Π.Δ. 61/2024

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 61

Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 120/2008 «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού» (Α΄ 182).

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις: α) της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 2334/1995 «Υπηρεσία Εναέριων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 184),

β) της περ. θ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49),

γ) του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133).

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

3. Την 80/2024 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 120/2008 «Πειθαρχικό δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού» (Α΄ 182)
1. Στην παρ. 4 του άρθρου 2 του π.δ. 120/2008 προστίθεται έκτο εδάφιο ως εξής:

«Δεν είναι άδικη η μη υπακοή σε προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη διαταγή.».

2. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η πειθαρχική διαδικασία που έχει αρχίσει για πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή, συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού από το Σώμα, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Στις περιπτώσεις αυτές το πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, μόνο τις ανώτερες πειθαρχικές ποινές. Η μεν ποινή της απόταξης μετατρέπεται, από το αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση των αποφάσεων επιβολής των ανώτερων πειθαρχικών ποινών στους απόστρατους, σε ποινή προστίμου ύψους τριών (3) μηνιαίων βασικών μισθών, όπως είχαν καθοριστεί κατά την τελευταία μισθοδοσία τους, πριν από την έξοδο τους από το Σώμα, οι δε ποινές της αργίας με απόλυση και της αργίας με πρόσκαιρη παύση, μετατρέπονται σε ποινή προστίμου ύψους μισού (1/2) μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε μήνα αργίας με απόλυση και ένα όγδοο (1/8) μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε δεκαπέντε (15) ημέρες αργίας με πρόσκαιρη παύση, όπως είχαν καθοριστεί κατά την τελευταία μισθοδοσία τους, πριν από την έξοδο τους από το Σώμα, αντίστοιχα. Η εκτέλεση των αποφάσεων επιβολής ανώτερων πειθαρχικών ποινών που μετατρέπονται σε πρόστιμο, λόγω της αποστρατείας των αστυνομικών, γίνεται με αποφάσεις του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για τους εγκαλουμένους ανώτατους Αξιωματικούς και του Προϊσταμένου Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για τους υπολοίπους εγκαλουμένους. Οι αποφάσεις εκτέλεσης και τα πρακτικά των Πειθαρχικών Συμβουλίων διαβιβάζονται στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες μεριμνούν για την είσπραξη των προστίμων, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Για την καταβολή βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του. Επιπλέον, σε περίπτωση που επιβληθεί η ποινή της απόταξης σε απόστρατο αστυνομικό, η διαγραφή από το στέλεχος της εφεδρείας γίνεται με τις ανωτέρω αποφάσεις εκτέλεσης των αποφάσεων επιβολής ποινών, οι οποίες δημοσιεύονται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».

3. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 9 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Κατά την επιμέτρηση του είδους και του ύψους των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη:».

4. Η περ. η της παρ. 1 του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«η) Η τέλεση, η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή ή η απόπειρα τέλεσης κακουργημάτων ή πλημμελημάτων, που διαπράχθηκαν με δόλο και προβλέπονται στις διατάξεις για τα αδικήματα: των βασανιστηρίων (άρθρο 137Α Π.Κ.), της κατασκοπίας (άρθρο 148 Π.Κ.), της βίας κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων (άρθρο 167 Π.Κ.), της απείθειας (άρθρο 169 Π.Κ.), της ελευθέρωσης φυλακισμένου (άρθρο 172 Π.Κ.), της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 Π.Κ.), των τρομοκρατικών πράξεων τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187Α Π.Κ.), της αξιόποινης υποστήριξης (άρθρο 187Β Π.Κ.), της παραχάραξης νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής (άρθρο 207 Π.Κ.), της κυκλοφορίας πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής (άρθρο 208 Π.Κ.), της πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), της υπεξαγωγής εγγράφων (άρθρο 222 Π.Κ.), της ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 Π.Κ.), της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), της υπόθαλψης (άρθρο 231 Π.Κ.), της δωροληψίας υπαλλήλου (άρθρο 235 Π.Κ.), της δωροδοκίας υπαλλήλου (άρθρο 236 Π.Κ.), της εμπορίας επιρροής μεσάζοντες (άρθρο 237Α Π.Κ.), της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 Π.Κ.), της ψευδούς βεβαίωσης, νόθευσης κ.λπ. (άρθρο 242 Π.Κ.), της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), του εμπρησμού (άρθρο 264 Π.Κ.), της πλημμύρας (άρθρο 268 Π.Κ.), της έκρηξης (άρθρο 270 Π.Κ.), της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών (άρθρο 272 Π.Κ.), της κοινώς επικίνδυνης βλάβης (άρθρο 273 Π.Κ.), των εγκλημάτων κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών (άρθρων 292Α Π.Κ.), της παρακώλυσης λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων (άρθρο 292Β-292Γ Π.Κ.), των προσβολών του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού (άρθρο 292Δ Π.Κ.), της έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.), της σωματικής βλάβης αδυνάμων ατόμων (άρθρο 312 Π.Κ.), της εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 323Α Π.Κ.), της παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 Π.Κ.), των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιόν τους (άρθρο 339 Π.Κ.), της κατάχρησης ανηλίκων (άρθρο 342 Π.Κ.), της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη (άρθρο 343 Π.Κ.), της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας (άρθρο 348 Π.Κ.), της πορνογραφίας ανηλίκων (άρθρο 348Α Π.Κ.), της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους (άρθρο 348Β Π.Κ.), των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων (άρθρο 348Γ Π.Κ.), της μαστροπείας (άρθρο 349 Π.Κ.), της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 Π.Κ.), της παραβίασης απορρήτου εγγράφων (άρθρο 370 Π.Κ.), της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370Α Π.Κ.), της κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.), της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 Π.Κ.), της εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), της απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), της απάτης με υπολογιστή (άρθρο 386Α Π.Κ.), της απιστίας (άρθρο 390 Π.Κ.), της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 Π.Κ.), της παρακώλυσης συναγωνισμού (άρθρο 395 Π.Κ.), της τοκογλυφίας (άρθρο 404 Π.Κ.), των παραβάσεων της νομοθεσίας περί ζωοκλοπής, ναρκωτικών, αλλοδαπών, αρχαιοτήτων, λαθρεμπορίας και ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και των παραβάσεων της νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών, εφόσον οι τελευταίες παραβάσεις, που δεν αναφέρονται σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα, τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους.».

5. Η παρ. 3 του άρθρου 10 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα της τέλεσης ή της με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχής ή της απόπειρας τέλεσης των πλημμελημάτων, που διαπράχθηκαν με δόλο, της απείθειας (άρθρο 169 Π.Κ.), της κυκλοφορίας πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής (άρθρο 208 Π.Κ.), της πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), της υπεξαγωγής εγγράφων (άρθρο 222 Π.Κ.), της ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 Π.Κ.), της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), της υπόθαλψης (άρθρο 231 Π.Κ.), της ψευδούς βεβαίωσης, νόθευσης κ.λπ. (άρθρο 242 Π.Κ.), της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), του εμπρησμού (άρθρο 264 Π.Κ.), της πλημμύρας (άρθρο 268 Π.Κ.), της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών (άρθρο 272 Π.Κ.), της κοινώς επικίνδυνης βλάβης (άρθρο 273 Π.Κ.), της έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.), της σωματικής βλάβης αδυνάμων ατόμων (άρθρο 312 Π.Κ.), της παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 Π.Κ.), περί ενδοοικογενειακής βίας, που προβλέπονται στην περ. η της παρ. 1, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος και την προσωπικότητα του υπαιτίου, μπορεί να επιβάλλει, αντί της ποινής της απόταξης, την ποινή της αργίας με απόλυση.».

6. Η περ. ζ της παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«ζ) Η από πρόθεση τέλεση ή η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή ή η απόπειρα τέλεσης πλημμελήματος, κατά του οποίου απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφόσον η πράξη αυτή δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου.».

7. Μετά την περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 12 του π.δ. 120/2008 προστίθεται περ. ε και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα:

α) Η απώλεια υπηρεσιακών εγγράφων ή η από αμέλεια μη έγκαιρη διεκπεραίωση αυτών, εφόσον οδήγησε στην πρόκληση σοβαρής υπηρεσιακής ανωμαλίας ή στη παραγραφή ποινικών αδικημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων,

β) η από ελαφρά αμέλεια ελευθέρωση φυλακισμένου, γ) η εκτέλεση κατά τον χρόνο αναρρωτικής άδειας

οποιασδήποτε εργασίας ή δραστηριότητας, που δεν συνάδει με την κατάσταση της υγείας του ή με τη σχετική γνωμάτευση του υπηρεσιακού γιατρού ή μπορεί να επιβραδύνει την ανάρρωσή του ή να επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του,

δ) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της περ. στ της παρ. 1 του άρθρου 10 και της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 11 και

ε) η από βαρεία αμέλεια παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, που προκάλεσε σοβαρή υπηρεσιακή ανωμαλία ή θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.».

8. H περ. ιθ της παρ. 1 του άρθρου 13 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«ιθ) Η λόγω ασυνήθιστης χρήσης φθορά του οπλισμού και άλλων δημοσίων ειδών ή εγγράφων, καθώς και κάθε πράξη με την οποία επέρχεται βλάβη, φθορά ή απώλεια αυτών. Η παράλειψη αναφοράς για βλάβη, φθορά ή απώλεια και η μη ακριβής συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις συντήρησης, χρήσης ή διαχείρισης των υλικών μέσων, εγκαταστάσεων και εγγράφων της Υπηρεσίας.».

9. Η παρ. 3 του άρθρου 15 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σε διαθεσιμότητα τίθενται υποχρεωτικά οι αστυνομικοί που εκτίουν στερητική της ελευθερίας ποινή ή τελούν σε προσωρινή κράτηση ή σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή τους επιβάλλεται η ποινή της απόταξης από πειθαρχικό συμβούλιο ή ασκείται πειθαρχική και ποινική δίωξη για την τέλεση, την με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή, την απόπειρα τέλεσης οποιουδήποτε κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται στην περ. η της παρ. 1 του άρθρου 10 και δεν περιλαμβάνεται στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου. Η υποχρεωτική διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πειθαρχικής υπόθεσης των αστυνομικών, με τις εξαιρέσεις των περιπτώσεων που: α) επιβάλλεται η ποινή της απόταξης από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, οπότε παραμένουν στην κατάσταση αυτή μέχρι τη διαγραφή τους από το Σώμα, β) τελούν σε προσωρινή κράτηση, οπότε παραμένουν στην κατάσταση αυτή μέχρι την άρση της, γ) εκτίουν στερητική της ελευθερίας ποινή, οπότε παραμένουν στην κατάσταση αυτή μέχρι την αποφυλάκισή τους και δ) τελούν σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, οπότε παραμένουν στην κατάσταση αυτή μέχρι την άρση του. Εάν συντρέχει η πρώτη περίπτωση με οποιαδήποτε από τις άλλες τρεις, η υποχρεωτική διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη διαγραφή των αστυνομικών από το Σώμα. Επίσης, οι τελούντες στην κατάσταση της υποχρεωτικής διαθεσιμότητας δύνανται να υποβάλουν αίτηση για να εξεταστεί από τα αρμόδια διοικητικά όργανα η άρση του διοικητικού μέτρου πριν από την τελεσιδικία της πειθαρχικής υπόθεσής τους, εφόσον εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα ή αθωωτική δικαστική απόφαση έστω και σε πρώτο βαθμό. Η διάρκεια της υποχρεωτικής διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της δυνητικής διαθεσιμότητας.».

10. Ο τίτλος του άρθρου 18 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 18 Συνέπειες της απόταξης και υποχρεωτική (αυτοδίκαιη) απόταξη».

11. Στο άρθρο 18 του π.δ. 120/2008 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:

«Οι εν ενεργεία αστυνομικοί τίθενται υποχρεωτικώς (αυτοδικαίως) σε απόταξη, οι μεν ανώτατοι Αξιωματικοί με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, οι δε λοιποί αστυνομικοί με απόφαση του Προϊσταμένου Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εφόσον με δικαστική απόφαση καταδικασθούν αμετάκλητα για την τέλεση, την με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή ή την απόπειρα τέλεσης οποιουδήποτε κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται στην περ. η της παρ. 1 του άρθρου 10 και δεν περιλαμβάνεται στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου. Η υποχρεωτική (αυτοδίκαιη) απόταξη και οι συνέπειες αυτής επέρχονται από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Οι ανωτέρω αποφάσεις δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι αστυνομικοί που αποτάσσονται υποχρεωτικώς (αυτοδικαίως) διαγράφονται από το στέλεχος της εφεδρείας. Εάν είναι σε εξέλιξη η αντίστοιχη πειθαρχική διαδικασία αυτή λήγει, κατά τα ισχύοντα, με απόφαση του αρμοδίου για την εκδίκαση της υπόθεσης οργάνου, χωρίς να επιβάλει πειθαρχική ποινή.».

12. Στην παρ. 2 του άρθρου 21 του π.δ. 120/2008 προστίθεται περ. γ ως εξής:

«γ) Με την έκδοση κλήσης προς απολογία, στο πλαίσιο διενεργούμενης ένορκης διοικητικής εξέτασης του άρθρου 27, εφόσον πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή.».

13. Στην παρ. 3 του άρθρου 21 του π.δ. 120/2008 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για την απευθείας αρχειοθέτηση προδήλως αβάσιμων καταγγελλομένων αιτιάσεων.».

14. Η παρ. 1 του άρθρου 22 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής προς διενέργεια Ε.Δ.Ε., είναι ο Υπουργός και ο Υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Προϊστάμενος Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας Βορείου και Νοτίου Ελλάδος και οι Προϊστάμενοι των Κλάδων για όλο το αστυνομικό προσωπικό, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, ο Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας Επισήμων και Ευπαθών Στόχων, οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, οι Γενικοί Περιφερειακοί Αστυνομικοί Διευθυντές και όλοι οι Αξιωματικοί με τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή και άνω, προϊστάμενοι Υπηρεσιών τουλάχιστον επιπέδου Διεύθυνσης, για το υφιστάμενο προσωπικό τους. Σε περίπτωση που ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από περισσότερους συναρμοδίους για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, κατισχύει η του ιεραρχικά ανωτέρου, στον οποίο υποβάλλονται οι διενεργηθείσες πράξεις, οι οποίες παραμένουν έγκυρες.».

15. Στο άρθρο 24 του π.δ. 120/2008: α) αντικαθίσταται η περ. β της παρ.1, β) προστίθεται τέταρτο εδάφιο στην παρ. 2, γ) αντικαθίσταται η παρ. 3, δ) αντικαθίσταται η παρ. 6 και ε) προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο 24 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 24 Προκαταρκτική Διοικητική εξέταση

1. Η Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση (Π.Δ.Ε.) διενεργείται:

α) Στην περίπτωση που απλώς πιθανολογείται ή δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελέσθηκε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα,

β) για την εξακρίβωση των συνθηκών τραυματισμού ή των αιτιών πάθησης αστυνομικών, προκειμένου να κριθεί αν έχουν σχέση με την υπηρεσία, εφόσον ο τραυματισμός ή η πάθηση έλαβαν χώρα σε διατεταγμένη υπηρεσία και ο αστυνομικός παρακωλύθηκε στην εκτέλεση των καθηκόντων του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ημερών και

γ) για την εξακρίβωση περιστατικών ή συμβάντων που ενδιαφέρουν την Υπηρεσία.

2. Η Π.Δ.Ε. είναι μυστική διατάσσεται δε από ανώτερο αξιωματικό εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και ενεργείται είτε από τον ίδιο τον διατάξαντα ή κατόπιν διαταγής του από άλλον αξιωματικό ανώτερο ή αρχαιότερο εκείνου κατά του οποίου στρέφεται. Σε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωση της Π.Δ.Ε., εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 26. Η Π.Δ.Ε. που ενεργείται για να διαπιστωθεί αν τελέσθηκαν πειθαρχικά παραπτώματα που αναφέρονται στην περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 10 και στην περ. ια της παρ. 1 του άρθρου 11 σε βάρος πολιτών, ανατίθεται σε αξιωματικό Διεύθυνσης ή Υπηρεσίας που εξομοιώνεται με αυτή, άλλης από εκείνη στην οποία υπάγονται διοικητικά οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί. Ομοίως, η Π.Δ.Ε. ανατίθεται σε Αξιωματικό που δεν έχει διοικητική εξάρτηση με τους ελεγχόμενους αστυνομικούς, εάν αφορά σε χρήση όπλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή σε εν γένει αιτιάσεις για κακομεταχείριση, κακοποίηση, ρατσιστική ή άλλη ακραία συμπεριφορά σε βάρος πολιτών.

3. Ο ενεργών την Π.Δ.Ε. εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει κάθε αποδεικτικό στοιχείο προς διαπίστωση τέλεσης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος και, αν κατά την κρίση του προκύπτουν σαφείς ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος, καλεί εκείνον κατά του οποίου στρέφεται να δώσει έγγραφες εξηγήσεις. Η διαταγή παροχής έγγραφων εξηγήσεων συντάσσεται σε δύο (2) αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο παραμένει στη διοικητική δικογραφία και το δεύτερο επιδίδεται στον καθ’ ου η εξέταση, με αποδεικτικό που συντάσσεται επί του σώματος του πρώτου αντιτύπου. Στην ως άνω διαταγή μνημονεύεται η διάταξη του πειθαρχικού παραπτώματος, για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης, και τίθενται ερωτήματα προς διευκρίνιση. Επίσης, στον καλούμενο σε έγγραφες εξηγήσεις χορηγείται προθεσμία τουλάχιστον πέντε (5) ημερών, από την επομένη της επίδοσης της διαταγής, ενώ επιπλέον δικαιούται, εφόσον το αιτηθεί σχετικά, να λάβει γνώση και αντίγραφα των εγγράφων της διοικητικής εξέτασης, εκτός από εκείνα που από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα. Η εξέταση του καταγγέλλοντος, των μαρτύρων καθώς και αυτών που έχουν οποιαδήποτε ανάμιξη στην υπόθεση γίνεται προφορικά. Ο ενεργών όμως την Π.Δ.Ε. μπορεί να ζητά ή να δέχεται έγγραφα στοιχεία των ανωτέρω προσώπων και να εξετάζει, αν κρίνει αναγκαίο, ενόρκως τους μάρτυρες που θεωρεί ότι η μαρτυρία τους είναι ουσιώδης για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

4. Αν κατά τη διενέργεια της Π.Δ.Ε. προκύψει ευθύνη αστυνομικού ανωτέρου ή αρχαιοτέρου εκείνου που τη διέταξε ή την ενεργεί, ο ενεργών αναφέρει γι’ αυτό στον διατάξαντα, προκειμένου να ενεργήσει σχετικά.

5. Αν κατά τη διενέργεια της Π.Δ.Ε. διαπιστωθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή, ο ενεργών αυτή καλεί σε απολογία τον υπαίτιο αστυνομικό, σύμφωνα με το άρθρο 25, και για την εκδίκαση του παραπτώματος εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 31 και το άρθρο 38 του παρόντος.

6. Η Π.Δ.Ε. ολοκληρώνεται εντός της οριζόμενης από τον διατάξαντα προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, με αιτιολογημένη απόφαση του διατάξαντος, για χρονικό διάστημα το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

7. Δεν είναι υποχρεωτική η διοικητική διερεύνηση με Π.Δ.Ε. περιπτώσεων που αφορούν σε απώλεια, κλοπή ή φθορά δημοσίων εγγράφων, όπως υπηρεσιακών δελτίων ταυτότητας ή αδειών ικανότητας οδηγού υπηρεσιακών οχημάτων ή αδειών εισόδου σε υπηρεσιακές εγκαταστάσεις, εφόσον δεν πιθανολογείται υπαιτιότητα αστυνομικού ή προδήλως προκύπτουν σαφείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή και συνακόλουθα δύναται να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 25.».

16. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 25 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, να ζητήσει αντίγραφα των εγγράφων και απολογούμενος να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και μέχρι δύο (2) έγγραφες αναφορές μαρτύρων, οι οποίες απευθύνονται προς τον καλούντα σε απολογία ή δύο (2) ένορκες βεβαιώσεις μάρτυρα, που συντάχθηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου ή δικηγόρου.».

17. Στην παρ. 4 του άρθρου 26 του π.δ. 120/2008 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Ομοίως, σε Αξιωματικό που δεν έχει διοικητική εξάρτηση με τους ελεγχόμενους αστυνομικούς ανατίθεται και η Ε.Δ.Ε. που αφορά στη χρήση όπλου από αστυνομικό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή αιτιάσεις για κακομεταχείριση, κακοποίηση, ρατσιστική ή άλλη ακραία συμπεριφορά σε βάρος πολιτών.».

18. Η παρ. 14 του άρθρου 26 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«14. Η Ε.Δ.Ε. ολοκληρώνεται εντός της οριζόμενης από τον διατάξαντα προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, από τον διατάξαντα, με αιτιολογημένη απόφασή του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.».

19. Η παρ. 1 του άρθρου 31 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αρμόδιοι να αποφασίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 39, για τις Ε.Δ.Ε. της παρ. 1 του άρθρου 26 είναι:

α) Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, αν η Ε.Δ.Ε. αφορά Αντιστρατήγους ή διενεργήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης.

β) Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, αν η Ε.Δ.Ε. διενεργήθηκε από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας.

γ) Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αν η Ε.Δ.Ε. αφορά Υποστρατήγους ή Ταξιάρχους ή αν διενεργήθηκε από τους Αντιστρατήγους ή τους Προϊστάμενους των Κλάδων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.

δ) Ο Προϊστάμενος Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αν διενεργήθηκε από τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές, τον Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, ή τον Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας Επισήμων και Ευπαθών Στόχων ή αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή και διενεργήθηκε από αξιωματικούς των Διευθύνσεων των Κλάδων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, των Αυτοτελών Κεντρικών Υπηρεσιών, των Τμημάτων Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης (Τ.Ε.Φ.Κ.Κ.), της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), της Υπηρεσίας Παλλαϊκής Άμυνας / Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης (Π.ΑΜ. / Π.Σ.Ε.Α), των ασφαλιστικών φορέων και των λοιπών Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή άλλων Υπηρεσιών του Δημοσίου που στελεχώνονται με αστυνομικό προσωπικό.

ε) Οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, οι Γενικοί Περιφερειακοί Αστυνομικοί Διευθυντές, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας και ο Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας Επισήμων και Ευπαθών Στόχων, αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και τον βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή και διενεργήθηκαν από αξιωματικούς των Υπηρεσιών της δικαιοδοσίας τους.».

20. Στο άρθρο 31 του π.δ. 120/2008 προστίθεται παρ. 6 ως εξής:

«6. Δεν μεταβάλλεται η αποφασιστική αρμοδιότητα επί των Ε.Δ.Ε. του άρθρου 26 από τον βαθμό που αποκτά ο εγκαλούμενος συνεπεία της αποστρατείας του.».

21. Ο τίτλος του άρθρου 32 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 32 «Γνωματεύσεις και πράξη κατ’ άρθρο 38 ή 39 του παρόντος επί των πορισμάτων των διοικητικών εξετάσεων».

22. Στην παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 120/2008 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Ομοίως, η πράξη κατ’ άρθρο 38 ή 39 του παρόντος, επί της διοικητικής εξέτασης ενσωματώνεται επί του πορίσματος και, σε περίπτωση διαφωνίας, πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς.».

23. Στο άρθρο 33 του π.δ. 120/2008 προστίθεται παρ. 5 ως εξής:

«5. Στις διοικητικές εξετάσεις, στις οποίες έχει ενσωματωθεί ποινική δικογραφία από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφάλειας ή άλλη ανακριτική αρχή, εξετάζονται συμπληρωματικά μόνο οι μάρτυρες που κρίνεται απολύτως αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού της πειθαρχικής δικογραφίας και ιδίως οι καταγγέλλοντες ή οι παθόντες.».

24. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 34 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Τα πειθαρχικά συμβούλια, πλην του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, συγκροτούνται από την ημερομηνία κύρωσης των πινάκων ετήσιων κρίσεων των Αστυνόμων Α΄ μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία καθορίζεται η αρμοδιότητά τους και ορίζονται τα τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη τους με ετήσια θητεία.».

25. Η παρ. 6 του άρθρου 34 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Καθήκοντα εισηγητή του Ανώτερου και Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελεί μέλος του που ορίζεται από τον πρόεδρο και καθήκοντα γραμματέα, ανώτερος Αξιωματικός που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησής τους. Καθήκοντα εισηγητή στα πειθαρχικά συμβούλια της παρ. 4 των περ. γ και δ εκτελεί το νεότερο κατά σειρά αρχαιότητας μέλος των πειθαρχικών συμβουλίων, που έχει προταθεί από την Υπηρεσία και καθήκοντα γραμματέα ανώτερος ή κατώτερος αξιωματικός που ορίζονται μαζί με τον αναπληρωτή τους με την απόφαση συγκρότησής τους. Καθήκοντα εισηγητή και γραμματέα στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια εκτελεί το νεότερο κατά σειρά αρχαιότητας μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, που έχει προταθεί από την Υπηρεσία. Οι πρόεδροι και οι εισηγητές των μεν πειθαρχικών συμβουλίων των περ. α και β της παρ. 4 είναι αποκλειστικής απασχόλησης, των δε περ. γ και δ της ίδιας παραγράφου είναι μερικής απασχόλησης. Επίσης, κατά διακριτική ευχέρεια του οργάνου που συγκροτεί τα πειθαρχικά συμβούλια, δύναται να ορίζονται ως αποκλειστικής απασχόλησης οι γραμματείς και οι εισηγητές των πειθαρχικών συμβουλίων των περ. γ και δ της παρ. 4.».

26. Η περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 35 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) έχει τιμωρηθεί έστω και σε πρώτο βαθμό με ανώτερη πειθαρχική ποινή.».

27. Η παρ. 3 του άρθρου 36 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι Υπαστυνόμοι Α΄ επιβάλλουν την ποινή του προστίμου σε Υπαστυνόμους Β΄, εφόσον ασκούν διοίκηση.».

28. Η παρ. 3 του άρθρου 39 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η διαταγή παραπομπής ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου δεν ανακαλείται. Σε περίπτωση όμως που διαπιστωθούν σοβαρές ελλείψεις σε αυτή, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, δύναται να την ακυρώνει και να επιστρέφει την Ε.Δ.Ε. για εκ νέου εκδίκαση σύμφωνα με την παρ. 1.».

29. Η περ. α της παρ. 1 του άρθρου 41 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Να παρίσταται με ή διά δύο (2) το πολύ συνηγόρους κατά την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία.».

30. Στο άρθρο 48 του π.δ. 120/2008: α) αντικαθίστανται οι παρ. 2 και 3 και β) προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 48 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 48 Σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίκη

1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.

2. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη. Το πειθαρχικό όργανο μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου, στηρίζοντας την κρίση του στις διαφορετικές προϋποθέσεις που θέτουν οι ρυθμίσεις του πειθαρχικού δικαίου, για τη θεμελίωση της πειθαρχικής ευθύνης του διωκόμενου υπαλλήλου και την επιβολή πειθαρχικής ποινής και, πάντως, εφόσον το εν λόγω όργανο δεν αμφισβητεί την ποινική αθώωση του πειθαρχικώς διωκομένου, ούτε χρησιμοποιεί διατυπώσεις που υποδηλώνουν ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση η αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο.

3. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, όμως σε περίπτωση που κατά το αντίστοιχο ποινικό σκέλος διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή κύρια ανάκριση ή οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο ποινικού δικαστηρίου, οι αρμόδιοι κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μπορούν, με απόφασή τους, που ανακαλείται ελευθέρως, να διατάξουν, αν το κρίνουν αναγκαίο, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται αναστολή όταν το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας. Ο χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και είναι ανεξάρτητος από τον χρόνο αναστολής, που προβλέπεται από το άρθρο 7.

4. Οι Υπηρεσίες των αστυνομικών είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν και να αναφέρουν την πορεία των ποινικών υποθέσεών τους, καθώς και να αιτούνται αντίγραφα των ποινικών δικογραφιών, βουλευμάτων, εισαγγελικών διατάξεων, δικαστικών αποφάσεων κ.λπ., για να ενημερώνονται οι ατομικοί τους φάκελοι και να αποτελούν μέρος των πειθαρχικών δικογραφιών ή να συνεκτιμώνται εν γένει κατά τον διοικητικό χειρισμό ή την πειθαρχική εκδίκαση των υποθέσεών τους.».

31. Η παρ. 6 του άρθρου 49 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Σε κάθε περίπτωση, η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης δεν μπορεί να ζητηθεί μετά την παρέλευση δύο (2) ετών από την ημερομηνία που κατέστη αμετάκλητη η αθωωτική ή η καταδικαστική απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα.».

32. Στο άρθρο 49 του π.δ. 120/2008 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:

«7. Για την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης δεν προσμετράται στον χρόνο παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την τελεσιδικία της υπόθεσης από πειθαρχικής πλευράς μέχρι την ημερομηνία που κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση ή το σχετικό απαλλακτικό βούλευμα.».

33. Η περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 52 του π.δ. 120/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας για τις ποινές που επέβαλαν ή επικύρωσαν οι Διευθυντές των Υπηρεσιών που εποπτεύονται από αυτόν, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφάλειας, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας, οι Διευθυντές των Αυτοτελών Κεντρικών Υπηρεσιών και λοιπών Υπηρεσιών που δεν εποπτεύονται από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και τους Γενικούς Επιθεωρητές Αστυνομίας Βορείου και Νοτίου Ελλάδος, καθώς και για τις ποινές που επέβαλαν ή επικύρωσαν ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας Βορείου και Νοτίου Ελλάδος.».

34. Στην παρ. 3 του άρθρου 54 του π.δ. 120/2008 προστίθεται περ. γ ως εξής:

«γ) Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 6, που ρυθμίζει την εκτέλεση των ανώτερων πειθαρχικών ποινών σε βάρος των αποστράτων.».

35. Οι περ. α, β και δ της παρ. 1 του άρθρου 57 του π.δ. 120/2008 αντικαθίστανται ως εξής:

«α) Του άρθρου 10 του ν. 4938/2022 (Α΄ 109) και του άρθρου 164 του Κ.Π.Δ., που αναφέρονται στον πειθαρχικό έλεγχο του αστυνομικού προσωπικού για πειθαρχικά παραπτώματα που σχετίζονται με την εκτέλεση παραγγελιών των δικαστικών αρχών και την επίδοση ποινικών δικογράφων.»,

«β) Του άρθρου 27 του π.δ. 17/2024 (Α΄ 47), που αναφέρονται στην άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και την επιβολή κατώτερων πειθαρχικών ποινών στο αστυνομικό προσωπικό, που υπηρετεί στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.).»,

«δ) Του άρθρου 341 του ν. 4781/2021 (Α΄ 31) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της 1027/4/26−ιδ΄/16.06.2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη που αναφέρονται στον πειθαρχικό έλεγχο και την επιβολή κατώτερων πειθαρχικών ποινών στο αστυνομικό προσωπικό, που υπηρετεί στις διπλωματικές αρχές της Χώρας μας στο εξωτερικό.».

Άρθρο 2
Καταργούμενες διατάξεις
Η παρ. 7 του άρθρου 54 του π.δ. 120/2008 καταργείται.

Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 2024

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ