Νόμος 653 ΦΕΚ Α΄214/5.8.1977
Περί υποχρεώσεων των παροδίων ιδιοκτητών δια την διάνοιξιν εθνικών οδών, αντικαταστάσεων της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931 και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1

1. Προκειμένου περί διανοίξεως εκτός Σχεδίου πόλεων Εθνικών οδών πλάτους καταλήψεως μέχρι τριάκοντα μέτρων, οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται εκάστης πλευράς, υποχρεούνται εις αποζημίωσιν ζώνης πλάτους δεκαπέντε μέτρων, δια συμμετοχής των εις τας δαπάνας απαλλοτριώσεως των καταλαμβανομένων υπό των οδών τούτων ακινήτων. Η επιβάρυνσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη το ήμισυ του εμβαδού του βαρυνομένου ακινήτου.

2. Δια τα επί των απαλλοτριωτέων ακινήτων κτίσματα, μονίμους κατασκευάς, φυτείας, δένδρα, ως και πάντα τα κατά τα άρθρα 953 και επόμενα του Αστικού Κώδικος συστατικά του πράγματος, υπόχρεον προς αποζημίωσιν είναι το Δημόσιον, πλην άν εξ ετέρας διατάξεως αποκλείεται η αποζημίωσις.

3. Ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου θεωρούνται εκείνοι των οποίων τα ακίνητα αποκτούν πρόσωπον επί των διανοιγομένων οδών.

4. Οσάκις οι δικαιούχοι αποζημιώσεως δια την απαλλοτρίωσιν είναι και υπόχρεοι δια την πληρωμήν αυτής, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

5. Ο τρόπος και η διαδικασία καταμερισμού της αποζημιώσεως μεταξύ Δημοσίου και παροδίων ιδιοκτητών κανονίζονται δια Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων, μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.

6. Το Δημόσιον δύναται να προκαταβάλλη δια λογαριασμόν και εις βάρος των υποχρέων τας βαρυνούσας αυτούς δια την απαλλοτρίωσινδαπάνας. Τοιούταικαταβολαί, βεβαιούμεναι εις το Δημόσιον Ταμείον, εισπράττονται ως δημόσιον έσοδον και αποδίδονται εις το Ταμείον Εθνικής Οδοποιίας δια την εκπλήρωσιν των σκοπών του. Επί της εισπράξεως τούτων εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 761/1970, “περί ρυθμίσεως οφειλών προς αποζημίωσιν κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931”.

7. Υπόχρεοι δια την πληρωμήν της κατά το παρόν άρθρον επιβαρύνσεως τυγχάνουν οι κατά τον χρόνον καθορισμού της αποζημιώσεως κύριοι των ακινήτων.

Άρθρον 2

1. Δια την διάνοιξιν οδών εκτός Σχεδίου πόλεων, πλάτους μείζονος των 30 μέτρων, δια μεν τα τριάκοντα μέτρα του πλάτους αυτής εφαρμόζονται αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου δια δε το πέραν του ορίου τούτου πλάτους και μέχρις 80 μ., οι κύριοι ή συγκύριοι των ακινήτων των κειμένων, εντός των κατά τη επομένηνπαράγραφον λωρίδων επιρροής συμμετέχουν εις την δαπάνην αποκτήσεως του δια την οδόν απαιτουμένου εδάφους κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου. Την δαπάνην καλύψεως εδάφους πέραν του πλάτους των 80 μ., φέρει εν τω συνόλω της το Δημόσιον.

2. Παραλλήλως προς τον άξοναν της οδού και εκατέρωθεν ταύτης χαράσσονται ανά δέκα ίχνη προσδιορίζοντα ισαρίθμους “λωρίδας επιρροής”. Αι λωρίδες αύται έχουν εκάστη πλάτος 100 μ. εκτός της πρώτης η οποία ορίζεται εφ` ενός μεν από την προς το μέρος της λωρίδοςοριογραμμήν καταλήψεως εδάφους δια την οδόν αφ` ετέρου δε από τον πρώτον παράλληλον προς τον άξονα της οδού, ίχνος, το αγόμενον εις απόστασιν απ` αυτού ίσην προς τα εκατόν μέτρα προσηυξημένα κατά το, ήμισυ του, ως ορίζεται εις την παράγρ. 4 του παρόντος άρθρου, μέσου πλάτους της οδού. Τα πλάτη των λωρίδων μετρούνται πάντοτε κατά την κάθετον επί την εφαπτομένην του άξονα της οδού εις έκαστον σημείον τούτου. Εις την κάθετον ταύτην περατούνται και τα τμήματα των λωρίδων τα αντιστοιχούντα εις τα κατά την παράγραφον 4 τμήματα της οδού. Εις την συμβολήν εθνικών οδών, αι λωρίδες περιορίζονται μέχρι της γραμμής συμμετρίας της αγομένης μεταξύ των αξόνων των δύο οδών. Εάν η μία εκ των οδών έχηκατασκευασθή προ της ισχύος του παρόντος, δεν έχει εφαρμογήν το προηγούμενον εδάφιον αλλά αι δια την νέαν οδόν λωρίδες επιρροής εκτείνονται μέχρι της οριογραμμής καταλήψεως της παλαιάς οδού. Επί οδού κατασκευαζομένης ίνα συναντήση ετέραν οδόν δι` ήνεγένετο πρότερον η κατά τας διατάξεις του παρόντος επιβάρυνσις των παροδίων, αι δια την νέαν οδόν λωρίδες περατούνται εις την ακραίαν λωρίδα επιρροής της παλαιάς οδού. Επίσης αι λωρίδες περατούνται εις τα όρια περιοχής εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως.

3. Τα ποσοστά επιβαρύνσεως των κατά τη προηγουμένηνπαράγραφονοριζομένων λωρίδων επιρροής ορίζονται εις μονάδας επί τοις χιλίοις 105 δια τας δύο εγγυτάτας προς την οδόν και εκατέρωθεν ταύτης λωρίδας και εν συνεχεία δια τας επομένας λωρίδας από της δευτέρας μέχρι της δεκάτης τοιαύτης εις 86, 73, 60, 50, 40, 32, 24, 18 και 12 αντιστοίχως.

4. Προς εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος η οδός βάσει της μελέτης ή προμελέτης ταύτης, διαχωρίζεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίων Εργων εις κατά μήκος του άξονος ταύτης τμήματα. Δύναται να ορισθή και η όλη οδός ως εν και μόνον τμήμα. Δια της αυτής αποφάσεως καθορίζεται επίσης και το μέσον πλάτος καταλήψεως της οδού, κατά τμήματα ή και ενιαίως. Η δαπάνη αποκτήσεως του δι` έκαστον των τμημάτων τούτων εδάφους, περιλαμβανομένου τόσον του πλάτους των 30 μέτρων όσον και του τυχόν υπέρ τα 80 μ. πλάτους αυτών διαιρείται δια του εμβαδού του δια το τμήμα τούτο συνολικώς προσκτωμένου εδάφους και ο προκύπτων αριθμός αποτελεί την μέσην ανά τετραγωνικόν μέτρον δαπάνην αποκτήσεως του εδάφους, του υπ` όψει τμήματος. Ως δαπάνη νοείται η δαπάνη απαλλοτριώσεως ή άλλως πως προσκτήσεως ολοκλήρου της δια την διάνοιξιν ή διαπλάτυνσιν της οδού ζώνης περιλαμβανομένων και των τυχών παραπλεύρων οδών εξυπηρετήσεως (SERVICE ROADS) ως και των εκτάκτων δια τας εξυπηρετικάς των οδών εγκαταστάσεις. Εις την κατά τα ανωτέρω δαπάνην δεν περιλαμβάνεται η δαπάνη των τυχόν επί του εδάφους φυτειών, κτισμάτων ή οιωνδήποτε ετέρων κατά τας διατάξεις των άρθρων 953 και επόμενα του Αστικού Κώδικος συστατικών του πράγματος, η οποία βαρύνει το Δημόσιον.

5. Οι κύριοι ή συγκύριοι ακινήτου ή τμήματος αυτού, κειμένου εντός εκάστης των κατά την παράγραφον 2 λωρίδων επιρροής βαρύνονται με ποσόν δραχμών προκύπτον βάσει του τύπου: Π Ε χ ε χ δ χ —– 100
όπου: Ε. Είναι εις τετραγωνικά μέτρα το εμβαδόν του εντός εκάστης “λωρίδος επιρροής”, τμήματος του ακινήτου των. Δι` ακίνητα αποκτώντα πρόσωπον επί της οδού και ως εκ τούτου υπαγόμενα εις το άρθρον 1 του παρόντος, αφαιρείται το εμβαδόν το ληφθέν υπ` όψει προς προσδιορισμόν της κατά το εν λόγω άρθρ. 1 υποχρεώσεως του ακινήτου. Εάν το κατά το άρθρον 1 ληφθέν υπ` όψει εμβαδόν είναι μείζον του Ε του αντιστοιχούντος εις την πρώτην λωρίδα επιρροής, το υπόλοιπον μεταφέρεται εις την δευτέραν και ούτω καθ` εξής πάντως η κατά το άρθρον 1 επιβάρυνσις δεν δύναται να μειωθή ένεκα της επιβαρύνσεως του παρόντος άρθρου.
ε. Είναι τα κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις χιλιοστά εκπεφρασμένα ποσοστά επιβαρύσεως εκάστης “λωρίδος επιρροής”.
δ. Είναι η κατά τη προηγουμένηνπαράγραφον μέση ανά τετραγωνικόν μέτρον δαπάνη αποκτήσεως του εδάφους του αντιστοίχου τμήματος της οδού εις δραχμάς. και Π. είναι αριθμός ίσος προς το εις μέτρα ή και κλάσμα τούτων κατά την παράγραφον 4 του παρόντος μέσον πλάτος της οδού δια το υπ` όψει τμήμα, μη δυνάμενος όμως να υπερβή τον αριθμόν 80. 6.

7. Η κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου επιβάρυνσις των ακινήτων βεβαιούται εις το Δημόσιον Ταμείον και εισπράττεται ως δημόσιον έσοδοναποδιδόμενον εις το Ταμείον Εθνικής Οδοποιίας. Ο τρόπος και η διαδικασία βεβαιώσεως της επιβαρύνσεως, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια κανονίζεται δια Π. Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Δημοσίων Εργων. Αι παράγραφοι 4 και 6 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και δια την επιβάρυνσιν του παρόντος άρθρου.

Άρθρον 3
Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931 “περί αδειών οικοδομής επί των ρυμοτομουμένων ακινήτων”, ως συνεπληρώθη δια του άρθρου 2 του Α.Ν. 625/1958 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των γενικών “περί σχεδίων πόλεων διατάξεων”, αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Δι` αυτό το απαλλοτριωτέονοικόπεδον, συνυπόχρεοι καθίστανται ο τε Δήμος ή η Κοινότης και οι οφειλούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται, θεωρουμένων ως τοιούτων των ιδικτητών ακινήτων, ών τα οικόπεδα έχουν ή δύνανται να αποκτήσουν δια προσκυρώσεων ή τακτοποιήσεων πρόσωπον επί του εν ώ περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέονακίνητον κατά την ανωτέρω παράγραφον 1, χώρου. Οι παρόδιοι υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως προς διάνοιξιν οδών πλάτους μόνον μέχρι τριάκοντα μέτρων, είτε απ` ευθείας διανοιγομένων εις το πλάτος τούτο, είτε δια διαδοχικάςευρύνσεων. Δια την διάνοιξιν οδών πλατυτέρων των τριάκοντα μέτρων, ή δια μεταγενεστέρας οιανδήποτε υπέρ το πλάτος τούτο διεύρυνσιν, το επί πλέον των τριάκοντα μέτρων πλάτος, βαρύνει τον Δήμον ή Κοινότητα. Εις πάσαν περίπτωσιν η υποχρέωσις των παροδίων της αυτής πλευράς της οδού, δεν δύναται να υπερβαίνη την αποζημίωσιν ζώνης πλάτους μείζονος των δεκαπέντε μέτρων. Δια την διάνοιξινπλατείων, αλσών, απλών διευρύνσεων κατά τας διασταυρώσεις οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήται της αυτής πλευράς, υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως της αναλογούσης εις επιφάνειαν ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι μέτρων, περιλαμβανομένης εντός του όλου απαλλοτριωτέου χώρου, ασχέτως θέσεως. Εις πάσας τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, η επιβάρυνσις των ιδιοκτητών, δεν δύναται να υπερβαίνη το ήμισυ του εμβαδού του βαρυνομένου οικοπέδου, μετά τη αφαίρεσιν της τυχόν υπαρχούσης πρασιάς και εν περιπτώσειρυμοτομήσεως του απομένοντος μετά την ρυμοτομίαν ή του τακτοποιήσεως ή προσκυρώσεως προκύπτοντος. Η πέραν των ως άνω ορίων έκτασις, βαρύνει τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα. Ο τρόπος αναλογισμού της αποζημιώσεως μεταξύ των τελευταίων, καθ` όλας τας ανωτέρω περιπτώσεις και πάσα σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται δια διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του επί των Δημοσίων Εργων Υπουργού”.

Άρθρον 4

1. Δια την εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων διάνοιξιν οδών δι` αποφάσεως του Υπουργού Δημ. Εργων, δημοσιευομένης δια της Εφ. της Κυβερνήσεως επισπεύδει το Δημόσιον, δια μεν τα τριάκοντα μέτρα του πλάτους αυτής εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931, ως η παράγρ. 3 αυτού αντικαθίσταται δια του προηγουμένου άρθρου του παρόντος, δια δε το πέραν του ορίου τούτου πλάτος δεν εφαρμόζεται η κατά την ανωτέρω παράγρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 5269/31 επιβάρυνσις του Δήμου ή της Κοινότητος, αλλά οι κύριοι ή συγκύριοι των ακινήτων των κειμένων εντός των κατά την επομένηνπαράγραφον τριών εκατέρωθεν της οδού λωρίδων συμμετέχουν εις την δια την απόκτησιν του εδάφους της οδού δαπάνην κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Παραλλήλως προς τας ρυμοτομικάςγραμμάς εκάστης πλευράς της οδού και εις αποστάσεις ανά 100 μ. χαράσσονται, εκατέρωθεν της οδού τρία ίχνη προσδιορίζοντα ισαρίθμους “λωρίδας επιρροής” πλάτους εκατό μέτρων εκάστης. Εις περιπτώσεις συμβολής οδών υπαγομένων εις τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ή επικαλύψεως των βαρυνομένων ζωνών δύο τοιούτων οδών, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος.

3. Τα ποσοστά επιβαρύνσεως των κατά την προηγουμένηνπαράγραφον λωρίδων επιρροής, ορίζονται εις μονάδας επί τοις εκατόν 25 δια τα ακίνητα ή τμήματα αυτών, τα κείμενα εντός των δύο εγγυτάτων εκατέρωθεν προς την οδό λωρίδων, εις 15 δια τα τμήματα των ακινήτων τα κείμενα εντός των δύο επομένων λωρίδων και εις 10 δια τα τμήματα τα κείμενα εντός των δύο ακροτάτων λωριδών.

4. Δια τον διαχωρισμόν της οδού εις τμήματα και τον προσδιορισμόν της μέσης ανά τετραγωνικόν μέτρον δαπάνης αποκτήσεως του εδάφους εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος. Ως πλάτος καταλήψεως της οδού λαμβάνεται το μεταξύ των ρυμοτομικών γραμμών τοιούτων, εάν δεν τυχόν τούτο ποικίλη, προσδιορίζεται δι` αναλόγου εφαρμογής της αυτής διατάξεως και το μέσον πλάτος της οδού ή του τμήματος αυτής.

5. Οι κύριοι ή συγκύριοι ακινήτων ή τμήματος τούτου κειμένου εντός εκάστης των κατά την παράγραφον 2 λωρίδων επιρροής βαρύνονται με ποσόν δραχμών προκύπτον βάσει του τύπου: Π Ε χ ε χ δ χ —– χ Λ 100
όπου: Ε. είναι εις τετραγωνικά μέτρα το εμβαδόν του εντός εκάστης “λωρίδας επιρροής” τμήματος του ακινήτου των. Δι` ακίνητα έχοντα ή αποκτώντα πρόσωπον επί της οδού και ως εκ τούτου υπαγόμενα εις το άρθρον 6 του Ν. 5269/1931 ως τροποποιείται δια του προηγουμένου άρθρου του παρόντος νόμου, αφαιρείται το εμβαδόν το ληθφέν υπ` όψει προς προσδιοριμόν της κατά το εν λόγω άρθρον 6 του Ν. 5269/31 υποχρεώσεως του ακινήτου εφαρμοζομένων αναλόγως των εν παραγράφω 5 του άρθρου 2 οριζομένων δια το εμβαδόν Ε.
ε. είναι τα κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις εκατοστά εκπεφρασμένα ποσοστά επιβαρύνσεως εκάστης “λωρίδος επιρροής”.
δ. είναι η κατά την παράγραφον 4 προσδιοριζομένη μέση ανά τετραγωνικόν μέτρον δαπάνη αποκτήσεως του εδαφίου του αντιστοίχου τμήματος της οδού εις δραχμάς.
Π. είναι ο αριθμός ίσος προς το εις μέτρα ή και κλάσματα αυτών πλάτος της οδού ή το κατά την παράγραφον 4 οριζόμενον μέσον τοιούτον.
Λ. είναι ο κατά την επομένηνπαράγραφον προσδιοριζόμενος λόγος.

6. Προς εύρεσιν του λόγου Λ προσδιορίζεται το συνολικόν εμβαδόν των εντός και των δύο εκατέρωθεν της οδού ζωνών επιβαρύνσεως (εξ ζωνών επιρροής) οικοδομικών τετραγώνων ήτοι το σύνολον του εμβαδού των ζωνών επιβαρύνσεως μετ` αφαίρεσιν μόνον του εμβαδού των εντός αυτών οδών και πλατείων, ουχί όμως και τυχόν κοινοχρήστων κήπων ή αλσών άτινα θεωρούνται δια την εφαρμογήν του παρόντος ως “βαρυνόμενα ακίνητα”. Με το συνολικόν τούτο εμβαδόν διαιρείται το ολικόν εμβαδόν του αντιστοίχου τμήματος της οδού και το ούτω προκύπτονπηλίκον, προσδιοριζόμενον με ακρίβειαν μέχρι και του δευτέρου δεκαδικού ψηφίου αυτού αποτελεί τον λόγον Λ.

7. Η κατά τας προηγουμένας διατάξεις επιβάρυνσις των ακινήτων βεβαιούται εις το Δημόσιον Ταμείον και εισπράττεται ως δημόσιον έσοδον, αποδίδεται δε εν μέρει μεν εις το κατά το άρθρ. 19 του Ν.Δ. 1262/72 “περί ρυθμιστικών σχεδίων αστικών περιοχών”, “ΕιδικόνΤαμείον Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων” δια την διάνοιξιν λοιπών κοινοχρήστων χώρων της αυτής πόλεως ή μείζονος οικιστικής περιοχής εξ ής προέρχεται ο πόρος, εν μέρει δε εις το Ταμείον Εθνικής Οδοποιίας δια την παρ` αυτού χρηματοδότησιν έργων υποδομής πάσης φύσεως εις την αυτήν μείζονα οικιστικήνπεριοχήν. Το ΤΕΟ δύναται επίσης να χρηματοδοτή και έτερα τοιαύτα έργα δια πόρων ή επιχορηγήσεων προς αυτό, διδομένων προς τον σκοπόν τούτον. Τα ποσοστά κατανομής του πόρου μεταξύ των ανωτέρω δύο Ταμείων εις εκάστην συγκεκριμένηνπερίπτωσιν ως και πάσα τυχόν λεπτομέρεια του τρόπου εμφανίσεως των εσόδων τούτων υπό των εν λόγω Ταμείων ως εξειδικευμένων δι` ωρισμένηνπεριοχήν πόρων αυτών, κανονίζεται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Εργων.

8. Της επιβαρύνσεως του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται το Δημόσιον και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως δια τα εντός των ζωνών επιβαρύνσεως πάρκα ή άλση. Το Δημόσιον απαλλάσεται και δι` έτερα ακίνητα αυτού ευρισκόμενα εντός οικοδομικών τετραγώνων των ζωνών επιβαρύνσεως.

9. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και δια τας διαπλατύνσεις των κατά την παράγραφον 1 αυτού οδών.

10. Η παράγραφος 7 του άρθρου 2 του παρόντος εφαρμόζεται και επί του παρόντος άρθρου, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου τούτου ως προς την απόδοσιν της επιβαρύνσεως.

11. Εις τας περιπτώσεις οδών υπογομένων εις το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζονται η παράγραφος 5 του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931.

Άρθρον 5

1. Εις τας περιπτώσεις καθ` άς δι` αποφάσεως του Υπουργού Δημ. Εργων δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως επισπεύδεται υπό του Δημοσίου η διάνοιξις, η διεύρυνσις κοινοχρήστων χώρων προβλεπομένων υπό εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων αντί των υπό των διατάξεων άρθρων 32 και επόμενα του από 17-7/16.8.23 Νομοθ. Διατάγματος, “περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.” προβλεπομένων στοιχείων ως και των αντιστοίχων τοιούτων των προβλεπομένων υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων” συντάσσονται κτηματολογικόν διάγραμμα, κτηματολογικός πίναξ και έκθεσιςπροεκτιμήσεως κατά τας διατάξεις των επομένων παραγράφων του παρόντος.

2. Τα κατά την προηγουμένηνπαράγραφον στοιχεία συντάσσονται και ελέγχονται μερίμνη των Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημ. Εργων. Η έκθεσιςπροεκτιμήσεως επέχει θέσιν και της κατ` άρθρον 15 του Ν.Δ. 797/71 προεκτιμήσεως. Αι διατάξεις των άρθρων 32 και επόμενα του από 17-7/16.8.23 Νομοθ. Διατάγματος εφαρμόζονται δια την τυχόν απαιτουμένην μετά την συντέλεσιν της απαλλοτριώσεως τακτοποίησιν των οικοπέδων.

3. Το κτηματολογικό διάγραμμα συντάσσεται υπό κλίμακα τουλάχιστον 1 : 500 εις τούτο δε”.
α) τοποθετούνται αι ρυμοτομικαίγραμμαί,
β) αποτυπούνται δια χαρακτηριστικών στοιχείων αι ρυμοτομούμεναιιδιοκτησίαι και τα επ`αυτών κτίσματα και λοιπά αντικείμενα. Εάν η αυτή ιδιοκτησία ρυμοτομείται εν μέρει αποτυπούνται κεχωρισμένως το ρυμοτομούμενο και το απομένον κατά την ρυμοτομίαν τμήμα,
γ) αποτυπούνται αι παρόδιοι ιδιοκτησίαι αι οποίαι υποχρεούνται εις αποζημίωσιν και αι όμοροι κατά την οπισθίανπλευράν αυτών ιδιοκτησίαι,
δ) ενεργείται ο καταμερισμός της αποζημιώσεως της ρυμοτομουμένης εκτάσεως μεταξύ παροδίων ιδιοκτητών και του Δημοσίου και προσδιορίζεται δια χαρακτηριστικών στοιχείων η έκτασις αύτη και
ε) περιλαμβάνεται μνεία του διατάγματος δια του οποίου εκηρύχθη η απαλλοτρίωσις και των εις την περιοχήν ισχυόντων όρων δομήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6, παρ. 14, εδ. ε` του Ν. 2052/1992 (Α 94).

4. Εις τον Κτηματολογικόνπίνακαν αναγράφονται:
α) ο αύξων αριθμός εκάστης ιδιοκτησίας, το ονοματεπώνυμον και πατρώνυμον εκάστου εικαζομένου ιδιοκτήτου και η διεύθυνσις κατοικίας αυτού, εάν είναι γνωστή,
β) το συνολικόν εμβαδόν εκάστης ρυμοτομουμένης ιδιοκτησίας. Εάν ρυμοτομήται εν μέρει, αναγράφεται κεχωρισμένως το ρυμοτομούμενον και το απομένον μετά την ρυμοτομίαν,
γ) ο όγκος των κτισμάτων εκάστης ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας κεχωρισμένως αναλόγως του είδους της κατασκευής και της ποιότητος αυτών, τα λοιπά επικείμενα κατ` είδος και κατηγορίαν, ως και πάσα λεπτομέρεια χρήσιμος δια την πλήρη αποζημίωσιν,
δ) η έκτασις και το ακριβές εμβαδόν εκάστης ιδιοκτησίας την οποίαν υποχρεούται ν` αποζημιώση εκάστη παροδία ιδιοκτησία και το Δημόσιον.

5. Εις την έκθεσινπροεκτιμήσεως περιγράφονται λεπτομερώς η κατάστασις και αι ιδιαίτεραισυνθήκαι των ρυμοτομουμένων ακινήτων και εκτιμάται ητιολογημένως και αναλυτικώς η αξία αυτών και των επ` αυτών κτισμάτων. Αι αρμόδιαιΟικονομικαίΕφορίοι υποχρεούνται να παρέχουν τα παρ` αυταίς στοιχεία περί της αξίας των ακινήτων δια την σύνταξιν της εκθέσεως.

6. Κατά τας περιπτώσεις του παρόντος άρθρου η αίτησις του Δημοσίου περί προσδιορισμού της προσωρινής τιμής μονάδος δια την αποζημίωσιν των ακινήτων συνοδεύεται υπό των αντιγράφων των ανωτέρω
α) κτηματολογικού διαγράμματος,
β) κτηματολογικού πίνακος και
γ) εκθέσεως προεκτιμήσεως. Η πρόσκλησις των εικαζομένων δικαιούχων ενώπιον των δικαστηρίων δια το προσδιορισμόν της προσωρινής τιμής μονάδος γίνεται δια της, από 15ημέρου τουλάχιστον προ της δικασίμου, τοιχοκολλήσεως του προς επίδοσιν δικογράφου και δημοσιεύσεως σχετικής ειδοποιήσεως δια του Τύπου. Η τοιχοκόλλησις του δικογράφου γίνεται εις το κατάστημα του προς ό απευθύνεται τούτο δικαστηρίου και εις το κατάστημα του Δήμου ή της Κοινότητος εν τη περιφερεία των οποίων κείνται τα απαλλοτριωθέντα, συντασσομένης περί ταύτης εκθέσεως υπό του δικαστικού Γραμματέως και του Γραμματέως του Δήμου ή της Κοινότητος αντιστοίχως. Η δημοσίευσις της ειδοποιήσεως γίνεται δια δύο ημερησίων εφημερίδων των Αθηνών και μιάς τοπικής, εάν εκδίδεται τοιαύτη, εις δύο κατά συνέχειαν φύλλα, περιλαμβάνει δε το δικαστήριον ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφον, περίληψιν του αιτήματος αυτού, την γενομένηντοιχοκόλλησιν, την δικάσιμον, το είδος των ρυμοτομουμένων και περίληψιν της απαλλοτριωτικής πράξεως.

Άρθρον 6

1. Πράξεις αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας συνταχθείσαι και κυρωθείσαι νομικώς κατά τας μέχρις της ενάρξεως ισχύος του παρόντος διατάξεις, εξακολουθούν ισχύουσαι.

2. Πράξεις αναλογισμού κυρωθείσαι εις περίπτωσεις καθ` άς επισπεύδων την σύνταξιν των είναι το Δημόσιον χωρίς όμως να έχουν παρακατατεθή αι αποζημιώσεις μέχρι δημοσιεύσεως του παρόντος, ανασυντάσσονται εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος.
Εις τας περιπτώσεις ταύτας δύναται το Δημόσιον να καταβάλλη τας αποζημιώσεις βάσει των κυρωθεισών ως άνω πράξεων, αι καταβαλλόμεναι δε αποζημιώσεις συμψηφίζονται κατά την επανασύνταξιν των πράξεων αναλογισμού βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος.

3. Πράξεις αναλογισμού συνταχθείσαι μεν κατά τας μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος σχετικάς διατάξεις και μη κυρωθείσαι εισέτι, ανασυντάσσονται, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος.

4. Το άρθρον 5 εφαρμόζεται επί εγκεκριμένων ήδη σχεδίων πόλεων, επιφυλλασσομένων των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του παρόντος.

Άρθρον 7

1. Δια την κήρυξιν των κατά τον παρόντα νόμον απαλλοτριώσεων, και την διαδικασίαν καθορισμού των αποζημιώσεων και αναγνωρίσεως των δικαιούχων εφαρμόζονται αι κείμεναι “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων διατάξεις”, επιφυλασσομένων των διατάξων του άρθρου 5 του παρόντος.

2. Το άρθρον 2 του Ν. 212/1975 “περί τροποποιήσεως του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων” αντικαθίσταται αφ` ήςίσχυσεν ως εξής:
“Η κατά το προηγούμενονάρθρονδιάταξις ως τροποποιείται δια του παρόντος εφαρμόζεται και επί των κυρωχθεισών ήδη υφ` οιονδήποτε τύπον και καθ` οιανδήποτε διαδικασίαν απαλλοτριώσεων αίτινες δεν ανεκλήθησαν αυτοδικαίως κατά τους όρους του Νόμου μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος και εφ` όσον αι απαλλοτριώσεις αύται έχουν κηρυχθή μετά την ισχύν του Ν. 797/71”.

3. Η κατά την προηγουμένηνπαράγραφοντροποποίησις εφαρμόζεται και επί των μήπω αμετακλήτως κριθεισών υπό των δικαστηρίων υποθέσεων.

Άρθρον 8
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του, δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ