Νόμος 702 ΦΕΚ Α΄268/19.9.1977
Περί υπαγωγής, υποθέσεων εις τα διοικητικά δικαστήρια, αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και καταργήσεως διατάξεων του Ν.Δ. 170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας” .

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1

1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν:
α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
β) την εισαγωγή και κατάσταση γενικά μαθητών των παραγωγικών σχολών των υπαλλήλων της περίπτωσης α` του παρόντος και τις μεταβολές της κατάστασης των εφέδρων αξιωματικών,
γ) την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το συνδέει, καθώς και την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου όπου η πρόσληψη αυτή γίνεται με βάση ειδική διοικητική διαδικασία.
δ) την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους,
ε) την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων, το προσωπικό γενικά των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων και την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας.
Σημ.: όπως οι περ.γ΄και ε΄αντικαταστάθηκαν με τις παρ.1 και 2αντίστοιχα άρθρου 49 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).
(στ) την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρούμενων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών),
Σημ.: όπως η περ. στ`ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1ης Ιανουαρίου 2002 με την παρ.2 άρθρ.1 ΠΝΠ της 21.12.2001,ΦΕΚ Α 288/21.12.2001.
ζ) την τακτοποίηση, προσκύρωση και αναλογισμό αποζημίωσης ακινήτων, καθώς και την εφαρμογή πολεοδομικών μελετών,
η) το χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαιρέτων, ανεξαρτήτως της νομοθεσίας κατ` εφαρμογή της οποίας έγινε ο χαρακτηρισμός, και την εξαίρεση τους από την κατεδάφιση. Επίσης, την αυθαίρετη μεταβολή χρήσης και την επιβολή προστίμων αυθαιρέτων.
Σημ.: όπως η περ.η΄αντικαταστάθηκε  με την παρ.3 άρθρου 49 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).
θ) την έκδοση οικοδομικών αδειών και αδειών για την κοπή δένδρων, καθώς και τη σύνδεση οικοδομών με κάθε είδους δίκτυα.
ι) την έκδοση αδειών υπαίθριων διαφημίσεων και επιγραφών, καθώς και την αφαίρεση παράνομων υπαίθριων διαφημίσεων και επιγραφών και την επιβολή σχετικών προστίμων.
Σημ.: όπως η περ.ι΄προστέθηκε με την παρ.4 άρθρου 49 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 (έναρξη ισχύος από 8.6.2008).
ια) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πλην εκείνων που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τους, οι οποίες παραμένουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν θίγονται οι διατάξεις, με τις οποίες διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας,
ιβ) τη χορήγηση αδειών:
1) για την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας,
2) για την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικών εγκαταστάσεων, και
3) για την κυκλοφορία προϊόντων.
Από τις παραπάνω διαφορές εξαιρούνται όσες έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας,
ιγ) την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας,
ιδ) το χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α`) και την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του ίδιου νόμου, και
ιε) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, δικαστικών επιμελητών, επιμελητών ανηλίκων, ορκωτών ελεγκτών – λογιστών, εκτελωνιστών και χρηματιστών.”
Σημ.: όπως οι περ.ια` έως και ιε΄προστέθηκαν με το άρθρο 47 παρ.1 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιαναουαρίου 2011.
ιστ) την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 13 του ν. 3448/ 2006 για την ανοικτή διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων του δημόσιου τομέα.
Σημ.: όπως η περίπτωση ιστ΄προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.2 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014.

2. Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν:
α) το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών και του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
β) το διορισμό και την παύση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας της ανώτατης εκπαίδευσης (πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα),
γ) το διορισμό και την παύση των μετακλητών ή επί θητεία ανωτάτων υπαλλήλων,
δ) την προαγωγή στο βαθμό του Πρέσβη,
ε) την πλήρωση των θέσεων του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, των Αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των Αρχηγών των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και την αποστρατεία τους,
στ) την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή ή την ανάθεση καθηκόντων για ορισμένο χρόνο κατόπιν επιλογής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
ζ) την απόλυση υπαλλήλου, εφόσον η αίτηση ακυρώσεως είναι συναφής με προσφυγή κατ` αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου που έχει επιβάλει ποινή οριστικής παύσης,
η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 29 Ν.2721/1991,παρ.1 άρθρου 1 Ν.2944/2001 και με την παρ. 3 άρθρου 49 3659/2008, αντικαταστάθηκε  με το άρθρο 47 παρ.2 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιαναουαρίου 2011.

3. Εις την κατά την παρ. 1 αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου δεν υπάγονται αι κατά την παρ. 4 εδάφιον τρίτον, του άρθρου 103 του Συντάγματος προσφυγαί.
Σημ.: όπως η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρ.4 Ν.2944/2001, ΦΕΚ Α 222/8.10.2001.

4. Διά Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνονγνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύναται να υπαχθή εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια η εκδίκασις κατά πρώτον βαθμόν και άλλων κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής δικαιοδοσίας).
Σημ.: όπως η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ από την 1η Ιανουαρίου 2011,με τη περ.στ΄ άρθρου 69 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.

Άρθρον 2

1.Εάν το διοικητικόνεφετείονκρίνη ότι η αίτησις ακυρώσεως δεν είναι εκ των κατά το άρθρον 1 του παρόντος υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτού, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον, αποφασίζει περί της αρμοδιότητος, κρίνον δε ότι η υπόθεσις είναι της αρμοδιότητος του διοικητικού εφετείου δύναται ή να την αναπέμψη ή να την κρατήση και δικάση αυτήν κατ` ουσίαν.

2.Εάν διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλωνταιπλείονες πράξεις, ως προς τινας μόνον των οποίων είναι καθ`ύληναρμόδιον το διοικητικόνεφετείον, τούτο δικάζει την αίτησιν ακυρώσεως διά την υπαγομένην εις την αρμοδιότητα αυτού πράξιν ή πράξεις και παραπέμπει την αίτησιν διά τα λοιπά, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας. Κατ`εξαίρεσιν, εάν συμπροσβάλλωνται κανονιστική και ατομική πράξις, ή αίτησις ακυρώσεως απορρίπτεται καθ` ο μέρος στρέφεται κατά της κανονιστικής πράξεως.

3. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνη ότι η εισαχθείσα εις αυτό αίτησις ακυρώσεως δεν είναι εκ των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτού, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το αρμόδιονδιοικητικόνεφετείον.

4. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνη ότι ένιαι εκ των προσβαλλομένων διά της εισαχθείσης εις αυτό αιτήσεως ακυρώσεως πράξεων δεν είναι εκ των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτού, δύναται ή να δικάση την αίτησιν ακυρώσεως, διά την υπαγομένην εις την αρμοδιότητα του πράξιν ή πράξεις, και να παραπέμψη κατά τα λοιπά εις το αρμόδιονδιοικητικόνεφετείον ή συντρέχοντος σπουδαίου τινός λόγου, να δικάση εξ ολοκλήρου την αίτησιν ακυρώσεως.

Άρθρον 3

1. Αρμόδιον κατά τόπον διά την εκδίκασιν των κατά τα ανωτέρω αιτήσεων ακυρώσεως, είναι το διοικητικόνεφετείον εις την περιφέρειαν του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλομένηνπράξιν διοικητική αρχή.
Οι παραπάνω αιτήσεις ακυρώσεως μπορούν να ασκηθούν και στο διοικητικό εφετείο του τόπου στον οποίο υπηρετεί ή εκπαιδεύεται ή απασχολείται ο αιτών. Η προτεραιότητα μεταξύ των δικαστηρίων καθορίζεται από το χρόνο άσκησης της αίτησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.5 Ν.2408/1996 (Α 104).

2. Επί πράξεως εκδοθείσης κατόπιν απλής ιεραρχίας ή ενδικοφανούς προσφυγής, η αρμοδιότης του διοικητικού εφετείου καθορίζεται επί τη βάσει της υποκειμένης εις την προσφυγήν ταύτην πράξεως.

3. Εάν διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλωνταιπλείονες πράξεις, συναφείς μεν πλην ανήκουσα εις την αρμοδιότητα διαφόρων διοικητικών εφετείων, αρμόδιον διά την εκδίκασιν καθίσταται εκείνο εκ των ανωτέρω δικαστηρίων ενώπιον του οποίου εισήχθη το ένδικον μέσον.

4. Εάν διά πλειόνων αιτήσεων ακυρώσεως προσβάλλωνταιπλείονες πράξεις συναφείς μεν, πλην ανήκουσαι εις την αρμοδιότητα διαφόρων διοικητικών εφετείων, αρμόδιον διά την εκδίκασιν καθίσταται εκείνο εκ των δικαστηρίων τούτων ενώπιον του οποίου εισήχθη το πρώτον το ένδικον μέσον.

5. Εάν το διοικητικόνεφετείονκρίνη ότι είναι κατά τόποναναρμόδιον, καθορίζει το αρμόδιονδικαστήριον εις το οποίον παραπέμπει την υπόθεσιν. Η απόφασις του παραπέμποντος δικαστηρίου δεν υπόκειται εις έφεσιν και είναι υποχρεωτική διά το εις ο η παραπομπή δικαστήριον.

Άρθρον 4

1. Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον παρόντα νόμον επί αιτήσεων ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι αφορώσαι εις το ένδικον τούτο μέσον διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας”,ως εκάστοτε ισχύουν με τας ακολούθους τροποποιήσεις:
α. Οπου εν αυταίς αναφέρεται το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Πρόεδρος, τα μέλη ή η Γραμματεία αυτού νοείται το οικείονδιοικητικόνεφετείον, ο Προέδρος αυτού, οι εφέται και η Γραμματεία αυτού.
β) Στα διοικητικά εφετεία όπου υπηρετούν περισσότεροι από ένας πρόεδροι, ο προϊστάμενος του διοικητικού εφετείου κατανέμει τις υποθέσεις μεταξύ των τμημάτων. Ο πρόεδρος του τμήματος με πράξη του ορίζει για κάθε υπόθεση εισηγητή έναν από τους εφέτες του τμήματός του καθώς και τη δικάσιμο που σημειώνεται στο πινάκιο και παραγγέλλει την ανακοίνωση της δικογραφίας στον εισηγητη. Ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί οποτεδήποτε, αν κωλύεται ο εισηγητής που ορίστηκε, να τον αντικαταστήσει με άλλον και προφορικώς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν.1805/1988 (Α 199).
γ) Με εντολή του προέδρου του τμήματος, αντίγραφο του δικογράφου του ένδικου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και της πράξης της προηγούμενης περίπτωσης, κοινοποιείται με φροντίδα της γραμματείας του τμήματος, είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, στα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του ν.δ. 17Ο/1973 (ΦΕΚ 229), όπως ισχύει. Αν συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση, ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί να συντέμνει την πιο πάνω προθεσμία.
Σημ.: όπως η περίπτ.γ` της παρ.1 προστέθηκε ως άνω με το άρθρο 23 του Ν.1805/1988 (Α 199).
δ. Η κατά το άρθρον 21 παρ. 2 του Ν.Δ. 170/1973 κοινοποίησις του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της κατά το άρθρον 52 της παρ. 3 αιτήσεως αναστολής, μετά της πράξεως ορισμού εισηγητού και δικασίμου, γίνεται και προς την εκδούσαν την πράξιν αρχήν.
Σημ.: όπως η περίπτ. δ` της παρ.1 έλαβε αυτή την αρίθμηση με το άρθρο 23 του Ν.1805/1988 (Α 199).
ε. Κατά την επ`ακροατηρίου συζήτησιν οι ιδιώται διάδικοι παρίστανται διά δικηγόρου παρ` Εφέταις.

Σημ.: όπως η περίπτ. ε` της παρ.1 έλαβε αυτή την αρίθμηση με το άρθρο 23 του Ν.1805/1988 (Α 199).
στ) Για τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 275 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Σημ.: όπως η περ.στ` προστέθηκε με το άρθρο 50 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008, ο οποίος ισχύει από 8.6.2008.
ζ. Η επίδοση αποφάσεων με επιμέλεια του Δικαστηρίου, όπου αυτή προβλέπεται, γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Σημ.: όπως η περ.ζ΄προστέθηκε με τη παρ.3 άρθρου 67 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.Εναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2011.

2. Η κατά το άρθρον 52 του Ν.Δ. 170/1973 αίτησις περί αναστολής εκτελέσεως της επί ακυρώσει προσβληθείσης πράξεως κρίνεται υπό του διοικητικού εφετείου εν συμβουλίω.

Άρθρον 5

1. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5Α, σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής.
Σημ.: όπως η παρ.1 αντικαταστάθηκε  με το άρθρ.2 Ν.2944/2001,ΦΕΚ Α 222/8.10.2001.

2.Εφεσιν δύναται να ασκήσουν εντός εξηκονθημέρου προθεσμίας αρχομένης από της επομένης της επιμελεία του διαδίκου κοινοποιήσεως της αποφάσεως, πάντως δε εντός έτους από της δημοσιεύσεως αυτής, οι κατά την πρωτόδικονακυρωτικήν δίκην διάδικοι

3. Δευτέρα έφεσις παρά του αυτού διαδίκου κατά την αυτής αποφάσεως, ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον, δεν επιτρέπεται. Ωσαύτως αποκλείεται η άσκησιςαντεφέσεως.

4. Το δικόγραφον της εφέσεως πρέπει να περιέχη, εκτός των στοιχείων παντός δικογράφου, μνείαν της προσβαλλομένης αποφάσεως, σαφείς και συγκεκριμένους λόγους εφέσεως και αίτημα.

5. Η έφεσις ασκείται διά καταθέσεως του δικογράφου εις την γραμματείαν του εκδόντος την εκκαλουμένηναπόφασιν δικαστηρίου. Περί της καταθέσεως συντάσσεται έκθεσις εις ίδιον βιβλίον, υπογραφομένη και υπό του καταθέτοντος. Η έφεσις διαβιβάζεται αμελλητί μετά του οικείου φακέλου μερίμνη του Γραμματέως, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.

6. Η προθεσμία προς άσκησιν εφέσεως και η άσκησις του ενδίκου τούτου μέσου δεν επάγονται αναστολήν της εκτελέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως.

7. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως υποβάλλονται μόνον δι`ιδίου δικογράφου, κατατιθεμένου εν πρωτοτύπω εις την Γραμματείαν του Συμβουλίου της Επικρατείας και κοινοποιουμένου, επί ποινή απαραδέκτου, δέκα πέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως επιμελεία του εκκαλούντος, προς τον εφεσίβλητον. Η παρ. 6 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 170/1973 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν.

8. Εις την κατ` έφεσιν δίκην επιτρέπεται η το πρώτον άσκησις παρεμβάσεως.

9. Η έφεσις αναφέρεται αποκλειστικώς εις σφάλματα της πρωτοδίκου αποφάσεως. Εάν ευρεθή βάσιμος λόγος εφέσεως η εκκαλουμένη απόφασις εξαφανίζεται και το Συμβούλιον της Επικρατείας δικάζει επί της αιτήσεως ακυρώσεως. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας, κρίνηαπορριπτέαν αίτησιν ακυρώσεως, η οποία είχε γίνη δεκτή υπό του διοικητικού εφετείου, αναβιοί αναδρομικώς από της εκδόσεως της η διά της πρωτοδίκου αποφάσεως ακυρωθείσα πράξις.

10. Επί εφέσεως δύναται να χορηγηθή κατά το άρθρον 52 του Ν.Δ. 170/1973 αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης επί ακυρώσει διοικητικής πράξεως.

11. Επί εφέσεως εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά αι αφορώσαι εις το ένδικον μέσον της αιτήσεως ακυρώσεως διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973, ως εκάστοτε, ισχύουν.

Άρθρον 5α
Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α`, β`, γ`, δ`, ε`, ια` και ιγ` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση.
Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν:
α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
β) τη μονιμοποίηση και την απόταξη των στρατιωτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των Σωμάτων Ασφαλείας,
γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση των μαθητών των παραγωγικών σχολών της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου,
δ) το διορισμό και την παύση των αναπληρωτών καθηγητών, επίκουρων καθηγητών, λεκτόρων και καθηγητών εφαρμογών της ανώτατης εκπαίδευσης, και
ε) την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής.
Σημ.: όπως το άρθρο 5Α,το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρ.3 Ν.2944/2001,ΦΕΚ Α 222 και αντικατασταθεί με την παρ.6 άρθρου 49 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α77,αντικαταστάθηκε πάλιμε το άρθρο 47 παρ.3 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιαναουαρίου 2011.

Άρθρον 6

1. Επί μίαν διετίαν, δυναμένην να παραταθήδι`εν εισέτι έτος δι`αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης μετά πρότασιν της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας από της ενάρξεως της εκδικάσεως των εν άρθρω 1 παρ. 1 και 4 του παρόντος νόμου υποθέσεων των διοικητικών δικαστηρίων των τριμελούς συνθέσεως διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραίως δικαζόντων επί αιτήσεων ακυρώσεως προεδρεύουν Σύμβουλοι της Επικρατείας, οριζόμενοι δι`αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ασκούντες παραλλήλως τα κύρια αυτών καθήκοντα. Εις τα καθήκοντα του Προεδρεύοντος Συμβούλου περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός της δικασίμου και του εισηγητού της υποθέσεως.

2. Της κατά τα ανωτέρω συνθέσεως δύναται να μετέχουν και οι πρόεδροι εφετών ως μέλη.

Άρθρον 7

1. Εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αι αναφυόμεναι εκ της αναγνωρίσεως παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος, ή ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει, τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης διά διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας:
α) Περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθ`όσον αφορά εις τας εν γένει ασφαλιστικάς σχέσεις μεταξύ των φορέων και των ησφαλισμένων ή των εργοδοτών των, ιδία δε αι διαφοραί περί την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν και την διάρκειαν ταύτης, τας καταβλητέας εισφοράς υπό εργοδοτών και ησφαλισμένων και τας πάσης φύσεως παροχάς υπό του φορέως.
β) Περί προστασίας εν γένει αναπήρων και θυμάτων πολέμου, πολεμοπαθών, αγωνιστών εθνικής αντιστάσεως εφέδρων παλαιών και νέων πολεμιστών, αστών προσφύγων παραπηγματούχων, σεισμοπαθών και πληγέντων εκ θεομηνίων.
γ) Περί λαϊκής στέγης, εργατικής κατοικίας και ανταλλαξίμων ακινήτων.
δ) Περί αποκαταστάσεως γεωργών και κτηνοτρόφων.
ε) Για την υγειονομική περίθαλψη των υπαλλήλων, των λοιπών ασφαλισμένων του Δημοσίου και των μελών των οικογενειών τους και
Σημ.: όπως η περ.ε`προστέθηκε με την παρ.2 εδ`α` άρθρ.29 Ν.2721/1999, ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.

2. Αι εκδιδόμεναι κατ`εφαρμογήν νομοθεσίας εκ των αναφερομένων εις την προηγουμένην παράγραφον εκτελεσταί ατομικαί πράξεις ή κατά το άρθρον 45 παρ. 5 του Ν.Δ 170 του 1973 παραλείψεις διοικητικών αρχών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπόκεινται εις προσφυγήν ενώπιον του κατά την προηγουμένηνπαράγραφον δικαστηρίου, κρίνοντος κατά τον νόμον και την ουσίαν και δυναμένου να ακυρώση ή τροποποιήση αυτάς.

3. Εάν εις την νομοθεσίαν, κατ`εφαρμογήν της οποίας εξεδόθη η πράξις της διοικητικής αρχής προβλέπεται η δυνατότης ασκήσεως ενδικοφανούς μέσου, συνεπαγομένου έλεγχον της πράξεως νόμω τε και ουσία ενώπιον της αυτής ή ιεραρχικώς προϊσταμένης αρχής ή ειδικώς κατεστημένου οργάνου, η ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσφυγή ασκείται μόνον κατά της εκδιδομένης επί του ενδικοφανούς τούτου μέσου πράξεως.

4. Η προσφυγή ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον εντός προθεσμίας εξήκοντα ημερών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως ή δημοσιεύσεως, οσάκις τοιαύτη νομίμως επιβάλλεται, της προσβαλλομένης πράξεως ή, άλλως, αφ`ης έλαβε πλήρη γνώσιν ταύτης ο αιτών, επί δε παραλείψεων, από της παρελεύσεως της κατά το άρθρον 45 παρ. 5 του Ν.Δ. 170 του 1973 προθεσμίας.

5. Διοικητικαίδιαφοραί εξ αγωγών περί αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ένεκα παρανόμων πράξεων των οργάνων αυτών, εκδιδομένων κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας περί των εν παραγράφω 1 θεμάτων ή παραλείψεων αυτών, υπάγονται εφεξής εις την αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων.

6. Αρμόδιον κατά τόπον διά την εκδίκασιν των ανωτέρω προσφυγών και αγωγών δικαστήριον είναι το ΔιοικητικόνΠρωτοδικείον εις την περιφέρειαν του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλομένηνπράξιν διοικητική αρχή. Επί προσβολής πράξεως εκδοθείσης επί απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής ή παραλείψεως εκδόσεως αποφάσεως επ`τοιαύτης προσφυγής, η αρμοδιότης του Διοικητικού Πρωτοδικείου καθορίζεται επί τη βάσει της προσβληθείσηςδι`απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής πράξεως.

Άρθρον 8

1. Οι αποφάσεις για τις κατά το προηγούμενο άρθρο διαφορές υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου τριμελούς διοικητικού εφετείου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

2. Για την εκδίκαση της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε σε προσφυγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 60 έως 64 του π.δ. 341/1978, 166, 167, 168, παρ. 2, 3 και 6, 170, 172, 173, και 174 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όπως σήμερα ισχύει, και των άρθρων 14 και 15 του π.δ. 458/1985.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, ΦΕΚ Α 230.

3. Οι λόγοι αναιρέσεως, τα της διαδικασίας και της εν γένει δικονομίας προς εκδίκασιν των κατά τας προηγουμένας παραγράφους προσφυγών, αγωγών και εφέσεων θέλουσικαθορισθή διά Π.Διατάγματος, εκδοθησομένου τη προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρον 9
Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του υπ`αριθ. 170/1973 Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Ο Προϊστάμενος της Γραμματείας διευθύνει τας εργασίας ταύτης και εκτελεί καθήκοντα Γραμματέως της Ολομελείας και του Δ`Τμήματος. Ασκεί προσέτι άμεσονεποπτείαν επί του προσωπικού της Γραμματείας και των καθαριστριών”.

Άρθρον 10
Το άρθρον 7 του αυτού ως άνω Ν.Δ./τος αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρον 7.-
Ολομέλεια – Τμήματα. ”
1. Το Συμβούλιον ασκεί τας αρμοδιότητας αυτού διά της Ολομελείας και των Τμημάτων.
2. Τα Τμήματα ορίζονται εις τέσσαρα (Α`, Β`,Γ` και Δ`)”.

Άρθρον 11
Το άρθρον 8 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 8.
ΣύνθεσιςΟλομελείας.
1. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου, συνεδριάζουσα δημοσία συντίθεται εκ του Προέδρου, εκ δέκα τουλάχιστον Συμβούλων και δύο Παρέδρων, ως και του Γραμματέως. Προσερχομένων πλειόνων των ένδεκα μελών, αποχωρεί ο νεώτερος Σύμβουλος ή, αν ούτος είναι και εισηγητής της δικαζομένης υποθέσεως, ο αμέσως προ αυτού, προς διατήρησιν του αριθμού περιττού.
2. Η Ολομέλεια συνέρχεται εν συμβουλίω κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου, συντιθεμένη εκ πάντων των μελών του Συμβουλίου, πλην των κωλυομένων, παρισταμένου πάντως τουλάχιστον του ημίσεος πλέονος ενός του όλου αριθμού αυτών. Ο αριθμός των μετεχόντων μελών του Συμβουλίου δέον να διατηρήται περιττός, εφαρμοζομένου του τελευταίου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου. Κατά τας περιστάσεις, εκτιμωμένας υπό του Προέδρου, δύνανται να κληθούν όπως μετάσχουν της συνεδριάσεως και Πάρεδροι μετά γνώμης συμβουλευτικής, ως και ο Γραμματεύς. Εις ην περίπτωσιν δεν παρίσταται ο Γραμματεύς, τα πρακτικά τηρούνται υπό του τυχόν ορισθέντος εισηγητού άλλως υπό του νεωτέρου των μετεχόντων Συμβούλων ή Παρέδρων”.

Άρθρον 12
Εις το άρθρον 9 του αυτού ως άνω Ν.Δ. προστίθεται παράγραφος, υπ`αριθ. 3 έχουσα ως ακολούθως:
“3. Η Ολομέλεια δύναται να αποφασίζη και περί κατανομής των Εισηγητών εις τα Τμήματα”.

Άρθρον 13
Το άρθρον 10 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 10.
Σύνθεσις Τμημάτων.
1. Εκαστον Τμήμα, συνεδριάζον δημοσία, συντίθεται εκ του Προέδρου αυτού, 4 Συμβούλων, 2 Παρέδρων και του Γραμματέως.
2. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετασύμφωνονγνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου, δύναται να προβλεφθήσύνθεσις εκάστου των Τμημάτων εκ 3 μελών, 2 Παρέδρων, ως και του Γραμματέως, προς εκδίκασιν κατηγοριών υποθέσεων, καθοριζομένων διά του αυτού Διατάγματος.
3. Προκειμένης επεξεργασίας των διαταγμάτων, κατά το άρθρον 15, το οικείον Τμήμα συντίθεται εκ του Προέδρου αυτού, 2 τουλάχιστον Συμβούλων και 2 τουλάχιστον Παρέδρων ως και του Γραμματέως. Εν πάση περιπτώσει, ο αριθμός των μετεχόντων συμβούλων, περιλαμβανομένου και του Προέδρου διατηρείται περιττός.
4. Τμήμα, καλούμενον κατά τας κειμένας διατάξεις να αποφανθή ή γνωμοδοτήση εν συμβουλίω συντίθεται εκ του Προέδρου αυτού και τεσσάρων Συμβούλων, οριζομένων, μετ`ισαρίθμων αναπληρωτών, διά πράξεως του Προέδρου του κατά Δεκέμβριον εκάστου δευτέρου έτους, της θητείας αυτών αρχομένης από της 1ης Ιανουαρίου του αμέσως επομένου έτους. Κατά τας περιστάσεις, εκτιμωμένας υπό του Προέδρου του Τμήματος, δύναται να κληθή όπως μετάσχη της συνεδριάσεως και ο Γραμματεύς του Τμήματος. Μη παρισταμένου Γραμματέως τα πρακτικά τηρούνται, κατά τα εν άρθρω 8 παρ. 2 οριζόμενα”.

Άρθρον 14
Το άρθρον 11 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 11
ΔικαστικαίΔιακοπαί
.-1. Από της 1ης Ιουλίου μέχρι και της 15ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους διακόπτονται αι τακτικαίεργασίαι του Συμβουλίου καθίσταται δε Τμήμα Διακοπών, το οποίον επεξεργάζεται τα διατάγματα, αποφαίνεται επί των αιτήσεων αναστολής και εκδικάζει τας υποθέσεις, αι οποίαιήθελον κριθή κατεπείγουσαι διά πράξεως του Προέδρου του ιδίου Τμήματος. Των διακοπών, πλην των μελών του Συμβουλίου, μετέχουν και οι Πάρεδροι μετά των Εισηγητών.
2. Εάν ο αριθμός των υπηρετούντων εις το Τμήμα Διακοπών Συμβούλων δεν επαρκή διά την συγκρότησιν του αρμοδίου προς εκδίκασιν της κατεπειγούσης υποθέσεως σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, καλούνται υπό του Προέδρου του Τμήματος προς συμπλήρωσιν του νομίμου αριθμού τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου, αδιακρίτως.
3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι περί δικαστικών διακοπών κείμεναι διατάξεις”.

Άρθρον 15
Το άρθρον 13 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος καταργείται.

Άρθρον 16
Το άρθρον 14 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 14.
Αρμοδιότης Ολομελείας και Τμημάτων.
1. Διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνονγνώμην της Ολομελείας του Συμβουλίου, καθορίζονται αι υπαγόμεναι εις την αρμοδιότητα εκάστου των Τμημάτων Α`,Β`,Γ` και Δ`, κατηγορίαι υποθέσεων.
2. Η Ολομέλεια είναι αρμοδία:
α) Επί πάσης υποθέσεως και εισαχθείσης έτι ενώπιον Τμήματος, την οποίαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ήθελεν εισαγάγει ενώπιον αυτής, λόγω μείζονος σπουδαιότητος, προκειμένου, ιδίως, περί θεμάτων γενικωτέρας σημασίας, της εισηγήσεως ανατιθεμένης εις Σύμβουλον.
β) Επί ζητήματος ή υποθέσεως, η οποία ήθελε παραπεμφθή ενώπιον αυτής δι`αποφάσεως Τμήματος υπό τριμελή ή πενταμελή σύνθεσιν, διά τους λόγους του προηγουμένου εδαφίου. Η παραπεμπτική απόφασις επέχει θέσιν εισηγήσεως, την οποίαν αναπτύσσει ο διά της αυτής αποφάσεως οριζόμενος Σύμβουλος
γ) Επί υποθέσεως παραπεμπομένης εις ταύτην κατά την παράγραφον 6 του παρόντος.
3. Η Ολομέλεια, επιλαμβανομένη κατ`εφαρμογήν του εδαφίου β` της προηγουμένης παραγράφου, δύναται, επιλύουσα τα γενικωτέρας σημασίας θέματα, να εκδικάση εξ ολοκλήρου την υπόθεσιν ή να παραπέμψη ταύτην προς εκδίκασιν εις το αρμόδιον Τμήμα.
4. Τμήμα φερόμενον ως προς την ουσιαστικήν συνταγματικότητα ή την έννοιαν τυπικού νόμου, εις λήψιν αποφάσεως διαφόρου προς απόφασιν του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραπέμπει την υπόθεσιν εις την Ολομέλεια η οποία δύναται ν` αποφανθή περαιτέρω κατά την προηγουμένηνπαράγραφον 3, εφ`όσον δεν συντρέχει περίπτωσις παραπομπής εις το κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος ΑνώτατονΕιδικόνΔικαστήριον.
5. Ο Πρόεδρος του Τμήματος διά πράξεώς του δύναται να εισαγάγη ή το Τμήμα υπό τριμελή σύνθεσιν δύναται να παραπέμψη την υπόθεσιν, λόγω σπουδαιότητος, εις το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεσιν. Επί τοιαύτης παραπομπής, εισηγητής της υποθέσεως δύναται να ορίζηται και Πάρεδρος. Το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεσιν εκδικάζει την υπόθεσιν εν των συνόλω μη επιτρεπομένης της αναπομπής αυτής εις το Τμήμα υπό τριμελή σύνθεσιν. Εάν δε η παραπομπή εγένετοδι`αποφάσεως του Τμήματος υπό τριμελή σύνθεσιν, δεν επιτρέπεται περαιτέρω παραπομπή της υποθέσεως εις την Ολομέλειαν, επιφυλασσομένης της εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου.
6. Τμήμα, κρίνον εαυτό αναρμόδιον, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το κατ` αυτό αρμόδιον Τμήμα. Τούτο εφ`όσον διαφωνεί παραπέμπει το ζήτημα ενώπιον της Ολομελείας προς επίλυσιν αυτού, οριζομένου ως εισηγητού Συμβούλου, εφαρμόζεται δε κατά τα λοιπά η διάταξις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
7. Επί προσβολής διά του αυτού δικογράφου πλειόνων πράξεων αρμοδιότητος διαφόρων Τμημάτων, η υπόθεσις εισάγεται εις το Τμήμα το αρμόδιον διά την προτασσομένην εις το δικόγραφονπράξιν και εκδικάζεται υπό τούτου”.

Άρθρον 17
Η παράγραφος 1 του άρθρου 15 του αυτού ως άνω Ν Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Πάντα τα κανονιστικά διατάγματα (πλην των οριζόντων απλώς χρόνον ενάρξεως της ισχύος του νόμου) προκειμένου να τύχουν της κατά το Σύνταγμα επεξεργασίας, αποστέλλονται εις το Συμβούλιον εν σχεδίω υπό του αρμοδίου Υπουργού, δυναμένου να τάξη και προθεσμίαν, ανάλογον προς την σπουδαιότητα και το τυχόν κατεπείγον του διατάγματος, αρχομένην από της περιελεύσεως αυτού εις το Συμβούλιον”.

Άρθρον 18
Η παράγραφος 7 του άρθρου 18 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Εάν ο ασκήσας το ένδικον μέσον και ο αντίκλητος αυτού δεν κατοικούν εις την αρχήθεν ή μεταγενεστέρωςδηλωθείσανκατοικίαν εν Αθήναις, η εκδίκασις του ενδίκου μέσου χωρεί άνευ των προς αυτούς κοινοποιήσεων των προβλεπομένων υπό των διατάξεων του άρθρου 21 παράγραφος 3 εδ. γ` και 5 του άρθρου 49 παρ. 2 του παρόντος. Το αυτό ισχύει και εις ην περίπτωσιν δεν εγένετο διορισμός αντικλήτου, καίτοι υφίστατο υποχρέωσις προς τούτο, κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου”.

Άρθρον 19
Το άρθρον 19 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 19.
Κατάθεσις δικογράφου
1. Η κατάθεσις του δικογράφου γίνεται διά παραδόσεως του πρωτοτύπου εις την Γραμματείαν του Συμβουλίου, συντασσομένηςεπ`αυτού, ατελώς, σχετικής πράξεως, η οποία υπογράφεται υπό του καταθέσαντος και υπό του παραλαμβάνοντος υπαλλήλου.
2. Τα ενώπιον του Συμβουλίου ένδικα μέσα ασκούνται και διά καταθέσεως εις οιανδήποτε δημοσίαν αρχήν, συντασσομένης επί του πρωτοτύπου του δικογράφου σχετικής πράξεως υπογραφομένης, κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω. Τα ούτω κατατιθέμενα δικόγραφα αποστέλλονται αμελλητί εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.
3. Τα κατά τας προηγουμένας παραγράφους κατατιθέμενα δικόγραφα καταχωρίζονται εν περιλήψει εις ίδιον βιβλίονυπ`αύξοντα αριθμόν, κατά την σειράν καταθέσεως ή περιελεύσεώς των εις το Συμβούλιον της Επικρατείας. Υπό τον αυτόν αύξοντα αριθμόν καταχωρίζονται εις ιδίαν στήλη, τα επί της υποθέσεως δικόγραφα παρεμβάσεως και προσθέτων λόγων”.

Άρθρον 20

1. Η παράγραφος 2 εδ. δ` του άρθρου 21 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“δ) Επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως υπηρεσιακού Συμβουλίου κρίσεως υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αποτελούντος όργανον της κρατικής διοικήσεως, η κοινοποίησις γίνεται προς τον Υπουργόν, εις του οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται το Συμβούλιον τούτο ως και εις το νομικόνπρόσωπον εις το οποίον υπηρετεί ο ασκήσας την αίτησιν υπάλληλος”.

2. Η παράγραφος 4 του αυτού άρθρου 21 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Επί αιτήσεως αναιρέσεως, η κοινοποίησις γίνεται προς τον αναιρεσίβλητον. Εάν η διά της Γραμματείας του Συμβουλίου κοινοποίησις καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής, η αίτησις εισάγεται προς συζήτησιν δι` ειδικής πράξεως του Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος, το δε δικαστήριον, εφ`όσονδιαπιστώση την ύπαρξιν της δυσχερείας ταύτης, αναβάλλονδι`αποφάσεώς του την εκδίκασιν της υποθέσεως, διατάσσει την επιμελεία του αναιρεσείοντοςκοινοποίησιν. Εις περίπτωσιν μη συμμορφώσεως του αναιρεσείοντος προς την ούτως επιβαλλομένηνυποχρέωσιν, η αίτησις απορρίπτεται ως απαράδεκτος”.

Άρθρον 21
Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Επιτρέπεται η υποβολή προσθέτων λόγων διά δικογράφου, κατατιθεμένου κατά τα εν άρθρω 19 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα, και κοινοποιουμένου επί ποινή απαραδέκτου δέκα πέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως, επιμελεία του ασκήσαντος το ένδικον μέσον, δι`επιδόσεωςκεκυρωμένου αντιγράφου εις τους προς ους κατά το άρθρον 21 του παρόντος κοινοποιείται το ένδικον μέσον και εις τους ήδη έχοντας ασκήσει παρέμβασιν.
Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν”.

Άρθρον 22
Το άρθρον 30 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 30.
Παραίτησις
1. Η παραίτησις από δικογράφου ασκηθέντος ενδίκου μέσου, επαγομένη κατάργησιν της δι`αυτούανοιγείσης δίκης επιτρέπεται μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως, γίνεται δε διά δηλώσεως κατατιθεμένης εις την Γραμματείαν ή προφορικώς επ`ακροατηρίου είτε υπό πληρεξουσίου δικηγόρου, έχοντος γενικόν ή ειδικόνπληρεξούσιον είτε και υπ`αυτού του ασκήσαντος το ένδικον μέσον. Παραίτησις γίνεται επίσης και διά δηλώσεως του ασκήσαντος το ένδικον μέσον ενώπιον συμβολαιογράφου, εάν αντίγραφον της συμβολαιογραφικής πράξεως περιέλθη εις το Συμβούλιον μέχρι της επ`ακροατηρίου συζητήσεως.
2. Παραίτησιςδι`εγγράφου δηλώσεως εις την Γραμματείαν ή διά συμβολαιογραφικού εγγράφου, υποβαλλομένη η περιερχομένη εις το Συμβούλιον προ του καθορισμού δικασίμου, γίνεται δεκτή διά πράξεως του Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος, ο οποίος δύναται εις περίπτωσιν οιασδήποτε αμφιβολίας περί του εγκύρου της δηλώσεως να εισαγάγη ταύτην ενώπιον του Δικαστηρίου.
3. Παραίτησις περιέχουσα όρους ή αιρέσεις θεωρείται ως μη γενομένη.
4. Ανάκλησις παραιτήσεως δεν επιτρέπεται. 5. Αίτησις, από του δικογράφου της οποίας, εχώρησεπαραίτησις θεωρείται ως μη ασκηθείσα”.

Άρθρον 23

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του αυτού ως άνω Ν.Δ./τος αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Τα της καταχωρίσεως της γνώμης των μειοψηφούντων εις την απόφασιν και το πρακτικό διασκέψεως διέπονται υπό του κατά το άρθρον 93 παρ. 3 του Συντάγματος ειδικού νόμου”.

2. Η παράγραφος 5 του αυτού άρθρου 34 αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και οσάκις η Ολομέλεια ή τα Τμήματα αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν εν συμβουλίω”.

Άρθρον 24
Το κατά το άρθρον 36 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος παράβολον ορίζεται εις δραχμάς επτακοσίας πεντήκοντα.

Άρθρον 25
Το άρθρον 37 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 37.
Της υποχρεώσεως καταβολής τελών και παραβόλου δύναται να απαλλάξη τον ασκούντα το ένδικον μέσον ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του οικείου Τμήματος λόγω πιθανολογουμένης κατά την κρίσιν αυτού, ενδείας. Προς τούτο συνυποβάλλεται μετά του δικογράφου υπό του ασκούντος το ένδικον μέσον ιδία αίτησις, το δε δικόγραφον του ενδίκου μέσου γίνεται δεκτόν προς κατάθεσιν και άνευ της καταβολής τελών και παραβόλου. Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της αιτήσεως εις περίπτωσιν δε απορρίψεώς της, ο αιτών υποχρεούται όπως καταβάλλη τα μη καταβληθέντα τέλη και παράβολον εντός 30 ημερών από της εκδόσεως της σχετικής απορριπτικής πράξεως, άλλως το ένδικον μέσον απορρίπτεται, εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 35 του παρόντος”.

Άρθρον 26
Το άρθρον 40 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 40.
Ανάλογος εφαρμογή διατάξεων.
Κατά τα λοιπά, και δη όσον αφορά εις τας κοινοποιήσεις τους λόγους εξαιρέσεως των δικαστών και των υπαλλήλων της Γραμματείας και την επί ταύτη διαδικασίαν, εις την συγγνώμην συγγενείας, την διεξαγωγήν των συζητήσεων, την ευταξίαν του ακροατηρίου, την κατάρτισιν των πρακτικών και αποφάσεων και την ενέργειαν των διατασσομένων τυχόν αποδείξεων, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Οργανισμού των Δικαστηρίων, αι ισχύουσαι επί της ενώπιον του Αρείου Πάγου επί πολιτικών δικών διαδικασίας”.

Άρθρον 27
Το άρθρον 45 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 45.
Προσβαλλόμεναι πράξεις
1. Η αίτησις ακυρώσεως δι`υπέρβασιν εξουσίας ή παράβασιν νόμου χωρεί μόνον κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των μη υποκειμένων εις έτερόν τι ένδικον μέσον διά της δικαστικής οδού.
2. Η αίτησις ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, εάν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξεως, καθ`ης προβλέπεται υπό του νόμου ενδικοφανής προσφυγή, ασκουμένη κατά νόμον εντός ωρισμένης προθεσμίας ενώπιον του εκδόντος την πράξιν ή ετέρου οργάνου και καθιστώσαδυνατήν την κατ` ουσίανεπανεξέτασιν της υποθέσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η αίτησις ακυρώσεως χωρεί μόνον κατά της επί της προσφυγής εκδιδομένης πράξεως. Παρερχομένης της τυχόν υπό του νόμου ειδικώς τασσομένης προθεσμίας προς έκδοσιν αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής ή τοιαύτης προθεσμίας μη τασσομένης, παρερχομένου απράκτου τριμήνου από της υποβολής της προσφυγής, η αίτησις ακυρώσεως ασκείται κατά της διά της παρόδου της προθεσμίας τεκμαιρομένης απορρίψεως της προσφυγής. Η τυχόν μέχρι της συζητήσεως οποτεδήποτε εκδοθείσα επί της προσφυγής απόφασις, λογίζεται συμπροσβαλλομένη διά της κατά της τεκμαιρομένης απορρίψεως ασκηθείσης αιτήσεως είναι δε πάντως και αυτοτελώς προσβλητήδι`αιτήσεως ακυρώσεως.
3. Επί διοικητικής διαδικασίας προβλεπούσηςπλείονα στάδια κατ` ουσίαν κρίσεως της υποθέσεως, εάν το όργανον ενδιαμέσου βαθμίδος παραλείψη να αποφανθή επί της προ αυτό προσφυγής εντός της νομίμου προθεσμίας ή τοιαύτης μη τασσσομένης εντός τριμήνου από της υποβολής της προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός της νομίμου προθεσμίας να προσφύγη κατά της παραλείψεως ταύτης εις το ανωτέρου βαθμού όργανον, εις το οποίον μεταβιβάζεται η υπόθεσις εν τω συνόλω εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου.
4. Αίτησις ακυρώσεως είναι δεκτή και επί παραλείψεως αρχής τινος, όπως προβή εις οφειλομένηννόμιμονενέργειαν, οσάκις εκ του νόμου επιβάλλεται εις αυτόν ρύθμισις συγκεκριμένης σχέσεως δι`εκδόσεως εκτελεστής πράξεως, υπαγομένης εις τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Θεωρείται αρνουμένη η αρχή την τοιαύτην ενέργειαν μετά την άπρακτονπαρέλευσιν της υπό του νόμου τασσομένης τυχόν ιδίας προθεσμίας, άλλως μετά παρέλευσιν τριμήνου από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως εις την Διοίκησιν, υποχρεουμένης όπως χορηγή ατελή βεβαίωσιν περί της ημέρας υποβολής της αιτήσεως ταύτης. Αίτησις ακυρώσεως ασκουμένη προ της παρελεύσεως των ανωτέρω προθεσμιών είναι απαράδεκτος. Ρητή αρνητική πράξις της Διοικήσεως, της οποίας προηγήθη σιωπηρά κατά τα ανωτέρω άρνησις, λογίζεται συμπροσβαλλομένη διά της κατά της σιωπηράς αρνήσεως ασκηθείσηςπαραδεκτώς κατά τ`ανωτέρω, αιτήσεως ακυρώσεως είναι δε πάντως αυτοτελώς προσβλητή, εφ`όσον δεν ησκήθηπαραδεκτώς αίτησις ακυρώσεως κατά της σιωπηράς αρνήσεως.
5. Δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως αι κυβερνητικαί πράξεις και διαταγαί, αι αναγόμεναι εις την διαχείρησιν της πολιτικής εξουσίας”.

Άρθρον 28
Το άρθρον 46 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 46
Προθεσμία
1. Η αίτησις ακυρώσεως, μη οριζομένου, ειδικώς άλλως, ασκείται εντός προθεσμίας εξήκοντα ημερών, αρχομένης από της επομένης της κοινοποιήσεως ή της νόμωεπιβαλλομένης δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή, άλλως αφ` ης έλαβε ταύτης πλήρη γνώσιν, ο αιτών, επί δε των περιπτώσεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45 του παρόντος, από της παρελεύσεως των εν αυταίς προθεσμιών.
2. Πάσα διοικητική προσφυγή, πλην της εν παραγράφω 2 του άρθρου 45 του παρόντος, ως και η απλή αίτησις θεραπείας δι`αναφοράς προς την εκδούσαν την πράξιν ή προς την προϊσταμένην αρχήν, διακόπτει, την κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίαν επί τον οριζόμενον διά την έκδοσιν σχετικής πράξεως χρόνον ή τοιούτου χρόνου μη οριζομένου επί 30 ημέρας ή μέχρι της προ της παρόδου των προθεσμιών τούτων κοινοποιήσεως ή πλήρους γνώσεως της απαντήσεως της Διοικήσεως.
3. Η περί παρατάσεως διάταξις της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του παρόντος εφαρμόζεται και επί της 60νθημέρου προθεσμίας ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως”.

Άρθρον 29
Η παράγραφος 2 του άρθρου 49 του ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Η παρέμβασις ασκείται επί ποινή απαραδέκτου διά δικογράφου κατατιθεμένου κατά τα εν άρθρω 19 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα και κοινοποιουμένου 6 τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως, επιμελεία του παρεμβαίνοντοςδι επιδόσεως κεκυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους”.

Άρθρον 30
Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του ως άνω Ν.Δ/τος αντικαθίσταται ως έξής:
“4. Αι διοικητικαί αρχαί δέον, εις εκτέλεσιν της εν άρθρω 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρεώσεώς των να συμμορφώνται κατά τας εκάστοτε περιπτώσεις διά θετικής ενεργείας προς το περιεχόμενον της αποφάσεως του Συμβουλίου ή να απέχουν από πάσης ενεργείας αντιτιθεμένης προς τα υπ`αυτούκριθέντα. Ο παραβάτης, πλην της, κατά το άρθρον 259 του Ποινικού Κώδικος διώξεως, υπέχει και προσωπικήνευθύνην προς αποζημίωσιν”.

Άρθρον 31

1. Οπου εις τας διατάξεις του παρόντος και του Ν.Δ. 170/1973, “περί Συμβουλίου της Επικρατείας” αναφέρεται ως αφετηρία προθεσμίας η κοινοποίησις ή η επίδοσις ή η δημοσίευσις, νοείται η επομένη της κοινοποιήσεως, επιδόσεως ή δημοσιεύσεως.

2. Οπου εις τας διατάξεις του παρόντος και του Ν.Δ. 170/1973 προβλέπεται ως αφετηρία προθεσμίας η γνώσις του ενδιαφερομένου, νοείται η πλήρης γνώσις τούτου.

Άρθρον 32
Μεταβατικαί διατάξεις.

1. Μέχρι της εκδόσεως των υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 170/1973, ως αύται τροποποιούνται υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων αποφάσεων και διαταγμάτων ισχύουν αι ήδη επί τη βάσει των μέχρι τούδε ισχυουσών σχετικών διατάξεων εκδοθείσαι αποφάσεις και διατάγματα.

2. Εκδικάζονται εφεξής υπό του Δ` Τμήματος αι εισαχθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εις την Ολομέλειαν, υποθέσεις, εξαιρέσει των κατά το άρθρον 14 παρ. 2 εδάφια β` και γ` του Ν.Δ. 170/1973 εισαχθεισών ή παραπεμφθεισών ενώπιον της Ολομελείας υποθέσεων.

3. Η διάταξις της παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν.Δ. 170/1973 ως το άρθρον τούτο αντικαθίσταται διά του άρθρου 22 του παρόντος έχει εφαρμογήν και επί παραιτήσεων, υποβληθεισών μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου επί υποθέσεων διά τας οποίας δεν ωρίσθη εισέτι δικάσιμος.

4. Σημ.: όπως η παράγραφος 4 καταργήθηκε διά του άρθρου 8 παρ. 2 εδ. β` του του Ν. 1470/1984 (Α 112).

5. Διά τα μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος ασκηθέντα ένδικα μέσα διά τα οποία δεν έληξεν η μηνιαία προθεσμία καταβολής του παραβόλου, είναι καταβλητέον το υπό του άρθρου 36 του Ν.Δ. 170/1973 ως τούτο είχε προ της τροποποιήσεώς του διά του άρθρου 24 του παρόντος προβλεπόμενονπαράβολον.

6. Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 170/1973, ως το άρθρον τούτο αντικαθίσταται υπό του άρθρου 27 του παρόντος, έχουν εφαρμογήν και επί υποθέσεων αι οποίαι δεν έχουν συζητηθή μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 33

1. Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος καταργείται πάσα διάταξιςαντικείμενη εις τας διατάξεις τούτου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν.733/1977 (Α 309).

2. Από της ημερομηνίας καθ` ην, συμφώνως προς το άρθρον 36 παρ. 2 του παρόντος, καθίσταται αρμόδια τα τριμελή Διοικητικά Πρωτοδικεία προς εκδίκασιν των κατά το άρθρον 7 διαφορών και προσφυγών, καταργούνται: α) Αι κατά την κειμένηννομοθεσίαν διατάξεις, δια των οποίων παρέχεται η δυνατότης ασκήσεως και δευτέρας απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής και β) τα υφιστάμενα ειδικά προς εκδίκασιν αποκλειστικώς και μόνον των κατά το προηγούμενον εδάφιον προσφυγών δευτέρου βαθμού όργανα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν.733/1977 (Α 309).

3. Αι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της αρμοδιότητος των τριμελών Διοικητικών Πρωτοδικείων, συμφώνως προς την προηγουμένηνπαράγραφον, εκκρεμείς ενώπιον των καταργουμένων υπό της αυτής παραγράφου δευτεροβαθμίων οργάνων κρίσεως εφέσεις εκδικάζονται υπ` αυτών, της σχετικής αποφάσεως υποκειμένης εις την κατά το άρθρον 7 του παρόντος προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου”.
Σημ.: όπως  η παράγραφος 3 προστέθηκε, με το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν.733/1977 (Α 309).

4. Οσάκις υπό της κειμένης περί κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίας παρέχεται εις ασφαλιστικόν φορέα η ευχέρεια προσβολής πράξεως οργάνου αυτού εκδοθείσης μετ` άσκησιν υπό ενδιαφερομένου ενδικοφανούς προσφυγής και υποκειμένης του λοιπού, βάσει του παρόντος νόμου, εις προσφυγήν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η ευχέρεια αύτη διατηρείται, δύναται δε ο ασφαλιστικός φορεύς να ασκήση κατά της πράξεως ταύτης του οργάνου του την κατ` άρθρον 7 του παρόντος προσφυγή.
Σημ.: όπως η παράγραφος 4, η οποία είχε καταργηθεί με το εδάφιο γ` παρ.2 άρθρου 8 Ν.1407/1984 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 Ν.1649/1986,ΦΕΚ Α 149,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010 και στη συνέχεια ΕΠΑΝΑΦΕΡΘΗΚΕ σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το αντικείμενο είναι άνω των 2.000 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 138 κεφ.ΙΑ παρ.3 του Ν.4052/2012 (ΦΕΚ Α΄41/01.03.2012)
Σημ.: όπως ηπαράγραφος 4 ΕΠΑΝΗΛΘΕ σε ισχύ για τις υποθέσεις εκείνες των οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, καθώς και για τις υποθέσεις που δεν αποτιμώνται σε χρήμα, έχουν όμως οικονομικές συνέπειες, σύμφωνα με το άρθρο 55 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α΄88/18.4.2013).
#####

5.Σημ.: όπως η παρ. 5 καταργήθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 1406/1983 ( Α 182)

6. Κατ`εξαίρεσιν της εν άρθρω 7 του παρόντος ρυθμίσεως, αι διαφοραί αι προκαλούμεναι εκ πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων εξακολουθούν υπαγόμεναι εις την ακυρωτικήν αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η μεταφορά αυτών θέλει συντελεσθή διά Π.Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 733/1977 (Α 309).

7. Αι παρά τω Ι.Κ.Α. υφιστάμεναι Επιτροπαί καθορισμού ηλικίας διατηρούνται, των αποφάσεων αυτών υποκειμένων εις την κατά το άρθρον 7 του παρόντος προσφυγήν.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 733/1977 (Α 309).

Άρθρον 34
Διά την σύνταξιν του Σχεδίου του υπό της παρ. 3 του άρθρου 8 προβλεπομένουΠ.Διατάγματος δύναται να συσταθήδι`αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης πενταμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αποτελουμένη εκ Συμβούλων και Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και δικαστικών λειτουργών της τακτικής πολιτικής ή διοικητικής δικαιοσύνης και ενός γραμματέως υπαλλήλου της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εις τον Πρόεδρον, τα μέλη και τον γραμματέα της επιτροπής παρέχεται αποζημίωσις κατά συνεδρίασιν ή εφΆπαξ, καθοριζομένη διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Άρθρον 35
Κωδικοποίησις διατάξεων.
Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομέλειας του Σ.τ.Ε., μπορεί να κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο μεταγλωτιζόμενες οι διατάξεις που ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της κωδικοποίησης μπορεί να μεταβληθεί η σειρά, η αρίθμηση και η φραστική διατύπωση των άρθρων και παραγράφων.
Σημ.: όπως το άρθρο 35 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1470/1984 (Α 112).

Άρθρον 36

1. Η αρμοδιότης των διοικητικών εφετείων προς εκδίκασιν των μεταβιβαζομένων εις αυτά δυνάμει του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποθέσεων ως και η ισχύς των άρθρων 1-6 του παρόντος άρχεται από της 1ης Απριλίου 1978.

2. Η αρμοδιότης των διοικητικών πρωτοδικείων προς εκδίκασιν των μεταβιβαζομένων εις αυτά δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος νόμου υποθέσεων άρχεται από 1.1.1978, της ημερομηνίας ταύτης δυναμένης να μετατεθή, ουχί πέραν του τριμήνου διά διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρον 37
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται υπό τούτου.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ