενη αμοιβή, ο φορολογικός εκπρόσωπος εκδίδει προς τον εντολέα τιμολόγιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., το οποίο και καταχωρεί στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησής του.

7. Μη ορισμός φορολογικού εκπροσώπου στην Ελλάδα. Ελλειψη Α.Φ.Μ. ή μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα μας.

Σε περίπτωση που ο κοινοτικός υπόχρεος υποκείμενος στο φόρο δεν ορίσει, ως όφειλε, φορολογικό εκπρόσωπο με σκοπό την λήψη Α Φ Μ στην Ελλάδα για τις φορολογητέες πράξεις που πραγματοποιεί στη χώρα μας ούτε έχει αποκτήσει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και εκδίδει φορολογικά στοιχεία από την κοινοτική χώρα εγκατάστασής του απευθείας προς τους υποκείμενους στο φόρο Ελληνες πελάτες του αναγράφοντας τον Α Φ Μ που του έχει χορηγηθεί στη χώρα αυτή, το είδος και την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχει στη χώρα μας, ο λήπτης των στοιχείων αυτών οφείλει, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που θα επιβληθούν σε βάρος του υπόχρεου για τον μη ορισμό φορολογικού εκπροσώπου, να απεικονίζει το ποσό αυτό μόνο στις εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ (Κωδικός 666 Υποπίνακας – Εισροές του Πίνακα Γ ΕΙΣΡΟΕΣ- ΕΚΡΟΕΣ) χωρίς να χρεωπιστώνει τον οφειλόμενο φόρο ούτε να αποδίδει αυτόν με έκτακτη περιοδική δήλωση Φ.Π.Α..

8. Υποκείμενοι εγκατεστημένοι σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. δ της παρ. 4 του άρθρου 36 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) παραμένει σε ισχύ η υποχρέωση ορισμού φορολογικού αντιπροσώπου για τους υποκείμενους που είναι εγκατεστημένοι σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης (Τρίτες χώρες).

Υπενθυμίζεται ότι σε κάθε περίπτωση που ο εγκατεστημένος σε Τρίτη χώρα υποκείμενος στο φόρο, παρότι είχε υποχρέωση, δεν έχει ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, υπόχρεος για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου είναι ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι ο υποκείμενος αυτός απαλλάσσεται από τις κυρώσεις που προβλέπονται για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του.

Ειδικά στις περιπτώσεις μίσθωσης αεροσκαφών που ο εκμισθωτής είναι υποκείμενος εγκατεστημένος σε Τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί φορολογικός αντιπρόσωπος για την απόδοση του αναλογούντος Φ.Π.Α., ο υποκείμενος στο φόρο (μισθωτής) εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας, ως λήπτης της ως άνω υπηρεσίας, αντί υποβολής έκτακτης περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α., συμπεριλαμβάνει τον οφειλόμενο φόρο στην περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. της οικείας φορολογικής περιόδου τόσο στις εισροές όσο και στις εκροές, την αξία του μισθώματος καθώς και τον αναλογούντα Φ.Π.Α.

Δίνεται επίσης η δυνατότητα να οριστεί ως υπόχρεος για την καταβολή του φόρου ο ίδιος ο υποκείμενος, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ της χώρας εγκατάστασής του και της Ελλάδας, για λειτουργία μηχανισμού διοικητικής συνεργασίας, η οποία θα διασφαλίζει την ορθή απόδοση του φόρου κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Δηλαδή, θα μπορεί ένας υποκείμενος στο φόρο εγκατεστημένος σε Τρίτη χώρα, στην περίπτωση που θα υπάρξει ανάλογη συμφωνία, να μην υποχρεούται σε ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, αλλά να εκπληρώνει, μέσω εκπροσώπου του, τις υποχρεώσεις ΦΠΑ, όπως οι κοινοτικοί υποκείμενοι.

Διευκρινίζεται όμως ότι προς το παρόν δεν υπάρχει ανάλογη συμφωνία με καμιά τρίτη χώρα.

9. Ευθύνη εις ολόκληρον καταβολής του φόρου από τον μη υποκείμενο στο φόρο λήπτη αγαθών ή υπηρεσιών.

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. δ του άρθρου 55 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), μη υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο (ιδιώτης, κ.λ.π.) το οποίο λαμβάνει αγαθά ή υπηρεσίες από υποκείμενο στο φόρο μη εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας έχει αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του φόρου που οφείλεται από τον ίδιο τον υποκείμενο στο φόρο.

Υπόχρεος δηλαδή του φόρου και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ο προαναφερόμενος υποκείμενος στο φόρο, ενώ ο λήπτης και μόνο στην περίπτωση που είναι μη υποκείμενος στο φόρο θεωρείται ως συνοφειλέτης αλληλεγγύως υπεύθυνος για την καταβολή του φόρου.

Εξυπακούεται ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο μη εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας πραγματοποιεί πράξεις, οι οποίες φορολογούνται στην Ελλάδα και ο φόρος οφείλεται είτε από τον ίδιο τον υποκείμενο με ορισμό φορολογικού εκπροσώπου (για τον εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος), είτε από τον φορολογικό αντιπρόσωπο (για τον εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα).

Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις που ο λήπτης είναι μη υποκείμενος στο φόρο και δεν καταστεί δυνατόν να εισπράξει το ελληνικό δημόσιο τον αναλογούντα Φ Π Α, από τον μη εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκείμενο στο φόρο, έχει το δικαίωμα να στραφεί στον μη υποκείμενο λήπτη για την απόδοση του φόρου.

10. Διοικητική συνεργασία στην είσπραξη απαιτήσεων

Για τη διευκόλυνση του ελέγχου και τον εντοπισμό των υποκειμένων οι οποίοι είναι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου στην Ελλάδα σας επισυνάπτουμε προς διευκόλυνσή σας την εγκύκλιο διαταγή 1080842/6357 -3/ 0016/ΠΟΛ. 1207/10.7.1996 σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων Φ.Π.Α.

11. Διατάξεις μεταβατικού χαρακτήρα

Παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος στους υποκείμενους στο φόρο , που είναι εγκαταστημένοι σε ένα άλλο κράτος μέλος και έχουν ορίσει ήδη φορολογικό αντιπρόσωπό τους στην Ελλάδα, να μετατρέψουν το πρόσωπο αυτό από φορολογικό αντιπρόσωπο σε απλό εκπρόσωπο για την εκπλήρωση των ο συνέπεια, δίδεται η ευχέρεια στους κοινοτικούς υποκείμενους στο φόρο οι οποίοι πραγματοποιούσαν, κατά την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου (1.1. 2002) φορολογητέες πράξεις στα εσωτερικό της χώρας μέσω φορολογικού τους αντιπροσώπου να μπορούν να συνεχίσουν να πραγματοποιούν πράξεις μέσω αυτού, μέχρι 31.12. 2002.

Για την κατά τα ανωτέρω μετατροπή υποβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δήλωση μεταβολής εργασιών, με αιτία μεταβολής τη μετατροπή του φορολογικού αντιπροσώπου σε φορολογικό εκπρόσωπο, συνυποβάλλοντας αντίγραφα του σχετικού εγγράφου (εξουσιοδότηση) του εντολέα, από τα οποία να προκύπτει η μετατροπή του φορολογικού αντιπροσώπου, σε εκπρόσωπο, καθώς και δήλωση στοιχείων έδρας αλλοδαπής επιχείρησης (Μ9) τα στοιχεία της οπαίας επαληθεύονται επίσης, σύμφωνα με την πρααναφερόμενη (παρ. 6) διαδικασία.

Επισημαίνεται επίσης ότι, αναφορικά με τον Κ.Β.Σ., πρέπει να θεωρηθούν νέα βιβλία (Β ή Γ κατηγορίας) από τον φορολογικό εκπρόσωπο για λογαριασμό του εντολέα του και το ειδικό βιβλίο φορολογικού αντιπροσώπου να διαφυλαχθεί για όσο χρόνο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις του Κ.Β.Σ. Το ίδιο ισχύει και για τα τηρούμενα φορολογικά στοιχεία.