Νόμος 825 ΦΕΚ Α΄189/13.11.1978
Περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της διεπούσης το ΙΚΑ Νομοθεσίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Γενικαί διατάξεις
Άρθρον 1
1. Το πρώτον και δεύτερον εδάφιον της παρ. 2 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951 “περί κοινωνικών ασφαλίσεων”, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, αντικαθίστανται ως άκολούθως:
“2. Αι δι` εκάστην ημέραν εργασίας εισφοραί προς το ΙΚΑ υπολογίζονται επί του ημερησίου μισθού του ησφαλισμένου βάσει των εκάστοτε ισχυουσών ποσοστών εισφοράς.
Εισφοραίδι`εκάστηνημέραν εργασίας καταβάλλονται δια τας μέχρι του εκάστοτε ισχύοντος τεκμαρτού ημερομισθίου της εν παρ.1 του άρθρου 37 του παρόντος ανωτάτης ασφαλιστικής κλάσεως αποδοχάς.
Αι δι` εκάστην μισθολογικήνπερίοδονκαταβλητέαιεισφοραί δύνανται δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ να στρογγυλοποιούνται εις ακεραίας δειάδας δραχμών , των ποσών μέχρι μεν και πέντε δραχμών παραλειπομένων, των δε ανωτέρων των πέντε λογιζομένων ως ακεραίων δεκαδων δραχμών”
2. Η παρ.3 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Το υπό της προηγουμένης παραγράφου καθοριζόμενονανώτατονόριον δια τον υπολογισμόν των ασφαλιστικών εισφορών ισχύει και δια την ασφάλισιν Κλάδου ασθενείας των συνταξιούχων, περί ων το άρθρον 2 του Ν.Δ. 4104/1960 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλων τινών οργανωτικών και διοικητικών διατάξεων.
3. Εις το πρώτον εδάφιον της παρ.4 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/ 51 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 4 του Ν.4476/1965, περί προσθέτου παρά τω ΙΚΑ προαιρετικής ασφαλίσεως και άλλων τινών μεταρρυθμίσεων της περί ΙΚΑ νομοθεσίας, “η φράσις “…δια την κατάταξιν των ησφαλισμένων εις ασφαλιστικάς κλάσεις” αντικαθίστανται δια της φράσεως “εφ` ου υπολογίζονται αι εισφοραί”. Εις το άρθρον 25 του Α.Ν. 1846/1951, ως ισχύει σήμερον, αι φράσεις “τεκμαρτού ημερομισθίου” και “τεκμαρτού μισθού”, αντικαθίστανται αντιστοίχως δια των φράσεων “πραγματικού μισθού” και “πραγματικού ημερομισθίου”.
4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 25 του Α.Ν 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Κανονισμός θέλει ορίσει τα του τρόπου εξευρέσεως του ημερησίου μισθού. Δια του αυτού Κανονισμού δύναται να προβλεφθή ο υπολογισμός των εισφορών επί τεκμαρτού ημερομισθίου, των εν παρ.1 του άρθρου 37 του παρόντος ασφαλιστικών κλάσεων, δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς τινάς κατηγορίας ησφαλισμένων γενικώς ή κατά τοπικάςπεριοχάς, βάσει του μέσου όρου των τεκμαιρομένων αποδοχών ή τεκμαιρόμενων αποδοχών ή τεκμαιρομένου εισοδήματος κατά κατηγορίας”.
5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951 καταργείται.
6. Η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως, λαμβάνουσα αριθμόν 6.
“6. Επί ησφαλισμένων απασχολουμένων διαδοχικώς εντός της αυτής ημέρας εις πλειονας εργοδότας, μεθ` εκάστου των οποίων συνάπτεται ιδία σχέσις εργασίας, καταβάλλεται παρ` εκάστου τούτων η εισφορά μέχρι του ανωτάτου ορίου αποδοχών περί ου η παρ. 1 του άρθρου 37 του παρόντος. Δια του Κανονισμού ορίζονται τα της εξευρέσεως του αριθμού των εν ασφαλίσει ημερών εργασίας κατά μήνα, τα της επιστροφής εις τον ησφαλισμένον των, επί πλέον του κατά το αυτό άρθρονανωτάτου ορίου αποδοχών, καταβληθεισών υπ` αυτού εισφορών, δι` απάσας τας απασχολήσεις του και τα του υπολογισμού των χορηγητέων αυτώ παροχών”.
7. Αι παράγραφαι 8,9,10 και 11 του άρθρου 25 του Α.Ν 1846/1951 λαμβάνουν τους αριθμούς 7, 8, 9, και 10 αντιστοίχως.
8. Η περίπτωσις στ` της παρ. 5 του άρθρου 8 Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “στ. Επί έργου εκτελουμένου υπό του κυρίου αυτού δια μεσολαβούντων προσώπων μεθ` ων ούτος συνεβλήθη και άτινα αναλαμβάνουν την εκτέλεσιν τμήματος ή του συνόλου του έργου, εφ` όσον τα μεσολαβούντα πρόσωπα προσλαμβάνουν και αμείβουν τους εκτελεστάς αυτών, εργοδόται είναι αλληλεγγύως και ο κύριος του έργου και πάντα το μεσολαβούντα πρόσωπα”.
9. Αι διατάξεις της περιπτώσεως στ` της παρ.5 του άρθρου 8 του Α.Ν. 1846/1951, ως τούτο αντικαθίσταται δια του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως και επί οφειλομένων εισφορών προς το Ταμείον Επικουρικής Ασφαλίσεως Εργατοτεχνιτών Δομικών και Ξυλουργικών Εργασιών.
10. Η αληθής έννοια της παρ.2 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 2963/1954, είναι ότι ο Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας δεν απαλλάσσεται των ερδοτικών υπέρ του ΙΚΑ εισφορών και των υπ` αυτού συνεισπραττομένων τοιούτων, δια τα υπ` αυτού εκτελούμενα έργα.
11. Το άρθρον 5 του Α.Ν. 87/1967 “περί συγχωνεύσεως εις το ΙΚΑ του Ταμείου Ασφαλίσεως Αρτεργατών, Μυλεργατών και Μακαροτεχνικων, του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ΑΣΟ, του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Προνομιούχου Α.Ε. Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος και του Ταμείου Ασφαλίσεως Εργατών Κεραμοποιών, Πλινθοποιών και Αγγειοπλαστών”, καταργείται.
Άρθρον 2
1. Εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ υπάγονται υπό τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1846/1951 ως ετροποποιήθη : α) Οι απασχολούμενοι εις βουστάσια, ιπποφορβεία, πτηνοτροφεία, χοιροτροφεία, τυροκομεία καί παρεμφερείς προς αυτα πάσης μορφής επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, κειμένας εις περιοχάς εις ας το Ιδρυμαεπεξετάθη μετά την 1.7.1962 ή θέλει επεκταθή μετά την ισχύν του παρόντος. β) Οι απασχολούμενοι εις γεωργικάς εργασίας διά λογαριασμόν του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. γ) Οι αξιωματικοί πολεμικής διαθεσιμότητος.
2. Χρόνος απασχολήσεως των υπό στοιχεία β` και γ` προσώπων της προηγουμένης παραγράφου εντός ασφαλιστικών περιοχών μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος λογίζεται ως χρόνος ασφαλίσεως παρά τω Κλάδω συντάξεων του ΙΚΑ, εφ` όσον κατεβλήθησαν αι αντίστοιχοι υπέρ αυτού εισφοραί εργοδότου καίησφαλισμένου ή θέλουν καταβληθεί αύται υπό του ησφαλισμένου εντός τριών ετών από της ισχύος τού παρόντος.
3. Το δεύτερον εδάφιον της υπό στοιχ. στ` περιπτώσεις της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1846/1951, προστεθείσης δια της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 4504/1966, ως αντικατεστάθη υπό της παρ. 14 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4577/1966 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας “περί κοινωνικης ασφαλίσεως και περί ετέρων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται δια των ακολούθων εδαφίων :
“Ο αριθμός των ημερών εργασίας εν ασφαλίσει του ρητινοσυλλέκτου εξευρίσκεται δια της διαιρέσεως του εκ των στοιχείων των βιομηχάνων και εμπόρων ρητίνης προκύπτοντος ετησίου εισοδήματος αυτού, εκ της παραδόσεως της συλλεγείσηςρητίνης, δια του δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ καθοριζομένου τεκμαρτού ημερομισθίου μιας των ασφαλιστικών κλάσεων του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποιήθη, ουχί πάντως μικροτέρας της τρίτης (ΙΙΙ) ασφαλιστικής κλάσεως. Αι ημέραι εργασίας ανάγονται εις το ημερολογιακόν έτος παραδόσεως της ρητίνης. `Επί παραδόσεως ρητίνης εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου ημερολογιακού έτους, αι αναλογούσαι, κατά τα ανωτέρω, ημέραι εργασίας θεωρούνται αναγόμεναι εις το προηγούμενον της παραδόσεως της ρητίνης ημερολογιακόν έτος “.
4. Μετά το πρώτον εδάφιον της παρ.1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 1846/ 1951, ως η Β` περίοδος αυτού ηρμηνεύθη υπό της παρ. 2 του άρθρου 33 του Ν.Δ. 2698/1953 “περί Διοικήσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων μεταρρυθμίσεως της περί αυτού νομοθεσίας ως και άλλων τινών διατάξεων” προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
“Εάν πρόσωπον τι εκτός της εργασίας ην παρέχει και δι` ην ασφαλίζεται εις ειδικόνΤαμείον ασφαλίσεως, εξαιρούμενον, κατά τα ανωτέρω, της παρά τω ΙΚΑ ασφαλίσεως, παρέχη και ετέραν εργασίαν παρ` ετέρω εργοδότη, πληρούσαν τας προϋποθέσεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, ως ετροποποιήθη, μη θεμελιούσανυποχρέωσιν ασφαλίσεως παρ` ετέρωΤαμείω κυρίας ασφαλίσεως, υπάγεται ως προς ταύτην εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ”.
5. Ο μετά την ισχύν του Ν. 4476/1965 χρόνος ασφαλίσεως δι` ον κατεβλήθησανεισφοραί εις το ΤΕΒΕ παρά των μελών των Βιοτεχνικών Συνεταιρισμών του Ν. 602/1915 “περί Συνεταιρισμών” των απασχολουμένων με τα γουναρικά, περί ων η παρ. 4 του άρθρου 24 του Ν. 4476/1965, λογίζεται ως χρόνος ασφαλίσεως παρά τω ΤΕΒΕ, εξαιρουμένων των εν λόγω προσώπων της παρά τω ΙΚΑ ασφαλίσεως δια τον αντίστοιχονχρόνον.
6. Η παρ. 3 του άρθρου 41 του Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Προαιρετική συνέχισις της ασφαλίσεως δεν χωρεί εάν ο ησφαλισμένος, κατά την υποβολήν της περί συνεχίσεως της ασφαλίσεως δηλώσεως, είναι ανάπηρος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου”.
7. Ησφαλισμένοι των συγχωνευθέντων εις το ΙΚΑ Ταμείων, ως και ησφαλισμένοι υπαγόμενοι ήδη εις το ΙΚΑ και διατελέσαντες ησφαλισμένοι εις Ειδικά Ταμεία κυρίας ασφαλίσεως μισθωτών, αναλαβόντες τας ασφαλιστικάς των εισφοράς, δύνανται ν` αναγνωρίσουν ως εν ασφαλίσει παρά τω Κλάδω συντάξεων του ΙΚΑ τον χρόνον ασφαλίσεως των παρά τω Ταμείω δι` ον ανάλαβον τας ασφαλιστικάς εισφοράς, εφ` όσον ο χρόνος ούτος δεν ελήφθη υπ` όψιν δια την απονομήν συντάξεως εξ` ετέρας πηγής. Η αναγνώρισις χωρεί αιτήσει του ησφαλισμένου δια καταβολής υπ` αυτού, των κατά τον χρόνον υποβολής της αιτήσεως αναγνωρίσεως ισχυουσών εισφορών, ησφαλισμένου μεν εάν ανέλαβεν τας εισφοράς μόνον του ησφαλισμένου, εργοδότου δε και ησφαλισμένου εάν ανέλαβεν τας εισφοράς ησφαλισμένου και εργοδότου, υπολογιζομένων κατ` αμφοτέρας τας περιπτώσεις βάσει των αποδοχών του χρόνου υποβολής της αιτήσεως ή προκειμένου περί συνταξιούχων βάσει των αποδοχών, αι οποίαι αντιστοιχούν εις την λαμβανομένηνσύστασιν.
Ο βάσει της παρούσης παραγράφου αναγνωριζόμενος χρόνος δέν δύναται νά ληφθή υπ` όψει δια την θεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως ή τον καθορισμόν του ποσού ταύτης προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δια την εξαγοράν καθορισθέντος ποσού.
8. Εν τέλει του άρθρου 41 του Α.Ν. 1846/1951 προστίθεται διάταξις έχουσα ούτω:
“Μετακλητοί υπάλληλοι του Δημοσίου δύνανται, τη αιτήσει των, να υπαχθούν προαιρετικώς εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του παρόντος άρθρου”.
9. Το δεύτερον εδάφιον της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 2413/ 1953, καταργείται από της ισχύος του παρόντος.
10. Το προσωπικόν των Κλωστοϋφαντουργείων Εδέσσης “ΕΣΤΙΑ”, το οποίον από του έτους 1964 μέχρι του έτους 1972 απησχολήθη εις τον συσταθένταΠαραγωγικόνΣυνεταιρισμόνΠεριωρισμένης Ευθύνης “Η ΕΔΕΣΣΑ”, δύναται να ζητήσηαπο το ΙΚΑ την αναγνώρισιν του χρόνου της τοιαύτης απασχολήσεώς του, επί τη καταβολή των εισφορών ησφαλισμένου και εργοδότου, υπολογιζομένων επί του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου του ισχύοντος κατά τον χρόνον υποβολής της σχετικής αιτήσεως.
Η οφειλή δύναται να καταβληθή, κατ` επιλογήν τον ησφαλισμένου, είτε εφ` άπαξ, είτε εις 36 ισοπόσους μηνιαίας δόσεις.
Ο βάση της παρούσης παραγράφου αναγνωριζόμενος χρόνος δεν δύναται να ληφθή υπ` όψει διά τήνθεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως ή τον καθορισμόν του ποσού ταύτης προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δια την εξαγοράν καθορισθέντος ποσού.
Ομοίως με τους ίδιους όρους των προηγούμενων εδαφίων και τα υπόλοιπα μέλη του ανωτέρω συνεταιρισμού μπορούν να αναγνωρίσουν το χρόνο απασχόλησής τους στα εργοστάσια του συνεταιρισμού, ως χρόνο αοφάλισης στον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 1469/1984, ΦΕΚ Α 111.
11. Η κατά το άρθρον 8 του Ν. 710/1977 “περί ξεναγών”, εξάμηνος προθεσμία υποβολής αιτήσεως αναγνωρίσεως προγενεστέρας απασχολήσεως ξεναγών παροτείνεται μέχρι της 31.12.1978.
12. Ησφαλισμένοι ή συνταξιούχοι του ΙΚΑ, απασχοληθέντες εν Δωδεκανήσωκαίασφαλισθέντες από το έτος 1937 μέχρι του έτους 1947 εις τους τότε λειτουργούντας ιταλικούς ασφαλιστικούς φορείς, ως και ησφαλισμένοι ή συνταξιούχοι τού ΙΚΑ απασχοληθέντες εν Μακεδονία και Θράκη κατά το διάστημα της Βουλγαρικής Κατοχής και ασφαλισθέντες εις Βουλγαρικούς ασφαλιστικούς φορείς, δύνανται να αναγνωρίσουν τον χρόνον της ασφαλίσεώς των ταύτης ως συντάξιμον παρά τω ΙΚΑ, επί τη καταβολή των εισφορών ησφαλισμένου και εργοδότου του χρόνου υποβολής της περί αναγνωρίσεως αιτήσεως, υπολογιζομένων βάσει του κατά τον χρόνον τούτον ισχύοντος κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου.
Ο χρόνος ασφαλίσεως επί τους ιταλικούς ή βουλγαρικούς φορείς αποδεικνύεται από στοιχεία των φορέων τούτων ή από επίσημα στοιχεία τών Ελληνικών Αρχών.
Ο βάσει της παρούσης αναγνωριζόμενος χρόνος δεν δύναται να ληφθή υπ` όψει διά την θεμελίωσιν του δικαιώματος συντάξεως ή τον καθορισμόν του ποσού αυτής προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δια την εξαγοράν καθορισθέντος ποσού.
Άρθρον 3
Η παρ. 2 του άρθρου 1 της κυρωθείσης δια του Ν. 321/1976 “περί κυρώσεως του νομοθετικού περιεχομένου πράξεως “περί καθορισμού νέας βάσεως υπολογισμού και αναπροσαρμογής τών συντάξεων του Ι.Κ.Α. ως και αυξήσεως των υπό του Ο.Γ.Α. του Τ.Ε.Β.Ε. και του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων καταβαλλομένων συντάξεων” πράξεως νομοθετικού περιεχομένου της 4.2.1976, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“2. Δια τον υπολογισμόν των συντάξεων λαμβάνεται ως βάσις εις πάσαν περίπτωσιν το εκάστοτε ισχύον τεκμαρτόνημερομίσθιον της ασφαλιστικής κλάσεως, εις ην κατατάσσεται ο ησφαλισμένος, βάσει του πηλίκου του προκύπτοντος εκ της διαιρέσεως του συνόλου των πραγματικών του αποδοχών, μετά των δώρων εορτών, των ληφθεισών κατά τα δύο ημερολογιακά έτη τα αμέσως προηγούμενα εκείνου καθ` ο υπεβλήθη η αίτησις περί συνταξιοδοτήσεως, δια του αριθμού τών ημερών εργασίας, δι ας υπήχθη εις την ασφάλισιν εντός της διετίας ταύτης. Αποδοχαί πέραν του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανωτάτης ασφαλιστικής κλάσεως της ισχυούσης κατά την καταβολήν των εισφορών, εντός της ανωτέρω διετίας, δέν λαμβάνονται υπ` όψει.
Εάν ο ησφαλισμένος δεν επραγματοποίησεν εντός των ανωτέρω δύο ημερολογιακών ετών τετρακοσίας τουλάχιστον ημέρας εργασίας, διά την εξεύρεσιν του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσεως υπολογισμού, λαμβάνονται υπ` όψει και αι αποδοχαί ημερών εργασίας της αμέσως προγενεστέρας χρονικής περιόδου μέχρι συμπληρώσεως συνολικώς τετρακοσίων ημερών εργασίας. Αυξήσεις αποδοχών του ησφαλισμένου κατά την ανωτέρω διετίαν, ή κατά την διάρκειαν των ως άνω 400 ημερομισθίων, υπερβαίνουσαι το κατά το αυτό χρονικόν διάστημα ποσοστόν αυξήσεως του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, προσηυξημένου κατά 6% δεν λαμβάνονται υπ` όψει διά τον, κατά τα ανωτέρω, υπολογισμόν των συντάξεων, εκτός εάν αι αποδοχαί αύται προβλέπονται υπό συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κανονισμών ή διαιτητικών αποφάσεων ή καταβάλονται υπό του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ.
Εάν εχώρησενανακαθορισμός των συντάξεων κατ` εφαρμογήν της παρ. 9 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, αποδοχαί, εμπίπτουσαι εις τον προ του ανακαθορισμούχρόνον, λαμβάνονται υπ` όψει ηυξημέναι κατά το ποσοστόν αυξήσεως των ορίων των μισθών και τεκμαρτών ημερομισθίων”.
Άρθρον 4
1. Η παρ. 4 του άρθρου 37 του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθει υπό του άρθου 13 του Ν. 4476/1965 και αντικαταστέθη δια της από 4.2.1976 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, κυρωθείσης διά του Ν. 321/1976, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Από πρώτης του μεθεπομένου μηνός από της εκάστοτε αυξήσεως του κατωτάτου ημερομισθίου άρρενος ανειδικεύτου εργάτου, αυξάνονται κατά το αυτό ποσοστόν τα όρια μισθών και τα τεκμαρτά ημερομίσθια των εν παραγράφω 1 ασφαλιστικών κλάσεων. Το ποσοστόν της αυξήσεως διαπιστούται εντός διμήνου δι` αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Δια της αυτής αποφάσεως στρογγυλοποιούνται εις ακεραίας μονάδας δραχμών, των μεν ποσών μέχρι 0,5 της δραχμής παραλειπομενων, των δε ανωτέρων λογιζομένων ως ακεραίων μονάδων δραχμών”.
2. Η παρ. 9 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως αντικατεστάθη υπό της παρ. 1 του άρθρου 42 του ΝΔ 2698/1953 και του άρθρου 4 της διά του Ν. 321/1976 κυρωθείσης από 4.2.1976 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“9. Από της κατά την παρ. 4 του άρθρου 37 του παρόντος αυξήσεως των ορίων μισθών και των τεκμαρτών ημερομισθίων των ασφαλιστικών κλάσεων, το ποσόν των συντάξεων, των υπολογισθεισων βάσει των προ της αυξήσεως ισχυόντων τεκμαρτών ημερομισθίων, ανακαθορίζεται βάσει του διαμορφωθέντος νέου τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως εις την οποίαν ανήκει ο συνταξιούχος”.
3. Κατά την πρώτηνεφαρμογήν του παρόντος ο κατά 22% ανακαθορισμός των συντάξεων, συνεπεία των από 1.2.1978 καα 15% και από 1.7.1978 κατά 7% αυξήσεων του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, ενεργείται αναδρομικώς από 1ης Μαρτίου και 1ης Σεπτεμβρίου 1978 αντιστοίχως.
Άρθρον 5
1.Εν τέλει της παρ.15 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 προστίθεται εδάφιον έχων τούτω:
“Συνυπολογίζονται ωσαύτως και αι ημέραι δι` ας ο ησφαλισμένοςεπεδοτήθη λόγω ασθενείας ή τακτικής ανεργίας εντός της τελευταίας δεκαετίας προ της υποβολής της αιτήσεως συνταξιοδοτήσεως, ουχί πάντως προ της 1.1.1976 . Αι συνυπολογιζομεναιημέραι δεν δύνανται να υπερβούν τα διακόσια (200) ημερομίσθια συνολικώς”.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως αντικατεστάθη υπό της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 4104/1960 και της παρ. 2 του Ν.Δ. 346/1974 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της περί ΙΚΑ νομοθεσίας”, αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Επί αναπηρίας οφειλομένης εις εργατικόν ατύχημα το ποσόν της χορηγητέας μετά των οικογενειακών βαρών συντάξεως δεν δύναται να είναι κατώτερον του 60% του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως εις ην κατατάσσεται ο ησφαλισμένος, κατά το άρθρον 37 του παρόντος, το οποίον ποσόν όμως δεν δύναται να υπερβαίνει το 25πλάσιον του εκάστοτε ισχύοντος τεκμαρτού ημερομισθίου της ογδόης (VIII) ασφαλιστικής κλάσεως μέχρι της 31.12.1980, της ενάτης (IX) δια το από 1.1.1981 και μέχρι 31.12.1983 χρονικόν διάστημα και της δεκάτης (Χ) διά τον από 1.1.1984 και εφεξής χρόνον”.
3. Το πρώτον εδάφιον της παρ. 3 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποποιήθη υπό της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 4104/1960 και της παρ. 1 του άρθρου 3 της από 4.2.1976 πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου κυρωθείσης δια του Ν. 321/1976, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται διά την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου.
Καθ` εκάστην εφεξής του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου ο ανακαθορισμός της ως άνω προσαυξήσεως, χωρεί από της ημέρας ανακαθορισμού των συντάξεων κατα τας διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος.
4. Εν τέλει της παρ. 3 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποποιήθη υπό της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 4104/1960, προστίθεται διάταξις έχουσα ούτω:
“Αι δια τα τέκνα χορηγούμεναι προσαυξήσεις συντάξεων δεν δύναται να υπολογισθούν κατά πάσαν περίπτωσιν, επί τμήματος συντάξεως ανωτέρω του εκάστοτε 25πλασίου του τεκμαρτού ημερομισθίου της δεκάτης (Χ) ασφαλιστικής κλάσεως.
Τυχόν καταβαλλόμενα επί πλέον ποσά εξακολουθούν να καταβάλλωνται, συμψηφίζονται όμως εις πάσαν μελλοντικήναύξησιν των συντάξεων”.
5. Το τελευταίον εδάφιον της παρ. 6 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως συνεπληρώθη δια της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 4497/1966 “περί ρυθμίσεως θεμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και περί ετέρων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται δια των ακολούθων εδαφίων:
“Κατ` εξαίρεσιν το δικαίωμα εις σύνταξιν των τέκνων, εγγονών και προγόνων παρατείνεται εφ` όσον χρόνον, μετά την συμπλήρωσιν του ανωτέρω ορίου ηλικίας, συνεχίζουν τας σπουδάς των εις ανωτέρας ή ανωτάτας σχολάς και μέχρι συμπληρώσεως του 24ου έτους της ηλικίας των, εάν κατά το διάστημα τούτο δεν ασκούν επάγγελμα τι ή δεν λαμβάνουν σύνταξιν εξ` ιδίας εργασίας εκ του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή οιουσδήποτε φορέως κυρίας ασφαλίσεως.
Τα ανωτέρω όρια ηλικίας δεν ισχύουν προκειμένου περί τέκνου εγγονού ή προγονού ανικάνου προς πάσαν βιοποριστικήνεργασίαν, εφ` όσον η ανικανότης επήλθε προ της συμπληρώσεως των ορίων τούτων ηλικίας”.
6. Εν τέλει του άρθου 29 του Α.Ν. 1846/1951 προστίθεται παράγραφος 14 έχουσα ούτω:
14.α) Το κατώτατονόριον των υπό του ΙΚΑ καταβαλλομένων συντάξεων είναι ίσον, προκειμένου μεν περί συντάξεων λόγω γήρατος και αναπηρίας, προς το εκάστοτε σύνολο 15 κατωτάτων ημερομισθίων ανειδικεύτου εργάτου, προκειμένου δε περί συντάξεων λόγω θανάτου, προς το εκάστοτε σύνολον 13,5 κατωτάτων ημερομισθίων ανειδικεύτου εργάτου, μειούμενον εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις κατά το ποσοστόν καθ` ο ο συνταξιούχος λαμβάνει μειωμένην σύνταξιν.
Προκειμένου περί των δικαιούχων συντάξεως ή βοηθήματος τύπου συντάξεως βάσει της παραγ. 7 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 465/1970 “περί αυξήσεως των καταβαλλομένων υπό φορέων Κοινωνικής Ασφαλίσεως συντάξεων και τροποποιήσεως των συναφών διατάξεων” το ως άνω κατώτατονόριον είναι ίσον προς το εκάστοτε σύνολο 12 ημερομισθίων ανειδικεύτου εργάτου.
β) Η κατά τα ανώτερωμείωσις του κατωτάτου ορίου δεν ισχύει δια συνταξιούχους εξ οιασδήποτε αιτίας ως και δια τυχόντος βοηθήματος τύπου συντάξεως, από της 1ης Ιανουαρίου του έτους, του επομένου εκείνου εντός του οποίου συνεπλήρωσαν το 68ον έτος της ηλικίας των.
γ) Προκειμένου περί συνταξιούχων λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή τυχόντας βοηθήματος τύπου συντάξεως, το κατά την παρούσανπαράγραφονκατώτατονόριον προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσόν του ενός και ημίσεος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου δια την σύζυγον και ενός εισέτι ημερομισθίου δι` έκαστον τέκνον υπό τους περιορισμούς της παραγρ. 3 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως τροποποιηθείσα ισχύει.
Επί καταστάσεως απόλυτου αναπηρίας το κατώτατονόριον προσαυξάνεται κατά 15%.
δ) Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται επί συνταξιούχων ή βοηθηματούχων του ΙΚΑ οι οποίοι τυγχάνουν και συνταξιούχοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή ετέρου οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως ή λαμβάνουν και ετέραν σύνταξιν εκ του ΙΚΑ. Εάν όμως το άθροισμα των τοιούτων συντάξεων είναι μικρότερον του κατωτάτου ορίου συντάξεως του ΙΚΑ, καταβάλλεται υπό του ΙΚΑ η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος τούτου και του κατώτατου ορίου συντάξεως.
Προκειμένου περί συντάξεων απονεμομένων κατ` εφαρμογήν διμερών ή πολυμερών διεθνών συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως, το ποσόν το χορηγούμενον υπό του ΙΚΑ είναι ίσον προς το εκ των συμβάσεων ή κανονισμών τούτων προβλεπόμενον.
ε) Σημ.: όπως η περίπτωση ε` της παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν. 825/78 καταργήθηκε με το άρθρ 3 του ΠΔ της 31/31.3.82 (Α 40). και του άρθρου 3 του Ν. 1305/1982 (Α 146).
7. Η περίπτωσις β` της παραγρ. 1 του άρθρου 33 του Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“β Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα, προγονοί) και επί ησφαλισμένης ή θήλεος συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής και τα φυσικά τέκνα μέχρι συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας των, εφ` όσον δε ταύτα συνεχίζουν τας σπουδάς των μέχρι συμπληρώσεως του 24ου έτους της ηλικίας των”.
8. αι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 4104/1960 καταργούνται.
9. Αι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4577/1966 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως και περί ετέρων τινων διατάξεων”, δεν ισχύουν διά το ΙΚΑ.
10. Η περίπτωσις β` της παραγράφου 7 του άρθρου 31 του Α.Ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Δύναται δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ να ορίζεται, αντί της κατά το προηγούμενον εδάφιον μαιευτικής περιθάλψεως, εφ` άπαξ βοήθημα εις ποσόν ίσονπρός το τριακονταπλάσιον του εκάστοτε ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου.
Εις περίπτωσιν παθολογικής ανελίξεως του τοκετού, εκτός του κατά τ` ανωτέρω βοηθήματος, παρέχεται και νοσοκομειακή περίθαλψις”.
11. Υπό τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Α.Ν. 1846/1951, το ΙΚΑ καταβάλλει εφ` άπαξ βοήθημα δι` εξοδα κηδείας και επί θανάτου μέλους οικογενείας συνταξιοδοτουμένου λόγω θανάτου ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.
12. Εν τέλει της παραγρ. 10 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, προστίθεται διάταξις έχουσα ούτω:
“Το υπό των ανωτέρω διατάξεων προβλεπόμενον επίδομα δεν δύναται να υπολογισθή κατά πάσαν περίπτωσιν επί ποσού συντάξεως ανωτέρου του εκάστοτε 25πλασίου τεκμαρτού ημερομισθίου της δεκάτης (Χ) ασφαλιστικής κλάσεως”.
13. Κατά την πρώτηνεφαρμογήν του παρόντος αι διατάξεις των παρ.2 και 6 του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1ης Μαϊου 1978.
Άρθρον 6
Ηλικία.
Το άρθρον 10 του Α.Ν. 1846/1951, ως αντικατεστάθη υπό της παρ.1 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3083/1954 και συνεπληρώθη υπό της παραγράφου 6 του άρθρου 20 του Ν. 4476/1965, αντικαθίσταται ως ακολουθως:
“Άρθρον 10
1. Η ηλικία των ησφαλισμένων και των μελών της οικογενείας των αποδεικνύεται αποκλειστικώς διά ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, συνταχθείσης ή διορθωθείσης εντός ενενήκοντα ημερών από της γεννήσεώς των. Εν ελλείψει ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, ως ανωτέρω, η ηλικία αποδεικνύεται αποκλειστικώς των μεν αρρένων διά της εγγραφής εις τα Μητρώα αρρένων και εν ελλείψει τοιαύτης διά της εγγραφής εις τα εν ισχύι Δημοτολόγια, των δε θηλέων διά της εγγραφής εις τα εν ισχύι Δημοτολόγια.
2. Επί δύο ή πλειόνων εγγραφών εις τα αυτά ή διάφορα Μητρώα Αρρένων ή εν ισχύι Δημοτολόγια και υπό διάφορον έτος γεννήσεως, λαμβάνεται υπ` όψει η παλαιοτέρα εγγραφή. Εν περιπτώσει διορθώσεως ή μεταβολής του έτους γεννήσεως του αναγραφομένου εις τα Μητρώα Αρρένων ή τα εν ισχύι Δημοτολόγια, γενομένη δι` αποφάσεων του Στρατολογικού Συμβουλίου ή καθ` οιονδήποτε τρόπον, λαμβάνεται υπ` όψει το πρό της διορθώσεως ή της μεταβολής αναγραφόμενον έτος γεννήσεως.
3. Μη υπαρχούσης ληξιαρχικής πράξεως γννήσεως ή εγγραφής εις τα Μητρώα αρρένων ή τα εν ισχύι Δημοτολόγια, η ηλικία βεβαιούται δι` αποφάσεως της εν παραγράφω 6 Επιτροπής, αιτήσει του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ ή του ησφαλισμένου. Δι` αποφάσεως της αυτής Επιτροπής βεβαιούται ωσαύτως η ηλικία επί αμφισβητήσεως υπό του ησφαλισμένου της ορθότητος της εγραφής του έτους γεννήσεως εις τα Μητρώα Αρρένων ή Δημοτολόγια ερειδομένης αποκλειστικώς επί εγγράφων στοιχείων συντεταγμένων πρό της υπαγωγής εις την ασφάλισιν.
4. Η ηλικία των, κατά τον χρόνον της αιτήσεως των ασφαλιστικών παροχών, αλλοδαπών ή των ακαθορίστου υπηκοότητοςησφαλισμένων και μελών της οικογενείας των, αποδεικνύεται δι` εγγράφου στοιχείου προβλεπομένου υπό της Νομοθεσίας του Κράτους, εν ω έλαβε χώραν η γέννησις, θεωρουμένου υπό της οικείας Ελληνικής Προξενικής Αρχής.
Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου τυγχάνουν αναλόγου εφαρμογής και εν προκειμένω.
5. Ως ημερομηνία γεννήσεως των ησφαλισμένων λαμβάνεται η αναγραφομένη εις την ληξιαρχικήνπράξιν. Μη υπαρχούσης ληξιαρχικής πράξεως, ως ημερομηνία γεννήσεως λογίζεται κατά πάσαν περίπτωσιν η 1η Ιουλίου του έτους γεννήσεως.
6. Δι` αποφάσεως του Διοικητικού του ΙΚΑ συνιστάται εις τα μεγαλύτερα υποκαταστήματα τούτου η προβλεπομένη υπό της παραγρ. 3 του παρόντος άρθρου Ειδική Επιτροπή αποτελουμένη:
α) Εξ ενός Πρωτοδίκου ή Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών και άνω, εν ενεργεία ή συντάξει, ως Προέδρου υποδεικνυομένου υπό του προϊσταμένου του οικείου Δικαστηρίου ή Εισαγγελίας μετά τριών αναπληρωτών.
β) Εκ δύο υπαλλήλων του ΙΚΑ, επί βαθμώ 6ω τουλάχιστον, οριζομένων υπό του Διοικητού αυτού, ως μελών, μετά των αναπληρωτών των.
Εις τον Πρόεδρον, τα μέλη και τον γραμματέα της Επιτροπής καταβάλλεται αποζημίωσις καθοριζομένη διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών”.
Άρθρον 7
1. Η παράγραφος 6 του άρθρου 40 του Α.Ν. 1846/1951 ως αντικαθεστάθη διά της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Ν.4476/1965, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“6. Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά εξ μήνας αφ` ης κατέστησαν απαιτηταί.
Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι` οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. Η ετησία παραγραφή άρχεται από του τέλους της μηνός ον αφορά η υπό πληρωμήνσύνταξις.
Επί ανακλήσεως ή εξασφανίσεως εν όλω η εν μέρει οριστικής συνταξιοδοτικής αποφάσεως του ασφαλιστικού οργάνου, δεν επιτρέπεται δι` οιονδήποτε λόγον η αναγνώρισις αναδρομικώς εις βάρος του ΙΚΑ απαιτήσεων εκ συντάξεων ή διαφορών συντάξεων πέραν της πενταετίας από της ημέρας καθ` ην υπεβλήθη η πρόςανάκλησιν της αποφάσεως αίτησις του ενδιαφερομένου.
Επί επανεξετάσεως οριστικώς κριθείσης περιπτώσεως τη επικλήσει παρά του ενδιαφερομένου νέων κρισίμων πραγματικών στοιχείων δεν επιτρέπεται δι` οιονδήποτε λόγον η αναγνώρισις εις βάρος του ΙΚΑ απαιτήσεων εκ συντάξεων ή διαφορών συντάξεων πρό του χρόνου υποβολής της σχετικής αιτήσεως, εκτός εάν τα στοιχεία ταύτα προκύπτουν αναμφισβήτως εκ του συνταξιοδοτικού φακέλλου του ενδιαφερομένου.
Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν”.
Άρθρον 8
1. Προσδιορισμός της βάσεως υπολογισμού της συντάξεως, γενόμενος κατ` άρθρον 37 του Α.Ν. 1846/1951, ως αντικατεστάθη υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 4476/1965, βάσει πραγματικών και ουχί τεκμαρτών αποδοχών των ησφαλισμένων, λογίζεται νόμιμος διά του παρόντος, εφ` όσον παρήλθεν ο χρόνος ασκήσεως των ενδίκων μέσων, εκτός εάν εκκρεμούν σχετικαί αιτήσεις, υποβληθείσαι μέχρι της 10ης Οκτωβρίου 1978, εφ` ων δεν ελήφθησαν οριστικαί αποφάσεις ή απερρίφθησαν ως εκπρόθεσμοι.
2. Από της ισχύος του παρόντος διακόπτεται η εις τον κλάδον συντάξεων του ΙΚΑ ασφάλισις προσώπων κριθέντων ότι κέκτηνται την ιδιότητα του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου. Καταβληθείσαιεισφοραί διά την ασφάλισιν των προσώπων τούτων, δεν επιστρέφονται.
Απονεμηθείσαι υπό του ΙΚΑ συντάξεις εις πρόσωπα της κατηγορίας ταύτης συνεχίζουν καταβαλλόμεναι εις τους δικαιούχους και τα κατά νόμον μέλη της οικογενείας αυτών, εφ` όσον δεν έτυχον συντάξεως εκ του Δημοσίου.
3. Ο χρόνος εκτόπισης και φυλάκισης των ασφαλισμένων, ο οποίος αναγνωρίστηκε ως συντάξιμος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν.δ/τος 172/1974 (ΦΕΚ 345 Α`) “περί αναγνωρίσεως ως συνταξίμου του χρόνου εκτοπίσεως και φυλακίσεως ενίωνησφαλισμένων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων, συνυπολογιζεται για τη συμπλήρωση των απαιτούμενων χρονικών προϋποθέσεων σε βαριές και ανθυγιεινές εργασιες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού, που εγκρίθηκε με την 101960/6.12.1963 απόφαση του Υπουργού Εργασίας “περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων” (ΦΕΚ 567 Β`), εφόσον το επιθυμεί ο ασφαλισμένος, ύστερα από αιτησή του και εφόσον με το χρόνο αυτόν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σύμφωνα με τον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α..
Η πρόσθετη ασφαλιστική εισφορά για την εξαγορά του αναγνωριζόμενου σαν συντάξιμου χρόνου στον Κ.Β.Α.Ε., σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπολογίζεται στις αποδοχές του τελευταίου πριν από την υποβολή της αίτησης μήνα ενεργού απασχόλησης και ασφάλισης τους και καταβάλλεται συμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 13 του άρθρου 1 του ν. 38/1975 (ΦΕΚ 83 Α`).
Ειδικά για τους απασχολούμενους σε οικοδομικές και τεχνικές εργασίες που περιλαμβάνονται στην περίπτωση 2 του εδαφίου Α της παραγράφου 1 του άρθρου 104 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., ο παραπάνω χρόνος λαμβάνεται υπόψη και για τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ημερών ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του ν. 1543/ 1985 (ΦΕΚ 73 Α`) και της παραγράφου 12 του άρθρου 2 του ν. 1759/1988 για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν.1759/1988 (Α` 50), αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 άρθρου 5 Ν.2335/1995 (Α 185) και με την παρ.2 άρθρ.5 Ν.2556/1997 Α 270/24.12.1997.
4. Αι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εκδοθείσαι πράξεις των οργάνων του ΙΚΑ, δι` ων εχορηγήθησύνταξις ή αναπροσηρμόσθη το ποσόν ταύτης, λογίζονται νόμιμοι ως προς τον εν αυτοίς χρόνον ασφαλίσεως και την κλάσιν υπολογισμού της συντάξεως, εφ` όσον παρήλθεν ο χρόνος ασκήσεως των ενδίκων μέσων, εκτός εάν εκκρεμούν σχετικαί αιτήσεις, υποβληθείσαι μέχρι της 10ης Οκτωβρίου 1978, εφ` ων δεν εξεδόθησανοριστικαί αποφάσεις ή απερρίφθησαν ως εκπρόθεσμοι.
5. Επαγγελματίαι δημοσιογράφοι, τακτικά μέλη των Ενώσεων Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων των επαρχιών, ησφαλισμένοι εις το ΙΚΑ δύνανται να εξαγοράσουν τον από 21.4.1967 μέχρις 24.7.1974 χρόνον, εφ` όσον λόγω συλλήψεως ή κρατήσεώς των διά πολιτικούς λόγους, υποχρεώθησαν να απόσχουν της ασκήσεως του επαγγέλματός των. Το γεγονός της συλλήψεως ή κρατήσεως δέον να αποδεικνύεται εκ βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, η δε αναγνώρισις χωρεί επί τη καταβολή παρά των ενδιαφερομένων της εισφοράς εργοδότου και ησφαλισμένου, βάσει του κατά τον χρόνον υποβολής της αιτήσεως ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου.
Ο βάσει της παρούσης διατάξεως αναγνωριζόμενος χρόνος δεν δύναται να ληφθή υπ` όψει διά την θεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως ή τον καθορισμόν του ποσού ταύτης πρό της ολοσχερούς εξοφλήσεως του διά την εξαγοράν καθορισθέντος ποσού.
6. Αι αιτήσεις, περί συνταξιοδοτήσεως μελών οικογενείας λόγω επισυμβάντος εξ αιτίας της υπηρεσίας θανάτου υπαλλήλου του Ι.Κ.Α. κατά το από 21.4.1967 μέχρι της 24.7.1974 χρονικόν διάστημα απορριφθείσαι, κατόπιν γνωματεύσεων των αρμοδίων Υγειονομικών Επιτροπών αντιθέτων πρός το πόρισμα της διεξαχθείσης κατ` άρθρον 7 του Ν. 3163/1955 ενόρκου ανακρίσεως, επανεξετάζονται υπό των ιδίων Υγειονομικών Επιτροπών, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, υποβαλλομένης εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Άρθρον 9
1. Από πρώτης Μαϊου 1978 αι υπό του ΙΚΑ καταβαλλόμεναι συντάξεις ανακαθορίζονται βάσει ασφαλιστικής κλάσεως ανωτέρας κατά τρείς (3) κλάσεις, εφ` όσον η έναρξις της συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1973 χρονικόν διάστημα, κατά δύο (2) κλάσεις, εφ` όσον η έναρξις συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το από 1.1.1974 μέχρι 31.12.1974 χρονικόν διάστημα, κατά μίαν (1) κλάσιν, εφ` όσον η έναρξις συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το από 1.1.1975 μέχρι της 31.12.1975 χρονικόν διάστημα, της νέας κλάσεως ανακαθορισμού μη δυναμένης να υπερβή εις απάσας τας περιπτώσεις την δεκάτηντετάρτηνκλάσιν.
Ια. Προκειμένου περί των συνταξιοδοτηθέντων από 1.1.1967 μέχρι 31.12.1976, ων το ποσόν της συντάξεως υπελογίσθη αρχικώς ή ανακαθωρίσθημεταγενεστέρως (Π.Δ. 199/1975) βάσει τεκμαρτού ημερομισθίου ασφαλιστικής κλάσεως οριζομένηςεις τον εν συνεχεία πίνακα, κατ` αντιστοιχίαν του έτους ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως, ή κατά την προηγουμένηνπαράγραφονκλάσιςανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΥ, εφύ όσον ούτοι, διά την καταβολήν των ασφαλιστικών εισφορών ανήκον επί 300 τουλάχιστον ημέρας εργασίας εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών χρονικής περιόδου μέχρι καί 31 Δεκεμβρίου 1965 εις την προ του Ν.Δ. 346/1974 ισχύουσαν ΧΙΥ παλαιάνασφαλιστικήνκλάσιν (τεκμαρτόν 210 δρχ.) άνευ υπολογισμού Δώρων εορτών και επιδόματος αδείας.
Εφ όσον εις την αυτήν παλαιάνασφαλιστικήνκλάσιν (ΧΙΥ) ανήκον επί τον αυτόν χρόνον εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών της χρονικής περιόδου 1.1.1965-31.12.1967 ή 1.1.1967-31.12.1969 η κλάσιςανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΙΙ και ΧΙΙ αντιστοίχως.
ΠΙΝΑΞ
ύΕτος ενάρξεως Ασφαλιστική καταβαλλομένης συντάξεως κλάσις 1967,1968 Χ 1969 ΙΧ 1970 ΥΙΙΙ 1971 ΙΧ 1972, 1973 ΥΙΙΙ 1974 ΥΙΙ ή ΥΙΙΙ 1975 Χ
“ΠΙΝΑΚΑΣ”
έτος έναρξης καταβαλλόμενης ασφαλιστική κλάση σύνταξης ………………….. ……………….. 1976 ΧΙ ή ΧΙΙΙ
3. Το βοήθημα τύπου σύνταξης που ορίζεται από την παρ. 7 εδάφιο γ` του άρθρου 1 του Ν.Δ. 465/1970 (ΦΕΚ 57) σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου και με την προϋπόθεση ότι με βάση το χρόνο ασφάλισής του δε θεμελιώνεται δικαίωμα για σύνταξη, μεταβιβάζεται στα μέλη οικογενείας του με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, που μεταβιβάζεται και η σύνταξη.
Σημ.: όπως η παρ. Ια προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 997/1979, ΦΕΚ Α 287, και συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 1469/1984, ΦΕΚ Α 111.
#####
2. Καταβαλλόμενα εξ οιασδήποτε αιτίας προσωρινά επιδόματα εις συνταξιούχους συμψηφίζονται πρός τας εκ του ανακαθορισμού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου προκυπτούσας επί πλέον διαφοράς ποσού της συντάξεως. Εφ` όσον παραμένει υπόλοιπον προσωρινού επιδόματος τούτο ενσωματούταιπροστιθέμενον εις την εκ του ανακαθορισμούπροκύπτουσαν σύνταξιν.
#####
3. Εις ην περίπτωσιν αι αποδοχαί αι λαμβανόμεναι υπ` όψει διά τον υπολογισμόν της συντάξεως ανάγονται εξ ολοκλήρου εις χρόνονπρό της 31.12.1975, η παρεχομένησύνταξις ανακαθορίζεται κατά τρείς κλάσεις, εφ` όσον η λήξις του χρόνου ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1973 χρονικόν διάστημα, κατά δύο κλάσεις, εφ` όσον η λήξις της ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1974 χρονικόν διάστημα, και κατά μίαν κλάσιν, εφ` όσον η λήξις της ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1975 χρονικόν διάστημα.
1. Από πρώτης Μαϊου 1978 αι υπό του ΙΚΑ καταβαλλόμεναι συντάξεις ανακαθορίζονται βάσει ασφαλιστικής κλάσεως ανωτέρας κατά τρείς (3) κλάσεις, εφ` όσον η έναρξις της συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1973 χρονικόν διάστημα, κατά δύο (2) κλάσεις, εφ` όσον η έναρξις συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το από 1.1.1974 μέχρι 31.12.1974 χρονικόν διάστημα, κατά μίαν (1) κλάσιν, εφ` όσον η έναρξις συνταξιοδοτήσεως εμπίπτει εις το από 1.1.1975 μέχρι της 31.12.1975 χρονικόν διάστημα, της νέας κλάσεως ανακαθορισμού μη δυναμένης να υπερβή εις απάσας τας περιπτώσεις την δεκάτηντετάρτην κλάσιν.
Ια. Προκειμένου περί των συνταξιοδοτηθέντων από 1.1.1967 μέχρι 31.12.1976, ων το ποσόν της συντάξεως υπελογίσθη αρχικώς ή ανακαθωρίσθημεταγενεστέρως (Π.Δ. 199/1975) βάσει τεκμαρτού ημερομισθίου ασφαλιστικής κλάσεως οριζομένηςεις τον εν συνεχεία πίνακα, κατ` αντιστοιχίαν του έτους ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως, ή κατά την προηγουμένηνπαράγραφονκλάσιςανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΥ, εφύ όσον ούτοι, διά την καταβολήν των ασφαλιστικών εισφορών ανήκον επί 300 τουλάχιστον ημέρας εργασίας εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών χρονικής περιόδου μέχρι καί 31 Δεκεμβρίου 1965 εις την προ του Ν.Δ. 346/1974 ισχύουσαν ΧΙΥ παλαιάνασφαλιστικήνκλάσιν (τεκμαρτόν 210 δρχ.) άνευ υπολογισμού Δώρων εορτών και επιδόματος αδείας.
Εφ όσον εις την αυτήν παλαιάνασφαλιστικήνκλάσιν (ΧΙΥ) ανήκον επί τον αυτόν χρόνον εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών της χρονικής περιόδου 1.1.1965-31.12.1967 ή 1.1.1967-31.12.1969 η κλάσιςανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΙΙ και ΧΙΙ αντιστοίχως.
ΠΙΝΑΞ
ύΕτος ενάρξεως Ασφαλιστική καταβαλλομένης συντάξεως κλάσις 1967,1968 Χ 1969 ΙΧ 1970 ΥΙΙΙ 1971 ΙΧ 1972, 1973 ΥΙΙΙ 1974 ΥΙΙ ή ΥΙΙΙ 1975 Χ
“ΠΙΝΑΚΑΣ”
έτος έναρξης καταβαλλόμενης ασφαλιστική κλάση σύνταξης ………………….. ……………….. 1976 ΧΙ ή ΧΙΙΙ
3. Το βοήθημα τύπου σύνταξης που ορίζεται από την παρ. 7 εδάφιο γ` του άρθρου 1 του Ν.Δ. 465/1970 (ΦΕΚ 57) σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου και με την προϋπόθεση ότι με βάση το χρόνο ασφάλισής του δε θεμελιώνεται δικαίωμα για σύνταξη, μεταβιβάζεται στα μέλη οικογενείας του με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, που μεταβιβάζεται και η σύνταξη.
Σημ.: όπως η παρ. Ια προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 997/1979, ΦΕΚ Α 287, και συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 1469/1984, ΦΕΚ Α 111.
2. Καταβαλλόμενα εξ οιασδήποτε αιτίας προσωρινά επιδόματα εις συνταξιούχους συμψηφίζονται πρός τας εκ του ανακαθορισμού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου προκυπτούσας επί πλέον διαφοράς ποσού της συντάξεως. Εφ` όσον παραμένει υπόλοιπον προσωρινού επιδόματος τούτο ενσωματούταιπροστιθέμενον εις την εκ του ανακαθορισμούπροκύπτουσαν σύνταξιν.
3. Εις ην περίπτωσιν αι αποδοχαί αι λαμβανόμεναι υπ` όψει διά τον υπολογισμόν της συντάξεως ανάγονται εξ ολοκλήρου εις χρόνονπρό της 31.12.1975, η παρεχομένησύνταξις ανακαθορίζεται κατά τρείς κλάσεις, εφ` όσον η λήξις του χρόνου ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1973 χρονικόν διάστημα, κατά δύο κλάσεις, εφ` όσον η λήξις της ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1974 χρονικόν διάστημα, και κατά μίαν κλάσιν, εφ` όσον η λήξις της ασφαλίσεως εμπίπτει εις το μέχρι της 31.12.1975 χρονικόν διάστημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ειδικαί διατάξεις (35ετία).
Άρθρον 10
1. Ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δικαιούται σύνταξης, αν κατά την υποβολή της αίτησης έχει πραγματοποιήσει 10.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και έχει συμπληρώσει το 58ο έτος της ηλικίας του.
Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά 300 ημέρες κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση 12.000 ημερών ασφάλισης.
Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο, αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.
Κατ` εξαίρεση ο ασφαλισμένος που έχει πραγματοποιήσει τον αριθμό ημερών εργασίας του πρώτου εδαφίου, εκ των οποίων επτά χιλιάδες πεντακόσιες (7.500) σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και έχει συμπληρώσει: α) το 55ο έτος της ηλικίας, δικαιούται πλήρη σύνταξη και β) το 53ο έτος της ηλικίας, δικαιούται σύνταξη μειωμένη κατά 1/200 της πλήρους σύνταξης για κάθε μήνα που υπολείπεται από το οριζόμενο στο εδάφιο αυτό όριο ηλικίας της πλήρους σύνταξης.
Τα ανωτέρω όρια ηλικίας για πλήρη και μειωμένη σύνταξη αυξάνονται από 1.1.2011 κατά εννιά (9) μήνες κάθε έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους, προκειμένου για λήψη πλήρους σύνταξης και του 58ου προκειμένου για τη λήψη μειωμένης σύνταξης.
Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ασφάλισης τους, από τις οποίες οι 7.500 στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Για τη συμπλήρωση των 10.500 ημερών ασφάλισης υπολογίζεται και ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας κατ` εξαίρεση του εδαφίου β` της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1358/1983 (ΦΕΚ 64 Α`), όπως ισχύει. Ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου ελάχιστου χρόνου των 7.500 ημερών ασφάλισης στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Σημ.: όπως η παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 143 παρ.1 Ν.3655/2008, ΦΕΚ Α 58/3.4.2008 και με την παρ.1 και 2 άρθρου 10 Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.
2. Διά τον υπολογισμόν των υπό της προηγουμένης παραγράφου, απαιτουμένων 10.500 ημερών εργασίας λαμβάνεται υπ` όψει κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 4202/1961 “περί διατηρήσεως των εκ της κοινωνικής ασφαλίσεως δικαιωμάτων εις περιπτώσεις μεταβολής ασφαλιστικού φορέως” και ο χρόνος εξηρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως. Δεν λαμβάνεται υπ` όψει ο χρόνος προαιρετικής ασφαλίσεως ο αναγνωρισθείς ως συντάξιμος χρόνος δυνάμει των διατάξεων των Ν.Δ. 4377/1964, 4378/1964, άρθρ. 2 Ν.Δ. 4577/1966 και 4581/1966, ο χρόνος στρατεύσεως, ο χρόνος ασφαλίσεως πλέον των 300 ημερών εργασίας ετησίως, ως και οιοσδήποτε έτερος χρόνος λογιζόμενος ως συντάξιμος (ανεργίας, ασθενείας κλπ) δυνάμει ειδικών διατάξεων. Επίσης δεν λαμβάνεται υπ` όψει ο χρόνος ασφαλίσεως με την ιδιότητα του αυτοτελώς απασχολουμένου).
Σημ.: όπως η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ 1.1.2011 με το άρθρο 75 παρ.2 Ν.3863/2010, ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.
3.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 70 παρ. 2 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165).
4. Προκειμένου περί ησφαλισμένου υπαγομένου εις τον Κανονισμόν περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων του ΙΚΑ και συμπληρούντος τας υπό της παραγράφου 1 του παρόντος οριζομένας προϋποθέσεις, τα ποσοστά προσαυξήσεως του πίνακος Β` της παραγρ. 1 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, προσαυξάνονται κατά 20ο/ο διά τα ημερομίσθια ασφαλίσεως διά τα οποία κατεβλήθησαν αι διά τους υπαγομένους εις τον Κανονισμόν τούτον προβλεπόμεναιεισφοραί.
5.η παρ.5 καταργήθηκε με το άρθρο 70 παρ. 2 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165). 6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 31ης Μαρτίου 1978.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Διαδοχική ασφάλισις
Άρθρον 11
Σημ.: όπως το άρθρο 11 καταργήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 8 του Ν. 1405/1983 (Α` 180).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Γενική διακήρυξις.
Άρθρον 12
Εν τέλει του άρθρου 5 του Α.Ν. 1846/1951 προστίθεται παρ. υπό τον αριθμόν 11 έχουσα ούτω:
“11. Από 1 Ιανουαρίου 1981 πάντα τα εις την παράγραφον 1 του παρόντος αναφερόμενα Ταμεία κυρίας ασφαλίσεως μισθωτών τα υπαγόμενα υπό την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και ασκούντα ασφάλισιν κλάδου Συντάξεων, τα μη παρέχοντα τα κατώτατα όρια συντάξεων του Ι.Κ.Α., υποχρεούνται όπως παρέχουν εις τους συνταξιούχους των ως κατώτατα ποσά συντάξεων τα υπό του ΙΚΑ παρεχόμενα κατά κατηγορίας τοιαύτα.
Από της αυτής ημερομηνίας τ`ανωτέρω Ταμεία, εφ`όσον αι ασφαλιστικαίεισφοραί μετά των τυχόν κοινωνικών πόρων του κλάδου συντάξεων είναι ίσοι τουλάχιστον προς αυτάς του κλάδου συντάξεων του ΙΚΑ, υποχρεούνται όπως παρέχουν εις τους μισθωτούς ησφαλισμένους των, κατά κατηγορίας, τας αυτάς τουλάχιστον καθ`ύψος και έκτασινπαροχάς συντάξεων προς εκείνας τας οποίας παρέχει εκάστοτε το ΙΚΑ εις τους ησφαλισμένους του υπό τας αυτάς προϋποθέσεις.
Δια πράξεων των Διοικητικών Συμβουλίων των Ταμείων τούτων, εγκρινομένων υπό του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, δύναται ν`ανακαθορίζωνται οι ασφαλιστικαίεισφοραί, εφ`όσον το εξ αντικειμένου προκύπτονασφάλιστρον κλάδου συντάξεων, υπολογιζόμενον εκ του συνόλου των νομοθετημένων πόρων εκτός των δωρεών και των προσόδων περιουσίας, δεν υπερβαίνει το μέγιστον ασφάλιστρον κλάδου συντάξεων του ΙΚΑ”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
Άρθρον 13
Σύνθεσις τοπικών Διοικητικών Επιτροπών.
1. Οι λειτουργούσες στα υποκαταστήματα του ΙΚΑ Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές απαρτίζονται ως ακολούθως :
Α. Τοπικά και περιφερειακά υποκαταστήματα περιοχής Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης από :
α) Εναν (1) εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό των τακτικών διοικητικών ή πολιτικών δικαστηρίων ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του κράτους ή έναν διοικητικό υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βαθμό Α, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο.
β) Εναν (1) υπάλληλο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος.
γ) Εναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων, από τους υπαγόμενους στην ασφάλιση του ιδρύματος, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος και
δ) Ενα μέλος που ορίζεται από τον οικείο εργοδοτικό φορέα με το νόμιμο αναπληρωτή του.
Β. Τοπικά και περιφερειακά υποκαταστήματα υπολοίπων περιοχών της χώρας, πλην Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης από :
α) Εναν (1) εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό των τακτικών διοικητικών ή πολιτικών δικαστηρίων ή συνταξιούχο δικαστικό λειτουργό των πιο πάνω δικαστηρίων και μόνο σε περίπτωση έλλειψης ή αδυναμίας ορισμού του, από έναν (1) διοικητικό υπάλληλο με βαθμό Α, του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο.
β) Εναν (1) υπάλληλο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή εποπτευόμενου οργανισμού, πλην ΙΚΑ, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος.
γ) Εναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων, από τους υπαγόμενους στην ασφάλιση του Ιδρύματος, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος.
δ) Ενα (1) μέλος που ορίζεται από τον οικείο εργοδοτικό φορέα με το νόμιμο αναπληρωτή του.
ε Οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν.2676/1999(ΦΕΚ 1 Α`) έχουν εφαρμογή μετά τη λήξη της θητείας των μελών των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών (Τ.Δ.Ε.) του Ι.Κ.Α. που είχαν συγκροτηθεί με το προηγούμενο του ως άνω νόμου καθεστώς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.48 Ν.2676/1999 ΦΕΚ Α`1/5.1.1999 και με την παρ.5 άρθρ.10 Ν.2747/1999,ΦΕΚ Α 226 και ισχύει από της δημοσιεύσεως του Ν.2676.
2. Ο διορισμός των δικαστικών μετά των αναπληρωτών αυτών γίνεται μεθ` υπόδειξιν του Προέδρου Εφετών ή Πρωτοδικών.
Οι εκπρόσωποι των ησφαλισμένων και των εργοδοτών μετά των αναπληρωτών αυτών λαμβάνονται υποχρεωτικώς εκ πίνακος περιλαμβάνοντος διπλάσιον αριθμόν υποψηφίων υποβαλλομένου, προειμένου μεν περί εκπροσωπων των ησφαλισμένων παρά της ΓΣΕΕ, προκειμένου δε περί εκπροσώπων των εργοδοτών από κοινού παρά των οικείων τοπικών εργοδοτικών οργανώσεων.
Άρθρον 14
Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένης μετά σύμφωνον, πλήρως αιτιολογημένην, γνώμην του Δ.Σ. του Ιδρύματος, η κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος αύξησις των ορίων και τεκμαρτών ημερομισθίων των ασφαλιστικών κλάσεων δύναται να ορίζεται και από μεταγενεστέραςημρομηνίας, ουχί όμως πέραν του τριμήνου αφ`ής η αύξησις του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ`όσον και καθ`ό μέτρον διαπιστούται αδυναμία του Ιδρύματος να ανταποκριθή προς τας εκ της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου τούτου υποχρεώσεις αυτού.
Άρθρον 15
1. Εις τον Ν. 629/1977 “περί αναγνωρίσεως ως συνταξίμου χρόνου απασχολήσεως εργατοτεχνιτών οικοδόμων” επέρχονται αι κάτωθι τροποποιήσεις και προσθήκαι:
α) Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Δικαίωμα αναγνωρίσεως κέκτηνται οι κατά την προηγουμένην παράγραφον εργατοτεχνίται, οι γεννηθέντες το έτος 1947 και προγενεστέρως, ως ακολούθως:
β) Το εδάφιον δ`της παρ. 2 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
δ`) Οι υπαχθέντες εις την ασφάλισιν προ της 31. 12.60 εφ` όσον συνεπλήρωσαν 1.300 τουλάχιστον ημέρες εργασίας εν ασφαλίσει από 1.1.1956 μέχρι 31.12.1975″.
γ) Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
2. Κατ`εξαίρεσιν δια τους συμπληρούντας μέχρι της 1.7.1977 το 60όν έτος της ηλικίας των, αι αναγνωριζόμεναι ημέραι ανέρχονται εις 3.050, εφ`όσονσυνεπλήρωσαν εν τη ασφαλίσει του ΙΚΑ χιλίας (1.000) τουλάχιστον ημέρας εργασίας κατά τας διατάξεις του Κανονισμού “περί τρόπου ασφαλίσεως παρά τω Ι.Κ.Α. των απασχολουμένων εις οικοδομικάς ή τεχνικάς εν γένει εργασίας προσώπων”.
Εαν και μετά την αναγνώρισιν ταύτην δεν συμπληρούται ο δια την συνταξιοδότησιν απαιτούμενος χρόνος ασφαλίσεως, οι περί ων η παρούσα παράγραφος ησφαλισμένοι δύνανται να συνεχίσουν προαιρετικώς την ασφάλισιν εις το ΙΚΑ επί τη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών υπό του Ειδικού Λογαριασμού δώρων και αποδοχών αδείας οικοδόμων.
Τα πρόσθετα τέλη που προβλέπονται από την διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν.δ. 3762/1957, ορίζονται προκειμένου ειδικά και μόνο για τις εισφορές υπο του Ειδικού Λογαριασμού Δώρων Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (ΕΛΔΕΟ) των προσώπων που περιλαμβάνει η παρούσα παράγραφος, σε 25% για το πρώτο δεκαήμερο καθυστέρησης και στη συνέχεια κατά 5% επι πλέον για κάθε δεκαήμερο καθυστέρησης, συνολικά δε μέχρι 100% των εισφορών που οφειλονται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 1239/1982 (ΦΕΚ Α 35).
3. Αι αναγνωριζόμεναι ημέραι εργασίας, εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται μετά του πραγματικού συνολικού χρόνου ασφαλίσεως να υπερβούν τον ελάχιστον αριθμόν ημερομισθίων, τον απαιτούμενον δια την θεμελίωσιν του εις σύνταξιν δικαιώματος, ουδέ τας 200 ετησίως δια τα μετά την 1ην Ιανουαρίου 1956 έτη υπαγωγής εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ ή τα 250 δια τα πρόσωπα περί ων η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου.
Ως έτος υπαγωγής εις την ασφάλισιν δια τους αναγνωρίζοντας ημέρας εργασίας βάσει των εδαφίων α`,β`,γ`, και δ` της παραγρ.2 του άρθρου 1 λογίζεται το πρώτον έτος εκάστης πενταετίας .
δ) Εν τέλει του άρθρου 5 προστίθεται διάταξις, έχουσα ούτως:
Η καταβολή του ποσού της εξαγοράς ενεργείται κατ` επιλογήν του ησφαλισμένου είτε εφ` άπαξ είτε εις 24 μηνιαίας δόσεις.
Ο αναγνωριζόμενος χρόνος δεν δύναται να ληφθή υπ` όψει διά την θεμελίωσιν του δικαιώματος επί της συντάξεως ή τον καθορισμόν του ποσού ταύτης προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δια την εξαγοράν καθορισθέντος ποσού.
ε) Η υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 1 προβλεπομένη προθεσμία υποβολής αιτήσεως αναγνωρίσεως ημερών εργασίας παρατείνεται μέχρι 31.12.1978.
2. Δια Κανονισμού δύναται να επιβληθή εις τους εργοδότας οικοδομικών και τεχνικών εργασιών εν γένει η υποχρέωσις της συμπληρώσεως επί ειδικού στελέχους, εκδιδομένου υπό του ΙΚΑ δι` έκαστον ησφαλισμένον, απάντων των στοιχείων χρόνου απασχολήσεως του ησφαλισμένου, των εισφορών και της αμοιβής αυτού. Η συμπλήρωσις του ειδικού στελέχους λαμβάνει χώραν την τελευταίανημέραν εργασίας εκάστης εβδομάδος, επί διακοπής δε της εργασίας ενωρίτερον της τελευταίας ημέρας της εβδομάδος, κατά την ημέραν της διακοπής της εργασίας. Επί περιπτώσεων συνεχούς απασχολήσεως ησφαλισμένων εκτεινομένης πέραν του μηνός, η συμπλήρωσις λαμβάνει χώραν κατά την τελευταίαν εργάσιμον ημέραν του μηνός. Ανά ένφύλλον του ειδικού στελέχους, μετά σχετικής ανακεφαλαιωτικής καταστάσεως,δέον όπως υποβάλλεται παρά των οικειών εργοδοτών εις το αρμόδιον Υποκατάστημα του ΙΚΑ εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου του χρόνου της απασχολήσεως μηνός. Ο τύπος των φύλλων των ειδικών στελεχών και των καταστάσεων και πάσα ετέρα αναγκαία λεπτομέρεια καθορισθήσονται δια του ως άνω Κανονισμού.
Τα πρόσθετα τέλη που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 3762/1957, ορίζονται προκειμένου ειδικά και μόνο για τις εισφορές υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Δώρων Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (ΕΛΔΕΟ) των προσώπων που περιλαμβάνει η παρούσα παράγραφος, σε 25% για το πρώτο δεκαήμερο καθυστέρησης και στη συνέχεια κατά 5% επι πλέον για κάθε δεκαήμερο καθυστέρησης, συνολικά δε μέχρι 100% των εισφορών που οφείλονται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 1239/1982 (Α 35) και με το άρθρο 57 Ν.2676/1999
3. Από 1ης Απριλίου 1978, τα της αμοιβής των υπαλλήλων του Ι.Κ.Α., των απασχολουμένων εις την πληρωμήν του Δώρου Εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας εις τους εργατοτεχνίτας οικοδόμους, καθορίζονται δι`αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α., της δαπάνης βαρυνούσης τον ΕιδικόνΛογαριασμόν Δώρων Οικοδόμων.
Άρθρον 16
Εις το άρθρον 5 του Ν.Δ. 390/1960 προστίθενται αι κάτωθι διατάξεις: “Δύναται όμως, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, το Ι.Κ.Α. και ο Ο.Γ.Α. να συνιστούν βοηθητικάς δια το έργον του Κέντρου υπηρεσίας, αι οποίαι ως αντικείμενον θα έχουν την ανάλυσιν και τον προγραμματισμόν των σχετικών μηχανογραφικών εφαρμογών, ως και να διαθέτουν τας απαραιτήτους μονάδας προετοιμασίας στοιχείων σταθμών τηλεπεξεργασίας (τερματικές μονάδες) και μονάδων εισόδου και εξόδου στοιχείων.
Δύναται επίσης το ΔιοικητικόνΣυμβούλιον του Ι.Κ.Α. και του Ο.Γ.Α. να αναθέτουν εις τρίτους, κατά τας κειμένας περί προμηθειών διατάξεις τούτων, την διενέργειαν μελετών συναφών προς την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος και την επιστημονικήν εν γένει οργάνωσιν των υπηρεσιών των.
Ειδικώς την μηχανογράφησιν του συστήματος παρακολουθήσεως της ασφαλίσεως των ησφαλισμένων περί ων ο Κανονισμός “περί τρόπου ασφαλίσεως παρά τω Ι.Κ.Α. των απασχολουμένων εις οικοδομικάς και τεχνικάς εν γένει εργασίας προσώπων” και της καταβολής αυτοίς των δώρων εορτών, του επιδόματος και των αποδοχών αδείας, δύναται το ΙΚΑ, δι`αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, να αναθέτη εις ιδιωτικά γραφεία μηχανογραφήσεως”.
Άρθρον 17
Προκειμένου περί Διευθυντών Πολιτικών Κομμάτων κατά την περίοδον της Βουλής της προελθούσης εκ των γενικών εκλογών της 16ης Φεβρουαρρίου 1964 και μέχρι δύο το πολύ δι` έκαστον κόμμα προσώπων, το χρονικόν διάστημα από 21 Απριλίου 1967 έως 30 Νοεμβρίου 1974 λογίζεται χρόνος ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α.
Επίσης λογίζεται χρόνος ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α. των εις το προηγούμενον εδάφιον αναφερομένων προσώπων ο χρόνος υπηρεσίας των εις τα Πολιτικά Κόμματα κατά το χρονικόν διάστημα από 9.12.1974 μέχρι της ισχύος του παρόντος επί καταβολή των υπέρ του Κλάδου Συντάξεων του Ι.Κ.Α. προβλεπομένων εισφορών, προσηυξημένων δια των κατά τας γενικάς διατάξεις του Ι.Κ.Α. προσθέτων τελών λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής.
Δια Π.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εντός τριμήνου από της ισχύος του παρόντος, καθορισθήσονται τα της βάσεως υπολογισμού των υπέρ του Ι.Κ.Α. εισφορών, τα της αποδείξεως της υπηρεσίας των περί ων το εδάφιον 1 προσώπων, ως και πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν του παρόντος.
Ο αναγνωριζόμενος κατά τα ανωτέρω χρόνος ασφαλίσεως δεν δύναται να ληφθή υπ`όψει προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως των καταβλητέων εισφορών συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 18
Προς έκτακτον οικονομικήν ενίσχυσιν του Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος (ΤΕΒΕ), χορηγείται εις τούτο εφΆπαξ ποσόν εξακοσίων εκατομμυρίων δραχμών (600.000.000) εκ του αποθεματικού του τακτικού Προϋπολογισμού του Κράτους Οικονομικού έτους 1978.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΚΤΟΝ
Τελικαί διατάξεις.
Άρθρον 19
1. Κυρούνται και έχουν ισχύν Νόμου αφ` ης ίσχυσαν:
α) Η υπ`αριθ. Φ.21/21 οικ. 2174/6.3.71 απόφασις Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, έχουσα ούτω:
“Κατόπιν της δια του άρθρου 2 του Ν.Δ. 465/1970 προσθήκης από 1.1.1970 ΧV ασφαλιστικής κλάσεως εις την παράγραφον 2 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951 ως ετροποποιήθη και προς αντιμετώπισιν επειγούσης ανάγκης λειτουργίας του συστήματος υπολογισμού των συντάξεων ΙΚΑ μέχρι της Νομοθετικής ρυθμίσεως του θέματος εγκρίνομεν όπως δια τον υπολογισμόν του ποσού της συντάξεως ησφαλισμένων ανηκόντων κατά τον άρθρον 37 του Α.Ν. 1846/1951 εις την ΧV κλάσιν, ισχύωσι τα κατωτέρω ποσοστά, συμπληρουμένων των πινάκων Α`καιΒ`του άρθρου 29 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/51 ως αντικατεστάθη υπό της παράγραφου 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 4104/1960
ΠΙΝΑΞ Α` (Βασικόν ποσόν)
Μισθολογικαί Κλάσεις Ποσοστόν
XV 27%
ΠΙΝΑΞ Β` (Προσαυξήσεις)
Μισθολογικαί Κλάσεις Ποσοστόν
XV 1% 3.300 εως 7.700
2,6% 7.800 και ανω
Δια την νομοθετικήνκύρωσιν της παρούσης θέλουμεν μεριμνήσει εν καιρώ”.
β) Η υπ`αριθ. 21/7/οι. 4210/1973 απόφασις Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών “περί αυξήσεως των υπό του ΙΚΑ καταβαλλομένων συντάξεων (ΦΕΚ 874, τεύχος Β` της 28.7.1978), ως συνεπληρώθη διά της υπ` αριθ. 21/7/6331/1973 ομοίας (ΦΕΚ 1435, τεύχος Β` της 2.12.73.
γ) Το υπ`αριθ. 201/1973 Προεδρικόν Διάταγμα “περί αυξήσεως των υπό του ΙΚΑ καταβαλλομένων συντάξεων (ΦΕΚ 193, τ. Α` της 28.8.73), ως συνεπληρώθη δια του υπ`αριθ. 229/1974 ομοίου (ΦΕΚ 82 τ. Α` της 28.8.1974).
δ) Η υπ`αριθ. 21/7/926/1974 απόφασις Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών “περί αυξήσεως των υπό του ΙΚΑ καταβαλλομένων συντάξεων (ΦΕΚ 240 τ. Β`της 28.2.1974) ως συνεπληρώθη δια της υπ`αριθ 21/7/οικ. 3204/1974 ομοίας (ΦΕΚ 1125 τ. Β`της 8.11.1974).
ε) Η υπ`αριθ. 45922/281/20.5.1967 απόφασις Υπουργού Εργασίας “περί τροποποιήσεως της παραγράφου 5 του άρθρου 3 και της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του Κανονισμού Νοσοκομειακής Περιθάλψεως του ΙΚΑ” (ΦΕΚ 350 τ. Β`της 30.5.1967).
στ) Η υπ`αριθ. 416/4156/27.11.1975 απόφασις Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 1481/20.12.1975 τ. Β`) “περί τροποποιήσεως της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Κανονισμού Νοσοκομειακής Περιθάλψεως του ΙΚΑ”.
ζ) Η υπ`αριθ. 416/2013/12.7.74 απόφασις του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 726/19.7.74 τ. Β`) “περί τροποποιήσεως του Κανονισμού Νοσοκομειακής Πειθάλψεως του ΙΚΑ”.
η) Η υπ`αριθ. Β1/21/21/742/29.11.76 απόφασις του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 1439/30.11.76 τ. Β`) “περί αυξήσεως κατωτάτων ορίων συντάξεων ΙΚΑ”.
θ) Η υπ`αριθ. Β1/21/21/2554/20.8.77 απόφασις του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 820/27.8.77τ. Β`) “περί αυξήσεως κατωτάτων ορίων συντάξεων ΙΚΑ”.
ι) Η υπ`αριθ. 3292/1.8.1978 απόφασις του Υφυπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, έχουσα ούτω:
“1. Αι καθυστερούμεναιασφαλιστικαίεισφοραί προς του Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής, αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ως και αι ληξιπρόθεσμοι δόσεις του Ν. 38/1975, αι αναγόμεναι εις το από 1.3.1975 – 30.4.1978 χρονικόν διάστημα μετά των προσθέτων τελών, τόκων και λοιπών προσαυξήσεων, ως και οι αναγόμεναι εις το από 1.5.1978 – 30.6.1978 χρονικόν διάστημα άνευ προσθέτων τελών, τόκων και λοιπών προσαυξήεων, κεφαλαιοποιούμεναι εξοφλούνται εις εξ ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης τούτων καταβλητέας μέχει 30.9.1978.
2. Εις την ανωτέρω ρύθμισιν υπάγονται α) αι πάσης φύσεως επιχειρήσεις, αίτινες έχουν επαγγελματικήνεγκατάστασιν εις τον Νομόν Θεσσαλονίκης και την επαρχίανΝιγρίτης Νομού Σερρών, ανεξαρτήτως υπάρξεως ζημιών εις τας επαγγελματικάς των εγκαταστάσεις και β) ιδιώταικατοικούντες εις τας ανωτέρω περιοχάς των οποίων αι οικίαι υπέστησαν ζημίας.
Η ύπαρξις της ζημίας θα αποδεικνύεται εκ βεβαιώσεως του αρμοδίου Νομομηχανικού ή υπευθύνου δηλώσεως του Ν.Δ. 105/1969 του ενδιαφερομένου.
3. Η μη εμπρόθεσμος καταβολή δόσεώςτινος συνεπάγεται απώλειαν του δια της παρούσης παρεχομένου ευεργετήματος, καθίσταται δε εξ ολοκλήρου απαιτητόν το σύνολον των οφειλών μετά των κατά τας κειμένας διατάξεις αναλογούντων προσθέτων τελών, τόκων και λοιπών προσαυξήσεων.
4. Ως ασφαλιστικαίεισφοραί, δια την εφαρμογήν της παρούσης, νοούνται αι εισφοραίησφαλισμένου και εργοδότου ως και αι εισφοραί αυτοτελώς εργαζομένων, δι` υποχρεωτικήν ή προαιρετικήνασφάλισιν εις πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και πολιτικής (κυρίας Ασφαλίσεως, Επικουρικής Ασφαλίσεως, Αρωγής, Ασθενείας,Προνοίας) αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
5. Η κατά τα ανωτέρω διευκόλυνσις παρέχεται, εφ` όσον οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετικήν προς τούτο αίτησιν εις τον αρμόδιονασφαλιστικόν φορέα μέχρι 15.9.1978.
6. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Άρθρον 20
Δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, δύναται να κωδικοποιηθούν εις ενιαίονκείμενον αι ισχύουσαι περί του Ι.Κ.Α. διατάξεις.
Κατά την κωδικοποίησιν ταύτην επιτρέπεται νέα αρίθμησις των άρθρων, διάφορος κατάταξις των παραγράφων και εδαφίων αυτών, σχηματισμός νέων άρθρων εκ τμημάτων υπαρχόντων, παράλειψις των μη ισχυουσών διατάξεων και εν γένει πάσα διαρρύθμισις των ισχυουσών περί του Ι.Κ.Α διατάξεων, άνευ όμως αλλοιώσεως της εννοίας αυτών.
Άρθρον 21
Μέχρις εκδόσεως, κατά την οριζομένηνδιαδικασίαν υπό του άρθρου 13 του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 3716/1957, των υπό του παρόντος προβλεπομένων Κανονισμών, ισχύουν αναλόγως αι διατάξεις των ήδη ισχυόντων Κανονισμών, εφ`όσον δεν αντίκεινται εις τον παρόντα νόμον.
Άρθρον 22
Εναρξις ισχύος.
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται, εφ`όσον δεν ορίζεται άλλως εις τας κατ` ιδίας διατάξεις, από της πρώτης του μεθεπομένου, από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μηνός.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 09 Νοεμβρίου 1978
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ