ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 959/1979

Περί της Ναυτικής Εταιρείας

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με το Ν.2987/2002
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ 192
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΗ 24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1979
Νόμος υπ΄ αριθμ. 959
Περί της Ναυτικής Εταιρείας

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Σύμπτυξη – Ανάπτυξη όλων  / ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΙΔΡΥΣΙΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – ΜΕΤΟΧΑΙ

Άρθρο 1.
1. Ναυτική εταιρεία είναι η εταιρεία που συνιστάται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κυριότητα ελληνικών εμπορικών πλοίων, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών ή ξένης σημαίας εμπορικών πλοίων, καθώς και την απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιρειών. Η σύστασις και άλλον τύπου εταιρειών κατά τας κειμένας διατάξεις με αντικείμενον τας εις την παρούσαν παράγραφον δραστηριότητας δεν αποκλείεται.

2. Προς επιδίωξιν του ανωτέρω σκοπού, η ναυτική εταιρεία, δύναται να συμμετέχη εις ετέρας ναυτικάς εταιρείας του παρόντος νόμου.

3. Η ναυτική εταιρεία είναι εμπορική.

4. Δέν θεωρούνται εμπορικά πλοία κατά την έννοιαν τής παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τα πλοία του Ν. 438/1976 “περί τουριστικών πλοίων και πλοιαρίων και ναυταθλητικών σκαφών και ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών θεμάτων επί πλοίων, ως και επί πλοιαρίων αναψυχής”.
Άρθρο 2.
1. Η σύμβασις περί ναυτικής εταιρείας (εταιρική σύμβασις) καταρτίζεται εγγράφως, καταχωρίζεται δε εις το μητρώον ναυτικών εταιρειών, κατά τας διατάξεις των άρθρων 50 έως 53 του παρόντος.

2. Διά της κατά την προηγουμένην παράγραφον καταχωρίσεως ή ναυτική εταιρεία αποκτά νομικήν προσωπικότητα.

3. Διά πράξεις, αι οποίαι ενηργήθησαν επ` ονόματι της υπό ίδρυσιν ναυτικής εταιρείας πρό της παρ` αυτής κτήσεως νομικής προσωπικότητος ευθύνονται εις ολόκληρον οι ενεργήσαντες αυτάς. Εάν όμως η εταιρεία εγκρίνη ταύτας, ευθύνεται μόνον αύτη.
Άρθρο 3.
1. Η σύμβασις ναυτικής εταιρείας, δέον επί ποινή ακυρότητος να προβλέπη:
α) περί της επωνυμίας, της έδρας, του σκοπού και της διαρκείας της εταιρείας,
β) περί τού εταιρικού κεφαλαίου και των μετοχών,
γ) Περί του διοικητικού συμβουλίου,
δ) Περί της γενικής συνελεύσεως,
ε) περί των δικαιωμάτων των μετόχων,
στ) περί διαλύσεως και εκκαθαρίσεως της περιουσίας της εταιρείας.

2. Η εταιρική σύμβασις, δέον νά καθορίζη τα μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Εις περίπτωσιν παραλείψεως,το πρώτον διοικητικόν συμβούλιον διορίζεται δι` ιδιαιτέρας πράξεως απάντων των μετόχων της εταιρείας.
Άρθρο 4.
1. Η Επωνυμία της ναυτικής εταιρείας, δέον να περιλαμβάνη διακριτικόν, το οποίον νύ αποκλείη την σύγχυσιν προς ετέραν εταιρείαν, ως και τας λέξεις “Ναυτική Εταιρεία” ή απλώς τα αρχικά τούτων γράμματα “Ν.Ε.”.

2. Η έδρα της εταιρείας ορίζεται εις δήμον ή κοινότητα της ελληνικής επικρατείας.

3. Η ναυτική εταιρεία συνιστάται δι` ωρισμένον χρόνον.
Άρθρο 5.
1. Το κεφάλαιον της ναυτικής εταιρίας αναλαμβάνεται υπό δύο τουλάχιστον ιδρυτών.

2. Το κεφάλαιον, δέον να καταβληθή εν όλω τοις μετρητοίς εντός δύο ημερών από της καταχωρήσεως της εταιρείας εις το μητρώον.

3. Ως ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο ορίζεται το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ ή το ισάξιο αυτών σε άλλο νόμισμα, κατά την επίσημη τιμή αυτού την ημέρα της καταχώρισης της εταιρείας στο μητρώο.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύφος του ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου.

4. Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί κατώτερη του ενός ευρώ ή του ισάξιού του σε άλλο νόμισμα, κατά την επίσημη τιμή αυτού την ημέρα της καταχώρισης της εταιρείας στο μητρώο.

5. Πάντα τα εκ της μετοχής δικαιώματα του μετόχου, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου, είναι ανάλογα προς το υπό της μετοχής αντιπροσωπευόμενον ποσοστόν κεφαλαίον.

6. Επιτρέπεται όπως διά της εταιρικής συμβάσεως ορίζωνται προνόμια υπέρ μετόχων ή μετοχών, ως και να προβλέπεται η έκδοσις προνομιούχων μετοχών μετά η άνευ ψήφου.

7. Η ευθύνη τού μετόχου περιορίζεται εις την ονομαστικήν αξίαν της μετοχής αυτού.
Άρθρο 6.
1. Άκυρος είναι ή σύστασις ναυτικής εταιρείας εάν η περί αυτής σύμβασις δεν πληροί τας προϋποθέσεις των άρθρων 1, 2 και 3 παράγραφος 1, του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 5 παράγραφοι 1, 2 και 3. Επίσης άκυρος είναι η σύστασις ναυτικής εταιρείας, εάν οιοσδήποτε των ιδρυτών εστερείτο της ικανότητος πρός δικαιοπραξίαν κατά τον χρόνον υπογραφής της εταιρικής συμβάσεως.

2. Επιφυλασσομένης της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου ή σύστασις ναυτικής εταιρείας εις ουδένα έτερον λόγον ακυρότητος, απολύτου ή σχετικής, υπόκειται.

3. Η ακυρότης κηρύσσεται διά δικαστικής αποφάσεως επί τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Η περί ακυρώσεως αγωγή στρέφεται κατά της εταιρείας.

4. Απόφασις κηρύττουσα άκυρον ναυτικήν εταιρείαν, αντιτάσσεται είς τρίτους μόνον κατά τα έν άρθρω 54 οριζόμενα.

5. Η κήρυξις ακυρότητος ναυτικής εταιρείας επάγεται την εκκαθάρισιν ταύτης κατά τα εις τα άρθρα 44 έως 47 οριζόμενα.

6. Η ακυρότης ναυτικής εταιρείας δεν επάγεται καθ` εαυτήν ακυρότητα των προς τρίτους υποχρεώσεων ουδέ των τρίτων προς την εταιρείαν, επιφυλασσομένων των περί εκκαθαρίσεως διατάξεων. Οι ιδρυταί ναυτικής εταιρείας υποχρεούνται εις καταβολήν του παρ` αυτών ανειλημμένου και μη καταβληθέντος κεφαλαίου, καθ` ο μέτρον αι προς τρίτους υποχρεώσεις καθιστούν τούτο αναγκαίον.
Άρθρο 7.
1. Αι μετοχαί της ναυτικής εταιρείας δύνανται να είναι μόνον ονομαστικαί ή μόνον ανώνυμοι.

2. Αι ανώνυμοι μετοχαί μεταβιβάζονται διά παραδόσεως του τίτλου.

3. Η μεταβίβασις των ονομαστικών μετοχών γίνεται δι’ εγγραφής εις το βιβλίον μετόχων. Η εγγραφή αύτη χρονολογείται και υπογράφεται υπό του μεταβιβάζοντος μετόχου και του προς ον η μεταβίβασις ή των πληρεξουσίων των. Μεθ` εκάστην μεταβίβασιν ονομαστικής μετοχής εκδίδεται νέος τίτλος ή επισημειούνται υπό της εταιρείας επί του υπάρχοντος τίτλου η γενομένη μεταβίβασις και τα ονοματεπώνυμα μετά των διευθύνσεων του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβασις. Έναντι της εταιρείας δικαιούχος ονομαστικής μετοχής θεωρείται ο εν τω βιβλίω μετόχων εγγεγραμμένος.

4. Οι μετοχές ναυτικών εταιρειών μπορεί να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο μόνο μετά από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και εφ’ όσον συντρέχουν οι υπόλοιποι όροι και προϋποθέσεις για την εισαγωγή μετοχών ανώνυμων εταιρειών στο Χρηματιστήριο. Ειδικότεροι όροι για την εισαγωγή και διαπραγμάτευση των μετοχών αυτών στο Χρηματιστήριο θα καθορισθούν με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Στην περίπτωση αυτήν η ναυτική εταιρεία υπέχει όλες τις υποχρεώσεις για έλεγχο από ορκωτούς λογιστές και δημοσιότητα οικονομικών καταστάσεων και άλλων στοιχείων, τις οποίες υπέχουν οι ανώνυμες εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.

5. Με την ίδια απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να ορισθεί άτι η διαπραγμάτευση των μετοχών ναυτικής εταιρείας στο Χρηματιστήριο γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε ξένο νόμισμα. Στην περίπτωση αυτή:
α. Στο κείμενο των μετοχών της ναυτικής εταιρείας αναγράφεται ότι η διαπραγμάτευση τους στο Χρηματιστήριο γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε ξένο νόμισμα.
β. Η δημόσια εγγραφή στις αυξήσεις κεφαλαίου της ναυτικής εταιρείας τόσο κατά την αρχική εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, όσο και κατά μεταγενέστερη της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο νεων μετοχών της ίδιας κατηγορίας, γίνεται απευθείας σε ελεύθερο συνάλλαγμα μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο και αναλαμβάνεται αυτούσιο από την εταιρεία.
γ. Η διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία των μετοχών στο Χρηματιστήριο γίνεται σε ελεύθερο συνάλλαγμα μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο θα καταβάλλεται απευθείας από τον αγοραστή στον πωλητή.
δ. Όλα τα έξοδα και προμήθεια τόσο για την εισαγωγή όσο και τη διαπραγμάτευση των μετοχών ναυτικής εταιρείας στο Χρηματιστήριο εξοφλούνται με την εισαγωγή ελεύθερου συναλλάγματος μη υποχρεωτικά εκχωρητέου στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Άρθρο 8.
Επιτρέπεται όπως διά της εταιρικής συμβάσεως επιβάλλωνται περιορισμοί εις την μεταβίβασιν των ονομαστικών μετοχών. Η σχετική διάταξις της εταιρικής συμβάσεως, δέον νύ αναγράφεται ολόκληρος επί της οπισθίας πλευράς του τίτλου.
Άρθρο 9.
1. Εις περίπτωσιν κλοπής, απωλείας ή καταστροφής τίτλου μετοχής δύναται να ζητηθή η ακύρωσις τούτου κατά την διαδικασίαν των άρθρων 843 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

2. Η απόφασις του δικαστηρίου επιδίδεται εις την εταιρείαν, η οποία υποχρεούται εις έκδοσιν νέου τίτλου εις αντικατάστασιν του ακυρωθέντος. Επί του νέου τίτλου γίνεται μνεία οτι ούτος εξεδόθη εις αντικατάστασιν ακυρωθέντος και σημειούται ο αριθμός της ακυρωσάσης τον αντικατασταθέντα τίτλον δικαστικής αποφάσεως.
Άρθρο 10.
1. Απαγορεύεται σε υπηκόους ή νομικά πρόσωπα κρατών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δεν ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο να αποκτούν εμπράγματα δικαιώματα επί μετοχών ναυτικής εταιρείας.

2. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να ορισθεί με την εταιρική σύμβαση ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορούν να αποκτούν μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο από το πενήντα τοις εκατό του εκάστοτε εταιρικού κεφαλαίου.

3. Κατά την έκδοση όλων των μετοχών αναγράφεται στην εμπρόσθια όψη τους αν μπορούν να μεταβιβασθούν ή όχι, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4. Από την απαγόρευση της παραγράφου 1 εξαιρείται η απόκτηση μετοχών αιτία θανάτου, λόγω γονικής παροχής ή αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης εξαιρείται η σύσταση ενεχύρου επί μετοχών ναυτικής εταιρείας για την εξασφάλιση απαιτήσεων κατά της εταιρείας ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων.
Οι εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής δεν θίγουν τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, ο οποίος κυρώθηκε με το ν.δ. 187/1973 (ΦΕΚ 261 Α), όπως αυτό ισχύει μετά το π.δ. 11/2000 (ΦΕΚ 11 Α’), οι οποίες έχουν σε κάθε περίπτωση εφαρμογή επί των πλοίων της εταιρείας.
Άρθρο 11.
1. Δύναται να ορισθή εις την εταιρικήν σύμβασιν ότι το διοικητικόν συμβούλιον ή η γενική συνέλευσις δικαιούνται νύ αυξάνουν το κεφάλαιον της εταιρείας μέχρι του ποσού, το οποίον αναγράφεται εις την εταιρικήν σύμβασιν, δι’ εκδόσεως νέων μετοχών. Η εταιρική σύμβασις δύναται να ορίζη τους όρους και τας προϋποθέσεις της τοιαύτης αυξήσεως του κεφαλαίου.

2. Αι κατά την ανωτέρω παράγραφον αυξήσεις του εταιρικού κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποιήσεις της εταιρικής συμβάσεως.

3. Εις πάσαν περίπτωσιν αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου παρέχεται δικαίωμα προτιμήσεως εφ` ολοκλήρου του νέου κεφαλαίου υπέρ των κατά τον χρόνον της τοιαύτης αυξήσεως μετόχων της εταιρείας κατύ αναλογίαν της συμμετοχής των εις το υφιστάμενον εταιρικόν κεφάλαιον. Εις περίπτωσιν μη ασκήσεως υπό τινος μετόχου του δικαιώματος προτιμήσεως εντός της προθεσμίας, η οποία ορίζεται υπό της εταιρικής συμβάσεως ή υπό της περί αυξήσεως αποφάσεως, αι μετοχαί, αι οποίαι δεν εκαλύφθησαν, προσφέρονται εις τους μετόχους, οι οποίοι ήσκησαν το δικαίωμά των, κατ’ αναλογίαν της συμμετοχής των εις το υφιστάμενον εταιρικόν κεφάλαιον. Κατ` εξαίρεσιν επιτρέπεται όπως η εταιρική σύμβασις ορίζη ότι ποσοστόν του νέου εταιρικού κεφαλαίου, διατίθεται κατά προτίμησιν εις το προσωπικόν της εταιρείας. Το τυχόν ακάλυπτον υπόλοιπον διατίθεται ελευθέρως υπό του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ

Άρθρο 12.
1. Η ναυτική εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, το οποίον απαρτίζεται εκ τριών τουλάχιστον μελών.

2. Νομικόν πρόσωπον εκλεγόμενον ή οριζόμενον μέλος διοικητικού συμβουλίου οφείλει να υποδείξη αμελλητί τον εκπρόσωπόν του.
Άρθρο 13.
1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ορίζονται διά της εταιρικής συμβάσεως ή εκλέγονται δι’ αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.

2. Η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι τριετής, εκτός εάν άλλως η εταιρική σύμβασις ορίζη. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι πάντοτε ελευθέρως ανακλητά και επανεκλέξιμα. Εάν λήξη η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου και δι’ οιονδήποτε λόγον δεν εκλεγή νέον διοικητικόν συμβούλιον, η θητεία του παλαιού παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρις εκλογής νέου.

3. Κενωθείσης θέσεως μέλους του διοικητικού συμβουλίου ένεκα παραιτήσεως, θανάτου, εκπτώσεως ή εξοιουδήποτε λόγου, τα αναπομένοντα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, εφ` όσον είναι τουλάχιστον δύο, εκλέγουν προσωρινώς σύμβουλον μέχρι λήξεως της θητείας του αντικατασταθέντος. Η τοιαύτη εκλογή υποβάλλεται προς έγκρισιν εις την αμέσως επομένην γενικήν συνέλευσιν. Αι πράξεις των ούτως εκλεγομένων συμβούλων είναι έγκυροι, έστω και αν έτι η εκλογή των δεν ήθελεν εγκριθή υπό της γενικής συνελεύσεως.

4. Η εταιρική σύμβασις δύναται να ορίση ότι ωρισμένος μέτοχος ή μέτοχοι δύναται να διορίσουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου ουχί όμως πέραν του ενός τρίτου του προβλεπομένου συνολικού αριθμού αυτών, ορίζουσα άμα και τας προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος. Η άσκησις του δικαιώματος τούτου πρέπει να πραγματοποιήται προ της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου υπό της γενικής συνελεύσεως, περιοριζομένης, εν τη περιπτώσει ταύτη, εις την εκλογήν των υπολοίπων συμβούλων. Οι ασκήσαντες το ανωτέρω δικαίωμα γνωστοποιούν τον διορισμόν των συμβούλων των εις την εταιρείαν προ της συνεδριάσεως της γενικής συνελεύσεως και δεν συμμετέχουν εις την εκλογήν του υπολοίπου συμβουλίου. Οι ούτως οριζόμενοι σύμβουλοι δύνανται ν’ ανακληθούν οποτεδήποτε υπό του έχοντος το δικαίωμα του διορισμού των και να αντικαθίστανται δι’ άλλων. Ενεκα σπουδαίου λόγον εγκειμένου εις το πρόσωπον του διορισθέντος, δύναται το Μονομελές Πρωτοδικείον της περιφερείας, εις την οποίαν εδρεύει η εταιρεία τη αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, να ανακαλέση τούτον.

5. Εν περιπτώσει μεταβολής του αριθμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου διατηρείται υποχρεωτικώς η υφισταμένη εν τη εταιρική συμβάσει αναλογία ιδιαιτέρας εν αυτώ εκπροσωπήσεως.
Άρθρο 14.
1. Επιτρέπεται όπως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου τυγχάνουν ταυτοχρόνως μέλη διοικητικών συμβουλίων ετέρων ναυτικών εταιρειών.

2. Παν μέλος του διοικητικού συμβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας διά παν πταίσμα.
Άρθρο 15.
Η ναυτική εταιρεία δύναται να συμβάλλεται ελευθέρως μετά των ιδρυτών, των μετόχων, των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των υπαλλήλων της, ενεργούντων ατομικώς ή ως εκπροσώπων ετέρου νομικού ή φυσικού προσώπου.
Άρθρο 16.
1. Το Διοικητικόν συμβούλιον συνέρχεται εις την έδραν της εταιρείας.

2. Επιτρέπεται όπως δι` αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται έτερος τόπος συνεδριάσεως, είτε εις την ημεδαπήν, είτε εις την αλλοδαπήν.

3. Το διοικητικόν συμβούλιον συγκαλείται υπό του προέδρου αυτού. Ο πρόεδρος του διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούται να συγκαλέση το διοικητικόν συμβούλιον, εάν ζητηθή τούτο εγγράφως υπό μέλους αυτού. Εις την αίτησιν, δέον να ορίζωνται τα προς συζήτησιν θέματα. Εάν η αίτησις δεν γίνη δεκτή, ή παρέλθη άπρακτος εικοσαήμερος προθεσμία από της υποβολής της, το διοικητικόν συμβούλιον συγκαλείται δι’ αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Η απόφασις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δέον να ορίζη και τα προς συζήτησιν θέματα.
Άρθρο 17.
1. Εφ’ όσον η εταιρική σύμβασις δεν ορίζει ηυξημένην πλειοψηφίαν, αι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται δι’ απολύτου πλειοψηφίας των παρόντων και αντιπροσωπευομένων μελών.

2. Αι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρίζονται εις πρακτικόν υπογραφόμενον υπό των παραστάντων μελών του ή των αντιπροσώπων αυτών.

3. Η προσυπογραφή πρακτικού υπό πάντων των μελών του ή των αντιπροσώπων των, ισοδυναμεί προς απόφασιν του διοικητικού συμβουλίου.

4. Αντίγραφα και αποσπάσματα των πρακτικών επικυρούνται υπό του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου ή υπό του προς τούτο υπό του διοικητικού συμβουλίου οριζομένου συμβούλου ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου.
Άρθρο 18.
1. Το διοικητικόν συμβούλιον συνεδριάζει εγκύρως εάν παρίσταται ή αντιπροσωπεύεται το ήμισυ πλέον ενός των μελών του, ουδέποτε όμως ο αριθμός των παρόντων ή των αντιπροσωπευομένων συμβούλων δύναται να είναι κατώτερος των τριών. Προς εξεύρεσιν του αριθμού της απαρτίας παραλείπεται το τυχόν κλάσμα.

2. Εκαστος σύμβουλος δύναται ν` αντιπροσωπεύη μόνον έναν εισέτι σύμβουλον.

3. Η αντιπροσώπευσις εις το διοικητικόν συμβούλιον δύναται να ανατεθή και εις μη μέλη του. Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
Άρθρο 19.
1. Το διοικητικόν συμβούλιον είναι αρμόδιον ν` αποφασίζη επί παντός θέματος αφορώντος εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας, περιλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων και πάσης εμπραγμάτου ασφαλείας υπέρ ετέρων φυσικών ή νομικών προσώπων.

2. Της αρμοδιότητος του διοικητικού συμβουλίου εξαιρούνται μόνον θέματα, άτινα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου ή της εταιρικής συμβάσεως υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως.
Άρθρο 20.
1. Το διοικητικόν συμβούλιον δύναται ν` αναθέτη εν όλω ή εν μέρει, δι’ αποφάσεως αυτού, την άσκησιν των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του εις εν ή και περισσότερα μέλη του ή εις τρίτους, καθορίζον άμα και την έκτασιν των εξουσιών τούτων.

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απόφασις, δέον να καταχωρίζεται εις το μητρώον των ναυτικών εταιρειών.

3. Αι πράξεις των οργάνων της εταιρείας εντός των ορίων της κατά νόμον εξουσίας των δεσμεύουν την εταιρείαν έναντι τρίτων, έστω και αν έτι αι πράξεις αύται κείνται εκτός του εταιρικού σκοπού.

4. Περιορισμοί της εξουσίας οργάνου της εταιρείας πηγάζοντες εκ της εταιρικής συμβάσεως ή θεμελιούμενοι εις απόφασιν της γενικής συνελεύσεως δεν αντιτάσσονται προς τρίτους έστω και αν έχουν καταχωρισθή εις το μητρώον ναυτικών εταιρειών.

5. Αι εις το μητρώον καταχωρίσεις και τα βάσει τούτων εκδιδόμενα πιστοποιητικά αποτελούν πλήρη απόδειξιν περί των εκπροσώπων της Εταιρείας.
Άρθρο 21.
Η αμοιβή των μελών του διοικητικού συμβουλίου διά τας προς την εταιρείαν υπηρεσίας των καθορίζεται υπό της γενικής συνελεύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ ΓΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ

Άρθρο 22.
1. Η γενική συνέλευσις συνέρχεται τουλάχιστον άπαξ καθ` εταιρικήν χρήσιν.

2. Η γενική συνέλευσις συνέρχεται είτε εις την έδραν της εταιρείας είτε εις έτερον τόπον, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται υπό της εταιρικής συμβάσεως.
Άρθρο 23.
1. Η γενική συνέλευσις καλείται προ τριάκοντα τουλάχιστον ημερών.

2. Η πρόσκλησις δέον να αναφέρη τον ακριβή τόπον, την χρονολογίαν και την ώραν της συνεδριάσεως, ως και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως.

3. Η πρόσκλησις της γενικής συνελεύσεως δημοσιεύεται εις τινά ημερησίαν εφημερίδα του Πειραιώς και Αθηνών. Εαν εις την έδραν της εταιρείας εκδίδεται ημερησία εφημερίς η πρόσκλησις δημοσιεύεται και εις ταύτην.

4. Εάν η εταιρεία έχη εκδώσει ονομαστικάς μετοχάς, αντί δημοσιεύσεως, η πρόσκλησις ταχυδρομείται επί αποδείξει εις την εν τω βιβλίω μετόχων αναγραφομένην διεύθυνσιν εκάστου τούτων.

5. Η μη τήρησις των κατά το άρθρον διατυπώσεων καλύπτεται, εφ` όσον παρίστανται ή εκπροσωπούνται πάντες οι μέτοχοι.
Άρθρο 24.
Πας μέτοχος δικαιούται να μετάσχη της γενικής συνελεύσεως εάν έχη καταθέσει τας μετοχάς του προ της συνελεύσεως εις Τράπεζαν τινα και προσκομίζη την σχετικήν απόδειξιν ή προσκομίζη τας μετοχάς του εις την συνέλευσιν.
Άρθρο 25.
1. Η γενική συνέλευσις ευρίσκεται εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται κατ` αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες πλέον του ημίσεος του εταιρικού κεφαλαίου.

2. Μη συντελεσθείσης απαρτίας, η γενική συνέλευσις συνέρχεται εκ νέου την εικοστήν από της χρονολογίας ματαιωθείσης συνεδριάσεως, ημέραν και εάν αύτη είναι αργία ή εξαιρετέα, την επομένην εργάσιμον ημέραν, άνευ προσκλήσεως ή δημοσιεύσεως ευρίσκεται δε κατά την επαναληπτικήν ταύτην συνεδρίασιν, εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως, επί των θεμάτων της αρχικής ημερησίας διατάξεως, οιονδήποτε και αν είναι το κατύ αυτήν εκπροσωπούμενον εταιρικόν κεφάλαιον.

3. Η εταιρική σύμβασις δύναται να καθορίζη αποφάσεις διά την λήψιν των οποίων απαιτείται μείζων απαρτία.
Άρθρο 26.
1. Εκάστη μετοχή παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου, πλήν των άνευ ψήφου προνομιούχων.

2. Συμβάσεις μετόχων ναυτικής εταιρείας μεταξύ των περί της ψήφου αυτών εις τας γενικάς συνελεύσεις επιτρέπονται.
Άρθρο 27.
1. Αι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως λαμβάνονται κατ` απόλυτον πλειοψηφίαν των εν αυτή εκπροσωπουμένων και δικαιουμένων ψήφου μετοχών, επιφυλασσομένης της περιπτ. β` της παρ. 1 του άρθρου 41 του παρόντος.

2. Η εταιρική σύμβασις δύναται να ορίζη αποφάσεις διά την λήψιν των οποίων απαιτείται μείζων πλειοψηφία.

3. Ομόφωνος απόφασις των μετόχων, των εκπροσωπούντων τον όλον αριθμόν των δικαιουμένων ψήφου μετοχών, απαιτείται διά την τροποποίησιν της εταιρικής συμβάσεως προς τον σκοπόν :
α) επιβολής περιορισμού εις την μεταβίβασιν ονομαστικών μετοχών.
β) παροχής δυνατότητος κτήσεως μετοχών παρ’ αλλοδαπών κατ’ άρθρον 10 παράγραφος 2.

4. Διά την κατάργησιν προνομίου υπέρ μετόχου ή μετοχών απαιτείται ομόφωνος απόφασις των δικαιούχων των προνομίων εις ιδιαιτέραν συνέλευσιν.
Άρθρο 28.
Η γενική συνέλευσις των μετόχων είναι το ανώτατον όργανον της εταιρείας και αποφασίζει περί πάσης εταιρικής υποθέσεως. Αι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως υποχρεώνουν και τους απόντας ή διαφωνούντας μετόχους.
Άρθρο 29.
Η γενική συνέλευσις είναι μόνη αρμοδία ν’ αποφασίζη υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 11, των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 13 και της παραγράφου 4 του άρθρου 27, περί:
α) των τροποποιήσεων της Εταιρικής Συμβάσεως,
β) εκλογής μελών του διοικητικού συμβουλίου,
γ) ανακλήσεως μελών του διοικητικού συμβουλίου,
δ) εγκρίσεως του ισολογισμού ή της κατά το άρθρον 35 λογιστικής καταστάσεως και διαθέσεως των κερδών,
ε) συγχωνεύσεως, παραστάσεως ή διαλύσεως της εταιρείας,
στ) διορισμού εκκαθαριστών, και
ζ) απαλλαγής των μελών του διοικητικού συμβουλίου από πάσης ευθύνης.
Άρθρο 30.
Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου το διοικητικόν συμβούλιον οφείλει να παρέχη εις την γενικήν συνέλευσιν πληροφορίας περί των υποθέσεων της εταιρείας. Εάν αι πληροφορίαι δεν παρασχεθούν, το Μονομελές Πρωτοδικείον της έδρας της εταιρείας, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, διατάσσει την παροχήν των πληροφοριών.
Άρθρο 31.
1. Απόφασις της γενικής συνελεύσεως αντικειμένη εις τον νόμον ή την εταιρικήν σύμβασιν είναι άκυρος.

2. Η ακυρότης κηρύσσεται υπό του Μονομελούς Πρωτοδικείου, της έδρας της εταιρείας, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας επί τη αιτήσει του διοικητικού συμβουλίου ή μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου εάν ούτοι δεν συνήνεσαν εις την λήψιν της αποφάσεως ή δεν παρέστησαν εις την γενικήν συνέλευσιν.

3. Η προς ακύρωσιν αίτησις στρεφομένη κατά της εταιρείας δέον να εγερθή εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήκοντα ημερών από της λήψεως της αποφάσεως.
Άρθρο 32.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καλούμενα, μετέχουν των συζητήσεων της γενικής συνελεύσεως, εις την λήψιν όμως των αποφάσεων συμμετέχουν μόνον εάν τυγχάνουν μέτοχοι ή εκπρόσωποι μετόχων.
Άρθρο 33.
1. Αι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως καταχωρίζονται εις πρακτικόν υπογραφόμενον υπό των παραστάντων μετόχων ή των αντιπροσώπων των. Εις περίπτωσιν αρνήσεώς τινος να υπογράψη το πρακτικόν γίνεται μνεία εις τούτο.

2. Έκαστος των μετόχων δικαιούται να ζητήση την καταχώρισιν εις τα πρακτικά περιλήψεως της δηλωθείσης κατά την γενικήν συνέλευσιν απόψεώς του.

3. Η προσυπογραφή πρακτικού υπό πάντων των μετόχων ή των αντιπροσώπων των ισοδυναμεί προς απόφασιν της γενικής συνελεύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΣ ΚΕΡΔΩΝ

Άρθρο 34.
1. Η εταιρική χρήσις είναι δωδεκαμήνου διαρκείας. Η εταιρική χρήσις λήγει την τριακοστήν Ιουνίου ή την τριακοστήν πρώτην Δεκεμβρίου εκάστου έτους ως η εταιρική σύμβασις ορίζει.

2. Εξαιρετικώς η πρώτη εταιρική χρήσις δύναται να ορισθή δια διάστημα μη υπερβαίνον τους είκοσι τέσσαρας (24) μήνας.
Άρθρο 35.
1. Εις το τέλος εκάστης εταιρικής χρήσεως το διοικητικόν συμβούλιον συντάσσει ισολογισμόν ή λογιστικήν κατάστασιν, εμφαίνουσαν την εις δεδομένον χρόνον οικονομικήν θέσιν της εταιρείας, επί τη βάσει των υπό της εταιρείας τηρουμένων βιβλίων, εκτός αν άλλως η εταιρική σύμβασις ορίζη.

2. Η τήρησις των βιβλίων και η σύνταξις του ισολογισμού ή της λογιστικής καταστάσεως γίνονται εις το νόμισμα εις το οποίον είναι εκπεφρασμένον το κεφάλαιον της εταιρείας.

3. Τα βιβλία ταύτα τηρούνται εις την ελληνικήν γλώσσαν, δύνανται όμως να τηρούνται και εις ετέραν γλώσσαν, εφ’ όσον περί αυτού προβλέπει η εταιρική σύμβασις ή απόφασης της γενικής συνελεύσεως.
Άρθρο 36.
Το γνήσιον των υπογραφών επί της εταιρικής συμβάσεως, αντιγράφων ή αποσπασμάτων αποφάσεων οργάνων ναυτικής εταιρείας, δύναται να βεβαιούται και υπό συμβολαιογράφων.
Άρθρο 37.
Τα καθαρά κέρδη διατίθενται μετ’ απόφασιν της γενικής συνελεύσεως ελευθέρως, άνευ υποχρεώσεως προς διανομήν μερίσματος ή σχηματισμόν αποθεματικού, εκτός εάν άλλως ή εταιρική σύμβασις ορίζη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΟΨΗΦΙΑΣ

Άρθρο 38.
1. Η εταιρική σύμβασις δύναται να ορίζη, ότι η έγκρισις του ισολογισμού ή της λογιστικής καταστάσεως της εταιρείας δεν επιτρέπεται εάν ταύτα δεν έχουν προηγουμένως, ελεγχθή υπό ανεξαρτήτων ελεγκτών και η έκθεσις αυτών δεν συνυποβάλλεται μετά του ισολογισμού ή των λογιστικών καταστάσεων της εταιρείας.

2. Οι ελεγκταί προσλαμβάνονται εκ του Σώματος Ορκωτών Λογιστών ή εξ ωργανωμένων ελεγκτικών επιχειρήσεων δι’ αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως.

3. Οι ελεγκταί ευθύνονται έναντι της εταιρείας και των μετόχων διά παν πταίσμα.
Άρθρο 39.
1. Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου το διοικητικόν συμβούλιον συγκαλεί υποχρεωτικώς την γενικήν συνέλευσιν εντός είκοσι (20) ημερών από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Εάν η αίτησις δεν γίνη δεκτή η γενική συνέλευσις της εταιρείας συγκαλείται δι’ αποφάσεως, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

2. Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου η λήψις αποφάσεως υπό της γενικής συνελεύσεως επί τινος θέματος της ημερησίας διατάξεως αναβάλλεται άπαξ διά δέκα (10) το πολύ ημέρας.
Άρθρο 40.
1. Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων τα 3/20 του εταιρικού κεφαλαίου το Μονομελές Πρωτοδικείον της έδρας της εταιρείας, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, δύναται να διατάξη έλεγχον της εταιρείας, εάν πιθανολογούνται αταξίαι περί την διαχείρισιν των υποθέσεων αυτής.

2. Διά της αποφάσεώς του το Δικαστήριον ορίζει τους ελεγκτάς ως και τον χρόνον εντός του οποίου δέον να έχουν περατώσει τον έλεγχον. Διά της αυτής αποφάσεως το Δικαστήριον διατάσσει και παν έτερον πρόσφορον μέτρον διά την διεξαγωγήν του ελέγχου.

3. Διαταχθείσης της διεξαγωγής ελέγχου το διοικητικόν συμβούλιον υποχρεούται να συνδράμη την διεξαγωγήν αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΚΤΟΝ ΛΥΣΙΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΙΣ

Άρθρο 41.
1. Η ναυτική εταιρεία λύεται :
α) άμα τη λήξει του χρόνου της διαρκείας της,
β) δι` αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας του όλου αριθμού των δικαιουμένων ψήφου μετοχών,
γ) διά της κηρύξεως αυτής εις πτώχευσιν.

2. Η συγκέντρωσις πασών των μετοχών εις εν πρόσωπον δεν αποτελεί λόγον λύσεως της ναυτικής εταιρείας.
Άρθρο 42.
Η ναυτική εταιρεία λύεται δι’ αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας εάν η εταιρεία επιδιώκη σκοπόν διάφορον του οριζομένου εις το άρθρον 1.
Άρθρο 43.
Εάν η εταιρεία ελύθη λόγω παρόδου του χρόνου διαρκείας αυτής, δύναται αύτη να αναβιώση δι` αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως λαμβανομένης εντός προθεσμίας ενός έτους από της λύσεώς της εφ` όσον δεν ήρχισεν η διανομή της εταιρικής περιουσίας. Εις την περίπτωσιν ταύτην η εταιρεία λογίζεται μηδέποτε λυθείσα.
Άρθρο 44.
1. Η ναυτική εταιρεία άμα τη λύσει αυτής, πλην της περιπτώσεως της πτωχεύσεως, περιέρχεται εις κατάστασιν εκκαθαρίσεως.

2. Η εταιρεία λογίζεται υφισταμένη μόνον διά τον σκοπόν της εκκαθαρίσεως.

3. Η γενική συνέλευσις των μετόχων εξακολουθεί λειτουργούσα.
Άρθρο 45.
1. Η εκκαθάρισις γίνεται υπό εκκαθαριστού ή εκκαθαριστών εκλεγομένων υπό της γενικής συνελεύσεως, εφ’ όσον δεν ορίζονται τοιούτοι υπό της εταιρικής συμβάσεως.

2. Η γενική συνέλευσις δικαιούται οποτεδήποτε εις ανάκλησιν των εκκαθαριστών και διορισμόν νέων.

3. Από του διορισμού εκκαθαριστών παύει η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας.
Άρθρο 46.
Οι εκκαθαρισταί διά τας ανάγκας της εκκαθαρίσεως, επέχουν θέσιν διοικητικού συμβουλίου, εφαρμοζομένων αναλόγως των περί τούτων διατάξεων.
Άρθρο 47.
1. Οι εκκαθαρισταί υποχρεούνται να προκαλέσουν αμελλητί σημείωσιν περί της λύσεως της εταιρείας και της θέσεως αυτής εις εκκαθάρισιν εις το μητρώον ναυτικών εταιρειών.

2. Οι εκκαθαρισταί ενεργούν απογραφήν της περιουσίας, προβαίνουν εις πάσαν πράξιν αναγκαίαν προς ρευστοποίησιν της περιουσίας ικανοποιούν τους δανειστάς και καταβάλλουν το περίσσευμα εις τους μετόχους της εταιρείας.

3. Εάν η εκκαθάρισις διαρκέση διάστημα μείζον του έτους οι εκκαθαρισταί υποχρεούνται να συγκαλούν την γενικήν συνέλευσιν των μετόχων και να υποβάλλουν εις ταύτην τους μέχρι της συγκλήσεώς της λογαριασμούς της εκκαθαρίσεως.

4. Οι εκκαθαρισταί υποχρεούνται να προκαλέσουν αμελλητί σημείωσιν περί του πέρατος της εκκαθαρίσεως εις το μητρώον ναυτικών εταιρειών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ ΜΗΤΡΩΟΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Άρθρο 48.
1. Συνιστάται Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών, υπαγομένη εις το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας.

2. Η υπηρεσία αύτη επανδρούται διά τον κάτωθι προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, αυξανομένων αντιστοίχως των οργανικών θέσεων αυτού.
α) Πλωτάρχαι : εις
β) Υποπλοίαρχοι : εις
γ) Ανθυπασπισταί : εις
δ) Επικελευσταί : εις
ε) Λιμενοφύλακες : εις

3. Διά Προεδρικού Διατάγματος θέλουν ρυθμισθή τα της εν γένει οργανώσεως και διεξαγωγής της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών.
Άρθρο 49.
Η τήρησις του μητρώου τελεί υπό την εποπτείαν του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Άρθρο 50.
1. Εις το κατά το προηγούμενον άρθρον μητρώον καταχωρίζονται πάσαι αι ναυτικαί εταιρείαι του παρόντος νόμου.

2. Η υποβαλλομένη προς καταχώρισιν εις το Μητρώον εταιρική σύμβασις δέον όπως φέρη θεώρησιν του γνησίου των υπογραφών των ιδρυτών, υπό Δημοσίας Αρχής ή συμβολαιογράφου. Θεώρησις του γνησίου των υπογραφών υπό Δημοσίας Αρχής ή συμβολαιογράφου απαιτείται και διά παν έτερον έγγραφον υποβαλλόμενον προς καταχώρισιν εις το Μητρώον.
Άρθρο 51.
Το μητρώον απαρτίζεται εκ:
α) του βιβλίου μητρώου ναυτικών εταιρειών
β) του φακέλλου εκάστης εταιρείας
γ) της μερίδος εκάστης εταιρείας και
δ) του ευρετηρίου των εταιρειών.
Άρθρο 52.
1. Εις το βιβλίον μητρώου καταχωρίζεται κατά χρονολογικήν σειράν η επωνυμία πάσης ναυτικής εταιρείας, γενομένης δεκτής προς καταχώρισιν. Αι καταχωριζόμεναι εταιρείαι αριθμούνται, ο δε αριθμός καταχωρίσεως (αριθμός μητρώου της εταιρείας) αναγράφεται εις τον φάκελλον και την μερίδα της εταιρείας. Ο αριθμός ούτος ωσαύτως μνημονεύεται εις παν έγγραφον υποβαλλόμενον προς καταχώρισιν εις την υπηρεσίαν μητρώου, ως και εις παν έγγραφον ή πιστοποιητικόν προερχόμενον εκ της υπηρεσίας μητρώου. Οι αριθμοί μητρώου διαλυθεισών εταιρειών δεν δύναται να δοθούν εις νέας εταιρείας.

2. Εις τον φάκελλον της εταιρείας τηρούνται η εταιρική σύμβασις ως και άπαντα τα έγγραφα τα υποβαλλόμενα προς αναγραφήν εις την μερίδα της εταιρείας.

3. Στη μερίδα της εταιρείας αναγράφονται, αμέσως μετά την καταχώριση της, η χρονολογία της εταιρικής σύμβασης, η επωνυμία, η έδρα, η διάρκεια και η διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και το κεφάλαιο της. Επίσης αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα, οι διευθύνσεις της κατοικίας, οι αριθμοί των δελτίων αστυνομικής ταυτότητας ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων ταυτότητας που εκδίδονται με βάση την ειδική νομοθεσία κάθε χώρας και οι αριθμοί φορολογικού μητρώου των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των προσώπων τα οποία από κοινού ή χωριστά εκπροσωπούν την εταιρεία δικαστικά και εξώδικα και δεσμεύουν αυτήν έναντι τρίτων, καθώς και του προσώπου που είναι εξουσιοδοτημένο για την παραλαβή των εγγράφων που κοινοποιούνται προς την εταιρεία. Μεταγενέστερες μεταβολές των ανωτέρω σημειώνονται στη μερίδα της εταιρείας αμέσως μετά την υποβολή των σχετικών εγγράφων. Τροποποιήσεις της εταιρικής συμβάσεως σημειώνονται στη μερίδα της εταιρείας αμέσως μετά την υποβολή αντιγράφου της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, καθώς και ολόκληρου του κειμένου των τροποποιούμενων άρθρων της εταιρικής σύμβασης. Στη μερίδα της εταιρείας σημειώνονται επίσης η διάλυση της εταιρείας, ο διορισμός ή η αντικατάσταση εκκαθαριστών, η περί αναβίωσης της εταιρείας απόφαση της γενικής συνέλευσης, καθώς και κάθε δικαστική απόφαση, αναφερόμενη στην κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση, στο διορισμό ή αντικατάσταση συνδίκου, καθώς και κάθε άλλη πράξη ή γεγονός του οποίου τη σημείωση προβλέπει ο νόμος.

4. Το ευρετήριον των εταιρειών τηρείται κατ` αλφαβητικήν σειράν αναγραφομένης της ακριβούς επωνυμίας της εταιρείας. Διά την τήρησιν του ευρετηρίου δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν αι υποχρεωτικώς περιεχόμεναι εις την επωνυμίαν της εταιρείας λέξεις “Ναυτική Εταιρεία” ή τα αρχικά γράμματα “Ν.Ε.”. Εναντι της επωνυμίας δέον να αναγράφεται ο αριθμός μητρώου της εταιρείας.

5. Οι φάκελλοι και αι μερίδες ταξινομούνται επί τη βάσει του αριθμού μητρώου της εταιρείας.
Άρθρο 53.
1. Επί τη υποβολή της εταιρικής συμβάσεως ο τηρών το μητρώον οφείλει να καταχωρίση την εταιρείαν εις το βιβλίον μητρώου και ν’ ανοίξη φάκελλον και μερίδα της εταιρείας, εφ’ όσον η εταιρεία συνεστήθη νομοτύπως.

2. Εάν ο τηρών το μητρώον αμφιβάλη διά το νομότυπον της εταιρικής συμβάσεως δεν προβαίνει εις την καταχώρισιν, αλλά παραπέμπει την σύμβασιν εις τον Προϊστάμενον Πρωτοδικείου Πειραιώς, ειδοποιών περί τούτον εγγράφως τους ιδρυτάς της εταιρείας. Η καταχώρισις της εταιρείας εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν γίνεται μόνον μετά πράξιν του Προϊσταμένου Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατ’ απορριπτικής πράξεως του Προϊσταμένου Πρωτοδικείου Πειραιώς επιτρέπεται προσφυγή εις το Πολυμελές Πρωτοδικείον Πειραιώς, κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

3. Τα οριζόμενα εις την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί τροποποιήσεων τής εταιρικής συμβάσεως ή μεταβολής εις την εκπροσώπησιν αυτής ως και εις την περίπτωσιν πάσης ετέρας πράξεως ή γεγονότος καταχωριτέου εις το μητρώον.

4. Για την καταχώριση της εταιρικής συμβάσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προκαταβάλλεται πάγιο τέλος εξακοσίων πενήντα ευρώ.
Για τις λοιπές καταχωρίσεις προκαταβάλλεται τέλος εξήντα πέντε ευρώ για καθεμία καταχώριση.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος και να καθορίζεται η διαδικασία καταβολής και είσπραξης των ανωτέρω τελών, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Άρθρο 54.
1. Η ναυτική εταιρεία δεν δύναται να αντιτάξη εις τρίτους πράξεις ή γεγονότα μη αναγραφόμενα εις την μερίδα της, εκτός εάν αποδεικνύη ότι ο τρίτος ετέλει εν γνώσει τούτων.

2. Πράξεις ή γεγονότα αναγραφόμενα εις το μητρώον δεν αντιτάσσονται εις τρίτους προ της παρόδου δέκα πέντε (15) ημερών από της αναγραφής, εφ’ όσον οι τρίτοι αποδεικνύουν ότι δεν ήτο δυνατόν να τελούν εν γνώσει τούτων.

3. Οι τρίτοι δύνανται να επικαλούνται πράξεις ή εγγραφάς διά τας οποίας αι διατυπώσεις δημοσιότητος δεν ετελειώθησαν εισέτι εκτός εάν η έλλειψις της δημοσιότητος τας καθιστά ανισχύρους.
Άρθρο 55.
Το μητρώον ναυτικών εταιρειών είναι δημόσιον έγγραφον. Η εξέτασις αυτού κατά τας εργασίμους ώρας και η λήψις αντιγράφων είναι ελευθέρα.
Άρθρο 56.
Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας καθορισθήσεται ο ακριβής τύπος των εις το άρθρον 51 προβλεπομένων βιβλίων μητρώου, φακέλλων, μερίδων και ευρετηρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57.
1. Ανώνυμοι Εταιρείαι και Ειδικαί Ανώνυμοι Ναυτιλιακαί Εταιρείαι, υφιστάμεναι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος, δύνανται να μετατραπούν εις Ναυτικάς Εταιρείας δι’ αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως των μετόχων των, λαμβανομένης κατά τας διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 29 και της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κωδικοποιημένου Νόμου 2190/1920. Διά της περί μετατροπής αποφάσεως δέον να προσαρμόζεται το καταστατικόν της μετατρεπομένης εταιρείας, εις τας διατάξεις του παρόντος.

2. Η περί μετατροπής απόφασις μετά του καταστατικού προσηρμοσμένου ως άνω, καταχωρίζεται εις το μητρώον ναυτικών εταιρειών, ανακοίνωσις δε περί τούτου δημοσιεύεται εις το Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

3. Από της συντελέσεως των ως άνω διατυπώσεων η μετατρεπομένη εταιρεία συνεχίζεται ως Ναυτική Εταιρεία.

4. Μετατροπή ναυτικής εταιρείας εις εταιρείαν ετέρας μορφής δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 58.
1. Αι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 27/1975 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, εφαρμόζονται και επί της Ναυτικής Εταιρείας εφ’ όσον είναι πλοιοκτήτρια, ως και των μετόχων αυτής. Αι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του Α.Ν. 148/1967 “περί μέτρων προς ενίσχυσιν της κεφαλαιαγοράς” εφαρμόζονται και επί της Ναυτικής Εταιρείας του παρόντος νόμου.

2. Απαλλάσσονται παντός φόρου τέλους και οιασδήποτε ετέρας επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων:
α) Η διανομή κερδών και το καθαρόν προϊόν της εκκαθαρίσεως αυτής,
β) η ανάληψις κεφαλαίου και αι σχετικαί εξοφλητικαί αποδείξεις,
γ) αι εγγραφαί εις τα υπό της εταιρείας τηρούμενα βιβλία, τα δικαιολογητικά και άλλα έγγραφα τα αφορώντα εις πράξεις ενεργηθείσας υπό της εταιρείας εν τη αλλοδαπή και εισερχόμενα εν Ελλάδι,
δ) αι καταθέσεις και τα προς την εταιρείαν δάνεια των μετόχων,
ε) η κεφαλαιοποίησις των κερδών και
στ) η μη ανάληψις υπό των μετόχων των εις πίστωσίν των κερδών.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται επί Ναυτικών Εταιρειών, αι οποίαι διαχειρίζονται ή εκμεταλλεύονται πλοία ανήκοντα εις τρίτους, καθ` όσον αφορά τας εκ του φόρου εισοδήματος φορολογικάς υποχρεώσεις αυτών. Αι απαλλαγαί από τέλη χαρτοσήμου αι προβλεπόμεναι υπό των περιπτώσεων γ, δ και στ της προηγουμένης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν επί των Ναυτικών Εταιρειών του προηγουμένου εδαφίου.

4. Εξαιρέσει των Ναυτικών Εταιρειών αι οποίαι διαχειρίζονται ή εκμεταλλεύονται πλοία ανήκοντα εις τρίτους, αι οποίαι έχουν απάσας τας υπό του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων απορρεούσας υποχρεώσεις, αι λοιπαί Ναυτικαί Εταιρείαι, του παρόντος νόμου, πλοιοκτήτριαι πλοίων, υποχρεούνται μόνον να τηρούν εις την ελληνικήν βιβλίον εσόδων – εξόδων, να εκδίδουν, να λαμβάνουν και να διαφυλάσσουν τα υπό του Κώδικος τούτου παραστατικά των συναλλαγών των ως και να υποβάλλουν εις τον Οικονοικόν Εφορον τας υπό του Κώδικος τούτου προβλεπομένας δηλώσεις και φορολογικά στοιχεία.

5. Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 35 του παρόντος, δεν εφαρμόζονται επί Ναυτικών Εταιρειών ασχολουμένων με την διαχείρισιν ή εκμετάλλευσιν πλοίων ανηκόντων εις τρίτους, διά τας οποίας ισχύουν αι διατάξεις του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων.
Άρθρο 59.
Αι διατάξεις των άρθρων 76, 342 έως 784 του Αστικού Κώδικος, των άρθρων 18 έως 64 του Εμπορικού Νόμου, ως και του Κωδικοποιημένου Νόμου 2190/1920, ως τροποποιηθείς ισχύει, δεν εφαρμόζονται επί Ναυτικών Εταιρειών.
Άρθρο 60.
Ναυτικαί Εταιρείαι δύνανται να υπαχθούν εις τας διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 ως ούτος συνεπληρώθη και ετροποποιήθη διά του Α.Ν. 378/68, Ν. 27/1975 και Ν. 814/1978.
Άρθρο 61.
Οι προσωρινοί ή οριστικοί τίτλοι μετοχών ναυτικής εταιρείας εξάγονται εις την αλλοδαπήν και εισάγονται εις την ημεδαπήν ελευθέρως.
Άρθρο 62.
Η εν άρθρω 48 παρ. 1 Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών εδρεύει εν Πειραιεί.
Άρθρο 63.
Τιμωρείται διά φυλακίσεως και διά χρηματικής ποινής τουλάχιστον τριακοσίων ευρώ:
1. Οστις συναλλάσσεται ως εκπροσωπών ή αντιπροσωπεύων ναυτικήν εταιρείαν περί της οποίας δεν έχει καταρτισθή η εταιρική σύμβασις κατά τον χρόνον της συνάψεως της συναλλαγής.
2. Οστις εκδίδει πλαστές αποδείξεις περί καταθέσεως μετοχών παρά Τραπέζη ή ποιείται χρήσιν πλαστών αποδείξεων ή άλλων πλαστών εγγράφων προς άσκησιν εν τη γενική συνελεύσει των μετόχων του δικαιώματος ψήφου.
3.Οστις άνευ εξουσιοδοτήσεως μετέχει εν ψηφοφορία γενικής συνελεύσεως των μετόχων παριστάμενος ως κύριος μετοχών μη ανηκουσών αυτώ.
4. Πας ελεγκτής όστις δεν ήθελε τηρήσει απόλυτον εχεμύθειαν περί των παρ’ αυτού παρατηρηθέντων εν τη λειτουργία της εταιρείας.
5. Παν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ή πας όστις ασκεί εν όλω ή εν μέρει εξουσίας ή αρμοδιότητας του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος εκ προθέσεως παρακωλύει ή δεν συνδράμει την διεξαγωγήν ελέγχου διαταχθέντος υπό του δικαστηρίου συμφώνως προς το άρθρον 40 του παρόντος, ή δεν παραδίδει εις τους υπό του δικαστηρίου διορισθέντας ελεγκτάς κατεχόμενα υπ’ αυτού έγγραφα αφορώντα την διαχείρισιν των εταιρικών υποθέσεων.
Άρθρο 64.
Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να καθορίζεται όριον ηλικίας εγγραφής πλοίων εις ελληνικά νηολόγια κατά κατηγορίας πλοίων.
Άρθρο 65.
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται δύο (2) μήνες μετά την δημοσίευσίν του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ’ Ημών, σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

 

Εν Αθήναις τη 18 Αυγούστου 1979

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.

Εν Αθήναις τη 21 Αυγούστου 1979

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ