Νόμος 590 ΦΕΚ Α΄146/31.5.1977
Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Γενικαί Διατάξεις

Άρθρον 1

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ούσα θείον καθίδρυμα και έχουσα κεφαλήν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είναι αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στοιχούσα τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασαλεύτως, ως και πάσαι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, τα δόγματα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις.

2. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλος, αυτοδιοικείται δε, εν τω πλαισίω των περί θρησκείας άρθρων του Συντάγματος, διά των εν ενεργεία Μητροπολιτών αυτής.

3. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει τας Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, συμφώνως προς τον από 29ης Ιουνίου 1850 Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον και τας από Ιουλίου 1866 και Μαίου 1882 Πατριαρχικάς Συνοδικάς Πράξεις και τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, συμφώνως προς τας από 4ης Σεπτεμβρίου 1928 Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει ως μέλη πάντας τους κατοικούντας εν τη περιοχή αυτών Ορθοδόξους Χριστιανούς.

4. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονεία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Το Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Βουλιαγμένης, ως και τα λοιπά Εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Μητροπόλεων, τα λειτουργούντα μέχρι της ισχύος του παρόντος και κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα, είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, όπως και τα Ιερά Προσκυνήματα, τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα και εκκλησιαστικά Μουσεία , λειτουργούν δε επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερον οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ` εξής διά κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό της Ι.Σ.Ι. ή της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δι` ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρήσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών.
Η εις Κρήτην,Δωδεκάνησον και `Αγιον `Ορος κρατούσα Εκκλησιαστική κατάστασις, διεπομένη υπό του ισχύοντος εν αυταίς πατριαρχικού καθεστώτος, δεν θίγεται διά του παρόντος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.4 άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014.

Άρθρον 2
Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας, της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας, της φροντίδος διά την περίθαλψιν των δεομένων εν γένει προστασίας, της διαφυλάξεως των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων, της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλλεται η θρησκεία.

Άρθρον 3

1. Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι. Σ. Ι.), συγκροτουμένη εκ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως Προέδρου, και εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων, διαρκές δε διοικητικόν όργανον αυτής είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ. Ι. Σ.), συγκροτουμένη κατά τα εν άρθρω 7 του παρόντος οριζόμενα. Αμφότεραι εδρεύουν εν Αθήναις.

2. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έχουν ιδίαν Σφραγίδα, φέρουσαν εν τω μέσω αυτής και επί σταυρού δικέφαλον αετόν, κύκλω δε τας λέξεις “ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Περί της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

Άρθρον 4
Η Ι. Σ. Ι.της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος εις την Εκκλησίαν. Ειδικώτερον αύτη:
α) Μεριμνά διά την τήρησιν των Δογμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως, των Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων, διά την ενότητα της Πίστεως, ως και διά την Εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και ρυθμίζει τας σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των ετεροδόξων.
β) Μελετά και αποφασίζει περί των ληπτέων μέτρων διά την πραγμάτωσιν της κατά Χριστόν ζωής του ιερού Κλήρου και του Χριστεπωνύμου λαού.
γ) Μεριμνά διά την εκκλησιαστικήν τάξιν και ευπρέπειαν, ως και διά παν εις την θείαν λατρείαν αφορών θέμα.
δ) Αποφασίζει περί της ασκήσεως της εκκλησιαστικής οικονομίας, συγκαταβάσεως και επιεικείας της Εκκλησίας.
ε) Εκδίδει κανονιστικάς αποφάσεις περί της οργανώσεως και εσωτερικής διοικήσεως της Εκκλησίας, κατά τα ειδικώτερον εν τω παρόντι διαλαμβανόμενα, δημοσιευμένας διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
στ) Ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν και τον έλεγχον επί των πράξεων της Δ. Ι. Σ., των Αρχιερέων, των διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και των επί μέρους Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων, κατά τας κειμένας διατάξεις.
ζ) Εκλέγει τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και τους Μητροπολίτας κατά τα υπό του παρόντος οριζόμενα.
η) Συγκροτεί ειδικάς επιτροπάς, κατά τα εν άρθρω 10 παρ.5 οριζόμενα.
θ) Αποφασίζει διά την επιβολήν ποινής αφορισμού κατά τα υπό των Ιερών Κανόνων οριζόμενα.
ι) Εκδικάζει αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά τελεσιδίκων αποφάσεων εκδοθεισών εναντίον Πρεσβυτέρων, Διακόνων ή Μοναχών, κατά τα ειδικώτερον υπό του Νόμου, περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, ορισθησόμενα.
ια) Ψηφίζει τον κανονισμόν των εργασιών Αυτής και της Δ. Ι. Σ.
ιβ) Ασκεί τας εκ των Ιερών Κανόνων και λοιπών Εκκλησιαστικών διατάξεων απορρεούσας αρμοδιότητας.
ιγ) Αποφαίνεται επί των κατά το άρθρον 21 παρ. 3 ασκουμένων προσφυγών.

Άρθρον 5
Αντιπρόεδρος της Ι. Σ. Ι. είναι ο εκ των μελών αυτής έχων τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης. Τον Πρόεδρον απόντα, κωλυόμενον ή ελλείποντα αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο επόμενος τη τάξει.

Άρθρον 6

1. Η Ι. Σ. Ι. συνέρχεται εις τακτικόν συνέλευσιν αυτοδικαίως μεν την 1ην Οκτωβρίου εκάστου έτους, εκτάκτως δε οσάκις ήθελε συγκληθή υπό του Προέδρου αυτής,
α) είτε ιδία αυτού πρωτοβουλία,
β) είτε μετά προηγούμενην απόφασιν της Δ. Ι. Σ.,
γ) είτε κατόπιν αιτήσεως του 1/3 τουλάχιστον των εν ενεργεία Μητροπολιτών προς τον Πρόεδρον, εις ην αίτησιν δέον όπως αναγράφωνται και τα θέματα διά τα οποία ζητείται η σύγκλησις της Ιεραρχίας. Εις την υπό στοιχείον β` περίπτωσιν ο Πρόεδρος οφείλει όπως προσκαλέση τα μέλη της Ιεραρχίας διά πράξεως αυτού εκδιδομένης εντός προθεσμίας 10 ημερών αφ` ης απεφασίσθη η σύγκλησις και δι` ημέραν συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών από της αυτής ως άνω ημερομηνίας. Εις την υπό στοιχείον γ` περίπτωσιν ο Πρόεδρος οφείλει να θέση αμελλητί την αίτησιν υπ` όψιν της Δ. Ι. Σ. ήτις αποφαίνεται παραχρήμα επ` αυτής, είτε αναθέτουσα εις τον Πρόεδρον να συγκαλέση την Ι. Σ. Ι., δι` ημέραν συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών από της ημέρας συνεδριάσεως της Δ. Ι. Σ., είτε αρνουμένη την σύγκλησιν της Ιεραρχίας δι` ητιολογημένης αποφάσεώς της, κοινοποιουμένης εις τους υποβαλόντας την αίτησιν Ιεραρχίας. Εάν οι υποβαλόντες την αίτησιν εμμείνουν επί της συγκλήσεως διά νεωτέρας αιτήσεώς των προς τον Πρόεδρον, η σύγκλησις της Ιεραρχίας είναι υποχρεωτική δι` αυτόν, όστις συγκαλεί ταύτην εις ημέραν συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών απο της υποβολής της αιτήσεως. Ο Πρόεδρος υπέχει κανονικήν ευθύνην εις ην περίπτωσιν παραλείψει να συγκαλέση την Ι. Σ. Ι. εις τας ως άνω υπό στοιχεία β` και γ` περιπτώσεις.

2. H I. Σ. Ι. συνεδριάζει βάσει ημερησίας διατάξεως. Επί τακτικής συνελεύσεως η Δ. Ι. Σ. καταρτίζει την ημερησίαν διάταξιν και ο Πρόεδρος κοινοποιεί ταυτην προς άπαντα τα μέλη της Ιεραρχίας δύο τουλάχιστον μήνας προ της συνεδριάσεως. Επί εκτάκτου συνελεύσεως την ημερησίαν διάταξιν καταρτίζει εις μεν την υπό στοιχείον α` περίπτωσιν ο Πρόεδρος, εις δε την περίπτωσιν υπό στοιχείον β` η Δ. Ι. Σ. Εις την υπό στοιχείον γ` περίπτωσιν η ημερησία διάταξις περιλαμβάνει τα εν τη αιτήσει αναγραφόμενα θέματα και καταρτίζεται υπό του Προέδρου. Και εις τας τρείς ως άνω περιπτώσεις η ημερησία διάταξις κοινοποιείται εις άπαντα τα μέλη της Ι. Σ. Ι. ομού μετά της περί συγκλήσεως αυτής πράξεως του Προέδρου. Η Ι. Σ. Ι. δύναται επί τακτικής συνελεύσεως να αποφασίση την συζήτησιν και ετέρων θεμάτων, πλην εκείνων τα οποία αναγράφονται εν τη ημερησία διατάξει. Εάν αι εργασίαι της τακτικής συνόδου της Ι. Σ. Ι., περατωθούν χωρίς να εξαντληθή η ημερησία διάταξις, τα υπολειπόμενα θέματα συζητούνται υποχρεωτικώς και κατά προτεραιότητα κατά την αμέσως προσεχή τακτικήν σύνοδον της Ιεραρχίας. Επί εκτάκτου συνόδου πάντα τα εν τη αιτήσει αναγραφόμενα θέματα δέον να εξαντληθουν.

3. Οι κατά τας συνεδριάσεις παριστάμενοι Αρχιερείς δεν δύνανται να αποχωρούν ταύτης άνευ αποχρώντος λόγου. Η άνευ αποχρώντος λόγου και προ της λήψεως αποφάσεως αποχώρησις Αρχιερέως εκ της συνεδρίας ως και η αδικαιολόγητος μη συμμετοχή αποτελούν κανονικόν παράπτωμα. Η Ι. Σ. Ι. ευρίσκεται εν απαρτία εάν οι παρόντες Μητροπολίται είναι πλείονες του ημίσεος αριθμού του συνόλου αυτών. Αι αποφάσεις της Ι. Σ. Ι. λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων νικώσης εν ισοψηφία, επί φανεράς Ψηφοφορίας, της ψήφου του Προέδρου Αυτής. Επί ζητημάτων όμως θεμελιώδους κατά την κρίσιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας σημασίας και σπουδαιότητος διά την Εκκλησίαν , ως της επιβολής ποινής αφορισμού και της ασκήσεως κατ` εκκλησιαστικήν οικονομίαν συγκαταβάσεως και επιεικείας της Εκκλησίας, αι αποφάσεις λαμβάνονται διά πλειοψηφίας των 2/3 τουλάχιστον του όλου αριθμού των μελών της Ιεραρχίας.

4. Των εργασιών της Ι. Σ. Ι. δεν μετέχει Αρχιερεύς καταδικασθείς τελεσιδίκως εις αργίαν, καθ` ον χρόνον διαρκεί η αργία, επιφυλασσομένων των εκάστοτε ισχυουσών περί εκτελέσεως ποινών κατά των Αρχιερέων διατάξεων. Αι τακτικαί και έκτακτοι συνελεύσεις της Ι. Σ. Ι. διαρκούν ουχί πέραν του μηνός, εκτός εάν άλλως αποφασισθή υπ` Αυτής εις την συγκεκριμένην εκάστοτε περίπτωσιν.

5. Πάντα τα αφορώντα εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν της Ι. Σ. Ι. ρυθμίζονται δι` αποφάσεων Αυτής, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Περί της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου

Άρθρον 7

1. Η Δ. Ι. Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος συγκροτείται εκ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ως Προέδρου, και δώδεκα μελών, ων τα μεν μέλη εξ λαμβάνονται εκ των ενεργεία Μητροπολιτών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την σειράν των πρεσβείων της Αρχιερωσύνης και εκ περιτροπής, τα δε λοιπά εξ λαμβάνονται κατά τον αυτόν τρόπον εκ των εν ενεργεία Μητροπολιτών των Νέων Χωρών. Η Δ. Ι. Σ. ευρίσκεται εν απαρτία εάν τα παρόντα μέλη αυτής υπερβαίνουν κατά ένα το ήμισυ του συνόλου του αριθμού αυτών, αι δε αποφάσεις αυτής λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν, εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου.

2. Κωλύεται να ασκήση τα εν γένει συνοδικά αυτού καθήκοντα ο εις αργίαν τελεσιδίκως καταδικασθείς Αρχιερεύς, καθ` ον χρόνον διαρκεί αύτη.

3. Τον Πρόεδρον απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο εκάστοτε πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς εκ των παρόντων μελών της Δ. Ι. Σ., συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας.

4. Η Δ. Ι. Σ. διατηρεί εν Αθήναις Υπηρεσίας και Γραφεία των οποίων προίσταται ο Αρχιγραμματεύς αυτής επικουρούμενος υπό του Γραμματέως – Πρακτικογράφου και του Βοηθού Γραμματέως.

Άρθρον 8

1. Η Συνοδική περίοδος είναι ενιαυσία, αρχομένη την 1ην Σεπτεμβρίου εκάστου έτους και λήγουσα την 31ην Αυγούστου του επομένου έτους.

2. Ο καλούμενος ή διατελών συνοδικός δύναται να παραιτηθή των συνοδικών αυτού καθηκόντων ένεκεν ευλόγου τινός αιτίας, περί ης αποφαίνεται η Δ. Ι. Σ. Μετά την αποδοχήν της παραιτήσεως καλείται υπό του Προέδρου ως συνοδικός ο επόμενος κατά τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης των ήδη κεκλημένων εκ της οικείας σειράς. Κατά τον αυτόν τρόπον αντικαθίσταται και ο άνευ αδείας της Δ. Ι. Σ. επί μήνα μη μετασχών των εργασιών Αυτής αδικαιολογήτως. Ο εις αντικατάστασιν κληθείς παραμένει και κατά την επομένην συνοδικήν περίοδον, εάν κληθή ως συνοδικός μετά την λήξιν του πρώτου εξαμήνου της τρεχούσης συνοδικής περιόδου.

Άρθρον 9

1. Η Δ. Ι. Σ., ως διαρκές διοικητικόν όργανον της Εκκλησίας, ασκεί τας κάτωθι αρμοδιότητας:
α) Επιμελείται της ακριβούς εκτελέσεως των αποφάσεων της Ι. Σ. Ι.
β) Εκτελεί εκάστοτε τας υπό της Ι. Σ. Ι. ειδικώς ανατιθεμένας αυτή πράξεις.
γ) Γνωμοδοτεί επί παντός υπό ψήφισιν εκκλησιαστικού νόμου. δ) Επιλαμβάνεται των τρεχούσης φύσεως εκκλησιαστικών θεμάτων.
ε) Παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών.
στ) Συνεργάζεται μετά της Πολιτείας επί θεμάτων της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και μεριμνά περί της επιμορφώσεως του Ιερού Κλήρου, δυναμένη να ιδρύη προς τούτο ειδικάς επιμορφωτικάς σχολάς.
ζ) Μεριμνά περί του κατά Χριστόν βίου του Ορθοδόξου πληρώματος και λαμβάνει περί αυτού πρόνοιαν του κηρύγματος του Θείου λόγου, διά κατηχητικών σχολείων, διά θρησκευτικών ομιλιών, δι` εκδόσεως καταλλήλων βιβλίων και περιοδικών, διά παραινετικών εγκυκλίων και διά παντός άλλου προσφόρου, κατά την κρίσιν Αυτής, μέσου. Εις περίπτωσιν διαταράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι` ετεροδιδασκαλίας ή άλλης επεμβάσεως εις βάρος αυτής, η Δ. Ι. Σ. ζητεί την επέμβασιν των αρμοδίων Αρχών, εκδίδει δε παραινετικά γράμματα προς τον λαόν διά την προστασίαν αυτού.
η) Ασκεί τας διά του νόμου περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων ανατιθεμένας αυτή αρμοδιότητας.
θ) Επαγρυπνεί επί της εκπληρώσεως των καθηκόντων των κληρικών και των μοναχών.
ι) Παρέχει εις τους Αρχιερείς άδειαν δι` απουσίαν πέραν των δέκα ημερών εκ της έδρας αυτών.
ια) Εκδίδει επίσημον Δελτίον υπό τον τίτλον “Εκκλησία”, εν ω καταχωρίζονται εκκλησιαστικοί νόμοι, πράξεις, διατάξεις, αποφάσεις, εγκύκλιοι, αυτής τε και της Ι. Σ. Ι., θεολογικά και εποικοδομιτικά άρθρα και εκκλησιαστικαί ειδήσεις. Η παράλειψις δημοσιεύσεως πράξεώς τινος κανονιστικού ή ατομικού περιεχομένου εν τω Δελτίω τούτω δεν επάγεται ακυρότητα της πράξεως ταύτης, πλην των περιπτώσεων των άρθρων 19 παρ. 2, 21 παρ. 1 και 39 παρ. 4 του παρόντος.

2. Η Δ. Ι. Σ. κατά το μεσολαβούν μέχρι της συγκλήσεως της Ι. Σ. Ι. χρονικόν διάστημα ασκεί πάσαν εκκλησιαστικήν – διοικητικήν εξουσίαν κατά τους ιερούς κανόνας, τας ιεράς παραδόσεις και τους νόμους, εξαιρέσει των εν τω άρθρω 4 του παρόντος, υπό στοιχεία ζ`, θ`, ι`, και ιγ` οριζομένων, καθ` ο δε διάστημα συνεδριάζει η Ι. Σ. Ι. η Δ. Ι. Σ. λειτουργεί ασκούσα τας ιδίας αυτής αρμοδιότητας.

3. Αι αποφάσεις της Δ. Ι. Σ. εκτελούνται υπό του Προέδρου διά της Αρχιγραμματείας, εφ` όσον δε εμπίπτουν εις τον τομέα αρμοδιότητος της Αποστολικής Διακονίας ή του ΟΔΕΠ εκτελούνται κατά τας διατάξεις των οικείων Οργανισμών.

4. Παν ότι αφορά εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν της Δ. Ι. Σ. ως και των υπηρεσιών και γραφείων αυτής ρυθμίζεται δι` αποφάσεων αυτής, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Περί των Συνοδικών Επιτροπών

Άρθρον 10

1. Προς μελέτην και επεξεργασίαν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως των συνελεύσεων της Ι. Σ. Ι., ως και προς υποβοήθησιν του εν γένει έργου της Δ. Ι. Σ. και εκτέλεσιν των αποφάσεων αυτών, συνιστώνται αι ακόλουθοι Συνοδικαί Επιτροπαί (Σ. Ε.), έχουσαι γνωμοδοτικήν αρμοδιότητα:
α) η επί της Αρχιγραμματείας
β) η επί της εκκλησιαστικής τέχνης και μουσικής.
γ) η επί των δογματικών και νομοκανονικών ζητημάτων.
δ) η επί της θείας λατρείας και του ποιμαντικού έργου.
ε) η επί του μοναχικού βίου. στ) η επί της χριστιανικής αγωγής της νεότητος.
ζ) η επί των διορθοδόξων και διαχριστιανικών σχέσεων.
η) η επί της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και της επιμορφώσεως του εφημεριακού κλήρου.
θ) η επί του τύπου, των δημοσίων σχέσεων και της δαφωτίσεως.
ι) η επί των αιρέσεων.
ια) η επί της κοινωνικής προνοίας και ευποιϊας και
ιβ) η επί των οικονομικών της Εκκλησίας.

2. Εκάστη Συνοδική Επιτροπή, πλην της επί της Αρχιγραμματείας, απαρτίζεται εξ επτά μελών, ειδικών περί τα θέματα ταύτα, εξ ων τα τέσσερα κληρικοί, Αρχιερείς και μη. Μεταξύ των Αρχιερέων καταλέγεται απαραιτήτως και εις συνοδικός Ιεράρχης, οριζόμενος υπό της Δ. Ι. Σ. εις την αρχήν εκάστης συνοδικής περιόδου και διά τον χρόνον της συνολικής θητείας αυτού, όστις και αποτελεί τον σύνδεσμον της Σ. Ε. μετά της Δ. Ι. Σ. Τα λοιπά μέλη, μετ` ισαρίθμων αναπληρωματικών, διορίζονται υπό της Ι. Σ. Ι. επι τετραετεί θητεία δυναμένη να ανανεωθή. Η επί της Αρχιγραμματείας Σ. Ε. αποτελείται εκ τριών Αρχιερέων, εξ ων ο εις Συνοδικός, οριζομένων κατά τα ανωτέρω υπό της Ι. Σ. Ι. Πρόεδρος εκάστης των Συνοδικών Επιτροπών είναι ο εκ των Αρχιερατικών μελών έχων τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης, πλην της των οικονομικών, της οποίας προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος, όστις και προτείνει τα συμμετέχοντα εις αυτήν μέλη. Τα λαικά μέλη της επί των οικονομικών Σ. Ε. ορίζονται υπό της Ι. Σ. Ι. εκ τακτικών καθηγητών Οικονομικών μαθημάτων Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ανωτάτων υπαλλήλων των οικονομικών Υπουργείων ή της Τραπέζης της Ελλάδος.

3. Αι Επιτροπαί δύνανται να συνιστούν δι` αποφάσεως αυτών υποεπιτροπάς, εις τας οποίας επιτρέπεται να καλώνται και μη μέλη αυτών.

4. Τα της συγκροτήσεως και των αρμοδιοτήτων των Συνοδικών Επιτροπών, τα της οργανώσεως και λειτουργίας των γραφείων και τα προσωπικού αυτών ρυθμίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

5. Δι` αποφάσεως της Ι. Σ. Ι. δύνανται να συνιστώνται και έτεραι ειδικαί Συνοδικαί Επιτροπαί πλην των εν παρ. 1 του παρόντος άρθρου οριζομένων, προς μελέτην και διερεύνησιν συγκεκριμένων θεμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Περί της Διοικητικής Διαιρέσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος

Άρθρον 11

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών και τας Μητροπόλεις:
Α`. Της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος:
α) Αιτωλίας και Ακαρνανίας,
β) Αργολίδος,
γ) ύΑρτης,
δ) Αττικής,
ε) Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως,
στ) Γυθείου και Οιτύλου
ζ) Δημητριάδος και Αλμυρού,
η) Ζακύνθου,
θ) Ηλείας,
ι) Θηβών και Λεβαδείας,
ια) Θήρας, Αμοργού και Νήσων,
ιβ) Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων,
ιγ) Καισιαριανής, Βύρωνος και Υμηττού,
ιδ) Καλαβρύτων και Αιγιαλείας,
ιε) Καρυστίας και Σκύρου,
ιστ) Κερκύρας και Παξών,
ιζ) Κεφαλληνίας,
ιη) Κορίνθου,
ιθ) Κυθήρων,
κ) Λαρίσης και Τυρνάβου,
κα) Λευκάδος και Ιθάκης,
κβ) Μαντινείας και Κυνουρίας,
κγ) Μεγάρων και Σαλαμίνος,
κδ) Μεσσηνίας,
κε) Μεσογαίας και Λαυρεωτικής,
κστ) Μονεμβασίας και Σπάρτης,
κζ) Ναυπακτίας και Ευρυτανίας,
κη) Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας,
κθ) Νέας Σμύρνης,
λ) Νικαίας,
λα) Παροναξίας,
λβ) Πατρών,
λγ) Πειραιών,
λδ) Περιστερίου,
λε) Σύρου, Τύνου, ύΑνδρου, Κέας και Μήλου,
λστ) Τρίκκης και Σταγών,
λζ) Τριφυλίας και Ολυμπίας,
λη) Υδρας, Σπετσών και Αιγίνης,
λθ) Φθιώτιδος,
μ) Φωκίδος και
μα) Χαλκίδος.
Β`. Του Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου:
α) Αλεξανδρουπόλεως,
β) Βεροίας και Ναούσης,
Σχετικό: :Σύμφωνα με το άρθρο μόνον της αποφ. της Ι.Σ.της Εκκλησίας της Ελλάδος από 8/03/2012 (ΦΕΚ Α 69/30.3.2012) ορίζεται ότι: “Η κατά το άρθρον 11 παρ. 1 υποπαρ. Β στοιχ. β του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» συσταθείσα «Ιερά Μητρόπολις Βερροίας και Ναούσης» του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου, μετονομάζεται ως «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΝΑΟΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ», εντεύθεν δε δια του φερωνύμου ιστορικού τίτλου «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, ΝΑΟΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ» μνημονεύεται και υπογράφεται ο επιχώριος Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης.”
γ) Γρεβενών,
δ) Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος,
ε) Δράμας,
στ) Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης,
ζ) Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας,
η) Ελασσόνος,
θ) Ελευθερουπόλεως,
ι) Ζιχνών και Νευροκοπίου,
ια) Θεσσαλονίκης,
ιβ) Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου,
ιγ) Ιωαννίνων,
ιδ) Κασσανδρείας,
ιε) Καστορίας,
ιστ) Κίτρους και Κατερίνης,
ιζ) Λαγκαδά,
ιη) Λήμνου,
Σχετικό: : Με την από 8.Μαϊου 2012 απόφ. της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ,ΦΕΚ Α 120/10.5.2012,ορίζεται ότι: “Η κατά το άρθρον 11 παρ. 1 υποπαρ. Β` στοιχ. ιη` του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», «Ιερά Μητρόπολις Λήμνου» του Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου, μετονομάζεται ως «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΗΜΝΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ», εντεύθεν δε δια του φερωνύμου ιστορικού τίτλου «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ» μνημονεύεται και υπογράφεται ο επιχώριος Μητροπολίτης Λήμνου”.
ιθ) Μαρωνείας και Κομοτηνής,
κ) Μηθύμνης,
κα) Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου,
κβ) Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως,
κγ) Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς,
κδ) Νικοπόλεως και Πρεβέζης,
κε) Ξάνθης και Περιθεωρίου,
κστ) Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου,
κζ) Πολυανής και Κιλκισίου,
κη) Σάμου και Ικαρίας,
κθ) Σερβίων και Κοζάνης,
λ) Σερρών και Νιγρίτης,
λα) Σιδηροκάστρου,
λβ) Σισανίου και Σιατίστης,
λγ) Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου,
λδ) Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας και
λε) Χίου, Ψαρών και Οινουσσών.

2. Η εδαφική περιφέρεια, η ονομασία, ως και αι έδραι των Μητροπόλεων καθορίζονται δι` αποφάσεων της Ι. Σ. Ι. ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.ύΕκαστος Νομός περιλαμβάνει υποχρεωτικώς, συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας, την εδαφικήν περιφέρειαν μιάς τουλάχιστον Μητροπόλεως, εν εναντία δε περιπτώσει συνιστάται διά του παρόντος Μητρόπολις έχουσα περιφερείαν την του Νομού και έδραν την πρωτεύουσαν αυτού.

3. Εκάστη Μητρόπολις υποδιαιρείται εις ενορίας έχουσας ως κέντρον τον αντίστοιχον ενοριακόν ναόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Περί της Εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος

Άρθρον 12

1. Αμα τη χηρεία του Θρόνου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών καθήκοντα τοποτηρητού αναλαβάνει ο εκ των ενεργεία Μητροπολιτών έχων τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης και εν κωλύματι ή αρνήσει τούτου, ο επόμενος τούτου εν τάξει και ούτω καθ` εξής.

2. Η Δ. Ι. Σ. συνερχομένη υπό την προεδρίαν του Τοποτηρητού, το βραδύτερον εντός πενθημέρου από της ημέρας καθ` ην εχήρευσεν ο θρόνος, αναγγέλλει την χηρείαν επισήμως εις τους εν ενεργεία Μητροπολίτας και ορίζει ημέραν εκτάκτου συγκλήσεως της Ι. Σ. Ι. προς εκλογήν Αρχιεπισκόπου, μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών από της ημέρας της χηρείας, τόπον δε τον Καθεδρικόν ναόν των Αθηνών.

3. Εκλόγιμοι είναι πάντες οι Ελληνες το γένος εν ενεργεία Μητροπολίται, ως και οι εγγεγραμμένοι εις τον κατάλογον των προς αρχιερατείαν εκλογίμων της Εκκλησίας της Ελλάδος κληρικοί.

Άρθρον 13

1. Η εκλογή διενεργείται εν μία και μόνη συνεδρία άνευ διακοπής, παρισταμένου του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, προσκαλουμένου προς τούτο εγγράφως παρά του Τοποτηρητού του θρόνου, τουλάχιστον 48 ώρες προ της εκλογής. Της συνεδριάσεως προεδρεύει ο εκ των παρόντων έχων τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης, χρέη δε Γραμματέως εκτελεί ο νεώτερος τη τάξει των παρόντων Μητροπολιτών. Εάν ο Υπουργός κληθείς κατά τα άνω δεν προσέλθη,η συνεδρία θεωρείται έγκυρος.

2. Η Ι. Σ. Ι. ευρίσκεται εν απαρτία, εάν παρίστανται τουλάχιστον τα 2/3 των εν ενεργεία Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εάν δεν επιτευχθή η κατά τα ανωτέρω απαρτία, η Ι. Σ. Ι. συνέρχεται άνευ ετέρου την επομένην εργάσιμον ημέραν, κατά την αυτήν ώραν και εν τω αυτώ τόπω, θεωρείται δε ευρισκομένη εν απαρτία ανεξαρτήτως αριθμού παρόντων.

Άρθρον 14

1. Μετά την προσευχήν, διαπιστωθείσης απαρτίας, οι σύνεδροι καλούνται προς Ψηφοφορίαν κατά τα κατωτέρω οριζόμενα, διεξαγομένην επιμελεία επιτροπής συγκροτουμένης εκ του προεδρεύοντος της συνελεύσεως και των δύο εκ των παρόντων Αρχιερέων αμέσως επομένων αυτώ κατά τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης.

2. Η ανωτέρω επιτροπή διαπιστοί μετά του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, εφ` όσον ούτος παρίσταται, και του Γραμματέως ότι η ψηφοδόχος είναι κενή, μεθ` ο Γραμματεύς περιβάλλει ταύτην διά ταινίας και σφραγίζει δι` ισπανικού κηρού και της μεταλλίνης Σφραγίδος της Ιεράς Συνόδου.

3. Ακολούθως ο Πρόεδρος της επιτροπής καλεί τους συνέδρους, αρχής γινομένης από του νεωτέρου κατά τα πρεσβεία, όπως προσέλθουν και ψηφίσουν. Ο καλούμενος λαμβάνει παρά του Γραμματέως ομοιόμορφον φάκελον και ψηφοδέλτιον, αποσύρεται εις θέσιν εν τω Καθεδρικώ Ναώ, διεσκευασμένην ούτως ώστε ο ψηφίζων να μη είναι ορατός υπό των λοιπών παρισταμένων, και αναγράφει επί του ψηφοδελτίου το όνομα του υπ` αυτού προτιμωμένου Μητροπολίτου και τον τίτλον αυτού, μεθ` ο εγκλείων το ψηφοδέλτιον εις τον φάκελον παραδίδει τούτον κεκλεισμένον εις τον προεδρεύοντα, όστις μονογραφών αυτόν και αποτυπών επ` αυτού την Σφραγίδα της Ιερού Συνόδου ρίπτει αυτόν εντός της ψηφοδόχου, εξ ης μετακινείται η καλύπτουσα την υπ` αυτήν σχισμήν ταινία. Ο ούτω ψηφίσας υπογράφει αμέσως εις κατάλογον, εις ον είναι αναγεγραμμένα τα ονόματα των εκλεκτόρων. Ο κατάλογος ούτος επέχει θέσιν πρακτικού εκλογής, εν τω οποίω γίνεται προσέτι μνεία περί πασών των κατά τας διατάξεις του παρόντος και του επομένου άρθρου ενεργειών, ως και περί παντός άλλου λαβόντος χώραν περιστατικού.

4. Περατωθείσης της Ψηφοφορίας, αφού πάντες οι παριστάμενοι κληθέντες ψηφίσουν κατά τα ανωτέρω, της ψήφου αυτών ούσης υποχρεωτικής, αφαιρείται η ταινία εκ της ψηφοδόχου, ήτις ανοίγεται υπό του προεδρεύοντος. Τα εν αυτή ψηφοδέλτια λαμβάνονται ανά εν υπό του αρχαιοτέρου εκ των συμπαρεδρευόντων δύο Μητροπολιτών και αριθμούνται, αναγρφομένης επί ενός εκάστου εξ αυτών της σειράς εξαγωγής του εκ της ψηφοδόχου, μονογραφούνται δε υπό τε του προεδρεύοντος και των ετέρων δύο Μητροπολιτών, μεθ` ο ο προεδρεύων εκφωνεί το εν εκάστω ψηφοδέλτιω αναγεγραμμένον όνομα.

Άρθρον 15

1. Περατωθείσης της διαλογής των ψήφων, κατά την διάρκειαν της οποίας ο Γραμματεύς αναγράφει εν τω πρακτικώ της εκλογής το όνομα εκάστου των ψηφισθέντων και έναντι αυτού τους αριθμούς των ψηφοδελτίων, δι` ων έκαστος αυτών εψηφίσθη, αριθμούνται αι υπέρ εκάστου τούτων ψήφοι και ελέγχεται ο αριθμός αυτών διά των ψηφοδελτίων υπό του προεδρέυοντος και των συμπαρεδρευόντων δύο Μητροπολιτών. Ο αριθμός των ψήφων μετά του ονόματος εκάστου των λαβόντων αυτάς εκφωνείται υπό του Προέδρου.

2. Εκλεγείς θεωρείται ο λαβών την απόλυτον πλειοψηφίαν των ψηφισάντων. Εάν κατά την πρώτην Ψηφοφορίαν ουδείς των ψηφισθέντων συγκεντρώση την απόλυτον πλειοψηφίαν, επαναλαμβάνεται αμέσως και άνευ διακοπής η Ψηφοφορία κατά τον αυτόν ως άνω τρόπον, χρησιμοποιουμένου του αυτού πρακτικού εκλογής. Τα ψηφοδέλτια της πρώτης Ψηφοφορίας τίθενται εις ίδιον φάκελον σφραγιζόμενον δι` ισπανικού κηρού και της Σφραγίδος της Ιεράς Συνόδου και μονογραφουμένου υπό του προεδρέυοντος, των δύο Μητροπολιτών και του Γραμματέως.

3. Εάν και κατά την δευτέραν Ψηφοφορίαν ουδείς των ψηφισθέντων επαναλαμβάνεται αμέσως κατά τον αυτόν ως άνω τρόπον, θεωρείται δε εκλεγείς ο σχετικώς πλειονοψηφήσας. Επί ισοψηφίας κατά την τρίτην Ψηφοφορίαν ο Αρχιεπίσκοπος αναδεικνύεται διά κλήρου μεταξύ των ισοψηφισάντων.

4. Πάσα ένστασις προβαλλόμενη κατά την διάρκειαν της προς εκλογήν του Αρχιεπισκόπου συνεδριάσεως, αναφερομένη εις την διαδικασίαν της Ψηφοφορίας ή τα προσόντα των εκλογίμων, υποβάλλεται εγγράφως μέχρι πέρατος της Ψηφοφορίας. Πάσα ένστασις αναφερομένη εις την εγκυρότητα των ψηφοδελτίων ή την μετά το πέρας της Ψηφοφορίας διαδικασίαν υποβάλλεται ωσαύτως εγγράφως και παραχρήμα. Επί των ενστάσεων αμφοτέρων των κατηγοριών τούτων αποφαίνεται παραχρήμα και ανεκκλήτως δι` αποφάσεώς του καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ο παριστάμενος Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τούτου δε απόντος η Επιτροπή εκλογής.

5. Το πρακτικόν της εκλογής χρονολογούμενον και υπογραφόμενον υπό του προεδρεύοντος, των δύο συμπαρεδρευόντων Μητροπολιτών και του Γραμματέως κατατίθεται εις το αρχείον της Δ. Ι. Σ. επιμελεία του προεδρεύοντος και του Γραμματέως, ακριβές δε αντίγραφον αυτού, καταρτιζόμενον υπό του Γραμματέως, άμα τη λήξει της εκλογής, και υπογραφόμενον υπ` αυτού και του προεδρέυοντος, διαβιβάζεται εις το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

6. Ο εκλεγείς τελεί ευθύς αμέσως το κεκανονισμένον μήνυμα, η δε Δ. Ι. Σ. γνωρίζει τούτο εγγράφως αυθημερόν εις το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπερ το βραδύτερον εντός πέντε ημερών προκαλεί την έκδοσιν Προεδρικού Διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως αυτού.

Άρθρον 16

1. Ο Αρχιεπίσκοπος μετά την δημοσίευσιν του περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως αυτού του Προεδρικού Διατάγματος δίδει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρουσία της Δ. Ι. Σ. και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων την ακόλουθον διαβεβαίωσιν:
“Διαβεβαιούμεν επί τη Αρχιερωσύνη μου ότι θα εκπληρώ τη θεία χάριτι τα αρχιεπισκοπικά μου καθήκοντα μετά πάσης σπουδής και δυνάμεως, τηρών απαρασαλεύτως τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς Κανόνας και τας Ιεράς Παραδόσεις, διαδηλώ δε υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους”.

2. Μετά την διαβεβαίωσιν ακολουθεί η κατά την εκκλησιαστικήν τάξιν ενθρόνησις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Περί Εκλογής Μητροπολιτών

Άρθρον 17

1. Εκλογή Αρχιερέως διενεργείται μόνον υπό της Ι. Σ. Ι. και εκ του εκάστοτε ισχύοντος καταλόγου κατά τα εν τοις επομένοις οριζόμενα.

2. Προκειμένου να εκλεγή τις Αρχιερεύς δέον να είναι εγγεγραμμένος εν τω καταλόγω των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων.

3. Εν τω καταλόγω τούτω εγγράφονται και κληρικοί κεκτημένοι τα υπό του επομένου άρθρου προβλεπόμενα προσόντα και υποδεικνυόμενοι υπό της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ισχυουσών κατά τα λοιπά των διατάξεων του παρόντος νόμου. Οι ούτως εγγραφόμενοι είναι εκλόγιμοι μόνον διά τάς Μητροπόλεις των Νέων Χωρών.

Άρθρον 18

1. Ινα εγγραφή τις εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων δέον να έχη τα εξής προσόντα:
α) Να έχη ορθώς και υγιώς περί την πίστιν, να διακρίνηται επί συνέσει και βίω ανεπιλήπτω και να έχη διδακτικήν και ποιμαντικήν πείραν.
β) Να είναι κληρικός άγαμος ή εν χηρεία, κεχειροτονημένος από πενταετίας τουλάχιστον.
γ) Να έχη από πενταετίας τουλάχιστον πτυχίον θεολογικής Σχολής ελληνικού Πανεπιστημίου ή ανεγνωρισμένης και ισοτίμου Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής.
δ) Να έχη την ελληνικήν ιθαγένειαν ή να είναι ύΕλλην το γένος, ότε εκλεγόμενος αποκτά αυτοδικαίως από και διά της εκδόσεως του κατά το άρθρον 29 του παρόντος περί αναγνωρίσεως αυτού Διατάγματος την ελληνικήν ιθαγένειαν.
ε) Να έχη εκπληρώσει τας στρατιωτικάς υποχρεώσεις αυτού ή να έχη νομίμως απαλλαγή αυτών.
στ) Να διανύη τουλάχιστον το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού.
ζ) Να μη έχη καταδικασθή αμετακλήτως υπό Συνοδικού μεν δικαστηρίου εις ποινήν αργίας ανωτέραν των εξ μηνών, υπό δε των πολιτειακών δικαστηρίων εις ποινήν συνεπαγομένην στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων αυτού και μετά την λήξιν του ορισθέντος διά την στέρησιν χρόνου, ως και εις οιανδήποτε ετέραν ποινήν, είτε διά κακούργημα είτε διά τι των εν άρθρω 18 παρ. 2 του Ν. 1811/51 ποινικών αδικημάτων. Παραπομπή επί τινι των ανωτέρω πράξεων ή μη αμετάκλητος καταδίκη επ` αυτή εμποδίζει την εν τω καταλόγω εγγραφήν μέχρι της εκδόσεως αμετακλήτου αθωωτικής αποφάσεως ή απαλλακτικού βουλεύματος. Η καθ` οιονδήποτε τρόπον άρσις των συνεπειών της καταδίκης δεν αίρει το προς εγγραφήν εις τον κατάλογον των εκλογίμων κώλυμα.

2. Πλέον των εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζομένων γενικών προσόντων δέον να έχη ούτος και εν τουλάχιστον εκ των εν συνεχεία και υπό στοιχεία Α` έως Δ` απαριθμουμένων ειδικών προσόντων.
Α`. Πενταετή τουλάχιστον εν συνόλω πραγματικήν υπηρεσίαν εις μίαν ή πλειόνας των θέσεων:
α) Αρχιγραμματέως ή Γραμματέως της Ιεράς Συνόδου.
β) Πρωτοσυγκέλλου ή Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών ή Μητροπόλεως ή Αρχιερατικού Επιτρόπου Μητροπόλεως ή Γραμματέεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Εξωτερικού.
γ) Τακτικού Ιεροκήρυκος ή Ιεροκήρυκος της Αποστολικής Διακονίας ή Ιερέως των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας ή των Φυλακών.
δ) Διευθυντού Εκκλησιαστικής Σχολής υπό την ιδιότητα του κληρικού.
ε) Γενικού Διευθυντού ή Διευθυντού κεντρικού τινος Εκκλησιαστικού Οργανισμού υπό την ιδιότητα του κληρικού ή Γραμματέως Συνοδικής Επιτροπής, και
στ) Ηγουμένου Μονής, εν η εγκαταβιούν πλείονες των πέντε αδελφών.
Β`. Δεκαετή τουλάχιστον πραγματικήν υπηρεσίαν εις μίαν ή πλείονας των θέσεων:
α) Εφημερίου Ιεροκήρυκος ή Εφημερίου είτε της Εκκλησίας της Ελλάδος είτε εν τω κλίματι τόσον του Οικουμενικού Θρόνου, όσον και των λοιπών Ορθοδόξων πρεσβυγενών Πατριαρχείων, προσμετρουμένης και της υπηρεσίας του ως διακόνου μετά την λήψιν του πτυχίου της Θεολογίας και μέχρι πέντε ετών.
β) Καθηγητού Σχολείου Εκκλησιαστικής ή Μέσης Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Γ`. Την ιδιότητα Καθηγητού ή Υφηγητού Θεολογικής Σχολής. Δ`. Δεκαετή εγκαταβίωσιν εν Αγίω ύΟρει, εφ` όσον προέρχεται εκ της Εκκλησίας της Ελλάδος. 3. Η εκ των μελών των Μοναστικών Αδελφοτήτων του Παναγίου Τάφου και της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Ορους Σινά συγκεντρούντες τα κατά τον Καταστατικόν Χάρτην προς Αρχιερατείαν προσόντα εγγράφονται μετά πενταετή ευδόκιμον διακονίαν εις τον σχετικόν κατάλογον υπό της Ι.Σ.Ι. κατόπιν προτάσεως της οικείας Εκκλησιαστικής Αρχής.

4. Η Ι. Σ. Ι. δύναται κατ` εξαίρεσιν να εγγραφή εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων πτυχιούχους Ανωτάτης Σχολής και έχοντας θεολογικάς γνώσεις κληρικούς, μη κεκτημένους μεν τα κατά νόμον τυπικά προσόντα, αλλά διακριθέντες διά την προσφοράν εις τα θεολογικά γράμματα ή το ποιμαντικόν έργον της Εκκλησίας.

5. Η κατά παράβασιν των εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις του παρόντος άρθρου οριζομένων εγγραφή τινος εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων είναι άκυρος.

Άρθρον 19

1. Πας εν ενεργεία Μητροπολίτης δικαιούται να προτείνη μέχρι τέλους Δεκεμβρίου εκάστου τους εις την Δ. Ι. Σ. κληρικούς προς εγγραφήν εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, υποβάλλων και τα περί των προσόντων αυτών πιστοποιητικά συνοδευόμενα και υπό εκθέσεως αυτού. Το αυτό δικαίωμα έχει και η Συνοδική Επιτροπή επί της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου. Πας μη προταθείς προς εγγραφήν δύναται εντός 15θημέρου από της δημοσιεύσεως του πίνακος, περί ης η επομένη παράγραφος, να ζητήση τούτο δι` αιτήσεως του προς την Συνοδικήν Επιτροπήν επί της Αρχιγραμματείας, εφ` ης αιτήσεως αύτη εισηγείται προς την Δ. Ι. Σ.

2. Η Αρχιγραμματεία κατά μήνα Ιανουάριον εκάστου έτους, ελέγχουσα τα αποδεικτικά των προταθέντων κληρικών προς εγγραφήν εις τον κατάλογον, καταχωρίζει τα ονόματα των εχόντων τα κατά τον νόμον προσόντα, μετά συντόμου βιογραφικού σημειώματος, εις “προκαταρτικόν πίνακα”, τον οποίον γνωστοποιεί εις τους εν ενεργεία Μητροπολίτας και δημοσιεύει την κατάστασιν των ονομάτων διά του Δελτίου “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” και δύο ημερησίων εφημερίδων των ΑΘηνών.

3. Εις περίπτωσιν υποβολής αιτήσεως προς εγγραφήν μετά την δημοσίευσιν του ανωτέρω “προκαταρτικού πίνακος” και την παρέλευσιν του 15θημέρου συντάσσεται και δημοσιεύεται ως ανωτέρω “συμπληρωματικός πίναξ” κοινοποιουμένος και εις τους εν ενεργεία Μητροπολίτας.

Άρθρον 20

1. Κατά της εγγραφής υποψηφίου τινός εις τον “προκαταρτικόν πίνακα” ή τον “συμπληρωματικόν πίνακα” δύναται να ασκηθή εντός δύο μηνών από της τελευταίας δημοσιεύσεως εκάστου πίνακος ένστασις παρ` οιουδήποτε κληρικού ή λαϊκού της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, περιέχουσα πλήρως τα στοιχεία της ταυτότητός του, ως και την ακριβή διεύθυνσιν της μονίμου κατοικίας του, επί τω λόγω ότι ο εγγραφείς εις τον πίνακα δεν διαθέτει τα προς Αρχιερατείαν ουσιαστικά ή τυπικά προσόντα. Η ένστασις υποβάλλεται εις τον οικείον Μητροπολίτην υποχρεούμενον όπως διαβιβάση ταύτην εντός μηνός από της εις αυτόν περιελεύσεώς της μετ` εμπεριστατωμένης εισηγήσεως του εις την Αρχιερατείαν. Η ένστασις δύναται να υποβληθή και απ` ευθείας εις την Αρχιγραμματείαν, η οποία διαβιβάζει ταύτην αμελλητί εις τον οικείον Μητροπολίτην προκειμένου περί κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, εις ετέραν δε περίπτωσιν προτάσεώς κατ` εφαρμογήν της παρ. 3 του άρθρου 17 του παρόντος διαβιβάζει ταύτην εις την Δ. Ι. Σ., ήτις ενεργεί αρμοδίως.

2. Η Δ. Ι. Σ. δι` αποφάσεώς της, λαμβανομένης κατά την πρώτην από της λήψεως της ενστάσεως συνεδρίαν, διατάσσει ένορκον εξέτασιν προς εξακρίβωσιν των εν τη ενστάσει διαλαμβανομένων, διεξαγωγήν υπό κληρικού οριζομένου υπ` αυτής, περατούμενην δε το βραδύτερον εντός μηνός από της εντολής προς εξέτασιν. Η προθεσμία αύτη δύναται να παραταθή εν εκτάκτω ανάγκη επί ένα εισέτι μήνα δι` αποφάσεως της Δ. Ι. Σ. Περατουμένης της ανακρίσεως υποβάλλεται ο φάκελος μετά του πορίσματος εις την Σ. Ε. επί της Αρχιγραμματείας, ήτις εισηγείται σχετικώς προς την Δ. Ι. Σ., αποφαινομένης επ` αυτής οπωσδήποτε προ της ενάρξεως της διαδικασίας, περί ης το επόμενον άρθρον.

Άρθρον 21

1. Η Δ. Ι. Σ. εντός του μηνός Αυγούστου εκάστου έτους και πάντως προ της λήξεως της θητείας αυτής, λαμβάνουσα υπ` όψιν πάντα τα εκ της μέχρι τούδε διαδικασίας συγκεντρωθέντα στοιχεία περί ων υποψηφίων, ως επίσης και τα στοιχεία του παρ` αυτή τηρουμένου δι` έκαστον τούτων ατομικού φακέλου, καταρτίζει “πίνακα υποψηφίων”, εις ον εγγράφει πάντας τους μετά την ανωτέρω διαδικασίαν έχοντας τα υπό του παρόντος οριζόμενα τυπικά προσόντα, εναντίον των οποίων δεν υπεβλήθησαν ενστάσεις ή απερρίφθησαν τελεσιδίκως υποβληθείσαι τοιαύται και γνωστοποιεί τούτον προς τους εν ενεργεία Μητροπολίτας προς ενημέρωσιν, δημοσιεύει δε αυτόν διά του Δελτίου “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” και δύο ημερησίων εφημερίδων των ΑΘηνών.

2. Η Ι. Σ. Ι. κατά την τακτικήν Συνέλευσιν αυτής διά μυστικής Ψηφοφορίας και κατά πλειονοψηφίαν των παρόντων μελών αυτής αποφασίζει περί της εγγραφής ή μη εις τον κατάλογον των εκλογίμων των περιλαμβανομένων εις τον πίνακα των υποψηφίων περί ου η ανωτέρω παράγραφος, εφ` όσον ούτοι, κατά την έμφρονα κρίσιν αυτής, κέκτηνται πάντα τα ουσιαστικά προσόντα και ούτω συμπληρώνει τον εκάστοτε ισχύοντα κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων. Αι λευκαί ψήφοι λογίζονται υπέρ του υποψηφίου. Εις περίπτωσιν καθ` ην συγκληθή εκτάκτως η Ι. Σ. Ι. αυτή αποφασίζει κατά τα ως άνω και περί του καταλόγου προς Αρχιερατείαν, εφ` όσον έχει ολοκληρωθή κατά τα λοιπά στάδια αυτής η σχετική διαδικασία.

3. Η Ι. Σ. Ι. πριν ή προέλθη εις την διαδικασίαν καταρτίσεως του καταλόγου, την οριζομένην υπό της προηγουμένης παραγράφου, αποφαίνεται οριστικώς, διά μυστικής ωσαύτως Ψηφοφορίας, και κατά πλειονοψηφίαν των παρόντων, επί των οιασδήποτε φύσεως ενστάσεων, αίτινες ενδεχομένως υπεβλήθησαν τη Δ. Ι. Σ. εναντίον του πίνακος των υποψηφίων της παραγρ. 1 μετά το πέρας της καταρτίσεως αυτού και αφορούν εις την νομιμότητα και κανονικότητα της εγγραφής ή της μη εγγραφής τινος εν αυτώ.

4. Η εκάστοτε αρξαμένη διαδικασία συμπληρώσεως του καταλόγου δεν αναστέλλει την ισχύν του υπάρχοντος καταλόγου.

Άρθρον 22

1. Ο εγγεγραμμένος εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων διαγράφεται οποτεδήποτε δι` ητιολογημένης αποφάσεως της Δ. Ι. Σ., εφ` όσον ήθελε διαπιστωθή ότι ούτος απώλεσεν οιονδήποτε εκ των κατά νόμον απαιτούμενον προς εγγραφήν προσόντων ή ότι εστερείτο τινός τούτων κατά τον χρόνον της εγγραφής αυτού.

2. Εις περιπτώσεις, καθ` ας κατά την κρίσιν της Δ. Ι. Σ. απαιτείται εξακρίβωσις των λόγων, οίτινες επιβάλλουν την διαγραφήν τινος εκ του καταλόγου των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, αύτη αναθέτει δι` αποφάσεως της εις Μητροπολίτην την διενέργειαν ενόρκου εξετάσεως, μετά το πέρας της οποίας, λαμβάνουσα υπ` όψιν το σχετικόν πόρισμα ως και πάντα τα συγκετρωθέντα στοιχεία, αποφασίζει μετ` εισήγησιν του Προέδρου της επί της Αρχιερατείας Σ. Επιτροπής, διά πλειονοψηφίας των παρόντων, περί της διαγραφής ή μη, εν καταφατική δε περιπτώσει προβαίνει εις την δέουσαν τροποποίησιν του καταλόγου.

3. Επί διαγραφής κατά την προηγουμένην παράγραφον έχει ανάλογον εφαρμογήν η παρ. 3 του προηγουμένου άρθρου.

Άρθρον 23

1. Αμα τη χηρεία μητροπολιτικού τινός θρόνου της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Πρόεδρος της Δ. Ι. Σ., αναθέτει την τοποτηρητείαν αυτού μέχρι της πληρώσεως του εις τον εκ των ομόρων Μητροπολιτών έχοντα τα πρεσβεία της Αρχιεροσύνης.

2. Οι εις τας χηρευούσας Μητροπόλεις διοριζόμενοι Τοποτηρηταί διεξάγουν μόνον την τρέχουσαν υπηρεσίαν αυτών, μη δικαιουμένοι να προβαίνουν εις οιανδήποτε μεταβολάς εν τοις γραφείοις, ταις ενορίαις, ταις Μοναίς, ή τοις ιδρύμασιν αυτής. Επί επειγούσης φύσεως θεματων δύνονται ο Τοποτηρητής να προβαίνη και εις τοιαύτας ενεργείας μετά προηγουμένην έγκρισιν της Δ. Ι. Σ. ειδικώς επί εκάστης περιπτώσεως παρεχομένην.

Άρθρον 24

1. Η εκλογή Μητροπολίτου προς πλήρωσιν χηρευούσης Μητροπόλεως ενεργείται εντός εξαμήνου το βραδύτερον από της ημέρας καθ` ην εχήρευσεν αύτη υπό της Ι. Σ. Ι., συνερχομένη προς τούτο εκτάκτως, εφ` όσον εντός του χρονικού τούτου διαστήματος δεν συμπίπτει χρόνος τακτικής συνόδου.

2. Η πλήρωσις Μητροπόλεως γίνεται κανονικώς δι` εκλογής, εξαιρετικώς δε δύναται να γίνη κατ` άσκησιν οικονομίας προς μείζον της Εκκλησίας όφελος και δια καταστάσεως μετ` απόφασιν της Ι. Σ. Ι., λαμβανομένην κατά τα εις την επομένην παράγραφον οριζόμενα, ανεαρτήτως δε της εδαφικής εκτάσεως ή του πληθυσμού της προς πλήρωσιν Μητροπόλεως.

3. Διά την πλήρωσιν Μητροπόλεως διά καταστάσεως απαιτείται όπως ληφθή προηγουμενως απόφασις υπό της Ι. Σ. Ι. κατά την προς τούτο συνεδρίαν διά μυστικής Ψηφοφορίας και διά πλειονοψηφία των 2/3 των παρόντων. Εν συνεχεία η Ι. Σ. Ι. προβαίνει εις την εκλογήν διά μυστικής Ψηφοφορίας ενός εκ των δικαιουμένων κατά την παρ. 5 του παρόντος Μητροπολιτών. Ως εκλεγείς θεωρείται ο λαβών τα 2/3 των ψήφων των παρόντων. Εις ην περίπτωσιν δεν επιτεύχθη κατά την πρώτην Ψηφοφορίαν η πλειονοψηφία αύτη των 2/3, η χηρεύουσα Μητροπολιτική έδρα πληρούται δι` εκλογής κατά τας περί αυτής διατάξεις.

4. Αμα τη επισήμω αναγγελία της περί καταστάσεως αποφάσεως ο μετατιθέμενος Μητροπολίτης δηλοί εάν αποδέχεται ταύτην. Εφ` όσον αποδεχθή τελείται εν συνεχεία το κεκανονισμένον μήνυμα. Εις περίπτωσιν μη αποδοχής η εκλογή επαναλαμβάνεται.

5.Ουδείς Μητροπολίτης μετατίθεται προ της συμπληρώσεως πενταετούς υπηρεσίας από της εκλογής τους εις Μητροπολίτην. Ο άπαξ μετατεθείς δεν δύναται να μετατεθή εκ νέου.

Άρθρον 25

1. Προς πλήρωσιν χηρεύσαντος μητροπολιτικού τινος θρόνου τα μέλη της Ι. Σ. Ι., συνερχόμενα εις συνεδρίαν, εκλέγουν διά μυστικής Ψηφοφορίας τρεις υποψηφίους εκ των εγγεγραμμένων εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων κληρικών. ύΕκαστος εκλέκτωρ υποχρεούται να αναγράψη εν τω ψηφοδελτίω αυτού τρεις υποψηφίους. Εν συνεχεία η Ι. Σ.Ι. διά μυστικής Ψηφοφορίας και διά σχετικής πλειονοψηφίας εκλέγει ένα εκ των τριών προς πλήρωσιν της χηρευούσης Μητροπόλεως.

2. Εκλόγιμοι επίσης είναι άνευ εγγραφής εις κατάλογον οι καθ` οιονδήποτε τρόπον σχολάζοντες Μητροπολίται της Εκκλησίας της Ελλάδος, και οι Βοηθοί Επίσκοποι, ως και οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Τιτουλάριοι Μητροπολίται και Επίσκοποι.

3. Εν περιπτώσει ισοψηφίας είτε μεταξύ των Μητροπολιτών, είτε μεταξύ Επισκόπων, προτιμάται ο έχων τα πρεσβεία της Αρχιερωσύνης, μεταξύ Πρεσβυτέρων ή Διακόνων προτιμάται ο κατά βαθμόν ανώτερος μεταξύ δε Πρεσβυτέρων ο έχων τα πρεσβεία της Ιερωσύνης.

4. Μετά την κατά τα άνω εκλογήν τελείται το μικρόν Μήνυμα, μεθ` ο η Ι. Σ. Ι. κατέρχεται εις το Συνοδικόν Παρεκκλήσιον και τελεί το Μέγα Μήνυμα.

Άρθρον 26

1. Μετά την προς το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων γνωστοποίησιν υπό της Ι. Σ. Ι. της εκλογής, της τελέσεως του Μηνύματος και της χειροτονίας του εκλεγέντος, εφ` όσον ούτος δεν ήτο Αρχιερεύς, εκδίδεται εντός δέκα ημερών, προτάσει του ασκούντος μόνον έλεγχον νομιμότητος Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Προεδρικόν Διάταγμα περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως του εκλεγέντος, δημοσιευόμενον διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

2. Μετά την προς την Ι. Σ. Ι. κοινοποίησιν του κατά την προηγουμένην παράγραφον Προεδρικού Διατάγματος ο νέος Μητροπολίτης δίδει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, την υπό του άρθρου 16 παρ. 1 του παρόντος οριζομένην διαβεβαίωσιν, περί της εκπληρώσεως των “αρχιερατικών” αυτού καθηκόνων, μεθ` ην ακολουθεί η κατά την εκκλησιαστικήν τάξιν ενθρόνισις.

Άρθρον 27
Σημ.: όπως το άρθρο 27 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 Ν.1951/1991 (Α 84).

1. Δημιουργούνται τέσσερις (4) νέες θέσεις Βοηθών Επισκόπων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, οι οποίοι εκλέγονται από τον Κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από πρόταση του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Οι παραπάνω Βοηθοί Επίσκοποι εκτελούν τα από τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο καθήκοντα που με πράξη του, σαν αρμόδιος Ιεράρχης, τους αναθέτει.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μπορεί, με απόφασή της, να ανυψώσει όλους τους Βοηθούς Επισκόπους και Τιτουλάριους σε Τιτουλάριους Μητροπολίτες με τον τίτλο που φέρουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 30 Ν.3432/2006, ΦΕΚ Α 14/3.2.2006.

2. Δημιουργούνται επίσης έξι (6) θέσεις Βοηθών Επισκόπων, οι οποίες εκλέγονται κατά τα δια της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδικώς οριζόμενα.
Οι παραπάνω θέσεις Βοηθών Επισκόπων πληρούνται υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση και πρόταση Μητροπολίτου, η Ιερά Μητρόπολη του οποίου έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από 50.000 ή η εδαφική διαμόρφωση όπως και όταν η πληθυσμιακή σύνθεση αυτής είναι ιδιάζουσα, και δικαιολογούν την παρουσία Βοηθού Επισκόπου στη συγκεκριμένη Μητρόπολη.
Οι Βοηθοί Επίσκοποι της παραγράφου αυτής εκτελούν τα από τους οικείους Μητροπολίτες και με πράξη τους σ` αυτούς καθήκοντα, που οι ίδιοι αρμόδιοι Μητροπολίτες τους αναθέτουν.

3. Τα των Μηνυμάτων και της χειροτονίας των παραπάνω Βοηθών Επισκόπων τελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Οι Βοηθοί Επίσκοποι των παραγρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να λαμβάνουν από το Δημόσιο Ταμείο τις αποδοχές της θέσης την οποία κατείχαν πριν την εκλογή των ως Βοηθών Επισκόπων και το ασφαλιστικό καθεστώς αυτών δεν μεταβάλλεται.

5. Οι Βοηθοί Επίσκοποι των παραγρ. 1 και 2 του παρόντος ύστερα από ευδόκιμη υπηρεσία πέντε (5) χρόνων καθίστανται εκλόγιμοι για πλήρωση χηρεύουσας Μητρόπολης, με εκλογή και όχι με κατάσταση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του παρόντος νόμου
Σημ.: όπως η παράγραφος 5 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την περ.στ΄παρ. 8 άρθρου 8 Ν.2817/2000,ΦΕΚ Α`78/14.03.2000, με την οποία ορίζεται ότι οι Βοηθοί Επίσκοποι εξακολουθούν να είναι και μετά την εκλογή τους εκλόγιμοι για πλήρωση χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως

Άρθρον 28
Εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις μνημονεύουν ο Αρχιεπίσκοπος “πάσης Επισκοπής Ορθοδόξου”, οι Μητροπολίται, οι μεν της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος “της Ιεράς ημών Συνόδου”, οι δε των Νέων Χώρων “του Οικουμενικού Πατριάρχου ημών “δείνος” και της Ιεράς ημών Συνόδου”, οι Τιτουλάριοι Μητροπολίται “της Ιεράς ημών Συνόδου”, οι Βοηθοί και Τιτουλάριοι Επίσκοποι του επιχωρίου Αρχιερέως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
Περί των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των Αρχιερέων

Άρθρον 29

1. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπό την ιδιότητα του ποιμαίνοντος την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών, ως και έκαστος εν ενεργεία Μητροπολίτης, ως Εκκλησιαστική Αρχή της κληρωθείσης αυτώ Μητροπόλεως, ασκούν εντός της περιφερείας της Μητροπόλεώς των, την υπό των Ιερών Κανόνων, των Εκκλησιαστικών διατάξεων και των νόμων εν γένει της Πολιτείας προβλεπομένην εξουσίαν.

2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αποφάσεις ρυθμίζουσαι ειδικώς θέματα επί μέρους Μητροπόλεων εκδίδονται κατά τα ανωτέρω, τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως.
Η Δ.Ι.Σ. δύναται κατόπιν σχετικής προτάσεως του επιχώριου Μητροπολίτη, να συστήνει με αποφάσεις της εκκλησιαστικά Ιδρύματα για την προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών, τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και αποκτούν νομική προσωπικότητα από της δημοσιεύσεως της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση αυτή εγκρίνεται ο Κανονισμός του εκκλησιαστικού ιδρύματος, ο οποίος περιέχει τους εν γένει κανόνες λειτουργίας και διαχείρισης του, με τους οποίους καθορίζεται οπωσδήποτε η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκηση του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσης του. Σε περίπτωση διάλυσης του εκκλησιαστικού ιδρύματος, η περιουσία του περιέρχεται αυτοδικαίως στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τους σκοπούς του οποίου επικουρεί Εκκλησιαστικό Ιδρυμα που συστήθηκε για τη θεραπεία ορισμένου σκοπού και διαχειρίζεται περιουσία, η οποία διατέθηκε εν ζωή ή αιτία θανάτου σε νομικό πρόσωπο του άρθρου 1 παρ. 4 ειδικά γι αυτόν το σκοπό, δεν μεταβάλλει το σκοπό του, ει μη μόνον υπό τους όρους του άρθρου 109 του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας για τα κοινωφελή ιδρύματα, αναλόγως εφαρμοζόμενης στην περίπτωση αυτή στα εκκλησιαστικά Ιδρύματα. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως στα εκκλησιαστικά Μουσεία της παραγράφου 5 του άρθρου 45 και στα Ιερά Προσκυνήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 59.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.5α άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014.

Άρθρον 30
Πνευματικός προεστώς, νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής εκάστης Ιεράς Μητροπόλεως είναι ο επιχώριος Μητροπολίτης, με την επιφύλαξη των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, που καθορίζονται με τον κατ’ άρθρο 35 Κανονισμό.

Η διαχείρησις των κατά νόμον εισφορών των Ιερών Ναών προς συντήρησιν των Μητροπολιτικών Γραφείων ή άλλων προσόδων της Μητροπόλεως διεξάγεται ευθύνη του οικείου Μητροπολίτου, συμφώνως προς τας εκάστοτε εκδιδομένας και διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιευομένας κανονιστικάς αποφάσεις της Δ. Ι. Σ.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρ.95 του ν.4485/2017

Άρθρον 31
Εκαστος εν ενεργεία Μητροπολίτης έχει ιδίαν Σφραγίδα, φέρουσαν εν τω μέσω αυτής και επί σταυρού δικέφαλον αετόν, κύκλω δε, το όνομα της Μητροπόλεως αυτού.

Άρθρον 32

1. Οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος μισθοδοτούμενοι υπό του ΟΔΕΠ λαμβάνουν:
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τας πάσης φύσεως αποδοχάς του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι εν ενεργεία Μητροπολίται τας του Συμβούλου της Επικρατείας. Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Τιτουλάριοι Μητροπολίται λαμβάνουν τας πάσης φύσεως αποδοχάς του Συμβούλου της Επικρατείας, η καταβολή των οποίων διακόπτεται εφ` όσον χρόνον ούτοι, ασκούντες τυχόν εκκλησιαστικόν τι λειτούργημα, λαμβάνουν αποδοχάς λόγω του λειτουργήματος των τούτου. Των αποδοχών δεν δικαιούνται οι λαμβάνοντες οιασδήποτε μορφής σύνταξιν εκ του Δημοσίου, ή Νομικού τινός Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υπάρχοντες Τιτουλάριοι Επίσκοποι λαμβάνουν τα πάσης φύσεως αποδοχάς του Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Βοηθοί Επίσκοποι λαμβάνουν τας πάσης φύσεως αποδοχάς του Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εις τον Πρόεδρον και τα μέλη της Δ. Ι. Σ. καταβάλλεται προσέτι κατά το διάστημα της συνολικής θητείας των μηνιαίων συνοδικόν επίδομα, το ύψος του οποίου καθορίζεται δι` αποφάσεως της Δ. Ι. Σ.

2. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και οι σχολάζοντες δικαιούνται της ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως της προβλεπομένης υπό των κειμένων διατάξεων διά τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, προς τα οποία αντιστοιχούν μισθολογικώς κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Η προς τούτο απαιτούμενη δαπάνη καταβάλλεται υπό του Ο. Δ. Ε. Π.

3.Σημ.: όπως η παράγραφος 3 καταργήθηκε με το άρθρο 8, παρ.3 του Ν.1041/1980 (Α 75).

Άρθρον 33
Μετά τον θάνατον Αρχιερέως η βιβλιοθήκη και τα άμφια αυτού περιέρχονται εις το νομικόν πρόσωπον της οικείας Μητροπόλεως, εκτός εάν διά διαθήκης ο θανών έχη περί τούτων άλλως ορίσει.

Άρθρον 34

1. Ο Αρχιεπίσκοπος και πας εν ενεργεία Μητροπολίτης κανονικώς χειροτονηθείς και κατασταθείς δεν στερείται της Μητροπόλεως αυτού, ει μη κατόπιν αμετακλήτου καταδίκης εις έκπτωσιν από του θρόνου ή εις ισόβιον αργίαν. Οι κατά τα ανωτέρω απομακρυνόμενοι της Μητροπόλεως αυτών λαμβάνουν παρά του ΟΔΕΠ προς περίθαλψιν αυτών τα 2/3 των ων ως εν ενεργεία θα εδικαιούντο αποδοχών.

2. Μητροπολίτης μη δυνάμενος να εκτελή τα καθήκοντα αυτού διά νόσον ή γήρας δικαιούται να υποβάλη κανονικήν παραίτησιν. Η παραίτησις υποβάλλεται εγγράφως εις την Δ. Ι. Σ., ήτις, αποδεχομένη της παραιτήσεως, ανακοινοί ταύτην τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων διά την έκδοσιν του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος. Μητροπολίτης δύναται να παραιτηθή και διά πάντα άλλον σοβαρόν λόγον, περί του οποίου αποφαίνεται η Δ. Ι. Σ. δι` απολύτου πλειονοψηφίας των παρόντων μελών αυτής.

3. Μητροπολίτης καταστάς ανίκανος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του και μη υποβάλων παραίτησιν απαλλάσσεται τούτων κατόπιν αποφάσεως ειδικής Επιτροπής, αποτελουμένης εκ του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ή του νομίμου αναπληρωτού αυτού, ως Προέδρου και δύο καθηγητών της Ιατρικής Σχολής των Πανεπιστημίων της Χώρας, κατά την διαδικασίαν των επομένων παραγράφων.

4. Η Δ. Ι. Σ. τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή και αυτεπαγγέλτως, εφ` όσον προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 3 του παρόντος άρθρου μετά προηγούμενην απόφασιν αυτής, απευθύνεται, υποχρεωτικώς εντός 15 ημερών διά του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Πρόεδρον του Συμβουλίου Επικρατείας, ίνα κινήσει την σχετικήν διαδικασίαν. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής εντός πέντε (5) ημερών από της λήξεως του εγγράφου της Δ. Ι. Σ. ζητεί δι` εγγράφου παρά του κοσμήτορος μιάς των Πανεπιστημιακών Ιατρικών Σχολών, αναλόγως του τόπου της διαμονής του Μητροπολίτου, όπως εντός δέκα (10) ημερών από της λήψεως του εγγράφου ορίση δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής εκ των ειδικωτέρων διά την νόσον τακτικών καθηγητών της οικείας Σχολής. Τα ονοματεπώνυμα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής γνωστοποιούνται υπό του κοσμήτορος προς τον Πρόεδρον της Επιτροπής, το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και την Δ. Ι. Σ. Η Δ.Ι.Σ. δι` εγγράφου της γνωστοποιεί πάραυτα τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής εις τον υπό εξέτασιν Μητροπολίτην όστις δύναται εντός δέκα (10) ημερών από της λήψεως του εγγράφου να υποβάλη εις ταύτην άπαξ μόνον ένστασιν εξαιρέσεως μέχρι δύο εκ των μελών της Επιτροπής. Την ένστασιν ταύτην διαβιβάζει η Δ. Ι. Σ. διά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εις τον Πρόεδρον της Επιτροπής, προτείνουσα την αντικατάστασιν των εν λόγω μελών, ούτος δε κατά την γενομένην ως άνω διαδικασίαν ζητεί παρά του οικείου Κοσμήτορος να ορίση νέα μέλη εις αντικατάστασιν των εξαιρουμένων.

5. Η κατά τας παρ. 3 και 4 συγκροτουμένη Επιτροπή υπό του Προέδρου αυτής εις συνεδρίαν, οριζομένην εις ημέραν μη απέχουσαν πλέον των 15 ημερών από της λήψεως του εγγράφου του κοσμήτορος, δι` ου γνωστοποιούνται τα ονοματεπώνυμα των μελών αυτής προς εξέτασιν του Αρχιερέως, όστις καλείται δι` εγγράφου “επί αποδείξει” δέκα τουλάχιστον ημέρας προ της εξετάσεως, ίνα προσέλθη προς εξέτασιν. Εν περιπτώσει μη προσελεύσεως του Αρχιερέως, η Επιτροπή μεταβαίνει εις τον τόπον της διαμονής του προς εξέτασιν. Τυχόν νέα άρνησις αυτού όπως υποβληθή εις την εξέτασιν, διαπιστουμένη υπό της Επιτροπής, θεωρείται ως αμάχητον τεκμήριον ομολογίας της ανικανότητός του, η δε Δ. Ι. Σ. υποχρεούται άνευ άλλης διατυπώσεως να προβή εις την απαλλαγήν αυτού από των καθηκόντων του. Η αποζημίωσις των μελών της Επιτροπής καθορίζεται υπό της Δ. Ι. Σ. καταβάλλεται δε μετά των οδοιπορικών εξόδων υπό του Ο. Δ. Ε. Π.

6. Το πόρισμα της Επιτροπής, εφ` όσον τούτο διετυπώθη ομοφώνως, είναι υποχρεωτικόν διά την Δ. Ι. Σ., ήτις εις την πρώτην τακτικήν συνεδρίαν αυτής από της λήψεως του πορίσματος και της γνωματεύσεως δι` αποφάσεώς της κηρύσσει τον θρόνον εν χηρεία ή αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωσις απαλλαγής του Μητροπολίτου από των καθηκόντων του. Εν περιπτώσει μη ομοφώνου αποφάσεως ο Πρόεδρος της Επιτροπής καλεί και τα αναπληρωματικά ιατρικά μέλη αυτής και η Επιτροπή συμπληρουμένη δι` αυτών προβαίνει αμελλητί εις επανεξέτασιν του Αρχιερέως. Το πόρισμα της νέας Επιτροπής είναι υποχρεωτικόν κατά πάσαν περίπτωσιν διά την Δ.Ι.Σ. Η κατά τα ανωτέρω εκδιδομένη απόφασις της Δ. Ι. Σ. γνωστοποιείται αμελλητί προς τον εις ον αφορά Μητροπολίτην και προς τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όστις οφείλει να προκαλέση εντός δέκα (10) ημερών την έκδοσιν Προεδρικού Διατάγματος, περί απαλλαγής του Μητροπολίτου από των καθηκόντων του.

7. Εις τους αποχωρούντας κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου Μητροπολίτας της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρέχεται υπό του ΟΔΕΠ μηνιαίον βοήθημα ίσον προς το εκάστοτε μηνιαίον εισόδημα, μετά των προσαυξήσεων αυτού, των εν ενεργεία Αρχιερέων.

8. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, μετά απο αιτιολογιμένη πρόταση του Προέδρου της, μπορεί με απόφασή της δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να θέτει στη διάθεση της εκκλησίας της Ελλάδος για διάστημα έξι μηνών Μητροπολίτη, εφόσον συντρέχουν λόγοι που αφορούν στο πρόσωπό του, στο συμφέρον της Εκκλησίας, στη δημόσια τάξη ή στην κοινωνική ειρήνη. Η απόφαση εκδίδεται μετά από ακρόαση του Μητροπολίτη. Στη Μητρόπολη ορίζεται τοποτηρητής σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 και αν ο Μητροπολίτης που τέθηκε στη διάθεση της Εκκλησίας είναι και Συνοδικός, αντικαθίσταται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του νόμου αυτού. Οι Μητροπολίτες που τίθενται στη διάθεση της Εκκλησίας δεν μετέχουν σε Σύνοδο Ιεραρχίας ούτε καλούνται ως Συνοδικοί και λαμβάνουν τα 2/3 των αποδοχών του εν ενεργεία Μητροπολίτη. Μετά την πάροδο του εξαμήνου η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μπορεί να αποφασίσει την οριστική απομάκρυνση από το Μητροπολιτικό θρόνο. Αυτοί που απομακρύνονται θεωρούνται “σχολάζοντες” και λαμβάνουν τις παραπάνω αποδοχές..
Σημ.: όπως η παρ. 8 προστέθηκε στο άρθρο 34 με το άρθρο 15 του Ν. 1351/1983 (ΦΕΚ Α 56).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
Περί των Μητροπολιτικών Συμβουλίων

Άρθρον 35
Σε κάθε Ιερά Μητρόπολη συνιστάται Μητροπολιτικό Συμβούλιο, στο οποίο προεδρεύει ο Μητροπολίτης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Με αποφάσεις της Δ.Ι.Σ., δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται η συγκρότηση, οι αρμοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας των Μητροπολιτικών Συμβουλίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 51 παρ.1 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
Περί της Ενοριακής Οργανώσεως

Άρθρον 36

1. Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου.

2. Η ενορία ιδρύεται διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τη αιτήσει του ημίσεος τουλάχιστον του κατά τας κειμένας διατάξεις προβλεπομένου δι` ίδρυσιν ενορίας αριθμού οικογενειών, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνωμοδότησιν του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, παρεχομένην εντός μηνός από της διαβιβάσεως της σχετικής αιτήσεως, μη κωλυομένης της εκδόσεως του διατάγματος εκ της απράκτου παρόδου της προθεσμίας ταύτης.

3. Τα όρια εκάστης ενορίας καθορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

4. Κέντρον της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της ενορίας είναι ο ενοριακός ναός καθοριζόμενος δι` αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

5. Η ενορία καταργείται ή συγχωνεύεται μετ` άλλης ομόρου διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, μόνον εάν υπολείπεται του διά την υποβολήν της προς ίδρυσιν αυτής αιτήσεως απαιτουμένου αριθμού οικογενειών, εξαιρέσει των παραμεθορίων χωρίων, εις τα οποία δεν επιτρέπεται η κατάργησις ή συγχώνευσις ενοριών.

6. Τα της ιδρύσεως, των πόρων, της διοικήσεως, της διαχειρήσεως και της εν γένει λειτουργίας των ιερών ναών (ενοριακών και μη), τα της εκτελέσεως εκκλησιαστικών έργων, τα της ανεγέρσεως ιερών ναών και των κτισμάτων αυτών, ως και τα της συστάσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιοτήτων και εν γένει λειτουργίας των ερανικών επιτροπών καθορισθήσονται διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ` ο μέρος δεν ρυθμίζονται διά του παρόντος. Δι` ομοίων αποφάσεων καθορισθήσονται και τα της λειτουργίας εν γένει των ενοριών.

Άρθρον 37

1. Ο εφημέριος μεριμνά διά την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και διά παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας.

2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι` εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και δι` αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, διά κανονιστικών αποφάσεων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

3.Εγγαμοι εφημέριοι υπηρετούντες πέρα της πενταετίας προσωρινώς εις την αυτήν οργανικήν εφημεριακήν θέσιν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί.

4. Απόσπασις τακτικού εφημερίου εις άλλην κενήν οργανικήν θέσιν δεν δύναται να παραταθή πέρα των τριών μηνών συνεχώς ή διακεκομμένως εντός του αυτού έτους, ει μη μόνον τη αιτήσει ή τη συγκαταθέσει τούτου.

5. Εφημέριοι δύνανται να αποχωρούν της υπηρεσίας τη αιτήσει των μετά την συμπλήρωσιν του 70ου έτους της ηλικίας των, προ δε αυτού διά λόγους ανικανότητος προς εκτέλεσιν των εφημεριακών των καθηκόντων ένεκα νόσου πνευματικής ή σωματικής, πιστοποιουμένης κατά τας οικείας περί δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις, της περί τούτου γνωμοδοτήσεως προκαλουμένης τη αιτήσει των ή υπό του οικείου Αρχιερέως.

6. Ο εφημέριος δικαιούται μηνιαίας κατ` έτος κανονικής αδείας μετ` αποδοχών, εξαντλουμένης εν πάση περιπτώσει εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, η χορήγησις της οποίας είναι υποχρεωτική.

7. Τακτικός εφημέριος μετατίθεται:
α) τη αιτήσει του,
β) αποφάσει της Δ. Ι. Σ. μετά ητιολογημένην πρότασιν του οικείου Αρχιερέως, του συνολικού αριθμού των ούτωσι μετατιθεμένων εν εκάστη Μητροπόλει μη δυναμένου να υπερβή τους τρεις κατ` έτος, διά δε την Ιεράν Αρχιεπισκοπήν Αθηνών τους δέκα και
γ) λόγω ποινής επιβαλλομένης τελεσιδίκως υπό του Συνοδικού Δικαστηρίου κατά τα ειδκώτερον εν τω νόμω περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων οριζόμενα.

8. Του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου προεδρεύει κατά προτίμησιν εις των εχόντων πλείονα προσόντα υπό του οικείου Μητροπολίτου.

9. Πρεσβύτερος ή διάκονος επιθυμών να ακολουθήση σπουδάς εις τινα των Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων της ημεδαπής, οφείλει να ζητήση προηγουμένως άδειαν παρά του οικείου Αρχιερέως υποχρεωτικώς χορηγουμένην δι` όσον χρόνον διαρκούν αι σπουδαί και εν περιπτώσει ουχί πέραν της τετραετίας, εξυπηρετών κατά το μέτρον του δυνατού τας ανάγκας της ενορίας του, μη δυναμένος να διορισθή εις ετέραν Μητρόπολιν καθ` ον χρόνον διαρκούν αι σπουδαί αυτού.

Άρθρον 38

1. Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων.

2. Τα των προσόντων, της διαδικασίας εκλογής και εγκαταστάσεως των εφημερίων και διακόνων, τα της μεταθέσεως και αποσπάσεως αυτών, της επιμορφώσεως, των καθηκόντων και των δικαιωμάτων των, ρυθμίζονται υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ` ο μέρος δεν ρυθμίζονται διά των διατάξεων του παρόντος. Δι` ομοίων αποφάσεων ρυθμίζονται τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως των ψαλτών και των νεωκόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄
Περί των Ιερών Μονών

Άρθρον 39

1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν γένει εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγικαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ. Ι. Σ.

3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυσις ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου, μετά σύμφωνον γνώμην του επιχωρίου Αρχιερέως και έγκρισιν της Δ. Ι. Σ., προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως, στην ανασυνιστώμενη Μονή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 51 παρ.2 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014.

4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανονας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι` εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου διά του Δελτίου “Εκκλησία”.
Οι εσωτερικοί και οι ιδρυτικοί κανονισμοί των Μονών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, ελέγχονται και εγκρίνονται ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά τους από τον επιχώριο Μητροπολίτη και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν τη δημοσίευσή τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 παρ.3 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014.

5. Ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ων ο αριθμός ορίζεται αναλόγως του αριθμού των μοναχών εκάστης Μονής υπό του εσωτερικού κανονισμού αυτής, εκλέγονται, εάν αύτη έχη πέντε (5) τουλάχιστον εγκαταβιούντας μοναχούς, υπό της μοναχικής αδελφότητος, άλλως ορίζονται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως. Εκλογείς, εκλόγιμοι ή διοριστέοι σε θέσεις Ηγουμένων και μελών Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών επιτρέπεται να είναι οι ημεδαποί.Ο ούτωσί εκλεγείς Ηγούμενος είναι ισόβιος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του νόμου περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Η Δ. Ι. Σ. δύναται δι` ητιολογημένης αποφάσεως τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως ή της Μοναστικής Αδελφότητος να εγκρίνη την διενέργειαν νεάς εκλογής προς ανάδειξιν Ηγουμένου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρ.95 του ν.4485/2017

6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν διά την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν διά την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρήσεως αυτής.

7. Μετόχια Μονών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εάν μεν ανήκουν εις το κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ιδρύονται τη αδεία του επιχωρίου Αρχιερέως και λειτουργούν υπό την πνευματικήν εποπτείαν του οικείου Μητροπολίτου, εάν δε ανήκουν εις έτερον κλίμα, ιδρύονται τη αδεία του Κράτους, παρεχομένη διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εκδιδομένης μετά την συγκατάθεσιν του επιχωρίου Αρχιερέως και έγκρισιν της Δ. Ι. Σ. και λειτουργούν υπό την εποπτείαν αυτής, ασκουμένην διά του επιχωρίου Αρχιερέως, εφαρμοζομένων επ` αυτών των ισχυουσών διά τας εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Μονάς διατάξεων.

8. Εξαιρούνται της εποπτείας του επιχωρίου Αρχιερέως αι Πατριαρχικαί και Σταυροπηγικαί Μοναί Βλατάδων εν Θεσσαλονίκη και Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας εν Χαλκιδική, αίτινες ανήκουσαι εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον μετά πάσης της κινητής και ακινήτου περιουσίας, τελούν υπό την άμεσον αυτού πνευματικήν κυριαρχίαν και διοίκησιν, διεπόμεναι υπό του ανέκαθεν ισχύοντος Πατριαρχικού καθεστώτος, μνημονευομένου εν αυταίς κατά την κανονικήν τάξιν του Οικουμενικού Πατριάρχου. Ωσαύτως εξαιρούνται τα μετόχια του Παναγίου Τάφου και της Ι. Μονής Σινά.

9. Ιεροί Ναοί, μετά ή άνευ μοναστικών αδελφοτήτων, ευρισκόμενοι εν τω χώρω της Εκκλησίας της Ελλάδος και μη υπαγόμενοι υπό την πνευματικήν δικαιοδοσίαν αυτής δύνανται να καταστούν, διά χαριστικής δικαιοδοσίας των κυρίων αυτών, μετόχια Ι. Μονών των πρεσβυγενών Πατριαρχικών θρόνων και της Ι. Μονής Σινά, μετά την συγκατάθεσιν της δωρεοδόχου Μονής και έγκρισιν του επιχωρίου Αρχιερέως και της Δ. Ι. Σ. αποκλειομένης της καθ` οιονδήποτε τρόπον εγκαταβιώσεως εις ταύτα Επισκόπων. Διά της ως άνω χαριστικής δικαιοπραξίας καθορίζονται αι προϋποθέσεις και οι όροι, ως και ο τρόπος διοικήσεως και λειτουργίας των εν λόγω μετοχίων.

10. Διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κειμένας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄
Περί της Αποστολικής Διακονίας και του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος

Άρθρον 40

1. Η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τελούσα υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον της Δ. Ι. Σ., μεριμνά διά τον προγραμματισμόν, την διοργάνωσιν και την επίλυσιν του καθ` όλου ιεραποστολικού και μορφωτικού έργου της Εκκλησίας.

2. Τα των αρμοδιοτήτων, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και τα των σχέσεων αυτής προς τας Συνοδικάς Επιτροπάς και τας συναφείς υπηρεσίας, καθορίζονται προτάσει της Δ. Ι. Σ. διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου μετά πρότασιν του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και υποχρεωτικώς εντος δύο μηνών αφ` ης περιήλθεν αυτώ η προτάσει της Δ. Ι. Σ.

Άρθρον 41

1. Ιδρύεται διά του παρόντος Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου υπό τον τίτλον “Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος”, όπερ εδρεύει εν Αθήναις, τελεί υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον της Δ.Ι.Σ., σκοπόν δε έχει την προαγωγήν των διορθοδόξων και διαχριστιανικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την μέριμναν διά την εν τω εξωτερικώ ιεραποστολικήν δράσιν αυτής.

2. Η εν τω εξωτερικώ ιεραποστολική δράσις της Εκκλησίας της Ελλάδος ασκείται πάντοτε κατόπιν συνεννοήσεως μετά της εκκλησιαστικής αρχής της περί ης πρόκειται κανονικής περιοχής.

3. Τα των αρμοδιοτήτων, της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας του Διορθοδόξου Κέντρου καθορίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄
Περί του Προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος

Άρθρον 42

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος χρησιμοποιεί προς επίλυσιν του έργου αυτής εις τας πάσης φύσεως διακονίας εμμίσθον και αμίσθον προσωπικόν.Το προσωπικόν τούτο, πλην των εφημερίων και διακόνων,μισθοδοτείται υπό των οικείων Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2. Τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικου της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των Ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος, ρυθμίζονται κατ` αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων Ν. Π. Δ. Δ. δι` αποφασεων της Δ. Ι. Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δι` ομοίων αποφάσεων καθορίζονται, αναλόγως προς τα επί δημοσίων υπαλλήλων κρατούντα, τα των αποδοχών του ως άνω προσωπικού. Εις περιπτώσεις καθ` ας ήθελεν ανατεθή διοικητικόν ή εκκλησιαστικόν έργον εις κληρικόν φέροντα τον επισκοπικόν βαθμόν, δεν παρέχεται διά του παρόντος νομοθετική εξουσία προς σύστασιν αντιστοίχου οργανικής θέσεως Βοηθού Επισκόπου, Τιτουλάριου Επισκόπου ή Τιτουλαρίου Μητροπολίτου.

3. Αι κειμέναι διατάξεις αι ρυθμίζουσαι το ασφαλιστικόν και συνταξιοδοτικόν καθεστώς των τακτικών υπαλλήλων του ΟΔΕΠ και της Ιεράς Συνόδου δεν θίγονται διά του παρόντος.

4. Δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ. εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, θεσπίζονται οι Οργανισμοί λειτουργίας και διοικήσεως των εν παρ. 2 εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, ως και τα της συνθέσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας των διοικητικών αυτών Συμβουλίων, εκτός εάν άλλως ορίζωνται εν τω παρόντι, καταργουμένης πάσης αντιθέτου διατάξεως.

5. Συνίσταται διά του παρόντος Ανώτατον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον της Εκκλησίας (ΑΥΣΕ). Αι αρμοδιότητες αυτού (γνωμοδοτικαί ή αποφασιστικαί) αναφερόμεναι εις θέματα, περί ων αι δύο προηγούμεναι παράγραφοι του παρόντος θέλουν καθορισθή δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δι` ομοίων αποφάσεων θέλει καθορισθή ο τροπος λειτουργίας και η εν γένει οργάνωσις του ΑΥΣΕ, η σύνθεσις αυτού, εις την οποίαν δέον όπως μετέχη απαραιτήτως και εις δικαστής του Συμβουλίου Επικρατείας επί βαθμώ τουλάχιστον Παρέδρου, ως και τα της αμοιβής των μελών αυτού. Πάσα κανονιστική απόφασις εκδιδομένη κατ` εφαρμογήν των προηγουμένων παραγράφων είναι ανίσχυρος εάν δεν τύχη προηγουμένως επεξεργασίας υπό του ΑΥΣΕ.

6. Οι κατέχοντες εφημεριακήν ή διακονικήν θέσιν κληρικοί δύνανται να κατέχουν και θέσιν υπαλλήλου της Ι. Συνόδου , της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των λοιπών Ι. Μητροπόλεων και τανάπαλιν, διαθέτοντες τα προς κατάληψιν των ως άνω θέσεων απαιτούμενα υπό των κειμένων διατάξεων προσόντα, πλην του της ηλικίας. Τα αυτά ως ανω ισχύουν και διά τους προσωρινούς εφημερίους. Οι κατά τα ως άνω κατέχοντες και δευτέραν θέσιν λαμβάνουν και τα 2/3 των αποδοχών της ήσσονος μισθοδοτουμένης θέσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄
Περί της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως

Άρθρον 43

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος προς ειδικήν κατάρτισιν και εκπαίδευσιν των κληρικών και υποψηφίων κληρικών δύναται να ιδρύη ειδικάς επιμορφωτικάς σχολάς και φροντιστήρια. Τα της ιδρύσεως, οργανώσεως και λειτουργίας και τα του προσωπικού αυτών καθορίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Τα της Εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως διέπονται υπό των κειμένων διατάξεων.

3. Αι Εκκλησιαστικαί Σχολαί αι λειτουργούσαι εντός των ορίων της εν Ελληνική Επικρατεία διοικητικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι εν Αγίω ύΟρει, Κρήτη και Δωδεκανήσω, ως και εν ταις Σταυροπηγιακαίς αυτού Μοναίς, τελούν υπό την πνευματικήν εποπτείαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ασκουμένην υπό των κατά τόπους νομίμων εκπροσώπων αυτού.

3. Η Εκκλησία της Ελλάδος χορηγεί υποτροφίας. Τα των προϋποθέσεων και της εν γένει διαδικασίας χορηγήσεως τούτων καθορίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ. δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων

Άρθρον 44

1. Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ειδικός νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Ν. 5388/1932 “περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προς αυτών διαδικασίας”.

2. Το δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά τελεσιδίκων αποφάσεων επιβαλλουσών ποινήν αργίας, εκπτώσεως από του θρόνου ή καθαιρέσεως, το οποίον παρέχεται διά του ΣΤ` όρου της από 4.9.1928 Πατριαρχικής και Συνοδικής πράξεως εις τους Μητροπολίτας των Νέων Χωρών, έχουν και οι Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Το έκκλητον ασκείται εντός προθεσμίας 30 ημερών από της επιδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως της καταθέσεως δικογράφου εις τον Γραμματέα του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου, όστις ανακοινοί αυθημερόν τούτο εις τον Πρόεδρον της Δ. Ι. Σ., υποχρεούμενον όπως εντός 30 ημερών διαβιβάση το κατατεθέν δικόγραφον μετά της δικογραφίας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Η προθεσμία προς άσκησιν του εκκλήτου και η άσκησις αυτού δεν έχουν ανασταλτικόν αποτέλεσμα, μη επιτρεπομένης όμως της ενάρξεως διαδικασίας πληρώσεως του θρόνου προ της παρελεύσεως έτους αφ` ης διεβιβάσθη η δικογραφία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ΄
Περί των Εκκλησιαστικών πραγμάτων

Άρθρον 45

1. Οι ιεροί ναοί, τα εν λατρευτική χρήσει ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα ή ηγιασμένα, και ισχύουν επ` αυτών αι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος.

2. Ο πωλών ή αγοράζων ιερόν, κατά την προηγουμένην παράγραφον, πράγμα ή δωρούμενος ή συνιστών επ` αυτού εμπράγματον ασφάλειαν τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους.

3. Η μεταφορά εις Μουσείον ιερού πράγματος, άνευ κανονικής αδείας του οικείου Αρχιερέως, τιμωρείται διά ποινής φυλακίσεως δύο έως εξ μηνών, η δε εκκλησιαστική αρχή υποχρεούται να απαιτήση την επίδοσιν αυτού.

4. Τα του τρόπου εκποιήσεως των τιμαλφών αναθημάτων ορίζονται δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένης υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

5. Δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να συνιστώνται εις τας Ιεράς Μητροπόλεις, τη προτάσει του οικείου Μητροπολίτου, εκκλησιαστικά μουσεία προς καταγραφήν, φύλαξιν και συντήρησιν κειμηλίων, ιερών εικόνων και λοιπών έργων εκκλησιαστικής τέχνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄
Περί της Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Άρθρον 46

1. Οι αναγκαιούντες διά τη επιτέλεσιν του έργου της Εκκλησίας της Ελλάδος πόροι προέρχονται εκ των προσόδων της ιδίας αυτής περιουσίας, των εκουσίων εισφορών των μελών αυτής και των κρατικών επιχορηγήσεων.

2. Ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (προκειμένου για την περιουσία που διοικεί και διαχειρίζεται), με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κανονισμοί, που αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο, διαφύλαξη, καταγραφή και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας ψηφίζονται από τη Δ.Ι.Σ. και κατόπιν εγκρίσεως τους από την Ι.Σ.Ι. δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.6 άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014.

3. Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παράγραφος 4 δύνανται να συνιστούν εταιρείες κάθε νομικής μορφής, μονοπρόσωπες ή μη, με αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη του θρησκευτικού, μορφωτικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού τους έργου. Στις εταιρίες αυτές δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, όταν με αυτή επιδιώκεται ο προσπορισμός κέρδους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.7 άρθρου 68 Ν.4235/2014,ΦΕΚ Α 32/11.2.2014,αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 παρ.3 Ν.4386/2016,ΦΕΚ Α 83/11.5.2016.

4. Αι πράξεις διαχειρίσεως των εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται εις οικονομικόν έλεγχον, διενεργούμενον υπό Επιθεωρητών Δημοσίων Διαχειρίσεων, οριζομένων διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εις τον αυτόν έλεγχον υπόκεινται και αι κατά την προηγουμένην παράγραφον συνιστώμεναι εταιρίαι, πέραν των προβλεπομένων δι` αυτάς ελέγχων υπό της κειμένης περί αυτών νομοθεσίας.

5. Ο Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας “ΟΔΔΕΠ” φέρει εφ` εξής την επωνυμίαν “Οργανισμός Διοικήσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ). Ούτος τελών υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον της Δ. Ι. Σ. διοικεί και διαχειρίζεται την εκποιητέαν μοναστηριακήν περιουσίαν, ως προς την οποίαν νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς. Ο αυτός Οργανισμός παρέχει επίσης γνώμας και συμβουλάς εις θέματα αξιοιποιήσεως της καθόλου εκκλησιαστικής περιουσίας προς εξασφάλισιν των υλικών μέσων πραγματοποιήσεως των πνευματικών, κοινωνικών και φιλανθρωπικών σκοπών της Εκκλησίας.

Άρθρον 47

1. Τα εκκλησιαστικά ακίνητα, επί τω οποίων έχουν ανεγερθή οικοδομαί, χρησιμοποιούμενα ως γραφεία Μητροπόλεων ή ενοριακών Ναών, κατοικία Αρχιερέων ή εφημερίων ή τα οποία εξυπηρετούν αμέσως ή εμμέσως την εκπλήρωσιν φιλανθρωπικών ή μορφωτικών σκοπών της Εκκλησίας της Ελλάδος ή νομικών προσώπων αυτής, εκποιούνται λόγω προφανούς εκκλησιαστικής ωφελείας, κατόπιν αποφάσεως της Δ. Ι. Σ., εκδιδομένης τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως.

2. Διά την ανέγερσιν ή επισκευήν των Μητροπολιτικών μεγάρων, Ιερών Μονών και Ιερών Ναών, μετά των κτισμάτων αυτών, την σχετικήν άδειαν χορηγεί ο ΟΔΕΠ διά της εγκρίσεως της σχετικής μελέτης υπό της αρμοδίας Τεχνικής Υπηρεσίας αυτού, μετά γνωμοδότησιν της παρ` αυτώ Επιτροπής Εργων και της κατά τόπο αρμόδιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου του Υπουργείοy Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  από την παρ.7 του άρθρου 29 του Ν. 1577/1985 (A 210)  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 παρ. 2 του Ν. 4178/2013 (ΦΕΚ Α` 174/08/08/2013)

3.α. Επιτρέπεται προς εκπλήρωση των σκοπών της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η δωρεάν παραχώρηση εμπράγματων δικαιωμάτων ή κατοχής επί εκκλησιαστικών, δημόσιων ή ακινήτων Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.. Οι μεταβιβάσεις αυτές, όπως και οι άνευ ανταλλάγματος μεταβιβάσεις ακινήτων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή ιδιωτών, επί των οποίων λειτουργεί ή με σκοπό να ανεγερθεί Ιερός Ναός ή Επισκοπείο ή Ιερά Μονή, προς το οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ή μεταξύ εκκλησιαστικών νομικών προσώπων του παρόντος νόμου προκειμένου να εξυπηρετηθεί η λειτουργία τους απαλλάσσονται των τελών μεταγραφής,
β. Στην περίπτωση της οποτεδήποτε σύστασης νέων Ιερών Μητροπόλεων ή Ενοριών, εκκλησιαστικά ακίνητα Μητροπόλεων, Ενοριών, παλαιών Επισκοπών ή τέως ορθοδόξων χριστιανικών κοινοτήτων, που υπάγονται πλέον στην εδαφική περιφέρεια των νέων Μητροπόλεων ή Ενοριών, περιέρχονται κατά κυριότητα σε αυτές από τη σύστασή τους ως οιονεί καθολικούς διαδόχους, χωρίς άλλη πράξη ή συμβόλαιο ή αντάλλαγμα. Ο Μητροπολίτης της νεοπαγούς Ιεράς Μητροπόλεως ή η Ενορία υποχρεούνται σε απογραφή των ακινήτων, που περιέρχονται ή περιήλθαν σε αυτές και η έκθεση απογραφής που περιγράφει τα ακίνητα, καθώς και τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων, εγκρίνεται από τη Δ.Ι.Σ. ή το Μητροπολιτικό Συμβούλιο αντίστοιχα, περιβάλλεται το συμβολαιογραφικό τύπο και μαζί με την περίληψη, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 9 του β.δ. 533/1963 (Α΄147), καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου και αναλόγως πραγματοποιούνται και οι απαιτούμενες κτηματολογικές εγγραφές.
Οι ανωτέρω εκθέσεις απογραφής δεν αποτελούν μεταβιβαστικές εμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις, συντάσσονται και καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη.
Τα ανωτέρω ισχύουν στην περίπτωση διαλύσεως, συγχωνεύσεως ή ανασυστάσεως Ιερών Μονών ή συστάσεως μετοχίου από διαλελυμένες ή ερημωθείσες Ιερές Μονές ή προσαρτήσεως Ιερών Ναών σε νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παράγραφος 4 ή μετατροπής Ιερού Ναού σε Ιερά Μονή, οπότε και συντάσσεται από τον επιχώριο Μητροπολίτη έκθεση απογραφής της ακίνητης περιουσίας και μεταγράφεται κατά τα ανωτέρω.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.8 άρθρου 68 Ν.4235/2014,ΦΕΚ Α 32,αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 παρ.4-5 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014.

4. Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, αι Μητροπόλεις και τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου απολαύουν του κατά το άρθρον 118 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος ευεργετήματος και κατά την εν αυτώ έκτασιν.

5. Επιτρέπεται η σύσταση δικαιώματος επιφάνειας στα ακίνητα των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του παρόντος νόμου, κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18- 26 του ν. 3986/2011 (Α 152).
Σημ.: όπως η παρ.5 προστέθηκε με τη παρ.9 άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014.

Άρθρον 48

1. Αι μεταξύ των εν τη παραγρ. 4 του άρθρου 1 του παρόντος αναφερομένων Νομικών Προσώπων πλήν του Ο. Δ. Ε. Π. και του ΤΑΚΕ πάσης φύσεως μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακινήτων , τυγχάνουν της αυτής φορολογικής μεταχειρήσεως ως και αι του Δημοσίου.

2. Τα δωρεάν και άνευ συναλλαγματικών διατυπώσεων εκ του εξωτερικού αποστελλόμενα ή παραχωρούμενα πάσης φύσεως είδη εις τα περί ων η προηγουμένη παράγραφος πρόσωπα απαλλάσσονται παντός δασμού, φόρου ή τέλους εισπραττομένου κατά την εισαγωγήν των εις τα τελωνεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ΄
Περί Γάμου και Διαζυγίου

Άρθρον 49

1. Η ιερολογία του γάμου τελείται μετά προτέραν έγγραφον άδειαν του Αρχιερέως του τόπου τελέσεως ή του επιτρόπου αυτού. Διά την χορήγησιν της αδείας απαιτείται και προηγουμένη έγγραφος υπεύθυνος δήλωσις των μελλονύμφων περί μη υπάρξεως ως προς αυτους αναβλητικού ή ανατρεπτικού τινος κωλύματος. Διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ. Ι. Σ. θέλει καθορισθή, κατά την κειμένην νομοθεσίαν, η διαδικασία χορηγήσεως αδείας γάμου.

2. Εις τον άνευ επισκοπικής αδείας τελέσαντα γάμον ιερέα επιβάλλεται, εκτός των εις τοιούτον επιβαλλόμενον υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων κανονικών ποινών και ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους.

3. Η κεχωρισμένως από της τελέσεως του μυστηρίου του γάμου ιερολογία της μνηστείας απαγορεύεται, κηρύσσεται δε πνευματικώς άκυρος υπό του Αρχιερέως του τόπου ένθα αύτη ετελέσθη. Εις τον τελέσαντα την ιερολογίαν ιερέα επιβάλλεται ποινή αργίας μέχρις ενός έτους και στέρησις του ημίσεος του μισθού αυτού, ως και φυλάκισις μέχρις ενός έτους.

4. Τα των γάμων, κατά μεν το πολιτικόν μέρος, υπάγονται εις τα πολιτικά δικαστήρια, κατά δε το πνευματικόν, εις τας Εκκλησιαστικάς Αρχάς.

Άρθρον 50

1. Προκειμένης εγέρσεως αγωγής διαζυγίου τα κατά την απόπειραν συμβιβασμού ενώπιον του Επισκόπου διέπονται υπό των άρθρων 593 και επέκεινα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

2. Κατάστασις αμετακλήτου της δικαστικής αποφάσεως, δι` ης ακυρούται ο γάμος ή λύεται ούτος διά διαζυγίου, ο παρά τω εκδόντι την αμετάκλητον απόφασιν δικαστηρίω Εισαγγελεύς κοινοποιεί, τη αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον, αντίγραφον ταύτης εις τον εκδόντα την άδειαν του γάμου Αρχιερέα, όστις εν συνεχεία προβαίνει υποχρεωτικώς εις την ακύρωσιν ή την λύσιν τούτου και πνευματικώς. Εις ην περίπτωσιν η άδεια γάμου εξεδόθη εν τη αλλοδαπή η αμετάκλητος δικαστική απόφασις του ημεδαπού Δικαστηρίου, ακυρούσα ή λύουσα τον γάμον, κοινοποιείται κατά τα ανωτέρω εις τον Αρχιερέα, εν τη επαρχία του οποίου εδρεύει ταύτην δικαστήριον, όστις προβαίνει υποχρεωτικώς εις την ακύρωσιν ή την πνευματικήν λύσιν τούτου. Η περί ακυρώσεως ή λύσεως του γάμου απόφασις γνωστοποιείται εις τον Αρχιερέα τον εκδόντα την άδειαν τελέσεως του γάμου εν τη αλλοδαπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄
Ειδικαί Διατάξεις

Άρθρον 51

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπείται υπό της Δ.Ι.Σ., ενώπιον δε των διοικητικών και δικαστικών Αρχών υπό του Προέδρου αυτής ή υπό του παρ` αυτού εγγράφως προς τούτο εξουσιοδοτημένου μέλους αυτής.

2. Ο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όρκος δίδεται, εάν επιβαλλεται:
α) εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, υπό του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου ή του νομίμου αναπληρωτού αυτού
β) εις την Αρχιεπισκοπήν και τας Μητροπόλεις υπό του Πρωτοσυγκέλλου αυτών και εν ελλείψει ή κωλύματι τούτου, υπό του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου ή υπό ετέρου κληρικού της Μητροπόλεως οριζομένου υπό του οικείου Μητροπολίτου
γ) εις την Μονήν, υπό του Ηγουμένου αυτής και εν τω κωλύματι τούτου υπό του οριζομένου παρά του Ηγουμενοσυμβουλίου συμβούλου ή εν ελλείψει υπό του οριζομένου παρά του οικείου Μητροπολίτου
δ) εις τας Ενορίας μετά των Ενοριακών Ναών, υπό του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ή υπό του οριζομένου υπ` αυτού λαϊκού μέλους
ε) εις πάντα τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, υπό του παρά του εσωτερικού αυτών κανονισμού και, εν ελλείψει προβλέψεως εν τω κανονισμώ τούτω, υπό του παρά της διοικήσεως αυτών οριζομένου προσώπου.

Άρθρον 52

1. Οπου εν τω παρόντι γίνεται χρήσις του όρου “εν ενεργεία Μητροπολίτης” ή “εν ενεργεία Αρχιερεύς” νοείται ο διαποιμαίνων Μητρόπολιν Αρχιερεύς.

2. Οπου εν τω παρόντι γίνεται η χρήσις του όρου “Αρχιερεύς” νοείται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάντες οι εν ενεργεία Μητροπολίται. `Οπου δε γίνεται η χρήσις του όρου “Μητρόπολις” νοείται και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Άρθρον 53

1. Η Ι. Σ. Ι., η Δ. Ι. Σ., ο Αρχιεπίσκοπος και οι εν ενεργεία Μητροπολίται της Εκκλησίας της Ελλάδος αλληλογραφούν προ πάσης τας εκτός του Κράτους Πολιτικάς Αρχάς διά του Υπουργείου των Εξωτερικών. Η αλληλογραφία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων διεξάγεται υπό του ασκούντος την διοίκησιν αυτών ή του νομίμου αυτού αναπληρωτού.

2. Η Ι. Σ. Ι. και η Δ. Ι. Σ. απολαύουν εν τη ασκήσει των αρμοδιοτήτων αυτών της υπό του άρθρου 181 του Ποινικού Κώδικος ποβλεπομένης προστασίας. Της αυτής προστασίας απολαύουν ο αρχιεπίσκοπος και οι εν ενεργεία μητροπολίται εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών επί αδικημάτων διαπραττομένων διά του Τύπου.

Άρθρον 54

1. Οι μη έχοντες ή οι απολέσαντες την ιδιότητα του κληρικού της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν δύναται να φέρουν την περιβολήν ή αμφίεσιν του κληρικού της Εκκλησίας ταύτης, ως αύτη ωρίσθη διά του από 21 Ιανουαρίου 1931 Διατάγματος “περί κανονικής περιβολής του Ελληνικού Ορθοδόξου Κλήρου”, ως και τα διά του από 1ης Ιουνίου 1856 Διατάγματος καθορισθέντα διακριτικά διάσημα.

2. Οι μη όντες ορθόδοξοι μοναχοί δεν δύνανται να φέρουν την αμφίεσιν των ανηκόντων εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησία μοναχών.

3. Οι παραβάται των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων διώκονται και τιμωρούνται κατά το άρθρον 176 του Ποινικού Κώδικος, εν τη εννοία του οποίου θρησκευτικός λειτουργός θεωρείται και ο μοναχός.

Άρθρον 55

1. Πας κληρικός έχων παράπονον κατά του οικείου Αρχιερέως δύναται να απευθύνεται δι` αναφοράς του προς την Δ. Ι. Σ. Η αναφορά επιδίδεται εις τον οικείον Αρχιερέα, ούτος δε οφείλει εντός δέκα πέντε ημερών να διαβιβάση ταύτην εις την Δ. Ι. Σ. μετά σχετικής εκθέσεως.

2. Εις περίπτωσιν καθ` ην ο οικείος Αρχιερεύς δεν διαβιβάση εις την Δ. Ι. Σ. την υποβληθείσαν αυτώ ως άνω αναφοράν, εντός της κατά τα άνω οριζομένης προθεσμίας δικαιούται ο υποβάλων την αναφοράν κληρικός όπως υποβάλη αντίγραφον ταύτης απ` ευθείας προς την Δ. Ι. Σ.

3. Πας λαϊκός έχων εύλογον κατά της εκκλησιαστικής αρχής παράπονον δικαιούται να αναφέρηται προς την Δ. Ι. Σ., ήτις προ πάσης ενεργείας ζητεί παρά του οικείου Αρχιερέως να γνωρίση εντός μηνός προς αυτήν σχετικώς. Εάν η αναφορά στρέφηται κατά κληρικου, διαπέμπεται αύτη υπό της Δ. Ι. Σ. προς τον οικείον Αρχιερέα, υποχρεούμενον όπως ενεργήση τα δέοντα.

Άρθρον 56

1. Των ορίων του Κράτους εξέρχονται οι μεν Αρχιερείς τη αδεία της Δ. Ι. Σ., οι δε λοιποί κληρικοί και λοιποί μοναχοί τη αδεία του οικείου Αρχιερέως.

2. Εις τους κληρικούς διά την εις την αλλοδαπήν μεταβασίν των χορηγούνται υπό της αρμοδίας υπηρεσίας, τη εγκρίσει της οικείας εκκλησιαστικής αρχής διαβατήρια. Προκειμένου περί εξόδου τούτων εκ των ορίων του Κράτους απαιτείται όπως κατά τον έλεγχον του διαβατηρίου υπό της αρμοδίας Αρχής επιδεικνύεται παρά του κατόχου του διαβατηρίου κληρικού και η άδεια της οικείας εκκλησιαστικής αρχής διά την αναχώρησιν τούτου.

3. Κληρικός παντός βαθμού ή μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής προκειμένου δε να παραμείνη εις ετέραν περιφερείαν πέρα του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου.

4. Εάν μοναχός, μη εγγεγραμμένος εις Μονήν, περιέρχεται εν τω κόσμω, διατάσσεται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως να εγκαταβιώση εις τινα Μονήν εις το μοναχολόγιον της οποίας και εγγράφεται, απειθών δε εισάγεται εις δίκην, περιοριζόμενος προσωρινώς εις το σωφρονιστήριον των κληρικών ή εις τινα Μονήν.

5. Ουδείς κληρικός εγγεγραμμένος εις το μοναχολόγιον Μονής τινός του Αγίου Ορους διορίζεται εις οιανδήποτε εκκλησιαστικήν θέσιν , άνευ αδείας της Μονής αυτού και εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα αυτά ισχύουν αναλόγως και επί κληρικών παντός άλλου κλίματος.

6. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού, άνευ προηγουμένης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου, εις ον θα αποκατασταθή ο κληρικός, προκειμένου δε περί μοναχού και άνευ κανονικής βεβαιώσεως περί της μελλούσης εγγραφής αυτού εις το μοναχολόγιον της εις ην πρόκειται να εγγραφή Μονής.

Άρθρον 57

1. Η κατά τας διατάξεις της κοινής ποινικής δικονομίας διατασσόμενη προφυλάκισις κληρικού ή μοναχού δύναται να εκτελήται εις ειδικόν σωφρονιστήριον κληρικών, του αναγκαιούντος προς τούτο προσωπικού φυλακών διατιθεμένου υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

2. Αι εις κληρικούς ή μοναχούς επιβαλλόμεναι δι` αποφάσεων των κοινών ποινικών δικαστηρίων στερητικαί της ελευθερίας ποιναί, εφ` όσον η καταδίκη δεν συνεπάγεται, προκειμένου περί κληρικών και την ποινήν της καθαιρέσεως, εκτίονται εν τω ειδικώ σωφρονιστήριω των κληρικών. Επί ποινής στερητικής της ελευθερίας διαρκείας ελάσσονος του μηνός δύναται ο Αρχιερεύς, προκειμένου δε περί ποινής επιβληθείσης εις Αρχιερέα η Δ. Ι. Σ. να ορίση και άλλον τόπον εκτίσεως της ποινής, συναινούντος και του αρμοδίου Εισαγγελέως.

3. Η κατά κληρικού ασκηθείσα ποινική δίωξις, ως και η επί ταύτης εκδοθείσα απόφασις ή το εκδοθέν βούλευμα, γνωστοποιούνται παραχρήμα εις την προϊσταμένην του κληρικού εκκλησιαστικήν αρχήν υπό του ασκήσαντος την δίωξιν Εισαγγελέως ή του γραμματέως του εκδόντος το βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή του εκδόντος την απόφασιν ποινικού δικαστηρίου.

4. Προκειμένου περί αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας, υποβαλλομένης εις οιονδήποτε πολιτειακόν δικαστήριον υπό κληρικού, ουδεμία άδεια της οικείας εκκλησιαστικής αρχής απαιτείται.

5. Διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θέλει καθορισθή το κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ειδικόν διά κληρικούς σωφρονιστήριον, ως και τα της λειτουργίας αυτού.

Άρθρον 58
Η Δ. Ι. Σ. δύναται να απονέμη εκάστοτε εις τους καθ` οιονδήποτε τρόπον αποχωρούντας της ενεργού υπηρεσίας Μητροπολίτας και μετά συγκατάθεσιν αυτών τον τίτλον πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής ή Μητροπόλεως.

Άρθρον 59

1. Η διοίκησις και διαχείρησις των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος κειμένων Ιερών Προσκυνημάτων καθορίζεται, άτε τούτων έκπαλαι τεθειμένων, ανεξαρτήτως της μέχρι τούδε νομικής αυτών μορφής και καταστάσεως, εις την δημοσίαν λατρείαν δι` αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι. Σ. Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

2. Πρόεδροι των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, ως και των κατά την παράγραφον 1 του παρόντος Ιερών Προσκυνημάτων, είναι αυτοδικαίως οι οικείοι Μητροπολίται.

Άρθρον 60

1. Επιτρέπεται η απόσπασις διά χρονικόν διάστημα μέχρι δύο ετών Εφημερίων και Διακόνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, εις Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς του εξωτερικού, ως και εις Ιεραποστολικάς περιοχάς Ορθοδόξων Εκκλησιών, μετά πλήρων αποδοχών. Η ως άνω απόσπασις διενεργείται υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τη αιτήσει του επιθυμούντος ταύτην κληρικού και τη συγκαταθέσει και εισηγήσει του Ιεράρχου εις ον ούτος ανήκει οργανικώς, ως και του Ιεράρχου εις την Μητρόπολιν του οποίου επιθυμεί να αποσπασθή.

2. Διά της αυτής διαδικασίας επιτρέπεται η μετά πλήρων αποδοχών απόσπασις Εφημερίων και Διακόνων της Εκκλησίας της Ελλάδος εις τας Ιεράς Μονάς Αγίου Ορους, Αγιοταφικής Αδελφότητος και ύΟρους Σινά.

3. Η διάρκεια των ως άνω αποσπάσεων, δύναται εκάστοτε να ανανεούται διά της αυτής ως άνω διαδικασίας.

Άρθρον 61

1. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά γνώμην του παρά τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως δύνανται να ιδρύωνται Σχολαί ειδικεύσεως εις το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων και την Ιεράν Μονήν Αγίας Αικατερινής Σινά.

2. Δι` ομοίων Προεδρικών Διαταγμάτων θέλουν ορισθή τα της οργανώσεως, διοικήσεως και λειτουργίας αυτών, τα διά την εγγραφήν απαιτούμενα προσόντα, το αναλυτικόν και ωρολόγιον πρόγραμμα ως και τα δικαιώματα, άτινα παρέχει το χορηγούμενον υπό των Σχολών τούτων πτυχίον.

3. Διά την κάλυψιν της προκαλουμένης δαπάνης εκ της ιδρύσεως και λειτουργίας αυτών, εγγράφεται πίστωσις εις τον Κρατικόν Προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία και μεταβιβάζεται εις τας εν λόγω Σχολάς υπό τύπον επιχορηγήσεως δι` αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

4. Πτυχιούχοι των Τμημάτων Ιερατικής Επιμορφώσεως των Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, δύναται να εγγραφωνται εις το Γ` έτος σπουδών των Ποιμαντικών Τμημάτων των ως άνω σχολών.

Άρθρον 62

1. Εκκλησιαστικά κτίρια, προοριζόμενα διά την εγκατάστασιν γραφείων Μητροπόλεων ή Ενοριών ή διά κατοικίαν Αρχιερέων ή Εφημερίων και ανεγερθέντα ή αποκτηθέντα δι` εισφορών Μονών και Ναών ή εξ εράνων ή ειδικών φορολογιών, φερόμενα δε επ` ονόματι Φυσικών ή Νομικών Προσώπων, πλην του Δημοσίου, μεταβιβάζονται υποχρεωτικώς εις το ποιούμενον χρήσιν Νομικόν Πρόσωπον της Μητροπόλεως ή Ενορίας, δι` απλής ενώπιον συμβολαιογράφου δηλώσεως, συντασσομένης και μεταγραφομένης ατελώς. Τα αυτά ισχύουν και διά τα κτίρια της Ιεράς Συνόδου, των λοιπών αυτοτελών Συνοδικών Υπηρεσιών και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

2. Αι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 με “περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων”, ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κτημάτων των ανηκόντων εις τα εν άρθρω 1 παρ. 4 του παρόντος, αναφερόμενα Νομικά Πρόσωπα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.10 άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014.

Άρθρον 63
Το Διοικητικόν Συμβούλιον του ΤΑΚΕ συγκροτείται από της ισχύος του παρόντος εξ επτά μελών ως κάτωθι:
α. Του Αρχιεπισκόπου ΑΘηνών, ως Προέδρου, αναπληρουμένου υπό του πρώτου τη τάξει Αρχιερέως εκ των μελών της Δ. Ι. Σ.
β. Ενός συνοδικού Αρχιερέως, οριζομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό της Δ. Ι. Σ.
γ. Τεσσάρων τακτικών εφημερίων οριζομένων μετά των αναπληρωτών αυτών υπό του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος, και
δ. Ενός λαϊκού, πτυχιούχου ανωτάτης σχολής οικονομικών επιστημών οριζομένου ωσαύτως μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος.
Η περί συγκροτήσεως του ως άνω Συμβουλίου πράξις εκδίδεται υπό της Δ. Ι. Σ. εις την αρχήν εκάστης συνοδικής περιόδου και η θητεία αυτού είναι διετής, πλην του συνοδικού Αρχιερέως του οποίου η θητεία είναι ενιαυσίως.

Άρθρον 64

1. Οι διοριζόμενοι Εφημέριοι δύνανται να προσμετρούν εις την εφημεριακήν των υπηρεσίαν διά πάσαν συνεπείαν και πάσαν προϋπηρεσίαν αυτών διανυθείσαν επί σχέσει δημοσίου δικαίου, παρά τω Δημοσίω, παρά τοις Οργανισμοίς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή παρά τινι Νομικώ Προσώπω Δημοσίου Δικαίου, Εκκλησιαστικώ ή μη, ή την διανυθείσαν υπό την ιδιότητα του τακτικού Ιεροκύρηκος.

2. Κληρικοί οιουδήποτε βαθμού, υπηρετούντες ως τακτικοί Ιεροκύρηκες ή εις θέσιν εκκλησιαστικού υπαλλήλου παρά τοις γραφείοις της Ιεράς Συνόδου, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των λοιπών Ιερών Μητροπόλεων, οιουδήποτε Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή του ΤΑΚΕ, και επί σχέσει δημοσίου δικαίου, δικαιούνται να προσμετρήσουν εις την ως άνω υπηρεσίαν των, διά πάσαν συνέπειαν, και την ως τακτικού ή ως προσωρινού εφημερίου ή διακόνου οποτεδήποτε διανυθείσαν προϋπηρεσίαν των, ως και την υπό την ιδιότητα του τακτικού Ιεροκήρυκος διανυθείσαν υπηρεσίαν, εφ` όσον αύτη δεν συμπίπτει με αναγνωριζομένην ετέραν υπηρεσίαν.

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν. 401/1976 “περί αναδιαβαθμίσεως εφημερίων πτυχιούχων Θεολογίας”, αντικαθίσταται αφ` ης ίσχυσεν ως εξής:
“1. Εφημέριοι υπαγόμενοι εις τας διατάξεις του Α. Ν. 536/1945 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Κλήρου της Ελλάδος του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης”, οίτινες απέκτησαν ή θα αποκτήσουν πτυχίον Θεολογικής Σχολής των Πανεπιστημίων της ημεδαπής ή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ή άλλης ανεγνωρισμένης ισοτίμου Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής ή Πτυχίον Ανωτάτης Σχολής, αναδιαβαθμίζονται εν τη εν η ανήκουσιν Α` μισθολογική κατηγορία δι` αποφάσεως του αρμοδίου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εις ανάλογον προς τον χρόνον της συνολικής των υπηρεσίας μισθόν, όστις δεν δύναται να είναι μείζων του 3ου βαθμού”.

Άρθρον 65

1. Υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος καθιερούται ως ηθική, αμοιβή, απονεμομένη εις ημετέρους και ξένους, δι` εξόχους υπηρεσίας ή διά δημιουργικήν εκκλησιαστικήν δραστηριότητα, τιμητική διάκρισις μετά διπλώματος και των σχετικών διασήμων, φέρουσα την ονομασίαν “Παράσημον του Αποστόλου Παύλου” εις τρεις διακεκριμένας τάξεις.

2. Τα της εν γένει μορφής του εν λόγω παρασήμου, του τύπου του διπλώματος, ως και του τρόπου απονομής αυτού, καθορισθήσονται δι` αποφάσεως της Δ. Ι. Σ.

Άρθρον 66

1. Των περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεων του παρόντος νόμου εξαιρείται το Πανελλήνιον Ιερόν ύΙδρυμα Ευαγγελιστρίας Τηνου, το οποίον διέπεται υπό των διατάξεων του Ν. 349/1976 “περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.
Σημ.: όπως η παράγραφος 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το εδάφιο πρώτο της παρ.6 άρθρου 51 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014.

2. Η παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 349/1976 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Το Ιδρυμα τούτο διοικείται υπό δεκαμελούς Διοικητικής Επιτροπής, της οποίας Πρόεδρος είναι ο επιχώριος Μητροπολίτης και μέλη,
α) εξ πρόσωπα εκλεγόμενα κατά τα εν τοις επομένοις οριζόμενα και
β) οι εκάστοτε Ειρηνοδίκης, Λυκειάρχης και Διευθυντής Δημοσίου Ταμείου Τήνου, εφ` όσον ούτοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, άλλως οι νόμιμοι αυτών αναπληρωταί. Τον Πρόεδρον ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ασκών απάσας τας αρμοδιότητας αυτού ο Αντιπρόεδρος, τούτου δε ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου ο Γενικός Γραμματεύς. Η Δ. Ε. συγκαλείται υποχρεωτικώς τη αιτήσει των 2/3 των μελών αυτής”.

3. Εις τας περιπτώσεις των άρθρων 3 παράγρ. γ` και 4 παράγρ. θ` εδ. 2, ι` εδ. ι` και ια` του αυτού νόμου νοούνται τα αιρετά μέλη.

Σημ.: όπως η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τις παρ.9 και 10 αντίστοιχα του άρθρ.8 Ν.2740/1999.

4. Η παράγρ. γ` εδ. ι` του άρθρου 4 του αυτού νόμου αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Συνίσταται διά του παρόντος Εφορευτική Επιτροπή υπό του Προέδρου Πρωτοδικών Σύρου ή του υπ` αυτού οριζομένου Πρωτοδίκου, ως Προέδρου, του Οικονομικού Εφόρου Τήνου και του Λιμενάρχου Τήνου, ως μελών”.

5. Στην παράγραφο θ` εδάφιο Ι του άρθρου 4 του ν. 349/1976 οι λέξεις “υπό στοιχεία α` και β` εν παρ. Ι του άρθρου 2 του παρόντος αναφερόμενα” αντικαθίσταται με τη λέξη “εκλεγέντα” και οι λέξεις “του Ειρηνοδίκου Τήνου” με τις λέξεις “του πλειοψηφήσαντος κατά τας εκλογάς της αναδείξεως των.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τις παρ.9 και 10 αντίστοιχα του άρθρ.8 Ν.2740/1999.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄
Μεταβατικαί Διατάξεις

Άρθρον 67
Μέχρι της εκδόσεως των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων Προεδρικών Διαταγμάτων ή αποφάσεων της Ι. Σ. Ι. ή της Δ. Ι. Σ. εξακολουθούν εφαρμοζόμεναι αι μέχρι τούδε κείμεναι διατάξεις, εφ` όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος. Διά της παρούσης δεν κυρούνται Κανονιστικαί αποφάσεις της Ι. Σ. Ι. ή της Δ. Ι. Σ. εκδοθείσαι άνευ εγκύρου νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως ή καθ` υπέρβασιν ταύτης.

Άρθρον 68
Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υπάρχοντες Τιτουλάριοι Μητροπολίται, Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Βοηθοί Επίσκοποι διατηρούν πάντα τα εκ της ιδιότητος των ταύτης απορρέοντα δικαιώματα και ασκούν τα καθήκοντα της θέσεως εις ην διωρίσθησαν μέχρι της δι` οιονδήποτε λόγον αποχωρήσεως αυτών. Εις τους άνευ αναφοράς συγκεκριμένης οργανικής θέσεως εκλεγέντας ανατίθενται τη συγκαταθέσει Μητροπολίτου τινός, καθήκοντα Βοηθού Επισκόπου ή ειδικόν έργον καθοριζόμενον υπό της Δ. Ι. Σ.

Άρθρον 69

1. Ο υπό της Ι. Σ. Ι. κατά Μάρτιον του 1974 καταρτισθείς κατάλογος των δι` Αρχιερατείαν εκλογίμων, ως ούτος συνεπληρώθη διά της από 28.7.1976 αποφάσεως της Δ. Ι. Σ. κυρούται αφ` ης συνεπληρώθη.

2. Επί των διά της υπ` αριθ. 2121/10.7.1976 εγκυκλίου της Δ. Ι. Σ. προταθέντων προς εγγραφήν εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων εφαρμόζονται μόνον αι διατάξεις του άρθρου 21 του παρόντος, μη απαιτουμένης επαναλήψεως της σχετικής διαδικασίας.

3. Οι προ της 21ης Απριλίου 1967 εγγεγραμένοι εις τον Κατάλογον των δι` Αρχιερατείαν εκλογίμων και μη περιλαμβανόμενοι εις τον διά της παραγρ. 1 κυρούμενον Κατάλογον θεωρούνται από της ισχύος του παρόντος εγγεγραμένοι εις τον Κατάλογον τούτον.

Άρθρον 70
Ως αφετηρία διά την εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του παρόντος ορίζεται η 1η Οκτωβρίου 1977, εάν μέχρι της ημερομηνίας ταύτης δεν έχη προηγηθή έκτακτος σύγκλησις της Ι. Σ. Ι. Εν τη δευτέρα ταύτη περιπτώσει η Ι. Σ. Ι. συνέρχεται τακτικώς την 1ην Οκτωβρίου 1978.

Άρθρον 71

1. Ενός έτους από της ισχύος του παρόντος δύνανται η Δ. Ι. Σ. να αποφασίση την ίδρυσιν νέων Μητροπόλεων δι` αποσπάσεως περιοχών εξ υπαρχουσών ήδη Μητροπόλεων, εφ` όσον έχει την συγκατάθεσιν των οικείων Ιεραρχών, δηλουμένην εγγράφως και εντός προθεσμίας ενός μηνός από της εις αυτούς επιδόσεως της σχετικής προσκλήσεως της Δ. Ι. Σ., καθορίζουσα, εντός των πλαισίων της παρασχεθείσης συγκαταθέσεως, την έδραν, την ονομασίαν, και την περιφέρειαν αυτών. Η πρόσκλησις απευθύνεται προς άπαντας τους εν ενεργεία Αρχιερείς. Αι Μητροπόλεις αύται ιδρύονται διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

2. Η πλήρωσις των Μητροπόλεων τούτων ενεργείται υπό της Ι. Σ. Ι. εκτάκτως συγκαλουμένης κατά τας περί αυτής διατάξεις, και κατά τα ειδικώτερον διά του παρόντος άρθρου οριζόμενα, κατά το χρονικόν διάστημα μιάς και της αυτής συνελεύσεως, διά καταστάσεως των καθ` οιονδήποτε τρόπον απομακρυνθέντων της έδρας των κατά το από 21.4.1967 έως 24.7.1974 χρονικόν διάστημα Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αύται δε καταργούνται μετά την καθ` οιονδήποτε τρόπον επερχομένην αποχώρησιν εκ της ενεργού υπηρεσίας είτε του παρασχόντος την συγκατάθεσιν διά την προσωρινήν απόσπασιν Μητροπολίτου, είτε του καταλαβόντος την προσωρινήν Μητρόπολιν. Εις την πρώτην περίπτωσιν ο Μητροπολίτης της προσωρινής συσταθείσης Μητροπόλεως μεθίσταται αυτοδικαίως ως Μητροπολίτης της ενιαίας αρχικής Μητροπόλεως.

3. Η εκλογή διενεργείται διά μυστικής Ψηφοφορίας και θεωρείται εκλεγείς ο συγκεντρώσας την απόλυτον πλειονοψηφίαν του συνόλου των εν ενεργεία Μητροπολιτών. Λευκή ψήφος θεωρείται ως αρνητική.

4. Η αληθής έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 671/1943 είναι η πλήρωσις των εν τη διατάξει ταύτη αναφερομένων Μητροπόλεων δύναται να γίνη και διά καταστάσεως τη αποφάσει της Δ. Ι. Σ.

Άρθρον 72
Τα κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος διωρισμένα μέλη των Συνοδικών Επιτροπών παραμένουν μέχρι της λήξεως της θητείας των.

Άρθρον 73
Διά κανονιστικής αποφάσεως της Δ. Ι. Σ. δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να καταργήται ή τροποποιήται η διά του Ν. Δ. 1382/1973 κυρωθείσα υπ` αριθ. 38/15.1.1973 (ΦΕΚ 30/1973 τ. Α`) Κανονιστική Διάταξις.

Άρθρον 74
Από της ισχύος του παρόντος καταργείται εξ ολοκλήρου ο Ν. 671/1943 και το Ν. Δ. 87/1974, επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 9 αυτού, μη αναβιούντος του κατηργημένου Ν. Δ. 126/1969, ως και πάσα γενική ή ειδική διάταξις, έστω και εις ειδικόν νόμον περιεχομένη, αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, επιφυλασσομένων των διατάξεων τω άρθρων 27 και 67 του παρόντος.

Άρθρον 75
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 26 Μαΐου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ