Νόμος 670 ΦΕΚ Α΄232/25.8.1977
Περί Κώδικος Συμβολαιογράφων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 1
Καθήκοντα Συμβολαιογράφου
1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, καθήκον έχων:
α) Να συντάσση και φυλάσση έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά των δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων, οσάκις η σύνσταξίς των είναι υποχρεωτική κατά νόμον ή οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν εις ταύτα κύρος δημοσίου εγγράφου.
β) Να εκδίδη απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων τούτων.
γ) Να θεωρή τα εις αυτόν και επί σκοπώ αποκτήσεως βεβαίας χρονολογίας προσκομιζόμενα ιδιωτικά έγγραφα.
δ) Να ενεργή πάσαν άλλην πράξιν ανατεθειμένην εις αυτόν υπό του νόμου, ως και πάσαν πράξιν συναφή προς την άσκησιν των έργων αυτού.
2. Ο Συμβολαιογράφος δύναται να μεταφράζη υπ` ευθύνη του εις την Ελληνικήν, προσκομιζόμενα και χρήσιμα δια την κατάρτισιν μιά των ανωτέρω πράξεων έγγραφα συντεταγμένα εις ξένην γλώσσαν, θεωρών ταύτα δια το ακριβές της μεταφράσεως, ως και τα μεταφρασθέντα δια την πραγμαοποιηθείσαν μετάφρασιν.
Άρθρον 2
Εδρα και περιφέρεια Συμβολαιογράφου
1. Εν τη έδρα εκάστου ειρηνοδικείου συνιστάται διά Π. Δ/τος μία τουλάχιστον θέσις συμβολαιογράφου με περιφέρειαν την του ειρηνοδικείου.
2. Μεταβαλλομένης της έδρας Ειρηνοδικείου τινός, μεταβάλλεται αυτοδικαίως και η έδρα του συμβολαιογράφου, εκτός εάν υφίσταται εν τη νέα έδρα θέσις συμβολαιογράφου.
3. Εάν εν τη έδρα ειρηνοδικείου υφίστανται δύο ή πλείονες θέσεις συμβολαιογράφων, δύναται να ορισθή άλλος Δήμος ή Κοινότης της αυτής ειρηνοδικειακής περιφερείας ως έδρα μιάς ή πλειόνων εκ των ως άνω θέσεων συμβολαιογράφων, εφ` όσον τούτο εξυπηρετεί τα συμφέροντα των συναλλασσομένων. Η ούτως ορισθείσα έδρα δύναται περαιτέρω να μεταφερθή εις άλλον Δήμον ή Κοινότητα της αυτής Ειρηνοδικειακής περιφερείας ή εις την έδραν του ειρηνοδικείου. Εκ της ως άνω μεταβολής των εδρών των συμβολαιογράφων δεν μεταβάλλεται η κατά την παράγρ. 1 του παρόντος άρθρου τοπική αρμοδιότης αυτών.
4. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον μεταβολή έδρας συμβολαιογράφου γίνεται δια Π. Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά γνωμοδότησιν της Ολομελείας του οικείου Πρωτοδικείου, αποφαινομένης μετά γνώμην τοι οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Η συνεπεία μεταβολής έδρας μετακίνησις συμβολαιογράφου εις την νέαν έδραν γίνεται δι `αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, εδιδομένης μετά γνώμην του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων συμβολαιογράφων.
Άρθρον 3
Αναπλήρωσις
1. Τον συμβολαιογράφον απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί έτερος συμβολαιογράφος της αυτής έδρας οριζόμενος υπό του Προέδρου Πρωτοδικών τη υποδείξει του αναπληρωμένου ή και άνευ ταύτης. Ελλείψει ετέρου συμβολαιογράφου εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου αναπληρωτής είναι ο Ειρηνοδίκης και εν ελλείψει αυτού έτερος Συμβολαιογράφος της αυτής ή ετέρας Ειρηνοδικειακής περιφερείας του αυτού Πρωτοδικείου, οριζόμενος κατά τ` ανωτέρω.
2. Εν ελλείψει συμβολαιογράφου τα καθήκοντα αυτού ασκούνται υπό τινος των εν παραγράφω 1 προσώπων κατά την αυτήν διαδικασίαν οριζομένου, του Προέδρου Πρωτοδικών επιλαμβανομένου αυτεπαγγέλτως.
3. Ο ειρηνοδίκης ασκών έργα συμβολαιογράφου έχει τας υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου.
4. Ο αναπληρών τον συμβολαιογράφον δικαιούται του ημίσεος των εισπραττομένων δικαιωμάτων, αποδίδων το έτερον ήμισυ εις τον αναπληρούμενον.
Άρθρον 4
Αρμοδιότης κατά τόπον
1. Ο Συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου εντός της οποίας εδρεύει.
2. Πάσα πράξις Συμβολαιογράφου γενομένη εκτός της περιφερείας του είναι άκυρος, ο δε παραβάτης υποχρεούται εις αποζημίωσιν του ζημιωθέντος προς δε υπόκειται και εις πειθαρχικήν ποινήν.
3. Κατ` εξαίρεσιν των εις τας προηγουμένας παραγράφους οριζομένων, Συμβολαιογράφοι εδρεύοντες εις τας περιφερείας των Ειρηνοδικείων:
α) Αθηνών, εν οις και οι εδρεύοντες εις τους Δήμους Ζωγράφου και Βύρωνος,
β) Πειραιώς,
γ) Ν. Ιωνίας,
δ) Καλλιθέας,
ε) Περιστερίου,
στ) Αμαρουσίου και
ζ) Χαλανδρίου επιτρέπεται να ασκούν τα καθήκοντα του Συμβολαιογράφου εις απάσας τας περιφερείας των Ειρηνοδικείων τούτων.
η) Αχαρνών
θ) Ελευσίνας.
Σημ.: όπως οι περ. η` και θ` προστέθηκαν με την παρ.1 του άρθρου 6 του Ν. 1390/1983 (ΦΕΚ Α 117)
ι) Κρωπίας,
ια) Μαραθώνος,
ιθ) Αγ. Παρασκευής,
ιγ) Ν. Λιοσίων,
ιδ) Λαυρίου, εκτός από τη νήσο Κέα και
ιε) Νικαίας.
ιστ) Μεγάρων
ιζ) Ειδυλλείας (Βίλλια) και ιη) Σαλαμίνας
Σημ.: όπως οι περιπτώσεις ι) -ιε) προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.1653/1986 (Α 173)
Σημ.: όπως η περ. ιστ) προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 28 του Ν. 1805/1988 (Α 199),
Σημ.: όπως οι περ. ιζ` και ιη` της παρ. 3 του άρθρου 4 προστέθηκαν με το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1968/1991 (Α` 150).
4. Ο Συμβολαιογράφος υποχρεούται να διατηρή γραφείον μόνον εν τη έδρα του. Η παράβασις της υποχρεώσεως ταύτης αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα.
Άρθρον 5
Θεμελιώδεις υποχρέωσεις του Συμβολαιογράφου
1. Ο Συμβολαιογράφος οφείλει να απέχη της συντάξεως πράξεων αντικειμένων εις τον νόμον ή τα χρηστά ήθη.
2. Ο Συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνειδήτως και αμερολήπτως. Οφείλει να επεξηγή εις τους δικαιοπρακτούντας τας δια του συντασσομένου εγγράφου αναλαμβανομένας παρ` αυτών υποχρεώσεις και να διαπιστώνη ότι ούτοι τελούν εν γνώσει αυτών και των αποτελεσμάτων της υπό κατάρτισιν πράξεως.
Άρθρον 6
Εγγυοδοσία – Δείγμα υπογραφής
1. Ο διοριζόμενος Συμβολαιογράφος, προ της αναλήψεως των καθηκόντων του, οφείλει να καταθέση χρηματικήν εγγύησιν εις το Ταμείον Νομικών κατά τας περί τούτου κειμένας διατάξεις.
2. Ο διοριζόμενος Συμβολαιγράφος μετά την ορκωμοσίαν του οφείλει να δώση εις τον γραμματέα του Πρωτοδικείου της περιφερείας του δείγμα της υπογραφής αυτού.
Άρθρον 7
Κωλύματα
1. Ο Συμβολαιογράφος κωλύεται να συντάξη πράξεις εις τας εξής περιπτώσεις:
α) Οταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή σύγγαμβρός του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.1653/1986 (Α 173).
Προκειμένου περί Νομικών προσώπων, τ` ανωτέρω κωλύματα ισχύουν μόνον ως προς τον εκπρόσωπον των αστικών, των ομορρύθμων και των ετερορρύθμων εταιρειών.
β) Οταν δια της πράξεως πραγματοποιήται άμεσος παροχή προς τον συμβαλαιογράφον ή τινά των υπό στοιχείον α` προσώπων.
2. Εις τας περιπτώσεις των εδαφίων α` και β` της προηγουμένης παραγράφου ο κωλυόμενος δύναται ν` αναπληρωθή κατά τα εν άρθρω 3 οριζόμενα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΑΡΧΑΙ ΕΠΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Άρθρον 8
Στοιχεία συμβολαιογραφικού εγγράφου
1. Το συμβολαιογραφικόν έγγραφον δέον να περιλαμβάνη:
α) Την ημέραν, τον μήναν, το έτος ως και τον τόπον της υπογραφής του.
β) Το ονοματεπώνυμον την έδραν του συμβολαιογράφου.
γ) Το ονοματεπώνυμον, το όνομα πατρός, το επάγγελμα και την κατοικίαν εκάστου των δικαιοπρακτούντων, των αντιπροσώπων ως και των μαρτύρων και των ερμηνέων οσάκις παρίστανται ούτοι. Επί εγγάμων γυναικών τίθεται το όνομα και επώνυμον του συζύγου και προστίθεται το όνομα και το επώνυμο του πατρός. Επί πράξεως υποκειμένης κατά νόμον εις καταχώρησιν εις τα υπο του φύλακος υποθηκών και μεταγραφών τηρούμενα βιβλία, δέον επί πλέον ν` αναγράφηται το όνομα της μητρός και ο τόπος γεννήσεως των δικαιοπρακτούντων ή εάν δικαιοπρακτούντες δεν είναι οι συμβαλλόμενοι των υπ` αυτών αντιπροσωπευομένων.
δ) Τα στοιχεία του αποδεικνύοντος την ταυτότητά των εγγράφου.
2. Η ταυτότης των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων των και των λοιπών συμπραττόντων προσώπων αποδεικνύεται εκ των υπό του νόμου οριζομένων εγγράφων και εν ελλείψει τοιούτων βεβαιούται υπό δύο μαρτύρων, ων η ταυτότης αποδεικνύεται δια τινος των εγγράφων τούτων. Εν μεταβολή ή ελλείψει στοιχείων τινών ταυτότητος, πλην του ονοματεπωνύμου, ταύτα αναγράφονται ως δηλούνται υπό του δικαιοπρακτούντος.
3. Επί δικαιοπρακτούντων δι` αντιπροσώπου τα εν παραγράφω 2 στοιχεία ταυτότητος αναγράφονται, ως έχουν εν τω πληρεξουσίω εγγράφω δυνάμενα να συμπληρωθούν δια δηλώσεων του αντιπροσώπου. Η νομιμοποίησις των εμφανιζομένων ως νομίμων αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων, όπου απαιτείται τοιαύτη, αποδεικνύεται εκ των κατά νόμον εγγράφων.
4. Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω έγγραφα νομιμοποιήσεως μνημονεύονται εν τω συμβολαιογραφικώ εγγράφω και προσαρτώνται εις αυτό, εφ` όσον δεν ευρίσκονται εις το αρχείον του συμβολαιογράφου.
5. Επί δικαιοπραξιών των Νομικών προσώπων αναγράφεται εν τω συμβολαιογραφικώ εγγράφω η έδρα, η επωνυμία και το είδος τούτων, ως ταύτα προκύπτουν εκ της συστατικής τούτων πράξεως.
6. Τα εις ξένη γλώσσαν αναφερόμενα ονόματα φυσικών προσώπων ή αι Επωνυμίαι νομικών προσώπων τοπωνυμίαι ή έτερα αναγκαία στοιχεία, δέον ν` αναγράφωνται δια στοιχείων του Ελληνικού αλφαβήτου, αναγραφόμενα εν συνεχεία και εις ξένην γλώσσαν εφ` όσον τούτο είναι εφικτόν.
Άρθρον 9
Σύμπραξις δευτέρου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων
1. Η σύμπραξις δευτέρου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωσιν και υπογραφήν συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική, μόνον επί αδυναμίας υπογραφής παρά τινος των εμφανιζομένων εξ οιουδήποτε λόγου. Ο συμβολαιογράφος δύναται εις πάσαν περίπτωσιν ν` αξιώση την σύμπραξιν μαρτύρων.
2. Επί συμπράξεως συμβολαιογράφων ούτοι δεν πρέπει να είναι μεταξύ των σύζυγοι, ή συγγενείς κατά τα εν άρθρω 7 οριζόμενα. Ο συμπράττων συμβολαιογράφος δέον να είναι και ούτος κατά τόπον αρμόδιος, αλλ` εις τας περιφερείας ένθα εδρεύει εις μόνον συμβολαιογράφος, συμπράττων συμβολαιογράφος είναι εις των εδρευόντων εις την περιφέρειαν του αυτού Πρωτοδικείου. Εις τας περιπτώσεις συμπράξεως συμβολαιογράφου ούτος δικαιούται του ημίσεος των δικαιωμάτων.
3. Οι μάρτυρες δέον να γνωρίζουν την Ελληνικήν γλώσσαν να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας των και να μη συντρέχη εν τω προσώπω αυτών ερευνόμενον αναφορικώς προς τον ή τους Συμβολαιογράφους ή τινα των δικαιοπρακτούντων ένα οιονδήποτε των εν άρθρω 7 κωλυμάτων. Ομοίως αποκλείονται ως μάρτυρες οι διατελούντες εις σχέσιν εξηρτημένης εργασίας προς τον ή τους Συμβολαιογράφους. Διατάξεις του Αστικού Κώδικος ρυθμίζουσαι άλλως τα της συμπράξεως δευτέρου συμβολαιογράφου ή μαρτύρων ως και τα κωλύματα τούτων διατηρούνται εν ισχύϊ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
Άρθρον 10
Ερμηνείς
1. Εάν τις των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων των αγνοή την Ελληνικήν προσλαμβάνεται ερμηνεύς προς μετάφρασιν των εν γένει δηλώσεων εκ της ξένης γλώσσης εις την Ελληνικήν και τανάπαλιν ως και του περιεχομένου του συμβολαίου εκ της Ελληνικής εις την ξένην. Ούτος ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου κατά τας σχετικάς διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ότι θέλει ασκήσει πιστώς τα καθήκοντά του. Προκειμένου περί γλώσσης ήκιστα γνωστής, δύναται να προσληφθή κατά τ` ανωτέρω ερμηνεύς του ερμηνέως.
2. Εάν τις των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων των είναι κωφός ή άλαλος ή κωφάλαλος γνωρίζει όμως ανάγνωσιν και γραφήν αι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:
α) Εγγράφως προς τον κωφόν, όστις απαντά προφορικώς.
β) Προφορικώς προς τον άλαλον, όστις απαντά εγγράφως.
γ) Εγγράφως προς τον κωφάλαλον, όστις απαντά εγγράφως. Κατά τας περιπτώσεις ταύτας, προ της υπογραφής το συμβόλαιον αναγιγνώσκεται υπό του κωφού ή κωφαλάλου, γινομένης σχετικής μνείας εν τω συμβολαίω.
3. Εάν ο κωφός, ο άλαλος ή κωφάλαλος δεν γνωρίζη ανάγνωσιν ή γραφήν προσλαμβάνεται ως ερμηνεύς τούτου πρόσωπον δυνάμενον να συνεννοήται μετ` αυτού.
4. Οι κατά τ` ανωτέρω ερμηνείς προσυπογράφουν το συντασσόμενον συμβόλαιον.
Άρθρον 11
Τρόπος καταρτίσεως συμβολαιογραφικών εγγράφων
1. Το συμβολαιογραφικόν έγγραφον γράφεται ευαναγνώστως δι` οιουδήποτε γραφικού μέσου και ανεξιτήλου γραφικής ύλης κατά συνέχειαν άνευ κενών διαστημάτων, παρεισγραφών, ξεσμάτων και συγκοπών ή χρησιμοποιήσεως των μεσοστίχων. Τυχόν αφεθέντα κενά διαστήματα πληρούνται δια γραμμής. Οι αριθμοί οι δηλούντες κρισίμους χρονολογίας ως και ουσιώδη στοιχεία του εγγράφου γράφονται και ολογράφως.
2. Πάσα διαγραφή ή καθαρογραφή μιάς ή περισσοτέρων λέξεων και αριθμών γίνεται δια σχετικής περί τούτου μνείας, είτε εν συνεχεία των διαγραφομένων ή των καθαρογραφομένων λέξεων ή αριθμών είτε δια παραπομπής εν τω περιθωρίω, μη εξαλειφομένων των λέξεων ή αριθμών τούτων, κατ` αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις σημειούται ο αριθμός των και υπογραμμίζονται.
3. Πάσα άλλη μεταβολή ή προσθήκη γίνεται διά παραπομπής εις το περιθώριον ή εις το τέλος του εγγράφου, μετά τον χώρον όστις προορίζεται δι` υπογραφάς.
4. Προ της υπογραφής του το έγγραφον αναγιγνώσκεται εις επήκοον των εμφανισθέντων και συμπραξάντων προσώπων και υπογράφεται παρά τούτων και του συμβολαιογράφου, γινομένης μνείας περί τούτων εις το τέλος αυτού. Αι υπογραφαί των ανωτέρω προσώπων τίθενται και επί εκάστου των φύλλων ως και κάτωθι των παραπομπών αυτού. Εις περίπτωσιν καθ` ην τις των εμφανισθέντων δηλώση ότι αδυνατεί να υπογράψει γίνεται περί τούτου μνεία εις το τέλος του συμβολαίου.
5. Οσάκις ο εις έκαστον φύλλον και κάτωθι των παραπομπών χώρος δεν επαρκεί δια τας υπογραφάς απάντων των εμφανισθέντων και συμπραξάντων προσώπων, τα εμφανισθέντα πρόσωπα ορίζουν δύο εξ αυτών οι οποίοι θα υπογράψουν, γινομένης περί τούτου μνείας εις το τέλος του συμβολαίου.
Άρθρον 12
Ακυρότης συμβολαιογραφικών εγγράφων
1. Η μη τήρησις των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 του παρόντος επιφέρει ακυρότητα του Συμβολαίου.
2. Πάσα παράλειψις ή εσφαλμένη αναγραφή στοιχείου τινός μη συνεπαγομένη ακυρότητα, δύναται να διορθωθή δια μονομερούς δηλώσεως τινός των εμφανισθέντων ή των υπ` αυτών εκπροσωπηθέντων ή καθολικών ή ειδικών διαδόχων των. Η διάταξις αύτη δεν εφαρμόζεται επί δικαιοπραξιών, αι οποίαι αφορούν την εξ οιασδήποτε αιτίας μεταβίβασιν, κυριότητος ή ετέρων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων.
3. Συμβολαιογραφικόν έγγραφον άκυρον κατά τας διατάξεις του παρόντος, ισχύει ως ιδιωτικόν, εάν φέρη τας υπογραφάς των συμβαλλομένων.
Άρθρον 13
Υποχρεώσεις προς φύλαξιν συμβολαιογραφικών εγγράφων
1. Ο συμβολαιογράφος οφείλει να φυλάσση τα πρωτότυπα των υπ` αυτού συνταχθέντων συμβολαίων ως και τα έγγραφα τα οποία παρέλαβε προς φύλαξιν μετά των συνημμένων αυτοίς.
2. Εν περιπτώσει κατασχέσεως πρωτοτύπου ή συνημμένου εις τούτο εγγράφου ενεργουμένης κατά τας ισχυούσας εκάστοτε διατάξεις του Κώδικος Ποινικής ή Πολιτικής Δικονομίας, ο εις χείρας του οποίου κατεσχέθη τούτο συμβολαιογράφος εκδίδει αντίγραφον το οποίον κυρούμενον υπ` αυτού και του ενεργήσαντος την κατάσχεσιν, φυλάσσεται υπό του Συμβολαιογράφου μέχρι της επιστροφής αυτώ του πρωτοτύπου επέχον θέσιν τοιούτου.
Άρθρον 14
Εκδοσις αντιγράφων
1. Ο συμβολαιογράφος χορηγεί αντίγραφα των υπό τούτου κατεχομένων συμβολαίων ή άλλων εγγράφων ή βεβαιώσεις περί του περιεχομένου αυτών, εις τους δικαιοπρακτήσαντας τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους αυτών ή εις πάντα τρίτον έχοντα έννομον συμφέρον. Εν πάση δ` άλλη περιπτώσει κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πρωτοδικών.
2. Δεν χορηγείται αντίγραφον δημοσίας διαθήκης προ της δημοσιεύσεώς της.
3. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζονται τα εισπρακτέα υπό του συμβολαιογράφου δικαιώματα δια τα υπ` αυτού εκδιδόμενα προς χρήσιν των δημοσίων αρχών αντίγραφα ως και ο τρόπος καταβολής των.
4. Παν έγγραφον εκδιδόμενον υπό του Συμβολαιογράφου δέον να σφραγίζεται δια της κατά νόμον σφραγίδος του.
Άρθρον 15
Ευρετήριον συμβολαιογραφικών εγγράφων
Ο Συμβολαιογράφος τηρεί βιβλίον (ευρετήριον) εις το οποίον καταχωρίζονται άμα τη υπογραφή των κατ` αύξοντα αριθμόν πάντα τα συντασσόμενα έγγραφα. Ο αύξων αριθμός σημειούται και επί του πρωτοτύπου του αντιστοίχου εγγράφου. Αναγράφονται επίσης εν αυτώ η χρονολογία υπογραφής της πράξεως, το ονοματεπώνυμον και επάγγελμα των δικαιοπρακτούντων, το αντικείμενον της πράξεως και τα ποσά των τελών και δικαιωμάτων. ύΕναντι εκάστης καταχωρίσεως υπογράφουν οι εμφανισθέντες, εφ` όσον η πράξις υπεγράφη εν τω γραφείω του συμβολαιογράφου. Το βιβλίον τούτο αριθμούμενον κατά σελίδας θεωρείται υπό του Ειρηνοδίκου και υπό παντός άλλου αρμοδίου προς τούτο οργάνου.
Άρθρον 16
Υποχρέωσις υποβολής στατιστικών πινάκων
Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται όπως υποβάλη εντός του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης, δια του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, στατιστικόν πίνακα περιέχοντα κατ` είδος και αριθμόν, τας εντός του προηγουμένου έτους συνταχθείσας υπ` αυτού πάσης φύσεως πράξεις.
Άρθρον 17
Τηρητέα βιβλία
Τα υπό των συμβολαιογράφων τηρητέα βιβλία, πλην του εν άρθρω 15 ευρετηρίου καθορίζονται εκάστοτε δια Π. Δ/τος προσδιορίζοντος τον τύπον και τον τρόπον τηρήσεως αυτών. Μέχρις εκδόσεως του ως άνω Π. Δ/τος ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ
Άρθρον 18
Γενικά προσόντα διορισμού
1. Συμβολαιογράφος διορίζεται, τηρουμένης της νομίμου διαδικασίας επιλογής, ο κεκτημένος την Ελληνικήν Ιθαγένειαν και πτυχίον Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής ημεδαπού Πανεπιστημίου ή ανεγνωρισμένον ως ισότιμον προς τούτο πτυχίον Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής αλλοδαπού Πανεπιστημίου.
2. Ελληνες το γένος μη κεκτημένοι την Ελληνικήν Ιθαγένειαν δύνανται να διορισθούν συμβολαιογράφοι κατά τας υπό ειδικών νόμων προβλεπομένας περιπτώσεις.
3. Αλλογενής αποκτήσας την Ελληνικήν Ιθαγένειαν δεν δύναται να διορισθή συμβολαιογράφος.
Άρθρον 19
Ειδικά προσόντα διορισμού
1. Συμβολαιογράφος διορίζεται:
α) Εις θέσιν κειμένην εν έδρα Πρωτοδικείου ο επί διετίαν διατελών ή διατελέσας δικηγόρος ή δικαστικός λειτουργός οιουδήποτε κλάδου και βαθμού ή άμισθος υποθηκοφύλαξ ή συμβολαιογράφος κεκτημένος πτυχίον εκ των εν άρθρω 18 παρ. 1 οριζομένων. Τα αυτά προσόντα απαιτούνται δια τον διορισμόν εν τη περιφερεία των Ειρηνοδικείων περί ων η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του παρόντος.
β) Εις θέσιν κειμένην εν έδρα Ειρηνοδικείου εκτός έδρας Πρωτοδικείου ο διατελών ή διατελέσας δικηγόρος ή δικαστικός λειτουργός οιουδήποτε κλάδου και βαθμού ή άμισθος υποθηκοφύλαξ ή συμβολαιογράφος κεκτημένος πτυχίον εκ των οριζομένων εν άρθρω 18 παρ. 1, ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
2. Εις περίπτωσιν υπηρεσίας του υποψηφίου υπό πλείονας ιδιότητας, η κατά τα υπό στοιχ. α` περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου απαιτουμένη διετία υπολογίζεται αθροιστικώς.
3. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, προκειμένου περι πληρώσεως θέσεων σνμβολαιογράφων εις κωμοπόλεις κειμένας εν έδραις ή περιφερείαις ΕΙρηνοδικείων εκτός έδρας πρωτοδικείου, δνναται ο Υπουργός της Δικαιοσυνης, μετά γνώμην περι τούτον των οικείων Προέδρων και Εισογγελέων Πρωτοδικών και του οικείου συμβολαιογραφικού Συλλόγου, να προβαίνη εις την πλήρωσιν των θέσεων άνευ διαγωνισμού, εφ` όσον ή έδρα του Ειρηνοδικείου έχει πληθυσμόν κάτω των 5000 κατοίκων. Εις τας θέσεις ταυτας δύνανται να διορίζωνται και πτυχιούχοι Νομικής Σχολής Νομικού Τμήματος. Ο διορισμός γινεται μετά γνώμην του οικείου Προέδρον και Εισαγγελέως Πρωτοδικών και κατόπιν γνωμοδοτήσεως του άρμοδιον Υπηρεσιακού Συμβουλίου του υπουργείον Δικαιοσυνης. Μετάθεσις εις ετέραν είρηνοδικειακήν περιφέρειαν των κατά την παρούσαν παράγραφον διοριζομένων δεν επιτρέπεται.
Σημ.: όπως η παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 834/1978 (Α 223).
Άρθρον 20
Ηλικία διοριζομένου
1. Συμβολαιογράφος διορίζεται ο συμπληρώσας το 25ον και μη υπερβάς το 45ον έτος της ηλικίας αυτού. Κατ` έξαιρεσιν συμβολαιογράφος δύναται μετ` επιτυχίαν εις διαγωνισμόν, να διορίζεται εις ετέραν θέσιν συμβολαιογράφου ανεξαρτήτως ηλικίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 834/1978 ( Α 223)
2. Δια την εφαρμογήν της ανωτέρω παραγράφου ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται υπ` όψιν η πραγματική τοιαύτη, αποδεικνυόμενη δια ληξιαρχικής πράξεως συντεταγμένης εντός ενενήκοντα ημερών το βραδύτερον από της ημέρας γεννήσεως. Εάν δεν συνετάγη κατά τ` ανωτέρω ληξιαρχική πράξις ως ημέρα γεννήσεως λογίζεται η 1 Ιανουαρίου του έτους γεννήσεως.
3. Το έτος γεννήσεως, εν ελλείψει ληξιαρχικής πράξεως κατά τ` άνω, αποδεικνύεται προκειμένου μεν περί αρρένων εκ του μητρώου αρρένων, προκειμένου δε περί θηλέων εκ του γενικού μητρώου των δημοτών.
4. Επί πλειόνων εν τοις μητρώοις εγγράφων επικρατεί η πρώτη.
5. Δικαστικαί αποφάσεις, διορθούσαι την ηλικίαν ή την εν τω μητρώω εγγραφήν δεν λαμβάνονται υπ` όψιν.
Άρθρον 21
Ειδικαί διατάξεις επί δικαστικών λειτουργών και Δικηγόρων
1. Δικαστικοί λειτουργοί δεν δύνανται να διορισθούν συμβολαιογράφοι εν ω τόπω υπηρετούν κατά τον χρόνον της εκ της δικαστικής υπηρεσίας αποχωρήσεώς των προ της παρελεύσεως πενταετίας από ταύτης.
2. Η υπό δικηγόρου αποδοχή του διορισμού του ως συμβολαιογράφου, συνεπάγεται αυτοδικαίως την αποβολήν της ιδιότητός του ταύτης, από της ορκωμοσίας ως συμβολαιογράφου.
3. Εν περιπτώσει παραιτήσεως του συμβολαιογράφου εντός 5ετίας από του διορισμού του ή ακυρώσεως του διορισμού αυτού, ούτος επαναδιορίζεται δικηγόρος εις τον σύλλογον ούτινος ήτο μέλος προ του διορισμού του ως συμβολαιογράφου, κατά παρέκκλισιν των σχετικών διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων.
Άρθρον 22
Κωλύματα διορισμού
Δεν διορίζεται συμβολαιγράφος:
1. Ο μη εκπληρώσας τας στρατιωτικάς του υποχρεώσεις ή μη απαλλαγείς τούτων νομίμως ή ο αμετακλήτως καταδικασθείς επί λιποταξία ή ανυποταξία.
2. Ο μη εγγεγραμμένος εις τα μητρώα αρρένων προκειμένου περί άρρενος ή εις τα γενικά μητρώα των δημοτών, προκειμένου περί θήλεος.
3. Ο λόγω αμετακλήτου καταδίκης στερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων του, εφ` όσον χρόνον διαρκεί η στέρησις αύτη.
4. Ο αμετακλήτως καταδικασθείς εις Εγκληματικήν ποινήν.
5. Ο αμετάκλητως καταδικασθείς εις ποινήν φυλακίσεως επί ταις εις βαθμόν πλημμελήματος κολαζομέναις πράξεσι κλοπής (άρθρα 372 και 373 Π.Κ.), απάτης (άρθρον 386 Π.Κ.), υπεξαιρέσεως κοινής ή εν τη υπηρεσία (άρθρα 375 και 258 Π.Κ.), εκβιάσεως (άρθρον 385 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρον 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρον 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και καταχρήσεως ενσήμων (άρθρον 218 Π.Κ.), ψευδούς βεβαιώσεως και νοθεύσεως (άρθρον 242 Π.Κ.), ψευδορκίας και ψευδούς ανωμότου καταθέσεως (άρθρα 224 και 225 Π.Κ.), παραπλανήσεως εις ψευδορκίαν (άρθρον 228 Π.Κ.), απιστίας δικηγόρου (άρθρον 233 Π.Κ.), απιστίας περί την υπηρεσίαν (άρθρον 256 Π.Κ.), δωροδοκίας (άρθρα 235, 236 και 237 Π.Κ.), καταπιέσεως (άρθρον 244 Π.Κ.), συκοφαντικής δυσφημίσεως (άρθρον 363 Π.Κ.), υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρον 220 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρον 222 Π.Κ.) παραβιάσεως υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρον 252 Π.Κ. ), παραβιάσεως καθήκοντος (άρθρον 259 Π.Κ.), οιαδήποτε τοιαύτη κατά των ηθών (άρθρα 341 έως 353 Π.Κ.), ως και επί παραβάσει των νομοθεσιών περί ναρκωτικών και λαθρεμπορίας.
6. Ο τελών υπό απαγόρευσιν ή δικαστικήν αντίληψιν.
7. Ο κατόπιν δικαστικής αποφάσεως παυθείς εκ θέσεως δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. ένεκα ποινικής καταδίκης.
8. Ο δι` αποφάσεως του αρμοδίου Συμβουλίου δια πειθαρχικούς λόγους απολυθείς εκ θέσεως δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ.
9. Ο υπόδικος ο δι` οριστικού βουλεύματος παραπεμφθείς επί κακούργημα ή επί τινι των εν τω παρόντι άρθρω (παρ. 5) αναφερομένων πλημμελημάτων ως και δι` οριστικής αποφάσεως καταδικασθείς επί τινι των αυτών αδικημάτων μέχρι της εκδόσεως αμετακλήτου αθωωτικού βουλεύματος ή αποφάσεως.
10. Ο πάσχων εκ νόσου τινός καθιστώσης τούτον εμφανώς ανίκανον προς άσκησιν των συμβολαιογραφικών έργων, πιστοποιουμένης υπό της εκάστοτε αρμοδίας δια τους δημοσίους υπαλλήλους υγειονομικής Επιτροπής.
Άρθρον 23
Κρίσιμος χρόνος των προσόντων και κωλυμάτων
1. Τα κατά τας ανωτέρω διατάξεις προσόντα δέον να έχη ο υποψήφιος κατά την, δια της περί προκηρύξεως του διαγωνισμού αποφάσεως οριζομένην ημέραν ενάρξεως του διαγωνισμού και την ημέραν του διορισμού, τα δε κατά τας αυτάς διατάξεις κωλύματα δεν πρέπει να υφίστανται κατά τα αυτά χρονικά όρια.
2. Ειδικώς την κατά το άρθρον 20 νόμιμον ηλικίαν δέον να έχη ο υποψήφιος κατά τον εν τη προηγουμένη παραγράφω χρόνον ενάρξεως του διαγωνισμού.
Άρθρον 24
Διαγωνισμός υποψηφίων συμβολαιογράφων.
Σημ.: όπως το άρθρο 24,το οποίο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Ν. 834/1978 (Α 223), και αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1128/1981 (A 31), αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.4 του άρθρου 1 του Ν. 1653/1986 (Α 173), και με την παρ.5 δε του ίδιου άρθρου : ” Οι διατάξεις του π.δ. 218/1981 εξακολουθούν να ισχύουν κατά τα λοιπά”.
1. Για να διορισθεί κάποιος συμβολαιογράφος πρέπει να πετύχει σε διαγωνισμό.
2. Ο διαγωνισμός γίνεται ενώπιον επιτροπής που αποτελείται από τον πρόεδρο εφετών,τος εισαγγελέα εφετών και ένα συμβολαιογράφο,που έχει οριστεί από τον αναπληρωτή του από τον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο,μετά από έγγραφο του προέδρου εφετών. Τα μέλη της επιτροπής που είναι δικαστικοί λειτουργοί αναπληρούνται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Στην επιτροπή προεδρεύει ο πρόεδρος εφετών και σε περίπτωση κωλύματος και αναπλήρωσής του από εφέτη ο εισαγγελέας εφετών. Χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής.
3. Ο διαγωνισμός προκηρύσσεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και διενεργείται στην έδρα κάθε εφετείου κατά μήνα Μάρτιο, για την πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων που υπάρχουν στην περιφέρεια του εφετείου έως και την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
Η διάταξη του άρθρου τρίτου του ν. 1578/1985 εξακολουθεί να ισχύει.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται το ποσό που θα καταβάλει κάθε υποψήφιος στο γραμματέα της εξεταστικής επιτροπής για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό, καθώς και το ύψος της αποζημίωσης των μελών και του γραμματέα της επιτροπής. Το υπόλοιπο ποσό αποδίδεται εξίσου στο Ταμείο Νομικών και στο Ταμείο Ασφάλισης Συμβολαιογράφων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν. 1738/1987 (ΦΕΚ Α 200).
4. Επιτυχόντες ανακηρύσσονται και διορίζονται με την σειρά της συνολικής τους βαθμολογίας, που προκύπτει κατά τις κείμενες διατάξεις, τόσοι, όσες είναι οι κενές θέσεις σε κάθε ειρηνοδικείο. Σε περίπτωση ισοβαθμίας γίνεται μεταξύ των ισοβαθμούντων κλήρωση από την εξεταστική επιτροπή, σε δημόσια συνεδρίαση. Η βαθμολογία των υπολοίπων δεν ανακοινώνεται, δικαιούται όμως ο ενδιαφερόμενος να λάβει γνώση της βαθμολογίας του από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Σε περίπτωση κατά την οποία καταστεί για οποιονδήποτε λόγο οριστικά ανέφικτος διορισμός υποψηφίου καλείται για διορισμό στη θέση του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο επόμενος κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιος, ο οποίος έχει λάβει βαθμό επιδόσεως όχι μικρότερο της εκάστοτε οριζόμενης βάσεως. Οι διατάξεις του εδαφίου τούτου έχουν εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1996.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.23 άρθρ.3 Ν.2479/1997 (Α 67/6.5.1997
5. Οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό οφείλουν, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης, να δηλώσουν ότι αποδέχονται το διορισμό τους στο ειρηνοδικείο στο οποίο πέτυχαν και να προσκομίσουν μέσα στην ίδια προθεσμία τα απαραίτητα για το διορισμό τους δικαιολογητικά. Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρούνται ότι αποποιήθηκαν το διορισμό τους.
Άρθρον 25
Διορισμός Συμβολαιοργάφων
1. Ο διορισμός του συμβολαιογράφου γίνεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η απόφασις του διορισμού κοινοποιείται εντός τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεώς της δι` εγγράφου του Υπουργού Δικαιοσύνης, επιδιδομένου εις τον διοριζόμενον ή εις την κατοικίαν αυτού επί αποδείξει.
3. Εν τω εγγράφω τούτω τάσσεται και εύλογος προθεσμία μη δυναμένη να υπερβή τας τριακοντα ημέρας προς ορκωμοσίαν του διοριζομένου και ανάληψιν υπηρεσίας. Εν παραλείψει καθορισμού τοιαύτης προθεσμίας, θεωρείται ταχθείσα προθεσμία τριάκοντα ημερών.
4. Σημ.: όπως η παρ. 4 καταργήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 7 του Ν. 834/1978 (Α 223).
5. Η ανάληψις των καθηκόντων του συμβολαιογράφου βεβαιούται δι` εκθέσεως εμφανίσεως, συντασσομένης ενώπιον του γραμματέως του οικείου Πρωτοδικείου.
Άρθρον 26
Ορκωμοσία – ανάκλησις διορισμού
1. Ο διορισμός τελειτούται δια της δόσεως του όρκου.
2. Ο όρκος των συμβαλαιογράφων δίδεται εν δημοσία συνεδριάσει του αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δύναται όμως να δοθή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου οριζομένου υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Η απόφασις περί διορισμού ανακαλείται, εάν ο διορισθείς δεν απεδέχθη αυτόν είτε ρητώς είτε σιωπηρώς δια της απράκτου παρελεύσεως, υπαιτιότητι τούτου της κατά το προηγούμενον άρθρον προθεσμίας προς ορκωμοσίαν και ανάληψιν καθηκόντων.
4. Διορισμός γενόμενος κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος ανακαλείται αλλά πάντως ουχί μετά πάροδον διετίας από της δημοσιεύσεώς του, εκτός εάν ο διορισθείς προεκάλεσεν ή υπεβοήθησε τον παράνομον διορισμόν, οπότε η ανάκλησις χωρεί άνευ χρονικού περιορισμού.
5. Ο διορισθείς του οποίου ο διορισμός ανεκλήθη, κατά την προηγουμένην παράγραφον, υπέχει δι` ον χρόνον εξετέλεσε τα καθήκοντά του, τας ευθύνας του συμβολαιογράφου, αι δε πράξεις αυτού είναι έγκυροι.
Άρθρον 27
Μεταθέσεις Συμβολαιογράφων
Σημ.: όπως το άρθρο 27 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 834/1978 (Α 223).
1. Μετάθεσις συμβολαιογράφου από μιας Ειρηνοδικειακής περιφερείας εις ετέραν, επιτρέπεται τη αιτήσει του και εφ όσον ούτος κέκτηται τα εν άρθροις 19 και 20 αναφερόμενα προσόντα διορισμού εις την θέσιν ταύτην, ανεξαρτήτως ηλικίας. Κατ εξαίρεσιν η μετάθεσις Συμβολαιογράφων εις κενάς θέσεις των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς επιτρέπεται, εφ` οσον ο μετατιθέμενος κέκτηται έπι πλέον υπεροκταετή υπηρεσίαν Συμβολαιογράφον ή είναι σύζυγος μονίμου δημοσίου υπαλλήλου υπηρετούντος εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου ένθα ή κενή θέσις και εφ όσον δεν λειτουργεί αντίστοιχος δημοσία υπηρεσία της εις ην ούτος υπηρετεί, εις την Νομαρχιακήν περιφέρειαν ένθα ασκεί τα καθήκοντά του ο Συμβολαιογράφος σύζυγος και προς πλήρωσιγ μέχρι δύο θέσεων εν τη περιφερεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών και ανά μιας εις εκάστην των περιφερειών των Ειρηνοδικείων Θεσσαλονίκης και Πειραιώς καθ` έκαστον έτος Επίσης κατ` εξαίρεσιν δύνανται να μετατίθενται εις κενάς θέσεις συμβολαιογράφων από μιας Ειρηνοδικειακής περιφερείας εις ετέραν και εντός έδρας Πρωτοδικείου, πλην Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης οι υπηρετούντες ήδη Συμβολαιογράφοι έστω και αν ούτοι δεν εχουν τα προσόντα των άρθρων 19 και 20,κεκτημένοι ή αποκτώντες υπερδεκαετή υπηρεσίαν συμβολαιογράφου.Ομοίως κατ`εξαίρεσιν δύνανται να μετατίθενται εις κενάς θέσεις συμβολαιογράφων Είρηνοδικείων, κειμένων εκτός έδρας Πρωτοδικείου και εχόντων εδραν κωμόπολιν με κατοίκους ουχί περισσοτέρους των 5.000 και συμβολαιογράφοι εν υπηρεσία έστω και αν ούτοι δεν εχουν τα προσόντα των άρθρων 19 και 20. Η μετάθεσις Συμβολαιογράφων προς πλήρωσιν κενών θέσεων εις τας περιφερείας των Ειρηνοδικείων Καλλιθέας, Ν.Ιωνίας,Περιστερίου, Αμαρουσίου, Χαλανδρίου,δεν επιτρέπεται.
2. Συμβολαιογράφοι, σύζυγοι αναπήρων πολέμου εχόντων αναπηρίαν 67% και άνω, δύνανται να μετατίθενται προς πλήρωσιν κενών θέσεων εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τηρουμένων των τιθεμένων υπό της προηγουμένης παραγράφου προυποθέσεων, έστω και εάν ούτοι δεν εχουν τα προσόντα άρθρων 19 και 20.
3.Η αίτηση περί μεταθέσεως υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης από 12 μέχρι 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους επί ποινή απαραδέκτου αυτής, αναφέρεται δε σε συγκεκριμένη κενή θέση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 13 του Ν. 1738/1987 (Α 200).
4. Επί των αιτήσεων μεταθέσεως αποφασίζει το συμβούλιο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η προς πλήρωση θέση, το μήνα Οκτώβριο, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η μετάθεση είναι υποχρεωτική για τον αιτούντα και εκτελείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 13 του Ν. 1738/1987 (Α 200).
5. Ο μετατιθέμενος οφείλει να μεταβεί υποχρεωτικά στη νέα του θέση μέσα σε 30 ημέρες από την κοινοποίηση σ` αυτόν της απόφασης για τη μετάθεσή του. Η αποχή από τα καθήκοντα στη νέα του θέση, μετά τη λήξη της πιο πάνω προθεσμίας, επισύρει την ποινή του άρθρου 42 του ν. 670/ 1977.
Σημ.: όπως η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με την παρ.6 του άρθρου 13 του Ν. 1738/1987 (Α 200).
6. Επιτρέπεται οποτεδήποτε ή αμοιβαία μετάθεσις συμβολαιογράφων εδρευόντων εις κωμοπόλεις, εχούσας πληθυσμόν μέχρι 5.000 κατοίκων και κειμένας εκτός έδρας Πρωτοδικείου, κατόπιν αιτήσεως αμφοτέρων των ενδίαφερομένων. Αι διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος Άρθρου εχουν ανάλογον έφαρμογην και επί του προκειμένου.
Άρθρον 28
Αδειαι απουσίας.
1. Πας Συμβολαιογράφος δικαιούται να λάβη καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονικήν άδειαν απουσίας δύο μηνών, συναπτώς ή τμηματικώς και ενός εισέτι μηνός, εάν συντρέχη εύλογος αιτία.
2. Η κανονική άδεια χορηγείται υπό του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών, επί τη αιτήσει του Συμβολαιογράφου εν η καθορίζει την ημέραν ενάρξεως αυτής και υποδεικνύει τον αναπληρωτήν αυτού. “Κατά το χρονικό διάστημα από 1 Αυγούστου μέχρι 31 Αυγούστου ο συμβολαιογράφος μπορεί να πάρει κανονική άδεια απουσίας μέχρι 30 ημέρες εφ` άπαξ ή τμηματικά χωρίς να χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, να διοριστεί αναπληρωτής του. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του οικείου συλλόγου ορίζεται αριθμός συμβολαιογράφων τουλάχιστον 15%, των υπηρετούντων στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου, οι οποίοι θα παραμένουν υποχρεωτικά κατά την περίοδο αυτή στην έδρα τους. Οπου υπηρετούν λιγότεροι από πέντε συμβολαιογράφοι θα παραμένει τουλάχιστον ένας. Κάθε συμβολαιογράφος που δε βρίσκεται σε άδεια κατά την παραπάνω χρονική περίοδο μπορεί να οριστεί αναπληρωτής οποιουδήποτε συμβολαιογράφου της ίδιας περιφέρειας, ο οποίος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας. Αντίγραφο του εγγράφου της άδειας υποβάλλει ο ίδιος ο συμβολαιογράφος στο συμβολαιογραφικό σύλλογο της περιφέρειάς του, ορίζοντας συγχρόνως με έγγραφη δήλωσή του τον αναπληρωτή του από αυτούς που παραμένουν στην έδρα τους. Σε περίπτωση που δεν ορίσει ειδικά αναπληρωτή του, τον ορίζει κατά περίπτωση ο σύλλογος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
3. Η κυοφορούσα Συμβολαιογράφος δικαιούται τη αιτήσει της να απέχη της εκτελέσεως των καθηκόντων της από της ενάρξεως του 8ου μηνός κυήσεως, χορηγουμένης αυτή προς τούτο αδείας. Η άδεια αύτη τη αιτήσει της, παρατείνεται επί δίμηνον μετά τον τοκετόν.
4. Εν τη δηλώσει του Συμβολαιογράφου ότι επιθυμεί την επιμόρφωσιν του εν τη ημεδαπή ή αλλοδαπή χορηγείται εις τούτον εκπαιδευτική άδεια μέχρι 2 ετών υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο λαβών εκπαιδευτικήν άδειαν αναπληρούται κατά τας κειμένας διατάξεις.
Άρθρον 29
Αναρρωτικαί άδειαι
1. Εις τους Συμβολαιογράφους ασθενούντας ή χρήζοντας αναρρώσεως χορηγείται υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια επί τη βάσει γνωματεύσεως της Πρωτοβαθμίου δια τους δημοσίους υπαλλήλους Υγειονομικής Επιτροπής. Η αναρρωτική άδεια εν συνεχεία χορηγουμένη δεν δύναται να υπερβή τους 12 μήνες.
2. Ο αρμόδιος Πρόεδρος Πρωτοδικών ορίζει τον αναπληρωτήν κατά τα εν παραγράφω 2 του προηγουμένου άρθρου οριζόμενα.
Άρθρον 30
Αργία
1. Ο στερηθείς της προσωπικής ελευθερίας συνεπεία βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως Συμβολαιογράφος, τελεί αυτοδικαίως εις κατάστασιν αργίας. Εκλιπόντος του λόγου, δι` ον η αργία, ο Συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδικαίως εις την ενέργειαν.
2. Δύναται να τεθή εις κατάστασιν αργίας ο Συμβολαιογράφος όστις παρεπέμφθη τελεσιδίκως δι` έγκλημα δυνάμενον να επισύρη αποστέρησιν των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, ή ο καθ` ου υφίσταται εκκρεμής πειθαρχική δίωξις δι` αδίκημα δυνάμενον να επισύρη την ποινήν της οριστικής παύσεως. Η θέσις εις αργίαν γίνεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά προηγουμένην απόφασιν του αρμοδίου Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου επιλαμβανομένου κατόπιν ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης, άρχεται δε η κατάστασις της αργίας από της επομένης της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Η κατάστασις της αργίας παύει από της κοινοποιήσεως της περί ταύτης αποφάσεως. Δεν απαιτείται έκδοσις αποφάσεως και ο Συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδικαίως εις την ενέργειαν εάν εξεδόθη αμετάκλητος απαλλακτική απόφασις ή αμετάκλητον απαλλακτικόν βούλευμα ή τελεσίδικος απαλλακτική πειθαρχική απόφασις. Περί της αυτοδικαίας ταύτης επανόδου εις την ενέργειαν του Συμβολαιογράφου συντάσσεται διαπιστωτική πράξις.
3. Η κατάστασις αργίας του Συμβολαιογράφου επιβάλλει εις τούτον την υποχρέωσιν όπως απέχη της ασκήσεως των έργων του Συμβολαιογράφου, εφ` όσον χρόνον δε διαρκεί αύτη ορίζεται αυτεπαγγέλτως υπό του Προέδρου Πρωτοδικών αναπληρωτής. Η παράβασις της υποχρεώσεως ταύτης αποτελεί βαρύ πειθαρχικόν παράπτωμα.
Άρθρον 31
Παύσις Συμβολαιογράφου
1. Εκτός της περιπτώσεως της κατά τας διατάξεις του Πειθαρχικού Δικαίου επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως ένεκα βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος, ο Συμβολαιογράφος παύεται εάν καταδικασθή αμετακλήτως επί κακουργήματι ή εις ποινήν φυλακίσεως επί τινι των εν 22 παρ. 5 του παρόντος πλημμελημάτων.
2. Περί της κατά την προηγουμένην παράγραφον παύσεως αποφασίζει το δια την επιβολήν της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως αρμόδιον Δικαστήριον. Η κίνησις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σχετικής διαδικασίας είναι υποχρεωτική ανήκει δε εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης.
3. Κινηθείσης της διαδικασίας προς παύσιν Συμβολαιογράφου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει εν εκ των μελών του δικαστηρίου ως εισηγητήν, ο οποίος συλλέγει τα αναγκαία στοιχεία προς βεβαίωσιν του λόγου δι` ον εισάγεται προς παύσιν ο Συμβολαιογράφος, δυνάμενος να εξετάση μάρτυρας και να παραγγείλη την διενέργειαν πραγματογνωμοσύνης. Ο εισηγητής καλεί τον εισαγόμενον προς παύσιν ίνα παράσχη εξηγήσεις, μεθ` ο συντάσσει και υποβάλλει εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου εμπεριστατωμένην έκθεσιν περιέχουσαν και την επί της ουσίας γνώμην αυτού.
4. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει δικάσιμον. εις ην καλείται ο προς παύσιν εισαγόμενος Συμβολαιογράφος, δια κλήσεως περιεχούσης τον λόγον της εισαγωγής του προς παύσιν ως και εν λεπτομερεία τα συνιστώντα τον λόγον τούτον πραγματικά περιστατικά. Η κλήσις επιδίδεται κατά τας διατάξεις του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της ορισθείσης δικασίμου. Η συζήτησις γίνεται εν δημοσία συνεδριάσει, και ο εισαγόμενος προς παύσιν δύναται να παρίσταται και δια ή μετά πληρεξουσίου.
5. Το δικαστήριον προβαίνει εις γενικωτέραν εκτίμησιν της καθ` όλου υπηρεσίας και συμπεριφοράς του εισαγομένου προς παύσιν Συμβολαιογράφου. Η απόφασις του δικαστηρίου, δημοσιευομένη εν δημοσία συνεδριάσει αυτού, επιδίδεται εις τον εισαχθέντα προς παύσιν και υποβάλλεται εν αντιγράφω εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης. Εάν δια της αποφάσεως απαγγέλλεται η παύσις του Συμβολαιογράφου αύτη επέρχεται από της επομένης της επιδόσεως της αποφάσεως εις τον παυθέντα, εκδίδεται δε περί τούτου διαπιστωτική απόφασις η οποία δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξις του άρθρου 93 παράγραφος 2 του παρόντος εφαρμόζεται και εν προκειμένω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ
Άρθρον 32
Αποχώρησις λόγω ορίου ηλικίας
1. Ο Συμβολαιογράφος αποχωρεί υποχρεωτικώς της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει του 70ου έτους της ηλικίας του, αποδεικνυομένου κατά τα εν άρθρω 20 του παρόντος οριζόμενα.
2. Ως ημερομηνία γεννήσεως δια την εφαρμογήν της παραγράφου 1 λογίζεται η 31 Δεκεμβρίου του έτους της γεννήσεως του αποχωρούντος εφ` όσον δεν υφίσταται ληξιαρχική πράξις γεννήσεως αρχήθεν συντεταγμένη. Ο αποχωρών από της συμπληρώσεως του κατά τα ανωτέρω ορίου ηλικίας παύει αυτοδικαίως ασκών τα καθήκοντα του, περί της αυτοδικαίας αποχωρήσεως εκδίδεται διαπιστωτική απόφασις δημοσιευομένη εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 33
Αποχώρησις λόγω νόσου
1. Εάν ο Συμβολαιογράφος καταστή προ τη συμπληρώσεως του κατά το προηγούμενον άρθρον ορίου ηλικίας ανίκανος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του, ένεκα νόσου ή εξασθενήσεως του σώματος ή του νου και η ανικανότης αύτη διήρκεσεν ή μέλλει να διαρκέση πλέον του έτους αποχωρεί υποχρεωτικώς της υπηρεσίας.
2. Η ανικανότης διαπιστούται υπό της αρμοδίας κατά τας σχετικάς διατάξεις του Κώδικος δημοσίων υπαλλήλων δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, αποφαινομένης κατόπιν παραπομπής υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης, δυναμένης να προκληθή και τη αιτήσει του Συμβολαιογράφου. Περί της κατά τας προηγουμένας παραγράφους υποχρεωτικής αποχωρήσεως λόγω νόσου αποφασίζει αμετακλήτως το κατά το άρθρον 54 του παρόντος δικαστήριον των Εφετών. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης προκαλεί εντός δέκα πέντε ημερών από της υποβολής εις το Υπουργείον της αποφάσεως του αρμοδίου Δικαστηρίου, την σχετικήν απόφασιν. Μετά παρέλευσιν 30 ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ο εις ον αφορά αύτη Συμβολαιογράφος θεωρείται απολυθείς και εάν δεν εκοινοποιήθη εις αυτόν το σχετικόν έγγραφον.
Άρθρον 34
Παραίτησις
1. Ο Συμβολαιογράφος δικαιούται να παραιτηθή υποβάλλων εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης έγγραφον περί τούτου αίτησιν, ήτις γίνεται υποχρεωτικώς δεκτή δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης εντός δύο μηνών το βραδύτερον από της υποβολής της. Μετά παρέλευσιν 30 ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, ο εις ον αφορά Συμβολαιογράφος θεωρείται αποβαλών την ιδιότητα και εάν δεν εκοινοποιήθη εις αυτόν το σχετικόν έγγραφον.
2. Παρελθούσης απράκτου τριμήνου προθεσμίας, από της υποβολής της εν παραγράφω 1 εγγράφου παραιτήσεως, ο παραιτηθείς παύει ασκών τα καθήκοντά του, θεωρείται δε ως κοινοποιηθείσα αυτώ η αποδοχή της παραιτήσεώς του ευθύς ως παρέλθη η τελευταία ημέρα του τριμήνου.
3. Ανάκλησις της παραιτήσεως χωρεί, εφ` όσον η περί ταύτης έγγραφος αίτησις ήθελεν υποβληθή εις το Υπουγργείον Δικαιοσύνης προς της δημοσιεύσεως της περί αποδοχής παραιτήσεως αποφάσεως ή προ της παρόδου τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής της παραιτήσεως, εις ην περίπτωσιν η περί αποδοχής της πράξις δεν έχει δημοσιευθή.
Άρθρον 35
Δωσιδικία
1. Οι συμβολαιογράφοι δωσιδικούν δια μεν τα πλημμελήματα αυτών ενώπιον του κατά την παράγραφον 6 του άρθρου 111 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αρμοδίου Εφετείου, δια δε τα πταίσματα ενώπιον του κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 112 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
2. Αι διατάξεις του άρθρου 322 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρον 36
Ασυμβίβαστα
1. Τα έργα του συμβολαιογράφου είναι ασυμβίβαστα προς πάσαν δημοσίαν υπηρεσίαν ή υπηρεσίαν εις οργανισμόν τοπικής αυτοδιοικήσεως, εις έτερον Ν.Π.Δ.Δ. ή δημοσίαν επιχείρησιν ή οργανισμόν κοινής ωφελείας.
2. Κατ` εξαίρεσιν δεν είναι ασυμβίβαστα προς τα έργα του συμβολαιογράφου η διδασκαλία νομικών ή παρεμφερών μαθημάτων εις οιασδήποτε Σχολάς, η συμμετοχή εις συμβούλια και επιτροπάς Φιλανθρωπικών και αγαθοεργών Ιδρυμάτων και Σωματείων. Ομοίως επιτρέπεται η ανάθεσις εις συμβολαιογράφον διοικητικών καθηκόντων είτε παραλλήλως προς τα κύρια αυτού έργα είτε κατ` αποκλειστικότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Άρθρον 37
Αριθμός θέσεων Συμβολαιογράφων
1. Ο αριθμός των θέσεων συμβολαιογράφων σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη των οικείων συμβολαιογραφικών συλλόγων και των οικείων εισαγγελέων εφέδρων και πρωτοδικών. Μεταβολή του αριΘμού αφού δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει διετία από την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 1 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
2. Εις περίπτωσιν αυξήσεως του αριθμού των υφισταμένων θέσεων Συμβολαιογράφων, αύτη κατ` ελάχιστον όριον ορίζεται εις 1 θέσιν και κατ` ανώτατον όριον δεν δύναται να υπερβή το 8 % τούτων. Εις περίπτωσιν δε μειώσεως του αριθμού των θέσεων Συμβολαιογράφων οι τυχόν επί πλέον υπηρετούντες διατηρούνται ως υπεράριθμοι, καταλαμβάνοντες αυτοδικαίως τας εκάστοτε κενουμένας θέσεις της αυτής Ειρηνοδικειακής περιφερείας μέχρις απορροφήσεώς των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Άρθρον 38
Επιθεώρηση Συμβολαιογραφείων
1. Η επιθεώρησις των Συμβολαιογραφείων ενεργείται υπό του κατά τόπον αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών συμφώνως προς τας περί επιθεωρήσεως των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών ισχυούσας εκάστοτε διατάξεις.
2. Ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών πλην των τακτικών επιθεωρήσεων των Συμβολαιογραφείων δικαιούται να ενεργή και εκτάκτους επιθεωρήσεις αυτών.
3. Διαθήκαι ζώντος του διαθέτου δεν δύναται να αποτελούν αντικείμενον της επιθεωρήσεως.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 39
Έννοια πειθαρχικού αδικήματος
1. Πάσα υπαίτιος και καταλογιστή πράξις ή συμπεριφορά εν γένει του Συμβολαιογράφου αντικειμένη προς τας εκ των κειμένων διατάξεων υποχρεώσεις ή ούσα ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα αυτού συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα τιμωρούμενον κατά τας διατάξεις του παρόντος.
2. Αι υποχρεώσεις των Συμβολαιογράφων προσδιορίζονται υπό των γενικών και ειδικών διατάξεων των αναφερομένων εις την άσκησιν του λειτουργήματός των, εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν των Συμβολαιογραφείων ως και εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν αυτών.
3. Αι νομίμως διδόμεναι εις τους Συμβολαιογράφους εγκύκλιοι οδηγίαι ή διαταγαί επί αντικειμένων, αναφερομένων εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν των Συμβολαιογραφείων ως και εις την υπηρεσιακήν κατάστασιν των Συμβολαιογράφων δημιουργούν υποχρεώσεις δι` αυτούς.
Άρθρον 40
Πειθαρχικά αδικήματα
Πειθαρχικά αδικήματα των Συμβολαιογράφων αποτελούν:
α) Πάσα παράβασις των υπό του νόμου και λοιπών κανονιστικών διατάξεων ή εγκυκλίων διαταγών επιβαλλομένων εις αυτούς καθηκόντων ή απαγγελομένων απαγορεύσεων των συνδεομένων προς την υπηρεσιακήν κατάστασιν αυτών.
β) Πάσα παράβασις των υπό του νόμου και λοιπών κανονιστικών διατάξεων επιβαλλομένων κανόνων περί ασκήσεως του λειτουργήματος των και των συναφών προς τούτο υπηρεσιακών ενεργειών.
γ) Πάσα παραβίασις των σχετικών προς την οργάνωσιν και λειτουργίαν των Συμβολαιογραφείων κανόνων.
δ) Πάσα εν υπηρεσία μη αξιοπρεπής ή ασυμβίβαστος προς την ιδιότητα του Συμβολαιογράφου ως αμίσθου δικαστικού λειτουργού ενέργεια ή συμπεριφορά ήτις καταρρίπτει το κύρος αυτού ή θίγει το γόητρον του Σώματος.
Άρθρον 41
Πειθαρχικαί ποιναί.
Πειθαρχικαί ποιναί είναι:
α) Εγγραφος επίπληξις.
β) Πρόστιμον από 1.000 μέχρι 20.000 δραχμών.
γ) Προσωρινή παύσις από 15 ημερών μέχρι τριών μηνών και
δ) Οριστική παύσις.
Άρθρον 42
Επιβολή ποινής οριστικής παύσεως
Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως δύναται να επιβληθή:
α) εις ιδιαιτέρως βαρείας περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία ως εκ των συνθηκών διαπράξεώς των και του διαπιστουμένου βαθμού υπαιτιότητος του διωκομένου μαρτυρούν έλλειψιν παρ` αυτώ συνειδήσεως των βασικών αυτού υποχρεώσεων και
β) εις περίπτωσιν αδικαιολογήτου αποχής από της εκτελέσεως των καθηκόντων πέραν του διμήνου.
Άρθρον 43
Πειθαρχικόν αδίκημα κατ` εξακολούθησιν
Πλείονες πράξεις συνιστώσαι εξακολούθησιν ενός και του αυτού αδικήματος θεωρούνται ως ενιαίον σύνολον, η βαρύτης του οποίου λαμβάνεται υπ` όψιν δια τον καθορισμόν και την επιμέτρησιν της ποινής.
Άρθρον 44
Απαγόρευσις δευτέρας διώξεως δια το αυτό αδίκημα
1. Ουδείς διώκεται εκ δευτέρου δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα, τυχόν δε ασκηθείσα νέα πειθαρχική αγωγή δια τούτο κηρύσσεται απαράδεκτος.
2. Δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα μία και μόνη πειθαρχική ποινή είναι δυνατόν να επιβληθή.
Άρθρον 45
Καθορισμός και επιμέτρησις της ποινής
1. Διαπιστωθέντος και καταλογισθέντος πειθαρχικού αδικήματος η επιβλητέα ποινή και η επιμέτρησις αυτής εντός των υπό του νόμου διαγραφομένων ορίων προσδιορίζονται:
α) Εκ της βαρύτητος του αδικήματος και δη των συνεπειών τας οποίας τούτο είχεν ως και του αντικτύπου επί της αψόγου ασκήσεως των έργων του Συμβολαιογράφου και του γοήτρου του Σώματος.
β) Εκ της εντάσεως του δόλου ή του βαθμού αμελείας του διωκομένου.
γ) Εκ των περιστάσεων, υφ` ας ετελέσθη το αδίκημα και των εν γένει κρατουσών συνθηκών.
δ) Εκ της πείρας του διωκομένου Συμβολαιογράφου.
2. Προκειμένου περί όλως ελαφρού, κατά την κρίσιν του πειθαρχικού Συμβουλίου αδικήματος οφειλομένου εις αμέλειαν του διωκομένου δύναται τούτο να μείνη ατιμώρητον μετ` εκτίμησιν και των συνθηκών υφ` ας ετελέσθη, γενομένης πάντως ειδικής μνείας περί τούτου εν τη αποφάσει.
Άρθρον 46
Συνολική ποινή
1. Επί συρροής πλειόνων συνεκδικαζομένων πειθαρχικών αδικημάτων, μετά τον δια της πειθαρχικής αποφάσεως προσδιορισμόν της εις έκαστον των συρρεόντων αδικημάτων προσηκούσης ποινής, επιβάλλεται μία συνολική ποινή, αποτελουμένη εκ της βαρυτέρας των προσδιορισθεισών, επαυξανομένης κατά την κρίσιν του πειθαρχικού Συμβουλίου μέχρι του ανωτάτου ορίου αυτής, εφ` όσον συντρέχει περίπτωσις.
2. Πλείονες ποιναί συναφών πειθαρχικών αδικημάτων κεχωρισμένως εκδικασθέντων, συγχωνεύονται κατά την εκδίκασιν του τελευταίου εις μίαν ποινήν. Ως τοιαύτη λαμβάνεται η εκ των επί μέρους ποινών βαρυτέρα, επαυξανομένη αναλόγως κατά τα εν τη παραγράφω 1 οριζόμενα. Η τυχόν απότισις ποινής τινός εκ των επί μέρους αφαιρείται από της συνολικής τοιαύτης.
Άρθρον 47
Υποτροπή
1. Εφ` όσον εις Συμβολαιογράφον επεβλήθη ποινή προστίμου ή προσωρινής παύσεως, η υπ` αυτού προ της διαγραφής της ποινής ταύτης κατ` άρθρον 89 διάπραξις ετέρου πειθαρχικού αδικήματος συνιστά υποτροπήν.
2. Εις περίπτωσιν υποτροπής το πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται είτε να επαυξήση την επιβλητέαν νέαν πειθαρχικήν ποινήν μέχρι του ανωτάτου ορίου αυτής, εφ` όσον συντρέχει περίπτωσις, είτε, εφ` όσον εκτιμήση ως ιδιαιτέρως επιβαρυντικήν την καθ` υποτροπήν διάπραξιν του νεωτέρου αδικήματος, να κρίνη ως επιβλητέαν βαρυτέραν πειθαρχικήν ποινήν, μέχρι και της οριστικής παύσεως.
Άρθρον 48
Διάρκεια πειθαρχικής εξουσίας
1. Η επί του Συμβολαιογράφου πειθαρχική εξουσία γεννάται από της τελειώσεως του διορισμού, εκλείπει δε δια της καθ` οιονδήποτε τρόπον αποχωρήσεως αυτού εκ της υπηρεσίας.
2. Πράξεις τελεσθείσαι κατά την διάρκειαν προγενεστέρας δημοσίας υπηρεσίας του Συμβολαιογράφου τιμωρούνται πειθαρχικώς εφ` όσον συνιστούν και κατά τας διατάξεις του παρόντος πειθαρχικά αδικήματα και δεν παρήλθεν ο δια ταύτας οριζόμενος χρόνος παραγραφής. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο τυχόν εκτός υπηρεσίας χρόνος, εφ` όσον ούτος δεν υπερβαίνει την πενταετίαν δεν υπολογίζεται δια την συμπλήρωσιν της παραγραφής.
3. Η παρά Συμβολαιογράφου τέλεσις κατά τον προ του διορισμού του χρόνον μη νομίμου πράξεως σχέσιν εχούσης προς τας προϋποθέσεις διορισμού εις την θέσιν ταύτην ή την συμμετοχήν του εις τον διαγωνισμόν συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα τιμωρούμενον κατά τας διατάξεις του παρόντος. Ο χρόνος της παραγραφής άρχεται από του διορισμού.
Άρθρον 49
Λόγοι μη αίροντες την πειθαρχικήν ευθύνην
Η καθ` οιονδήποτε τρόπον άρσις του ποινικώς κολασίμου της πράξεως ή η μεταβολή των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμον της πράξεως.
Άρθρον 50
Εξάλειψις του αξιοποίνου
1. Τα πειθαρχικά αδικήματα των Συμβολαιογράφων παραγράφονται μετά πενταετίαν από της τελέσεώς των.
2. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται δια της εγέρσεως της πειθαρχικής αγωγής, ο χρόνος όμως της αναστολής ταύτης δεν δύναται να υπερβή τα δύο έτη μέχρις εκδόσεως οριστικής επί της πειθαρχικής διώξεως αποφάσεως.
3. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται δια της τελέσεως ετέρου πειθαρχικού αδικήματος αποσκοπούντος εις την απόκρυψιν του πρώτου ή την ματαίωσιν της εγέρσεως της ένεκα εκείνου πειθαρχικής αγωγής.
4. Πειθαρχικόν αδίκημα αποτελούν συγχρόνως και ποινικόν δεν παραγράφεται προ της παρελεύσεως του προς παραγραφήν του τελευταίου οριζομένου χρόνου. Επί τοιούτων πειθαρχικών αδικημάτων αι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αποτελούν λόγον αναστολής της παραγραφής τούτων.
Άρθρον 51
Λήξις της πειθαρχικής ευθύνης
1. Ο καθ` οινδήποτε τρόπον αποχωρήσας της υπηρεσίας Συμβολαιογράφος δεν διώκεται πειθαρχικώς. Η τυχόν όμως προ της αποχωρήσεώς του αρξαμένη δια της εγέρσεως της πειθαρχικής αγωγής πειθαρχική δίκη συνεχίζεται, εξαιρουμένης της περιπτώσεως του θανάτου, μέχρι της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως.
2. Η τυχόν κατά την ως άνω διαδικασίαν εκδιδομένη καταδικαστική απόφασις παραμένει ανεκτέλεστος, επιδίδεται δε πάντως εις τον τιμωρηθέντα και τίθεται εν τω ατομικώ αυτού φακέλλω.
3. Η αποδοχή της μετά την έγερσιν πειθαρχικής αγωγής υποβληθείσης υπό του διωκομένου παραιτήσεως δεν είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν.
Άρθρον 52
Μεταβολή νομοθετικού καθεστώτος
1. Η μετά την διάπραξιν πειθαρχικού αδικήματος μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος του διέποντος την συνιστώσαν τούτο πράξιν, ως εκ της οποίας αύτη δεν αποτελεί πλέον παράβασιν υποχρεώσεως ή ασυμβίβαστον προς την ιδιότητα του Συμβολαιογράφου διαγωγήν, επιφέρει εξάλειψιν της πειθαρχικής ευθύνης δια το εν λόγω αδίκημα.
2. Εφ` όσον ο νεώτερος νόμος επιβάλλει ηπιωτέραν υποχρέωσιν η πειθαρχική ευθύνη του διωκομένου κρίνεται επί τη βάσει του νεωτέρου νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑΙ ΔΙΑΚΑΙΟΔΟΣΙΑΙ
Άρθρον 53
Όργανα ασκήσεως πειθαρχικής δικαιοδοσίας
1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία επί των Συμβολαιογράφων προς κρίσιν των υπ` αυτών τελουμένων πειθαρχικών αδικημάτων και επιβολήν των υπό του παρόντος προβλεπομένων ποινών ασκείται υπό δικαστηρίων και πειθαρχικών Συμβουλίων.
2. Τα ασκούντα πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν δικαστήρια είναι τα Εφετεία υπό πενταμελή σύνθεσιν.
3. Τα ασκούντα πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν Συμβούλια είναι:
α) τα Τριμελή Πειθαρχικά Συμβούλια εις την έδραν εκάστου Πρωτοδικείου και
β) τα Πενταμελή Πειθαρχικά Συμβούλια εις την έδραν εκάστου Εφετείου.
Άρθρον 54
Αρμοδιότητες Δικαστηρίων
1. Τα πενταμελή εφετεία είναι αρμόδια δια την επιβολήν της ποινής της οριστικής παύσεως εις τους εν τη περιφερεία αυτών υπηρετούντας Συμβολαιογράφους.
2. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον δικαστήρια επιλαμβάνονται της κρίσεως βαρέων πειθαρχικών αδικημάτων και μόνον κατόπιν παραπομπής τούτων υπό των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Εάν το δικαστήριον κρίνη τελικώς τον Συμβολαιογράφον υπαίτιον του πειθαρχικού αδικήματος τιμωρητέον όμως δια ποινής κατωτέρας της οριστικής παύσεως, επιβάλλει την κατά την κρίσιν του προσήκουσαν ποινήν, μη δεσμευόμενον εκ της περί παραπομπής αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρον 55
Αρμοδιότητες Πειθαρχικών Συμβουλίων
1. Τα εις την έδραν εκάστου Πρωτοδικείου τριμελή Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια δια την εις πρώτον βαθμον κρίσιν των πειθαρχικών αδικημάτων των εις την περιφέρειαν του Πρωτοδικείου υπηρετούντων Συμβολαιογράφων και επιβολήν πασών των πειθαρχικών ποινών πλην της οριστικής παύσεως. Εν περιπτώσει μεταθέσεως του Συμβολαιογράφου εις θέσιν κειμένην εν τη περιφερεία άλλου Πρωτοδικείου προ της εκδόσεως οριστικής εις πρώτον βαθμόν αποφάσεως επί ασκηθείσης ήδη πειθαρχικής αγωγής, το επιληφθέν Πειθαρχικόν Συμβούλιον εξακολουθεί να έχη αρμοδιότητα προς εκδίκασιν της πειθαρχικής ταύτης υποθέσεως.
2. Τα εις την έδραν εκάστου Εφετείου Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια εις δεύτερον βαθμόν προς κρίσιν εφέσεων κατ` αποφάσεων των κατά την προηγουμένην παράγραφον τριμελών Πειθαρχικών Συμβουλίων της περιφερείας του Εφετείου.
Άρθρον 56
Σύνθεσις Πειθαρχικών Δικαστηρίων
Τα Πενταμελή Εφετεία προς άσκησιν της κατά τον παρόντα νόμον πειθαρχικής δικαιοδοσίας των συντίθενται κατά τας σχετικάς διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρον 57
Σύνθεσις Πειθαρχικών Συμβουλίων
1. Το Τριμελές Πειθαρχικόν Συμβούλιον συντίθεται εκ του Προέδρου Πρωτοδικών και επί πλειόνων υπηρετούντων παρά τω Πρωτοδικείω εκ του αρχαιοτέρου και εκ δύο Πρωτοδικών καλουμένων κατά σειράν αρχαιότητος.
2. Το Πενταμελές Πειθαρχικόν Συμβούλιον συντίθεται εκ του Προέδρου Εφετών και επί πλειόνων υπηρετούντων παρά τω Εφετείω εκ του αρχαιοτέρου και εκ τεσσάρων εφετών καλουμένων κατά σειράν αρχαιότητος.
3. Οι Πρόεδροι των κατά τας προηγουμένας παραγράφους Συμβουλίων αναπληρούνται εν περιπτώσει ελλείψεως, απουσίας ή κωλύματος υπό των νομίμων αναπληρωτών των. Γραμματεύς εκάστου των ως άνω Συμβουλίων ορίζεται υπό του Προέδρου δικαστικός υπάλληλος, εκ των υπηρετούντων παρά τω οικείω Δικαστηρίω.
4. Των κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου Πειθαρχικών Συμβουλίων μετέχει άνευ ψήφου ανά εις Συμβολαιογράφος οριζόμενος κατ` έτος μετά του αναπληρωτού του υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
Άρθρον 58
Κωλύματα συμμετοχής.
1. Δεν δύναται να μετάσχουν Πειθαρχικού Συμβουλίου ή Δικαστηρίου προς εκδίκασιν ωρισμένης πειθαρχικής υποθέσεως:
α) Οι καθ` ων εστρέφετο το πειθαρχικόν αδίκημα.
β) Οι κατ` ευθείαν γραμμήν εξ αίματος απεριορίστως, ή εκ πλαγίου μέχρι και του τετάρτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι και του δευτέρου βαθμού συγγενείς ως και ο σύζυγος του διωκομένου ή του καθ` ου εστρέφετο το αδίκημα.
γ) Ο ενεργήσας επί της αυτής πειθαρχικής υποθέσεως ανάκρισιν.
δ) Οι εν τη αυτή υποθέσει εξετασθέντες ως μάρτυρες.
ε) Οι εις την ποινικήν δίκην δια την αυτήν πράξιν συμμετασχόντες δικασταί.
στ) Οι συνδεόμενοι δι` ιδιαιτέρας φιλίας ή ευρισκόμενοι εις οξείαν αντίθεσιν προς τον εγκαλούμενον ή έχοντες ιδιαιτέραν σχέσιν προς την κρινομένην υπόθεσιν, ως εκ της οποίας δύναται να δημιουργηθή αμφιβολία περί το αμερόληπτον αυτών.
2. Οι συμμετασχόντες του εις πρώτον βαθμόν κρίνοντος Συμβουλίου κωλύονται της συμμετοχής εις την κατ` έφεσιν δίκην.
3. Δεν είναι επιτρεπτή η εξαίρεσις τόσων μελών, ώστε να μη καθίσταται δυνατή η σύνθεσις του Συμβουλίου εκ των υπολοίπων.
4. Ο δικαστικός λειτουργός εν τω προσώπω του οποίου συντρέχει περίπτωσις αποκλεισμού του, εκ των εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις αναφερομένων υπέχει τας εκ του άρθρου 23 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, εφαρμοζομένου αναλόγως, απορρεούσας υποχρεώσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ
Άρθρον 59
Αυτοτέλεια πειθαρχικής δίκης
1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος πάσης άλλης.
2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχικήν. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται πάντως, εν όψει των συνθηκών της κρινομένης υποθέσεως, να διατάξη την αναστολήν μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης.
3. Αι εν αμετακλήτω αποφάσει ποινικού δικαστηρίου ή βουλεύματι διαπιστώσεις περί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας πραγματικών γεγονότων λαμβάνονται υπ` όψιν εν τη πειθαρχική δίκη ως εν τη ποινική.
4. Εκδιδομένης αμετακλήτου αθωωτικής ποινικής αποφάσεως δια την πράξιν τιμωρηθείσαν πειθαρχικώς δια ποινής προστίμου ή προσωρινής ή οριστικής παύσεως επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη ενώπιον του επιβαλόντος την πειθαρχικήν κύρωσιν Συμβουλίου ή Δικαστηρίου.
5. Ομοίως επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη εφ` όσον μετά την αθωωτικήν πειθαρχικήν απόφασιν εξεδόθη τελεσίδικος καταδικαστική ποινική απόφασις δια την αυτήν πράξιν, χαρακτηρισθείσαν ως πλημμέλημα ή κακούργημα.
Άρθρον 60
Δίωξις των πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Η δίωξις των πειθαρχικών παραπτωμάτων ενεργείται αυτεπαγγέλτως υπό του έχοντος το δικαίωμα τούτο και επί τη βάσει των περιεχομένων εις αυτό στοιχείων.
2. Τα τριμελή πειθαρχικά Συμβούλια επιλαμβάνονται υποθέσεως μόνον κατόπιν ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως υπό έχοντος τοιούτον δικαίωμα καθ` ωριρισμένον Συμβολαιογράφου. Τα πενταμελή πειθαρχικά Συμβούλια επιλαμβάνονται υποθέσεως μόνον κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου υπό των δικαιουμένων προς τούτο κατ` αποφάσεως Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τα πειθαρχικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέσεως μόνον κατόπιν παραπομπής εις αυτά της υποθέσεως ταύτης υπό των τριμελών πειθαρχικών Συμβουλίων.
Άρθρον 61
Μυστικότης διαδικασίας. Παράστασις πληρεξουσίου
1. Η ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων ως και των πειθαρχικών Δικαστηρίων προδικασία είναι μυστική. Η επ` ακροατηρίω διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών Δικαστηρίων γίνεται δημοσία ως και η δημοσίευσις της υπό τούτων λαμβανομένης αποφάσεως. Η κυρία διαδικασία ενώπιον των λοιπών Πειθαρχικών Συμβουλίων είναι μυστική.
2. Η πειθαρχική διαδικασία εις άπαντα αυτής τα στάδια διεξάγεται ατελώς. ύΕξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ, ούτε εις βάρος του πειθαρχικώς διωκομένου.
3. Κατά την ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων διαδικασίαν παράστασις δια ή μετά συνηγόρου δεν επιτρέπεται.
Άρθρον 62
Συνάφεια και συναιτιότης
1. Πλείονα πειθαρχικά αδικήματα φερόμενα ως διαπραχθέντα υπό του αυτού Συμβολαιογράφου δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενον πειθαρχικής διώξεως δια της ασκήσεως μιάς και μόνης πειθαρχικής αγωγής εφ` όσον παρουσιάζουν συνάφειαν. Η συνάφεια κρίνεται εκ του χρονικού, τοπικού ή άλλου συνδέσμου των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως εκάστου των αδικημάτων μεταξύ των. Εφ` όσον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κρίνει ότι η συνεκδίκασις των ως άνω αδικημάτων θέλει προξενήσει βλάβην προβαίνει εις τον χωρισμόν.
2. Πλείονα πειθαρχικά αδικήματα δι` α ησκήθησαν κεχωρισμένως πειθαρχικαί αγωγαί δύναται να συνεκδικασθούν υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφ` όσον είναι συναφή η δε συνεκδίκασις δεν προκαλεί βλάβην.
3. Διωκομένων πλειόνων ως συναιτίων δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα η πειθαρχική δίκη διεξάγεται ενιαίως ως προς άπαντας, ενώπιον του πρότερον επιληφθέντος Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρον 63
Εκθέσεις – Επιδόσεις
1. Περί της διενεργείας πάσης πράξεως της πειθαρχικής διαδικασίας συντάσσεται έκθεσις, εφ` όσον τούτο προβλέπεται ειδικώς υπό του παρόντος.
2. Πάσαι αι κλήσεις και προσκλήσεις προσώπων κατά την πειθαρχικήν διαδικασίαν, ως και αι κοινοποιήσεις εγγράφων, δι` ας προβλέπεται τούτο ρητώς, γίνονται δι` επιδόσεως, συντασσομένου σχετικού αποδεικτικού.
3. Επί των ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 148 έως 153 και 155 έως 163 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρον 64
Αρμοδιότης προς άσκησιν πειθαρχικής διώξεως
1. Αρμόδιος προς άσκησιν πειθαρχικής διώξεως κατά Συμβολαιογράφου είναι ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών εν τη περιφερεία του οποίου υπηρετεί ο διωκόμενος.
2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να παραγγείλη τον αρμόδιον Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκήση πειθαρχικήν δίωξιν κατά Συμβολαιογράφου επί συγκεκριμένη αιτία.
Άρθρον 65
Υποχρέωσις προς άσκησιν της πειθαρχικής διώξεως
1. Ο ασκών την πειθαρχικήν δίωξιν, λαμβάνων γνώσιν, είτε αμέσως εξ ιδίας αντιλήψεως ή εκ στοιχείων περιερχομένων ευθέως εις αυτόν, είτε κατόπιν αναφοράς ή γνωστοποιήσεως άλλης αρχής, περί της τελέσεως υπό Συμβολαιογράφου, υπαγομένου εις την κατά το προηγούμενον άρθρον αρμοδιότητα αυτού, πράξεως εμφανιζομένης ως συνιστώσης πειθαρχικόν αδίκημα, υποχρεούται εις άσκησιν πειθαρχικής αγωγής, εφ` όσον τα περιελθόντα εις γνώσιν αυτού περιστατικά δύνανται να στηρίξουν ταύτην.
2. Εάν τα περιεχόμενα εις τον ασκούντα την πειθαρχικήν δίωξιν στοιχεία, ως και τα υπ` αυτού συλλεγόμενα, δεν πιθανολογούν την διάπραξιν πειθαρχικού αδικήματος, ή τα βεβαιούμενα ως πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πειθαρχικόν αδίκημα ή δεν δύνανται να επισύρουν πειθαρχικήν κύρωσιν λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου ή λήξεως της πειθαρχικής ευθύνης η υπόθεσις τίθεται εις το αρχείον.
3. Επί ελαφρών αδικημάτων δικαιολογούντων προδήλως μόνον ποινήν επιπλήξεως, η δίωξις απόκειται εις την διακριτικήν ευχέρειαν του ασκούντος ταύτην, λαμβάνοντος υπ` όψιν την καθόλου εν τη υπηρεσία και εκτός αυτής διαγωγήν του Συμβολαιογράφου.
Άρθρον 66
Προκαταρκτική εξέτασις
1. Προς έλεγχον των περιερχομένων αυτώ στοιχείων και εκτίμησιν της συνδρομής των λόγων δια την άσκησιν πειθαρχικής αγωγής ο ασκών την πειθαρχικήν διώξιν δύναται να ενεργή προκαταρκτικήν εξέτασιν. Η προκαταρκτική εξέτασις είναι άτυπος δύναται δε να ενεργηθή και υπό δικαστικού λειτουργού εντελλομένου προς τούτο υπό του ασκούντος την πειθαρχικήν δίωξιν.
2. Κατά την προκαταρκτικήν εξέτασιν ο ασκών την πειθαρχικήν δίωξιν ή ο υπ` αυτού εντεταλμένος οφείλει να ζητήση την παροχήν εξηγήσεων, προφορικώς ή εγγράφως, υπό του φερομένου ως υποπεσόντος εις πειθαρχικόν αδίκημα, δύναται δε να αιτήσηται την παροχήν πληροφοριών ή την διαβίβασιν άλλων στοιχείων υπό πάσης άλλης αρχής. Ο καλούμενος προς παροχήν εξηγήσεων δικαιούται να λάβη γνώσιν των αφορώντων εις αυτόν στοιχείων.
3. Ο ενεργών την προακαταρκτικήν εξέτασιν μεριμνά επίσης δια την συγκέντρωσιν των πρώτων αποδεικτικών στοιχείων και προβαίνει εις συνοπτικήν εξέτασιν μαρτύρων, καθ` ο μέρος κρίνει τούτο αναγκαίον προς μόρφωσιν υπ` αυτού γνώμης επί της υποθέσεως.
4. Περί της προκαταρκτικής εξετάσεως συντάσσεται έκθεσις, το πόρισμα της οποίας δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένον.
5. Εφ` όσον εκ της προκαταρκτικής εξετάσεως ο ασκών την πειθαρχικήν δίωξιν έθελε καταλήξει εις κρίσιν ότι δεν συντρέχει λόγος εγέρσεως πειθαρχικής αγωγής διατάσσει όπως η υπόθεσις τεθή εις το αρχείον.
Άρθρον 67
Εναρξις πειθαρχικής διώξεως
1. Η πειθαρχική δίωξις άρχεται δια της εγέρσεως πειθαρχικής αγωγής.
2. Η πειθαρχική αγωγή δέον να περιέχη:
α) Το ονοματεπώνυμον και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου.
β) Πλήρη και ακριβή προσδιορισμόν των πράξεων, αίτινες στοιχειοθετούν το αποδιδόμενον εις αυτόν πειθαρχικόν αδίκημα.
γ) Περιγραφήν των συναφών προς τας πράξεις ταύτας περιστατικών και συνθηκών υφ` ας ετελέσθησαν.
3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται προς το αρμόδιον τριμελές Πειθαρχικόν Συμβούλιον, συνοδεύεται δε υπό της σχηματισθείσης πειθαρχικής δικογραφίας και των υπαρχόντων στοιχείων.
4. Ανάκλησις ασκηθείσης πειθαρχικής αγωγής αποκλείεται.
Άρθρον 68
Περάτωσις πειθαρχικής διώξεως
Η αρξαμένη πειθαρχική δίωξις, περατούται δια της εκδόσεως αποφάσεως Πειθαρχικού Συμβουλίου ή δικαστηρίου επί της πειθαρχικής αγωγής, καθισταμένης τελεσιδίκου.
Άρθρον 69
Ορισμός Εισηγητού
1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, εις ον περιέρχεται η εγερθείσα πειθαρχική αγωγή, ορίζει εν εκ των τακτικών μελών αυτού ως εισηγητήν. Η πράξις ορισμού του εισηγητού μετά αντιγράφου της πειθαρχικής αγωγής κοινοποιείται δι` επιδόσεως εις τον εγκαλούμενον.
2. Εν περιπτώσει κωλύματος του εισηγητού, ο πρόεδρος αντικαθιστά τούτον δι` ετέρου εκ των τακτικών μελών του Συμβουλίου ανά πάσαν στάσιν της προδικασίας.
3. Ο εγκαλούμενος δικαιούται όπως, εντός τριών ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της πράξεως ορισμού εισηγητού, αιτήσηται την εξαίρεσιν του τελευταίου, αναφέρων τους λόγους εξαιρέσεως. Επί της αιτήσεως αποφαίνεται το Πειθαρχικόν Συμβούλιον άνευ συμμετοχής του ου εζητήθη η εξαίρεσις εισηγητού. Γενομένης δεκτής της αιτήσεως, ορίζεται υπό του Προέδρου έτερος εισηγητής.
4. Ο εγκαλούμενος δεν δύναται να ζητήση την εξαίρεσιν πλειόνων του ενός εισηγητού.
Άρθρον 70
Κλήσις εις απολογίαν
1. Ο εισηγητής, λαμβάνων γνώσιν της δικογραφίας, καλεί τον εγκαλούμενον εις απολογίαν επί του αποδιδομένου εις αυτόν δια της πειθαρχικής αγωγής αδικήματος.
2. Εν τη κλήσει τάσσεται εύλογος προθεσμία προς απολογίαν, μη δυναμένη να είναι βραχυτέρα των πέντε ημερών. Η προθεσμία δύναται να παραταθή τη αιτήσει του εγκαλουμένου, μέχρι του τριπλασίου της ταχθείσης.
Άρθρον 71
Απολογία
1. Προ πάσης απολογίας ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβη γνώσιν της σχηματισθείσης δικογραφίας, ως και να ζητήτση να χορηγηθούν εις αυτόν αντίγραφα των εν τη δικογραφία εγγράφων, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως.
2. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως είτε αμέσως εις τον εισηγητήν επί αποδείξει, είτε δια καταθέσεως παρά δικαστική αρχή ή παρά ταχυδρομικώ γραφείω επί συστάσει προς αποστολήν.
3. Εν τη απολογία αυτού ο εγκαλούμενος δύναται να προτείνη μάρτυρας, να ζητήση την κατ` αντιπαράστασιν εξέτασίν του, ή να αναφέρη την ύπαρξιν κρισίμων εγγράφων ή άλλων στοιχείων, ευρισκομένων παρά οιαδήποτε δημοσία αρχή, δι` ων δέον να συμπληρωθή η πειθαρχική δικογραφία.
4. Η απολογία του εγκαλουμένου συνοδεύεται υπό παντός εις την διάθεσιν αυτού τελούντος στοιχείου, δι` ου ενισχύεται αύτη. Ούτος δύναται να ζητήση εύλογον προθεσμίαν δια την συμπλήρωσιν υποβολήν στοιχείων, μη ευρισκομένων εις την κατοχήν του.
Άρθρον 72
Ορισμός ανακριτού
Εφ` όσον τα υπάρχοντα εν τη δικογραφία μετά την απολογίαν του εγκαλουμένου στοιχεία κρίνονται υπό του εισηγητού και του προέδρου επαρκή προς εισαγωγήν της υποθέσεως ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενεργούνται τα κατωτέρω εν άρθρω 78 οριζόμενα. Εις ην όμως περίπτωσιν τα ανωτέρω στοιχεία κρίνονται υπό του εισηγητού ή του προέδρου ανεπαρκή, ο τελευταίος παραγγέλλει την διενέργειαν ανακρίσεως παρά του εισηγητού.
Άρθρον 73
Διενέργεια ανακρίσεως
1. Η ανάκρισις αποβλέπει εις την συλλογήν παντός προσφόρου αποδεικτικού μέσου και εις την διερεύνησιν πάντων των πραγματικών δεδομένων, εξ ων θέλει εξαρτηθή η κρίσις του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
2. Ανακριτικαί πράξεις είναι:
α) Εξέτασις μαρτύρων
β) Εξέτασις του εγκαλουμένου
γ) Αυτοψία
δ) Πραγματογνωμοσύνη
ε) Αναζήτησις εγγράφων.
3. Περί εκάστης των εν τη προηγουμένη παραγράφω υπό στοιχεία α` έως δ` ανακριτικών πράξεων συντάσσεται έκθεσις.
4. Δεν δύναται να αποτελέση αντικείμενον ανακριτικής πράξεως υπηρεσιακόν απόρρητον, εφ` όσον δεν συναινεί εις την ανακοίνωσιν αυτού η αρμοδία αρχή, ως και παν νόμω επαγγελματικόν απόρρητον.
5. Ο ανακριτής ενεργεί τας ανακριτικάς πράξεις εν τη έδρα αυτού αυτοπροσώπως. Προκειμένης διενεργείας ανακριτικής τινος πράξεως εκτός της έδρας του ανακριτού και εφ` όσον ούτος δεν κρίνει αναγκαίαν την μετακίνησίν του, δύναται να πραγγείλη την διενέργειαν ταύτης υπό δικαστικού λειτουργού υπηρετούντος εν τη περιφερεία εις ην πρόκειται να ενεργηθή η ανακριτική πράξις.
6. Καθήκοντα γραμματέως εκτελεί ο υπό του ενεργούντος την ανακριτικήν πράξιν οριζόμενος δικαστικός υπάλληλος.
Άρθρον 74
Εξέτασις μαρτύρων και του εγκαλουμένου
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως εν τω τόπω της κατοικίας ή της διαμονής αυτών κατά τον τύπον τον προβλεπόμενον υπό των άρθρων 218 και 220 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας. Ανωμοτί εξετάζονται οι αυτόθι εν άρθρω 221 υπό στοιχεία α` έως γ` οριζόμενοι.
2. Η μη εμφάνισης ή άρνησις καταθέσεως του μάρτυρος άνευ ευλόγου αιτίας τιμωρείται κατά τας περί απειθείας διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικος. Εύλογος αιτία θεωρείται και η μετά του εγκαλουμένου συγγένεια του μάρτυρος εις ευθείαν γραμμήν ή μέχρι και του τετάρτου εκ πλαγίου βαθμού.
3. Η εξέτασις των υπό του εγκαλουμένου προτεινομένων μαρτύρων, πέραν των πέντε, απόκειται εις την κρίσιν του ανακριτού. Κατά τα λοιπά, επί της εξετάσεως μαρτύρων εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 213 έως 217 και 223 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
4. Κατά την ανάκρισιν καλείται υποχρεωτικώς προς εξέτασιν υπό του ανακριτού και ο εγκαλούμενος. Η εξέτασις αυτού ενεργείται ανωμοτί. Η μη προσέλευσις ή η άρνησις του εγκαλουμένου προς εξέτασιν δεν κωλύει την πρόοδον της ανακρίσεως.
5. Προ της εξετάσεως ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβη γνώσιν των εγγράφων της ανακρίσεως, κατ` αυτήν δε δύναται να ασκήση τα ανωτέρω εν άρθρω 71 οριζόμενα δικαιώματα.
Άρθρον 75
Αυτοψία.Πραγματογνωμοσύνη
1. Η αυτοψία ενεργείται είτε υπό του ανακριτού είτε, κατά πρότασιν αυτού, υπό ολοκλήρου του πειθαρχικού Συμβουλίου, προς άμεσον διαπίστωσιν των πραγματικών συνθηκών τελέσεως του πειθαρχικού παραπτώματος, ή άλλων συναφών προς τούτο στοιχείων.
2. Η εξέτασις δημοσίων ή παρά δημοσία αρχή κατατεθειμένων ιδιωτικών εγγράφων ενεργείται εν ω γραφείω ταύτα φυλάσσονται.
3. Πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί εκ του κατά το άρθρον 185 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας πίνακος. Ενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης αι αμοιβαί των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται υπό του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου και καταβάλλονται παρά του δημοσίου κατά τας διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται επί αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης αναλόγως αι οικείαι διατάξεις του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρον 76
Αναζήτησις εγγράφων
1. Ο ανακριτής δύναται να ζητήση παρά πάσης δημοσίας αρχής την εις αυτόν παροχήν πληροφοριών ή την αποστολήν πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων επί αντικειμένων αναγομένων εις την αρμοδιότητα αυτής, ή αντιγράφων των παρ` αυτή ευρισκομένων εγγράφων.
2. Εγγραφα κατεχόμενα υπό ιδιώτου, δύναται να ζητηθούν υπό του ανακριτού αποδιδόμενα υποχρωτικώς άμα τω πέρατι της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής υποχρεούται τη αιτήσει του ιδιώτου να χορηγήση ατελώς πλην της αποδείξεως επίσημον αντίγραφον των παραληφθέντων εγγράφων ή αποσπασμάτων. Εάν πρόκειται περί εγγράφων αναγκαιούντων εις τον ιδιώτην προς εξυπηρέτησιν ιδίου αυτού συμφέροντος, ταύτα δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενον εξετάσεως εν ω τόπω εύρηνται.
3. Η άρνησις της παραδόσεως ή ανακοινώσεως τιμωρείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος.
Άρθρον 77
Πέρας της ανακρίσεως
Μετά το πέρας της ανακρίσεως, ο ανακριτής υποβάλλει τον φάκελλον εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου μετά του πορίσματος αυτού επί του όλου πραγματικού μέρους της υποθέσεως και των προκυψασών ενδείξεων εις βάρος του εγκαλουμένου.
Άρθρον 78
Ορισμός δικασίμου.Κλήσις εγκαλουμένου
1. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, λαμβάνων την δικογραφίαν της υποθέσεως, εφ` ης επερατώθη η ανάκρισις, ή εφ` ης κρίνει και ούτος ταύτην μη αναγκαίαν, ορίζει διά πράξεως αυτού δικάσιμον δια την συζήτησιν της υποθέσεως ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η πράξις κοινοποιείται επί αποδείξει εις άπαντα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η εν τη πράξει οριζομένη δικάσιμος δεν δύναται να απέχη χρονικώς ολιγώτερον των δέκα πέντε ημερών.
2. Η ανωτέρω πράξις κοινοποιείται και εις τον εγκαλούμενον μετά κλήσεως όπως ούτος προσέλθη και λάβη γνώσιν της όλης δικογραφίας, παραστή δε και κατά την συζήτησιν. Η κλήσις αύτη επιδίδεται εις τον εγκαλούμενον δέκα τουλάχιστον ημέρας προς της δικασίμου.
3. Περί του ότι ο εγκαλούμενος έλαβε γνώσιν της δικογραφίας συντάσσεται έκθεσις. Η μη προσέλευσις του εγκαλουμένου όπως λάβη γνώσιν της δικογραφίας προ της συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν κωλύει την πρόοδον της πειθαρχικής δίκης.
4. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει του εγκαλουμένου, δύναται να καλέση ενώπιον του Συμβουλίου μάρτυρας.
Άρθρον 79
Συνεδρίασις Πειθαρχικού Συμβουλίου
1. Αμα τη ενάρξει της συνεδριάσεως, βεβαιούται η νόμιμος σύνθεσις του Συμβουλίου και η παρουσία του εγκαλουμένου.
2. Εφ` όσον προκύπτει, ότι αι προσκλήσεις των μελών του Συμβουλίου, ως και η κλήσις του εγκαλουμένου δεν εγένοντο προσηκόντως ή εμπροθέσμως, ή ότι ο εγκαλούμενος δεν προσήλθεν ένεκεν ανυπερβλήτου κωλύματος ορίζεται νέα δικάσιμος και παραγγέλλεται η προς άπαντας τους ανωτέρω γνωστοποίησις ταύτης.
3. Το Συμβούλιον δύναται να αναβάλη άπαξ την συνεδρίασιν εις νέαν δικάσιμον, καίπερ μη συντεχόντων των όρων της προηγουμένης παραγράφου, ένεκα μη προσελεύσεως του εγκαλουμένου ή μάρτυρος ούτινος η εμφάνισις κρίνεται υπό τούτου αναγκαία. Προκειμένου περί μαρτύρων εφαρμόζονται αι περί βιαίας προσαγωγής εν τω ακροατηρίω διατάξεις του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.
4. Ο εγκαλούμενος δύναται να αιτήσηται την εξαίρεσιν δύο κατ` ανώτατον όριον μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφέρων τους λόγους εξαιρέσεως. Επί της αιτήσεως ταύτης υποβαλλομένης εγγράφως μέχρι της ενάρξεως της συνεδριάσεως, αποφαίνεται το Συμβούλιον, άνευ συμμετοχής του ου εζητήθη η εξαίρεσις μέλους, δι` ητιολογημένης αποφάσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά. Τα μέλη, υπέρ της εξαιρέσεως των οποίων απεφάνθη το συμβούλιον αντικαθίστανται υπό των αναπληρωτών αυτών, εφ` όσον συντρέχει περίπτωσις.
5. Ο ασκήσας την πειθαρχικήν δίωξιν Εισαγγελεύς δικαιούται να παρίσταται εις την συζήτησιν είτε αυτοπροσώπως είτε δι` άλλου εισαγγελικού λειτουργού αποχωρεί δε μετά το πέρας αυτής και προ της ενάρξεως της διασκέψεως.
6. Μη υφισταμένου θέματος αναβολής της συνεδριάσεως κατά τα ανωτέρω, το συμβούλιον χωρεί και αποκλειομένου έτι του εγκαλουμένου εις την συζήτησιν της υποθέσεως, καθ` ην ο εισηγητής αναγιγνώσκει την πειθαρχικήν αγωγήν και το πόρισμα της τυχόν ενεργηθείσης ανακρίσεως. Μεθ` ο ο Πρόεδρος καλεί προς εξέτασιν ένα έκαστον των μαρτύρων, ακολούθως δε δίδει τον λόγον εις τον εγκαλούμενον όπως αναπτύξη προφορικώς την απολογίαν του και απαντήση επί τιθεμένων αυτώ υπό του Συμβουλίου ερωτημάτων.
7. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να υποβάλη συγχρόνως υπόμνημα προς συμπλήρωσιν της απολογίας αυτού, ή επί οιουδήποτε θέματος της πειθαρχικής διαδικασίας.
Άρθρον 80
Διεύθυνσις συζητήσεως.Πρακτικά. Πειθαρχικά αδικήματα κατά την συζήτησιν.
1. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου διευθύνει την συζήτησιν,δίδει τον λόγον εις τον Εισαγγελέα, εις τον εισηγητήν και εις τον εγκαλούμενον απευθύνει ερωτήσεις και δίδει άδεια εις τα μέλη του Συμβουλίου να υποβάλλουν ερωτήσεις.
2. Περί της συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου συντάσσεται υπό του γραμματέως πρακτικόν όπερ καθαρογραφόμενον υπογράφεται υπό τούτου και του προέδρου. Το πρακτικόν περιέχει εν συντομία τας καταθέσεις των μαρτύρων και του εγκαλουμένου ως και έκθεσιν περί παντός αξίου γεγονότος, επισυμβάντος κατά την διάρκειαν της συνεδριάσεως. Ο πρόεδρος δύναται να διατάξη την αυτολεξεί καταχώρισιν ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων γινομένων κατά την συνεδρίασιν, επιτρέπων ενδεχομένως και την υπαγόρευσιν τούτων.
Άρθρον 81
Προδικαστική απόφασις
Το Συμβούλιον εκτιμά κατ` ελευθέραν κρίσιν τα αποδεικτικά στοιχεία, εφ` όσον δε κρίνει ταύτα ανεπαρκή δύναται δι` αποφάσεως του να διατάξη κρείσσονας αποδείξεις. Αποφασιζομένη αυτοψία διενεργείται υπό του Συμβουλίου. Η προδικαστική απόφασις κοινοποιείται δι` επιδόσεως εις τον εγκαλούμενον μετά δε το πέρας των εν αυτή διατασσομένων επαναλαμβάνεται η κυρία διαδικασία κατά τα ανωτέρω εν άρθρω 78 οριζόμενα.
Άρθρον 82
Οριστική απόφασις
1. Προς έκδοσιν οριστικής αποφάσεως το Συμβούλιον χωρεί εν διασκέψει εις την μελέτην της όλης δικογραφίας, μεθ` ο ακολουθεί ψηφοφορία παρόντος και του γραμματέως επί των προκυπτόντων επί της υποθέσεως ζητημάτων. Εάν επί τινος ζητήματος σχηματίζωνται πλείονες των δύο γνωμών, οι ψηφίσαντες υπέρ της δυσμενεστέρας δια τον εγκαλούμενον γνώμης ή υπέρ της βαρυτέρας ποινής προσχωρούν εις την αμέσως ευνοϊκωτέραν. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί εκάστου των τεθέντων ζητημάτων βεβαιούται εις το Πρακτικόν της διασκέψεως υπογραφόμενον υπό πάντων των παρισταμένων.
2. Η οριστική απόφασις δέον να περιέχη την σύνθεσιν του Συμβουλίου, το ονοματεπώνυμον του εγκαλουμένου, μνεία της τυχόν παραστάσεως αυτού, άλλως της προσηκούσης κλήσεως αυτού, περίληψιν της κατηγορίας, ως και της υποβληθείσης απολογίας μετά των ουσιωδών ισχυρισμών του εγκαλουμένου, αιτιολογικόν και διατακτικόν. Η απόφασις δέον να στηρίζεται επί αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών και ουχί απλών υπονοιών, δέον δε να αιτιολογήται τόσον δια την διαπίστωσιν της ενοχής όσον και δια την επιβολήν ή επιμέτρησιν της ποινής.
3. Η απόφασις υπογράφεται εν σχεδίω μεν υπό του εισηγητού και του Προέδρου, εν πρωτοτύπω δε υπό του Προέδρου και του γραμματέως και καταχωρίζεται εις το βιβλίον αποφάσεων του συμβουλίου. Ως ημερομηνία εκδόσεως ταύτης λαμβάνεται η ημερομηνία υπογραφής αυτής υπό του προέδρου.
Άρθρον 83
Κοινοποίησις αποφάσεων
1. Η οριστική απόφασις κοινοποιείται δι` επιδόσεως μερίμνη του γραμματέως εις τον εγκαλούμενον.
2. Η ως άνω απόφασις κοινοποιείται και εις τον οικείον Συμβολαιογραφικόν Σύλλογον και εις τους έχοντας δικαίωμα εφέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Άρθρον 84
Εφεσις
1. Αι οριστικαί εις πρώτον βαθμόν εκδιδόμεναι επί της ουσίας αποφάσεις του τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται εις έφεσιν.
2. Δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως του τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο ασκήσας την πειθαρχική δίωξιν Εισαγγελεύς.
3. Ο πειθαρχικώς διωχθείς έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της αφορώσης εις αυτόν καταδικαστικής αποφάσεως.
4. Η έφεσις ασκείται υπό μεν του πειθαρχικώς καταδικασθέντος εντός μηνός από της εις αυτόν επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως υπό δε του Υπουργού Δικαιοσύνης και του ασκήσαντος την δίωξιν Εισαγγελέως εντός μηνός από της εις αυτούς κοινοποιήσεως της αποφάσεως, πάντως δε ουχί πέραν του τριμήνου από της εκδόσεως της αποφάσεως. Η προθεσμία αναστέλλεται εις περίπτωσιν ανωτέρας βίας και καθ` ον χρόνον διαρκεί αύτη.
5. Η έφεσις ασκείται δια καταθέσεως εις τον γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν συμβουλίου, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως. Οι κατά την παράγραφον 2 έχοντες δικαίωμα δύνανται να ασκήσουν ταύτην και δι` εγγράφου απευθυνομένου προς τον ανωτέρω οριζόμενον γραμματέα, ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης και δια παραγγελίας προς τον αρμόδιον Εισαγγελέα. Υπό του εγκαλουμένου η έφεσις δύναται να ασκηθή και δια καταθέσεως παρά ταχυδρομικώ γραφείω επί συστάσει, προς αποστολήν.
6. Δια της ασκήσεως εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το κατά τα ανωτέρω αρμόδιον συμβούλιον, όπερ, εφ` όσον μόνος εκκαλών είναι ο εγκαλούμενος, δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν αυτού.
7. Η προθεσμία προς άσκησιν εφέσεως και η άσκησις ταύτης αναστέλλουν την εκτέλεσιν της αποφάσεως.
8. Ως προς την διαδικασίαν ενώπιον των δευτεροβαθμίων Πειθαρχικών Συμβουλίων, τα δικαιώματα του εγκαλουμένου, την έκδοσιν και επίδοσιν της αποφάσεως εις τούτον, ισχύουν αναλόγως τα ανωτέρω, προκειμένου περί Πρωτοβαθμίων Συμβουλίων, οριζόμενα. Κατά την κατ` έφεσιν δίκην ο εγκαλούμενος δεν καλείται εκ νέου εις απολογίαν.
9. Αι επί εφέσει εκδιδόμεναι αποφάσεις εις ουδέν ένδικον μέσον, πλην της επαναλήψεως της πειθαρχικής δίκης υπόκεινται.
Άρθρον 85
Επανάληψις πειθαρχικής δίκης
1. Επί πάσης τελεσιδίκου αποφάσεως Πειθαρχικού Συμβουλίου δύναται να ζητηθή η επανήληψις της πειθαρχικής δίκης:
α) Εφ` όσον συντρέχουν αι εν άρθρω 59 του παρόντος προϋποθέσεις.
β) Εάν μετά την έκδοσιν καταδικαστικής πειθαρχικής αποφάσεως απεκαλύφθησαν νέα αποδεικτικά στοιχεία, ή ανετράπη δι` αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως η αποδεικτική δύναμις ληφθέντων υπ` όψιν στοιχείων, ως εκ τούτου δε πρόδηλος καθίσταται η αθωότης του διωχθέντος.
2. Την επανάληψην της πειθαρχικής δίκης αιτείται εν μεν τη τελευταία ως άνω περιπτώσει ως και εν τη περιπτώσει της παραγράφου 4 του άρθρου 59 ο πειθαρχικώς διωχθείς, εν δε τη περιπτώσει της παραγράφου 5 του άρθρου 59 ο Υπουργός της Δικαιοσύνης. Η αίτησις απευθύνεται προς το εκδόν την κατά την παράγραφον 1 απόφασιν Συμβούλιον.
3. Η αίτησις επαναλήψεως της πειθαρχικής δίκης ασκείται εντός έτους από της ημέρας καθ` ην η εφ` ης αύτη ερείδεται δικαστική απόφασις κατέστη αμετάκλητος, ή αφ` ης απεκαλύφθησαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία.
4. Η αίτησις ασκείται δια καταθέσεως δικογράφου παρά τω γραμματεί του εκδόντος την κατά την παράγραφον 1 απόφασιν Συμβουλίου, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης δύναται να ασκήση την αίτησιν επαναλήψεως και δι` εγγράφου απευθυνομένου προς τον ανωτέρω οριζόμενον γραμματέα, ο δε πειθαρχικώς διωχθείς δύναται να καταθέση την αίτησιν και κατά τα ανωτέρω εν άρθρω 84 παρ. 5 προβλεπόμενα.
5. Τυχόν μεταβολή της υπηρεσικής καταστάσεως του διωχθέντος δεν επιδρά επί της αρμοδιότητος του ανωτέρω συμβουλίου προς επανάληψιν της δίκης.
6. Κατά την επανάληψιν της δίκης τηρείται η αυτή ως άνω εν άρθροις 78-82 οριζομένη διαδικασία, η δε επί ταύτης εκδιδομένη απόφασις, αθωωτική ή επιβάλλουσα ελαφροτέραν ποινήν, εις περίπτωσιν αποδοχής της υπό του διωχθέντος ασκηθείσης αιτήσεως, ή καταδικαστική εις περίπτωσιν αποδοχής της υπό του Υπουργού της Δικαιοσύνης ασκηθείσης αιτήσεως, εξαφανίζει την αρχικώς εκδοθείσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Άρθρον 86
Αποφάσεις υποκείμεναι εις εκτέλεσιν
1. Αι καταστάσαι τελεσίδικοι εις πρώτον βαθμόν πειθαρχικαί αποφάσεις ως και αι οριστικαί εις δεύτερον βαθμόν είναι υποχρεωτικώς εκτελεσταί.
2. Ο Πρόεδρος του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου διαβιβάζει υποχρεωτικώς αντίγραφον των ως άνω αποφάσεων εις του Υπουργείον Δικαιοσύνης, ίνα μετά την καταχώρησιν εις το μητρώον του διωχθέντος Συμβολαιογράφου, θέση ταύτην εις τον ατομικόν φάκελλον αυτού. Ομοιον αντίγραφον διαβιβάζει και εις τον ασκήσαντα την πειθαρχικήν δίωξιν Εισαγγελέα ίνα εποπτεύση επί της εκτελέσεως της τυχόν επιβληθείσης πειθαρχικής ποινής. Αι δικογραφίαι φυλάσσονται εις το αρχείον του εκδόσαντος την σχετικήν απόφασιν Συμβουλίου.
Άρθρον 87
Εκτέλεσις ποινών
1. Η ποινή της επιπλήξεως θεωρείται εκτελεσθείσα δια της επιδόσεως εις τον τιμωρηθέντα της επιβαλούσης αυτώ αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
2. Η εκτέλεσις της αποφάσεως επιβολής προστίμου ανήκει εις τον οικείον Συμβολαιογραφικόν Σύλλογον, δυνάμενον να ορίση την εις πλείονας δόσεις καταβολήν αυτού τα δε εκ της αιτίας ταύτης οφειλόμενα ποσά αποτελούν πόρον του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων. Το πρόστιμον εισπράττεται και εις περίπτωσιν επιγενομένης αποχωρήσεως του Συμβολαιογράφου πλην λόγω θανάτου οπότε η οφειλή αποσβέννυται.
3. Η εκτέλεσις ποινής της προσωρινής παύσεως άρχεται από της επομένης της επιδόσεως εις τον τιμωρηθέντα της περί ταύτης αμετακλήτου αποφάσεως. Η επιβολή της ποινής της προσωρινής παύσεως διαρκούντος του χρόνου εκτελέσεως αυτής συνεπάγεται την αδυναμίαν ασκήσεως υπό του τιμωρηθέντος των έργων του Συμβολαιογράφου, οριζομένου υποχρεωτικώς υπό του Προέδρου Πρωτοδικών αναπληρωτού. Η παράβασις της υποχρεώσεως ταύτης αποτελεί βαρύ πειθαρχικόν παράπτωμα.
Άρθρον 88
Παραγραφή πειθαρχικών ποινών
Αι τελεσίδικως καταγνωσθείσαι και μη εκτελεσθείσαι πειθαρχικαί ποιναί υπόκεινται εις δεκαετή παραγραφήν, αρχομένην από της τελεσιδικίας της σχετικής αποφάσεως.
Άρθρον 89
Αρσις συνεπειών
1. Αι ποιναί της επιπλήξεως μετά διετίαν, αι δε λοιπαί μέχρι και της προσωρινής παύσεως, μετά πενταετίαν από της εκτελέσεως αυτών διαγράφονται εκ του μητρώου του τιμωρηθέντος Συμβολαιογράφου.
2. Εις περίπτωσιν επιβολής μεταγενεστέρως και εντός του ως άνω οριζομένου χρόνου ετέρας ποινής, αι συνέπειαι αμφοτέρων αίρονται μετά την εκπνοήν του δια την δευτέραν ποινήν προβλεπομένου χρόνου, υπολογιζομένου από της λήξεως του δια την πρώτην οριζομένου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Άρθρον 90
Απόφασις περί παραπομπής
1. Εφ` όσον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κρίνει τον ενώπιον αυτού εγκληθέντα Συμβολαιογράφου υπαίτιον του πειθαρχικού αδικήματος και τιμωρητέον διά ποινής οριστικής παύσεως, εκδίδει ητιολογημένην απόφασιν περί παραπομπής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον.
2. Η απόφασις αύτη κοινοποιείται εις τον εγκαλούμενον, διαβιβάζεται δε παραχρήμα μετά της όλης δικογραφίας εις τον πρόεδρον του ως άνω Δικαστηρίου.
3. Κατά της αποφάσεως περί παραπομπής ουδέν ένδικον μέσον, τακτικόν ή έκτακτον, επιτρέπεται.
Άρθρον 91
Προδικασία
1. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου εις ον περιέρχεται η απόφασις περί παραπομπής ορίζει εν εκ των μελών αυτού ως εισηγητήν. Η πράξις του εισηγητού κοινοποιείται δι` επιδόσεως εις τον εγκαλούμενον.
2. Κατά την προδικασίαν δεν απαιτείται επανάληψις των εν άρθροις 70 έως 77 οριζομένων. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως τα ανωτέρω εν άρθροις 72 και 78 οριζόμενα.
Άρθρον 92
Κυρία διαδικασία
1. Τα της συνεδριάσεως του δικαστηρίου διέπονται υπό των οργανικών περί αυτού διατάξεων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως τα εν άρθροις 78 έως 83 οριζόμενα.
2. Κατά την συζήτησιν ενώπιον του δικαστηρίου δύναται να παρίσταται ο εγκαλούμενος και δια ή μετά πληρεξουσίου.
Άρθρον 93
Ενδικα μέσα
1. Η ενώπιον του δικαστηρίου πειθαρχική δίκη δύναται να επαναληφθή κατά τους όρους του άρθρου 85. Ο αποκαθιστάμενος δια της ακυρώσεως ή επιβολής ελαφροτέρας πειθαρχικής ποινής Συμβολαιογράφος, καταλαμβάνει την τυχόν υπάρχουσαν κενήν θέσιν ή εν ελλείψει τοιαύτης, παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτην κενωθησομένην θέσιν.
2. Αι πειθαρχικαί αποφάσεις των Εφετείων υπόκεινται εις αναίρεσιν ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά τους όρους και την διαδικασίαν των οικείων διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, αναλόγως εφαρμοζομένων.
3. Επιφυλασσομένων των ανωτέρω, αι πειθαρχικαί αποφάσεις των Δικαστηρίων εις ουδέν ένδικον μέσον, τακτικόν ή έκτακτον υπόκεινται.
Άρθρον 94
Εκτέλεσις
1. Η επιβάλλουσα ποινήν οριστικής παύσεως δικαστική απόφασις διαβιβάζεται εις τον Υπουργόν της Δικαιοσύνης προς έκδοσιν της σχετικής αποφάσεως.
2. Εφ` όσον το δικαστήριον επέβαλεν ελαφροτέραν ποινήν ή εκήρυξεν αθώον τον διωκόμενον, ισχύουν και ενεργούνται τα ανωτέρω εν άρθροις 86 έως 89 προβλεπόμενα.
3. Εφ` όσον ο εγκαλούμενος εκηρύχθη αθώος ή ετιμωρήθη δι` ελαφροτέρας ποινής κατόπιν επαναλήψεως της δίκης, η δικαστική απόφασις διαβιβάζεται προς τον Υπουργόν της Δικαιοσύνης προς έκδοσιν της αποφάσεως περί αποκαταστάσεως του διωχθέντος κατά τα ανωτέρω εν άρθρω 93 παρ. 1 οριζόμενα.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 95
1. Ο Συμβολαιογράφος δια την υπ` αυτού κατάρτισιν οιασδήποτε συμβολαιογραφικής πράξεως ως και πάσαν παροχήν υπηρεσίας σχετιζομένης με την πράξιν ή επιβαλλομένης εκ του νόμου ως και την έκδοσιν αντιγράφων, περιλήψεων και πιστοποιητικών, δικαιούται παγίας αμοιβής. Επί πλέον της αμοιβής ταύτης και προκειμένου περί πράξεων των οποίων το αντικείμενον αποτιμάται, εις χρήμα, δικαιούται προσθέτως αμοιβής υπολογιζομένης βάσει του συνόλου της εν τη πράξει δηλουμένης αξίας ή της υπό της αρμοδίας αρχής καθοριζομένης μείζονος τοιαύτης. Αι ανωτέρω αμοιβαί καθορίζονται εκάστοτε δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Δι` ομοίας αποφάσεως ορίζεται ο τρόπος εισπράξεως των αμοιβών των συμβολαιογράφων επί της προκυπτούσης τυχόν διαφοράς μεταξύ δηλωθείσης αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας και της υπό της αρμοδίας αρχής οριστικώς καθορισθείσης μείζονος τοιαύτης. Ειδικώς προκειμένου περί μεταβιβάσεως ακινήτων ή πλοίων, ων η διαφορά μεταξύ του αρχικώς δηλωθέντος τιμήματος και του οριστικοποιηθέντος τοιούτου είναι κατωτέρα του 10 % της τελευταίας τοιαύτης ουδέν δικαίωμα εισπράττεται υπέρ συμβολαιογράφων. Εφ` όσον μεταξύ του δηλωθέντος τιμήματος μεταβιβαζομένου ακινήτου ή πλοίου και του οριστικοποιηθέντος τοιούτου υφίσταται διαφορά άνω του 10 % του τελευταίου τοιούτου, εισπράττεται υπέρ συμβολαιογράφων το 50 % του ανήκοντος αυτοίς δικαιώματος επί της διαφοράς ταύτης. Το κατά τα ανωτέρω ανήκον εις τους συμβολαιογράφους ποσοστόν 50 % επί του ανήκοντος αυτοίς δικαιώματος της διαφοράς ταύτης συμβεβαιούται υπό των Οικονομικών Εφόρων μετά του κυρίου φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων ή πλοίων υπέρ των δικαιούχων συμβολαιογράφων και συνεισπράττεται μετ` αυτού υπό των Δημοσίων Ταμείων κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Εκ της βεβαιουμένης και εισπραττομένης ως άνω διαφοράς δικαιωμάτων υπέρ συμβολαιογράφων ποσοστόν 80 % αποδίδεται εις τους δικαιούχους συμβολαιογράφους, του υπολοίπου ποσοστού 20 % εισαγομένου εις τον προϋπολογισμόν του Κράτους ως δημοσίου εσόδου.
2. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον αναλογικά δικαιώματα των συμβολαιογράφων εις ας περιπτώσεις εις των συμβαλλομένων είναι το Δημόσιον, Ν.Π.Δ.Δ., η Τράπεζα της Ελλάδος και η Αγροτική Τράπεζα δύνανται να περιορίζωνται δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
3. Μέχρις εκδόσεως της κατά τας προηγουμένας παραγράφους Υπουργικής Αποφάσεως εφαρμόζονται αι μέχρι τούδε επί του θέματος κείμεναι διατάξεις, αίτινες καταργούνται άμα τη εκδόσει της ως άνω αποφάσεως.
4. Πρότασις Νόμου αναφερομένη εις καθορισμόν δικαιωμάτων Συμβολαιογράφου δέον να προσυπογράφεται απαραιτήτως υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης.
5. Ειδικαί διατάξεις ρυθμίζουσαι άλλως τα των δικαιωμάτων των Συμβολαιογράφων διατηρούνται εν ισχύϊ.
Άρθρον 96
Ο συμβολαιογράφος, για συμβόλαιο ή πράξη που συνέταξε, αλλά το οποίο δεν υπογράφτηκε από τους συμβαλλομένους, δικαιούται να πάρει τη μισή από τη νόμιμη αμοιβή του από αυτόν που έδωσε την εντολή για τη σύνταξη του συμβολαίου ή πράξης. Η αμοιβή δεν μπορεί να υπερθεί στην περίπτωση αυτή τις εξήντα χιλιάδες δραχμές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
Άρθρον 97
Ο Συμβολαιογράφος μέχρις εντελούς αποπληρωμής των οφειλομένων τελών και δικαιωμάτων του έχει τον δικαίωμα επισχέσεως των εις χείρας του ευρισκομένων εγγράφων του εντολέως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ
Άρθρον 98
1. Εις έκαστην περιφέρειαν Ειρηνοδικείου, εν η εδρεύουν πλείονες του ενός Συμβολαιογράφοι, αι προς σύνταξιν συμβολαίων των εν άρθρω 99 μνημονευομένων προσώπων εντολαί ή σχέδια μετά παντός σχετικού εγγράφου, αποστέλλονται εις ας μεν πόλεις εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος προς τον Πρόεδρον τούτου, εις ας δε δεν εδρεύει τοιούτος προς τον υπό του οικείου Συλλόγου οριζόμενον εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου Συμβολαιογράφον.
2. Ο Πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή ο Συμβολαιογράφος εις ον αποστέλλονται αι τοιαύται εντολαί, διανέμει ταύτας υπευθύνως και άνευ αναβολής, μεταξύ των εν τη αυτή Ειρηνοδικειακή περιφερεία Συμβολαιογράφων, προς σύνταξιν των οικείων συμβολαίων, εκθέσεων ή πράξεων. Προκειμένου περί συμβολαίων του Δημοσίου και των Τραπεζών σοβαρού αντικειμένου είτε λόγω ποσού είτε των όρων της συμβάσεως ή άλλων ειδικών συνθηκών λαμβάνεται, υποχρεωτικώς υπ` όψιν ή γνώμη του εκπροσώπου του Δημοσίου ή των Τραπεζών ως προς το πρόσωπον του Συμβολαιογράφου οπουδήποτε και αν εδρεύη ούτος.
3. Ειδικώς προκειμένου περί συμβολαίων της παραγράφου 1 συντακτέων εν ταις περιφερείας των Ειρηνοδικείων:
1) Αθηνών,
2) Πειραιώς,
3) Καλλιθέας
4) Περιστερίου,
5) Ν. Ιωνίας,
6) Αμαρουσίου,
7) Χαλανδρίου, αι εντολαί αποστέλλονται εις τον Πρόεδρον του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Αιγαίου και Δωδεκανήσου, όστις διανέμει ταύτας μεταξύ των Συμβολαιογράφων των περιφερειών τούτων κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα.
4. Η σύνταξις των συμβολαίων εκάστου των εν άρθροις 99 και 102 αναφερομένων Νομικών Προσώπων, ανατίθεται υπό του κατά το άρθρον 98 δια την διανομήν εις ένα ή πλείονας Συμβολαιογράφους.
Άρθρον 99
πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως μέχρι και της εκθέσεως πλειστηριασμού, εν οις συμβαλλόμενοι είναι το Ελληνικόν Δημόσιον, οι Δήμοι, αι Κοινότητες, αι Τράπεζαι Ελλάδος και Αγροτική η Ε.Τ.Β.Α, η Επιτροπή Κρατικών Προμηθειών, ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος, τα Λιμενικά Ταμεία, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ή Οργανισμοί άλλων Λιμένων, πάντα τα Μετοχικά ή Αλληλοβοηθείας ή Προνοίας ή Συντάξεων ή Ασφαλίσεως Ταμεία, ο Ο.Δ.Ε.Π., το ΤΑΚΕ και παν άλλο Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμός ή Επιχείρησις Κοινής Ωφελείας, οι παντός είδους Συνεταιρισμοί, ο Οργανισμός Αποχετεύσεως Πρωτευούσης, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, τα ΕΛΤΑ, η Εταιρεία Αεριόφωτος, η Εταιρεία Υδάτων, η Εταιρεία Υπεγγύων Προσόδων, αι εταιρείαι κατά την σύστασιν των οποίων μετέσχον το Δημόσιον ή Τράπεζαι ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ως και αι Τράπεζαι, εφ` όσον αύται χορηγούν δάνεια δια λογαριασμόν του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται ως προς τις πράξεις που ακολουθούν την έκθεση αναγκαστικού, εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού, μεταξύ των οποίων η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης η πράξη παράδοσης πράγματος και η εξόφληση πλειστηριάσματος, αν ο επισπεύδων ή αιτών ή συνεχίζων ή καθ` ου είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενο στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και ως προς τις πράξεις που αφορούν την εκκαθάριση επιχειρήσεων κατά το 1386/1983, αν εκκαθαριστής ή υπό εκκαθάριση επιχείρηση ή αγοραστής είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 14 του Ν.2298/1995 (Α 62)
Άρθρον 100
Συμβολαιογράφος, λαβών την κατά το άρθρον 98 παραγγελίαν προς σύνταξιν συμβολαίου παρά του Δημοσίου ή τινος των εν άρθρω 99 αναφερομένων Νομικών Προσώπων, απ` ευθείας και ουχί δια του κατά το άρθρον 98 αρμοδίου δια την διανομήν Προέδρου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή Συμβολαιογράφου, οφείλει να διαβιβάση ταύτην αμέσως μετά παντός σχετικού εγγράφου, προς τον Πρόεδρον του Συλλόγου ή τον αρμόδιον Συμβολαιογράφον, ίνα ενεργηθούν τα εν άρθροις 98 έως και 100 οριζόμενα.
Άρθρον 101
1. Τα εκ της συντάξεως των κατά τα άρθρα 98 και 99 συμβολαίων, εκθέσεων ή πράξεων αναλογικά δικαιώματα των Συμβολαιογράφων, εισπράττονται παρά του ενεργούντος Συμβολαιογράφου και καταβάλλοντα παρ` αυτού εντός δέκα ημερών εις το Ταμείον του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή όπου δεν εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος εις τον κατά την παράγρ. 1 του άρθρου 98 αρμόδιον Συμβολαιογράφον. Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ή ο ως άνω εντεταλμένος Συμβολαιογράφος νομιμοποιούνται εις έγερσιν αγωγής κατά τας κειμένας διατάξεις κατά του υποχρέου προς καταβολήν των δικαιωμάτων.
2. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον συγκεντρούμενον ποσόν διατίθεται κατά μήνα ως ακολούθως:
α) Ποσοστό υπέρ του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου. Το ύψος του ποσοστού ορίζεται το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του συμβολαιογραφικού συλλόγου, που συνοδεύεται από τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και μπορεί να τροποποιηθεί με την ίδια διαδικασία κατά τη διάρκεια του έτους. Τα ποσά αυτά διατίθενται για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας και την εκπλήρωση των σκοπών του συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου.
Σημ.: όπως η περ. α) αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
β) ποσοστόν μέχρι 5 % οριζόμενον εκάστοτε δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Αιγαίου Δωδεκανήσου υπέρ του συνεστημένου δυνάμει του άρθρου 30 του Ν. 4507/66 παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ειδικού λογαριασμού υπό τον τίτλον λογαριασμός διανομής δικαιωμάτων προερχομένων εκ συντάξεως Κρατικών συμβολαίων.
Από το λογαριασμό αυτόν διατίθεται κάθε φορά στους συμβολαιογράφους που εδρεύουν σε πόλεις με πληθυσμό κάτω των 5.000 κατοίκων και των οποίων οι πρόσοδοι κάθε ημερολογιακού έτους είναι κατώτερες των διακοσίων σαράντα χιλιάδων (240.000) δραχμών, ανάλογο ποσό για συμπλήρωση των προσόδων τους μέχρι του ποσού τούτου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου – Δωδεκανήσου, μπορεί να διατίθεται το απαιτούμενο ποσό για τη συμπλήρωση μέχρι το παραπάνω ποσό των διακοσίων σαράντα χιλιάδων (240.000) δραχμών ετησίως των προσόδων των συμβολαιογράφων των περιοχών που κατά τις κείμενες διατάξεις χαρακτηρίζονται ως παραμεθόριες, ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της έδρας τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 1366/1983 (Α 81).
`Ως πρόσοδοι, κατά την έννοιαν της παρούσης παραγράφου, θεωρούνται τα εισπραττόμενα δικαιώματα εκ της ασκήσεως του λειτουργήματος του συμβολαιογράφου, ως και τα πέραν των δέκα χιλιάδων δραχμών εισπραττόμενα μηνιαίως εκ της ασκήσεως καθηκόντων Υποθηκοφύλακος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 834/1978 (Α 223).
γ) το απομένον υπόλοιπον κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ:
αα) Ολων των συμβολαιογράφων που υπηρετούν στην ίδια περιφέρεια σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 98. Σημ.: όπως η περ. αα),η οποία είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του 834/1978 (Α 223) ,αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 1366/1983 (Α 81).
ββ) των καθ` οιονδήποτε τρόπον εξερχομένων μετά συμπλήρωσιν δεκαετούς πραγματικής υπηρεσίας Συμβολαιογράφων,
γγ) των οικογενειών των εν υπηρεσία αποβιούντων Συμβολαιογράφων ανεξαρτήτως χρόνου Υπηρεσίας. Ως οικογένεια του αποβιούντος Συμβολαιογράφου, λογίζεται η σύζυγος, τα άρρενα ανήλικα ή ενήλικα αλλά ανίκανα προς εργασίαν λόγω νόσου τέκνα, αι άγαμοι θυγατέρες και αι άποροι εν χηρεία ή εν διαζεύξει τοιαύται εις τα αυτά πρόσωπα συνεχίζεται η καταβολή του μερίσματος εν περιπτώσει θανάτου του μετά δεκαετή υπηρεσίαν εξελθόντος Συμβολαιογράφου,
δδ) των εξερχομένων της υπηρεσίας μετά συμπλήρωσιν 10ετούς τουλάχιστον υπηρεσίας υπαλλήλου του οικείου Συλλόγου και επί εν έτος από της εξόδου των. Το δικαίωμα των εν εδαφίοίς ββ` και γγ δικαιούχων προς απόληψιν του μερίσματος ισχύει επί μίαν δωδεκαετίαν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.834/1978 (Α 223).
2.α Σε περίπτωση αποχώρησης συμβολαιογράφου λόγω ολικής ανικανότητας που προήλθε από τραυματισμό συνέπεια τρομοκρατικής ενέργειας, εκείνος που αποχώρησε δικαιούται μερίσματος για το χρονικό διάστημα από την αποχώρησή του μέχρι του χρόνου που θα συμπλήρωνε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης και επιπλέον για μια δωδεκαετία.
Σε περίπτωση θανάτου συμβολαιογράφου που προήλθε συνεπεία τρομοκρατικής ενέργειας, η οικογενειά του δικαιούται μερίσματος για το χρονικό διάστημα από το θάνατο μέχρι του χρόνου που θα συμπλήρωνε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης και επιπλέον για μια δωδεκαετία.
Σημ.: όπως η παρ.2α προστέθηκε με το άρθρο 41 Ν.2721/1999 Α 112/3.6.1999.
3. Ο τρόπος εισπράξεως, καταθέσεως, διανομής και πάσα αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια του κατά την προηγουμένην παράγραφον στοιχ. β` ποσού ρυθμίζεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Μέχρις εκδόσεως των αποφάσεων τούτων ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις.
Άρθρον 102
Σημ.: όπως το άρθρο 102 τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 834/1978 (Α 223), αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
1. Προκειμένου για συμβόλαια των τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα, με εξαίρεση των Τραπεζών Ελλάδας, Αγροτικής και Ε.Τ.Β.Α., ο συμβολαιογράφος που τα συντάσσει υποχρεούται να καταθέσει στο ταμείο του συμβολαιογραφικού συλλόγου ή στον αρμόδιο για το σκοπό αυτόν συμβολαιογράφο για διανομή μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων που εδρεύουν στις περιφέριες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 98 και των κατά την παρ. 2 στοιχ. γ` των άρθρων 101 και 146 λοιπών δικαιούχων, τα εξήντα οκτώ εκατοστά (68%) των αναλογικών δικαιωμάτων και επί πλέον τα είκοσι πέντε εκατοστά (25%) των δικαιωμάτων τούτων στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων και παρακρατεί για τον εαυτό του τα υπόλοιπα επτά εκατοστά (7%). Η διάταξη του προηγούμενη εδαφίου εφαρμόζεται και ως προς τις πράξεις αναγκαστικού, εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού, μεταξύ των οποίων η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η πράξη παράδοσης πράγματος και η εξόφληση πλειστηριάσματος, αν ο επισπεύδων ή αιτών ή συνεχίζων ή καθ` ου είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο παραπάνω εδάφιο, καθώς και ως προς τις πράξεις που αφορούν την εκκαθάριση επιχειρήσεων κατά το ν. 1386/1983, αν εκκαθαριστής ή υπό εκκαθάριση επιχείρηση ή αγοραστής είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 14 του Ν.2298/1995 (Α 62)
2. Προκειμένου για τη σύνταξη διαμαρτυρικών οποιασδήποτε από τις παραπάνω τράπεζες από τον ίδιο συμβολαιογράφο, τηρούνται τα εξής:
α) Εφ` όσον δεν υπερβαίνουν τα εκατό (100) κατά μήνα, ο συμβολαιογράφος κρατάει για τον εαυτό του όλα τα δικαιώματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων, δηλαδή τα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος είκοσι πέντε εκατοστά (25%), τα οποία αποδίδει σ` αυτό,
β) για τα πάνω από 100 και ως 200 διαμαρτυρικά κατά μήνα ο συμβολαιογράφος κρατάει για τον εαυτό του τα μισά από τα δικαιώματα, καθώς και τα δικαιώματα για την έκδοση αντιγράφων και από το υπόλοιπο αποδίδει το μισό για κοινή διανομή και το άλλο μισό στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων,
γ) για τα πάνω από 200 διαμαρτυρικά ο συμβολαιογράφος υποχρεούται σε κάθε περίπτωση στη σύνταξη διαμαρτυρικού, αλλά από τα δικαιώματά του, εκτός από το ένα δέκατο (1/10) των αντιγραφικών, αποδίδει τα είκοσι εκατοστά (2Ο%) στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων και τα ογδόντα εκατοστά (8Ο%) για κοινή διανομή.
3. Τα ποσοστά που περιέρχονται στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, κατανέμονται στους κλάδους υγείας και πρόνοιας του ταμείου κατά 2/3 και 1/3 αντίστοιχα.
4. Προκειμένου για προσύμφωνα ή οριστικές δικαιοπραξίες για τη μεταβίβαση αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών κάθε είδους, ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να καταθέσει στο ταμείο του συμβολαιογραφικού συλλόγου ή στον αρμόδιο για το σκοπό αυτόν συμβολαιογράφο, για διανομή μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων που εδρεύουν στις περιφέρειες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 98 και των κατά την παρ. 2 στοιχ. γ των άρθρων 101 και 146 λοιπών δικαιούχων, τα τριάντα εκατοστά (30%) των δικαιωμάτων.
5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, που εκδίδεται μία φορά, μέσα σε τρείς (3) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος, συνεχίζεται το καταβαλλόμενο επίδομα στους υπαλλήλους του Συλλόγου από τα προς διανομή δικαιώματα των άρθρων 101 και 102 του ν. 670/1977, όπως ισχύει. Τα μέχρι σήμερα καταβληθέντα επιδόματα νομιμοποιούνται.
Εκκρεμμείς δίκες γα το αντικείμενο αυτό, για τις οποίες δεν εκδόθηκε αμετάκλητη δικαστική απόφαση καταργούνται.
Σημ.: όπως η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 1868/1989 (Α 230).
Άρθρον 103
Τα εν άρθροις 101 και 102 του παρόντος συμβολαιογραφικά δικαιώματα δεν εκχωρούνται ουδέ κατάσχονται, ει μη μόνον λόγω διατροφής συζύγου, ανιόντων ή κατιόντων ή οφειλής προς τον Σύλλογον εκ πάσης αιτίας.
Άρθρον 104
1.Ο συντάσσων συμβόλαιον εκ των εν άρθροις 99 και 102 αναφερομένων Συμβολαιογράφος, οφείλει να επισυνάπτη και μνημονεύη εν αυτώ το διπλότυπον της καταβολής των δικαιωμάτων.
2. Ο συμβολαιογράφος, που δεν καταβάλλει τα δικαιώματα που ορίζονται στα άρθρα 101 και 102 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο.
Σημ.: όπως η παρ. 2 προστέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 2 του Ν. 1653/1986 (Α 173).
Άρθρον 105
Συμβολαιογράφος τελών εν κανονική αδεία ή αναρρωτική ή εκπαιδευτική τοιαύτη δικαιούται κατά την διάρκειαν της απουσίας του εις απόληψιν εκ της κατά το άρθρον 101 διανομής μερίσματος.
Άρθρον 106
1. Του μερίσματος στερούνται:
α) Ο τιμωρηθείς πειθαρχικώς δια της ποινής της οριστικής παύσεως ή της προσωρινής τοιαύτης, δι` όσον χρόνον διήρκεσεν η λόγω της τοιαύτης ποινής αποχή εκ των καθηκόντων του,
β) ο πέραν των δέκα ημερών άνευ αδείας ή άνευ άλλου νομίμου λόγου απέχων της ασκήσεως των καθηκόντων του εφ` όσον χρόνον διήρκεσεν η τοιαύτη αποχή και
γ) ο καθυστερήσας την απόδοσιν εισπραχθέντων δικαιωμάτων εκ κρατικών συμβολαίων και μέχρις εξοφλήσεως αυτών. Η διαπίστωσις των υπό στοιχ. β` και γ` περιπτώσεων της προηγουμένης παραγράφου γίνεται υπό του Διοικ. Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, όπερ απαγγέλει και την κατά τα άνω διακοπήν.
2. Το μέρισμα διακόπτεται από της αμετακλήτου καταδίκης του δικαιούχου επί κακουργήματι.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
Άρθρον 107
Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 108 του παρόντος, εν τη έδρα εκάστου Εφετείου εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, ούτινος μέλη είναι υποχρεωτικώς οι Συμβολαιογράφοι της περιφερείας αυτού.
Άρθρον 108
Οι Συμβολαιογράφοι της περιφερείας των Εφετείων Αιγαίου και Δωδεκανήσου υπάγονται εις τον Συμβολαιογραφικόν Σύλλογον Εφετείου Αθηνών.
Άρθρον 109
Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τελούν υπό την εποπτείαν του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Άρθρον 110
Σκοπός των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων είναι η μέριμνα δια την επιστημονικήν εξύψωσιν των Συμβολαιογράφων, η επιμέλεια και η προαγωγή των αφορώντων εις τους Συμβολαιογράφους ζητημάτων, η εποπτεία της καλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τούτων, ως και η μέριμνα υπέρ των ασθενούντων ή οπωσδήποτε αναξιοπαθούντων εν ενεργεία ή μη Συμβολαιογράφων, των υπαλλήλων του Συλλόγου και των μελών των οικογενειών αυτών.
Άρθρον 111
Πόροι εκάστου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είναι:
α) Η ετήσια συνδρομή των μελών αυτού ως αύτη καθορίζεται εκάστοτε δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου,
β) το κατ` άρθρον 101 παράγραφος 2 εδάφιον α` του παρόντος ποσοστόν,
γ) τα δικαιώματα δια την έκδοσιν αντιγράφων συμβολαίων και πάσης φύσεως πράξεων προς χρήσιν του Δημοσίου, είτε ταύτα εκδίδονται υποχρεωτικώς κατ` εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων, είτε κατόπιν παραγγελίας της ενδιαφερομένης αρχής,
δ) τα δικαιώματα δια την έκδοσιν παρά του αρχειοφυλακείου αντιγράφων των εν αυτώ ευρισκομένων παντός είδους συμβολαίων και εν γένει εγγράφων,
ε) έκτακτοι εισφοραί, δωρεαί και χορηγίαι.
Άρθρον 112
Εκαστος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος μεριμνά δια την απόκτησιν ιδιοκτήτου στέγης προς εγκατάστασιν των υπηρεσιών αυτού εν αις και του αρχειοφυλακείου.
Άρθρον 113
1. Τον Συμβολαιογραφικόν Σύλλογον εκπροσωπεί ενώπιον παντός Δικαστηρίου και πάσης αρχής ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, εν κωλύματι δε τούτου ο Αντιπρόεδρος και εν κωλύματι αμφοτέρων, έτερον μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου οριζόμενον δια πράξεως αυτού.
2. Η εκ της Τραπέζης ανάληψις κατατεθειμένων χρημάτων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, γίνεται υπό του Ταμίου αυτού μετ` απόφασιν του Διοικητικού Συμβουλίου προσδιορίζουσαν και το αναληπτέον ποσόν.
Άρθρον 114
1. Εκαστος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος διοικείται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον εκάστου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, αποτελείται εκ του Προέδρου και εκ τακτικών μελών τεσσάρων (4) μεν επί αριθμού μελών του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου μέχρι και εκατόν (100), εξ (6) επί αριθμού μελών από εκατόν ένα (101) έως και οκτακοσίων (800) και δέκα (10) επί αριθμού μελών άνω των οκτακοσίων (800). Ο αριθμός των αναπληρωματικών μελών ορίζεται ίσος προς τον αριθμόν των τακτικών τοιούτων.
3. Η υπηρεσία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου παρέχεται αμισθί.
Άρθρον 115
Σημ.: όπως το άρθρο 115 αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 13 του Ν. 1738/1987 (Α 200).
1. Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των συμβολαιογραφικών συλλόγων αναδεικνύονται με αρχαιρεσίες, που διενεργούνται κάθε τρία χρόνια, την τελευταία Κυριακή του μήνα Μάη, συγχρόνως σε ολόκληρη την επικράτεια. Τα μέλη του συλλόγου καλούνται στις αρχαιρεσίες με πρόσκληση του προέδρου του Δ.Σ, στην οποία αναγράφεται ο χρόνος και τόπος διεξαγωγής τους.
Ο αριθμός των συμβούλων που θα εκλεγούν προσδιορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα, τριάντα ημέρες πριν από τις αρχαιρεσίες, με απόφαση των διοικητικών συμβουλίων των οικείων συμβολαιογραφικών συλλόγων.
2. Στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο των Εφετείων Αθηνών- Πειραιώς- Αιγαίου και Δωδεκανήσου και στο Σύλλογο του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η ψηφοφορία παρατείνεται και την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Στην περίπτωση αυτήν η φύλαξη των ψηφοδόχων και του λοιπού εκλογικού υλικού εξασφαλίζεται με τη μέριμνα του προέδρου του Συλλόγου και των υποψηφίων προέδρων 1.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του Ν. 1946/1991 (Α 69).
3. Η ψηφοφορία διεξάγεται από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου, εκτός αν διαπιστωθεί ότι ψήφισαν όλοι οι εκλογείς που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, οπότε η ψηφοφορία τελειώνει με την άσκηση του δικαιώματος και του τελευταίου εκλογέα, η εφορευτική επιτροπή δύναται να παρατείνει την ψηφοφορία και μετά τη δύση του ηλίου και έως δύο ώρες κατ` ανώτατο όριο, εάν διαπιστώσει προσέλευση εκλογέων για ψηφοφορία.
4. Η θητεία των υφισταμένων διοικητικών συμβουλίων των συμβολαιογραφικών συλλόγων της χώρας παρατείνεται έως το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων των συμβουλίων που θα αναδειχθούν από τις εκλογές του μήνα Μαίου 1988.
Άρθρον 116
1. Τα μέλη των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων συνέρχονται εις τακτικήν Γενικήν Συνέλευσιν την τελευταίαν Κυριακήν του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους προς λήψιν αποφάσεως επί του Ισολογισμού του λήξαντος οικονομικού έτους και επί του προϋπολογισμού του επομένου έτους, ως και επί παντός ετέρου θέματος ρητώς αναφερομένου εν τη ημερησία διατάξει.
2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να συγκαλή εκτάκτως την Γενικήν Συνέλευσιν οσάκις κρίνει τούτο αναγκαίον, υποχρεούται δε εις σύγκλισιν γενικής συνελεύσεως και οσάκις ζητήση τούτο εγγράφως δι` ωρισμένον θέμα το 1/10 των ταμιακώς εν τάξει μελών του Συλλόγου.
Άρθρον 117
1. Του αξιώματος του μέλους του Συμβουλίου εκπίπτει αυτοδικαίως:
α) ο απωλέσας δι` οιονδήποτε λόγον την ιδιότητα του Συμβολαιογράφου και
β) ο τιμωρηθείς πειθαρχικώς κατά την διάρκειαν της θητείας του ως Συμβούλου, δια ποινής προσωρινής παύσεως τουλάχιστον ενός μηνός.
2. Κατά τας περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει είτε οίκοθεν είτε επί τη αναφορά του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου βεβαιωτικήν της εκπτώσεως πράξιν.
Άρθρον 118
1. Το Διοικητικόν Συμβούλιον προς εκπλήρωσιν των σκοπών του Συλλόγου, δύναται:
α) Να οργανώνη εις την έδραν αυτού δια τα μέλη του Συλλόγου ειδικάς διαλέξεις ή σειράς μαθημάτων βραχείας διαρκείας (σεμινάρια) επί θεμάτων αναφερομένων εις την άσκησιν του λειτουργήματος του Συμβολαιογράφου.
β) Να προκαλή γνωμοδοτήσεις των αρμοδίων οργάνων επί αμφισβητουμένων ζητημάτων και να παρέχη σχετικάς οδηγίας εις τα μέλη του Συλλόγου.
γ) Να υποβάλλη προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης προτάσεις προς ρύθμισιν θεμάτων αναφερομένων εις τους Συμβολαιογράφους και εις το λειτούργημα αυτών ως και να γνωμοδοτή επί σχεδίων νομοθετημάτων αφορώντων εις τους Συμβολαιογράφους και το λειτουργήμα αυτών.
δ) Να επιβάλλεται του διακανονισμού διενέξεων μεταξύ των μελών του εν τη ασκήσει του λειτουργήματος αυτών.
ε) Να εποπτεύει δια την προσήκουσαν και αξιοπρεπή άσκησιν του λειτουργήματος υπό των μελών του Συλλόγου.
στ) Να επιμελήται της εκπροσωπήσεως του Συλλόγου δι` αντιπροσώπων ή εντολοδόχων εις Συνέδρια Συμβολαιογράφων εν ημεδαπή ή αλλοδαπή.
ζ) Να ασκή δια των μελών αυτού ή δι` ετέρων Συμβολαιογράφων ή δι` υπαλλήλων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, οριζομένων υπ` αυτού, έλεγχον της ακριβούς υπό των συμβολαιογράφων εκπληρώσεως των κατά τα άρθρα 98 έως και 106 υποχρεώσεων αυτών. Οι υφιστάμενοι τον έλεγχον Συμβολαιογράφοι υποχρεούνται, όπως θέτωσιν υπ` όψιν του ενεργούντος αυτόν παν σχετικόν έγγραφον και βιβλίον. Εις τους διενεργούντας τον έλεγχον καταβάλλεται υπό του Συλλόγου αποζημίωσις, καθοριζομένη δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού.
η) Να καθορίζη δι` αποφάσεως του εγκρινομένης υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης, δυναμένου να τροποποιή ταύτην, τον χρόνον εργασίας των Συμβολαιογραφείων, δι` απάσας ή ωρισμένας πόλεις της περιφερείας του Συλλόγου.
2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον, εν τη ασκήσει των κατά πόσον άρθρον αρμοδιοτήτων του, δικαιούται να αξιοί την παρά των Συμβολαιογράφων υποβολήν παντός αναγκαίου υπηρεσιακού στοιχείου και ν` απευθύνη παρατηρήσεις εις τα μέλη του εν περιπτώσει μη συμμορφώσεώς των.
Άρθρον 119
1. Δια Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης, ορίζονται τα προσόντα των υποψηφίων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, τα της διεξαγωγής των αρχαιρεσιών, τα της προσβολής του κύρους αυτών, ο τρόπος της αναδείξεως των μελών της Διοικήσεως, η σύνθεσις και συγκρότησις των εφορευτικών Επιτροπών και των ψηφολεκτών, τα της καταρτίσεως και γνωστοποιήσεως του καταλόγου των υποψηφίων, τα των ψηφοδελτίων και φακέλλων, τα της απαρτίας και πλειοψηφίας, ως και τα της βεβαιώσεως τούτων κατά τας αρχαιρεσίας, τα της ανακηρύξεως των επιτυχόντων, τα της επαναλήψεως της ψηφοφορίας, τα των ενστάσεων και της εξελέγξεως τούτων, τα της δημοσιεύσεως του αποτελέσματος των αρχαιρεσιών, τα της συγκροτήσεως των Διοικητικών Συμβουλίων εις Σώμα, τα της συμπληρώσεως των κενουμένων θέσεων του Προέδρου ή των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων, ως και πάσα άλλη λεπτομέρεια μη ρυθμιζομένη δια του παρόντος.
2. Μέχρις εκδόσεως των κατά την προηγουμένην παράγραφον Προεδρικών Διαταγμάτων ισχύει το υπ` αριθ. 501/1975 Π. Διάταγμα καθ` ο μέρος δεν τροποποιείται δια του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΚΕΙΑ – ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ
Άρθρον 120
1. Εις ας πόλεις εδρεύουν πλείονες των δέκα Συμβολαιογράφοι δύναται να συσταθή Αρχειοφυλάκειον, δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Συλλόγου.
2. Το Αρχειφυλάκειον υπάγεται εις τον οικείον Συμοβλαιογραφικόν Σύλλογον, ως έργον δε έχει την φύλαξιν των παραδιδομένων εις αυτό, κατά τα κατωτέρω ειδικώτερον καθοριζόμενα, αρχείων Συμβολαιογράφων.
3. Των εν τω Αρχειοφυλακείω φυλασσομένων συμβολαίων και εγγράφων χορηγούνται αντίγραφα εις πάντα έχοντα έννομον συμφέρον υπό του αρχειοφύλακος. Εν περιπτώσει αμφισβητήσεως του εννόμου συμφέροντος, αποφαίνεται ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών της έδρας του Αρχειοφυλακείου.
4. Διαθήκη μυστική ή ιδιόγραφος, φυλασσόμενη εν τω Αρχειφυλακείω, αποδίδεται μόνον εις τον διαθέτην τη αιτήσει του. Προς τούτο συντάσσεται σχετική πράξις κάτωθι της τοιαύτης καταθέσεως, υπογραφομένη υπό του διαθέτου και του Αρχειοφύλακος, μετά προηγουμένην σύνταξιν πράξεως αναλήψεως ενώπιον Συμβολαιογράφου.
5. Εις περίπτωσιν καθ` ην βάσει των εν τω Αρχειοφυλακείω ευρισκομένων πρωτοτύπων συμβολαίων απαιτηθή η συνέχισις πλειστηριασμών, έκδοσις περιλήψεων εκθέσεων κατακυρώσεως, υπογραφών και λοιπών εγγράφων, ο Εισαγγελεύς ορίζει Συμβολαιογράφον ως προσωρινόν κάτοχον του αρχείου, όστις ενεργεί τας σχετικάς πράξεις.
6. Δι`αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης μετά γνώμην του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου καθορίζονται αι λεπτομέρειαι λειτουργίας των συνιστωμένων Αρχειοφυλακείων.
Άρθρον 121
Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι δύνανται προς απόκτησιν ή επέκτασιν στέγης δια την στέγασιν των υπηρεσιών των να συνομολογούν απλά ή χρεωλυτικά δάνεια. Προς τον αυτόν σκοπόν δύναται ο Υπουργός Δικαιοσύνης δι` αποφάσεως του μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών – Αιγαίου – Δωδεκανήσου να διαθέτη εφ` άπαξ ποσόν εκ του παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ειδικού λογαριασμού περί ου η περίπτωσις (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του παρόντος. Τυχόν υφιστάμενοι προς αυτόν σκοπόν ειδικοί λογαριασμοί παρά τω Δημοσίω ή παρά Τραπέζη μεταφέρονται από της ισχύος του παρόντος επ` ονόματι του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
Άρθρον 122
1.Σε πόλεις που λειτουργεί αρχειοφυλακείο, αλλά αυτό, κατά την κρίση του Δ.Σ. του οικείου Συλλόγου, δεν επαρκεί για να στεγάσει και άλλα αρχεία συμβολαιογράφων, εκτός από όσα εχουν παραδοθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1986, για τα αρχεία των συμβολαιογράφων της περιφέρειας του ειρηνοδικείου που αποχωρούν με οποιδήποτε τρόπο ή αποβιώνουν ισχύουν τα εξής:
Το αρχείο παραδίδεται με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέως πρωτοδικών, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του οικείου Συλλόγου, σε εκείνον που διορίζεται στη θέση του αποχωρούντος ή αποβιώσαντος συμβολαιογράφου, μετά από αίτησή του. Η σειρά διορισμού καθορίζεται από τη σειρά επιτυχίας στο σχετικό διαγωνισμό. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο συμβολαιογράφος που καταλαμβάνει τη θέση του αποχωρούντος μετά από μετάθεσή του από άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια.
Σε περίπτωση που ο δικαιούμενος δεν υποβάλει αίτηση για την παραλαβή του αρχείου, δικαιούται να το ζητήσει ο συμβολαιογράφος που θα διοριστεί αμέσως μετά από τον καταλαμβάνοντα τη θέση του αποχωρούντος και μέχρι να εξαντληθεί ο αριθμός των νεοδιοριζομένων.
Εάν δεν υποβληθεί καμιά αίτηση, το Δ.Σ. του Συλλόγου καθορίζει έναν από τους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στην περιφέρεια για να παραλάβει το αρχείο, οπότε η άρνηση παραλαβής του αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.
Οι παραπάνω διατάξεις δεν ισχύουν για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.
Για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, οι περιφέρειες των ειρηνοδικείων, εντός των οποίων επιτρέπεται η άσκηση συμβολαιογραφικών καθηκόντων από συμβολαιογράφο άλλης ειρηνοδικειακής περιφέρειας, θεωρούνται ως μία πόλη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 834/1978 (Α 223)
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις πόλεις στις οποίες δε λειτουργεί αρχειοφυλακείο.
3 . Τ` ανωτέρω ισχύουν και επί των υπό του αποχωρήσαντος Συμβολαιογράφου τυχόν κατεχομένων αρχείων προϋπηρετησάντων Συμβολαιογράφων. Ο Εισαγγελεύς δύναται εις τας περιπτώσεις ταύτας να κατανέμη δι` ητιολογημένης διατάξεώς του τα αρχεία ταύτα εις πλειόνας τυχόν υπηρετούντας εν τη αυτή έδρα Συμβολαιογράφους.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με τηνπαρ.5 του άρθρου 2 του Ν.1653/1986 (Α 173).
4. Εις την κατά τας προηγουμένας παραγράφους παράδοσιν του αρχείου υποχρεούνται οι εξερχόμενοι της υπηρεσίας Συμβολαιογράφοι ή οι κληρονόμοι αυτών και πας οπωσδήποτε κατέχων ταύτα. Ο αρνούμενος την παράδοσιν τιμωρείται δια φυλακίσεως, εάν δε έχη την ιδιότητα του Δημοσίου Υπαλλήλου, διώκεται και κατά τας οικείας διατάξεις του Ποινικού Κώδικος.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με τηνπαρ.5 του άρθρου 2 του Ν.1653/1986 (Α 173).
5. Εις πάσαν περίπτωσιν καθ` ην εν τη αυτή Ειρηνοδικειακή περιφερεία διορισθή ως Συμβολαιογράφος σύζυγος, υιός, θυγάτηρ ή επί θυγατρί γαμβρός εξελθόντος της υπηρεσίας συμβολαιογράφου, δικαιούνται ούτοι να ζητήσουν την εις αυτούς παράδοσιν του αρχείου του συζύγου ή πατρός των από τον κατέχοντα τούτο, υπό τον όρον της παραδόσεως αντιστοίχως του τυχόν υπ` αυτών παραληφθέντος κατά τον διορισμόν των αρχείου
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με τηνπαρ.5 του άρθρου 2 του Ν.1653/1986 (Α 173).
Άρθρον 123
1. Περί της παραδόσεως αρχείου Συμβολαιογράφου συντάσσεται εις τετραπλούν πρωτόκολλον παραδόσεως και παραλαβής υπογραφόμενον υπό του παραδίδοντος και του παραλαμβάνοντος.
2. Ανά εν αντίτυπον του πρωτοκόλλου λαμβάνουν ο παραδίδων και παραλαμβάνων τούτο. Ο παραδίδων υποχρεούται να υποβάλη αμελλητί ανά εν των ανωτέρω αντιτύπων προς τους Πρόεδρον και Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Άρθρον 124
Εν περιπτώσει απολύσεως ή θανάτου Συμβολαιογράφου και μέχρις ου χωρήσει η κατ` άρθρον 122 αναπλήρωσις του αρχείου αυτού σφραγίζεται υπό του αρμοδίου Ειρηνοδίκου.
Άρθρον 125
1. Εις τα Αρχειοφυλακεία παραδίδονται υποχρεωτικώς εντός του πρώτου εκάστου έτους παρά παντός κατόχου των, τα αρχεία των προ 60 ετών εξελθόντων της υπηρεσίας Συμβολαιογράφων.
2. Εις τα Αρχειφυλακεία δύναται ωσαύτως να παραδίδωνται και αρχεία των οποτεδήποτε εξελθόντων της υπηρεσίας Συμβολαιογράφων. Εν αδυναμία της υπηρεσίας του Αρχειοφυλακείου προς παραλαβήν και ταξινόμησιν των κατά την παράγραφον ταύτην προσφερομένων προς παράδοσιν αρχείων, την προτεραιότητα και τον χρόνον παραδόσεως καθορίζει το Διοικητικόν Συμβούλιον του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
3. Διάθεσις παραδοθέντος κατά τ` ανωτέρω αρχείου εις τον παραδόσαντα ή έτερον Συμβολαιογράφον δεν επιτρέπεται. Κατ` εξαίρεσιν το Αρχειοφυλακείον υποχρεούται εις παράδοσιν του αρχείου αποχωρήσαντος Συμβολαιογράφου, εις τον εν τη αυτή περιφερεία διατελούντα Συμβολαιογράφου σύζυγον, τέκνον ή επί θυγατρί γαμβρόν του αποχωρήσαντος, αιτησάμενον την εις αυτόν παράδοσιν του εν λόγω αρχείου. Επί πλειόνων αιτήσεων προτιμώνται κατά σειράν ο σύζυγος, το τέκνον και ο επί θυγατρί γαμβρός, επί πλειόνων δε αιτήσεων προσώπων της αυτής τάξεως προτιμάται ο πρότερον αιτησάμενος και εν αμφιβολία ο υπό του Διοικητού Συμβουλίου του Συλλόγου οριζόμενος.
4. Το Αρχείον του εξερχομένου της υπηρεσίας Συμβολαιογράφου παραδίδεται υποχρεωτικώς εις τον διοριζόμενον εις την θέσιν αυτού, εφαρμοζομένων αναλόγως των εν άρθρω 122 οριζομένων.
Άρθρον 126
Τα κατά το προηγούμενον άρθρον φυλασσόμενα αρχεία των προ 60 ετών εξελθόντων της υπηρεσίας Συμβολαιογράφων, δύνανται κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, εγκρινομένης υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης, να καταστρέφωνται μετά προηγουμένην μικροφωτογράφησιν αυτών. Τα ούτω μικροφωτογραφούμενα αρχεία φυλάσσονται εν τω αρχειοφυλακείω επέχοντα θέσιν πρωτοτύπου.
Άρθρον 127
Το Αρχειοφυλακείον Αθηνών είναι αρμόδιον δια την παραλαβήν αρχείων Συμβολαιογράφων των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Πειραιώς, Καλλιθέας, Περιστερίου, Ν. Ιωνίας, Αμαρουσίου και Χαλανδρίου.
Άρθρον 128
1. Η παραλαβή του Αρχείου γίνεται παρ` Επιτροπής εκ δύο Συμβολαιογράφων και ενός υπαλλήλου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, συγκροτουμένης δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
2. Η επιτροπή παραλαβής δικαιούται όπως προβαίνη εις διαλογήν του Αρχείου διατάσσουσα την καταστροφήν:
α) διαμαρτυρικών συνταχθέντων προ πενταετίας,
β) δικαιολογητικών αφορώντων πλειστηριασμούς, ενεργηθέντας προ 20ετίας προκειμένου περί ακινήτου και 5ετίας προκειμένου περί κινητών. Εις ην περίπτωσιν προκύψει αμφιβολία ή διαφωνία περί την καταστροφήν ωρισμένων συμβολαίων ή πράξεων αποφαίνεται περί τούτων ο αρμόδιος Πρόεδρος Πρωτοδικών, αιτήσει της ως άνω επιτροπής. Μετά ταύτα συντάσσεται εις διπλούν πρωτόκολλον καταστραπτέων πράξεων εκάστου συμβολαιογράφου, εις ο μνημονεύεται ο αριθμός και η χρονολογία της πράξεως τα ονόματα των δικαιοπρακτούντων και συνοπτική περίληψις του περιεχομένου αυτής. Το εν τούτων θεωρούμενον υπό του Εισαγγελέως φυλάσσεται εις το Αρχειοφυλάκειον το δε έτερον εις την Εισαγγελίαν. Εν συνεχεία μερίμνη και παρουσία της επιτροπής ενεργείται καταστροφή των εγγράφων δια πυράς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ
Άρθρον 129
1. Συνιστάται Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων του Κράτους αποτελουμένη εκ των εκάστοτε Προέδρων των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων του Κράτους.
2. Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών. Εις την πρώτην αυτής συνεδρίασιν εκάστου έτους εκλέγεται εν των μελών αυτής ως αντιπρόεδρος. Χρέη γραμματέως της Συντονιστικής Επιτροπής εκτελεί ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου εις την έδρα του οποίου συνέρχεται η Επιτροπή.
3. Τον Πρόεδρον του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής αναπληροί ο αντιπρόεδρος του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
4. Η Συντονιστική Επιτροπή συνέρχεται τακτικώς μεν άπαξ του έτους εκ περιτροπής εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην εκτάκτως δε οσάκις καλείται υπό του προέδρου αυτής ή ζητήσουν τούτο πέντε τουλάχιστον εκ των μελών αυτής δι` εγγράφου αιτήσεως προς τον Πρόεδρον, περιεχούσης και τα προς συζήτησιν θέματα. Η Συντονιστική Επιτροπή τελεί εν απαρτία εφ` όσον οι παρόντες είναι πλείονες των απόντων και αποφασίζει κατά πλειοψηφίαν. Εν ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Άρθρον 130
Αρμοδιότητες Συντονιστικής Επιτροπής
Εις την αρμοδιότητα της Συντονιστικής Επιτροπής υπάγονται:
α) Η σύγκλησις Συνεδρίου Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.
β) Η υποβολή εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης προτάσεων επί γενικής φύσεως θεμάτων αφορώντων εις τους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους, τα μέλη αυτών και την άσκησιν του λειτουργήματός των και
γ) πάσα άλλη αρμοδιότης προβλεπομένη υπό των διατάξεων του παρόντος.
Άρθρον 131
Συνέδριον Συμβολαιογράφων
1. Υπό της Συντονιστικής Επιτροπής οργανούται ανά διετίαν και εις χρόνον και τόπον οριζόμενον υπ` αυτής Συνέδριον όλων των Συμβολαιογράφων της Χώρας. Εις το Συνέδριον καλούνται πάντες οι Συμβολαιογράφοι της Χώρας διά πρσκλήσεων εις ας αναγράφονται τα συζητητέα θέματα.
2. Εις την αρμοδιότητα του Συνεδρίου υπάγονται η γενικωτέρα μελέτη και έκφρασις γνωμών και παρατηρήσεων επί της αφορώσης εις τους Συμβολαιογράφους και την άσκησιν των καθηκόντων των νομοθεσίας, ως και συζήτησις και διατύπωσις γνώμης περί παντός γενικωτέρας σημασίας ζητήματος, ενδιαφέροντος οπωσδήποτε το σώμα των Συμβολαιογράφων.
3. Εις το Συνέδριον δύναται να καλούνται υπό της Συντονιστικής Επιτροπής και εκπρόσωποι Συμβολαιογραφικών Οργανώσεων άλλων Χωρών.
4. Περί της εν γένει οργανώσεως και των δαπανών των Συνεδρίων αποφαίνεται δι` αποφάσεως της η Συντονιστική Επιτροπή.
5. Κατά το Συνέδριον εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα περί των συνεδριάσεων των γενικών συνελεύσεων των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ
Άρθρον 132
1. Εν καιρώ πολέμου διορίζονται ειδικοί στρατιωτικοί Συμβολαιογράφοι εις Σχηματισμούς, Συγκροτήματα και Μονάδας των Ενόπλων Δυνάμεων των ευρισκομένων εκτός των ορίων του Κράτους έχοντες αρμοδιότητα και υποχρέωσιν προς σύνταξιν επισήμων πράξεων, δι` ων παρέχονται υπό των δηλούντων γενικαί ή ειδικαί εντολαί και πληρεξουσιότης.
2. Ομοίως διορίζονται ειδικοί Στρατιωτικοί Συμβολαιογράφοι εις τους κατά τ` άνω στρατιωτικούς Σχηματισμούς ευρισκομένους εκτός των ορίων του Κράτους εις εκτέλεσιν διεθνών συμφωνιών
Άρθρον 133
1. Ο διορισμός ενεργείται δι` ημερισίας διαταγής του οικείου Διοικητού εκ των Αξιωματικών του Δικαστικού Σώματος, και εν ελλείψει τούτων ετέρων Αξιωματικών, προτιμωμένων των κεκτημένων πτυχίου Νομικής.
2. Δια της αυτής ή ετέρας διαταγής του αυτού Διοικητού, ορίζεται και ο Αξιωματικός, όστις θ` αναπληροί τον κωλυόμενον ή απόντα Στρατιωτικόν Συμβολαιογράφον.
Άρθρον 134
Ο διορίζων τον Στρατιωτικόν Συμβολαιογράφον και τον αναπληρωτήν, δύναται ανά πάσαν στιγμήν ν` αντικαταστήση αυτούς δι` ετέρων Αξιωματικών και οφείλει άνευ αναβολής ν` αναφέρη πάντα διορισμόν ιεραρχικώς εις τον Αρχηγόν των Ενόπλων Δυνάμεων και τον Υπουργόν Δικαιοσύνης.
Άρθρον 135
Οι Στρατιωτικοί Συμβολαιογράφοι συντάσσουν τας κατά το άρθρον 132 επιτρεπομένας αυτοίς πράξεις των ανηκόντων εις τους εν τω αυτώ άρθρω μνημονευομένους Σχηματισμούς Στρατιωτικών και των τη αδεία της Στρατιωτικής Αρχής, ακολουθούντων αυτούς τμημάτων πολιτικών υπαλλήλων και ιδιωτών ως και Στρατιωτικών, αδιακρίτως προς την μονάδα εις ην οργανικώς ανήκουν.
Άρθρον 136
Συμβολαιογραφική πράξις γενομένη υπό του Στρατιωτικού Συμβολαιογράφου εντός των ορίων του Ελληνικού Κράτους είναι άκυρος.
Άρθρον 137
Αι διατάξεις του παρόντος ισχύουν και επί των Στρατιωτικών Συμβολαιογράφων συμπληρούμεναι ως εξής:
α) Εν τη πρώτη, υφ` εκάστου Συμβολαιογράφου ή αναπληρωτού, συντασσομένη πράξει συνάπτεται αντίγραφον της διορισάσης αυτόν ημερησίας διαταγής.
β) Οι προς σύνταξιν της πράξεως μάρτυρες ορίζονται εις δύο, οίτινες δέον να είναι εγγράμματοι και να υπηρετούν εις τας Ενόπλους Δυνάμεις.
γ) Εν περιπτώσει συμπράξεως αναπληρωτού Στρατιωτικού Συμβολαιογράφου δεν απαιτείται η παρουσία μαρτύρων.
δ) Εν τη πράξει πρέπει προσέτι ν` αναφέρωνται αι Ημερήσιαι Διαταγαί, δι` ων διωρίσθησαν ο τε ενεργών και ο τυχόν συμπράττων Συμβολαιογράφος ή αναπληρωτής, οι Σχηματισμοί των Ενόπλων Δυνάμεων, παρ` οις διωρίσθησαν ούτοι, και εις ας ανήκουν οι δηλούντες και οι μάρτυρες ως και ο τόπος γεννήσεως τούτων.
ε) Τα αντίγραφα των συμβολαιογραφικών εγγράφων κυρούνται δια της υπογραφής του Συμβολαιογράφου ή του αντικαταστάτου αυτού και της σφραγίδος του Σχηματισμού παρ` ω ούτος τυγχάνει διωρισμένος, εν ελλείψει δε τοιαύτης σφραγίδος γίνεται ιδιαιτέρα μνεία προς της δια της υπογραφής κυρώσεως.
στ) Εν περιπτώσει αντικαταστάσεως Στρατιωτικού Συμβολαιογράφου οφείλει να παραδώση πάντα τα πρωτότυπα των συνταχθεισών υπ` αυτού πράξεων εις τον αντικαταστάτην ή αναπληρωτήν αυτού, δια συνοπτικού πρωτοκόλλου συντασσομένου επί του ευρετηρίου και
ζ) Το ευρετήριον αριθμείται και μονογραφείται καθ` έκαστον φύλλον υπό του οικείου Διοικητού, βεβαιούται δε τούτο ως και ο αριθμός των φύλλων δια πράξεων του αυτού Διοικητού επί του τελευταίου φύλλου.
Άρθρον 138
Στρατιωτικός Συμβολαιογράφος, αρνούμενος ή αδικαιολογήτως αναβάλλων την σύνταξιν επιτετραμμένης αυτώ κατά το άρθρον 132 πράξεως, τιμωρείται υπό του αρμοδίου στρατιωτικού δικαστηρίου δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους, παραβαίνων δε εξ αμελείας ή κουφότητος οιανδήποτε των εν τω άρθρω 137 του παρόντος διατάξεων, τιμωρείται πειθαρχικώς κατά τους Στρατιωτικούς κανονισμούς.
Άρθρον 139
Η απαλλαγή εκ των καθηκόντων του Στρατιωτικού Συμβολαιογράφου ενεργείται:
α) Εκτός του Κράτους δι` ημερησίας Διαταγής του οικείου Διοικητού, οριζούσης και τον Στρατιωτικόν Συμβολαιγράφον εις ον θέλουσι παραδοθή τα πρωτότυπα των πράξεων και τα έγγραφα του απαλλαγέντος Συμβολαιογράφου.
β) Αυτοδικαίως άμα τη εις το εσωτερικόν επανόδω εκάστου Σχηματισμού, παρ`ω υφίσταται Συμβολαιογράφος.
Άρθρον 140
Ο οικείος Διοικητής, άμα τη εις το εσωτερικόν επανόδω του υπό αυτόν Σχηματισμού οφείλει να διατάξη, δι` ημερησίας διαταγής του, την προς ένα των Στρατιωτικών Συμβολαιογράφων, δια τακτικών επί των ευρετηρίων των συμβολαίων συντασσομένων πρωτοκόλλων, παράδοσιν των αρχείων πάντων των λοιπών Στρατιωτικών Συμβολαιογράφων, τον δε παραλαβόντα Συμβολαιογράφον, όπως παραδώση πάντα ταύτα και το εαυτού αρχείον προς την αρμοδίαν διεύθυνσιν του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επί αποδείξει υποβλητέα προς το Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων.
Άρθρον 141
Το Υπουργείον Δικαιοσύνης παραδίδει τα αρχεία των τέως Στρατιωτικών Συμβολαιογράφων εις το Αρχειοφυλακείον Αθηνών, όπερ εκδίδει αντίγραφα των παραληφθεισών υπ` αυτού πρωτοτύπων πράξεων και των προσηρτημένων εις ταύτας εγγράφων επί του νομίμου τέλους χαρτοσήμου.
Άρθρον 142
Τα τε πρωτότυπα των πράξεων των Στρατιωτικών Συμβολαιογράφων και τα αντίγραφα αυτών συντάσσονται ατελώς.
Άρθρον 143
Δι` αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης καθορίζονται οι Σχηματισμοί, Συγκροτήματα και Μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων παρ` αις δύναται να διορίζωνται Στρατιωτικοί Συμβολαιογράφοι, ως και πάσα ετέρα αναγκαία δια την εφαρμογήν του παρόντος μέρους λεπτομέρεια.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟΝ
ΤΕΛΙΚΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 144
Οπου κατά τας διατάξεις του Κώδικος Δικηγόρων είναι υποχρεωτική η παράστασις δικηγόρου κατά την σύνταξιν συμβολαίου αύται εφαρμόζονται ενιαίως καθ` άπασαν την περιφέρειαν εκάστου Δικηγορικού Συλλόγου.
Άρθρον 145
Το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν εις βάρος των Συμβολαιογράφων φόρων, τελών χαρτοσήμου και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων επί των καταρτιζομένων συμβολαιογραφικών πράξεων παραγράφεται μετά παρέλευσιν 10 ετών από του τέλους του έτους εντός του οποίου κατηρτίσθη η πράξις.
Άρθρον 146
1. Της κατά το άρθρον 101 παράγραφον 2 στοιχείον (γ) του παρόντος διανομής και υπό τους εν τη διατάξει ταύτη όρους και προϋποθέσεις μετέχουν και άπαντες οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος δικαιούχοι μερίσματος, ως και αι χήραι – σύζυγοι Συμβολαιογράφων αποβιωσάντων προς της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Ν.Δ. 1333/1973 εφ` όσον αύται ελάμβανον μέρισμα κατά την έναρξιν της ισχύος του ως άνω Ν.Δ. 1333/73. Ομοίως οι λαμβάνοντες κατά την έναρξιν της ισχύος του Ν.Δ. 1333/73 μέρισμα και ων το δικαίωμα έληξεν ή εν περιπτώσει θανάτου αυτών αι οικογένειαι αυτών μετέχουν εκ νέου της κατά τ` άνω διανομής υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις.
2.Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον μετέχοντες της διανομής μερίσματος, εις πάσαν περίπτωσιν δεν δικαιούνται μερίσματος πέραν της δωδεκαετιας εν συνόλω.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 834/1978 (Α 223).
Άρθρον 147
Κατά παρέκκλισιν των εν άρθρω 4 παρ. 1 του παρόντος οριζομένων οι ήδη διωρισμένοι Συμβολαιογράφοι εις τας περιφερείας των ειρηνοδικείων Αχαρνών και Ελευσίνος επιτρέπεται να ασκούν τα καθήκοντα αυτών ως μέχρι τούδε εις τας περιφερείας των Ειρηνοδικείων περί ων η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του παρόντος εφαρμοζομένων επ` αυτών και των διατάξεων των άρθρων 98 έως και 106 του παρόντος.
Άρθρον 148
Οι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες Συμβολαιογράφοι, οι μη κεκτημένοι πτυχίον Νομικής δύνανται μετ` επιτυχίαν εις διαγωνισμόν να διορίζωνται συμβολαιογράφοι εις έτεραν θέσιν εν έδρα μεν Πρωτοδικείου οι κεκτημένοι πενταετή υπηρεσίαν συμβολαιογράφου, εν έδρα δε Ειρηνοδικείου οι κεκτημένοι διετή υπηρεσίαν εφ` όσον δεν έχουν υπερβή το 55 έτος της ηλικίας των.
Άρθρον 149
Τα μέχρι ενάρξεως της ισχύος του παρόντος καταρτισθέντα συμβόλαια πάσχοντα ακυρότητα τινα κατά τας διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων και του Ν.Δ. 1333/73, ουχί όμως κατά τας διατάξεις του παρόντος, είναι ισχυρά και έγκυρα, έφ` όσον περί της ακυρότητος δεν εκκρεμεί δίκη, ουδέ ήθελεν εγερθή αγωγή εντός έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 150
1. Η μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κινηθείσα διαδικασία πληρώσεως θέσεων Συμβολαιογράφων επί τη βάσει των προϊσχυσασών διατάξεων, εξακολουθεί μέχρι της τελειώσεώς της δια της δημοισεύσεως της οικείας πράξεως.
2. Αι μέχρι της ισχύος του παρόντος υπάρχουσαι κεναί θέσεις δια τας οποίας δεν εκινήθη η διαδικασία πληρώσεως, αι μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977 κενωθησόμεναι, ως και αι δυνάμει του άρθρου 152 του παρόντος δημιουργηθησόμεναι νέαι θέσεις θα πληρωθούν εκ των υπαρχόντων πινάκων επιτυχόντων των διαγωνισμών του Οκτωμβρίου 1976, οίτινες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977.
3. Εάν μεταξύ των εγγεγραμμένων εις τους κατά την προηγουμένην παράγραφον πίνακας περιλαμβάνωνται ανάπηροι, θύματα πολέμου συνταξιοδοτούμενα ή μη, πολύτεκνοι και αγωνισταί Εθνικής αντιστάσεως, ούτοι προτιμώνται κατά τον διορισμόν εις ποσοτόν 10 % των κατά το έτος 1977 πληρωθησομένων θέσεων, διοριζόμενοι και παραμένοντες ως υπεράριθμοι, μέχρι της αποχωρήσεώς των εκ της υπηρεσίας.
4. Κατά την πλήρωσιν των εν παραγράφω 2 θέσεων τούτων έχει εφαρμογήν η διάταξις του άρθρου 40 παράγραφος 6 του Ν.Δ. 1333/1973.
Άρθρον 151
1. Πειθαρχικά αδικήματα τελεσθέντα προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εφ` όσον δεν εξεδόθη οριστική απόφασις διέπονται υπό των διατάξεων του παρόντος, των σχετικών δικών μεταβιβαζομένων εις τα δια του παρόντος καθοριζόμενα Πειθαρχικά Συμβούλια ή Δικαστήρια.
2. Εις την κατά τον παρόντα Κώδικα παραγραφήν των πειθαρχικών αδικημάτων υπόκεινται και τα προ της ισχύος αυτού τελεσθέντα αδικήματα, της προς παραγραφήν προθεσμίας αρχομένης από της τελέσεώς των.
Άρθρον 152
1. Εις τας ειρηνοδικειακάς περιφερείας εις τας οποίας ο υφιστάμενος κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος αριθμός θέσεων συμβολαιογράφων είναι δέκα και άνω, δύναται ν` αυξηθή ούτος δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης κατά ποσοστόν 10 %. Το τυχόν προκύπτον κλάσμα ημίσεος και άνω υπολογίζεται ως μονάς.
2. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον Διάταγμα θέλει εκδοθή εντός δύο μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 153
Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος το κατά την παρ. 1 του άρθρου 37 εκδοθησόμενον Π. Διάταγμα περί καθορισμού των θέσεων των συμβολαιογράφων θέλει εκδοθή μετά την 1ην Ιανουαρίου 1981, και, εν πάση περιπτώσει, εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους τούτου.
Άρθρον 154
Το Ν.Δ. 1333/1973 “περί κώδικος συμβολαιογράφων” πλην των διατάξεων του άρθρου 175 αυτού αφορώντος εις το προσωπικόν του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Αιγαίου – Δωδεκανήσου, καταργείται, πλην αν άλλως ορίζεται υπό του παρόντος. Ομοίως καταργείται πάσα διάταξις, πλην
α) των διατάξεων του Αστικού Κώδικος,
β) των διατάξεων των Ν. 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν” και 5960/1933 “περί επιταγής” και
γ) των φορολογικού περιεχομένου διατάξεων ρυθμίζουσα θέματα διεπόμενα υπό του παρόντος ή αντικειμένη εις τούτον.
Άρθρον 155
Η ισχύς του παρόντος, άρχεται μετά παρέλευσιν μηνός από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, πλην της παρ. 3 του άρθρου 102 αυτού, της οποίας η ισχύς άρχεται μετά παρέλευσιν εξ μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του και του άρθρου 145 του οποίου αι διατάξεις εφαρμόζονται επί των από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και εφ` εξής καταρτιζομένων συμβολαιογραφικών πράξεων
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 25 Αυγούστου 1977
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ