Νόμος 947 ΦΕΚ Α΄ 169/26.7.1979
Περί οικιστικών περιοχών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρθον 1
Σκοπός.
Διά του παρόντος νόμου σκοπείται ο καθορισμός της εννοίας και των λειτουργιών της οικιστικής περιοχής, των όρων και προϋποθέσεων, ως και της διαδικασίας διά τον χαρακτηρισμόν, οριοθέτησιν και γενικήν πολεοδομικην διαρρύθμισιν και ανάπτυξιν ταύτης. Επίσης σκοπείται ο καθορισμός των όρων και του τρόπου συμμετοχής των ιδιοκτητών των περιλαμβανομένων εις την οικιστικήν περιοχήν ακινήτων εις την δημιουργίαν των κοινοχρήστων χώρων και την εκτέλεσιν των βασικών πολεοδομικών έργων διά την εξασφάλισιν της λειτουργικότητος και της αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής.

Άρθρθον 2
Εννοια οικιστικής περιοχής

1. Ως οικιστική περιοχή χαρακτηρίζεται διά του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 του παρόντος νόμου προεδρικού διατάγματος εδαφική έκτασις, η οποία, ως εκ της θέσεώς της και της φυσικής διαμορφώσεως του εδάφους και των κρατουσών εις αυτήν συνθηκών, δύναται να χρησιμοποιηθή προς οικοδόμησιν και την δι` αυτής εξυπηρέτησιν της διαβιώσεως και της ωργανωμένης κοινωνικής ζωής και παραγωγικής δραστηριότητος του ανθρώπου.

2. Η οικιστική περιοχή δύναται να περιλαμβάνη και εξυπηρετή μίαν ή πλείονας χρήσεις γης, ως αύται καθορίζονται εις το επόμενον άρθρον.

3. Εις την έννοιαν της οικιστικής περιοχής δεν περιλαμβάνονται εκτάσεις υπαγόμεναι εις ίδιον νομοθετικόν καθεστώς, αποκλείον την χρήσιν των προς οικιστικούς σκοπούς.

Άρθρθον 3
Χρήσεις γης

1. Αι χρήσεις γης εντός των οικιστικών περιοχών, προσδιοριζόμεναι εκ της κατά κύριον λόγον επιβαλλομένης ή επιτρεπομένης πολεοδομικής λειτουργίας εκάστης, ως και εκ της προοπτικής αναπτύξεως της οικιστικής περιοχής εις το μέλλον, διακρίνονται εις γενικάς και ειδικάς.

2. Αι γενικαί χρήσεις γης, αποτελούσαι το πλαίσιον της διαμορφώσεως της περιοχής και διακρίσεως των βασικών λειτουργιών αυτής, καθορίζονται διά του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος περί χαρακτηρισμού της περιοχής ως οικιστικής και είναι αι εξής :
α) Κατοικία, εξυπηρετούσα υφύ οιανδήποτε μορφήν την ανάγκην μονίμου στεγάσεως των εν τη περιοχή διαβιούντων και τας απαραιτήτους διοικητικάς και κοινωνικάς λειτουργίας προς ικανοποίησιν των καθ` ημέραν αναγκών τούτων.
β) Επαγγελματική εγκατάστασις, εξυπηρετούσα την λειτουργίαν βιομηχανικών ή εμπορικών εγκαταστάσεων ή άλλας επαγγελματικάς απασχολήσεις ή οικονομικάς εν γένει δραστηριότητας.
γ) Πολεοδομικά κέντρα, εξυπηρετούντα συγκεντρωμένας δημοσίας υπηρεσίας και επιχειρηματικάς ή επαγγελματικάς δραστηριότητας, συμπληρωματικώς δε και την ανάγκην της εις τους αυτούς χώρους κατοικίας.
δ) Ιδιαίτεραι χρήσεις, αναφερόμεναι εις συγκεκριμένας αυτοτελείς λειτουργίας της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
ε) Μικταί χρήσεις, αναφερόμεναι εις χώρους εις τους οποίους η δόμησις εξυπηρετεί συγχρόνως δύο ή πλείονας ειδικάς χρήσεις εκ των περιλαμβανομένων εις τας υπό στοιχεία α έως και δ γενικάς χρήσεις.
στ) Ελεύθεροι χώροι.

3. Αι ειδικαί χρήσεις γης, εις τας οποίας υποδιαιρούνται αα εν τη συγκεκριμένη οικιστική περιοχή προβλεπόμεναι γενικαί χρήσεις, ορίζονται διά του κατά άρθρα 32, 44 ή 52 προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης της οικείας ζώνης της οικιστικής περιοχής. Κατύ εξαίρεσιν, διά του προεδρικού διατάγματος περί χαρακτηρισμού της περιοχής ως οικιστικής, είναι πάντως δυνατόν νά προβλέπωνται συγκεκριμέναι ειδικαί χρήσεις γης.

Άρθρθον 4
Περιεχόμενον ειδικών χρήσεων

1. Αι ειδικαί χρήσεις γης, αι οποιαί υπάγονται εις μίαν εκάστην των εν τω προηγουμένω άρθρω γενικών χρήσεων, και το περιεχόμενον εκάστης τούτων, προσδιοριζόμενον εκ της κατα κύριον λόγον εξυπηρετουμένης Δι’ αυτών ειδικωτέρας ανάγκης, καθορίζονται διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει, των Υπουργών Συντονισμού και Δημοσίων ύΕργων μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.

2. Εις την κατά τα άρθρα 32, 44 και 52 πολεοδομικήν μελέτην είναι δυνατόν να προβλεφθούν ωρισμένα μόνον εκ των στοιχείων των ειδικών χρήσεων γης ή να προβλεφθούν ειδικαί απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις, αφορώσαι εις την προστασίαν του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, ή εις την μείζονα ασφάλειαν ή λειτουργικότητα των οικοδομών, ή δικαιολογούμεναι εξ ιδιαιτέρων πολεοδομικών λόγων. Αι ως άνω απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις δύναται να αφορούν και εις τμήματα των οικοπέδων, ως και εις τμήματα ή ορόφους των κτιρίων.

3. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις δύναται να συμπληρωθούν ή αναθεωρηθούν μετά την εγκρίσιν της πολεοδομικής μελέτης, δι` ιδίου προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Δημοσίων ύΕργων, εφύ όσον συντρέχουν ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι.

4. Μεταξύ των ελευθέρων χώρων δύναται να κατατάσσωνται και χώροι προς μελλοντικόν καθορισμόν επί τω τέλει εξυπηρετήσεως πολεοδομικών αναγκών του μέλλοντος. Μέχρι του καθορισμού τούτου, ενεργουμένου διά προεδρικού διατάγματος συμπληρούντος την οικείαν πολεοδομικήν μελέτην, απαγορεύεται η κατάτμησις των υφισταμένων ιδιοκτησιών, επιτρέπεται όμως η σύμφωνος προς τον μέχρι του ως είρηται χαρακτηρισμού των περί ων πρόκειται χώρων προορισμόν χρήσις των, ως και διά κατοικίαν, επί τη βάσει των εκτός σχεδίου όρων δομήσεως εφύ όσον δεν συντρέχη νόμιμος λόγος αναστολής των οικοδομικών εργασιών επί τη βάσει ειδικών διατάξεων.

Άρθρθον 5
Καθορισμός συντελεστή δόμησης κλπ οικιστικών περιοχών.

1. Διά τον καθορισμόν συντελεστού δομήσεως εις τας κατά τον παρόντα νόμον χαρακτηριζομένας ως οικιστικάς περιοχάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου 880/1979 “περί καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως και ετέρων τινών διαρρυθμίσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας”. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Συντογισμού και Δημοσίων ύΕργων δύνανται να καθορίζωνται εντός των ορίων του ως άνω νόμον Δι’ άπασαν την Χώραν και κατά γενικάς ή και ειδικάς χρήσεις γης τα ανώτατα μεγέθη της επιτρεπομένης εκμεταλλεύσεως των οικοδομησίμων χώρων, ήτοι ο συντελεστής δομήσεως ή ο συντελεστής της κατ` όγκον εκμεταλλεύσεως και το ποσοστόν καλύψεως των οικοπέδων.

2. Διά των κατά τα άρθρα 32 παρ. 2, 44 παρ. 1 και 52 παρ. 2 προεδρικών διαταγμάτων καθορίζονται κατά ειδικάς χρήσεις γης ο αριθμός των επιτρεπομένων ορόφων ή το ανώτατον επιτρεπόμενον ύψος των οικοδομών, δύναται δε να τίθενται μεγέθη τής επιτρεπομένης εν τη συγκεκριμένη οικιστική περιοχή εκμεταλλεύσεως των οικοδομησίμων χώρων ως προς ωρισμένας χρήσεις κατώτερα των διά του κατά την προηγουμένην παράγραφον προεδρικού διατάγματος γενικώς ισχυόντων. Διά των αυτών ως άνω προεδρικών διαταγμάτων περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης δύναται επίσης να καθορίζωνται εντός των ορίων των διαληφθέντων μεγεθών, τα μέγιστα και ελάχιστα όρια εμβαδού κατ` όροφον, ή όγκου και ύψους των κτιρίων. Τα κατά την παρούσαν παράγραφον μεγέθη δύνανται να ορίζωνται και κατά τμήματα ή οικοδομικά τετράγωνα ή μεμονωμένα οικόπεδα της περιοχής, εφύ όσον τούτο επιβάλλεται εκ της διαμορφώσεως του εδάφους ή της ανάγκης προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλογτος, ή εξ άλλων ιδιαιτέρων πολεοδομικών λόγων.

Άρθρθον 6
Τρόποι οικιστικής αναπτύξεως

1. Η ανάπτυξις ή αναμόρφωσις περιοχής χαρακτηριζομένης ως οικιστικής δύναται να γίνη εν συνόλω ή κατά ζώνας :
α) Διά της ασκήσεως ενεργού πολεοδομίας.
β) Διά της διενεργείας άστικον αναδασμού.
γ) Διά της θεσπίσεως γενικών όρων σχηματισμού οικοπέδων και δομήσεως επ` αυτών.

2. Περιοχαί εφύ ων υφίσταται εγκεκριμένον σχέδιον πόλεως ή οικισμοί προ του 1923 μη ενταχθέντες εις τοιούτον σχέδιον, διέπονται υπό των περί τούτων κειμένων διατάξεων εκτός αν αύται, εν όλω ή κατά τμήματα, ήθελον υπαχθή προς αναμόρφωσιν αυτών Δι’ ενός ή πλειόνων των εν τη προηγουμένη παραγράφω τρόπων, εις τας διατάξεις του παρόντος κατά την κατωτέρω οριζομένην διαδικασίαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Αναγνώρισις περιοχής ως οικιστικής

Άρθρθον 7
Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως

1. Διά τον χαρακτηρισμόν περιοχής τινος ως οικιστικής απαιτείται όπως αύτη κριθή κατάλληλος προς οικιστικήν ανάπτυξιν, εν όψει της θέσεως, της ιδιομοφίας του εδάφους και των κρατουσών εις αυτήν, ως και εις την ευρυτέραν περιοχήν συνθηκών, επί τη βάσει των γενικών αρχών της πολεοδομίας και του τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδιασμού. Αποκλείεται ο χαρακτηρισμός περιοχής ως οικιστικής, εφ` όσον ούτος θα ήτο ιδιαιτέρως επιβλαβής διά την εθνικήν οικονομίαν ή το φυσικόν ή πολιτιστικόν περιβάλλον.

2. Η έκτασις της χαρακτηριζομένης ως οικιστικής περιοχής προσδιορίζεται εκ των υφισταμένων κατά τον χρόνον του χαρακτηρισμού τούτου, ως και των προβλεπομένων αναγκών.

3. Εάν εντός περιοχής τινος υπάρχουν δημόσια ή ιδιωτικά δάση ή δασικαί εκτάσεις, ο χαρακτηρισμός αυτής ως οικιστικής επιτρέπεται υπό τον όρον της διατηρήσεως του δασικού χαρακτήρος τούτων και της επύ αυτών εφαρμογής της περί προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων νομοθεσίας. Εις την περίπτωσιν ταύτην, τα προεδρικά διατάγματα περί χαρακτηρισμού της περιοχής ώς οικιστικής, ως και περί εγκρίσεως της οικείας πολεοδομικής μελέτης εκδίδονται τη προτάσει και του Υπουργού Γεωργίας.

4. Τα κατά τους όρους της προηγουμένης παραγράφου ενταχθέντα εις οικιστικήν περιοχήν δημόσια δάση καθίστανται άλση, αι δε δημόσιαι δασικαί εκτάσεις δύναται να διαμορφωθούν εις άλση, πάρκα ή κήπους συμφώνως προς την πολεοδομικήν μελέτην. Η προς εξυπηρέτησιν κοινωφελών σκοπών ή προς οικοδόμησιν ή άλλην χρήσιν διάθεσις τμημάτων δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως επιτρέπεται υπό τους όρους και προϋποθέσεις της περί προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων νομοθεσίας. Προκειμένου περί ιδιωτικών δασών και ιδιωτικών δασικών εκτάσεων εντασσομένων εις οικιστικήν περιοχήν επιτρέπεται ο διά της οικείας πολεοδομικής μελέτης χαρακτηρισμός ως οικοδομησίμου χώρου επιφανείας αποτελούσης συνολικώς κατύ ανώτατον ορίον το δέκα επί τοίς εκατόν εκάστης δασικής ιδιοκτησίας. Το ποσοστόν τούτο δύναται να χαρακτηρισθή ως οικοδομήσιμος χώρος, είτε ως ενιαίος και συνεχής είτε διαχωριζόμενος εις τμήματα.
Εις την περίπτωσιν του διαχωρισμού του οικοδομησίμου χώρου εις τμήματα, ταύτα δεν δύναται να είναι πλείονα του ενός ανά χιλία στρέμματα δάσους ή δασικής εκτάσεως περιλαμβανομένου εις την οικιστικήν περιοχήν. Ο ως άνω ποσοστιαίος περιορισμός του δυναμένου να διατεθή προς οικοδόμησιν χώρου ισχύει και διά τα δημόσια δάση ή δασικάς εκτάσεις αι οποίαι εντάσσονται εις οικιστικάς περιοχάς κατά τα ανωτέρω. Ο συντελεστής δομήσεως εις τα κατά τα ανωτέρω ενταχθέντα εις οικιστικήν περιοχήν δάση ή δασικάς εκτάσεις, υπολογιζόμενος επί του χαρακτηριζομένου ως οικοδομησίμου χώρου, δεν δύναται να είναι μείζων της μονάδος.

Άρθρθον 8
Μελέτη οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως

1. Διά τον χαρακτηρισμόν περιοχής τινος ως οικιστικής απαιτείται προηγουμένως σύνταξις μελέτης περί της εν τη περιοχή υφισταμένης καταστάσεως και των προοπτικών της μελλοντικής εξελίξεως, ως και των μορφών και γενικών όρων της σχεδιαζομένης οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως.

2. Η μελέτη της οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως δέον να περιέχη:
α) ύΕκθεσιν περί της μορφολογίας του εδάφους και των ήδη εν λειτουργία χρήσεων αυτής ως και περί της θέσεως της περιοχής εν σχέσει προς υφιστάμενα αστικά κέντρα, οδικάς αρτηρίας, λιμένας, βιομηχανικά κέντρα ή άλλας εγκαταστάσεις.
β) ύΕκθεσιν περί της υφισταμένης πληθυσμιακής και οικιστικής καταστάσεως και περί των προοπτικών της δημογραφικής εξελίξεως και των δημίουργηθησομένων οικιστικών αναγκών κατά τα προσεχή τριάκοντα τουλάχιστον έτη από της συντάξεως της μελέτης.
γ) Τους προτεινομένους τρόπους και όρους αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής εν συναρτήσει προς τας εν τω προηγονμένω εδαφίω ανάγκας. Ειδικώτερον, αι προτάσεις αύται δέον να αναφέρωνται εις τας γενικάς χρήσεις γης και, ενδεχομένως, εις ειδικάς χρήσεις, εις τας οποίας διακρίνεται η όλη περιοχή, εις την επιλογήν των κατ` άρθρον 6 παρ. 1 τρόπων αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής διά καθορισμού των αντιστοίχων ζωνών, εις την κλιμάκωσιν της αναπτύξεως ή αναμορφώσεως κατά χρονικάς φάσεις, εν συνδυασμώ προς τας προβλεπομένας πληθυσμιακάς ή οικονομικάς εξελίξεις, να περιέχουν δε και εκτίμησιν των αναμενομένων επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και των αναπτυξιακών μεγεθών της περιοχής, ως και των οικονομικών βαρών εκ της πραγματώσεως των προτεινομένων λύσεων εν συνδυασμώ και προς τα αναμενόμενα οφέλη εκ του χαρακτηρισμού της περιοχής ως οικιστικής (έκθεσις περιβαλλοντικών και χωροταξικών επιπτώσεων).

3. Η ως άνω μελέτη δέον να συνοδεύηται υπό :
α) Σχεδιαγράμματος περιλαμβάνοντος τα όρια της υπό μελέτη οικιστικής περιοχής και απεικονίζοντος την υφισταμένην κατάστασιν μετά των επί του εδάφους βασικών στοιχείων (οδικόν δίκτυον, τεχνικά έργα, εγκαταστάσεις, υφιστάμενοι οίκισμοι κλπ.).
β) Σχεδιαγραμμάτων περί της επιδιωκομένης διαμορφώσεως της περιοχής (βασικοί τρόποι αναπτύξεως κατ` άρθρον 6, χρήσεις γης κατ` άρθρον 3, μείζονα τεχνικά έργα υποδομής, βασικά οδικά δίκτυα και έτερα κρίσιμα στοιχεία διά την διαμόρφωσιν του όλου χώρου).

4. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων δύνανται να καθορίζωνται γενικώς ή κατά κατηγορίας οικιστικών περιοχών, τα ειδικώτερα στοιχεία διά την σύνταξιν της ως άνω μελέτης και των συνοδευόντων αυτήν σχεδιαγραμμάτων, ως και τα είδη των τελευταίων, αναλόγως του περιεχομένου των.

Άρθρθον 9
Κίνησις διαδικασίας χαρακτηρισμού.
Η διαδικασία διά τον χαρακτηρισμόν περιοχής τινος ως οικιστικής δύναται να κινηθή : α) Είτε αυτεπαγγέλτως υπό του Υπουργείου Δημοσίων `Εργων, β) είτε κατόπιν προτάσεως του οικείου Δήμου ή Κοινότητος ή προτάσεως υποβαλλομένης υπό συνδέσμου Δήμων ή Κοινοτήτων, γ) είτε κατόπιν αιτήσεως ιδιώτου ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

Άρθρθον 10
Αυτεπάγγελτος διαδικασία

1. Η αυτεπάγγελτος διαδικασία άρχεται διά της εκδόσεως εντολής του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων ή του υπό τούτου εξουσιοδοτημένου προς την αρμοδίαν υπηρεσίαν προς σύνταξιν της κατά το άρθρον 8 μελέτης. Εις την εντολήν ταύτην διαγράφεται και οριοθετείται κατά προσέγγισιν η περιοχή εις ην δέον να αφορά η μελέτη. Η οριοθέτησις δεν είναι δεσμευτική διά την σύνταξιν της μελέτης ούτε διά τον τελικόν καθορισμόν των ορίων της οικιστικής περιοχής. Η σύνταξις της μελέτης δύναται να ανατεθή και εις νομικόν πρόσωπον εποπτευόμενον υπό του Υπουργείου Δημοσίων Εργων ή εις ιδιώτην μελετητήν ή εταιρείαν.

2. Μετά την σύνταξιν της μελέτης, αύτη εκτίθεται επί ένα μήνα εις την οικείαν Νομαρχίαν προς ενημέρωσιν παντός ενδιαφερομένου, αποστέλλεται δε και εις τον ή τους οικείους δήμους ή τας οικείας κοινότητας. Περί της εκθέσεως της μελέτης εις την Νομαρχίαν και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα δημοσιεύεται σχετική ειδοποίησις, περιέχουσα σύντομον περιγραφήν των ορίων της υπό μελέτην περιοχής, εις μίαν τουλάχιστον ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν τοπικήν εφημερίδα και εις μιαν ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών ή τής Θεσσαλονίκης. Προκειμένου περί μελέτης αφορώσης εις περιοχήν κειμένην εντός των ορίων των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, η ειδοποίησις δημοσιεύεται εις δύο ημερησίας εφημερίδας των πόλεων Αθηνών ή Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, ανακοινούται δε και διά των μέσων μαζικής ενημερώσεως του κοινον εις τρεις τουλάχιστον μεταδόσεις. Η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία αρχεταί από της τελευταίας δημοσιεύσεως.

3. Ο δήμος ή η κοινότης εκθέτει την ληφθείσαν μελέτην εις χώρον προσιτόν εις το κοινόν κατά τας εργασίμους ώρας επί ένα μήνα από της περιελεύσεώς της εις αυτόν ή αυτήν, του κοινού ειδοποιουμένου διά γενικής προσκλήσεως τοιχοκολλουμένης εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα. Της μελέτης δύναται πας ενδιαφερόμενος να λάβη αντίτυπον αντί τιμήματος καλύπτοντος τας δαπάνας της εκτυπώσεως ή φωτοτυπήσεως αυτής, είτε παρά του δήμου ή της κοινότητος είτε και παρά της οικείας Νομαρχίας.

4. Κατά της μελέτης δύνανται να διατυπωθούν υπό παντός ενδιαφερομένου ενστάσεις. Αι ενστάσεις υποβάλλονται εντός διμήνου από της κατά την παράγραφον 2 τελευταίας δημοσιεύσεως της περί της μελέτης ειδοποιήσεως εις διπλούν, του ενός αντιτύπου υποβαλλομένου εις την οικείαν Νομαρχίαν, του δε ετέρου εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα, δύνανται δε να αναφέρωνται είτε εις τας διαπιστώσεις ή την αποτύπωσιν της υφίσταμενης καταστάσεως, είτε εις το περιεχόμενον και τον τρόπον της διαγραφομένης οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως και τους όρους ταύτης. Η υποβολή της ενστάσεως δύναται να γίνη και διά συστημένης επιστολής παραδιδομένης προς αποστολήν εντός της αυτής ως άνω διμήνον προθεσμίας.

5. Εφ όσον διά την περιοχήν δεν υφίσταται ήδη εγκεκριμένον υπό του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος χωροταξικόν ή ρυθμιστικόν σχέδιον, η κατά τα άνω συνταχθείσα μελέτη κοινοποιείται μερίμνη της αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων προς το Υπουργείον Συντονισμού και το Υπουργείον Γεωργίας. Αντιρρήσεις του ενός ή αμφοτέρων των ως άνω Υπουργείων ως προς τον χαρακτηρισμόν της περιοχής ως οικιστικής κατά την ως άνω μελέτην διατυπούμεναι εντός μηνός από της περιελεύσεως της οικείας μελέτης εις ταύτα, επιλύονται υπό του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος. Εφύ όσον δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις εντός της ρηθείσης προθεσμίας υπό των Υπουργείων Συντονισμού ή Γεωργίας ή μετά την επίλυσιν τούτων, η ανωτέρω μελέτη αποστέλλεται και προς άλλας δημοσίας υπηρεσίας ή οργανισμούς κοινής ωφελείας, των οποίων ή δραστηριότης επεκτείνεται εντός της, υπό μελέτην οικιστικής περιοχής. Αι δημόσιαι αύται υπηρεσίαι καθώς και οι οργανισμοί κοινής ωφελείας, προς ους ενεργείται η ως άνω κοινοποίησις, καθορίζονται Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων γενικώς Δι’ άπασαν την επικράτειαν, υποχρεούνται δε όπως εντός διμήνου από της, κατά την παράγραφον 2 τελευταίας δημοσιεύσεως, διαβιβάσουν εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εις την οικείαν νομαρχίαν τας απόψεις των.

6. Μετά την πάροδον της προθεσμίας των ενστάσεων και εντός μηνός το βραδύτερον από ταύτης, αι εις την νομαρχίαν υποβληθείσαι ενστάσεις και τυχόν διαβιβασθείσαι απόψεις άλλων δημοσίων αρχών ή οργανισμών κοινής ωφελείας, διαβιβάζονται προς την συντάξασαν τήν μελέτην, ή κοινοποιήσασαν την υπό ιδιώτου συνταχθείσαν, υπηρεσίαν. Εντός της αυτής προθεσμίας αποστέλλει εις την αυτήν υπηρεσίαν και ο δήμος ή ή κοινότης γνωμοδότησιν του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου επί της αποσταλείσης προς τον δήμον ή κοινότητα μελέτης και των τυχόν κατ` αυτής διατυπωθεισών ενστάσεων, ως και των τυχόν διαβιβασθεισών απόψεων άλλων δημοσίων αρχών μετά δηλώσεως περί του αν αποδέχεται να αποτελέση τον φορέα ή να μετάσχη εις τον φορέα αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής. Η ως άνω υπηρεσία υποβάλλει την μελέτην, μετά των ως άνω αποσταλέντων εις αυτήν στοιχείων, ως και ιδίας συντόμον ητιολογημένης εκθέσεως εις το Συμβούλιον Δημοσίων ύΕργων, προς κρίσιν.

7. Η μη διενέργεια υπό του δήμου ή κοινότητος των εν παραγράφω 3 οριζομένων, ως και η μη διαβίβασις της εν παραγράφω 6 γνωμοδοτήσεως εντός της, κατά τα ανωτέρω προθεσμίας δεν παρακωλύει την πρόοδον της διαδικασίας.

Άρθρθον 11
Πρότασις Δήμου ή Κοινότητας.

1. Η πρότασις Δήμου ή Κοινότητος ή συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων, περί χαρακτηρισμού περιοχής, περικλειομένης εις τα όρια αυτών, ως οικιστικής, ερειδομένη επί σχετικής συμφώνου γνωμοδοτήσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και καθορίζουσα σαφώς τα όρια και την έκτασιν της εις ην η πρότασις αφορά περιοχής, υποβάλλεται προς το Υπουργείον Δημοσίων ύΕργων. Εν τη προτάσει ταύτη εκτίθενται μετά σαφηνείας και οι λόγοι οι επιβάλλοντες ή δικαιολογούντες την δημιουργίαν της οικιστικής περιοχής και την επιλογήν της θέσεως αυτής. Ο Υπουργός Δημοσίων ύΕργων δύναται, αντί της απορρίψεως της προτάσεως, να αποφασίση την αναβολήν της εξετάσεώς της εν όψει της τυχόν ανάγκης πολεοδομικού σχεδιασμού της μείζονος περιοχής εις ην ανήκει ο δήμος ή η κοινότης. Κατά τον τοιούτον σχεδιασμόν λαμβάνεται υπύ όψιν και η ως άνω πρότασις του δήμου ή της κοινότητος. Εν περιπτώσει απορρίψεως ή αναβολής εξετάσεως της προτάσεως ο δήμος ή η κοινότης δεν δύνανται να επανέλθουν επί ταύτης ή να υποβάλουν νέαν πρότασιν προ της παρελεύσεως διετίας πλην αν εκλείψουν οι λόγοι της αναβολής. Εάν η πρότασις γίνη κατύ αρχήν δεκτή υπό του Υπουργού, ο δήμος ή η κοινότης προς ην κοινοποιείται η σχετική απόφασις προβαίνει εις την σύνταξιν και υποβολήν της κατά το άρθρον 8 μελέτης κατά τα κατωτέρω. Διά την κατ αρχήν αποδοχήν της προτάσεως υπό του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων απαιτείται όπως προηγουμένως τηρηθή η υπό των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 προβλεπομένη διαδικασία.

2. Η μελέτη, συντασσομένη, είτε υπό των τεχνικών υπηρεσιών του δήμου ή της κοινότητος, είτε παρά ιδιώτου μελετητού ή εταιρείας μετά σχετικήν απόφασιν του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εκτίθεται επί ένα μήνα προς ενημέρωσιν του κοινού εις χώρον προσιτόν εις αυτό κατά τας εργασίμους ώρας, κοινοποιείται δε και προς τας ενδιαφερομένας δημοσίας υπηρεσίας και οργανισμούς κοινής ωφελείας. Το κοινόν ειδοποιείται διά γενικής προσκλήσεως τοιχοκολλουμένης εις τα δημοσιώτερα μέρη της πόλεως και δημοσιευομένης εις μίαν τουλάχιστον ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν τοπικήν εφημερίδα και εις μίαν ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Προκειμένου περί δήμων ή κοινοτήτων των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, η ειδοποίησις δημοσιεύεται εις δύο ημερησίας εφημερίδας των πόλεων Αθηνών ή Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, ανακοινούνται δε και διά των μέσων μαζικής ενημερώσεως εις τρεις τουλάχιστον μεταδόσεις. Η ως άνω μηνιαία προθεσμία άρχεται από της τελευταίας δημοσιεύσεως.

3. Αι, επί της μελέτης διατυπούμεναι ενστάσεις υποβάλλονται υπό των ενδιαφερομένων εις τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα εντός δύο μηνών από της ως είρηται τελευταίας δημοσιεύσεως. Εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας διαβιβάζονται προς τον οικείον δήμον ή κοινότητα και αι τυχόν απόψεις πάσης άλλης δημοσίας αρχής ή οργανισμού δημοσίας ωφελείας. Μετά την πάροδον της ως είρηται προθεσμίας εισάγονται εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον, εφύ όσον δε γίνουν εν όλω ή εν μέρει δεκταί, η μελέτη αναμορφούται και υποβάλλεται εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον προς διατύπωσιν της επ` αυτής συμφώνον γνωμοδοτήσεώς του, μεθ` ο υποβάλλεται εις το Υπουργείον Δημοσίων ύΕργων.

Άρθρθον 12
Αίτησις ιδιώτου ή νομικού προσώπου.
Η αίτησις ιδιώτου η νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου περί χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως οικιστικής υποβάλλεται εις το Υπουργείον Δημοσίων ύΕργων, συνοδευομένη υπό της, κατά το άρθρον 8 του παρόντος νόμου μελέτης και δηλώσεως των εν τη περιοχή ιδιοκτητών, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των ιδιοκτητών της περιοχής και των οποίων αι ιδιοκτησίαι καλύπτουν τα τρία τέταρτα τουλάχιστον της επιφανείας ταύτης, ότι συμφωνούν προς τον χαρακτηρισμόν της περιοχής ως οικιστικής και προς το περιεχόμενον της υποβαλλομένης μελέτης. Η μελέτη αύτη αποστέλλεται υπό της αρμοδίας υπηρεσίας εις την οικείαν νομαρχίαν, ως και εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα προς γνωμοδότησιν, τηρουμένων περαιτέρω των εις τας παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου 10 οριζομένων.

Άρθρθον 13
Κρίσεις Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.

1. Ο, κατά τα προηγούμενα άρθρα, σχηματισθείς φάκελλος της μελέτης μετά των ενστάσεων και της εκθέσεως της αρμοδίας υπηρεσίας εισάγεται εις το Συμβούλιον Δημοσίων Εργων προς γνωμοδότησιν.

2. Το Συμβούλιον Δημοσίων Εργων δύναται προ της οριστικής κρίσεως αυτού να ζητήση παρά της αρμοδίας υπηρεσίας ή του επισπεύδοντος Δήμου ή Κοινότητος ή ιδιώτου, την υποβολήν διευκρινήσεων ή συμπληρωματικών στοιχείων ή πληροφοριών ή την εκπόνησιν συμπληρωματικής μελέτης.

3. Το Συμβούλιον Δημοσίων Εργων δύναται, είτε να γνωμοδοτήση θετικώς ή αρνητικώς επί του σχεδίου ή προτάσεως ή αιτήσεως, είτε και να προτείνει επί μέρους τροποποιήσεις ή περιορισμόν των ορίων της οικιστικής περιοχής, ιδία εάν η έκτασις αυτή είναι δυσαναλόγως μεγάλη εν σχέσει προς την έκτασιν της ήδη υφισταμένης εν τη περιφερεία του αυτού Δήμου ή Κοινότητος αστικής περιοχής (υφισταμένου σχεδίου πόλεως) εν συνδυασμώ και προς τας οικιστικάς ανάγκας των κατοίκων, ή εάν ο χαρακτηρισμός της περιοχής ως οικιστικής αντίκειται προς τους όρους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Άρθρθον 14
Ενέργειαι Υπουργού

1. Ο Υπουργός Δημοσίων ύΕργων λαμβάνων υπύ όψιν τον σχηματισθέντα φάκελλον και δυνάμενος να αποδεχθή εν όλω ή και εν μέρει τας διατυπωθείσας προτάσεις ή γνωμοδοτήσεις, προκαλεί την έκδοσιν προεδρικού διατάγματος περί χαρακτηρισμού της περιοχής ως οικιστικής και καθορισμού των όρων αναπτύξεως αυτής. Μετά του διατάγματος δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Δ`) και τοπογραφικόν σχεδιάγραμμα της χαρακτηριζομένης ως οικιστικής περιοχής εν φωτοσμικρύνσει, εμφαίνον τα όρια της περιοχής και εκάστης εκ των κατύ άρθρον 6 ζωνών, καθώς και τας εν εκάστη ζώνη προβλεπομένας γενικάς χρήσεις γης. Από της δημοσιεύσεως ταύτης επέρχονται αι κατά το άρθρον 16 του παρόντος συνέπειαι.

2. Εάν ο Υπουργός κρίνη, εν όψει υποβληθεισών τυχόν ενστάσεων ή κατύ ιδίαν εκτίμησιν, ότι επιβάλλεται η ανασύνταξις της μελέτης επί διαφόρου πολεοδομικής βάσεως ή εκτάσεως, ακολουθείται εξ υπαρχής η εν άρθροις 10 έως 13 διαδικασία.

3. Η τυχόν απορριπτική υποβληθείσης μελέτης απόφασις του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη, κοινοποιείται δε προς τον υποβαλόντα την πρότασιν δήμον ή κοινότητα ή τον επισπεύδοντα ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον. Επίσης δέον να αιτιολογήται πάσα απόκλισις της τελικώς γινομένης αποδεκτής μελέτης από της σχετικής προτάσεως ή γνωμοδοτήσεως του οικείου δήμου ή κοινότητος.

4. Ο Υπουργός δύναται, πριν ή αποφασίση οριστικώς, να αναπέμψη το θέμα εις το Συμβούλιον Δημοσίων ύΕργων προς νέαν έρευναν, ιδία εφ` όσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι όροι αναπτύξεως της περιοχής ή η έκτασις αυτής θα προκαλέσουν δυσαναλόγως υψηλάς δαπάνας διά το Δημόσιον ή επιβλαβείς συνεπείας διά την εθνικήν οικονομίαν ή την προστασίαν του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Εις την περίπτωσιν ταύτην καλείται υποχρεωτικώς όπως μετάσχη της οικείας συνεδριάσεως του Συμβουλίου και εκπρόσωπος του οικείου δήμου ή κοινότητος μετά ψήφου. Αν η υπό χαρακτηρισμόν περιοχή εκτείνεται εις πλείονας των τριών δήμων ή κοινοτήτων οι εκπρόσωποι αυτών μέχρι τριών το πολύ ορίζονται υπό της οικείας ενώσεως δήμων και κοινοτήτων.

Άρθρθον 15
Αναστολή οικοδομικών εργασιών.

1. Αμα τη εκδόσει της, κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 10 εντολής, ή άμα τη υποβολή της, κατά τα άρθρα 11 και 12 προτάσεως ή αιτήσεως, ή και εν όψη της υποβολής τοιαύτης προτάσεως, ο Υπουργός Δημοσίων ύΕργων δύναται, δι` αποφάσεώς του δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να αναστείλη τας εν τη περιοχή εις ην αφορά η μελέτη οικοδομικάς εργασίας, ως και να απαγορεύση τας κατατμήσεις ιδιοκτησιών πέραν οριζομένον διά της αποφάσεώς του ορίου εμβαδού, διά χρονικόν διάστημα ενός έτους, δυνάμενον να παραταθή εν ανάγκη επί εν εισέτι έτος.
Αναστολή και απαγόρευσις κατατμήσεως δύναται να επιβληθή Δι’ ομοίας ως άνω αποφάσεως και μετά την έκδοσιν του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού Διατάγματος προκειμένου περί ζωνών αστικού αναδασμού και κανονιστικών όρων δομήσεως υπό τους ανωτέρω διαλαμβανομένους όρους.

2. Τα υπό της ως άνω αποφάσεως προβλεπόμενα όρια δεν έχουν δεσμευτικόν χαρακτήρα ως προς τον καθορισμόν των ορίων της οικιστικής περιοχής, δυναμένης να καταλάβη τελικώς μείζονα ή ελάσσονα έκτασιν.

3. Προκειμένου περί χώρων προς μελλοντικόν καθορισμόν της χρήσεώς των, τα κατά την παράγραφον 1 χρονικά όρια διπλασιάζονται.

Άρθρθον 16
Συνέπειαι.

1. Από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του, κατά το άρθρον 14 παρ. 1 Προεδρικού Διατάγματος περί χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως οικιστικής, επέρχονται αι ακόλουθοι συνέπειαι :
α) Πάσα δόμησις ως δομική εργασία εν τη περιοχή είναι επιτρεπτή μόνον εφ` όσον προβλέπεται ή είναι σύμφωνος προς τον διά την περιοχήν ταύτην ή την οικείαν ζώνην καθοριζόμενον τρόπον αναπτύξεως ή αναμορφώσεως και τας εν αυτή χρήσεις γης, κατά τους όρους της εκτός σχεδίου πόλεως δομήσεως.
β) Πάσα αδεία οικοδομής μη εκτελεσθείσα πλήρως υπόκειται υποχρεωτικώς εις αναθεώρησιν επί τω τέλει προσαρμογής της προς τον ως άνω τρόπον αναπτύξεως ή αναμορφώσεως και τας προβλεπομένας χρήσεις γης, μη θιγομένων πάντως των μέχρι της ημέρας της δημοσιεύσεως εκτελεσθεισών εργασιών κατασκευής του φέροντος οργανισμού.
γ) Είναι δυνατή η αναγκαστική απαλλοτρίωσις ιδιωτικών ακινήτων κειμένων εντός της χαρακτηριζομένης ως οικιστικής περιοχής κατά τα εν άρθρω 22 του παρόντος οριζόμενα.
δ) ύΑρχονται τρέχουσαι αι προθεσμίαι διά την πραγματοποίησιν των τυχόν προβλεπομένων επεμβατικών τρόπων αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής (ενεργού πολοδομίας, διεγεργείας αστικού αναδασμού) και την σύνταξιν της, διά τας οικείας ζώνας της οικιστικής περιοχής αναγκαίας πολεοδομικής μελέτης.
ε) Δημιουργείται η υποχρέωσις των ιδιοκτητών των εντός της οικιστικής περιοχής ακινήτων προς μεταβίβασιν εις το Δημόσιον ή τον υπό τούτου οριζόμενον φορέα του, κατά τα άρθρα 17 έως 19 του παρόντος οριζομένου ποσοστού της εις γην ιδιοκτησίαν των, ως και προς καταβολήν της, κατά το άρθρον 21 εις χρήμα εισφοράς.
στ) Αι δημόσιαι υπηρεσίαι, ως και οι οργανισμοί και αι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας υποχρεούνται όπως προσαρμόσουν τα προγράμματα και τα σχέδια αναπτύξεως των δικτύων υποδομής ή απαδοχής υπηρεσιών προς ικανοποίησιν των αναγκών της οικιστικής περιοχής, εν όψει των υπό της μελέτης διαγραφομένων όρων αναπτύξεως αυτής.
ζ) Δύο ή πλείονες δήμοι, ή κοινότητες, ή δήμοι και κοινότητες πέριλαμβανόμεναι εντός της οικιστικής περιοχής δύναται να συνενούνται εκουσίως ή και αναγκαστικώς εις ένα δήμον ή μίαν κοινότητα, περιλαμβάνουσαν τας περιφερείας όλων των συγχωνευομένων.
Εφ` όσον η τοιαύτη ένωσις δεν κρίνεται δυνατή εν όψει των υφισταμένων τοπικών συνθηκών ή εφύ όσον και μετά την ένωσιν ταύτην διατηρούνται πλείονες δήμοι ή κοινότητες εντός της οικιστικής περιοχής, οι εις την οικιστικήν περιοχήν περιλαμβανόμενοι δήμοι ή κοινότητες ή δήμοι και κοινότητες συνιστούν υποχρεωτικώς ένα ή πλείονας συνδέσμους έχοντας ως σκοπόν την αντιμετώπισιν των εκ της αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της οικιστικής περιοχής προκυπτόντων προβλημάτων. Η ως άνω συγχώνευσις ή η σύστασις συνδέσμου γίνεται επί τη βάσει των διατάξεων της περί δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας. Υφισταμένου τοιούτου συνδέσμου άπασαι αι, κατά τον παρόντα νόμον αρμοδιότητες ή ενέργειαι δήμων και κοινοτήτων ασκούνται υπύ αυτού ή απευθύνονται προς τούτον.

2. Από του, κατά τας ανωτέρω διατάξεις χαρακτηρισμού περιοχής τινος ενός ή πλειόνων Δήμων ή Κοινοτήτων ως οικιστικής, η δόμησις εις τας λοιπάς περιοχάς του αυτού δήμου ή κοινότητος, εξαιρουμένων των περιοχών εγκεκριμένων οχεδίων πόλεως και των προ του 1923 υφισταμένων οικισμών, Δι’ ας ισχύουν τα εν άρθρω 6 παρ. 2 οριζόμενα, επιτρέπεται, συμφώνως προς τας εκάστοτε κειμένας διατάξεις περί της εκτός σχεδίου πόλεως δομήσεως και μόνον εφ` όσον πρόκειται περί κατοικίας ή περί ειδικών εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας, ως και περί κτισμάτων και δομικών εν γένει εργασιών εξυπηρετουσών λειτουργικώς την, κατά τον προορισμόν αυτής εκμετάλλευσιν της γης εφύ ης η σκοπουμένη δόμησις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Συμμετοχή ιδιοκτησιών και αναγκαστική απαλλοτρίωσις αυτών.

Άρθρθον 17
Εισφορά εις γην.

1. Διά της εισφοράς εις γην, άπασαι αι εις περιοχήν το πρώτον χαρακτηριζομένην ως οικιστικήν περιλαμβανόμεναι ιδιοκτησίαι μετέχουν κατά τα εις τα άρθρα 18 και επόμενα οριζόμενα εις την δημιουργίαν των, διά την πολεοδομικήν διαμόρφωσιν και ανάπτυξιν της εν λόγω περιοχής απαιτουμένων κοινοχρήστων χώρων, διά των οποίων καθίσταται δυνατή η λειτουργική αξιοποίησις και δομική εκμετάλλευσις των οικοδομησίμων χώρων αυτής.

2. Η, κατά την προηγουμένην παράγραφον εισφορά εις γην είναι ανεξάρτητος της εις εκάστην ιδιοκτησίαν επαγομένης τυχόν ιδιαιτέρας ωφελείας ή της δημιουργίας υπεραξίας εκ της εντάξεώς της εις την οικιστικήν περιοχήν και της θέσεώς της εντός αυτής.

3. Πάσα φορολογική επιβάρυνσις πλήττουσα τας εντός της οικιστικής περιοχής υφισταμένας και διατηρουμένας ιδιοκτησίας νοείται εφεξής επιβαλλομένη επί της μετά την αφαίρεσιν του, εις την εισφοράν γης αναλογούντος ποσοστού απομενούσης καθαράς ιδιοκτησίας. Το αναλογούν εις την ρηθείσαν εισφοράν ποσοστόν ιδιοκτησίας, εφύ όσον η μεταβίβασις αυτού δεν έχει ήδη πραγματοποιηθή, ή καθ` ο μέτρον δεν έχει πραγματοποιηθή, αφαιρείται από αυτήν διά την εξεύρεσιν του ποσού της οφειλομένης αποζημιώσεως κηρυσσομένης κατύ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μετά τον χαρακτηρισμόν της περιοχής ως οικιστικής.

4. Οιαδήποτε μελλοντική αναμόρφωσις της οικιστικής περιοχής, δεν συνεπάγεται την υποχρέωσιν νέας εισφοράς εις γην, ειμή μόνον διά το τυχόν μη πραγματοποιηθέν μερίδιον αυτής.

Άρθρθον 18
Καθορισμός της εισφοράς.

1. Η εισφορά εις γην αποτελείται από ποσοστόν της επιφανείας της γης της καλυπτομένης υπό εκάστης ιδιοκτησίας και το οποίον ορίζεται εις τριάκοντα επί τοίς εκατόν (30%) διά τας ιδιοκτησίας τας περιλαμβανομένας εις ζώνας ενεργού πολεοδομίας ή αστικού αναδασμού και εις τεσσαράκοντα επί τοίς εκατόν (40%) διά τας ιδιοκτησίας τας περιλαμβανομένας εις ζώνην κανονιστικών όρων δομήσεως. Το ως άνω ποσοστόν της εις γην εισφοράς εκχωρείται προς το Δημόσιον ή τον υπό τούτου οριζόμενον φορέα μόνον εφ` όσον εν τη χαρακτηριζομένη ως οικιστική περιοχή δεν υφίστανται κοινόχρηστοι χώροι.

2. Εάν εντός της χαρακτηριζομένης ως οικιστικής περιοχής υφίστανται ήδη κοινόχρηστοι χώροι, το ως άνω ποσοστόν εξευρίσκεται μετά την κτηματογράφησιν της οικείας ζώνης της οικιστικής περιοχής και ορίζεται διά του κυρούντος την εις την ζώνην ταύτην αφορώσαν πολεοδομικήν μελέτην προεδρικού διατάγματος. Προς τούτο, εκ του εμβαδού ολοκλήρου της εκ του τρόπου της οικιστικής αναπτύξεως προσδιοριζομένης κατά το άρθρον 6 παρ. 1 ζώνης, αφαιρείται το σύνολον των εντός της ζώνης ταύτης ήδη υφισταμένων πάσης φυύσεως κοινοχρήστων χώρων ως ούτοι ορίζονται υπό της κειμένης νομοθεσίας, η δε ποσοστιαία αναλογία τούτων εν σχέσει προς το συνολικόν εμβαδόν της ως άνω ζώνης αφαιρείται από το, κατά την παράγραφον 1 κατύ αρχήν προβλεπόμενον ποσοστόν, το δε υπόλοιπον αποτελεί την εν τη ζώνη ταύτη επιβλητέαν εισφοράν γης.

3. Η εισφορά εις γην των εις την οικιστικήν περιοχήν εντασσομένων ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων υπολογίζεται, κατά το εν παραγράφω 1 ποσοστόν άνευ μειώσεώς τινος, επί του τμήματος ή των τμημάτων αυτών, τα οποία χαρακτηρίζονται ως οικοδομήσιμοι χώροι κατά το άρθρον 7 παρ. 4 του παρόντος. Υφιστάμεναι ή δημιουργούμεναι εντός των ως άνω ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων οδοί δεν θεωρούνται ως συνιστώσαίι εκπλήρωσιν της, κατά την παράγραφον 1 εισφοράς.

Άρθρθον 19
Εισφορά γης εις αναμορφουμένην περιοχήν.

1. Εφ` όσον έκτασις καλυπτομένη υπό εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, ή αποτελούσα οικισμόν υφιστάμενον προ του 1923 και μη ενταχθέντα εις τοιούτον σχέδιον, ήθελεν αποτελέσει οικιστικήν περιοχήν προς αναμόρφωσίν της κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, αι εντός αυτής ιδιοκτησίαι θεωρούνται ότι εξεπλήρωσαν την υποχρέωσιν της εισφοράς εις γην, εάν το υπό του σχεδίου πόλεως ή το κατά την υφισταμένην εν τω οικισμώ πραγματικήν κατάστασιν καλυπτόμενον υπό κοινοχρήστων χώρων ποσοστόν εν σχέσει προς το συνολικόν εμβαδόν της ως άνω εκτάσεως καλύπτει το κατά το άρθρον 18 παρ. 1 ποσοστόν, αναλόγως της ζώνης εις ην εντάσσεται αύτη και υπό την προϋπόθεσιν ότι εκάστη των εν λόγω ιδιοκτησιών έχει εκπληρώσει τας υπό της κειμένης περί σχεδίων πόλεων νομοθεσίας προβλεπομένας υποχρεώσεις.

2. Εάν οι, εις την κατά την προηγουμένην παράγραφον έκτασιν ευρισκόμενοι κοινόχρηστοι χώροι είναι ήσσονος εμβαδού από το προκύπτον εκ της, κατά το άρθρον 18 παρ. 1 ποσοστιαίας αναλογίας, η διαφορά αποτελεί την εις γην εισφοράν των εν αυτή ιδιοκτησιών. Η εκ της εν λόγω διαφοράς προκύπτουσα εισφορά, είτε υπολογίζεται κατά τον τυχόν διενεργούμενον αναδασμόν διά την παραχώρησιν των νέων ιδιοκτησιών, είτε αφαιρείται κατά τον τυχόν ρυμοτόμησιν εκάστης ιδιοκτησίας διά της εγκρινομένης πολεοδομικής μελέτης, είτε, εφ` όσον είναι ανέφικτος ή ιδιαιτέρως επαχθής η εις γην εκπλήρωσις της υποχρεώσεως, μετατρέπεται εις εισφοράν εις χρήμα και εισπράττεται κατά τα εν άρθρω 21 οριζόμενα, εφαρμοζόμενα αναλόγως.

3. Εφ όσον η κατά την παράγραφον 1 έκτασις ήθελε περιληφθή εις ευρυτέραν περιοχήν χαρακτηριζομένην εν τω συνόλω της ως οικιστικήν, η υποχρέωσις των ιδιοκτησιών δι` εισφοράν εις γην καθορίζεται κεχωρισμένως και αυτοτελώς ως προς την εκτασίν ταύτην κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου. Διά τας λοιπάς ιδιοκτησίας τας περιλαμβανομένας εις την αυτήν οικιστικήν περιοχήν, η υποχρέωσις της εισφοράς εις γην καθορίζεται ιδιαιτέρως συμφώνως προς τα εν άρθρω 18 προβλεπόμενα.

Άρθρθον 20
Πραγματοποίησις της εισφοράς εις γην.

1. Η βαρύνουσα τας εντός της οικιστικής περιοχής περιλαμβανομένας ιδιοκτησίας υποχρέωσις προς μεταβίβασιν του, υπό του άρθρον 18 οριζομένου ποσοστού εκπληρούται :
α) Διά της αφαιρέσεως του, κατά περίπτωσιν προβλεπομένου ποσοστού εκ της, διά την τυχόν μετά τον χαρακτηρισμόν της περιοχής ως οικιστικής ενεργουμένην αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν εκάστης ιδιοκτησίας οφειλομένης αποζημιώσεως, καθ` ο μέρος αύτη αφορά εις την αξίαν της απαλλοτριουμένης γης. Το ούτω προκύπτον ως καταβλητέον εις τον ιδιοκτήτην ποσόν δεν δυναταί να είναι έλασσον της συνολικής αξίας της απαλλοτριουμένης ως άνω ιδιοκτησίας κατά τον αμέσως προ του χαρακτηρισμού της περιοχής ως οικιστικής χρόνον.
β) Διά της, κατά την τυχόν πραγματοποιουμένην, είτε εκουσίως κατά την εφαρμογήν προγράμματος ενεργού πολεοδομίας, είτε αναγκαστικώς κατά την διεγέργειαν αστικού αναδασμού, ανταλλαγήν ιδιοκτήτην νέας ιδιοκτησίας εχούσης εμβαδόν μικρότερον της, υπύ αυτού διατεθείσης κατά το ποσοστόν της εισφοράς.
γ) Κατά την εφαρμογήν της οικείας πολεοδομικής μελέτης επί τη βάσει πράξεων εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου και τακτοποιήσεως των εν εκάστω οικοδομικώ τετραγώνω οικοπέδων προς εξίσωσιν των αφαιρουμένων από έκαστον τούτων ποσοστών.

2. Εάν, εις την περίπτωσιν του εδαφίου γ` της προηγουμένης παραγράφου εμφανίζωνται ιδιοκτησίαι μη ρυμοτομούμεναι, ή ρυμοτομούμεναι εις μικρότερον ποσοστόν από το, κατά το άρθρον 18 οριζόμενον, διά της πράξεως τακτοποιήσεως των οικοπέδων του τετραγώνου δημιουργούνται εκ των οφειλομένων υπολοίπων εν ή πλείονα ενιαία οικόπεδα, τα οποία περιέρχονται εις την κυριότητα του Δημοσίου. Εάν, αντιθέτως, ήθελεν αφαιρεθή από ωρισμένην ιδιοκτησίαν λόγω ρυμοτομίας έκτασις μείζων του, κατά το άρθρον 18 ποσοστού και δεν είναι εφικτή η, διά της πράξεως εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου αναπλήρωσις αυτης εκ των τυχόν δημιουργουμένων υπολοίπων των παρακειμένων ιδιοκτησιών, ο ιδιοκτήτης αποζημιούται κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ως προς το υπερβάλλον.

Άρθρθον 21
Εισφορά εις χρήμα.

1. Οι ιδιοκτήται των εις την περιοχήν χαρακτηριζομένην εις οικιστικήν, περιλαμβανομένων και διατηρουμένων ή διαμορφουμένων νέων ακινήτων συμμετέχουν διά καταβολής χρηματικής εισφοράς εις την αντιμετώπισιν της απαιτουμένης δαπάνης διά την κατασκευήν των βασικών κοινοχρήστων πολεοδομικών έργων, εις τα οποία περιλαμβάνονται ιδία : έργα οδοποιϊας, περιλαμβανομένων πεζοδρόμων και πεζοδρομίων, διαμορφώσεως κοινοχρήστων χώρων, κατασκευής γεφυρών, έργα αποχετεύσεως πάσης φύσεως, περιλαμβανομένου και του καθορισμού των αποβλήτων, δίκτυα παροχών, έργα συλλογής και επεξεργασίας απορριμμάτων, δίκτυα μέσων μαζικής μεταφοράς και παν εν γένει έργον αποβλέπον εις την εύρυθμον λειτουργίαν της πόλεως. Η εισφορά αύτη ορίζεται εις δέκα επί τοίς εκατόν (10%) της οικοπεδικής αξίας εκάστης ιδιοκτησίας, διά τας ιδιοκτησίας τας περιλαμβανομένας εις ζώνας ενεργού πολεοδομίας ή αστικού αναδασμού και εις δέκα πέντε επί τοίς εκατόν (15%) της αυτής αξίας διά τας ιδιοκτησίας τας περιλαμβανομένας εις ζώνην κανονιστικών όρων δομήσεως. Προκειμένου περί ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων περιληφθεισών εις οικιστικήν περιοχήν η ανωτέρω εισφορά υπολογίζεται επί της αξίας τού χαρακτηριζομένου ως οικοδομησίμου χώρου αυτών.

2. Το, κατά την προηγουμένην παράγραφον οριζόμενον ποσοστόν μειούται εις το ήμισυ, προκειμένου περί ιδιοκτησιών, αι οποίαι περιλαμβάνονται εντός οικισμού υφισταμένου προ του 1923 και μη ενταχθέντος μέχρι τούδε εις τοιούτον σχέδιον, και αι οποίαι ήδη εντάσσονται εις οικιστικήν περιοχήν προς αναμόρφωσιν της πόλεως, ή τού οικισμού, εν ω κείνται.

3. Η εισφορά εις χρήμα υπολογίζεται επί της οικοπεδικής αξίας την οποίαν έχει εκάστη διατηρουμένη ή διαμορφουμένη νέα ιδιοκτησία, μετά την αφαίρεσιν της, κατά το άρθρον 17 εισφοράς εις γην κατά τον χρόνον ενάρξεως της πολεοδομικής ενεργοποιήσεως της οικείας ζώνης. Ως τοιούτος χρόνος, διά μεν την ζώνην ενεργού πολεοδομίας λαμβάνεται ο χρόνος επανεγκαταστάσεως ή της το πρώτον ενεργουμένης εγκαταστάσεως εις τα εκ της ενεργοποιήσεως της ζώνης δημιουγηθέντα κτίρια ή οικόπεδα διά δε την ζώνην αστικού αναδασμού ο χρόνος της πραγματοποιήσεως της διανομής των εκ του αναδασμού προκυψασών ιδιοκτησιών και, τέλος, διά την ζώνην κανονιστικών όρων δομήσεως ο χρόγος λήψεως οικοδομικής αδείας Δι’ εκάστην οικοδομήν.

4. Η ως άνω εισφορά καταβάλλεται προς το Δημόσιον ή τον υπύ αυτού εξουσιοδοτούμενον φορέα, εντός έτους από του κατά την προηγουμένην παράγραφον χρόνου ενάρξεως της πολεοδομικής ενεργοποιήσεως της οικείας ζώνης ενεργού πολεοδομίας ή αστικού αναδασμού. Προκειμένου περί ζώνης κανονιστικών όρων δομήσεως η εισφορά καταβάλλεται προ της λήψεως της οικοδομικής αδείας. Η καταβολή δύναται να ενεργηθή και εις εξ εξαμηνιαίας δόσεις, εξοφλουμένας εντόκως. Τα εκ της ως άνω εισφοράς προερχόμενα έσοδα περιέρχονται εις ίδιον Δι’ εκάστην οικιστικήν περιοχήν λογαριασμόν, προστιθέμενα δε εις τα εκ της επιχορηγήσεως του άρθρου 58 παρ. 1 ή και εξ άλλων πηγών σχετικά κονδύλια, διατίθενται αποκλειστικώς προς χρηματοδότησιν των βασικών κοινοχρήστων πολεοδομικών έργων της περιοχής ταύτης. Εάν μετά την εκτέλεσιν των έργων διαπιστούται ότι τα εκ της εν λόγω εισφοράς εισπραχθέντα ποσά υπερβαίνουν τα τέσσαρα πέμπτα των δαπανηθέντων διά τα ως άνω έργα ποσών, το υπόλοιπον επιστρέφεται εις τους ιδιοκτήτας, αναλόγως της καταβληθείσης υφ` εκάστου εισφοράς.

5. Ο ιδιοκτήτης πάσης υποκειμένης κατά τα ανωτέρω εις χρηματικήν εισφοράν ιδιοκτησίας δύναται πάντοτε να προσφερθή εις εξόφλησιν αυτής διά της παραχωρήσεως ίσου ποσοστού τμήματος της επιφανείας της ιδιοκτησίας του ταύτης, κατά την πραγματοποίησιν της εισφοράς εις γην. Εις την περίπτωσιν ταύτην, το ύψος της εισφοράς προκειμένου περί ιδιοκτησιών κειμένων εντός ζώνης κανονιστικών όρων δομήσεως μειούται εις δέκα επί τοίς εκατόν (10%).

6. Η διαδικασία και ο τρόπος εκτιμήσεως της αξίας των ιδιοκτησιών και καταβολής της ως άνω εισφοράς, τα της τηρήσεως του κατά την παράγραφον 4 λογαριασμού, τα της διαθέσεως της εισφοράς προς αντιμετώπισιν των βασικών έργων υποδομής της περιοχής, ο τρόπος υπολογισμού και καταβολής εις τους δικαιούχους των τυχόν επιστρεπτέων ποσών, καθώς και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καθορίζονται διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομέγου προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικογομικών και Δημοσίων Εργων.

7. Πάσα διαφορά μεταξύ του υποχρέου προς καταβολήν της εισφοράς προσώπου και του Δημοσίου εν σχέσει προς την επιβολήν ή τον υπολογισμόν και το ύψος ταύτης υπάγεται εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου. Τα της διαδικασίας εν γένει προς επίλυσιν των ως άνω διαφορών, τα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, ως και οι λόγοι αναιρέσεως ρυθμίζονται διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου εντός εξαμήνου από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου τη προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης. Διά την σύνταξιν του εν λόγω προεδρικού διατάγματος εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 702/1977.

Άρθρθον 22
Αναγκαστικαί απαλλοτριώσεις.

1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις οιωνδήποτε ακινήτων κειμένων εντός της περιοχής της χαρακτηριζομένης ως οικιστικής, ανεξαρτήτως του προβλεπομένου υπό του ως άνω διατάγματος τρόπου αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής, εν τω συνόλω ή κατά ζώνας αυτής :
α) Προς δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων, πέραν των διά της εισφοράς εις γην αποκτωμένων.
β) Προς δημιουργίαν χώρων διά την εγκατάστασιν δημοσίων ή κοινωφελών κτιρίων ή διά την εκτέλεσιν έργων υποδομής ή πραγματοποίησιν άλλων κοινωφελών σκοπών, εφύ όσον διά τον ειδικώτερον τούτον σκοπόν, Δι’ ον προορίζεται έκαστος χώρος, υφίσταται διάταξις νόμου επιτρέπουσα την αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν.
γ) Προς απόκτησιν οικοδομησίμων χώρων προς οικοδόμησιν διά της ωργανωμένης δομήσεως εντός ζώνης ενεργού πολεοδομίας.
δ) Προς σχηματισμόν αποθέματος γης διά την ικανοποίησιν μελλοντικών αναγκών εις χώρους διά κοινωφελείς σκοπούς, ως και διά την οικοδόμησιν επί τη βάσει προγραμμάτων στεγάσεως ή διά παραχώρησιν ιδιοκτησιών εις πρόσωπα χρήζοντα ιδιαιτέρας μερίμνης.
ε) Εφύ όσον πρόκειται περί ακινήτων, εφύ ων υφίστανται κτίρια ή μόνιμοι εγκαταστάσεις ή έργα των οποίων ο προορισμός και η χρήσις αντίκεινται προς τας διά του κατ` άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος καθοριζομένας χρήσεις γης.
στ) Εφύ όσον ταύτην ήθελε ζητήσει ο ιδιοκτήτης ακινήτου του οποίου η κατά προορισμόν χρήσις δεν είναι δυνατόν να αναπροσαρμοσθή συμφώνως προς τα εν άρθρω 16 παρ. 1 στοιχ. β` οριζόμενα.
ζ) Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ειδικώς προβλεπομένην υπό του παρόντος ή άλλου νόμου.

2. Αι κατά τας περιπτώσεις υπό στοιχεία ε και στ της προηγουμένης παραγράφου απαλλοτριούμεναι ιδιοκτησίαι διατίθενται είτε Δι’ ένα των υπό στοιχεία α` έως και δ` σκοπών, είτε διατίθενται ελευθέρως προς άλλους οικιστικούς σκοπούς συμφώνως προς τας διά του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος καθορίζομένας χρήσεις γης.

3. Η απαλλοτρίωσις ενεργείται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, ή υπέρ αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως εκ των εν άρθροις 27 και 4Ο αναφερομένων. Η ως άνω απαλλοτρίωσις δύναται να κηρύσσεται και τμηματικώς ή κατά ζώνας.

4. Αι κατά την παράγραφον 1 απαλλοτριώσεις κηρύσσονται προ μεν της εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης της οικείας ζώνης διά κοινής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων, μετά δε την έγκρισιν ταύτην διά του κατύ άρθρον 32 παρ. 2, ή 44 παρ. 1 ή 52 παρ. 2 διατάγματος, Δι’ αποφάσεως του οικείου νομάρχου. Ειδικώς διά τας απαλλοτριώσεις προς δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων αύται κηρύσσονται Δι’ αυτού τούτου του προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης. Εις ην περίπτωσιν η απαλλοτρίωσις ήθελε ζητηθή υπό του ιδιοκτήτου τού ακινήτου συμφώνως προς την περίπτωσιν στ` της παραγράφου 1, η περί απαλλοτριώσεως πράξις δέον να εκδοθή εντός έτους από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως, του Δημοσίου ευθυνομένου διά πάσαν εκ της πέραν του έτους καθυστερήσεως θετικήν ή αποθετικήν ζημίαν του ιδιοκτήτου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι εκάστοτε ισχύουσαι περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων διατάξεις.

5. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων δύναται να ρυθμίζωνται τα της χρησιμοποιήσεως του κατά τον παρόντα νόμον προβλεπομένου κτηματολογικού χάρτου και πίνακος, και τα της εκτιμήσεως των ακινήτων διά την διαδικασίαν των προβλεπομένων υπό του παρόντος νόμου απαλλοτριώσεων εντός της οικιστικής περιοχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Ζώναι ενεργού πολεοδομίας.

Άρθρθον 23
Βασικαί έννοιαι.

1. Ενεργός πολεοδομία είναι η, επί τη βάσει πλήρους πολεοδομικού σχεδίασμού και διά της επεμβάσεως του κράτους, ή του υπό τούτου εξουσιοδοτουμένου φορέως, αναμόρφωσις υφισταμένων ή δημιουργία νέων πολεοδομικών συγκροτημάτων, εξυπηρετούντων λειτουργικώς τας ανάγκας της ωργανωμένης κοινωνικής διαβιώσεως ή απασχολήσεως των κατοίκων και ανταποκρινομένων εις τα φυσικά, οικονομικά και αισθητικά δεδομένα της περιοχής.

2. Η περιοχή η οποία αφιερούται προς αναμόρφωσιν ή ανάπτυξιν αυτής διά των ως άνω τρόπων και μέσων καλείται ζώνη ενεργού πολεοδομίας.

3. Η ζώνη ενεργού πολεοδομίας καθορίζεται διά του άρθρω 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος, δύναται δε να καταλαμβάνη το σύνολον ή ωρισμένον τμήμα ή τμήματα της οικιστικής περιοχής. Εφύ όσον η ζώνη ενεργού πολεοδομίας αποτελή τμήμα της περιοχής η οποία χαρακτηρίζεται ως οικιστική, διά του ως άνω διατάγματος καθορίζονται και τα ειδικώτερα όρια ταύτης.

4. Η προς τον ως άνω σκοπόν και επί τη βάσει εγκεκριμένης μελέτης διαμορφώσεως του χώρου, η εκτέλεσις των βασικών έργων υποδομής και η εν γένει ωργανωμένη δόμησις εντός της ζώνης ενεργού πολεοδομίας μέχρι της πλήρους αναπτύξεως ή αναμορφώσεως και της λειτουργικής ενεργοποιήσεως αυτής, συνιστά έργον δημοσίας ωφελείας.

Άρθρθον 24
Εταιρείαι ενεργού πολεοδομίας

1. Δύναται να συνιστώνται ανώνυμοι εταιρείαι ή εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης έχουσαι ως αποκλειστικόν σκοπόν την μελέτην και εκτέλεσιν των έργων αναπτύξεως ή αναπλάσεως ζωνών ενεργού πολεοδομίας και την αγοράν ή πώλησιν ή εκμετάλλευσιν των εν αυταίς ακινήτων. Υφιστάμεναι ανώνυμοι εταιρείαι δύνανται να μετατραπούν εις εταιρείας ενεργού πολεοδομίας διά τροποποιήσεως του καταστατικού των, εφύ όσον πληρούν τας προϋτοθέσεις του παρόντος άρθρου.

2. Εν τη επωνυμία των κατά την παράγραφον 1. εταιρειών δέον εις πάσαν περίπτωσιν να αναγράφωνται ολογράφως αι λέξεις “εταιρεία ενεργού πολεοδομίας”. Το μετοχικόν κεφάλαιον εταιρείας ενεργού πολεοδομίας δεν δύναται να είναι κατώτερον των τριάκοντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών, δέον δε να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένον κατά την σύστασιν της εταιρείας. ύΕκδοσις ιδρυτικών τίτλων δεν επιτρέπεται. Η γενική συνέλευσις των μετόχων ανωνύμου εταιρείας ενεργού πολεοδομίας ως και η συνέλευσις των εταίρων εταιρείας ενεργού πολεοδομίας περιωρισμένης ευθύνης, δεν δύναται να αποφασίση την πρόωρον λύσιν της εταιρείας προ της παρελεύσεως διετίας από της πλήρους αποπερατώσεως αναληφθέντος υπύ αυτής έργου ενεργού πολεοδομίας.

3. Το καταστατικόν τοιαύτης εταιρείας ως και πάσα τροποποίησις αυτού ή απόφασις περί λύσεως της εταιρείας προ του διά του καταστατικού προβλεπεμένου χρόνου δεν είναι ισχυρά αν δεν εγκριθούν και υπό του Υπουργού Δημοσίων Εργων.

4. Ο τακτικός ετήσιος έλεγχος διενεργείται υπό δύο ορκωτών λογιστών εκλεγομένων μετά των αναπληρωτών των υπό της γενίκης συνελεύσεως εκ καταλόγου εξ οκτώ ορκωτών λογιστών παρεχομένου υπό του εποπτικού συμβουλίου του σώματος πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της γενικής συνελεύσεως. Τον έκτακτον έλεγχον δικαιούται να ζητήση πλην του Υπουργού Εμπορίου και ο Υπουργός Δημοσίων ύΕργων. Εις πάσαν περίπτωσιν λύσεως της εταιρείας ο Υπουργός Δημοσίων ύΕργων διορίζει δύο ανωτέρους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εποπτεύουν το έργον της εκκαθαρίσεως.

5. Κατά τα λοιπά αι ως άνω εταιρείαι διέπονται από τας περί ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης κειμένας διατάξεις.

Άρθρθον 25
Εταιρείαι μικτής οικονομίας.

1. Το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και των δυο βαθμίδων, η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης (Δ.Ε.ΠΟ.Σ.), ο Ο.Ε.Κ. ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, μαζί ή χωριστά, μπορούν να συμβάλλονται με ενδιαφερόμενες εταιρείες ενεργού πολεοδομίας ή οικοδομικούς συνεταιρισμούς ή τράπεζες ή άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και ιδιώτες – ιδιοκτήτες ακινήτων που περιλαμβάνονται σε ορισμένη ζώνη ενεργού πολεοδομίας και να συγκροτούν εταιρεία μικτής οικονομίας που έχει αποκλειστικό σκοπό τη μελέτη και εκτέλεση των έργων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης της ζώνης αυτής, ενδεχομένως δε και την αγορά ή πώληση ή εκμετάλλευση των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη ζώνη.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.11 Ν.2736/1999 ΦΕΚ Α 172/26.8.1999.

2. Αι ούτω συνιστώμεναι εταιρείαι αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Το Δημόσιον εκπροσωπείται διά την συμμετοχήν εις τας ως άνω εταιρείας υπό του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων.

3. Το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και των δυο βαθμίδων, η Δ.Ε.ΠΟ.Σ., ο Ο.Ε.Κ. ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και όσα άλλα νομικά πρόσωπα μπορούν να συμβάλλονται με αυτά κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για να συγκροτήσουν εταιρεία μικτής οικονομίας, η οποία έχει αντικείμενο την αναμόρφωση ή ανάπτυξη ζώνης ενεργού πολεοδομίας, οφείλουν να αναλάβουν και να διατηρούν ανά πάσα στιγμή το 34% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.11 Ν.2736/1999 ΦΕΚ Α 172/26.8.1999.

4. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Εσωτερικών, Εμπορίου και Δημοσίων `Εργων καθορίζονται οι ειδικοί όροι συστάσεως και λειτουργίας των ως άνω εταιρειών μικτής οικονομίας.

Άρθρθον 26
Πρόγραμμα ενεργού πολεοδομίας

1. Το πρόγραμμα, διά του οποίου πραγματοποιείται η αναμόρφωσις ή ανάπτυξις της ζώνης ενεργού πολεοδομίας και εξασφαλίζεται η λειτουργική εκμετάλλευσις αυτής περιλαμβάνει :
α) Τον καθορισμόν του αναδόχου φορέως και την υπ` αυτού ανάληψιν του έργου.
β) Την κτηματογράφησιν της ζώνης.
γ) Την σύνταξιν και έγκρισιν της πολεοδομικής μελέτης της ζώνης.
δ) Την κτήσιν των απαιτουμένων ακινήτων.
ε) Την διευθέτησιν του χώρου και την εκτέλεσιν των έργων υποδομής επί τη βάσει των όρων της συμβάσεως και των σχετικών κατά κατηγορίαν έργων μελετών.
στ) Την σύνταξιν των κτιριακών μελετών και εκτέλεσιν των οικοδομικών εργασιών επί των διαμορφουμένων οικοδομησίμων χώρων ή επί μέρους εξ αυτών.
ζ) Την αφιέρωσιν ή παραχώρησιν των δημοσίων κ.λπ. κτιρίων ή άλλων εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας προς τους οικείους φορείς και την διάθεσιν ή παραχώρησιν ή πώλησιν των οικοδομησίμων χώρων ή ετοίμων κατοικών ή διαμερισμάτων ή χώρων επαγγελματικής εγκαταστάσεως εις ιδιώτας διά την σύμφωνον προς τον προορισμόν των εκμετάλλευσιν ή χρήσιν.

2. Εάν εντός πενταετίας από της δημοσιεύσεως του κατ άρθρον 14 παράγραφος 1 προεδρικού διατάγματος δεν τέθηκε σε εφαρμογή κατά τις ειδικότερες διατάξεις το πρόγραμμα της ενεργού πολεοδομίας με τη διευθέτηση του χώρου των οικοδομικών εργασιών, αίρεται ο χαρακτηρισμός της όλης εκτάσεως, ως ζώνης ενεργού πολεοδομίας μετά από αίτηση στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο της περιφέρειας της ΖΕΠ, οποιουδήποτε έχει αποδεδειγμένα εμπράγματα δικαιώματα επί της εκτάσεως. Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών, από την πάροδο της πενταετίας με αφετηρία τη δημοσίευση του κατ άρθρο 14 παράγραφος 1 προεδρικού διατάγματος. Στις περιπτώσεις εκδόσεως προεδρικών διαταγμάτων πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.18.1 άρθρου 22 Ν.4258/2014, ΦΕΚ Α 94/14.4.2014.

Άρθρθον 27
Ανάδοχος φορεύς.

1. Η διαχείριση του προγράμματος που προβλέπει το άρθρο 23 του παρόντος νόμου μπορεί να αναλαμβάνεται από το δήμο ή την κοινότητα ή δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις ή τη Δ.Ε.Π.Ο.Σ. μαζί ή χωριστά ή να ανατίθεται σε εταιρία μικτής οικονομίας ή ανώνυμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης του άρθρου 25 ή 24 αντίστοιχα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρ.10 του ν.1337/1983, με την παρ.6 άρθρου 98 του ν. 1892/1990, και με την παρ.5 άρθρ.23 Ν.2508/1997.

2. Η πρόσκλησις προς υποβολήν προτάσεων, υπογραφομένη υπό του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων ή υπό του υπό τούτου εξουσιοδοτουμένου οργάνου ή δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως και ερειδομένη επί της μελέτης της οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της όλης περιοχής, περιέχει συγκεριμένους όρους ως προς την σύνταξιν της γενικής προκαταρκτικής μελέτης των έργων της ζώνης ήτις δέον να συνοδεύη τας προτάσεις. Διά της ως άνω προσκλήσεως τίθεται προθεσμία διά την υποβολήν των προτάσεων και ορίζονται μέχρι τρία βραβεία διά την βράβευσιν των τριών καλυτέρων εξ αυτών.

3. Η υποβολή των ως άνω προτάσεων εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να δημιουργήση πέραν της καταβολής των αθλοθετηθέντων βραβείων, υποχρέωσίν τινα έναντι του υποβαλλόντος την πρότασιν.

4. Μετά την υποβολήν των προτάσεων μετά των γενικών προκαταρκτικών μελετών, την αξιολόγησιν αυτών και την επιλογήν της προσφορωτέρας συνάπτεται προσύμφωνον μεταξύ του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων ή του υπό τούτου εξουσιοδοτημένου και του επιλεγέντος προς ανάληψιν των έργων φορέως μετά προηγουμένην έγκρισιν της εξ Υπουργών οικονομικής επιτροπής. Περίληψις των κυρίων στοιχείων του προσυμφώνου δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον εφημερίδας μερίμνη της αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων. Διά του προσυμφώνου τούτου, ερειδομένου επί της γενικής προκαταρκτικής μελέτης, των έργων ήτις προεκρίθη ως η προσφορωτέρα, καθορίζονται οι γενικοί οροί συντάξεως της πολεοδομικής μελέτης, η προθεσμία υπογραφής της οριστικής συμβάσεως, οι όροι συντάξεως των βασικών μελετών των έργων και παρέχονται αι εγγυήσεις διά την υπογραφήν της οριστικής συμβάσεως. Την υπογραφήν του προσυμφώνου ακολουθούν διαπραγματεύσεις διά τον καθορισμόν των όρων της οριστικής συμβάσεως αναθέσεως του έργου βάσει της συντασσομένης και εγκρινομένης πολεοδομικής μελέτης. Εφ` όσον υφίσταται εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη της ζώνης και συντρέχουν οι λοιποί όροι είναι δυνατή και η άμεσος υπογραφή της οριστικής συμβάσεως μετά του επιλεγέντος αναδόχου.

5. Αντί της αναθέσεως του έργου εις μίαν εκ των υποβαλλουσών προτάσεις εταιρείαν, το Δημόσιον δύναται να ζητήση την εκ μέρους αυτών σύστασιν κοινοπραξίας ή να συμφωνήση μετ` αυτών σύστασιν κοινοπραξίας ή να συμφωνήση μετ` αυτών την σύστασιν εταιρείας μικτής οικονομίας συνιστωμένης κατά τους όρους του άρθρου 25.

6. Η ανάθεσις των ως άνω έργων δύναται να γίνη κεχωρισμένως : α) Ως προς την μελέτην, σχεδιασμόν και διαμόρφωσιν του χώρου ως και την μελέτην και εκτέλεσιν των έργων υποδομής και δ) Ως προς την σύνταξιν των κτιριακών μελετών και την εκτέλεσιν των οικοδομικών εργασιών επί των διαμορφουμένων οικοδομησίμων χώρων, βάσει της εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης.

7. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται :
α) Τα ειδικώτερα στοιχεία και αι εγγυήσεις αι οποίαι δέον να συνοδεύουν τας υποβαλλομένας προτάσεις.
β) Η διαδικασία και τα όργανα ελέγχου, αξιολογήσεως και βραβεύσεως τούτων.
γ) Τα της διενεργείας των διαπραγματεύσεων, συσχετισμού των προτεινομένων λύσεων, οι όροι και η διαδικασία κηρύξεως εκπτώτου του αναδόχου, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διά την επιλογήν του αναδόχου και την υπογραφήν της μετ` αυτού συμβάσεως αναθέσεως των έργων.

Άρθρθον 28
Σύμβασις αναθέσεως.

1. Διά της συμβάσεως αναθέσεως του άργου ανά μορφώσεως ή αναπτύξεως της ζώνης ενεργού πολεοδομίας, δέον μεταξύ άλλων να προβλέπωνται :
α) Τα υπό του αναδόχου εκτελεστέα εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας έργα διευθετήσεως του χώρου, ως και τα έργα υποδομής, μετά των αναγκαιουσών Δι’ εκάστην κατηγορίαν έργων μελετών. Οι τεχνικοί όροι συντάξεως των ειδικωτέρων μελετών και εκτελέσεως των έργων τούτων, ανταποκρίνομενοι εις τας στην κατηγορίαν έργων ισχυούσας διατάξεις, περιλαμβάνονται εις τας συνδεούσας την σύμβασιν τεχνικάς προδιαγραφάς και συγγραφάς υποχρεώσεων.
β) Τα υπό του αναδόχου εκτελεστέα έργα δομήσεως και τα της καταρτίσεως των σχετικών κτιριακών μελετών, τα της εγκρίσεως αυτών, ως και ο τρόπος της ασκήσεως της επί του συνόλου των έργων ασκουμένης τεχνικής επιβλέψεως και εποπτείας. Οι σχετικοί τεχνικοί όροι περιλαμβάνονται εις τας συνοδευούσας την σύμβασιν τεχνικάς προδιαγραφάς και συγγραφάς υποχρεώσεων.
γ) Ο τρόπος διαθέσεως εις τον ανάδοχον των εν τη ζώνη εκτάσεων γης, αι οποίαι αναγκαιούν διά την ενεργοποίησιν αυτής.
δ) Αι προθεσμίαι εκτελέσεως των έργων συνολικώς ή κατά φάσεις.
ε) Το εδος και το ύψος της αμοιβής ή του ανταλλάγματος το οποίον συνομολογείται να χορηγηθή εις τον ανάδοχον, ως και οι όροι καταβολής της αμοιβής ή χορηγήσεως του ανταλλάγματος τούτου.
στ) Αι παρασχετέαι υπό του αναδόχου εγγυήσεις διά την εκπλήρωσιν των υπύ αυτού αναλαμβανομένων υποχρεώσεων, αι εν αθετήσει αυτών εις βάρος του επιβαλλόμεναι κυρώσεις, ως και αι περιπτώσεις αι συνεπαγόμεναι την κήρυξιν αυτού εκπτώτου μετά της τηρητέας προς τούτο διαδικασίας.

2. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων δύναται να καθορίζωνται ειδικώτερον τα υποχρεωτικά στοιχεία της συμβάσεως αναθέσεως του έργου ως και να προβλέπωνται τύποι τοιούτων συμβάσεων.

3. Εις τον ανάδοχον φορέα, ως αντάλλαγμα διά τα υπύ αυτού εκτελεσθησόμενα έργα και την εκπλήρωσιν πασών των εκ της ως άνω συμβάσεως υποχρεώσεων αυτού δύναται να προβλεφθή και η κατά κυριότητα παραχώρησις οικοδομησίμων τμημάτων εντός της ζώνης ενεργού πολεοδομίας και η αναγνώρισις του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως τούτων διά της εκποιήσεως, εκμισθώσεως, οικοδομήσεως και πωλήσεως διαμερισμάτων, ή καθ` οιονδήποτε άλλον πρόσφορον και εντός των νομίμων όρων δομήσεως τρόπον χρησιμοποιήσεως ή αξιοποιήσεως αυτών. Αι εκτάσεις αύται καθοριζόμεναι κατά την θέσιν και το συνολικόν εμβαδόν αυτών διά της εν παραγράφω 1 συμβάσεως δύναται να περιέλθουν εις την κυριότητα του αναδόχου είτε Δι’ απύ ευθείας παραχωρήσεως αυτών υπό του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είτε κατόπιν δι` ελευθέρας διαπραγματεύσεως ή κατόπιν ασκήσεως του δικαιώματος της επί ίσοις οροίς προτιμήσεως είτε κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.

4. Διά της συμβάσεως αναθέσεως δύνανται να προβλέπωνται περιορισμοί εις την υπό του αναδόχου διάθεσιν των εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας ακινήτων, αναφερόμενοι ιδία εις τον καθορισμόν τιμών πωλήσεως των εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας κατοικιών ή άλλων κτισμάτων εξυπηρετούντων τας εν άρθρω 3 χρήσεις ή των προς οικοδόμησιν χώρων ή ετοίμων διαμερισμάτων των οποίων ανέλαβε την υποχρέωσιν κατασκευής ο ανάδοχος ή εις την καθιέρωσιν κριτηρίων προτεραιότητος μεταξύ των υποψηφίων αγοραστών ή την υποχρεωτικήν χρησιμοποίησιν ωρισμένων συγκροτημάτων κατοικιών προς εκμίσθωσιν επί ωρισμένω μισθώματι και δι` ωρισμένον χρόνον, ή την παραχώρησιν οικοπέδων ή οικοδομημένων συγκροτημάτων εις οργανισμούς στεγάσεως ή κατοικίας ή εις ιδιώτας των οποίων αι ιδιοκτησίαι απηλλοτριώθησαν κατά το άρθρον 32 παρ. 5. Ωσαύτως δύναται να προβλέπωνται περιορισμοί εις το ύψος του συντελεστού κέρδους ή να τίθενται ρήτραι αφορώσαι εις την διάθεσιν του υπερβάλλοντος κέρδους ή μέρους αυτού υπέρ ωρισμένων σκοπών.

Άρθρθον 29
Αναστολή οικοδομικών εργασιών.

1. Αμα τη δημοσιεύσει του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος του προβλέποντος ζώνην ενεργού πολεοδομίας αναστέλλεται αυτοδικαίως ή χορήγησις αδειών οικοδομής επί των εντός της ζώνης ταύτης περιλαμβανομένων ακινήτων μέχρι της εκδόσεως του κατά το άρθρον 32 παρ. 2 προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης της ζώνης ενεργού πολεοδομίας. Ο χρόνος ούτος δεν δύναται να είναι μείζων της διετίας, δύναται όμως να παραταθή δι` εξαιρετικούς λόγους επί εν εισέτι έτος διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων.

2. Παρερχομένων απράκτων των ως άνω προθεσμιών αίρεται αυτοδικαίως ο χαρακτηρισμός της όλης εκτάσεως ως ζώνης ενεργού πολεοδομίας.

Άρθρθον 30
Δημοσιότης.

1. Εφ’ όσον το προεδρικόν διάταγμα περί χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως οικιστικής προβλέπει ζώνην ενεργού πολεοδομίας, κοινοποιείται μερίμνη του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων εις το κατά τόπον αρμόδιον υποθηκοφυλακείον και καταχωρείται εις ειδικόν βιβλίον υπό τον τίτλον “ζώνη ενεργού πολεοδομίας”, μετά σημειώσεως της ονομασίας του δήμου ή της κοινότητος ή της τοποθεσίας εις ην ευρίσκεται εκάστη ζώνη. Υπάρχοντος τυχόν κτηματολογίου γίνεται η δέουσα εις τούτο καταχώρησις.

2. Η σύμβασις αναθέσεως του έργου αναμορφώσεως ή αναπτύξεως ζώνης ενεργού πολεοδομίας δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται αι λεπτομέρειαι τηρήσεως του ως άνω βιβλίου και τα εις αυτό καταχωρούμενα ή σημειούμενα στοιχεία.

Άρθρθον 31
Κτηματογράφησις ζώνης ενεργού πολεοδομίας.

1. Αμα τη δημοσιεύσει του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος του προβλέποντος ζώνην ενεργού πολεοδομίας, ενεργείται κτηματογράφησις της όλης εκτάσεως της ζώνης προς καθορισμόν των εν αυτή ιδιοκτησιών, της θέσεως, των ορίων και του εμβαδού εκάστης τούτων, ως και προς προσδιορισμόν των εν αυταίς οικοδομών ή άλλων μονίμων εγκαταστάσεων ή έργων.

2. Η κτηματογράφησις ενεργείται διά του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων ή υπό ειδικού οργανισμού κτηματογραφήσεων ή υπό του μεθύ ου κατηρτίσθη το κατύ άρθρον 27 παρ. 4 προσύμφωνον, ή και υπό τρίτου ιδιώτου ή εταιρείας, περιλαμβάνει δε την σύνταξιν κτηματογραφικού χάρτου, απεικονίζοντος τας επί μέρους ιδιοκτησίας και τας επ` αυτών οικοδομάς ή άλλας κατασκευάς, ως και κτηματολογικού πίνακος εμφαίνοντος τους φερομένους ως ιδιοκτήτας των εν τω κτηματολογικώ χάρτη ιδιοκτησιών, το εμβαδόν εκάστης τούτων, τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των επύ αυτών οικοδομών ή άλλων κατασκευών και παν άλλο χρήσιμον στοιχείον. Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήται υποχρεούνται όπως εντός τριμήνου από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος καταθέσουν εις την οικείαν υπηρεσίαν οικισμού ή τον αναλαβόντα κτηματογράφησιν φορέα δήλωσιν ιδιοκτησίας προσκομίζοντες και κεκυρωμένα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας των. Εν παραλείψει τούτων, ο κτηματολογικός πίναξ συντάσσεται επί τη βάσει παντός υφισταμένου νομίμου στοιχείου.

3. Ο καταρτισθείς κτηματολογικός χάρτης και ο πίναξ κοινοποιούνται εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα, ένθα και παραμένουν επί ένα μήνα εις την διάθεσιν του κοινού προς ενημέρωσιν αυτού. Περί τούτου τοιχοκολλάται ανακοίνωσις η οποία δημοσιεύεται εις μίαν τουλάχιστον ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν τοπικήν εφημερίδα και εις μίαν ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Από της ημέρας της τελευταίας δημοσιεύσεως ή της τυχόν μεταγενεστέρας τούτων τοιχοκολλήσεως της ανακοινώσεως, άρχεται η ως άνω μηνιαία προθεσμία.

4. Κατά του κτηματολογικού χάρτου και πίνακος επιτρέπεται, εντός δύο μηνών από της ημέρας της τελευταίας δημοσιεύσεως διά του τύπου της κατά την προηγουμένην παράγραφον ανακοινώσεως, ή άσκησις προσφυγής υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η προσφυγή εκδικάζεται κατά την διαδικασίαν περί αοφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 και επ. του κώδικος πολιτικής δικονομίας. Η απόφασις του μονομελούς πρωτοδικείου εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκειται η έκδοσις δε ταύτης ή η πάροδος απράκτου της προθεσμίας προς άσκησιν της προσφυγής δεν κωλύει την έγερσιν τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, ης το αντικείμενον μετατρέπεται, εν περιπτώσει αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου, εις την αντίστοιχον αξίαν αυτού. Εις περίπτωσιν αποδοχής της προσφυγής ή της τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, διορθούται υποχρεωτικώς ο κτηματολογικός πίναξ κατά τα εν τη οικεία αποφάσει οριζόμενα.

Άρθρθον 32
Πολεοδομική μελέτη.

1. Η πολεοδομική μελέτη της ζώνης ενεργού πολεοδομίας συντάσσεται : α) είτε υπό του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων ή υπύ αυτού εποπτευομένου δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, οπότε, εφ` όσον εγκριθή κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, αποτελεί στοιχείον της μετά του αναδόχου καταρτιζομένης συμβάσεως, β) είτε υπό του κατύ άρθρον 27 οριζομένου αναδόχου φορέως επί τη βάσει της κατά το άρθρον 8 μελέτης οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής και εντός των όρων και δεσμεύσεων των επιβαλλομένων διά του κατύ άρθρον 27 παρ. 4 προσυμφώνου.

2. Η ως ανώ μελέτη εγκρίνεται και τίθεται εν ισχύϊ διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Δημοσίων ύΕργων.

3. Η κατά την παράγραφον 1 πολεοδομική μελέτη περιέχει : α) Τας ειδικάς χρήσεις γης και τους εις εκάστην τούτων αναφερομένους προσθέτους περιορισμούς απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις. β) Τους προβλεπομένους πάσης φύσεως κοινοχρήστους χώρους (οδούς, πλαιτείας, κοινοχρήστους κήπους και άλση, πρασιάς και άλλους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους). γ) Τα προβλεπόμενα δημόσια ή κοινωφελή κτίρια ως και τα εν τη ζώνη προβλεπόμενα κοινής ωφελείας έργα και εγκαταστάσεις. δ) Τους οικοδομησίμους χώρους. ε) Τα συστήματα, τους όρους και περιορισμούς δομήσεως. στ) Προσθέτους όρους αφορώντας εις τα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπον κατασκευής και την αισθητικήν εμφάνισιν των κτιρίων και γενικώς την αισθητικήν διαμόρφωσιν του όλου χώρου, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπον διαμορφώσεως και χρήσεως των ακαλύπτων χώρων των οικοπέδων και τας συναφείς προς τούτους υποχρεώσεις. ζ) Το ποσοστόν εισφοράς των εν τη ζώνη ιδιοκτησιών εις γην μετά την αφαίρεσιν των υφισταμένων κοινοχρήστων χώρων. η) Την λήψιν ειδικών μέτρων διά την αντιμετώπισιν ιδιαιτέρων πολεοδομικών ή κοινωνικών προβλημάτων εκ της ενεργοποιήσεως της ζώνης και της εφαρμογής του οικείου προγράμματος, ως και πάσαν άλλην αναγκαίαν ειδικήν ρύθμισιν διά την πλήρη ενεργοποίησιν της ζώνης.

4. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται υπό πολεοδομικού σχεδίου εμφαίνοντος την διαμόρφωσιν του όλου χώρου, τας εκτάσεις εις ας αφορά εκάστη ειδική χρήσις γης, τους δημιουργουμένους κοινοχρήστους εν γένει χώρους, τας θέσεις των δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων ως και άλλων κοινής ωφελείας έργων και εγκαταστάσεων, τους οικοδομησίμους χώρους, την θέσιν, το σχήμα και τας διαστάσεις των διαμορφουμένων οικοπέδων ως και την θέσιν των εντός αυτών κτιρίων. Το σχέδιον τούτο δημοσιεύεται ομού μετά των εν παραγράφω 3 στοιχείων της μελέτης, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εν φωτοσμικρύνσει.

5. Εάν επί ιδιοκτησιών ευρισκομένων εντός της ζώνης υφίστανται κτίσματα ή άλλαι εγκαταστάσεις, ή διατήρησις και η χρήσις αυτών καθορίζονται υπό της πολεοδομικής μελέτης, άλλως, εφύ όσον χαρακτηρίζονται ως κατεδαφιστέαι, αι μεν ιδιοκτησίαι αγοράζονται υπό του αναδόχου φορέως ή απαλλοτριούνται υπέρ αυτού, ο δε ιδιοκτήτης δύναται να ζητήση την εγκατάστασιν αυτού εντός της ζώνης ενεργού πολεοδομίας κατά τα υπό της συμβάσεως αναθέσεως του έργου ειδικώτερον προβλεπόμενα.

6. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων καθορίζονται ειδικώτερον η διαδικασία καταρτίσεως και εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης, τα γνωμοδοτούντα επ` αυτής όργανα, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλοι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί ή σύλλογοι, τα της ενημερώσεως του κοινού και της λήψεως υπ` όψιν και του τρόπου αντιμετωπίσεως δημιουργουμένων κοινωνικών προβλημάτων, ως και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρθον 33
Κτήσις ακινήτων

1. Αι διά την ενεργοποίησιν της ζώνης και εφαρμογήν του προγράμματος αυτής αναγκαιούσαι εκτάσεις τίθενται εις την διάθεσιν του κατύ άρθρον 27 παρ. 1 φορέως είτε Δι’ απύ ευθείας παραχωρήσεως αυτών υπό του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, είτε κατόπιν ασκήσεως του κατ` άρθρον 55 δικαιώματος της επί ίσοις όροις προτιμήσεως, είτε κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αυτών κατά τα εν άρθρω 22 οριζόμενα. Το Δημόσιον υποχρεούται εις την άμεσον προς τον ανάδοχον διάθεσιν των ακινήτων τα οποία ανήκουν εις αυτό ή περιήλθον εις αυτό κατόπιν της υπ` αυτού ασκήσεως του δικαιώματος προτιμήσςως ή της υπέρ αυτού αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.

2. Επιτρέπεται πάντοτε η υπό του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή του κατά το άρθρον 27 αναδόχου φορέως κατόπιν ελευθέρων διαπραγματεύσεων απόκτησις ακινήτων εντός της ζώνης ενεργού πολεοδομίας επί ειδικώς συμφωνουμένω τιμήματι ή ανταλλάγματι Το αντάλλαγμα δύναται να συνίσταται εις παροχήν ίσης αξίας οικοπέδου, ή κτιρίου ή διαμερίσματος επί διηρημένης κατά κτίρια ή κατά ορόφους ιδιοκτησίας εκ των τελικώς διαμορφουμένων οικεπέδων ή κτιρίων της ζώνης.

3. Περί του ευλόγου του τιμήματος ή ανταλλάγματος γνωμοδοτεί προ της αγοράς ή της περί ανταλλαγής συμβάσεως τριμελής επιτροπή αποτελουμένη εξ ενός προέδρου διοικητικού πρωτοδικείου ή του νομίμου αναπληρωτού του, του εκ της τοποθεσίας του ακινήτου αρμοδίου οικονομικού εφόρου και ενός ανωτέρου υπαλλήλου της πολεοδομικής Υπηρεσίας. Η επιτροπή ορίζεται Δι’ εκάστην ζώνην διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων, αποφαίνεται δε λαμβάνουσα υπύ όψιν τα υπάρχοντα στοιχεία μεταβιβάσεως αικινήτων εν τη περιοχή ή ορισθείσας ήδη τιμάς μονάδος δι` αναγκαστικάς απαλλοτριώσεις και παν έτερον νόμιμον στοιχείον. Η εν τη παραγράφω 2 αγορά ήαάνταλλαγή δεν δύναται να συμφωνηθή αντί τιμήματος ή ανταλλάγματος ανωτέρω του υπό της ως άνω επιτροπής εκτιμωμένου ως καλύπτοντος πλήρως την αξίαν του ακινήτου κατά τον χρόνον της αγοράς ή ανταλλάγης. Ο τρόπος συγκροτήσεως της ως άνω επιτροπής, τα του διορισμού αναπληρωματικών μελών, τα της ενώπιον αυτής διαδικασίας, τα ειδικώτερα στοιχεία και κριτήρια εκτιμήσεως ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Εργων.

4. Διά της μετά του αναδόχου συμβάσεως είναι δυνατόν να ορισθή ότι εφ` όσον την ανταλλαγήν ακινήτου κειμένου εντός της ζώνης έναντι της παροχής εις αυτόν οικοδομησίμου χώρου εκ των διαμορφωθησομένων διά της πολεοδομικής μελέτης, ή έναντι ετοίμης κατοικίας ή διαμερίσματος εκ των κατασκευασθησομένων βάσει του οικείου προγράμματος ήθελε ζητήσει ο ιδιοκτήτης αυτού, η κατύ ανταλλαγήν παραχώρησις ίσης τουλάχιστον άξιας οικοπέδου, ή κατοικίας, ή διαμερίσματος είναι υποχρεωτική.

5. Εκτάσεις αναγκαστικώς απαλλοτριωθείσαι διά δημοσίαν ωφέλειαν και μη χρησιμοποιηθείσαι προς τον Δι’ ον απαλλοτριώθησαν σκοπόν προ της δημοσιεύσεως του κατύ άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος διατίθενται υποχρεωτικώς, εφύ όσον ήθελον περιληφθή εις ζώνην ενεργού πολεοδομίας προς εκπλήρωσιν του προγράμματος αυτής, κατόπιν κοινής αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού.

6. Διά προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται τα όργανα εις τα οποία ανατίθεται η διαπραγμάτευσις ως και εκείνα τα οποία αποφασίζουν την σύναψιν της συμβάσεως αγοράς ή ανταλλαγής, την τηρητέαν διαδίκασίαν και τα της υπογραφής της συμβάσεως, τα προσκομιστέα υπό του πωλητού στοιχεία ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου.

Άρθρθον 34
Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης

1. Μετά την κατά τας διατάξεις του προηγούμενου άρθρου πρόσκτησιν και διάθεσιν προς τον ανάδοχον φορέα των διά την ενεργοποίησιν της ζώνης αναγκαιουσών εκτάσεων, ή και προ της ολοκληρώσεως τούτων όπου τούτο είναι τεχνικώς εφικτόν, ο ανάδοχος φορεύς προβαίνει εις την εκτέλεσιν των έργων διαμορφώσεως του χώρου ως και εις την εκτέλεσιν των έργων υποδομής, ως ταύτα προβλέπονται υπό της πολεοδομικής μελέτης και της υπ` αυτού υπογραφείσης συμβάσεως.

2. Ο αυτός ως άνω φορεύς, ή και έτερος ανάδοχος εις ην περίπτωσιν τα ανωτέρω έργα ανέτεθησαν κεχωρισμένως εις τούτον κατ` άρθρον 27 παρ. 6, προβαίνει εν συνεχεία, ή και παραλλήλως προς τα εν παραγράφω 1 έργα, εφύ όσον τούτο είναι τεχνικώς δυνατόν, εις την σύνταξιν των κτιριακών μελετών και εις την εκτέλεσιν των οικοδομικών έργων επί των διαμορφουμένων οικοδομησίμων χώρων επί τη βάσει της πολεοδομικής μελέτης και της υπ` αυτού υπογραφείσης συμβάσεως.

3. Αμα τη ενάρξει των κατά τας προηγουμένας παραγράφους έργων τίθενται εις εφαρμογήν τα υπό της οικείας συμβάσεως προβλεπόμενα μέτρα αρωγής προς τους εν τη ζώνη εγκατεστημένους ιδιώτας διά την στέγασιν ή επαγγελματικήν αποκατάστασιν αυτών εις ετέρους παραπλησίους χώρους ή οικισμούς, οριστικώς ή μέχρι της επανεγκαταστάσεως αυτών εντός της ενεργοποιηθείσης ζώνης κατά τους όρους της οικείας μελέτης.

4. Πάσα διαφορά μεταξύ του Δημοσίου ή του δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως και του αναδόχου φορέως περί το κύρος, την ερμηνείαν και εφαρμογήν όρων της συμβάσεως ή περί την εκτέλεσιν των εργών δύναται να επιλύεται διά διαιτησίας κατά τα υπό της συμβάσεως ειδικώτερον οριζόμενα. Πάσα διαφορά μεταξύ του αναδόχου και ιδιωτών εγκατεστημένων εις τον χώρον της ζώνης εν σχέσει προς την απομάκρυνσιν αυτών, την στέγασιν ή επαγγελματικήν στέγασιν αυτών ή την επανεγκατάστασιν των εις τας κατασκευαζομένας νέας οικιστικάς μονάδας υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και εκδικάζεται κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, επιτρεπομένης πάντως της κατά της οικείας αποφάσεως ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως διά τους εν άρθρω 560 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας λόγους.

5. Οι επανεγκαθιστάμενοι ή το πρώτον εγκαθιστάμενοι εις την ζώνην ενεργού πολεοδομίας διά προσκτήσεως κατά κυριότητα οικοπέδου, χώρου επαγγελματικής εγκαταστάσεως, κατοικίας, ιδανικού μεριδίου ή διαμερίσματος κατύ όροφον ιδιοκτησίας βαρύνονται διά της κατύ άρθρον 21 εισφοράς εις χρήμα, ην καταβάλλουν κατά τας διατάξεις του άρθρου τούτου. Αι προ της ενεργοποιήσεως της ζώνης υφιστάμεναι και τυχόν ήδη διατηρούμεναι ιδιοκτησίαι βαρύνονται και διά της εισφοράς εις γην κατά τους όρους των άρθρων 17 έως και 20.

6. Εις τας δημιουργουμένας εκ της ενεργοποιήσεως της ζώνης οικοδομησίμους εκτάσεις και οικόπεδα επιτρέπεται να συνιστώνται ιδιοκτησίαι διηρημέναι κατά κτίρια ή μέρη αυτών, άνευ κατατμήσεως εις επί μέρους οικόπεδα, ως και η σύστασις διηρημένων κατύ όροφον ιδιοκτησιών. Αι διηρημέναι κατά κτίρια ή μέρη αυτών ή κατ` όροφον ιδιοκτησίαι (κάθετοι καί οριζόντιαι συνιδιοκτησίαι) δύναται να συνιστώνται και διά μονομερούς δικαιοπραξίας καταρτιζομένης υπό του αναδόχου φορέως, διά δηλώσεως του ενώπιον συμβολαιογράφου, νομίμως καταχωρουμένης εις τα βιβλία μεταγραφών ή εις το οικείον κτηματολόγιον.

7. Διά προεδρικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων και του κατά περίπτωσιν ως εκ του αντικειμένου της ρυθμίσεως αρμοδίου Υπουργού, δύναται να ρυθμίζωνται τα της εποπτείας και ελέγχου των έργων υπό του Δημοσίου ή του οικείου δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, τα της συνδρομής ή συμμετοχής άλλων δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας εις την ενεργοποίησιν της ζώνης ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

8. Η μέριμνα διά την συντήρησιν, καθαριότητα και κανονικήν χρήσιν των εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας δημιουργουμένων επικοίνων ιδιοκτήτων χώρων, η συντήρησις και ανανέωσις του κοινοχρήστου τεχνίκου εξοπλισμού και η συντήρησις των έργων υποδομής, η φροντίς διά την διατήρησιν, προστασίαν και βελτίωσιν των χώρων πρασίνου και η αντιμετώπισις πάντων των εκ της λειτουργίας της ζώνης ανακυπτόντων ζητημάτων ανήκει, επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των οικείων δήμων ή κοινοτήτων, εις άπαντας τους ιδιοκτήτας των εν τη ζώνη ακινήτων από κοινού, ασκείται δε επί τη βάσει κανονισμών εγκρινομένων υπό της γενικής συνελεύσεως των εν τη ζώνη ιδιοκτητών. Μέχρι της συντάξεως και εγκρίοεως τοιούτου κανονισμού τα ανωτέρω ζητήματα διέπονται υπό προσωρινού κανονισμού συντασσομένου υπό του αναδόχου και εγκρινομένου υπό του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων. Διά του προσωρινού τούτου κανονισμού καθορίζεται το ποσοστόν ψήφων εκάστης εν τή ζώνη αυτοτελούς ιδιοκτησίας ως και ο τρόπος εκπροσωπήσεως των ιδιοκτητών ταύτης εις την γενικήν συνέλευσιν των εν τη ζώνη ιδιοκτητών. Αι αποφάσεις της Γενικής ταύτης συνελεύσεως λαμβάνονται διά της πλειοψηφίας των δύο τρίτων του συνόλου των ψήφων, πλήν των εν τω προηγουμένω εδαφίω θεμάτων διά την τροποποίησιν της ρυθμίσεως των οποίων απαιτείται ομόφωνος απόφασις των μελών της γενικής συνελεύσεως.

9. Διά της πολεοδομικής μελέτης είναι δυνατόν να προβλεφθή η σύστασις αναγκαστικού συνεταιρισμού των ιδιοκτητών της ζώνης προς αντιμετώπισιν των εν τη παραγράφω 8 ζητημάτων ως και παντός ετέρου ζητήματος αφορώντος εις την συμβίωσιν των εν τη ζώνη εγκατεστημένων και τας εκ της ιδιοκτησίας αυτών προκυπτούσας σχέσεις και ανάγκας. Εις περίπτωσιν συστάσεως αναγκαστικού συνεταιρισμού διαχειρίσεως τα εν παραγράφω 8 θέματα ρυθμίζονται διά του καταστατικού του, εγκρινομένου δι` αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων `Εργων.

10. Επί των ούτω πως συνιστωμένων συνεταιρισμών έχουν ανάλογον εφαρμογήν τα εν άρθροις 39 έως 41 και 46 παρ. 2 του παρόντος οριζόμενα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Ζώναι Αστικού Αναδασμού.

Άρθρθον 35
Ζώναι Αστικού Αναδασμού.

1. Αστικός αναδασμός εντός οικιστικής περιοχής είναι το σύνολον των διαδικασιών αι οποίαι αποσκοπούν εις την πολεοδομικήν ενεργοποίησιν αυτής διά της υπό πάντων των ιδιοκτητών συνισφοράς των ιδιοκτησιών των προς δημιουργίαν ή διαμόρφωσιν και εκ νέου παραχώρησιν εις αυτούς οικοδομησίμων εν γένει χώρων εξυπηρετούντων τας διά την οικείαν ζώνην προβλεπομένας χρήσεις γης.

2. Τα διά του αναδασμού δημιουργούμενα και παραχωρούμενα εις τους ιδιοκτήτας των συνεισφερομένων ακινήτων οικόπεδα μετά των τυχόν επύ αυτού κτισμάτων ή άλλων εγκαταστάσεων δέον να είναι ίσης τουλάχιστον αξίας προς την αξίαν του συνόλου των υφ` εκάστου συνεισφερομένων ακινήτων μετά την αφαίρεσιν της κατά το άρθρον 17 εισφοράς.

Άρθρθον 36
Τρόποι διενεργείας αστικού αναδασμού

1. Ο αστικός αναδασμός ωρισμένης ζώνης δύναται να αναληφθή και εκτελεσθή είτε απ` ευθείας υπό του Δημοσίου, ή υπό δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, είτε υπό αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού συνιστωμένου διά του κατά το άρθρον 14 παράγρ. 1 προεδρικού διατάγματος ή και μεταγενεστέρου έχοντος ως αντικείμενον την σύστασιν τοιούτου συνεταιρισμού. Επίσης ο αστικός αναδασμός δύναται να αναληφθή διά συνεργασίας δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως και αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού.

2. Εφ` όσον ο αναδασμός ήθελεν εκτελεσθή υπό του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, οι ιδιοκτήται της ζώνης δύνανται οπωσδήποτε να συστήσουν, προς υποβοήθησιν του έργου του αναδασμού, οικοδομικόν συνεταιρισμόν, διεπόμενον από τας περί οικοδομικών συνειαιρισμών διατάξεις.

Άρθρθον 37
Δημοσιότης αστικού αναδασμού.

1. Εφ όσον το προεδρικόν διάταγμα περί χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως οικιστικής προβλέπει εντός της περιοχής ταύτης ζώνην αστικού αναδασμού, κοινοποιείται μερίμνη του Υπουργείου Δημοσιων ύΕργων, εις το κατά τόπον αρμόδιον υποθηκοφυλακείον και καταχωρείται εις ειδικόν βιβλίον υπό τον τίτλον “Ζώνη αστικού αναδασμού”, μετά σημειώσεως της ονομασίας του δήμου ή της κοινότητος ή της τοποθεσίας εις ην ευρίσκεται εκάστη ζώνη. Υπάρχοντος τυχόν κτηματολογίου γίνεται η δέουσα εις τούτο καταχώρησις.

2. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται αι λεπτομέρειαι τηρήσεως του ως άνω βιβλίου και τα εις αυτό καταχωρούμενα ή σημειούμενα στοιχεία.

Άρθρθον 38
Διαδικασία αστικού αναδασμού.

1. Η διαδικασία του αστικού αναδασμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια :
α) Συγκρότησις αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού.
β) Κτηματογράφησις περιοχής.
γ) Σύνταξις και έγκρισις της πολεοδομικής μελέτης.
δ) Εκτίμησις και καθορισμός της αξίας των συνεισφερομένων ακινήτων.
ε) Εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης και παραχώρησις των οικοδομησίμων εκτάσεων εις τα μέλη του συνεταιρισμού.
στ) Εκκαθάρισις του οικοδομικού συνεταιρισμού.

2. Εφ’ όσον η εκτέλεσις του αστικού αναδασμού ήθελεν αναληφθή απύ ευθείας υπό του Δημοσίου ή δημοσίον οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, η ως άνω διαδικασία περιορίζεται εις τα υπό στοιχεία β` έως και ε` στάδια.

Άρθρθον 39
Συγκρότησις οικοδομικού συνεταιρισμού

1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος και εφύ όσον τούτο προβλέπει ειδικώς την σύστασιν αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού, άπαντες οι ιδιοκτήται των εντός της ζώνης αστικού αναδασμού ευρισκομένων ακινήτων, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίον δικαίου διά τα εις την ιδιωτικήν περιουσίαν αυτών ανήκοντα ακίνητα, συνιστούν αυτοδικαίως αναγκαστικόν οικοδομικόν συνεταιρισμόν. Εφ` όσον η ζώνη αστικού αναδασμού καλύπτει μείζονα έκτασιν και δη υπαγομένην εις διαφόμους δήμους ή κοινότητας δύνανται να συνιστώνται δύο ή πλείονες συνεταιρισμοί, δι` έκαστον των οποίων καθορίζεται καιο ιδιαίτερα περιφέρεια εντός της ως άνω ζώνης. Ιδιοκτησίαι κείμεναι επί των ορίων μεταξύ δύο συνεταιρισμών υπάγονται εξ ολοκλήρου εις τον συνεταιρισμόν εις την περιφέρειαν του οποίου κείται το μείζον τμήμα αυτών.

2. Σκοπός του οικοδομικού συνεταιρισμού είναι η προώθησις και περάτωσις των διαδικασιών αι οποίαι απαιτούνται διά την κτηματογράφησιν της περιοχής και την σύνταξιν, έγκρισιν και εφαρμογήν της πολεοδομικής μελέτης της ζώνης, την διαμόρφωσιν των νέων οικοπέδων και την διανομήν αυτών μεταξύ των μελών του κατά λόγον της αξίας της ιδιοκτησίας εκάστου. Ο οικοδομικός συνεταιρισμός δύναται επίσης να αναλαμβάνη ή και να αναθέτη εις τρίτους την εκτέλεσιν των έργων υποδομής προς δημιουργίαν των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων και την εν γένει αρτιωτέραν διαμόρφωσιν και την αξιοποίησιν των εντός της ζώνης ευρισκομένων εκτάσεων, συμφώνως προς την πολεοδομικήν μελέτην. Εφύ όσον εντός της ζώνης του αστικού αναδασμού περιλαμβάνωνται και ιδιωτικά δάση ή δασικαί εκτάσεις, ο συνεταιρισμός αναλαμβάνει και την μέριμναν της διατηρήσεως, αναπτύξεως και προστασίας τούτων. Εις την περίπτωσιν ταύτην και εφ` όσον ήθελε περατώσει το κύριον έργον του διατηρείται μετά την διάλυσιν του ως αναγκαστικός δασικός συνεταιρισμός έχων ως σκοπόν την διατήρησιν, ανάπτυξιν και προοτασίαν των εις τα μέλη του ανηκουσών δασικών ιδιοκτησιών.

3. Εις τα αρχικά μέλη του συνεταιρισμού υποκαθίστανται αυτοδικαίως οι καθολικοί ή είδικοι διάδοχοι αυτών, από της μεταγραφής του τίτλου βάσει του οποίου εκτήθη η κυριότης. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι δεν δύνανται να ασκήσουν τα εκ της διαδοχής δικαιώματα αυτών ως μελών του συνεταιρισμού προ της καταθέσεως δηλώσεως προς τον πρόεδρον του συνεταιρισμού περί της επελθούσης εν τω προσώπω αυτών κτήσεως της κυριότητος.

Άρθρθον 40
Νομική προσωπικότης και ευθύνη.

1. Οι κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου συγκροτούμενοι αναγκαστικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεν έχουν δε εμπορικήν ιδιότητα.

2. Διά τας υποχρεώσεις του συνεταιρισμού έναντι τρίτων και εφ` όσον διά την ικανοποίησιν των δανειστών δεν επαρκεί η περιουσία του συνεταιρισμού, ευθύνονται εις ολόκληρον και τα μέλη του μέχρι της αξίας της ιδιοκτησίας εκάστου. Οι δανεισταί μέλους του συνεταιρισμού δεν έχουν δικαίωμα επί της περιουσίας του συναιτερισμού ή των ιδιοκτησιών των άλλων μελών.

Άρθρθον 41
Οργάνωσις και λειτουργία του συνεταιρισμού

1. Εδρα του συνεταιρισμού είναι ο δήμος ή η κοινότης εντός της οποίας ευρίσκεται η ζώνη του αστικού αναδασμού ή η μείζων αυτής έκτασις. Η επωνυμία του συνεταιρισμού περιλαμβάνει τον χαρακτηρισμόν του ως αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού και την ονομασίαν του δήμου ή της κοινότητος ή της τοποθεσίας εις την οποίαν ευρίσκεται η ζώνη του αστικού αναδασμού.

2. Η Γενική Συνέλευσις του συνεταιρισμού είναι το ανώτατον όργανον αυτού και αποφασίζει επί παντός θέματος το οποίον δεν ανήκει εις την αρμοδιότητα άλλου οργάγου. ύΕκαστον μέλος έχει μίαν ψήφον ανά πεντακόσια τετραγωνικά μέτρα μέχρις εκτάσεως δύο στρεμμάτων, μίαν ψήφον ανά χίλια τετραγωνικά μέτρα διά τας πέραν των δύο στρεμμάτων εκτάσεις και μέχρι δέκα στρεμμάτων και μίαν ψήφον ανά πέντε στρέμματα ως προς το υπερβάλλον. Πλείονες ιδιοκτησίαι ανήκουσαι κατά κυριότητα εις το αυτό πρόσωπον λογίζονται, διά τον καθορισμόν του αριθμού των ψήφων, ως μία αποτελουμένη εκ του αθροίσματος των εμβαδών των ως είρηται ιδιοκτησιών. Αυτοτελές ακίνητον ή πλείονα ακίνητα συνολικού εμβαδού μέχρι πεντακοσίων τετραγωνιχών μέτρων ως και τυχόν υπόλοιπον μεταξύ των ως άνω επί μέρους ορίων υπολογίζονται ως δίδοντα μίαν ψήφον.

3. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του συνεταιρισμού είναι τουλάχιστον πενταμελές και εκλέγεται υπό της γενικής συνελεύσεως, ασκεί δε την διοίκησιν και την διαχείρισιν του συνεταιρισμού εντός των ορίων του νόμου και των υπό της γενικής συνελεύσεως λαμβανομένων αποφάσεων.

4. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκπροσωπεί τον συνεταιρισμόν δικαστικώς και εξωδίκως. Υπογράφει άπαντα τα έγγραφα του συνεταιρισμού προς τας δημοσίας αρχάς ή τρίτους και δέχεται άπαντα τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται ή κοινοποιούνται εις τον συνεταιρισμόν.

5. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται αι ειδικώτεραι αρμοδιότητες των κατά τας προηγουμένας παραγράφους οργάνων και τα του τρόπου λειτουργίας αυτών, αι λετπτομέρειαι της εκλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Προέδρου αυτού, τα της αναπληρώσεως αυτών, τα της συμπαραστάσεως, βοηθείας και εποπτείας των συνεταιρισμών υπό της εποπτευούσης αρχής, τα της ασκήσεως διαχειριστικού ελέγχου υπό ταύτης, τα της τηρήσεως βιβλίων και του τρόπου της εν γένει οικονομικής διαχειρίσεως, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια αφορώσα εις την λειτουργίαν των συνεταιρισμών και την πραγμάτωσιν των σκοπών αυτών.

6. Δι αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως είναι δυνατόν να προβλέπεται η παροχή αμοιβής εις τον πρόεδρον και τα μέλη τού διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρθον 42
Κτηματογράφησις της ζώνης αναδασμών.

1. Αμα τη δημοσιεύσει του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος του προβλέποντος ζώνην αστικού αναδασμού, ενεργείται κτηματογράφησις της όλης εκτάσεως της ζώνης, προς καθορισμόν των εν αυτή ιδιοκτησιών, της θέσεως και του εμβαδού τούτων, καθώς και προς προσδιορισμόν των εν αυταίς οικοδομών ή άλλων μονίμων εγκαταστάσεων ή έργων.

2. Η κτηματογράφησις ενεργείται υπό του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων ή υπό ειδικού οργανισμού κτηματογραφήσεων, η υπό του οικείου δήμου ή κοινότητος εφύ όσον το κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικόν διάταγμα προεκλήθη τη πρωτοβουλία αυτών, περιλαμβάνει δε τήν σύνταξιν κτηματολογικού χάρτου, απεικονίζοντος τας επί μέρους ιδιοκτησίας και τας επ` αυτών οικοδομάς ή κατασκευάς, ως και κτηματολογικού πίνακος, εμφαίνοντος τους φερομένους ως ιδιοκτήτας των εν τω κτηματολογικώ χάρτη ιδιοκτησιών, το εμβαδόν εκάστης τούτων, τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των επ αυτών οικοδομών ή άλλων κατασκευών και παν άλλο χρήσιμον στοιχείον. Οι ιδιοκτήται των εν τη ζώνη αστικού αναδασμού ακινήτων υποχρεούνται όπως εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 Προεδρικού Διατάγματος καταθέσουν εις την οικείαν υπηρεσίαν οικισμού ή τον αναλαβόντα την κτηματογράφησιν φορέα δήλωσιν ιδιοκτησίας προσκομίζοντες και κεκυρωμένα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας των. Εν παραλείψει τούτων, ο κτηματολογικός πίναξ συντάσσεται επί τη βάσει παντός υφισταμένου νομίμου στοιχείου.

3. Εις πάσαν περίπτωσιν η κτηματογράφησις δύναται να ανατεθή υπό του δημοσίου ή του επισπεύδοντος δήμου ή της κοινότητος εις τον κατά το άρθρον 39 οικοδομικόν συνεταιρισμόν ή τον διά συμβάσεως μετά τούτου αναλαβόντα την εκτέλεσιν του αστικού αναδασμού οικονομοτεχνικόν φορέα, ή και απ` ευθείας εις ιδιώτην ή εταιρείαν.

4. Ο καταρτισθείς κτηματολογικός χάρτης και ο πίναξ κοινοποιείται εις τον δήμον ή την κοινότητα ως και εις τον οικείον αναγκαστικόν συνεταιρισμόν. ύΑμα τη κοινοποιήσει ταύτη συγκαλείται η γενική συνέλευσις του συνεταιρισμού ίνα λάβη γνώσιν τούτων. Το κτηματολογικόν διάγραμμα και ο πίναξ παραμένουν επί ένα μήνα εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα προς ενημέρωσιν του κοινού. Περί τούτου τοιχοκολλάται ανακοίνωσις η οποία δημοσιεύεται εις μίαν τουλάχιστον ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν τοπικήν εφημερίδα και εις μίαν ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Από της ημέρας της τελευταίας δημοσιεύσεως ή της τυχόν μεταγενεστέρας ταύτης τοιχοκολλήσεως, άρχεται ή ως άνω μηνιαία προθεσμία.

5. Κατά του κτηματολογικού χάρτου και πίνακος επιτρέπεται, εντός δύο μηνών από της ημέρας της τελευταίας δημοσιεύσεως διά του τύπου της κατά την προηγουμένην παράγραφον ανακοινώσεως ή άσκησις προσφυγής υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου μονομελούς πρωτοδικείου. Η προσφυγή εκδικάζεται κατά την διαδίκασίαν περί ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επ. του Κώδικος Πολ. Δικονομίας. Η απόφασις Του μονομελούς πρωτοδικείου εις ουδέν ένδικον μέσον υπόκειται,η έκδοσις δε ταύτης ή η πάροδος απράκτου της προθεσμίας προς άσκησιν της προσφυγής δεν κωλύει την έγερσιν τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής. Εις περίπτωσιν αποδοχής της προσφυγής ή της τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, διορθούται υποοχρεωτικώς ο κτηματολογικός πίναξ κατά τα εν τη οικεία αποφάσει οριζόμενα.

Άρθρθον 43
Πρόγραμμα αστικού αναδασμού – ανάθεσις έργου

1. Υπό του αναλαβόντος την διενέργειαν του αστικού αναδασμού (Δημοσίου, δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως, αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού) καταρτίζεται το πρόγραμμα αυτού.

2. Εις ην περίπτωσιν συνεστήθη αναγκαστικός οικοδομικός συνεταιρισμός, η πρώτη μετά την σύστασιν αυτού γενική συνέλευσις αποφασίζει επί του προγράμματος διενεργείας του αστικού αναδασμού, ως και περί της αναθέσεως της εκτελέσεως του προγράμματος τούτου εις ανάδοχον φορέα. Ο φορεύς ούτος δύναται να είναι : α) Εταιρεία ενεργού πολεοδομίας, β) Εταιρεία έχουσα ως σκοπόν την εκτέλεσιν έργων αστικού αναδασμού. Το πρόγραμμα του αστικού αναδασμού δύναται να συνταγή και εκτελεσθή από κοινού μετά δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως

3. Η εκτέλεσις του προγράμματος του αστικού αναδασμού διά της συντάξεως πολεοδομικής μελέτης και της εφαρμογής αυτής ανατίθεται εις τον υπό της Γενικής Συνελεύσεως επιλεγόμενον φορέα διά συμβάσεως καταρτιζομένης μεταξύ τούτου και του αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού. Η σύμβασις αύτη προβλέπει εν λεπτομερεία τους όρους πραγματώσεως του όλου έργου και δη τας επί μέρους υποχρεώσεις και τα αντίστοιχα δικαιώματα, τας προθεσμίας και τας, παρασχετέας εγγυήσεις. Η ως άνω σύμβασις τελεί προ πάσης εκτελέσεως αυτής υπό την έγκρισιν του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, δυναμένου να αρνηθή ταύτην εφ` όσον δεν ανταποκρίνεται προς την κατά το άρθρον 8 μελέτην της οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως.

4. Η διά της κατά την προηγουμένην παράγραφον συμβάσεως ανάθεσις του έργου εκτελέσεως του αστικού αναδασμού ενεργείται εντός εξαμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της συστάσεως του συνεταιρισμού. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης το Υπουργείον Δημοσίων ύΕργων αποφασίζει είτε την υπό του ιδίου ή επύ αυτού εποπτευομένου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ανάληψιν της συντάξεως και εφαρμογής πολεοδομικού σχεδίου και μελέτης και την εκτέλεσιν του αναδασμού η την εκλογήν του φορέως εκτελέσεως του αστικού αναδασμού. Τούτου μη γενομένου εντός διετίας από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 διατάγματος αίρεται αυτοδικαίως ο χαρακτηρισμός της όλης εκτάσεως ως ζώνης αστικού αναδασμού.

Άρθρθον 44
Πολεοδομική μελέτη.

1. Η πολεοδομική μελέτη της ζώνης αστικού αναδασμού συντάσσεται είτε υπό του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων, αν ο αναδασμός εκτελείται υπό του Δημοσίου, είτε υπό του φορέως εις ον ανετέθη ούτος κατά τα ανωτέρω, βάσει της μελέτης αναγνωρίσεως της περιοχής ως οικιστικής, οπότε και υποβάλλεται μετά σχετικήν απόφασιν της γενικής συνελεύσεως του τυχόν συσταθέντος συνεταιρισμού επί τούτω συγκαλουμένης εις το Υπουργείον Δημοσίων ύΕργων. Η μελέτη αύτη εγκρίνεται και τίθεται εν ισχύι διά προεδρικού διστάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοοίων Εργων.

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον μελέτη στηρίζεται εις την κατ` άρθρον 42 κτηματογράφησιν της ζώνης του αστικού αναδασμού και περιέχει:
α) Τας ειδικάς χρήσεις γης και τους εις εκάστην τούτων αναφερομένους προσθέτους περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποοχρεώσεις.
β) Τα βασικά έργα υποδομής και τους προβλεπομένους πάσης φύσεως κοινοχρήστους χώρους (οδούς, πλατείας, κοινοχρήστους κήπους και άλση, πρασιάς και άλλους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινοχρήστους χώρους).
γ) Τα εντός της ζώνης προβλεπόμενα δημόσια, δημοτικά και θρησκευτικά κτίρια, ως και τα εν τη ζώνη προβλεπόμενα κοινής ωφελείας έργα και εγκαταστάσεις.
δ) τους οικοδομησίμους χώρους.
ε) Τα συστήματα, τους όρους και περιορισμούς δομήσεως.
στ) Προσθέτους όρους αφορώντας εις τα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπον κατασκευής και την αίσθητικήν εμφάνισιν των κτιρίων και γενικώς την αισθητικήν διαμόρφωσιν του όλου χώρου, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπον διαμορφώσεως και χρήσεως των ακαλύπτων χώρων των οικοπέδων και τας συναφείς προς τούτους υποχρεώσεις.
ζ) Το ποσοστόν εισφοράς των εν τη ζώνη ιδιοκτησιών εις γην μετά την αφαίρεσιν των υφισταμένων κοινοχρήστων χώρων.
η) Τον προϋπολογισμόν των έργων του αναδασμού.
θ) Τον χρόνον ή τας χρονικάς φάσεις εκτελέσεως των έργων του αναδασμού και τον τρόπον ή τους τρόπους παραχωρήσεως των νέων ιδιοκτησιών και υπολογισμού της αξίας αυτών.
ι) Την λήψιν ειδικών μέτρων διά την αντιμετώπισιν ιδιαιτέρων προβλημάτων κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης προσώπων χρηζόντων ιδιαιτέρας μερίμνης, ως και πάσαν ετέραν αναγκαίαν διά τήν εφαομογήν του αναδασμού λεπτομέρειαν.

3. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται υπό του πολεοδομικού σχεδίου εμφαίνοντος την διαμόρφωσιν του όλου χώρου, τας εκτάσεις εις ας αφορά εκάστη ειδική χρήσις γης, τους δημιουργουμένους κοινοχρήστους εν γένει χώρους τας θέσεις των δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων, ως και άλλων κοινής ωφελείας έργων και εγκαταστάσεων, τους οικοδομησίμους χώρους και την θέσιν, το σχήμα και τας διαστάσεις των εντός αυτών διαμορφουμένων οικοπέδων. Η συνολική έκτασις των προϋφισταμένων κοινοχρήστων χώρων ανεξαρτήτως της αρχικής θέσεως αυτών, διατίθεται υποχρεωτικώς διά την δημιουργίαν νέων κοινοχρήστων χώρων. Το ως άνω σχέδιον δημοσιεύεται, ομού μετά των εν παραγράφω 2 στοιχείων της μελέτης, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εν φωτοσμικρύνσει.

4. Εν η περιπτώσει επί των παλαιών ιδιοκτησιών υφίστανται κτίσματα ή άλλαι εγκαταστάσεις, η διατήρησις και η χρήσις αυτών καθορίζονται υπό της πολεοδομικής μελέτης, άλλως, εφ όσον χαρακτηρίζονται ως κατεδαφιστέαι, ο ιδιοκτήτης αποζημιούται διά την αξίαν τούτων. Εις περίπτωσιν διατηρήσεώς των, ή μετά τον αναδασμόν προκύπτουσα ιδιοκτησία εφ` ης τα ως άνω κτίσματα περιέρχεται κατά προτίμησιν εις τον αρχικόν ιδιοκτήτην.

5. Διά προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται ειδικώτερον η διαδικασία καταρτίσεως και εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης, τα γνωμοδοτούντα επύ αυτής όργανα, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλοι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί ή σύλλογοι, τα της ενημερώσεως του κοινού και της αντιμετωπίσεως των δημιουργουμένων κοινωνικών προβλημάτων, ως και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρθον 45
Εκτίμησις αξίας ακινήτων.

1. Η εκτίμησις της αξίας των συνεισφερομένων εις τον αστικόν αναδασμόν ιδιοκτησιών ενεργείται επί τη βάσει των στοιχείων της κτηματογραφήσεως εν όψει και των συνθηκών της αγοράς γης εις την περιο- χήν, υπό επιτροπής αποτελουμένης εξ ενός προέδρου διοικητικού πρωτοδικείου ή του νομίμου αναπληρωτού του, ενός ανωτέρου υπαλλήλου της πολεοδομικής υπηρεσίας και ενός οικονομικού εφόρου και αναφέρεται εις τον χρόνον δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος.

2. Ο τρόπος συγκροτήσεως της επιτροπής, τα του διορισμού αναπληρωματικών μελών, τα της ενώπιον αυτής διαδικασίας, τα ειδικώτερα στοιχεία και κριτήρια εκτιμήσεως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διά την άσκησιν των απμοδιοτήτων της, καθορίζονται διά προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Δημοσίων Εργων.

3. Τυχόν αμφισβητήσεις του ύψους της κατά την παράγραφον 1 καθοριζομένης αξίας, επιλύονται δικαστικώς μετά την εκτέλεσιν του αναδασμού και την παραχώρησιν του νέου ακινήτου εις τον ενιστάμενον Ιδιοκτήτην και μόγον διά τήν τνχόν δίαφοράν αξίας τού άρχικού ακινήτου έναντι του παραχωρουμένου.

Άρθρθον 46
Εισφοραί και δαπάναι ιδιοκτητών.

1. Διά την πραγματοποίησιν του αστικού αναδασμού και τήν διαμόρφωσιν των κοινοχρήστων χώρων και κατασκευήν των βασικών κοινοχρήστων έργων οι ιδιοκτήται των περιλαμβανομένων εις την ζώνην αστικού αναδασμού αρχικών ιδιοκτησιών συμμετέχουν εις γην και εις χρήμα κατά τα εν άρθροις 17 έως 21 οριζόμενα.

2. Η εισφορά εις γην δύναται να αυξηθή μέχρι και του διπλασίου εφ όσον συναίνει προς τούτο ο οικοδομικός συνεταιρισμός Δι’ αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως αυτού λαμβανομένης διά της πλειοψηφίας των δύο τρίτων του συνόλου των ψήφων διά την δημιουργίαν μείζονος κοινοχρήστου χώρου ή χώρων προς εγκατάστασιν δημοσίων ή δημοτικών κτιρίων ή άλλων κτιρίων ή έργων κοινής ωφελείας, ή έργων ή κτιρίων κοινής εκμεταλλεύσεως.

Άρθρθον 47
Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης.

1. Αμα τη δημοσιεύσει εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του κατά το άρθρον 44 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος μετά του συνοδεύοντος την μελέτην πολεοδομικού σχεδίου, το Δημόσιον ή ο κατά το άρθρον 43 ανάδοχος φορεύς προβαίνει αμελλητί εις την εφαρμογήν της πολεοδομικής μελέτης, συμφώνως προς τα εν τη συμβάσει αναθέσεως των έργων διαλαμβανόμενα, επιτρεπομένης της αμέσου καταλήψεως των συμμετε- χουσών εις τον αναδασμόν ιδιοκτησιών. Εν περιπτώσει αρνήσεως του νομέως ή κατόχου όπως παραδώση εις τον φορέα ακίνητον μετέχον του αναδασμού εντός προθεσμίας ενός μηνός από της εις αυτόν σχετικής εγγράφου προσκλήσεως, διαττάσεται η αποβολή αυτού Δι’ αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου εκδιδομένης τη αιτήσει του Δημοσίου ή του ανοδόχου φορέως κατά την διαδικασίαν περί ασφαλιστικών μέτρων.

2. Πάσα διαφορά μεταξύ του Δημοσίου ή του δημοσίου οργανισμού ή δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή του αναγκαστικού συνεταιρισμού και του αναδόχου φορέως περί το κύρος, την ερμηνείαν και εφαρμογήν όρων της συμβάσεως ή περί την εκτέλεσιν των έργων δύναται να επιλύεται διά διαιτησίας κατά τα υπό της συμβάσεως ειδικώτερον οριζόμενα.

Άρθρθον 48
Παραχώρησις νέων ιδιοκτησιών.

1. Η παραχώρησις των νέων ακινήτων εις τους αναγνωριζομένους ως κυρίους των υπαχθεισών εις τον αναδασμόν ιδιοκτησιών γίνεται εν όψει και της πολεοδομικής μελέτης : α) Κατά πρώτον και εφ` όσον τούτο είναι τεχνικώς δυνατόν δια συσχετισμού των παλαιών και νέων ιδιοκτησιών. β) Διά συσχετισμού της αξίας εκάστου ακινήτου, ως αύτη διαμορφούται κατά τον χρόνον της παραχωρήσεως μετά την εκτέλεσιν των έργων της πολεοδομικής μελέτης και του ύψους της αξίας του ακινήτου ή των ακινήτων διά των οποίων έκαστος ιδιοκτήτης μετέχει εις τον αναδασμόν. γ) Διά κληρώσεως.

2. Η εις τους μετέχοντας του αναδασμού παραχώρησις των νέων ακινήτων δύναται να γίνεται και τμηματικώς κατά φάσεις προβλεπομένας υπό της πολεοδομικής μελέτης αναλόγως της πορείας των εργασιών εφαρμογής αυτής.

3. Εις έκαστον ιδιοκτήτην παραχωρείται ακίνητον του οποίου η αξία, δέον να είναι ίση προς την αξίαν της συνεισφερομένης ιδιοκτησίας του. Τυχόν ανατίμησις της αξίας της γης υπολογιζομένη συνολικώς επί της ζώνης ή εκάστου των εν τη προηγουμένη παραγράφω τμημάτων, προβαίνει επύ ωφελεία πάντων των εν τη ζώνη ή εν τω οικείω τμήματι ιδιοκτητών συμμέτρως. Εις την περίτπωσιν ταύτην η αξία πάντων των παραχωρουμένων οικοπέδων, δέον να είναι ανωτέρα της των συνεισφερομένων κατά το ως άνω ποσοστόν. Είναι δυνατή και η παραχώρησις πλειόνων αρτίων οικοπέδων των οποίων η συνολική αξία αντιστοιχεί προς την συνολικήν αξίαν των συνεισφερομένων υπό αυτού ιδιοκτήτου ακινήτων. Εφ` όσον εις τους προς διανομήν χώρους περιλαμβάνονται οικόπεδα εφ ων κείνται οικοδομαί, ταύτα παραχωρούνται μετά των οικοδομών κατά προτίμησιν εις τους αρχικούς ιδιοκτήτας και μέχρι καλύψεως του ύψους της αξίας των συνεισφερομένων ακινήτων, επιτρεπομένης πάντως και της Δι’ αποφάσεως της κατά το άρθρον 45 παρ. 1 επιτροπής συστάσεως διηρημένης κατ` όροφον συνιδιοκτησίας μεταξύ πλειόνων ιδιοκτητών.

4. Εις ας περιπτώσεις δεν είναι δυνατή κατ` εφαρμογήν της πσλεοδομικής μελέτης ή παραχώρησις εις μέλος του συνεταιρισμού αρτίου οικοπέδου, εν όψει της μικράς εκτάσεις και αξίας του υπ` αυτού συνεισφερομένου, επιτρέπεται όπως Δι’ αποφάσεως της κατά το άρθρον 45 παρ. 1 επιτροπής : Πλείονες ιδιοκτήται μη δυνάμενοι να τύχουν παραχωρήσεως άρτιου οικοπέδου συνενούνται υποχρεωτικώς εις συνιδιοκτησίαν επί αρτίου οικοπέδου έχοντος αξίαν ίσην προς την αξίαν του συνόλου των επί μέρους ακινήτων. Εις τους ανωτέρω συνιδιοκτήτας δύναται να προστίθενται και έτεροι τυχόντες ήδη αρτίου οικοπέδου αξίας ήσσονος της συνεταιριστικής αυτών μερίδος, καθιστάμενοι κύριοι ποσοστού ίσης αξίας προς το υπέρ αυτών παραμένον ενεργητικόν υπόλοιπον. β) Εις τους ιδιοκτήτες ακινήτων των οποίων η αξία δεν επιτρέπει την εις αυτούς παραχώρησιν αρτίου οικοπέδου δίδεται ως αντιπαροχή τμήμα κατύ όροφον ιδιοκτησίας επί ήδη υφισταμένης οικοδομής εντός της ζώνης του αναδασμού ή επί τούτω ανεγειρομένης υπό του οικοδομικού συνεταιρισμού εντός αυτής. γ) Μικραί ιδιοκτησίαι ή ιδανικά μερίδια ιδιοκτησιών κειμένων εντός της ζώνης του αναδασμού και διά τας οποίας, ή διά τα οποία αντιστοίχως, κρίνεται υπό τού Δημοσίου ή του διοικητικού συμβουλίου του συνεταιρισμού ότι λόγω του άκρως περιωρισμένου αυτών, εις έκτασιν ή ποσοστόν αντιστοίχως, δεν είναι δυνατή η λήψις αρτίου οικοπέδου, ή η συνένωσις αυτών μετ` άλλων, ή η κατ` αντιπαροχήν παραχώρησις τμήματος κατ` όροφον ιδιοκτησίας, περιέρχωνται εις την κυριότητα του Δημοσίου ή του συνεταιρισμού, είτε δι` ελευθέρας αγοράς, είτε δι` απαλλοτριώσεως υπέρ αυτών. Η απαλλοτρίωσις αυτή, θεωρουμένη ως εξυπηρετούσα σκοπόν κοινής ωφελείας, ήτοι την αρτιωτέραν πολεοδομικήν διαμόρφωσιν της ζώνης του αστικού αναδασμού και την εν αυτή δόμησιν, κηρύσσεται δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, κατά τας περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις.

Άρθρθον 49
Ρύθμισις εμπραγμάτων σχέσεων.

1. Η παραχώρησις των νέων ακινήτων, ως ταύτα διαμορφούνται διά του υπό του άρθρου 44 παρ. 3 προβλεπομένου πολεοδομικού σχεδίου, προς τους κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου καθοριζομένους δικαιούχους, ενεργείται διά πράξεως της επιτροπής του άρθρου 45 κυρουμένης δι` αποφάσεως του οικείου νομάρχου. Επί τη βάσει της κυρωθείσης ταύτης πράξεως, ο νομάρχης εκδίδει δι` εκάστην ιδιοκτησίαν παραχωρητήριον. Το παραχωρητήριον παραδίδεται εις τον εν αυτώ αναγραφόμενον δικαιούχον συντασσομένης επ αυτού σχετικής πράξεως, επί τη προσκομίσει υπό του δικαιούχου πιστοποιητικού μη εκποιήσεως, μη διεκδικήσεως και βαρών, εκδοθέντος την αυτήν ή την αμέσως προηγουμένην της παραδόσεως ημέραν και αναφερομένου εις το η εις τα ακίνητα διά των οποίων ο προς ον η παραχώρησις μετέχει εις τον αναδασμόν. Τυχόν διεκδικήσεις ή βάρη σημειούνται εις ιδιαιτέραν θέσιν εν τω παραχωρητηρίω μετά μνείας των σχετικών στοιχείων. Το ούτως εκδοθέν και παραδοθέν παραχωρητήριον αποτελεί τίτλον ιδιοκτησίας επί του ή των ως άνω νέων ακινήτων, μεταγράφεται δε και αίτησιν παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως υπό της αρχής.

2. Από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου, ο προς ον η παραχώρησις του νέου ακινήτου απόλλυσι παν δικαίωμα επί του ή των εισφερομένων εις τον αναδασμόν ακινήτων του και αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα επί του εις αυιόν παραχωρουμένου, δικαιούμενος νά επιληφθή τής νομής του. Εάν το νέον ακίνητον κατέχεται υπό τρίτου, ο προς ον η παραχώρησις δικαιούται να αξιώση την εις αυτόν παράδοσιν κατά την διαδικασίαν των άρθρων 733 και 734 του κώδικος πολιτικής δικονομίας.

3. Εάν το εισφερόμενον ακίνητον διεκδικείται υπό του τρίτου, από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου αντικείμενον της δίκης καθίσταται το νέον ακίνητον. Επί διεκδικήσεως τμήματος ή ιδανικού μεριδίου επί του εισφερομένου ακινήτου αντικείμενον αυτής καθίσταται από της ως άνω μεταγραφής η αξία τούτου, επιφυλασσομένης της εφαρμογής των άρθρων 1097 έως 1099 του αστικού κώδικος. Ο διεκδικών όμως δικαιούται κατά την πρώτην μετά την μεταγραφήν του παραχωρητηρίου διαδικαστικήν πράξιν ή άλλως, δι` εξωδίκου δηλώσεώς του επιδιδομένης διά δικαστικού επιμελητού εντός εξαμήνου από της μεταγραφής να δηλώση ότι εμμένει εις την διεκδίκησιν τμήματος ή ιδανικού μεριδίου αυτουσίου, πλην αν ή άσκησις της ευχερείας ταύτης θα ήγεν εις την δημιουργίαν μη αρτίων οικοπέδων, ή είναι ασυμβίβαστος προς την πολεοδομικήν μελέτην ή γίνεται καταχρηστικώς. Αι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων εφαρμόζονται αναλόγως και επί διεκδικήσεως ενός εκ πλειόνων εισενεχθέντων ακινήτων, έναντι των οποίων παρεχωρήθη ενιαίον νέον ακίνητον.

4. Πραγματικαί δουλείαι υφιστάμεναι μεταξύ ακινήτων εκ των οποίων το εν τουλάχιστον περιλαμβάνεται εις τον αναδασμόν αποσβένυται.

5. Προσωπικαί δουλειαί επί του εισφερομένου ακινήτου μνημονεύονται εις το παραχωρητήριον αντικείμενον δε τούτων από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου καθίσταται το νέον ακίνητον. Εάν η δουλεία υφίστατο επί τμήματος του εισφερομένου ακινήτου ή επί ιδανικού μεριδίου τούτου ή επί ενός εκ πλειόνων εισφερομένων ακίνητων έναντι παράλογον ιδανικόν μερίδιον τούτου.

6. Υποθήκη η προσημείωσις επί του εισφερομένου ακινήτου μνημονεύεται εις το παραχωρητήριον, από της μεταγραφής του οποίου αντικείμενον της υποθήκης ή προσημειώσεως καθίσταται το νέον ακίνητον. Περί της τοιαύτης μεταβολής γίνεται σημείωσις εις τα βιβλία υποθηκών κατά το άρθρον 1313 του αστικού κώδικος. Υποθήκη υφισταμένη επί ενός εκ των πλειόνων εισφερομένων ακινήτων, έναντι των οποίων παρεχωρήθη ενιαίον νέον ακίνητον, εκτείνεται εφ` ολοκλήρου τούτου. Υποθήκη υφισταμένη επί του εισφερομένου ακινήτου, έναντι του οποίου παρεχωρήθησαν πλείονα νέα ακίνητα εκτείνεται εφ όλων τούτων, επιφυλατ τομένης της εφαρμογής του άρθρου 1270 του αστικού κώδικος και αν έτι η υποθήκη είχε παραχωρηθή Δι’ ιδιωτικής βουλήσεως. Επί πλειόνων υποθηκών εγγεγραμμένων επί διαφόρων εισφερομένων ακινήτων έναντι των οποίων παρεχωρήθη ενιαίον νέον ακίνητον, εκάστη τούτων περιορίζεται εις ανάλογον προς την αξίαν του Δι’ αυτής βαρυνομένου ακινήτου ιδανικόν μερίδιον του νέου ακινήτου.

7. Συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεσίς επί του εισφερομένου ακινήτου μνημονεύεται εις το παραχωρητήριον από δε της μεταγραφής τούτου αύτη έχει ως αντικείμενον το παραχωρηθέν νέον ακίνητον. Αι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως. Διά την επίσπευσιν του πλειστηριασμού εκδίδεται πάντοτε νέον πρόγραμμα, των σχετικών προθεσμιών αρχομένων από της ως άνω μεταγραφής.

8. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου μετά πρότασιν των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίων ύΕργων καθορίζεται ο τύπος και το ειδικώτερον περιεχόμενον των παραχωρητηρίων, η διαδικασία εκδόσεως, παραδόσεως και μεταγραφής τούτων, τα της σημειώσεως των υφισταμένων υποθηκών, προσημειώσεων, κατασχέσεων και διεκδικήσεων, ως και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρθον 50
Εκκαθάρισις του οικοδομικού συνεταιρισμού.

1. Μετά την εκπλήρωσιν των κατά το άρθρον 39 παρ. 2 του παρόντος σκοπών του ο οικοδομικός συνεταιρισμός διαλύεται και τίθεται υπό εκκαθάρισιν Δι’ αποφάσεως του οικείου νομάρχου. Η νομική προσωπικότης του συνεταιρισμού συνεχίζεται μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως και διά τας ανάγκας ταύτης.

2. Την εκκαθάρισιν ενεργεί το Διοικητικόν Συμβούλιον του συνεταιρισμού. Ο νομάρχης δύναται διά της εν τη παραγράφω 1 αποφάσεώς του και εφ` όσον κρίνει τούτο σκόπιμον διά την ταχυτέραν και πλέον απρόσκοπτον διενέργειαν της εκκαθαρίσεως, να ορίση άλλους εκκαθαριστάς, μέχρι τριών το πολύ διά τον αυτόν συνεταιρισμόν.

3. Οι εκκαθαρισταί μεριμνούν διά την ταχυτέραν διεκπεραίωσιν των εκκρεμών υποθέσεων και την τακτοποίησιν των εκκρεμών λογαριασμών του συνεταιρισμού. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις περί εκκαθαρίσεως οικοδομικών συνεταιρισμών. Το απομένον καθαρόν ενεργητικόν υπόλοιπον περιέρχεται εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Ζώνη κανονιστικών όρων δομήσεως.

Άρθρθον 51
Πρόβλεψις ζώνης κανονιστικών όρων.

1. Υπό του διατάγματος χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως οικιστικής και διά την πολεοδομικήν ενεργοποίησιν αυτής δύναται να προβλέπεται, πλην των ζωνών ενεργού πολεοδομίας και αστικού αναδασμού, ζώνη εφαρμογής κανονιστικών όρων δομήσεως, διά της θεσπίσεως επύ αυτής γενικών όρων κατατμήσεως και σχηματισμού οικοπέδων, γενικών πολεοδομικών αρχών και προτύπων διά την εντός αυτής οικοδόμησιν, ως και γενικών ρυθμίσεων αναπτύξεως ή αναμορφώσεως του υπό της ζώνης καταλαμβανομένου χώρου.

2. Εφ όσον εις την οικιστικήν περιοχήν δεν περιλαμβάνεται ζώνη ενεργού πολεοδομίας ή ζώνη αστικού αναδασμού, αύτη αποτελεί εν τω συνόλω της ζώνην κανονιστικών όρων δομήσεως. Εις ζώνην κανονιστικών όρων μετατρέπεται αυτοδικαίως και η ζώνη ενεργού πολεοδομίας, εφ` όσον παρέλθη άπρακτος η εν άρθρω 26 παρ. 2 ή η εν άρθρω 29 παρ. 2 του παρόντος προθεσμία, ως και η ζώνη αστικού αναδασμού εφ όσον παρέλθη άπρακτος η, κατά το άρθρον 43 παρ. 4 προθεσμία. Εις τας δύο τελευταίας ταύτας περιπτώσεις η βαρύνουσα τας ιδιοκτησίας εισφορά εις γήν και εις χρήμα υπολογίζεται και καταβάλλεται συμφώνως προς τα διά την ζώνην κανονιστικών όρων ισχύοντα.

3. Αμα τη δημοσιεύσει του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος ενεργείται κτηματογράφησις της ζώνης υπό του Υπουργείου Δημοσίων ύΕργων ή υπό ειδικού οργανισμού κτηματογραφήσεων η υπό του οικείου δήμου ή κοινότητος εφ όσον το κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικόν διάταγμα προεκλήθη τη πρωτοβουλία αυτών ή κατόπιν αναθέσεως του έργου τούτου υπό ιδιώτου ή εταιρείας. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως τα εν άρθρω 31 οριζόμενα. Η προθεσμία προσκομίσεως υπό των ιδιοκτητών των τίτλων κυριότητος ορίζεται εξάμηνος.

Άρθρθον 52
Πολεοδομική μελέτη.

1. Η ανάπτυξις ή αναμόρφωσις της ζώνης εν συνόλω ή κατά τμήματα αυτής ενεργείται επί τη βάσει πολεοδομικής μελέτης. Η εφαρμογή της μελέτης ταύτης επιτρέπεται να γίνη κατά φάσεις προβλεπομένας υπύ αυτής.

2. Η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται και τίθεται εν ισχύι διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.

3. Η ως άνω πολεοδομική μελέτη περιέχει: α) Τας ειδικάς χρήσεις γης και τους εις εκάστην τούτων αναφερομένους προσθέτους περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις. β) Τα βασικά έργα υποδομής και τους προβλεπομένους πάσης φύσεως κοινοχρήστους χώρους (οδούς, πλατείας, κοινοχρήστους κήπους και άλση, πρασιάς και άλλους πρός κοινωφελείς σκοπούς κοινοχρήστους χώρους). γ) Τα προβλεπόμενα δημόσια, δημοτικά και θρησκευτικά κτίρια, ως και τα εν τη ζώνη προβλεπόμενα κοινής ωφελείας έργα και εγκαταστάσεις. δ) Τους οικοδομησίμους χώρους. ε) Τα συστήματα, τους όρους και περιορισμούς δομήσεως. στ) Προσθέτους όρους αφορώντας εις τα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπον κατασκευής και την αισθητικήν εμφάνισιν των κτιρίων, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπον διαμορφώσεως και χρήσεως των ακαλύπτων χώρων των οικοπέδων και τας συναφείς προς τούτους υποχρεώσεις. ζ) Το ποσοστόν εισφοράς των εν τη ζώνη ιδιοκτησιών εις γην μετά την αφαίρεσιν των υφισταμένων κοινοχρήστων χώρων. η) Πάσαν άλλην ειδικήν ρύθμισιν επιβαλλομένην εκ πολεοδομικών λόγων.

4. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται υπό πολεοδομικού σχεδίου εμφαίνοντος την διαμόρφωσιν του όλου χώρου, τας εκτάσεις εις ας αφορά εκάστη ειδική χρήσις γης, τους δημιουργουμένους κοινοχρήστους εν γένει χώρους, τας θέσεις των δημοσίων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων, ως και άλλων κοινής ωφελείας έργων και εγκαταστάσεων και τους οικοδομησίμους χώρους. Το σχέδιον τούτο δημοσιεύεται, ομού μετά των εν παραγράφω 3 στοιχείων της μελέτης, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εν φωτοσμικρύνσει.

5. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται ειδικώτερον η διαδικασία καταρτίσεως και εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης, τα γνωμοδοτούντα επύ αυτής όργανα, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλοι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί ή σύλλογοι, τα της ενημερώσεως του κοινού, τα της προετοιμασίας των πράξεων εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, ως και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρθον 53
Μη άρτια οικόπεδα.
Διά των κατά το άρθρον 54 πράξεων εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης και κατά τους όρους ταύτης, επιτρέπεται όπως αι ιδιοκτησίαι αι οποίαι συμφώνως προς την ως άνω μελέτην υπολείπονται του ελαχίστου εμβαδού των οικοπέδων της περιοχής: α) Προσκυρούνται εις τους ομόρους. β) Συνενούνται υποχρεωτικώς μετ` άλλων ιδιοκτησιών προς δημιουργίαν ενιαίων εξ αδιαιρέτου ανηκουσών εις τους ιδιοκτήτας αυτών ιδιοκτησιών. γ) Ανταλλάσσωνται υποχρεωτικώς με ίσης αξίας ακίνητα ή ιδανικά μερίδια ή τμήματα κατύ όροφον ιδιοκτησίας της περιοχής ταύτης Δι’ αντιπαροχής. δ) Απαλλοτριούνται κατά τους όρους του άρθρου 22.

Άρθρθον 54
Πράξεις εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης.

1. Επί τη βάσει της κατά το άρθρον 51 παρ. 3 κτηματογραφήσεως της ζώνης και του κατά το άρθρον 52 εγκρινομένου πολεοδομικού σχεδίου εκδίδονται υπό της αρμοδίας πολεοδομικής αρχής πράξεις εφαρμογής της πελεοδομικής μελέτης. Διά των πράξεων τούτων καθορίζονται τα αφαιρούμενα λόγω ρυμοτομίας από εκάστην ιδιοκτησίαν τμήματα αυτής και τακτοποιούνται τα εναπομένοντα οικόπεδα εν όψει των εκ της ρυμοτομήσεως ταύτης και της εκχωρήσεως της εισφοράς εις γην προκυπτουσών μεταβολών.

2. Εφ` όσον διά της ρυμοτομήσεως αφαιρείται έκτασις αντιστοιχούσα επακριβώς προς το διά του κατά το άρθρον 52 προεδρικού διατάγματος καθοριζόμενον ποσοστόν, η σχετική πράξις αποτελεί συγχρόνως και πράξιν βεβαιώσεως περί εκπληρώσεως της κατύ άρθρον 18 υποχρεώσεως. Εάν διά της εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου αφαιρείται από συγκεκριμένην ιδιοκτησίαν έκτασις μείζων του ως άνω ποσοστού ή υπολείπεται προς αφαίρεσιν τμήμα του οικοπέδου διά την πλήρη εκπλήρωσιν της κατ` άρθρον 8 υποχρεώσεως ενεργούνται τα εν άρθρω 20 παρ. 2 οριζόμενα.

3. Διά της αυτής πράξεως είναι δυνατόν να διατάσσεται και η τακτοποίησις των υπολειπομένων οικοπέδων μεταξύ των ή και η διενέργεια τοπικού αστικού αναδασμού μεταξύ των ιδιοκτησιών ενός και του αυτού ή πλειόνων παρακειμένων οικοδομικών τετραγώνων. Εις την περίπτωσιν ταύτην τον αναδασμόν εκτελεί το Δημόσιον ή δημόσιος οργανισμός ή δημοσία επιχείρησις πολεοδομίας και στεγάσεως κατ` ανάλογον εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 45 και 48 του παρόντος νόμου.

4. Δια προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων καθορίζονται οι ειδικώτεροι όροι , τα όργανα και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Ειδικαί, τελικαί και μεταβατικαί διατάξεις.

Άρθρθον 55
Δικαίωμα προτιμήσεως.

1. Εις τας επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου δημιουργουμένας ή αναφερομένας οικιστικάς περιοχάς αι οποίαι περιλαμβάνονται εις τας περιφερείας νομών ή τμημάτων νομών οριζομένων διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, ως και εις τας κατά τον παρόντα νόμον δημιουργουμένας ή αναμορφουμένας λοιπάς οικιστικάς περιοχάς, αι οποίαι, οπουδήποτε και αν ευρίσκωνται, περιλαμβάνουν ζώνας ενεργού πολεοδομίας και εντός της υπό εκάστης των ζωνών τούτων καταλαμβανομένης εκτάσεως, το Δημόσιον κέκτηται δικαίωμα προτιμήσεως επί ίσοις όροις διά την αγοράν ακινήτων, κειμένων εντός των ως είρηται περιοχών ή ζωνών, παρά των επιθυμούντων να μεταβιβάσουν ταύτα διά πωλήσεως ιδιοκτητών. Το δικαίωμα τούτο υφίσταται και ως προς ιδανικά μερίδια ή τμήματα κατύ όροφον ιδιοκτησίας ακινήτων ευρισκομένων εις τας ως άνω περιοχάς ή ζώνας.

2. Το ως άνω δικαίωμα του Δημοσίου γεννάται από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος, εφ` όσον τούτο περιέχει σύστασιν ζώνης ενεργού πολεοδομίας ή εφ όσον τούτο αναφέρεται εις περιοχήν περιλαμβανομένην εις τα όρια των κατά την παράγραφον 1 νομών ή τμημάτων αυτών, ισχύει δε επί την παράγραφον 1 νομών ή τμημάτων αυτών, ισχύει δε επί μίαν δεκαετίαν από της ως άνω δημοσιεύσεως εκτός αν αρθή εις προγενέστερον χρόνον διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Εργων.

3. Το δικαίωμα προτιμήσεως δύναται να μεταβιβάζηται υπό του Δημοσίου, δια κοινής αποφασεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων, προς τον κατά το άρθρον 28 ανάδοχον φορέα, ή τον κατύ άρθρον 38 αναγκαστικόν οικοδομικόν συνεταιρισμόν, ή εις δημόσιον οργανισμόν πολεοδομίας και στεγάσεως.

4. Πας ιδιοκτήτης ακινήτου, κειμένου εντός των κατά την παράγραφον 1 οριζομένων οικιστικών περιοχών ή εντός οπουδήποτε αλλαχού συνιστωμένης ζώνης ενεργού πολεοδομίας, προτιθεμένης να πωλήση τούτο πρός οιονδήποτε τρίτον υποχρεούται να γνωστοποιήση την τοιαύτην πρόθεσιν του προς τον υπέρ ου το δικαίωμα προτιμήσεως Δι’ εγγράφου δηλώσεώς του περιεχούσης συνοπτικήν περιγραφήν του πωλουμένου ακινήτου, μνείαν περί των τίτλων κτήσεως αυτού, τα στοιχεία του υποψηφίου αγοραστού και το τίμημα, εις ο συνεφωνήθη να πραγματοποιηθή η πώλησις.

5. Ο υπέρ ου το δικαίωμα προτιμήσεως δέον να γνωστοποιήση προς τον δηλούντα ότι θα ασκήση το ως άνω δικαίωμα και όπως προβή εις την αγοράν του ακινήτου, Δι’ εγγράφου απαντήσεως περιεχομένης εις τον ως άνω δηλούντα εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της υποβολής ή επιδόσεως της εν τη προηγουμένη παραγράφω δηλώσεως. Εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας ο υπέρ ου το δικαίωμα προτιμήσεως δέον να προβή εις την παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων κατάθεσιν του εν τη δηλώσει αναφερομένου τιμήματος, υπέρ του πωλητού υπό τον όρον της νομιμοποιήσεως αυτού ως ιδιοκτήτου του προς πώλησιν ακινήτου. Διά της αυτής ως άνω εγγράφου απαντήσεως ή και διύιδίας προσκλή σεως περιερχομένης εις τον δηλούντα το βραδύτερον εντός δέκα ημερών από της λήξεως της προηγουμένης προθεσμίας δέον να καλήται ο δηλών όπως προσέλθη ενώπιον συμβολαιογράφου εν καθοριζομένη εν τη προσκλήσει ημέρα και ώραν προς υπογραφήν του πωλητηρίου συμβολαίου. Η τοιαύτη πρόσκλησις δέον να επιδίδεται τρεις τουλάχιστον ημέρας προ της οριζομένης εις αυτήν ημερομηνίας. Η καταβολή του τιμήματος ενεργείται δι` εκδόσεως εντάλματος υπέρ του πωλητού προς είσπραξιν του παρακατατεθέντος εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων ως άνω ποσού.

6. Εις περίπτωσιν μη προσελεύσεως του εις μεταβίβασιν υποχρέου, πιστοποιουμένης διά πράξεως μη εμφανίσεως τούτου ενώπιον του συμβολαιογράφου, η μεταβίβασις ενεργείται Δι’ αυτοσυμβάσεως του υπέρ ον το δικαίωμα προτιμήσεως, της μεταβιβάσεως του ακινήτου συντελουμένης διά της μεταγραφής του ως είρηται συμβολαίου μετά αντιγράφου του οικείου γραμματίου συστάσεως της παρακαταθήκης. Ματαιουμένης της υπογραφής της συμβάσεως υπαιτότητι του γνωστοποιήσαντος την πρόθεσιν προς άσκησιν του δικαιώματος προτιμήσεως Δημοσίου, ή του υπό τούτου εξουσιοδοτουμένου οργανισμού, συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως, ο πωλητής δύναται εντός τριών μηνών από της ματαιώσεως να προβή εις την πώλησιν του ακινήτου Δι’ αυτοσυμβάσεως, δικαιούμενος εις είσπραξιν του τιμήματος επί τη προσκομίσει της προσκλήσεως και του συμβολαίου μετά των τίτλων ιδιοκτησίας του. Η μεταβίβασις του ακινήτου εις την περίπτωσιν ταύτην συντελείται από τής μεταγραφής τον συμβολαίου μετά αντιγράφου της εξοφλητικής αποδείξεως της παρακαταθήκης.

7. Εφ όσον το Δημόσιον, ή ο εις ον μετεβιβάσθη το δικαίωμα προτιμήσεως κατά την παράγραφον 3, εάν ήθελε ασκήσει τούτο συμφώνως προς τα εν ταις παραγράφοις 4 και 5 οριζόμενα, ο δηλών δικαιούται να μεταβιβάση ελευθέρως το ακίνητον προς τον γνωστοποιηθέντα υποψήφιον αγοραστήν αντί του δηλωθέντος τιμήματος ή μεγαλυτέρου.

8. Πάσα αιτία πωλήσεως μεταβίβασις προς τρίτον της κυριότητος ακινήτου κειμένου εντός των κατά την παράγραφον 1 οικιστικών περιοχών ή των ζωνών ενεργού πολεοδομίας, άνευ προηγουμένης τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή η μεταβίβασις προς αγοραστήν μη κατονομασθέντα εν τη δηλώσει ή αντί τιμήματος μικροτέρου του δηλωθέντος κηρύσσεται άκυρος διά δικαστικής αποφάσεως, κατόπιν σχετικής αγωγής εγειρομένης υπό του υπέρ ου το δικαίωμα της προτιμήσεως εντός διετίας από της μεταγραφής του οικείου συμβολαίου και σημειουμένης εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών. Παρερχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας αποσβέννυται το δικαίωμα προς ακύρωσιν της μεταβιβάσεως.

9. Τα επί τη βάσει της ασκήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως αποκτώμενα ακίνητα διατίθενται : α) Προς δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων, β) πρός ανέγερσιν δημοσίων, δημοτικών ή θρησκευτικών κτιρίων ή εκτέλεσιν έργων κοινής ωφελείας, γ) προς δημιουργίαν αποθέματος γης δυναμένης να χρησιμοποιηθή μελλοντικώς πρός πολεοδομικούς ή οικιστικούς σκοπούς, δ) προς διάθεσιν κατά κυριότητα ή κατά χρήσιν Δι’ οικιστικούς σκοπούς εις πρόσωπα χρήζοντα ιδιαιτέρας μερίμνης επί τη βάσει ειδικών διατάξεων ή κατύ εφαρμογήν ειδικών προγραμμάτων.

10. Διά προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων έργων καθορίζεται εις τας λεπτομερείας αυτής ή διά την εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 4 έως και 6 του παρόντος άρθρου τηρητέα διαδικασία και δη ο τύπος της υποβλητέας υπό του υποψηφίου πωλητού δηλώσεως, αι αρμόδιαι υπηρεσίαι προς παραλαβήν της δηλώσεως, ο τρόπος επιδόσεως ταύτης εν περιπτώσει εκχωρήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως κατά τα εν παραγράφω 3 του παρόντος άρθρου, ο τύπος και τα στοιχεία της εν παραγράφω 5 εγγράφου συναινέσεως και προσκλήσεως, τα όργανα, ο τρόπος και η διαδικασία εκτιμήσεως περί του ευλόγου και συμφέροντος του προτεινομένου τιμήματος, τα αρμόδια όπως αποφασίζουν περί της ασκήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως όργανα, τα της εκπροσωπήσεως του Δημοσίου, οσάκις το ως άνω δικαίωμα ασκείται απύ ευθείας υπό του ιδίου, ο τρόπος βεβαιώσεως περί της τηρήσεως της εν τω παρόντι άρθρω διαδικασίας, ως επίσης και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου.

11. Το κατά τας διατάξεις του παρόντος δικαίωμα προτιμήσεως του Δημοσίου υφίσταται πάντοτε και διά την περίπτωσιν εκποιήσεως ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων. Η παράγραφος 10 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και εις τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, των σχετικών διαταγμάτων εκδιδομένων εις την περίπτωσιν ταύτην τη προτάσει και του Υπουργού Γεωργίας.

Άρθρθον 56
Αναδιοργάνωσις Δ.Ε.Π.Ο.Σ και ΕΤΕΡΠΣ

1. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένον εντός εξ μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων, θέλει τροποποιηθή, συμπληρωθή και διαμορφωθή εις ενιαίον κείμενον ή περί Δ.Ε.Π.Ο.Σ., μετονομαζομένης εις “Δημοσίαν Επιχείρησιν Πολεοδομίας και Στεγάσεως”, υφισταμένη νομοθεσία επί τω τέλει όπως διευρυνθή ο σκοπός αυτής και περιλάβη : α) την συλλογήν, ανάλυσιν και παροχήν πληροφοριών και στοιχείων αναγκαίων διά την κατάστρωσιν και εφαρμογήν της οικιστικής πολιτικής. β) Την διενέργειαν ερευνών και μελετών επί θεμάτων πολεοδομίας και οικιστικής εν γένει αναπτύξεως, ως και την εκπόνησιν συγκεκριμένων χωροταξικών μελετών ή μελετών οικιστικής αναπτύξεως ή αναμορφώσεως. γ) Την εκπόνησιν των μελετών και την εκτέλεσιν των εργασιών κατασκευής έργων υποδομής οικιστικών περιοχών επί τη βάσει προγραμμάτων καταρτιζομένων κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου. δ) Την διοίκησιν και διαχείρισιν των εις το Δημόσιον περιεχομένων κατύ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου εκτάσεων η μεμονωμένων ακινήτων μέχρι της διαθέσεώς των διά τους υπό των οικείων διατάξεων προβλεπομένους σκοπούς. ε) Την εκπόνησιν των κτιριακών μελετών ως και την εκτέλεσιν έργων οργανωμένης δομήσεως εντός ζωνών ενεργού πολεοδομίας. στ) Την εκπόνησιν και πραγματοποίησιν προγραμμάτων αστικού αναδασμού. ζ) Την οργανωμένην κατασκευήν και προσφοράν κατοικίας εντός οικιστικών περιοχών εις πρόσωπα χρήζοντα ιδιαιτέρως μερίμνης.

2. Διά του αυτού ως άνω προεδρικού διατάγματος θέλουν καθορισθή εξ υπαρχής τα της διοικήσεως, ελέγχου και εποπτείας, αι αρχαί λειτουργίας και ο τρόπος εκπληρώσεως των σκοπών, τα της εκτελέσεως των έργων και πραγματοποιήσεως των πάσης φύσεως παροχών προς τρίτους και τα της καταστάσεως του εν γένει προσωπικόν της Δημοσίας Επιχειρήσεως Πολεοδομίας και Στεγάσεως.

3. Διά προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού δύναται να συγχωνεύωνται προς την Δημοσίαν Επιχείρησιν Πολεοδομίας και Στεγάσεως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις έχουσαι ως σκοπόν την κατασκευήν δημοσίων κτιρίων, κατοικιών ή την εκτέλεσιν άλλων πολεοδομικών έργων.

4. Διά προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων δύναται να συνιστώνται Δι’ ωρισμένας περιοχάς του Κράτους Τοπικαί Δημόσιαι Επιχειρήσεις Πολεοδομίας και Στεγάσεως προς εκπλήρωσιν πάντων ή ωρισμένων μόνον εκ των εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου σκοπών. Διά των αυτών διαταγμάτων καθορίζονται και πάντα τα εν τη παραγράφω 2 θέματα εν σχέσει πρός τας τοπικάς ταύτας δημοσίας επιχειρήσεις και ειδικώτερον οι πόροι οι οποίοι προσερχόμενοι εκ της περιοχής εις ην εκτείνεται η αρμοδιότης των, περιέρχονται εν όλω ή κατά ποσοστόν, εις τας εν λόγω τοπικάς επιχειρήσεις. Τέλος, διά των ως είρηται διαταγμάτων ρυθμίζοντα. Αι σχέσεις εκάστης συνιστωμένης τοπικής επιχειρήσεως προς την ΔΕΠΟΣ ως και η χρονική διάρκεια της λειτουργίας της.

5. Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου εντός εξ μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος προτάσει του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων θέλει τροποποιηθή, συμπληρωθή και διαμορφωθή εις ενιαίον κείμενον ή περί το ΕΤΕΡΠΣ υφισταμένη νομοθεσία επί τω τέλει όπως καθορισθούν εξ υπαρχής τα της διοικήσεως, ελέγχου και εποπτείας, αι αρχαί λειτουργίας και ο τρόπος εκπληρώσεως των σκοπών του μεταξύ των οποίων και η επιχορήγησις της ΔΕΠΟΣ ή άλλων φορέων προς εφαρμογήν οικιστικών προγραμμάτων κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου και πραγματοποιήσεως των πάσης φύσεως παροχών προς τρίτους, τα της οργανώσεως των υπηρεσιών του και του εν γένει προσωπικού του ΕΤΕΡΠΣ.

6. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας θέλουν καθορισθή τα των πόρων και της οικονομικής διαχειρίσεως, ως και τα προνόμια και απαλλαγαί της ΔΕΠΟΣ και του ΕΤΕΡΠΣ.

7. Διά την εκπλήρωσιν των σκοπών της ΔΕΠΟΣ ή των τοπικών ΔΕΠΟΣ επιτρέπεται όπως, διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων, ως και του τυχόν έχοντος τη διαχείρισιν αυτών Υπουργού, διατίθενται άνευ ανταλλάγματος ακάλυπτοι χώροι και γενικώς ακίνητα ανήκοντα εις το Δημόσιον. “Η ανωτέρω περί διαθέσεως κοινή απόφασις των Υπουργών διά της οποίας μεταβιβάζεται η κυριότης των εν λόγω ακινήτων εις την ΔΕΠΟΣ ή τα τοπικάς ΔΕΠΟΣ, μεταγράφεται εις το βιβλίον μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 999/1979 (ΦΕΚ Α 293).

Άρθρθον 57
Οικοδομικοί συνεταιρισμοί.

1. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης, Κοινωνικών Υπηρεσιών, Γεωργίας και Δημοσίων Εργων, εντός εξ μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, θέλει αναμορφωθή και ενοποιηθή η νομοθεσία περί οικοδομικών συνεταιρισμών επί τω τέλει προσαρμογής αυτής προς τας διατάξεις του άρθρου 24 τού Συντάγματος και του παρόντος νόμου και του εκσυγχρονισμού του τρόπου οργανώσεως, διοικήσεως και λειτουργίας αυτών εντός του πλαισίου της γενικωτέρας οικιστικής πολιτικής και αναπτύξεως.

2. Από της εκδόσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον διατάγματος ή εποπτεία των οικοδομικών συυεταιρισμών περιέρχεται εις τον Υπουργόν Δημοσίων Εργων.

Άρθρθον 58
Ειδικά κίνητρα.

1. Εντός τριών το πολύ μηνών από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρον 14 παρ. 1 προεδρικού διατάγματος εκδίδεται απόφασις του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων περί διαθέσεως ωρισμένου κονδυλίου ή περί παροχής οικονομικής ενισχύσεως εις τον οικείον δήμον ή κοινοτητα ή τόν ανάδοχον φορέα αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της οικιστικής περιοχής διά την κάλυψιν μέρους των βασικών δαπανών εφαρμογής της σχετικής μελέτης. Το ύψος της επιχορηγήσεως ταύτης, επιμεριζομένης διά της αυτής αποφάσεως κατά τας εις την περιοχήν περιλαμβανομένας ζώνας καθορίζεται εν συναρτήσει προς την έκτασιν της οικιστικής περιοχής ή της οικείας ζώνης και επί τη βάσει κλίμακος συντελεστών. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων καθορίζονται τα κλιμάκια των συντελεστών της συνεισφοράς του Δημοσίου κατά ζώνας της οικιστικής περιοχής και κατά περιοχάς της χώρας, ως και πάσα λεπτομέρεια διά τον τρόπον καταβολής των οικείων ποσών συν τη προόδω των εργασιών αναπτύξεως ή αναμορφώσεως της περιοχής και του ελέγχου διά την χρησιμοποίησιν αυτών προς τους σκοπούς Δι’ ους διατίθενται.

2. Το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια, αι τράπεζαι ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου χρηματοδοτούντα στεγαστικά προγράμματα ή παρέχοντα μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια εν γένει, κατευθύνουν την ενεργουμένην υπύ αυτών δανειοδότησιν προς χρηματοδότησιν προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας, ή αστικού αναδασμού ή προς αγοράν κατοικιών μιας ή επαγγελματικής στέγης εις ζώνας ενεργού πολεοδομίας κατά προτεραιότητα, συμφώνως προς αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής.

Άρθρθον 59
Φορολογικαί απαλλαγαί.

1. Η συνεπεία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απόκτησις της κυριότητος ακινήτων κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου παρά του Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δημοσίου οργανισμού ” δημοσίας επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως η αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή ανα δόχου φορέως εκ των εν άρθροις 27 και 40 αναφερομένων απαλλάσσονται πλήρως του φόρου μεταβιβάσεως, ως και παντός άλλου φόρου, τέλους ή εισφοράς, ή δικαιώματος υφισταμένου ή επιβληθησομένου εν τω η μέλλοντι υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή οιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

2. Εκούσιαι μεταβιβάσεις ακινήτων εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας εκ μέρους οιονδήποτε προς το Δημόσιον ή τον ανάδοχον φορέα, ως και αι μεταβιβάσεις οιουδήποτε ακινήτου περιουσιακού στοιχείου κειμένου εν τη ζώνη ταύτη και παρεχομένου ως ανταλλάγματος αντί αποζημιώσεως προς ιδιοκτήτην ακινήτου απαλλοτριουμένου εντός ζώνης ενεργού πολεοδομίας, ή ως αντιπαροχής έναντι της διά της ιδιοκτησίας αυτού συμμετοχής του εις την ενεργοποίησιν της ζώνης ταύτης, απαλλάσσονται πλήρως του φόρου μεταβιβάσεως, ως και παντός ετέρου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή δικαιώματος υφισταμένου ή επιβληθησομένου εν τω μέλλοντι υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ οργανισμού δημοσίου δικαίου, υποκείμεναι πάντως εις πάγιον τέλος χαρτοσήμου εκ δραχμών χιλίων (1.000).

3. Επί πωλήσεως οικοπέδων, κατοικιών, διαμερισμάτων ή χώρων επαγγελματικής στέγης εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας απ` ευθείας υπό του κατά το άρθρον 27 παρ. 1 αναδόχου φορέως ο φόρος μεταβιβάσεως ορίζεται εις το ήμισυ του εκάστοτε ισχύοντος, βαρύνει δε τον αγοραστήν. Αι μεταβιβάσεις οιονδήποτε ακινήτου κειμένου εντός της ζώνης ενεργού πολεοδομίας υπό του αναδόχου φορέως προς το Δημόσιον ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλο νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου τυγχάνουν πασών των απαλλαγών της παραγράφου 2.

4. Επί συμβάσεων δανεισμού ή άλλης χρηματοδοτήσεως συναπτομένων υπό του κατά το άρθρου 27 αναδόχου φορέως προς αγοράν της γης ή εκτέλεσιν των εν τη ζώνη έργων, ως και επί συστάσεως ή εξαλείψεως υποθήκης ή ενέχυρον παρεχομένων προς ασφάλειαν των ανωτέρω δανείων ή ετέρων χρηματοδοτήσεων και των τόκων αυτών, τα υφιστάμενα ή τα εν τω μέλλοντι επιβληθησόμενα τέλη, εισφοραί, δικαιώματα και λοιπαί επιβαρύνσεις υπέρ του δημοσίου και παντός τρίτου περιορίζονται εις το εν πέμτπτον.

5. Η κατά το άρθρον 24 παρ. 1 μετατροπή ανωνύμων εταιρειών εις εταιρείας ενεργού πολεοδομίας απαλλάσσεται παντός τέλους χαρτοσήμου, φόρου ή τέλους υπέρ του Δημοσίου και πάσης εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ τρίτων, υφισταμένων, ή επιβληθησομένων εν τω μέλλοντι.

6. Τα κατά το άρθρον 27 προσύμφωνα και αι κατά τα άρθρα 28 και 43 παρ. 2 συμβάσεις αναθέσεως έργων ενεργού πολεοδομίας και αστικού αναδασμού απαλλάσσονται παντός τέλους, εισφοράς ή δικαιώματος υφισταμένου ή επιβληθησομένου εν τω μέλλοντι υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

7. Εις πάσας τας περιπτώσεις απαλλαγών του παρόντος άρθρου τα δικαιώματα διά την σύνταξιν συμβολαίων και την μεταγραφήν αυτών δεν δύναται να υπερβούν τας δραχμάς 6.000 διά τον συμβολαιογράφον και εις δραχμάς 2.000 διά τον υποθηκοφύλακα.

8. Αι άδειαι οικοδομής διά την ανέγερσιν παντός κτίσματος εν τη ζώνη ενεργού πολεοδομίας ως και εν τη ζώνη αστικού αναδασμού απαλλάσσονται της υπό του ΚΗ`/1947 ψηφίσματος προβλεπομένης εισφοράς.

9. Αι κατά τας προηγουμένας παραγράφους απαλλαγαί του κατά το άρθρον 27 παρ. 1 αναδόχου φορέως ισχύουν και διά τον αναγκαστικόν οικοδομικόν συνεταιρισμόν και τον κατύ άρθρον 43 παρ. 2 ανάδοχον φορέα.

Άρθρθον 60
Διοικητικαί κυρώσεις.

1. Εις τους υπαιτίους παραβιάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου ως και των βάσει των διατάξεων των άρθρων 7, 9 και 11 του Ν.Δ. της 17.1/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων” τίθεμένων όρων καί περιορισμών δομήσεως και χρήσεως ακινήτων, πέραν της ανακλήσεως των σχετικών αδειών ή άλλων διοικητικών πράξεων και της τυχόν ασκουμένης ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται οπωσδήποτε υπό της πολεοδομικής αρχής διοικητική ποινή, προστίμου ως ακολούθως : α) εις ιδιωτικούς φορείς προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας ή αστικού αναδασμού ποινή ενός εκατομμυρίου μέχρις είκοσιν εκατομμυρίων δραχμών. β) Εις ιδιώτας ιδιοκτήτας (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) ακινήτων ποινή είκοσι χιλιάδων μέχρις ενός εκατομμυρίου. Τα έσοδα εκ της επιβολής των διοικητικών τούτων ποινών εισπράττονται υπό των δημοσίων ταμείων κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και αποδίδονται εις το Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. Το Ε.Τ.Ε.Ρ. Π.Σ. αποδίδει εντός τριμήνου εις τους οικείους δήμους ή κοινότητας το ήμισυ εκ των κατά τα ανωτέρω εισπραττομένων ποσών, το δε έτερον ήμισυ διαθέτει διά την εκπλήρωσιν των σκοπών του.

2. Κατά της καταλογιστικής πράξεως επιτρέπεται προσφυγή ασκουμένη εντός μηνός από της κοινοποιήσεως αυτής εις τον υπόχρεων ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου. Τα της διαδικασίας εν γένει επιβολής του προστίμου και επιλύσεως των σχετικών διαφορών, τα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων, ως και οι λόγοι αναιρέσεως ρυθμίζονται διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Δημοσίων Εργων.

Άρθρθον 61
Μεταβίβασις αρμοδιοτήτων εις Νομάρχας και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.

1. Διά προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων δύναται να καθορίζωνται κατά περιοχάς της Χώρας, μέγεθος οικισμού, κατηγορίας τούτων, προσδιοριζομένας γενικάς ή ειδικάς χρήσεις ή κατά τοις εν άρθρω 6 του παρόντος τρόπους οικιστικής αναπτύξεως, γενικώς ή μερικώς, αι περιπτώσεις κατά τας οποίας οικιστικαί περιοχαί χαρακτηρίζονται Δι’ αποφάσεως του Νομάρχου δη- μοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως αντί του υπό του άρθρου 14 του παρόντος προβλεπομένου διατάγματος. Εις τας περιπτώσεις ταύτας και η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται Δι’ ομοίας αποφάσεως αντί των υπό των άρθρων 32, 44 και 52 του παρόντος προβλεπομένων διαταγμάτων.

2. Διά των κατά την προηγουμένην παράγραφον εκδιδομένων διαταγμάτων καθορίζονται και αι λοιπαί κατά τον παρόντα νόμον αρμοδιότητες του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων αι οποίαι ασκούνται υπό του Νομάρχου, τα των γνωμοδοτούντων ή κρινόντων Συμβουλίων, τα των διατυπουσών γνώμας ετέρων αρχών, τα της προσαρμογής των σχετικών διαδικασιών του παρόντος νόμου και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια.

3. Διά προεδρικών διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών και Δημοσίων έργων δύναται να μεταβιβάζωνται εις συγκεκριμένον Δήμον ή Κοινότητα ή ύΕνωσιν Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων πάσαι ή ένιαι των κατά τας κειμένας διατάξεις αρμοδιοτήτων πολεοδομικών εφαρμογών εν γένει. Τα ανωτέρω διατάγματα εκδίδονται μετά πρότασιν του οικείου Δήμου ή Κοινότητος ή Ενώσεως αυτών εφ όσον διαπιστωθή η παρύ αυτοίς οργάνωσις ή δυνατότης οργανώσεως καταλλήλου τεχνικής υπηρεσίας. Εις τας περιπτώσεις μεταβιβάσεως κατά τα ανωτέρω της αρμοδιότητος βεβαιώσεως πολεοδομικών παραβάσεων, περιέρχονται εις τον οικείον Δήμον ή κοινότητα ή ύΕνωσιν αυτών τα υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπόμενα δια τας παραβάσεις ταύτας πρόστιμα. Διά των κατά την παρούσαν παράγραφον εκδιδομένων διαταγμάτων καθορίζονται τα όργανα του Δήμου ή της Κοινότητος ή Ενώσεως αυτών τα ασκούντα εις εκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν μεταβιβάσεως τας ανωτέρω επί μέρους αρμοδιότητας, τα της τεχνικής αστυνομεύσεως των κατασκευών, τα της βεβαιώσεως των παραβάσεων και εισπράξεως των προστίμων, τα της προσαρμογής των σχετικών διαδικασιών, τα των σχετικών μεταβατικών ρυθμίσεων και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρθον 62
Τελικαί διατάξεις.

1. Τροποποιήσεις υφισταμένων εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ενεργούνται βάσει των διατάξεων του Ν.Δ. της 17.1/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων κλπ.”. Τροποποιήσεις μείζονος σημασίας συνεπαγόμεναι γενικωτέραν αναμόρφωσιν της περιοχής δύναται να υπαχθούν εις τον παρόντα νόμον κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων εκδιδομένης μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.

2. Επεκτάσεις υφισταμένων εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών υφισταμένων προ του 1923 ή καθορισμός ειδικών χρήσεων γης ή δεσμεύσεις και διαθέσεις γης Δι’ οικιστικούς σκοπούς ενεργούνται βάσει του παρόντος νόμου.
Αρξάμεναι διαδικασίαι επεκτάσεως εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εγκρίσεως νέων τοιούτων, εφ` ων μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος έχει ληφθή θετική γνωμοδότησις του οικείου Συμβουλίου Δημοσίων Εργων, δύναται να συνεχισθούν και ολοκληρωθούν κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων”. Επίσης κατά την διαδικασίαν του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων” ενεργείται η έγκρισις ή επέκτασις σχεδίων πόλεων διά την εκτέλεσιν στεγαστικών προγραμμάτων του Αυτονόμου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας,των οποίων σχέδια ήθελον υποβληθεί μέχρι 30.6.1980.
Επί των ούτως εγκρινομένων σχεδίων ή των επεκτάσεων εγκεκριμένων τοιούτων εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 17 έως 21 και 54 του παρόντος νόμου κατά τα διά τας ζώνας κανονιστικών όρων δομήσεως προβλεπόμενα.

3. Εταιρείαι ενεργού πολεοδομίας συσταθείσαι συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 1003/1971 “περί ενεργού πολεοδομίας” ως ανάδοχοι εκτελέσεως προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας θεωρούνται νομίμως υφιστάμεναι και λειτουργούσαι. Διαδικασίαι καταρτίσεως και εφαρμογής προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας αρξάμεναι προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος συνεχίζονται και ολοκληρούνται συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 1003/Ι971. Δύναται πάντως διά συμβάσεως μετά του αναδόχου φορέως να συμφωνηθή η υπαγωγή και εκτέλεσις των ως άνω προγραμμάτων κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Απαντα τα υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου προβλεπόμενα έσοδα εισφορών και ειδικών τελών εισπράττονται υπό των δημοσίων ταμείων κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, αποδίδονται δε εις ολόκληρον εις το Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. το οποίον διαθέτεί ταύτα υποχρεωτικώς προς εφαρμογήν των οικιστικών μελετών και προγραμμάτων των κατά τον παρόντα νόμον οικιστικών περιοχών.

5. Προς μελέτην των εκ της εισαγωγής των διατάξεων του παρόντος νόμου προκυπτόντων ζητημάτων, την κατάρτισιν και συντονισμόν των υπ` αυτόν προβλεπομένων κανονιστικών πράξεων, ως και διά την αναμόρφωσιν της όλης πολεοδομικής νομοθεσίας επί τω τέλει του εκσυγχρονισμού αυτής και προσαρμογής της προς τας συνταγματικάς διατάξεις ως και τας διατάξεις του παρόντος νόμου δύναται να συγκροτηθή ειδική προπαρασκευαστική επιτροπή παρά τω Υπουργείω Δημοσίων Εργων εκ δικαστικών λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτών ειδικευμένων εις τα ως άνω θέματα. Η επιτροπή συγκροτείταί εις ολομέλειαν και εις τμήματα εις τα οποία κατανέμεται το όλον έργον διά μίαν διετίαν Δι’ αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Δημοσίων Εργων, η δε αμοιβή των μελών αυτής καθορίζεται και καταβάλλεται κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 679/1977, συνολικώς ή κατά τμήματα του επιτελουμένου έργου.

6. Αι διατάξεις α) του Ν. 5269/1931 “περί αδειών οικοδομής κλπ. επί των ρυμοτομουμένων ακινήτων” (ΦΕΚ 274), β) των άρθρων 3 έως και 6 του Ν. 653/Ι977 “περί υποχρεώσεως των παροδίων ιδιοκτητών διά την διάνοιξιν εθνικών οδών κλπ.” (ΦΕΚ 214) δέν εχουν εφαρμογήν επί των κατά τον παρόντα νόμον αναγνωριζομένων ή χαρακτηρίζομένων οικιστικών περιοχών.

7. Το Ν.Δ. 1003/1971 “περί ενεργού πολεοδομίας” καταργείται.

8. Τα όρια των υφισταμένων πρό της 16.8.1923 οικισμών δύνανται να καθορίζωνται δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου συνοδευομένης υπό σχεδιαγράμματος καί δημοσιευομένου εν φωτοσμικρύνσει ομού μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων προβλέπονται τα στοιχεία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμόν των ορίων, η τηρητέα διαδικασία διά τον καθορισμόν τούτον και πάσα συναφής λεπτομέρεια.

9. Αι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 653/1977 “περί υποχρεώσεως των παροδίων ιδιοκτητών διά την διάνοιξιν εθνικών οδών κλπ.” εφαρμόζονται και διά τας προς βελτίωσιν υφισταμένων οδών πραγματοποιουμένας νέας χαράξεις ή διαπλατύνσεις αυτών ή τμημάτων αυτών. Αι κατά τα άνω βελτιούμεναι οδοί ή τμήματα αυτών ορίζονται δι αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων ύΕργων δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

10. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 653/1977 (ΦΕΚ 169 Α`) όπως αυτές έχουν συμπληρωθεί και ισχύουν, εφαρμόζονται και επί επαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών οδών για το μέχρι είκοσι (20) μέτρων πλάτος της οδού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6, παρ.14, εδ.γ` του Ν. 2052/1992 (Α 94).

11. Εις το τέλος του υπ` αριθμόν 4 ορισμού του άρθρου 2 του Ν. 716/1977 “περί μητρώου μελετητών καί αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών” προστίθεται εδάφιον έχον ούτω :
“Εις περίπτωσιν συγκροτήσεως “Γραφείου Μελετητών” υπό μορφήν ανωνύμου εταιρίας ή εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης, πτυχίον μελετητού δέον να κατέχουν οι γενικοί διευθυνταί και οι διαχειρισταί τούτων, διά τα πρόσωπα δέ ταύτα υφίσταται ή απαγόρευσις της αναλήψεως ατομικώς μελέτης”.

Άρθρθον 63
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 20 Ιουλίου 1979

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς