Νόμος 542 ΦΕΚ Α΄41 / 14.2.1977
Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Άρθρον 1
Φορολογία Εισοδήματος.
Καθιέρωσις φορολογικής υποχρεώσεως ανηλίκων τέκνων δι`εισόδημα των εκ δωρεών γενομένων προς ταύτα παρ`οιουδήποτε πλην των γονέων των και αύξησις αφορολογήτου ποσού δι` ένια πρόσωπα.
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Ομοίως φορολογείται κεχωρισμένως και το εισόδημα του μέχρι συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας του τέκνου εκ περουσιακών στοιχείων περιελθόντων εις αυτό είτε εκ δωρεάς, εξαιρέσει της γενομένης υπό των γονέων αυτού, είτε εκ κληρονομίας.
2. Το τρίτον έδαφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστατα ως ακολούθως:
“Προκειμένου περί:
α) αναπήρων αξιωματικών και οπλιτών, οίτινες υπό την ιδιότητα του αναπήρου λαμβάνουν σύνταξιν εκ του Δημοσίου Ταμείου, αξιωματικών τελούντων εις την κατάστασιν υπηρεσίας γραφείου συνεπεία πολεμικού τραύματος ή νοσήματος,
β) θυμάτων πολέμου, γ) τυφλών εγγεγραμμένων το τηρούμενον παρά τω Υπουργείω Κοινωνικών Υπηρεσιών γενικόν μητρώον τυφλών και δ) προσώπων παρουσιαζόντων αναπηρίαν εξήκοντα επτά επί τοις εκατόν (67%) και άνω εκ διανοητικής καθυστερήσεως ή φυσικής αναπηρίας, το εκπιπτόμενον ως αφορολόγητον ποσόν τριπλασιάζεται”.
3. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται νέον εδάφιον έχον ως ακολούθως: “Επί της περιπτώσεως δ` της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου”.
4. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Εξαιρετικώς, πέραν των εκπτώσεων της παραγράφου 2, εκ του συνολικού εισοδήματος του φορολογουμένου εκπίπτεται ποσόν πεντήκοντα χιλιάδων (50.000) δραχμών δι`έκαστον εκ των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτόν προσώπων των περιπτώσεων α`,β`, γ` και δ` της αυτής ως άνω παραγράφου, εφ`όσον τα πρόσωπα ταύτα παρουσιάζουν αναπηρίαν εξήκοντα επτά επί τοις εκατόν (67%) και άνω εκ διανοητικής καθυστερήσεως ή φυσικής αναπηρίας και δεν έχουν ίδιον εισόοδημα άνω των εβδομήκοντα χιλιάδων (70.000) δραχμών ετησίως.
5. Η παράγραφος 5 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Εαν ο σύζυγος δεν έχη ίδιον εισόδημα ή τούτο είναι κατώτερον του αθροίσματος των κατά τας ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 αφορολογήτων ποσών του ιδίου και των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτών προσώπων, το αφορολόγητον ποσόν ή η προκύπτουσα διαφορά εκπίπτεται εκ του εισοδήματος της συζύγου”.
6. Η ισχύς του διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1977.
Άρθρον 2
Τακτοποίησις των περί του εισοδήματος εκ γεωργικών επιχειρήσεων διατάξεων.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 38 του Ν.Δ. 3323/1955,ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “2. Αι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 31 εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω”.
Άρθρον 3
Απαλλαγή εκ του φόρου εισοδήματος τμήματος αποδοχών ενίων κατηγοριών μισθωτών.
1 . Η περίπτωσις στ` της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“στ) Εκ των αποδοχών των μουσουργών, εκτελεστών μουσικών έργων, καλλιτεχνών των κέντρων διασκεδάσεως, χορευτών, χορογράφων, σκηνοθετών, σκηνογράφων, ενδυματολόγων, καλλιτεχνών ζωγράφων ή γλυπτών ή σκιτσογράφων ή χαρακτών, ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) μέχρι ποσού αποδοχών διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών και ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%) επί του τμήματος των αποδοχών από δραχμάς διακοσίας χιλιάδας μιας (200.001) μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών”.
2. Εις την παράγραφον 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται περιπτώσεις η` και θ` έχουσαι ως ακολούθως:
“η) Εκ των κυρίων αποδοχών των ηθοποιών, ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) προς κάλυψιν επαγγελματικών δαπανών.
Θ) Εκ των κυρίων αποδοχών των μελών των Ενώσεων Προσωπικού Ημερησίου και Περιοδικού Τύπου και των Ενώσεων Τεχνικών Ημερησίου και Περιοδικού Τύπου, των κτωμένων αποκλειστικώς εκ της ασκήσεως του επαγγέλματος των, ποσοστόν τριάκοντα πέντε τοις εκατόν (35%) μέχρι ποσού αποδοχών τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών και ποσοστόν δέκα επτά και ήμισυ επί τοις εκατόν (17,50%) επί του τμήματος των αποδοχών από δραχμάς τετρακοσίας χιλιάδας μιας (400.001) μέχρις οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών”.
3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1976 και εφεξής.
Άρθρον 4
Εισόδημα εξ υπηρεσιών ελευθερίων επαγγελμάτων και ποσοστόν αφορολογήτου τοιούτου ενίων ελευθέρων επαγγελματιών.
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Εισόδημα εξ υπηρεσιών ελευθερίων επαγγελμάτων είναι αι αμοιβαί εκ της ασκήσεως του ελευθερίου επαγγέλματος του ιατρού ή οδοντιάτρου ή κτηνιάτρου ή φυσιοθεραπευτού ή μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, αμίσθου υποθηκοφύλακος και δικαστικού επιμελητού, αρχιτέκτονος, μηχανικού τοπογράφου, χημικού, σχεδιαστού, δημοσιογράφου, συγγραφέως, διερμηνέως, καθηγητού ή διδασκάλου, καλλιτέχνου γλύπτου ή ζωγράφου ή σκιτσογράφου ή χαράκτου, εκτελεστού μουσικών έργων ή μουσουργού, καλλιτεχνών των κέντρων διασκεδάσεως, χορευτού, χορογράφου, σκηνοθέτου, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητού, οικονομολόγου ερευνητού ή συμβούλου επιχειρήσεως, ιδιοκτήτου ή διευθυντού φορολογικού ή λογιστικού γραφείου, ξεναγού και εμπειρογνώμονος”.
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “4. Εκ του εισοδήματος των μουσουργών, εκτλεστών μουσικών έργων, καλλιτεχνών ζωγράφων ή γλυπτών ή σκιτσογράφων ή χαρακτών, σκηνοθετών σκηνογράφων και χορογράφων, εκπίπτεται αφορολόγητον ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών και ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%) επί του τμήματος του καθαρού εισοδήματος αυτών από δραχμάς διακοσίας χιλιάδας μιας (200.001) μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών. Εκ του εισοδήματος των δημοσιογράφων, των συγγραφέων, ως και εκ των συγγραφικών εν γένει δικαιωμάτων, εκπίπτεται αφορολόγητον ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών και ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%) επί του τμήματος του καθαρού εισοδήματος αυτών από δραχμάς τετρακοσίας χιλιάδας μιας (400.001) μέχρις οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών”.
3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί του από 1ης Ιανουαρίου 1976 και εφεξής κτωμένου εισοδήματος.
Άρθρον 5
Τεκμαρτός προσδιορισμός εισοδήματος εξελευθερίων επαγγελμάτων.
1. Εις το άρθρον 47 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται επτά νέαι παράγραφοι, υπ`αριθ. 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 έχουσαι ούτω:
“3. Ωσαύτως, τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος δύναται να γίνη και εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν ο Οικονομικός Εφορος κρίνει δι` ητιολογημένης αποφάσεως ότι το βάσει των στοιχείων περί ων αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου προσδιοριζόμενον τεκμαρτόν εισόδημα είναι ανώτερον του δηλωθέντος καθαρού εισοδήματος εκ της ασκήσεως του ελευθερίου επαγγέλματος. Εάν το ούτω προσδιοριζόμενον εισόδημα υπερβαίνη τας διακοσίας χιλιάδας (200.000) δραχμάς και είναι ανώτερον του δηλωθέντος τοιούτου κατά τριάκοντα επι τοις εκατόν (30%) τουλάχιστον, η υπόθεσις παραπέμπεται εις τριμελή Επιτροπή.
4. Προ της παραπομπής της υποθέσεως εις την Επιτροπήν, ο Οικονομικός ύΕφορος οφείλει να ανακοινώση την περί παραπομπής πρόθεσίν του εις τον φορολογούμενον δι`εγγράφου, μετ`αντιγράφου εκθέσεως ελέγχου, νομίμως επιδιδομένου. Ο φορολογούμενος δικαιούται εντός δεκαπενθημέρου από της εις αυτόν κονοποιήσεως, να αποδεχθή το προσδιορισθέν υπό του Οικονομικού Εφόρου εισόδημα εκ της ασκήσεως του ελευθερίου επαγγέλματος, υποβάλλων προς τούτο αρχικήν ή συμπληρωματικήν δήλωσιν. Εν τη περιπτώσει ταύτη επιβάλλονται αι προβλεπόμεναι υπο των οικείων διατάξεων, περί διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προσαυξήσεις.
5. Η Επιτροπή προσδιορίζει το εξ υπηρεσιών ελευθεριών επαγγελμάτων ακαθάριστον και καθαρόν εισόδημα εκάστου υποχρέου, λαμβάνουσα υπ`όψιν προς μόρφωσιν γνώμης τα κάτωθι:
α) Την δήλωσιν του υποχρέου, το τυχόν υποβληθέν υπό του φορολογουμένου υπόμνημα και τα υπό του Οικονομικού Εφόρου προσκομιζόμενα στοιχεία, ως την έκθεσιν προσδιορισμού καθαρού εισοδήματος κλπ.
β) Το είδος και τον χρόνον ασκήσεως του επαγγέλματος τα χρησιμοποιούμενα κεφάλαια και την έκτασιν των εργασιών του υποχρέου.
γ) Το απασχολούμενον προσωπικόν και τους καταβαλλομένους μισθούς και ημερομίσθια.
δ) Παν έτερον στοιχείον δυνάμενον να οδηγήση εις μόρφωσιν ορθής κρίσεως περί του πράγματι κτηθέντος υπό του υποχρέου εισοδήματος. Η Επιτροπή κρίνει και αποφασίζει κατά πεποίθησιν μη δεσμευομένη εκ του υπό του Οικονομικού Εφόρου γενομένου προσδιορισμού του εισοδήματος εξ ελευθερίου επαγγέλματος, δύναται δε να ενεργή και αυτοψίαν δι` όλων ή διά τινών μελών αυτής, Η απόφασις της Επιτροπής λαμβάνεται κατά πλειοψηφίαν και κοινοποιείται εις τον ενδιαφερόμενον.
6. Εάν ο υπόχρεως αποδεχθή το προσδιορισθέν υπό της Επιτροπής εισόδημα, υποβάλλει εντός δεκαπενθημέρου από της εις τούτον κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, αρχικήν ή συμπληρωματικήν κατά περίπτωσιν, δήλωσιν, εφαρμοζομένων εν τη περιπτώσει ταύτη των διατάξεων του άρθρου 53 του παρόντος, καθ` όσον αφορά εις την επιβολήν προσθέτου φόρου. Εις την αντίθετον περίπτωσιν εκδίδεται υπό του Οικονομικού Εφόρου και κοινοποιείται φύλλον ελέγχου με ποσόν εισοδήματος το προσδιορισθέν υπό της Επιτροπής. Επί του ούτως εκδιδομένου και κοινοποιούμενου φύλλου ελέγχου δεν χωρεί διοικητική επίλυσις της διαφοράς.
7. Η Επιτροπή συντίθεται:
α) Εξ ενός φορολογικού δικαστού ή δικαστού της τακτικής δικαιοσύνης, επί βαθμώ Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκου, ως Προέδρου, οριζομένου κατά τας οικείας διατάξεις. Προκειμένου περί Επιτροπής Οικονομικής Εφορίας εδρευούσης εκτός έδρας Πρωτοδικείου, της Επιτροπής προεδρεύει ο Ειρηνοδίκης.
β) Εκ του αρμοδίου Επιθεωρητού Οικονομικών Εφοριών ή εκ του νομίμου αναπληρωτού τούτου.
γ) Εξ ενός αντιπροσώπου ή του αναπληρωτού τούτου της εν τη έδρα της Οικονομικής Εφορίας οικείας επαγγελματικής οργανώσεως, τούτων οριζομένων υπό του οικείου Νομάρχου, εκ πίνακος εκ πέντε τουλάχιστον αντιπροσώπων, ον υποχρεούται η Διοίκησις αυτής να καταρτίση και αποστείλη αυτώ μέχρι της 20ης Ιανουαρίου εκάστου έτους. Εν περιπτώσει παραλείψεως αποστολής υπ`αυτής του πίνακος ή μη υπάρξεως εν τη έδρα της αρμοδίας Οικονομικής Εφορίας, αντιστοίχου επαγγελματικής οργανώσεως, ο Νομάρχης ορίζει ως τρίτον μέλος της Επιτροπής και αναπληρωτήν τούτου φορολογούμενον εκ καταστάσεως συντασσομένης υπό του Οικονομικού Εφόρου και περιλαμβανούσης τουλάχιστον πέντε φορολογουμένους. Τα υπό στοιχείον γ` μέλος και ο αναπληρωτής αυτού προ της αναλήψεως των καθηκόντων των οφείλουν να δώσουν ενώπιον του Προέδρου τον όρκον του δημοσίου υπαλλήλου. Τα αυτά μέλη της Επιτροπής, προσκαλούμενα και μη προσερχόμενα καα την ορισθείσαν συνεδριάσιν αναπληρούνται υπό δημοσίου μη οικονομικού υπαλλήλου, οριζομένου εκάστοτε υπό του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Προέδρος της Επιτροπής, ορίζει εφοριακόν υπάλληλον ως γραμματέα της Επιτροπής.
8. Εις τον Προέδρον, τα μέλη και τον γραμματέα της Επιτροπής καταβάλλεται αποζημίωσις καθοριζομένη δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
9. Δι`αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ή κατ` εξουσιοδότησιν αυτού των κατά τόπον αρμοδίων Νομαρχών:
α) Συνιστώνται παρ` εκάστη Οικονομική Εφορία αι διά του παρόντος άρθρου προβλεπόμεναι τριμελείς Επιτροπαί. Διά των αυτών αποφάσεων δύναται να συνιστώνται πλείονες Επιτροπαί διά την αυτήν Οικονομικήν Εφορίαν.
β) Καθορίζεται κατά τα λοιπά η συγκρότησις και λειτουργία εν γένει των Επιτροπών”.
2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1977, εφαρμοζομένων αναλόγως και επί ανελέγκτων υποθέσεων του προηγουμένου οικονομικού έτους.
Άρθρον 6
Πρόστιμα.
Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“1. Ο αρνούμενος να συμμορφωθή προς τας διατάξεις των άρθρων 12, 14, 30, 69, 70, 71 και 72 του παρόντος, υπόκεινται εις πρόστιμον ουχί έλασσον των πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών, ουδέ μείζον των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών”.
Άρθρον 7
Απαλλαγή εκ του φόρου εισοδήματος των γεωργικών συνεταιρισμών πρώτου και δευτέρου βαθμού.
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του Ν. 12/1975 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επί μερισμάτων κτωμένων από 1 Ιανουαρίυ 1975 και εφεξής, αι δε διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται επί ισολογισμών ή διαχειρίσεων κλειομένων από 31 Δεκεμβρίου 1971 συμπεριλαμβανομένης και εφεξής”.
2. Τα καταβληθέντα υπό των γεωργικών συνεταιρισμών πρώτου και δευτέρου βαθμού ποσά φόρου εισοδήματος, διά τα εισοδήματα των οικονομικών ετών 1972, 1973 και 1974, άτινα απαλλάσσονται του φόρου συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3843/1958 “περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων”, ως ισχύει, δεν επιστρέφονται ουδέ συμψηφίζονται. Βεβαιωθέντα και μη καταβληθέντα ποσά φόρου εισοδήματος διά τα αυτά ως άνω εισοδήματα διαγράφονται, αμελείται δε η βεβαίωσις τυχόν οφειλομένων ποσών φόρου βάσει οιουδήποτε τίτλου βεβαιώσεως.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 12/1975 και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των γεωργικών συνεταιρισμών τρίτου βαθμού διά τα κέρδη τα προερχόμενα εξ ισολογισμών ή διαχειρίσεων κλειομένων από 31 Δεκεμβρίου 1971 συμπεριλαμβανομένης και εφεξής.
Άρθρον 8
Προσδιορισμός εισοδήματος νομικών προσώπων.
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3843/1958, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Ακαθάριστα έσοδα των κατά την προηγουμένην παράγραφον 1 νομικών προσώπων είναι: α) το τίμημα των οριστικώς πραγματοποιηθεισών πωλήσεων ως και αι κτηθείσαι αμοιβαί εκ παροχής υπηρεσιών, β) τα κατά τας διατάξεις των άρθρων 17, 18, 19, 21, 22, 23, 25, 26, 31 παράγραφοι 1 και 2, 32, 34, 37, 38, 39, του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, εισόδημα εξ οικοδομών, εξ εκμισθώσεως γαιών, εκ κινητών αξιών, εκ συμμετοχής εις άλλας εμπορικάς εν γένει επιχειρήσεις, εκ γεωργικών επιχειρήσεων, ως και παν εισόδημα εξ οιασδήποτε άλλης πηγής συμφώνως προς την διάταξιν της παρ. 3 του άρθρου 45 του αυτού, ως ανωτέρω, Ν.Διατάγματος 3323/1955”.
2. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του αυτού ως άνω Διατάγματος, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Εκ των ακαθαρίστων εσόδων της προηγουμένης παραγράφου 2 εκπίπτονται αι κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 6 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, δαπάναι αποκτήσεως του εισοδήματος”.
Άρθρον 9
Φορολογικός συντελεστής εισοδήματος εκ κινητών αξιών αλλοδαπών νομικών προσώπων.
Το τρίτον εδάφιον της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Κατ` εξαίρεσιν εάν δικαιούχος του εισοδήματος της πηγής ταύτης τυγχάνει πρόσωπον εκ των αναφερομένων εις την περίπτωσιν δ` της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος μη έχον όμως μόνιμον εγκατάστασιν εν Ελλάδι, το ποσοστόν του παρακρατουμέου φόρου ορίζεται ίσον προς τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) επί του καθαρού φορολογητέου ποσού, πλέον εισφοράς υπέρ του ΟΓΑ ίσης προς δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%) επί του φόρου”.
Άρθρον 10
Το άρθρον 17 του Ν.Δ. 3843/1958, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 17
Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα.
1. Οι κατά τον χρόνον της διαλύσεως ή συγχωνεύσεως ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών ή συνεταιρισμών διευθυνταί, διαχειρισταί ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαρισταί τούτων ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως διά την πληρωμήν του κατά τον παρόντα νόμον οφειλομένου υπ`αυτών φόρου, ως και του παρακρατουμένου τοιούτου, αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των. Επί των συγχωνευομένων ανωνύμων εταιρειών ευθύνεται αλληλεγγύως μετά των ανωτέρω προσώπων διά την πληρωμήν των κατά το προηγούμενον εδάφιον οφειλομένων φόρων της διαλυομένης εταιρείας και η απορροφούσα ή η συνιστωμένη νέα εταιρεία, αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των. Τα ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα έχουσι δικαίωμα αναγωγής κατά των διατελεσάντων κατά τον χρόνον της διαλύσεως του νομικού προσώπου συμβούλων ως και μελών ή μετόχων αυτού ως προς τους φόρους τους αφορώντας εις χρήσεις προγενεστέρας της ενάρξεως της εκκαθαρίσεως, αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των.
2. Οι κατά τον χρόνον της διαλύσεως των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 3 του παρόντος διευθυνταί, διαχειρισταί και εν γένει οι εντεταλμένοι εις την διοίκησιν του νομικού προσώπου ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως διά την πληρωμήν του κατά τον παρόντα νόμον οφειλομένου υπ`αυτών φόρου ως και των παρακρατουμένων τοιούτων, αδιαφόρως του χρόνου βεβαιώσεώς των”.
Άρθρον 11
Φορολογία αποκρυβέντων κερδών.
1. Αι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 26 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργούνται, των παραγράφων 6, 7 και 8 αυτού αριθμουμένων εις 4, 5 και 6 αντιστοίχως:
2. Η περίπτωσις α` του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3843/1958, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Αντικείμενον του φόρου του παρόντος Ν.Δ/τος είναι:
α) Επί των ημεδαπών εταιρειών, το προκύπτον καθαρόν εισόδημα ή κέρδος εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή, πλην του τμήματος αυτού το οποίον είτε διανέμεται εις τους μετόχους, είτε παρέχεται υπό μορφήν ποσοστών και αμοιβών εις τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή καταβάλλεται υπό μορφήν εκτός μισθού αμοιβών και ποσοστών εις τους διευθυντάς και διαχειριστάς αυτών. Τα αποκρυβέντα κέρδη δι`αναλήψεως ή μη περιουσιακών στοιχείων φορολογούνται επ`ονόματι της ανωνύμου εταιρείας. Διά τον αναλογούντα φόρον επι των αποκρυβέντων κερδών ευθύνονται αλληλεγγύως μετά της ανωνύμου Εταιρείας και οι έχοντες την ιδιότητα του διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου αυτής κατά την αντίστοιχον διαχειριστικήν περίοδον ισχύοντος και κατ` αυτών του εις βάρος της ανωνύμου εταιρείας εκδοθέντος τίτλου βεβαιώσεως.
3. Αι διατάξεις της περιπτώσεως α` του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3843/1958 ως αύται αντικαθίστανται διά της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υποθέσεων ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Φορολογικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν.
Άρθρον 12
Φορολογία επιχειρήσεων μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων.
1. Εις την παράγραφον 1 του άρθρου 19 του Ν. 12/1975 προστίθενται δύο εδάφια, έχοντα ως ακολούθως:
“Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων τηρουσών βιβλίων δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων εάν αι υφιστάμεναι επιχειρήσεις εντός διμήνου από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου υποβάλλουν προς τούτο εις τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον ανέκκλητον δήλωσιν. Επί επιχειρήσεων ιδρυομένων μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, τηρουσών βιβλίον δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, η προβλεπομένη υπό του προηγουμένου εδαφίου δήλωσις δέον να υποβάλλεται εντός μηνός από της ενάρξεως της λειτουργίας των”.
2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί ισολογισμών κλειομένων από 31 Δεκεμβρίου 1976 περιλαμβανομένης και εφεξής.
Άρθρον 13
Εκπεστέαι ειδικαί δαπάναι εξαγωγών.
1.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“α) Διά τα βιομηχανικά, βιοτεχνικά και χειροτεχνικά προϊόντα εν γένει ποσοστόν τρία επί τοις εκατόν (3%) διά δε τα γεωργικά, κτηνοτροφικά, οπωροκηπευτικά προϊόντα δύο επί τοις εκατόν (2%)”.
2. Αι εκδοθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος άρθρου αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας και Ενεργείας, εξακολουθούν ισχύουσαι μόνον ως προς τον χαρακτηρισμόν των προϊόντων ως βιομηχανικών, βιοτεχνικών και χειροτεχνικών.
3. Εις το άρθρον 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται παράγραφος 5, των μέχρι τούδε παραγράφων 5, 6 και 7 αριθμουμένων εις 6, 7 και 8 αντιστοίχως, έχουσα ως ακολούθως:
“5. Εις τας βιομηχανικάς και βιοτεχνικάς επιχειρήσεις, αι οποίαι προβαίνουν διά λογαριασμόν των αλλοδαπών οίκων, εις βιομηχανοποίησιν η επεξεργασίαν πρώτων υλών εισαγομένων εκ της αλλοδαπής και επανεξαγομένων υπό μορφήν ετοίμων ή ημιετοίμων προϊόντων, αναγνωρίζεται έκπτωσις άνευ δικαιολογητικών εκ των ακαθαρίστων εσόδων ποσοστόν πέντε επί τοις εκατόν (5%) επί της λαμβανομένης αμοιβής διά τας υπηρεσίας ταύτας. Αι διατάξεις της παραγράφου 4 εφαρμόζονται και επί της εκπτώσεως της προβλεπομένης υπό της παρούσης παραγράφου”.
4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ως αύτη αριθμείται διά των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“8. Το απομένον μετά τας εκπτώσεις των παραγράφων 1, 3, 4 και 5 ποσόν αποτελεί το καθαρόν εισόδημα εξ εμπορικών επιχειρήσεων”.
5. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επί εξαγωγών πραγματοποιουμένων από 1 Ιανουαρίου 1977 και εφεξής, της δε παραγράφου 3 επί των λαμβανομένων αμοιβών δι` υπηρεσίας παρεχομένας από 1 Ιανουαρίου 1977 και εφεξής.
Άρθρον 14
Επέκτασις κινήτρων περιφερειακής αναπτύξεως.
1 Εις το άρθρον 2 του Ν.Δ. 1078/1971 “περί λήψεως φορολογικών και άλλων τινών μέτρων προς ενίσχυσιν της περιφερειακής αναπτύξεως”, ως ισχύει προστίθεται παράγραφος 5, έχουσα ως κάτωθι:
“5. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου υπό τας εν αυτή τιθεμένας προϋποθέσεις και περιορισμούς, εφαρμόζονται αναλόγως και διά τας εγκατεστημένας επιχειρήσεις εν τη περιοχή Β` εφ` όσον αύται ενεργούν νέας παραγωγικάς επενδύσεις ή συμμετέχουν εις την ίδρυσιν βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχειρήσεως ή την επέκτασιν υφισταμένης τοιαύτης εις την Γ` περιοχήν”.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται επί επενδύσεων πραγματοποιουμένων από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρον 15
Φορολογία μερισμάτων.
1. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 “περί μέτρων προς ενίσχυσιν της κεφαλαιαγοράς”, ως ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“1. Διά τα μερίσματα εκ μετοχών, κοινών ή προνομιούχων, ισχύει το ακόλουθον φορολογικόν καθεστώς, ανεξαρτήτως εάν ο μέτοχος τυγχάνη ημεδαπόν ή αλλοδαπόν φυσικόν και ή νομικόν πρόσωπον:
α) Επί των μερισμάτων των προερχομένων εκ μετοχών εισηγμένων εις το χρηματιστήριον τέσσαρας (4) τουλάχιστον μήνας προ της λήξεως της χρήσεως εις την οποίαν αναφέρεται το μέρισμα, παρακρατείται φόρος επι συντελεστή τριάκοντα οκτώ επί τοις εκατόν (38%) εάν τα μερίσματα προέρχωνται εκ μετοχών, αι οποίαι κατέστησαν ονομαστικαί προ της λήξεως της χρήσεως εις την οποίαν αναφέρεται το μέρισμα και παραμένουν ονομαστικαί κατά την διάρκειαν ισχύος του παρόντος άρθρου και τεσσαράκοντα εν επί τοις εκατόν (41%) εάν προέρχωνται εξ ανωνύμων μετοχών, άνευ ουδεμιάς ετέρας επιβαρύνσεως. Ο υπολογισμός του παρακρατουμένου, κατά τα ως άνω, φόρου ενεργείται μετ` έκπτωσιν αφορολογήτου ποσού εκ δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών ετησίως κατά μέτοχον διά τα εκ της αυτής ανωνύμου εταιρείας εισπραττόμενα μερίσματα. Το αφορολόγητον ποσόν κατά μέτοχον δεν υπερβαίνει εν συνόλω τας εξήκοντα χιλιάδας (60.000) δραχμάς, οσάκις τα μερίσματα προέρχωνται εκ πλειόνων ανωνύμων εταιρειών. Η έκπτωσις του αφορολογήτου ποσού ενεργείτα, εφ` όσον ο εισπράττων το μέρισμα δι`υπευθύνου δηλώσεώς του προς την εταιρείαν δηλώση ότι ούτος δεν έχει απαλλαγή της προεισπράξεως του φόρου, βάσει της παρούσης διατάξεως, κατά την είσπραξιν μερισμάτων εξ άλλων ανωνύμων εταιρείων αναφερομένων εις την αυτήν χρήσιν, διά ποσόν, περιλαμβανομένου και του αιτουμένου αφορολογήτου, υπερβαίνον τας εξήκοντα χιλιάδας (60.000) δραχμάς.
β) Επί των μερισμάτων των προερχομένων εκ μετοχών μη εισηγημένων εις το Χρηματιστήριον, παρακρατείται φόρος, άνευ εκπτώσεως αφορολογήτου τινός ποσού, επί συντελεστού τεσσαράκοντα τρία επί τοις εκατόν (43%) εάν τα μερίσματα προέρχωνται εκ μετοχών, αι οποίαι κατέστησαν ονομαστικαί προ της λήξεως της χρήσεως εις την οποίαν αναφέρεται το μέρισμα και παραμένουν ονομαστικαί κατά την διάρκειαν ισχύος του παρόντος άρθρου και τεσσαράκοντα επτά επί τοις εκατόν (47%) εάν προέρχωνται εξ ανωνύμων μετοχών, άνευ ουδεμιάς ετέρας επιβαρύνσεως.
2. Ο μέτοχος ο έχων μετοχάς εισηγμένας εις το Χρηματιστήριον ή ο έχων ονομαστικάς μη εισηγμένας εις το Χρηματιστήριον, κατά τα οριζόμενα υπό της προηογουμένης παραγράφου, δικαιούται να ζητήση την υπαγωγήν του εις φόρον εισοδήματος βάσει των γενικώς εν ισχύι διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος και δια το συνολικόν εισόδημα εκ μερισμάτων εκ των ως άνω μετοχών, συμπεριλαμβανομένων, τούτο εν τη υποβαλλομένη δηλώσει φορολογίας εισοδήματος, άλλως θεωρείται εξαντληθείσα η φορολογική του υποχρέωσις διά του παρακρατηθέντος φόρου. Ο μέτοχος, ο έχων ανωνύμους μετοχάς μη εισηγμένας εις το Χρηματιστήριον δεν δικαιούται να συναθροίση εις την φορολογικήν του δήλωσιν το εισόδημα εκ μερισμάτων μετά των λοιπών εις φορολογίαν υποκειμένων εισοδημάτων, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρεώσεως του μετόχου διά το εισόδημα εκ μερισμάτων διά της παρακρατήσεως του επί τούτων φόρου μερισμάτων”.
2. Εις το άρθρον 10 του Α.Ν. 148/1967 προστίθεται παρ. 3, έχουσα ως ακολούθως:
“3. Εν περιπτώσει μετατροπής των ονομαστικών μετοχών των μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον εις ανωνύμους, επιβάλλεται δια πράξεως του αρμοδίου Οικον. Εφόρου πρόστιμον εις βάρος της ανωνύμου εταιρίας ίσον προς το ήμισυ του παρακρατηθέντος φόρου εκ μερισμάτων κατά τα δύο (2) προηγούμενα έτη, όπερ δεν δύναται να είναι κατώτερον των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών. Εν περιπτώσει μη διανομής κερδών κατά τα δύο (2) προηγούμενα έτη επιβάλλεται πρόστιμον από εκατόν χιλιάδων (100.000) έως ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών. Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου δεν εφαρμόζονται εν περιπτώσει μετατροπής των ονομαστικών μετοχών εις ανωνύμους επί σκοπώ εισαγωγής των μετοχών της ανωνύμου εταιρείας εις το Χρηματιστήριον και εφ`όσον η εισαγωγή θέλει συντελεσθή εντός εξαμήνου από της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως των μετόχων περί μετατροπής των ονομαστικών μετοχών εις ανωνύμους. Κατά της εκδιδομένης πράξεως ή ανώνυμος εταιρεία δύναται να προτείνη την διοικητικήν επίλυσιν της διαφοράς βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3843/1958. Αντικείμενον της διοκητικής επιλύσεως της διαφοράς δεν δύναται να αποτελέση το ποσοστόν του επιβαλλομένου προστίμου”.
3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί των μερισμάτων των κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1977 και εφεξής, ως και επί των καταβληθέντων προμερισμάτων των προερχομένων εκ κερδών ισολογισμών κλειομένων μετά την 30 Δεκεμβρίου 1976.
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, αριθμείται ως παράγραφος 4.
Άρθρον 16
Αναπροσαρμογή της αξίας ενίων παγίων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων.
1. Επιχειρήσεις τηρούσαι υποχρεωτικώς εκ του νόμου βιβλία δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων (κατά το διπλογραφικόν σύστημα) υποχρεούνται όπως προέλθουν εφΆπαξ εις την αναπροσαρμογήν της αξίας των ακινήτων (γηπέδων και κτιρίων), κατά την ημέραν της καταρτίσεως του πρώτου ισολογισμού του κλειομένου μετά την 30 Δεκεμβρίου 1976. Η αναπροσαρμογή συντελείται διά πολλαπλασιασμού της αξίας κτήσεως, συμπληρώσεως και βελτιώσεως των ακινήτων επί τους ακολούθους συντελεστάς:
α) Τα κτηθέντα μέχρι της 31 Δεκεμβίου 1961, επί συντλεστή τρία (3) προκειμένου περί κτιρίων και πέντε προκειμένου περί γηπέδων.
β) Τα κτηθέντα από 1 Ιανουαρίου 1962 μέχρι και της 31 Δεκεμβρίου 1965 επί συντελεστή δύο και εβδομήκοντα πέντε εκατοστά (2,75) προκειμένου περί κτιρίων και τέσσαρα και πεντήκοντα εκατοστά (4,50) προκειμένου περί γηπέδων.
γ) Τα κτηθέντα από 1 Ιανουαρίου 1966 έως 31 Δεκεμβρίου 1969 επί συντελεστή δύο και είκοσι πέντε εκατοστά (2,25) προκειμένου περί κτιρίων και τρία και πεντήκοντα εκατοστά (3,50) προκειμένου περί γηπέδων.
δ) Τα κτηθέντα από 1 Ιανουρίου 1970 έως 31 Δεκεμβρίου 1972 επί συντελεστή εν και ενενήκοντα εκατοστά (1,90) προκειμένου περί κτιρίων και δύο και ογδοήκοντα εκατοστά (2,80) προκειμένου περί γηπέδων.
ε) Τα κτηθέντα από 1 Ιανουαρίου 1973 έως 31 Δεκεμβρίου 1973 επί συντελεστή εν και τεσσαράκοντα πέντε εκατοστά (1,45) προκειμένου περί κτιρίων και εν και ενενήκοντα (1,90) προκειμένου περί γηπέδων.
στ) Τα κτηθέντα από 1 Ιανουρίου 1974, εώς 31 Δεκεμβρίου 1974 επι συντελεστή εν και δώδεκα εκατοστά (1,12) προκειμένου περί κτιρίων και εν και είκοσι τέσσαρα εκατοστά (1,24) προκειμένου περί γηπέδων. Τα κτηθέντα από 1ης Ιανουαρίου 1975 και εφεξής δεν υπόκεινται εις αναπροσαρμογήν.
2. Αι αποσβέσεις επί της αξίας εκάστου κτιρίου, αι ενεργηθείσαι μέχρις 31 Δεκεμβρίου 1974, αναπροσαρμόζονται εν τω συνόλω, επί τη βάσει των προβλεπομένων υπό της προηγουμένης παραγράφου συντελεστών, αναλόγως του χρόνου κτήσεως τούτου και δεν δύνανται περιλαμβανομένων και των μη αναπροσαρμοζομένων αποσβέσεων να υπερβούν την αναπροσαρμοζομένην αξίαν εκάστου κτιρίου βάσει των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου ή βάσει του Α.Ν. 148/1967 και των Ν.Δ. 1229/1972 και 1314/1972, εφ`όσον η αξία αύτη είναι μεγαλυτέρα της βάσει των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου προκυπτούσης αξίας. Προκειμένου περί επιχειρήσεων προελθουσών εκ μετατροπής ή συγχωνεύσεως βάσει των αναπτυξιακών νόμων των αναφερομένων εν παρ. 3 του άρθρου 17, αι οποίαι θα λάβουν ως βάσιν διά την αναπροσαρμογήν της αξίας των εισφερθέντων κτιρίων υπό των μετατραπεισών ή συγχωνευθεισών επιχειρήσεων, την προ της μετατροπής ή συγχωνεύσεως αξίαν κτήσεως των κτιρίων, αι αναπροσαρμοζόμεναι αποσβέσεις βάσει των προβλεπομένων υπό της προηγουμένης παραγράφου συντελεστών, περιλαμβανομένων και των μη αναπροσαρμοζομένων αποσβέσεων, δεν δύνανται να υπερβούν την αξίαν την αναπροσαρμοζομένην βάσει των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου ή την αξίαν την εμφανιζομένην εις τα βιβλία της εκ μετατροπής ή συγχωνεύσεως προερχομένης επιχειρήσεως, εφ`όσον η αξία αύτη είναι μεγαλυτέρα της βάσει των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου προκυπτούσης αξίας.
3. Διά της αναπροσαρμογής των αποσβέσεων κατά τα οριζόμενα υπό της προηγουμένης παραγράφου δεν τροποποιούνται τα προκύψαντα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1974 οικονομικά αποτελέσματα (ζημίαι ή κέρδη) των επιχειρήσεων.
Άρθρον 17
Αξία υποκειμένη εις αναπροσαρμογήν.
1. Ως αξία κτήσεως των ακινήτων των κτηθέντων μέχρι 10 Απριλίου 1953, διά την εφαρμογήν του προηγουμένου άρθρου, λαμβάνεται η προκύψασα μετά την αναπροσαρμογήν αυτών βάσει των διατάξεων του Β.Δ. 14 Νοεμβρίου 1956 “περί αναπροσαρμογής των ισολογισμών των ανωνύμων εταιρειών” και της υπ`αριθ. 46652/3 Δεκεμβρίου 1956 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 265/11 Δεκεμβρίου 1956 – τεύχος Β`).
2. Διά τα ακίνητα διά τα οποία δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία χρόνου και αξίας κτήσεως, λαμβάνεται ως βάσις διά την αναπροσαρμογήν, καθ`όσον αφορά μεν τον χρόνον κτήσεως η ημεομηνία καταρτίσεως της πρώτης επισήμου απογραφής, καθ`όσον δε αφορά την αξίαν κτήσεως, η οριστικώς αναγνωρισθείσα κατά τον αυτόν χρόνον.
3. Προκειμένου περί επιχειρήσεων προελθουσών εκ μετατροπής ή συγχωνεύσεως κατ` εφαρμογήν του Ν.Δ. 3765/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”, του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4002/1959 “περί λήψεως φορολογικών και άλλων τινών μέτρων προς ενίσχυσιν των παραγωγικών επενδύσεων”, του Άρθρου 3 του Ν.Δ. 4256/1962 “περί ιδρύσεως και επεκτάσεως βιομηχανιών και βιοτεχνών και άλλων τινών διατάξεων”, του άρθρου 6 του Α.Ν. 543/1968 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων διά την συγχώνευσιν ή “περί παροχής ειδικών απαλλαγών και εκπτώσεων εις ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις” και του Ν.Δ. 1297/1972 μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων, ως αξία κτήσεως των εισφερθέντων ακινήτων διά την αναπροσαρμογήν, λαμβάνεται η καταχωρηθείσα εις την πρώτην επίσημον απογραφήν της επιχειρήσεως. Αι επιχειρήσεις αύται δύναται να λάβουν ως βάσιν διά την αναπροσαρμογήν της αξίας των εισφερθέντων υπό των μετατραπεισών ή συγχωνευθεισών επιχειρήσεων, κατά τα οριζόμενα υπό του προηγουμένου άρθρου, την αξίαν κτήσεως την προκύπτουσαν εκ των βιβλίων των τηρουμένων κατά το διπλογραφικόν σύστημα του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων των μετατρεπομένων ή συγχωνευομένων επιχειρήσεων. Εν περιπτώσει μη υπάρξεως δι`οιονδήποτε λόγον των ως άνω βιβλίων του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, λαμβάνετια ως βάσις η εμφανιζομένη αξία εις τα βιβλία τα τηρούμενα κατά το διπλογραφικόν σύστημα της νέας επιχειρήσεως.
4. Ανώνυμοι εταιρείαι αναπροσαρμόσασαι την αξίαν κτήσεως των ακινήτων, βάσει των διατάξεων του Α.Ν. 148/1967, και των Ν.Δ. 1229/1972 και 1314/1972, εφ`όσον η κατ` εφαρμογήν τούτων προκύψασα υπεραξία ακινήτων είναι μεγαλυτέρα από την προκύπτουσαν διά τα αυτά ακίνητα βάσει του άρθρου 16, δύνανται διά την εφαρμογήν των άρθρων 19, 20 και 29 να επιλέξουν εφάπαξ οιανδήποτε εκ των υπεραξιών τούτων.
Άρθρον 18
Απαλλαγαί και εξαιρέσεις εκ της αναπροσαρμογής.
1. Δεν υποχρεούνται εις αναπροσαρμογήν:
α. Αι δημόσιαι, δημοτικαί και κοινοτικαί επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρος.
β. Η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
γ. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί και ενώσεις αυτών παντός βαθμού, ως και αι κοινοπραξίαι του Ν. 479/1943 “περί αναδιοργανώσεως της Πανελληνίου Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών και τροποποιήσεως διατάξεων τινών της “περί Γεωργικών Συνεταιρισμών Οργανώσεως νομοθεσίας” και του Ν.Δ. 3874/1958 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων των “περί Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος κλπ” κειμένων διατάξεων, ως και αι πάσης φύσεως εταιρείαι εις ας μετέχουν μόνον γεωργικαί συνεταιριστικαί οργανώσεις ή εταιρείαι αυτών ή και η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, αι άτυποι κοινοπραξίαι μεταξύ Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος και γεωργικών συνεταιρισμών, ως και εταιρείαι ανήκουσαι εις τας συνεταιριστικάς οργανώσεις ή την Αγροτικήν Τράπεζαν της Ελλάδος κατά ποσοστόν τουλάχιστον εξήκοντα επί τοις εκατόν (60%)”.
δ. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί διά τα ακίνητα τα προοριζόμενα προς διανομήν εις τα μέλη των.
2. Εξαιρούνται εκ της αναπροσαρμογής:
α. Τα κτίρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
β. Τα ανήκοντα εις την Ελληνικήν Τράπεζαν Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ε.Τ.Β.Α) ακίνητα των βιομηχανικών περιοχών των προβλεπομένων υπό του Ν. 4458/65 “περί βιομηχανικών περιοχών”, ως ισχύει.
γ. Τα κτίρια των μεταλλευτικών και λατομικών επιχειρήσεων επί αλλοτρίου εδάφους, κυριότητος των εν λόγω επιχειρήσεων ως και οι ιδιόκτητοι χώροι, των οποίων η επιφάνεια μέχρι του χρόνου της αναπροσαρμογής να έχη ουσιωδώς αλλοιωθή λόγω της εξορύξεως του μεταλλεύματος.
δ. Τα κτίρια των επιχειρήσεων επί του κατά χρήσιν παραχωρηθέντος αιγιαλού.
ε. Τα ακίνητα των γεωργοκτηνοτροφικών επιχειρήσεων οιασδήποτε νομικής μορφής, αίτινες τελούν εν αδρανεία από της συστάσεώς των.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 1041/1980 (Α 75),
Άρθρον 19
Εμφάνισις υπεραξίας.
1. Εκ της προκυψάσης υπεραξίας, κατ` εφαρμογήν των άρθρων 16 ή 17, εκπίπτεται το χρεωστικόν υπόλοιπον του λογαριασμού “Κέρδη και Ζημίαι”.
2. Ανώνυμοι εταιρείαι προβαίνουσαι εις αναπροσαρμογήν της αξίας των ακινήτων, κατ` εφαρμογήν του άρθρου 16 ή 17, εκπίπτουν εκ της προκυψάσης υπεραξίας την κεφαλαιοποιηθείσαν υπεραξίαν των αυτών ακινήτων βάσει του Α.Ν. 148/1967 και των Ν.Δ. 1229/1972 και 1314/1972.
3. Το απομένον, μετά τας προβλεπομένας υπό των προηγουμένων παραγράφων εκπτώσεις, ποσόν υπεραξίας, κεφαλαιοποιείται:
α) Προκειμένου περί ατομικών επιχειρήσεων, προσωπικών εταιρειών και συνεταιρισμών δι`αυξήσεως του κεφαλαίου κατά την χρόνον της αναπροσαρμογής.
β) Προκειμένου περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης δι`αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου, δι`εκδόσεως νέων εταιρικών μεριδίων, τα οποία διανέμονται δωρεάν εις τους παλαιούς εταίρους, κατ` αναλογίαν των μεριδίων των.
γ) Προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών δι` αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, της αυξήσεως συντελουμένης:
αα) Εάν μεν είναι εισηγμέναι εις το χρηματιστήριον δι`εκδόσεως νεων μετοχών, εάν αι εν κυκλοφορία μετοχαί της ανωνύμου εταιρείας κατά τον χρόνον της αναπροσαρμογής είναι μέχρι και πεντακοσίας χιλιάδας (500.000). Εάν αι εν κυκλοφορίαι μετοχαί της ανωνύμου Εταιρείας κατά τον χρόνον της αναπροσαρμογής κυμαίνωνται από πεντακοσίας χιλιάδας μία εως ένα εκατομμύριον πεντακοσίας χιλιάδας (500.001 – 1.500.000) δι`εκδόσεως νέων μετοχών διά το ήμισυ της υπεραξίας και δι`αυξήσεως της ονομαστικής αξίας των υφισταμένων μετοχών διά το έτερον ήμισυ. Εάν αι εν κυκλοφορία μετοχαί της ανωνύμου εταιρείας κατά τον χρόνον της αναπροσαρμογής είναι περισσότεραι από ένα εκατομμύριο πεντακοσίας χιλιάδας (1.500.000) δι`αυξήσεως της ονομαστικής αξίας των υφισταμένων μετοχών διά το εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν (75%) της υπεραξίας και δι`εκδόσεως νέων μετοχών διά το είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%) της υπεραξίας.
ββ) Εάν είναι εισηγμέναι εις το χρηματιστήριον είτε δι`αυξήσεως της ονομαστικής αξίας των υπαρχουσών μετοχών είτε δι` εκδόσεως νέων μετοχών είτε δι`αμφοτέρων των δύο τούτων τρόπων, των εκδιδομένων νέων μετοχών διδομένων δωρεάν εις τους παλαιούς μετόχους κατ` αναλογίαν των κατεχομένων μετοχών των. Η αύξησις του εταιρικού κεφαλαίου των προσωπικών εταιρειών των συνεταιρισμών και των εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης ως και του μετοχικού κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών ενεργείται, επιφυλλασσομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κατά τα οριζόμενα υπό των εν ισχύι διατάξεων εντός προθεσμίας οκτώ (8) μηνών από της διενεργείας της αναπροσαρμογής.
Άρθρον 20
Φορολογία υπεραξίας.
1. Διά τον υπολογισμόν της υπεραξίας της υποκειμένης εις φορολογίαν βάσει του παρόντος άρθρου εκπίπτεται εκ της προκυψάσης κατ` εφαρμογήν της παρ. 1 του άρθρου 16 αξίας εκάστου ακινήτου η προ της αναπροσαρμογής αξία κτήσεως τούτου, ή προκειμένου περί κτιρίων η αξία των αναπροσαρμοσθεισών, κατ` εφαρμογήν της παρ. 2 του άρθρου 16, αποσβέσεων εκάστου κτιρίου οσάκις αύται είναι μεγαλύτεραι της αξίας κτήσεως τούτου. Εάν η υπεραξία η προκύψασα κατ` εφαρμογήν του Α.Ν. 148/1967 και των Ν.Δ. 1229/1972 και 1314/1972 είναι μεγαλυτέρα της προκυπτούσης κατά τα ως άνω υπεραξίας, η επιχείρησις δύναται να δηλώση προς φορολογίαν το μεγαλύτερον ποσόν της υπεραξίας. Εκ της ως άνω υπεραξίας των γηπέδων και κτιρίων δύναται να εκπεσθή αναλογικώς η ζημία η δυναμένη κατά τον χρόνον της αναπροσαρμογής να συμψηφισθή με έτερα εισοδήματα ή να μεταφερθή προς συμψηφισμόν βάσει των ισχυουσών διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος. Η εκπιπτομένη εκ της υπεραξίας ζημία δεν συμψηφίζεται με έτερα εισοδήμτα ουδέ μεταφέρεται προς συμψηφισμόν εις τα επόμενα έτη.
2. Το υπόλοιπον ποσόν της υπεραξίας φορολογείται των μεν γηπέδων επί συντελεστή δέκα επί τοις εκατόν (10%) των δε κτιρίων επί συντελεστή είκοσιν επί τοις εκατόν (20%).
3. Εκ του ως άνω οφειλομένου φόρου εκπίπτονται: α) Ο βεβαιωθείς φόρος επί της υπεραξίας των γηπέδων και κτιρίων κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του Α.Ν. 148/1967, Ν.Δ. 1229/1972 και Ν.Δ. 1314/1972, ο αναλογών εις την φορολογουμένην βάσει του παρόντος άρθρου, υπεραξίαν. β) Τα πεντήκοντα εξ επί τοις εκατόν (56%) της βεβαιωθείσης εκτάκτου εφΆπαξ εισφοράς της αναλογούσης επί της φορολογουμένης βάσει του παρόντος υπεραξίας των γηπέδων και κτιρίων κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του Ν. 257/1976 και το εξήκοντα δύο επί τοις εκατόν (62%) προκειμένου περί βιομηχανικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον.
Άρθρον 21
Παρακράτησις οφειλομένου φόρου.
1. Ο οφειλόμενος, βάσει του προηγουμένου άρθρου, φόρος παρακρατείται, προκειμένου μεν περί προσωπικών εταιρειών, εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών εκ των αναλογούντων κερδών εις έκαστον εταίρον ή μέλος, κατά περίπτωσιν, εις ισοπόσους δόσεις, εντός πέντε (5) ετών, προκειμένου δε περί ανωνύμου εταιρείας εκ των καταβαλλομένων καθ`έκαστον έτος μερισμάτων, εις ισοπόσους δόσεις, εντός δέκα (10) ετών. Εάν η ανώνυμος εταιρεία έχη κεφαλαιοποιήση βάσει του Α.Ν. 148/1967, του Ν.Δ. 1229/1972 και του Ν.Δ. 1314/1972 την προκύψασα υπεραξίαν και δεν συντρέχη περίπτωσις κεφαλαιοποιήσεως βάσει του άρθρου 19, υποχρεούται εις παρακράτησιν και απόδοσιν του οφειλομένου φόρου βάσει του άρθρου 20, κατά τα οριζόμενα υπό του παρόντος άρθρου και του άρθρου 25.
2. Εάν κατά τινά διαχειριστικήν περίοδον δεν διανεμηθούν μερίσματα ή κέρδη, ο φόρος παρακρατείται σωρευτικώς εκ των καταβαλλομένων μερισμάτων ή κατά περίπτωσιν κερδών της επομένης διαχειριστικής περιόδου. Εάν κατά το τέλος της πενταετίας, προκειμένου περί προσωπικών εταιρειών, εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών ή της δεκαετίας, προκειμένου περί ανωνύμου εταιρείας, δεν έχη παρακρατηθή το σύνολον του οφειλομένου φόρου, το απομένον ποσόν καταβάλλεται εις την εταιρείαν ή συνεταιρισμόν εντός προθεσμίας εξ (6) μηνών υπό των εταίρων, μελών ή μετόχων, κατά περίπτωσιν, άλλως μετά την πάροδον της προθεσμίας ταύτης δέον να μειωθή, τηρουμένων των ισχυουσών διατάξεων, το εταιρικόν κεφάλαιον ή μετοχικόν κεφάλαιον, κατά περίπτωσιν, εντός προθεσμίας εξ (6) μηνών.
Άρθρον 22
Υπόχρεοι εις επίδοσιν δηλώσεως.
1. Πάσα επιχείρησις έχουσα φορολογητέαν υπεραξίαν κατ`εφαρμογήν των άρθρων 16 και 20 μεγαλυτέραν των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών υποχρεούται εις υποβολήν δηλώσεως. Ειδικώς διά τας επιχειρήσεις τας εγκαταστημένας εις την περιοχήν Ε` του Ν. 289/1976 “περί παροχής κινήτρων διά την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, το προβλεπόμενον υπό του προηγουμένου εδαφίου ποσόν, αυξάνεται εις είκοσι πέντε χιλιάδας (25.000) δραχμάς.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον δήλωσις υποβάλλεται:
α) Προκειμένου περί νομικού προσώπου υπό του νομίμου εκπροσώπου τούτου.
β) Επί νομικών προσώπων τελούντων εν εκκαθαρίσει υπό του εκκαθαριστού.
γ) Εν περιπτώσει μετατροπής ή συγχωνεύσεως επιχειρήσεως υπό του νομίμως εκπροσωπούντος την εκ μετατροπής ή συγχωνεύσεως προελθούσαν νέαν εταιρείαν.
δ) Υπό του φυσικού προσώπου ή του νομίμου αυτού αντιπροσώπου, εν περιπτώσει δε θανάτου του υποχρέου υπό των κληρονόμων.
Άρθρον 23
Αρμόδιος Οικονομικός Εφορος
Αρμόδιος Οικονομικός ύΕφορος διά την παραλαβήν των δηλώσεων και την βεβαίωσιν του κατά τας διατάξεις του άρθρου 20 οφειλομένου φόρου είναι ο της έδρας της επιχειρήσεως.
Άρθρον 24
Προθεσμία και περιεχόμενον της δηλώσεως.
1. Η δήλωσις υποβάλλεται εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Εφορον εντός προθεσμίας εξ (6) μηνών από της λήξεως της διαχειριστικής περιόδου καθ` ην λαμβάνει χώραν η αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων.
2. Δι`αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως καθορισθήσονται ο τύπος και το περιεχόμενον της δηλώσεως.
Άρθρον 25
Καταβολή οφειλομένου φόρου.
1. Ο κατά τας διατάξεις του άρθρου 20 οφειλόμενος φόρος, καταβάλλεται υπο των επιχειρήσεων εις είκοσι (20) τριμηνιαίας δόσεις εκ των οποίων αι δύο πρώται άμα τη υποβολή της εμπροθέσμου δηλώσεως και παρακρατείται κατά τα εν άρθρω 21 οριζόμενα.
2. Ο επιβαλλόμενος υπό του άρθρου 20 φόρος δεν αποτελεί δαπάνην της επιχειρήσεως και δεν εκπίπτεται εκ των κερδών αυτής ουδέ λαμβάνεται υπ`όψιν διά τον προσδιορισμόν του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων. Ωσαύτως ο φόρος ούτος δεν συμψηφίζεται προς τον οφειλόμενον φόρον εκ των λοιπών εισοδημάτων.
3. Η βεβαιωθείσα και μη καταβληθείσα εν όλω ή εν μέρει μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος έκτακτος εφΆπαξ εισφορά του Ν. 267/1976, η αναλογούσα επί της υπεραξίας των ακινήτων καταβάλλεται εις είκοσι (20) τριμηνιαίας δόσεις, άνευ προσαυξήσεως εκπροθέσμου καταβολής, της πρώτης καταβαλλομένης την 31 Μαρτίου 1977.
Άρθρον 26
Παράτασις προθεσμίας καταβολής φόρου.
1. Δι`αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών εκδιδομένων μετά γνώμην των υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένων Επιτροπών, συντιθεμένων και λειτουργουσών κατά τα εν παραγράφω 3 του παρόντος άρθρου οριζόμενα, δύναται να παρατείνεται η προθεσμία καταβολής εκάστης δόσεως εκ του οφειλομένου φόρου βάσει του άρθρου 20 μέχρι ενός (1) έτους. Παράτασις της προθεσμίας δεν επιτρέπεται διά περισσοτέρας των δύο (2) δόσεων του αυτού έτους και των οκτώ (8) δόσεων, εν συνόλω, δι`όλα τα έτη. Επί του ποσού εκάστης δόσεως, διά την οποίαν παρατείνεται η προθεσμία καταβολής, υπολογίζεται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου τόκος διά το χρονικόν διάστημα της παρατάσεως με επιτόκιον εν επί τοις εκατόν (1%) ,μηνιαίως.
2. Η προβλεπομένη υπό της προηγουμένης παραγράφου παράτασις, παρέχεται εφ`όσον ο οφειλόμενος προς απόδοσιν υπό των επιχειρήσεων φόρος καθ` έκαστον έτος είναι μεγαλύτερος του πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) των δηλουμένων φορολογητέων και αφορολογήτων, διανεμομένων και μη διανεμομένων, κερδών της προηγουμένης διαχειριστικής περιόδου.
3. Δι`αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως καθορίζεται η σύνθεσις των Επιτροπών, ο τρόπος λειτουργίας τούτων, ο χρόνος υποβολής της σχετικής αιτήσεως, τα απαιτούμενα δικαιοιλογητικά ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
4. Εις τον Πρόεδρον, τα μέλη και τον Γραμματέα των Επιτροπών καταβάλλεται αποζημίωσις καθοριζομένη δι`αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των ισχυουσών διατάξεων καθ`όσον αφορά τον περιορισμόν εκ της καταβαλλομένης αποζημιώσεως λόγω συμμετοχής εις πλείονας των δύο Επιτροπών ή Συμβουλίων.
Άρθρον 27
Διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως.
Αι διατάξεις των άρθρων 50 έως 59, 65, 67 και 68 του Ν.Δ. 3323/1955, του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3843/1958 και του ν. 4125/1960 “περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων και καθορισμού των τελών διαδικασίας”, ως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί του επιβαλλομένου διά του άρθρου 20 φόρου.
Άρθρον 28
Εξάντλησις φορολογικής υποχρεώσεως.
1. Διά της καταβολής του κατά το άρθρον 20 οφειλομένου φόρου εξαντλείται πάσα φορολογική υποχρέωσις εκ του φόρου εισοδήματος της επιχειρήσεως, των εταίρων, των μετόχων και των μελών του συνεταιρισμού, διά την φορολογηθείσαν βάσει του άρθρου 20 υπεραξίαν, μη δικαιουμένων τούτων να συναθροίσουν εις την φορολογικήν των δήλωσιν την αναλογούσαν εις έκαστον υπεραξίαν. Ειδικώς διά την Ανώνυμον Εταιρείαν η εξάντλησις της φορολογικής υποχρεώσεως παρέχεται υπό την προϋπόθεσιν ότι η Εταιρεία δεν θα διαλυθή ή το μετοχικόν της κεφάλαιον δεν θα μειωθή επί σκοπώ διανομής εις τους μετόχους προ της παρόδου δέκα (10) ετών από της αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων.
2. Εν περιπτώσει διαλύσεως της ανωνύμου εταιρείας ή μειώσεως του μετοχικού κεφαλαίου της προ της παρόδου δέκα (10) ετών η κατά τα άρθρα 16 και 20 προκύψασα και φορολογηθείσα υπεραξία, δεν θεωρείται φορολογικώς ως καταβληθέν μετοχικόν κεφάλαιον και φορολογείται κατά τας ισχυούσας εκάστοτε διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, εκπιπτομένου του κατά το άρθρον 20 καταβληθέντος φόρου. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζεται εν περιπτώσει διαλύσεως της εταιρείας επί σκοπώ συγχωνεύσεως μετΆλλης επιχειρήσεως και ιδρύσεως νέας ανωνύμου εταιρείας. Εφαρμόζεται όμως εν περιπτώσει διαλύσεως και της εκ της συγχωνεύσεως προελθούσης ανωνύμου εταιρείας προ της παρόδου δέκα (10) ετών από της αναπροσαρμογής της αξίας των παγίων περιουσιακών στοιχειών της συγχωνευθείσης εταιρείας.
3. Διά το υπόλοιπον ποσόν της υπεραξίας του Α.Ν. 148/1967 και των Ν.Δ. 1229/1972 και 1314/1972 το μη φορολογηθέν βάσει του άρθρου 20, εξακολουθούν ισχύουσαι αι διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 148/1967, ως ισχύει.
Άρθρον 29
Εκπτωσις αποσβέσεων επί υπεραξίας κτιρίων.
1. Αι ενεργούμεναι αποσβέσεις (τακτικαί και πρόσθετοι) και επί της υπεραξίας της προκυπτούσης εκ της αναπροσαρμογής της αξίας των κτιρίων, βάσει των διατάξεων των άρθρων 16 και 17, εκπίπτονται εκ των ακαθαρίστων εσόδων βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του Ν.Δ 3323/1955 και του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3843/1958. Η έκπτωσις των αποσβέσεων επί της άνω υπεραξίας άρχεται από του πρώτου ισολογισμού του κλειομένου μετά την αναπροσαρμογήν της αξίας των ακινήτων.
2. Προκειμένου υπολογισμού της αναποσβέστου αξίας των κτιρίων, εκπίπτονται εκ της αξίας της προκυπτούσης κατ` εφαρμογήν της παραγράφου 1 του άρθρου 16 και άρθρου 17, αι προκύπτουσαι μετά την αναπροσαρμογήν αποσβέσεις κατ`εφαρμογήν της παραγράφου 2 του άρθρου 16 εως και αι μη αναπροσαρμοζόμεναι αποσβέσεις.
3. Η υπεραξία η προκύπτουσα εκ της αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων, βάσει των διατάξεων των άρθρων 16 και 17, δεν εκπίπτεται εκ των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων προ σχηματισμόν αφορολογήτων κρατήσεων επενδύσεων και κεφαλαίου κινήσεως, βάσει οιουδήποτε αναπτυξιακού νόμου.
Άρθρον 30
Κατάργησις φορολογικής απαλλαγής.
1. Αι διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 148/1967, ως ισχύει, αι προβλέπουσαι φορολογικάς απαλλαγάς και διευκολύνσεις εν περιπτώσει κεφαλαιοποιήσεως αποθεματικών υπό ανωνύμων εταιρειών δεν ισχύουν διά τα κεφαλαιοποιούμενα υπό τούτων αποθεματικά από 10 Δεκεμβρίου 1976 και εφεξής.
2. Αι διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 148/1967 εξακολουθούν ισχύουσαι διά τα κεφαλαιοποιηθέντα βάσει τούτων αποθεματικά μέχρι και της 9 Δεκεμβρίου 1976, παραφυλλαττομένων των διατάξεων του άρθρου 20.
Άρθρον 31
Φορολογικαί απαλλαγαί επί εκδιδομένων ομολογιακών δανείων.
1. Η υπό του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3746./1957 “περί ασφαλιστικών ρητρών, φορολογικών απαλλαγών και άλλων τινών διευκολύνσεων εις ομολογιακά δάνεια ή προνομιούχους μετοχάς εκδιδομένας διά παραγωγικούς σκοπούς”, οριζομένη προθεσμία, ως αύτη παρετάθη μεταγενεστέρως, παρατείνεται από της λήξεώς της μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 1981.
2. Αι προβλεπόμεναι υπό των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3746/1957 φορολογικαί απαλλαγαί διά τα εκδιδόμενα από 1 Ιανουρίου 1977 και εφεξής ομολογιακά δάνεια εις δημοσίαν εγγραφήν, παρέχονται εφ`όσον το καλυπτόμενον κατά την έκδοσιν του δανείου ποσόν υπό Τραπεζών δεν υπερβαίνει το πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) τούτου. Δι`αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά διά την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου. “Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί εκδόσεως ομολογιακών δανείων διύ ομολόγων υπό των Τραπεζών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 9 του Ν.876/1979 (ΦΕΚ Α 48)
Άρθρον 32
Παροχή δανείων προς εξόφλησιν εισφοράς επί κερδών.
1. Εις το άρθρον 19 του Ν. 257/1976 “περί επιβολής εκτάκτου εφ` άπαξ εισφοράς επί των τυχόντων δανείων και πιστώσεων, βάσει του ποσού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων και περί τροποποιήσεως φορολογικών τινών διατάξεων” προστίθεται παράγραφος 3, έχουσα ούτω:
“3. Εις επιχειρήσεις, εις ας η έκτακτος εφΆπαξ εισφορά επί των κερδών υπελογίσθη και επί της υπεραξίας των παγίων περιουσιακών στοιχείων, της προκυψάσης κατ` εφαρμογήν του Α.Ν. 148/1967 και Ν.Δ. 1297/1972, χορηγείται τραπεζικόν δάνειον προς εξόφλησιν της οφειλομένης εισφοράς βάσει των κερδών, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 10. Δι`αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής καθορισθήσονται αι Τράπεζαι, αίτινες θα χορηγήσουν τα δάνεια ταύτα, οι όροι χορηγήσεως των δανείων, αι παρεχόμεναι υπό των επιχειρήσεων ασφάλειαι προς λήψιν τούτων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την χορήγησιν των δανείων. Αι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 εφαρμόζονται αναλόγως και επί των χορηγουμένων δανείων κατ`εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου”.
2. Διά την χορήγησιν των δανείων, βάσει των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, ο υπόχρεως υποχρεούται να υποβάλη εις την Νομισματικήν Επιτροπήν, εντός τριάκοντα (30) ημερών από της ισχύος του παρόντος Νόμου, σχετικήν αίτησιν. Αι υπό της Νομισματικής Επιτροπής καθοριζόμενοι Τράπεζαι προς χορήγησιν των δανείων υποχρεούνται όπως εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής δι`επιταγής εκδιδομένης επ`ονόματι του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου, καταβάλλουν το εγκριθέν δάνειον προς εξόφλησιν της οφειλομένης εισφοράς. Μέχρι της ημερομηνίας ταύτης ταμιακαί προσαυξήσεις δεν καταλογίζονται, τυχόν καταλογισθείσαι δεν καταβάλλονται, αι δε καταβληθείσαι επιστρέφονται.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται από της ενάρξεως ισχύος του Ν. 257/1976
Άρθρον 33
Τίτλοι βεβαιώσεως εκτάκτου εισφοράς Ν. 257/1976.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του Ν. 257/1976 αντικαθίσταται αφ` ης ίσχυσεν ως ακολούθως:
“1. Η επιβαλλομένη διά των άρθρων 15-17 εισφορά βεβαιούται οίκοθεν υπό του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου της περιφερείας ένθα ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως επί τη βάσει:
α) Των υποβαλλομένων υπό των επιχειρήσεων δηλώσεων και των οριστικών πράξεων προσδιορισμού αποτελεσμάτων του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ως και των συνυποβαλλομένων ισολογισμών εκ των οποίων προκύπτει το υπαγόμενον, βάσει του παρόντος εις εισφοράν εισόδημα.
β) Των τίτλων βεβαιώσεως των αναφερομένων εν παραγράφω 1 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955 και εν άρθρω 16 του Ν.Δ 3843/1958 ως και των υποβληθέντων ισολογισμών, προκειμένου περί ατομικών επιχειρήσεων και των αναφερομένων εν τη περιπτώσει Β` του άρθρου 16 νομικών προσώπων εκ των οποίων προκύπτει το υπαγόμενον, βάσει του παρόντος εις εισφοράν εισόδημα. Προκειμένου περί κοινοπραξιών συναθροίζονται τα εισοδήματα, όλων των μελών της κοινοπραξίας, τα υποκείμενα εις εισφοράν επί τη βάσει των ως άνω τίτλων βεβαιώσεως”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Άρθρον 34
Αντικείμενον του φόρου.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του Ν. 11/1975 “περί φορολογίας ακινήτου περιουσίας και τροποποιήσεως άλλων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “3. Διά τον υπολογισμόν του διά του παρόντος νόμου επιβαλλομένου φόρου, η προικώα και εξώπροικος ακίνητος περιουσία της γυναικός συνεστώτος του γάμου, προστίθεται εις την περιουσίαν του ανδρός. Κατ`εξαίρεσιν η ακίνητος περιουσία της γυναικός δεν υπολογίζεται εις την του ανδρός, υποχρεουμένης εις επίδοσιν ιδίας δηλώσεως εν περιπτώσει μη συμβιώσεως λόγω υφισταμένης μεταξύ τούτων διαστάσεως, της περί τούτου αποδείξεως βαρυνούσης τον φορολογούμενον, δυναμένης να γίνη διά παντός νομίμου μέσου”.
Άρθρον 35
Υποκείμενον του φόρου.
1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 11/1975, προστίθεται, εδάφιον, έχον ως ακολούθως: “Επί ακινήτων των οποίων συνεφωνήθη η μεταβίβασις και η παράδοσις αυτών διά συμβολαιγραφικού προσυμφώνου συνταγέντος μέχρι της 6ης Μαρτίου 1975, υπόχρεως εις φόρον είναι ο εν τω προσυμφώνω συμβληθείς ως αγοραστής, εφ`όσον η παράδοσις του ακινήτου εις τον εκ προσυμφώνου αγοραστήν συνετελέσθη, καθ`οιονδήποτε τρόπον, εντός του εν τω αρχικώ προσυμφώνω αναγραφομένου χρόνου παραδόσεως”.
2. Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 11/1975, προστίθεται η ακόλουθος φράσις: “Εξαιρέσει του επιμεριστικώς αναλογούντος φόρου επί της εξωπροίκου ακινήτου περιουσίας της συζύγου, όστις βαρύνει ταύτην, κατά τα ειδικώτερον δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών οριζόμενα”.
Άρθρον 36
Εξαιρέσεις εκ του φόρου.
Εις την περίπτωσιν ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 11/1975 προστίθεται νέον εδάφιον έχον ως ακολούθως: “Επί υποσχέσεως μεταβιβάσεως διαμερίσματος υπό εργολάβου διά συμβολαιογραφικού προσυμφώνου εις τρίτον, τούτο θεωρείται, διά την εφαρμογήν του παρόντος, κατ` αμάχητον τεκμήριον, ως μεταβιβασθέν εις τον αγοραστήν, μετά του αναλογούντος εις αυτό ποσοστού οικοπέδου, από της παραδόσεώς του εις τον αγοραστήν, αποδεικνυομένης διά συμβολαιογραφικού εγγράφου καταρτιζομένου εντός διμήνου από της παραδόσεως”.
Άρθρον 37
Απαλλαγαί
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αι δημόσιαι, δημοτικαί και κοινοτικαί επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις και η Εταιρεία Διαχειρίσεως των ειδών Μονοπωλίου του Ελληνικού Δημοσίου”.
2. Η παράγραφος 12 του άρθρου 5 του Ν. 11/1975, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“12. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί διά τα ανήκοντα εις τούτους ακίνητα, τα προοριζόμενα προς διανομήν εις τα μέλη των ή την εξυπηρέτησιν των καταστατικών αυτών σκοπών, επί πεντετίαν εφ`όσον διανείμουν ταύτα εντός της πενταετίας”.
3. Εις το τέλος του άρθρου 5 του Ν. 11/1975 “περί φορολογίας ακινήτου περιουσίας κλπ” ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διά του άρθρου 11 του Ν. 231/1975 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών τινων διατάξεων”, προστίθεται παράγραφος 16, έχουσα ως ακολούθως:
“16. Η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος”.
Άρθρον 38
Προσδιορισμός αξίας.
1. Το άρθρον 6 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 6.
Προσδιορισμός αξίας ακινήτου περιουσίας.
1. Διά τον υπολογισμόν του οφειλομένου φόρου λαμβάνεται υπ`όψιν η κατά την 1ην Ιανουρίου του έτους της φορολογίας αξία των υποκειμένων εις φόρον ακινήτων και των εμπραγμάτων επ`αυτών δικαιωμάτων.
2. Ως αξία του ακινήτου θεωρείται το ευχερώς δυνάμενον να επιτευχθή τίμημα, εν περιπτώσει προσφοράς τούτου υπο του ιδιοκτήτου προς πώλησιν. Διά τον προσδιορισμόν της αξίας ταύτης λαμβάνονται υπ`όψιν και συνεκτιμώνται, ιδία τα στοιχεία εκτιμήσεως των αυτών ή ετέρων πλησιοχώρων ομοειδών ακινήτων, τα προκύπτοντα εκ μεταβιβάσεων επ`ανταλλάγματι ή κτήσεων αιτία θανάτου, δωρεάς ή προικός ή εξ απαλλοτριώσεων, η μεταβίβασις του όλου ή μέρους αυτών, ή κατά τας διατάξεις περί σχεδίου πόλεων αρτιότης αυτών, η κατοχή ή χρησιμοποιήσις παραμεθορίων περιοχών, ως και παν έτερον πρόσφορον στοιχείον ασκούν ουσιώδη επίδρασιν επί της διαμορφώσεως της αξίας των ακινήτων. Εν ελλείψει οιουδήποτε των ανωτέρω στοιχείων ή εφ`όσον τα υπάρχοντα κρίνονται απρόσφορα ή ανεπαρκή, ο προσδιορισμός της αξίας αυτών χωρεί διά παντός αποδεικτικού μέσου.
3. Η αξία των ακινήτων προσδιορίζεται υπό του Οικον. Εφόρου εις την περιφέρειαν του οποίου κείται το ακίνητον και ισχύει επί μιαν τριετίαν. Προκειμένου περί ακινήτων ιδιαίτερως μεγάλης αξίας, εκτίμησις της αξίας αυτών δύναται να ανατίθεται υπό του Οικον. Εφόρου εις τριμελείς επιτροπάς, συγκροτουμένας δι`αποφάσεως του:
α) Εξ ενός υπαλλήλου εκ των υπηρετούντων παρά τη οικεία Οικονομική Εφορία,
β) εξ ενός μηχανικού της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του οικείου Νομού και
γ) εξ ενός ιδιώτου μηχανικού. Προκειμένης εκτιμήσεως γεωργικών, κτηνοτροφικών και δασιών εκτάσεων ως τρίτον μέλος ορίζεται γεωπόνος. Η Επιτροπή υποχρεούται να υποβάλλη εις τον Οίκον. ύΕφορον το πόρισμά της εντός χρονικού διαστήματος ουχί μεγαλυτέρου των δέκα πέντε (15) ημερών. Ο Οικονομικός Εφορος δικαιούται να προσδιορίση αξίαν μείζονα ή ελάσσονα της καθορισθείσης υπό της επιτροπής, αναγράφων λεπτομερώς εις το τέλος της εκθέσεως εκτιμήσεως τα στοιχεία εφ` ων βασίζει την κρίσιν του ταύτην.
4. Επί διαχωρισμού της επικαρπίας από της κυριότητος, η αξία της επικαρπίας υπολογίζεται εις ποσοστόν της πλήρους κυριότητος, εφαρμοζομένων των διά των εκτίμησιν της επικαρπίας σχετικών διατάξεων του Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων. Η αξία της ψιλής κυριότητος εξευρίσκεται διά της αφαιρέσεως εκ της αξίας της πλήρους κυριότητος, της αξίας της επικαρπίας.
5. Προς την επικαρπίαν εξομοιούται η οίκησις, ως και οιαδήποτε άλλη δουλεία, η οποία παρέχει εξουσίαν χρήσεως. Εξομοιούται επίσης προς επικαρπωτήν, ο εις αποκατάστασιν περιουσίας τινος υπόχρεως κύριος, ο δε προς ον θέλει αποκατασταθή η περιουσία, εξομοιούται προς ψιλόν κύριον, εκτός εάν η αποκατάστασις τελή υπό αναβλητικήν αίρεσιν.
6. Εις τους οικονομικούς υπαλλήλους τους ενεργούντας την εκτίμησιν των ακινήτων, ως και εις τα μέλη των επιτροπών καταβάλλονται έξοδα κινήσεως και αποζημίωσις καθοριζομένη δι`αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών”.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν. 11/1975 καταργείται.
Άρθρον 39
Προθεσμία υποβολής δηλώσεως και διαδικασία βεβαιώσεως του φόρου.
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “1. Η δήλωσις υποβάλλεται εις τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον μέχρι της 15ης Απριλίου του οικείου έτους”.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του Ν. 11/1975 καταργείται, της παραγράφου 3 τούτου αριθμουμένης ως παραγράφου 2.
Άρθρον 40
Καταβολή του φόρου.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 15 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Εν περιπτώσει ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως επιβολής του υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένου φόρου ή προστίμου, βεβαιούται αμέσως ποσοστόν είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) του αμφισβητουμένου κυρίου ή προσθέτου φόρου της πράξεως. Το ούτω βεβαιούμενον ποσόν εισπράττεται εις οκτώ (8) ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης εντός του επομένου απο της βεβαιώσεως μηνός και συμψηφίζεται προς τον βάσει της αποφάσεως του φορολογικού Πρωτοδικείου καθορισθέντα φόρον ή πρόστιμον, το δε τυχόν βεβαιωθέν, κατά τ`ανωτέρω ποσόν εκπίπτεται ή επιστρέφεται κατά περίπτωσιν”.
Άρθρον 41
Πρόσθετοι φόροι.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Επί υποβολής ανακριβούς δηλώσεως επιβάλλεται πρόσθετος φόρος οριζόμενος εις ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) του φόρου την πληρωμήν του οποίου θα διέφευγεν ο υπόχρεως. Δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος ανακριβείας εις ας περιπτώσεις η οριστικώς προσδιορισθείσα αξία δεν υπερβαίνει το εν τρίτον (1/3) της δηλωθείσης συνολικής τοιαύτης, μετ` έκπτωσιν των χρεών”.
Άρθρον 42
Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων.
Το άρθρον 20 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 20.
Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων.
1. Απαγορεύεται η σύνταξις συμβολαιογραφικού εγγράφου, δι`ου μεταβιβάζεται εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας η κυριότης ακινήτου ή συνιστώνται εμπράγματα δικαιώματα επ`αυτού, αν δεν προσαρτηθή υπό του συμβολαιογράφου εις το παρ. αυτού συντασσόμενον συμβόλαιον, πιστοποιητικόν του αρμοδίου Οικον. Εφόρου, περί υποβολής υπό του μεταβιβάζοντος δηλώσεως διά την ανήκουσαν αυτώ ακίνητον εν Ελλάδι περιουσίαν κατά την 1ην Ιανουαρίου του έτους καθ` ο λαμβάνει χώραν η μεταβίβασις του ακινήτου και καταβολής ολοκλήρου του επιμεριστικώς, επί της αξίας του μεταβιβαζομένου ακινήτου, αναλογούντος φόρου, όστις εν περιπτώσει υποβολής μερικής δηλώσεως προς της παρόδου της υπό του άρθρου 15 του παρόντος προβλεπομένης προθεσμίας, υπολογίζεται επί τον εκάστοτε ισχύοντα ανώτερον συντελεστήν. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο καταβληθείς επί του μεταβιβαζομένου ακινήτου ή εμπράγματου επί ακινήτου δικαιώματος φόρος, συμψηφίζεται προς τον αναλογούντα βάσει της δηλώσεως ο δε τυχόν επί πλέον καταβληθείς επιστρέφεται. Δεν απαιτείται η προσκόμισις του ανωτέρω πιστοποιητικού εάν ο μεταβιβάζων, διύ υπευθύνου δηλώσεως του της διατάξεως του Ν.Δ. 105/1969 “περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος ή βεβαιούντος”, υποβαλλομένης εις τον συμβολαιογραφικόν και μνημονευομένης εις το συμβόλαιον, βεβαιοί υπευθύνως ότι δεν υπόκειται εις τον δια του παρόντος νόμου επιβαλλόμενον φόρον. Δι` αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται το περιεχόμενον της υπευθύνου δηλώσεως, τα της υποβολής ταύτης εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Εφορον και εν γένει πάσα λεπτομέρεια αναγκαία διά την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.
2. Το πρώτον πενθήμερον εκάστου μηνός υποχρεούνται να αποστέλλουν επί αποδείξει εις τον αρμόδιον, διά την φορολογίαν ακινήτου περιουσίας του προς ον η μεταβίβασις Οικον. Εφορος:
α) Οι συμβολαιογράφοι, αντίγραφα ατελώς των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως ακινήτων κλπ. των συναφθέντων εντός του αμέσως προηγουμένου μηνός, δαπάναις των συμβαλλομένων, και
β) αι προξενικαί αρχαί αντίγραφα των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεων ακινήτων κλπ. των συναφθέντων εντός του αμέσως προηγουμένου μηνός”.
Άρθρον 43
Υποχρεώσεις αρχών.
Το άρθρον 21 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 21.
Υποχρεώσεις αρχών.
1. Απαγορεύεται οιαδήποτε ενέργεια επί αγωγής ή αιτήσεως και παντός ενδίκου μέσου ασκηθέντος ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, αφορώσης ακίνητον ή εμπράγματον επ`αυτού δικαίωμα, πλην αιτήσεως προς λήψιν ασφαλιστικών μέτρων, ή μέτρων συντηρήσεως, ή αιτήσεως εκουσίας δικαιοδοσίας ή αιτήσεως αναπροσαρμογής μισθώματος, ή αγωγής αποδόσεως του μισθίου, αν δεν προσαχθή πιστοποιητικόν του Οικονομικού Εφόρου, περί υποβολής αυτώ θετικής ή αρνητικής δηλώσεως φόρου ακινήτου περιουσίας.
2. Η ένστασις περί μη προσαγωγής του κατά την προηγουμένην παράγραφον πιστοποιητικού, προτείνεται παρά των ενδιαφερομένων κατά πάσαν στάσιν της δίκης, εξετάζεται δε και αυτεπαγγέλτως. Διά της ενστάσεως ταύτης αναστέλλεται, διά δικαστικής αποφάσεως, η πρόοδος της δίκης ως και πάσα άλλη ενέργεια, μέχρι προσαγωγής υπό του υποχρέου, του ανωτέρω πιστοποιητικού. Εν εναντία περιπτώσει, πας νομίμως μετέχων της δίκης διάδικος, δύναται να υποβάλλη εις τον κατά το άρθρον 10 του παρόντος Οικονομικόν ύΕφορον, κεκυρωμένον αντίγραφον του εισαγωγικού δικογράφου και εν συνεχεία, προσάγων την υπό του Οικον. Εφόρου χορηγουμένην περί της τοιαύτης ενεργείας του βεβαίωσιν, να επισπεύση την συζήτησιν της υποθέσεως”.
Άρθρον 44
Κυρώσεις.
Το άρθρον 22 του Ν. 11/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 22
Κυρώσεις.
1. Εις πρόστιμον από είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) μέχρι διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών υπόκεινται:
α) Πας υπόχρεως εις δήλωσιν ή εις φόρον, όστις δεν συμορφούται προς υποχρεώσεις οριζομένας υπό των διατάξεων του παρόντος, ανεξαρτήτως της προβλεπομένης επιβολής προσθέτου φόρου και
β) πας όστις υποχρεούμενος, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος ή καλούμενος υπό του Οικον. Εφόρου, να παράσχη στοιχεία ή πληροφορίας ή υπηρεσίας διά την εξακρίβωσιν της φορολογητέας ύλης ή να τηρήση κατά την διενέργειαν πράξεων του ασκουμένου παρ` αυτού επαγγέλματος ή λειτουργήματος όρους και διατυπώσεις οριζομένας υπό των αυτών ως άνω διατάξεων, ήθελεν οπωσδήποτε αρνηθή ή παραλείψει να πράξη τούτο.
2. Το πρόστιμον επιβάλλεται δι` ητιολογημένης πράξεως του Οικονομικού Εφόρου εις βάρος του υποπίπτοντος εις τας παραβάσεις της προηγουμένης παραγράφου προσώπου, προκειμένου δε περί παραβάσεων τελουμένων υπό ομορρύθμων, ετερορύθμων, περιωρισμένης ευθύνης και ανωνύμων εταιρειών, συνεταιρισμών και λοιπών νομικών προσώπων, το πρόστιμον επιβάλλεται εις βάρος της εταιρείας, του συνεταιρισμού ή του νομικού προσώπου. Διά την έκδοσιν πράξεως επιβολής προστίμου, την επίδοσιν ταύτης, την άσκησιν προσφυγής και ενδίκων μένων και εν γένει την διαδικασίαν βεβαιώσεως τούτου, εφαρμόζονται αναλόγως αι περί επιβολής προστίμου διατάξεις, αι ισχύουσαι εν τη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.
3. Αι περί ποινικής ευθύνης διατάξεις της ισχυούσης νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, εφαρμόζονται αναλόγως και επί παραβατών διατάξεων του παρόντος νόμου”.
Άρθρον 45
Μεταβατικαί διατάξεις.
1. Αι ενώπιον των Επιτροπών εκτιμήσεως, του άρθρου 25 του Ν. 11/1975, εκκρεμείς αναλυτικαί καταστάσεις επαναφέρονται, μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου, εις τον αρμόδιον Οικον. Εφορον:
Ο προσδιορισμός της αξίας των εις τας αναλυτικάς καταστάσεις περιγραφομένων ακινήτων ή εμπραγμάτων επί τούτων δικαιωμάτων ενεργείται, κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 11/1975 ως ισχύει προ της διά του άρθρου 38 του παρόντος αντικαταστάσεως του, υπό του Οικον. Εφόρου εις την περιφέρειαν του οποίου κείται το ακίνητον ή υπό Επιτροπής συγκροτουμένης κατά τα εν παραγρ. 3 του αυτού ως άνω άρθρου οριζόμενα.
2. Αι διατάξεις της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί δηλώσεων ή πράξεων φόρου ακινήτου περιουσίας αφορωσών τα έτη 1975 και 1976 επιδιδομένων ή εκδιδομένων μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Επί υποθέσεων φόρου ακινήτου περιουσίας των ετών 1975 και 1976 δι`ας εκδίδονται πράξεις καταλογισμού φόρου μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος νόμου, ο φορολογούμενος δύναται διά δηλώσεως του υποβαλλομένης εις τον αρμόδιον Οικον.ύΕφορον, εντός της προς άσκησιν της προσφυγής προθεσμίας, να αποδεχθή την υπό του Οικον.Εφόρου προτεινομένη αξίαν των υπ`αυτού εκτιμηθέντων ακινήτων ή την υπό των Επιτροπών του άρθρου 25 του Ν. 11/1975 προσδιορισθείσαν αξίαν των ακινήτων. Υποβληθείσης τοιαύτης δηλώσεως, ήτις δεν υπόκειται εις ανάκλησιν, διαγράφεται ο τυχόν καταλογισθείς πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβούς ή παραλείψεως υποβολής δηλώσεως και η υπόθεσις θεωρείται περαιωθείσα το δε οφειλόμενον συνολικόν ποσόν του φόρου καταβάλλεται εις δώδεκα (12) ισοπόσους μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.
4. Αι διατάξεις της παραγρ. 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί υποθέσεων, ων αι πράξεις καταλογισμού του φόρου ακινήτου περιουσίας δια τα έτη 1975 και 1976 εκοινοποιήθησαν προ της ισχύος του παρόντος νόμου και εκκρεμούν ενώπιον του Οικον.Εφόρου. Επί των υποθέσεων τούτων, η υπό των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου προβλεπομένη προθεσμία, ορίζεται τρίμηνος από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
5. Η οριστικώς προσδιορισθείσα αξία ακινήτων, βάσει του ευχερώς δυναμένου να επιτευχθή τιμήματος αυτών, διά τα έτη 1975 και 1976, ισχύει επί τριετίαν από του έτους 1975 και 1976, κατά περίπτωσιν.
6. Αι διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 11/1975 καταργούνται, των άρθρων 26, 27 και 28 αυτού αριθμουμένων εφ`εξής ως άρθρων 25, 26 και 27.
Άρθρον 46
Φορολογία ακινήτου περιουσίας μειονοτικών νομικών προσώπων.
1. Ο υπό των διατάξεων του Ν. 11/1975 φόρος επί της ακινήτου περιουσίας επιβάλλεται και επί των εν Ελλάδι υφισταμένων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος μειονοτικών νομικών προσώπων, άτινα προβλέπονται υπό της διά του νομοθετικού διατάγματος της 25ης Αυγούστου 1923 κυρωθείσης Συνθήκης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923.
2. Ο φόρος επί της συνολικής ακινήτου περιουσίας των προσώπων, περί ων η προηγουμένη παράγραφος, υπολογίζεται, άνευ εκπτώσεως τινός ή αφορολογήτου ποσού επί συντελεστή: – 4% προκειμένου περί ιδιοχρησιμοποιουμένων ακινήτων. – 6% προκειμένου περί εκμισθουμένων ακινήτων και – 1% προκειμένου περί οικοπέδων και λοιπών πάσης φύσεως ακινήτων ή εμπραγμάτων επί ακινήτων δικαιωμάτων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις του Ν. 11/1975, ως ισχύει.
3. Τα περί ων η παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου πρόσωπα απαλλάσσονται του φόρου ακινήτου περιουσίας, υπό τον όρον της επ`αμοιβαιότητι απαλλαγής των αντιστοίχων Ελληνορθοδόξων μειονοτικών νομικών προσώπων.
4. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 36, 37 παραγρ. 1, 38, 39, 40, 41, 42, 43 και 44 άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1977.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Άρθρον 47
Προϋποθέσεις επιστροφής φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων – Κυρώσεις
1. Η παραγρ. 4 του άρθρου 16 του διά του Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως.
“4. Εάν εντός τεσσάρων ετών από της καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου μεταβιβάσεως ακυρωθή τούτο ένεκεν ελαττώματος αφορώντος εις τας νομικάς σχέσεις του πωλητού προς το ακίνητον ή ένεκεν άλλων εξαιρετικών λόγων, δεν επιβάλλεται φόρος μεταβιβάσεως διά την ακύρωσιν, ο δε επί της αρχικής μεταβιβάσεως φόρος περιορίζεται εις το ήμισυ του αναλογούντος τοιούτου επί της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Τυχόν επί πλέον καταβληθείς ή βεβαιωθείς φόρος επιστρέφεται ή εκπίπτεται κατά περίπτωσιν”.
2. Το άρθρον 15 του Α.Ν. 1521/1950, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 15
Κυρώσεις.
1. Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον αρνούμενον, δυστροπούν ή αμελούν να συμμορφωθή προς τας διατάξεις του παρόντος, ή υποχρεούμενον ή καλούμενον να παράσχη πληροφορίας ή υπηρεσίας ή στοιχεία ή παρέχον ταύτα πλημμελών ή εσφαλμένως διά την εξακρίβωσιν της φορολογητέας ύλης, τιμωρείται διά προστίμου ουχί ελάσσονος των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών ουδέ μείζονος των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών.
2. Απαγορεύεται η σύνταξις συμβολαιογραφικής πράξεως αφορώσης εις την εξ επαχθούς αιτίας μεταβίβασιν ακινήτου ή εμπραγμάτου επί ακινήτου δικαιώματος:
α) εάν δεν προσαχθή αντίγραφον δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων και
β) εάν άπαντα τα προσδιοριστικά του μεταβιβαζομένου ακινήτου ή εμπραγμάτου επί ακινήτου δικαιώματος στοιχεία δεν ανταποκρίνωνται πλήρως προς την ανωτέρω δήλωσιν. Οι παραβάται της προηγουμένης διατάξεως, ανεξαρτήτως πάσης άλλης ευθύνης των κατά τας κειμένας διατάξεις, τιμωρούνται διά προστίμου ουχί ελάσσονος των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) δραχμών ουδέ μείζονος των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το πρόστιμον τούτο επιβάλλεται και επί των παραβατών των διατάξεων των άρθρων 13 και 14 του παρόντος.
3. Ο αγοραστής όστις θα αποκαλυφθή ότι υπέγραψεν αντέγγραφον εξ ου προκύπτει, ότι συνεφώνησεν ή κατέβαλε τίμημα μεγαλύτερον του εν συμβολαίω και εν τη φορολογική δηλώσει αναγραφέντος, ανεξαρτήτως του προσθέτου φόρου του άρθρου 9 του παρόντος, τιμωρείται διά προστίμου ίσου προς το πενταπλάσιον του οριστικώς προσδιορισθέντος φόρου, ο οποίος αναλογεί επί του μη δηλωθέντος τμήματος του τιμήματος.
4. Τα κατά τας προηγουμένας παραγράφου πρόστιμα επιβάλλονται δι` ητιολογημένης πράξεως του Οικον. Εφόρου. Διά την έκδοσιν και επίδοσιν της πράξεως, την παραγραφήν του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολήν προστίμου, την άσκησιν προσφυγής και ενδίκων μέσων και εν γένει την διαδικασίαν βεβαιώσεως και εισπράξεως τούτου, εφαρμόζονται αναλόγως αι περί επιβολής προστίμου διατάξεις, αι ισχύουσαι εν τη φορολογία εισοδήματος”.
3. Αι υπό της παραγρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 προβλεπόμεναι απαλλαγαί και υπό τας εν αυτή τιθεμένας προϋποθέσεις, έχουν εφαρμογήν και επί αυτοδιαλύσεως των περί ων αύτη ανωνύμων εταιρειών, εφ`όσον αύται, κατά την αγοράν τινός εκ των ακινήτων των υπήχθησαν εις την διάταξιν της παραγρ. 1Βγ` του άρθρου 4 του Α.Ν. 1521/1950, ως ισχύει. Διά την εφαρμογήν των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου δέον όπως:
α) Το αγορασθέν υπό της ανωνύμου εταιρείας ακίνητον μεταβιβασθή εξ αδιαιρέτου εις τους μετόχους ταύτης, κατά ποσοστόν ανάλογον προς την συμμετοχήν εκάστου τούτων εις το μετοχικόν κεφάλαιον της εταιρείας.
β) Η αυτοδιάλυσις της εταιρείας συντελεσθή εντός τριών (3) μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου και,
γ) καταβληθή, διά δηλώσεως υποβαλλομένης εις τον αρμόδιον Οικον. Εφορον, προ της καταρτίσεως του συμβολαίου μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο οφειλόμενος φόρος μεταβιβάσεως, κατά τα εν παραγράφω 4 του άρθρου 11 του Ν. 4459/1965, ειδικώτερον, οριζόμενα.
4. Αι διατάξεις της παράγρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 εφαρμόζονται, υπό τας εν αυταίς τιθεμένας προϋποθέσεις και επί ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης, διαλυομένων εντός τριών (3) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 48
Διαγραφή χρεών εκ συμπληρωματικού φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων εξ ακύρων ή ακυρωσίμων συμβολαίων.
1 Χρέη προς το Δημόσιον εκ φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων επί της διαφοράς μεταξύ του εν τω συμβολαίω τιμήματος και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, βεβαιωθέντα εις τα Δημόσια Ταμεία μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος, η είσπραξις των οποίων είχεν ανασταλή, διαγράφονται, εφ`όσον το συμβόλαιον μεταβιβάσεως ηκυρώθη και η ακύρωσις έχει μεταγραφή.
2. Προκειμένου περί οφειλής εκ φόρου μεταβιβάσεως δι`ακίνητα ανήκοντα εις το Δημόσιον ή εις νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αύτη διαγράφεται, εφ`οσον ο εις φόρον υπόχρεως, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, προβή εις δήλωσιν ενώπιον συμβολαιογράφου, δι`ης θα αναγνωρίζη την κυριότητα του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εις ο ανήκει το ακίνητον, την οποίαν θα μεταγράψη. Διά την πράξιν αναγνωρίσεως περί ης το προηγούμενον εδάφιον ως και διά την μεταγραφήν της, ουδείς φόρος, τέλος, κράτησις ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων οφείλεται.
3. Η διαγραφή ενεργείται οίκοθεν υπό των Δημοσίων Ταμείων, κατά τα ειδικώτερον δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών οριζόμενα.
4. Καταβληθέντα χρέη εκ της αιτίας ταύτης, προς της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν επιστρέφονται.
Άρθρον 49
Απαλλαγαί των δικαιουμένων στεγαστικής συνδρομής.
1. Συμβάσεις μεταβιβάσεως ακινήτων και παροχής ενυποθήκων δανείων, εις ας συμβάλλεται ως αγοραστής πρόσωπον εκ των αναφερομένων εις την παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1138/1972 “περί αναπροσαρμογής και βελτιώσεως των στεγαστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας”, άτινα τυγχάνον στεγαστικής συνδρομής κατά τας διατάξεις του διατάγματος τούτου ως και του Ν.Δ. 2963/1954 “περί ιδρύσεως Αυτονόμου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας”, ως ισχύει, προς απόκτησιν στέγης, η εξόφλησις των δόσεων των δανείων τούτων, οι εξ αυτών απορρέοντες τόκοι ως και η εγγραφή και διαγραφή της προς ασφάλειαν αυτών υποθήκης, απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, δικαιώματος, κρατήσεως ή εισφοράς εν γένει υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, τα δε δικαιώματα των συμβολαιογράφων και των αμίσθων ή εμμίσθων υποθηκοφυλάκων περιορίζονται εις το εν τρίτον (1/3) των εκάστοτε οριζομένων. Αι ανωτέρω απαλλαγαί παρέχονται, εφ`όσον ούτοι και αι σύζυγοι αυτών δεν κέκτηνται κατοικίαν πληρούσαν τας στεγαστικάς των ανάγκας, υπό τους όρους και λοιπάς προϋποθέσεις περί ων το άρθρον 3 του Ν.Δ. 3783/1957 “περί της στέγης των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων” ως ισχύει, και μέχρι των υπ`αυτού προβλεπομένων ανωτάτων ορίων.
2. Η υπογραφή της δανειακής συμβάσεως αποδεικνύει την ιδιότητα του δικαιούχου των απαλλαγών, περί ων η ανωτέρω παράγραφος. Η απαλλαγή εκ του φόρου μεταβιβάσεως διά το τμήμα της αγοραίας αξίας το αντιστοιχούν εις το ανώτατον όριον, οριστικοποιείται διά της υποβολής αμελλητί υπό του δικαιούχου εις τον αρμόδιον Οικον. ύΕφορον,κεκυρωμένου αντιγράφου της οικείας δανειακής συμβάσεως.
3. Πάσα ετέρα γενική ή ειδική διάταξις, ρυθμίζουσα κατά διάφορον τρόπον τας, περί ων η παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου, απαλλαγάς, καταργείται, εξαιρέσει των διατάξεων του άρθρου 14 του Ν. 289/1976 “περί παροχής κινήτρων διά την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”.
4. Επί των κατά το παρόν άρθρον συμβάσεων, εις ας συμβάλλεται πρόσωπον δανειοδοτούμενον παρά του Αυτονόμου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ) δεν έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 1276/1972 “περί φορολογικών διευκολύνσεων των κατά το Ν.Δ. 1138/1972 “περί αναπροσαρμογής και βελτιώσεως των στεγαστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας”, δικαιούχων στεγάσεως”.
5. Οφειλαί εκ φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, τελών χαρτοσήμου και λοιπών συμβεβαιωθέντων, μετ`αυτών φόρων υπέρ τρίτων, βεβαιωθείσαι δυνάμει του Ν.Δ 1276/1972 “περί φορολογικών διευκολύνσεων των κατά το Ν.Δ. 1138/1972 “περί αναπροσαρμογής και βελτιώσεως των στεγαστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας δικαιούχων στεγάσεως” διαγράφονται, τυχόν δε καταβληθέντα ποσά εκ της ανωτέρω κατηγορίας δεν επιστρέφονται. Η διαδικασία της διαγραφής καθορισθήσεται δι` αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
6. Η ισχύς των διατάξεων, των παραγρ. 1 έως και 4 του παρόντος άρθρου, άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1977.
Άρθρον 50
Εισφορά ακινήτου εις συγχωνευομένην ή μετατρεπομένην επιχείρησιν.
1. Εις το άρθρον 3 του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων διά την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικοδομικών μονάδων”, προστίθεται δεύτερον εδάφιον έχον ούτω:
“Η ανωτέρω απαλλαγή από του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, περιαμβάνει και την περίπτωσιν καθ`ην το εισφερόμενον εις την συγχωνεύουσαν ή την συνιστωμένην εταιρείαν ακίνητον είχεν εισφερθή κατά χρήσιν εις την συγχωνευομένην ή μετατρεπομένην εταιρείαν και αποδεδειγμένως είχε χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς διά τας ανάγκας αυτής επί μιαν πενταετίαν προ της συγχωνεύσεως ή της μετατροπής αυτής”.
2. Επί εισφοράς ακινήτων κατά την συγχώνευσιν ημεδαπών ασφαλιστικών εταιρειών, η υπό του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων διά την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων” προβλεπομένη απαλλαγή εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, χωρεί και εις ας περιπτώσεις τα εισφερόμενα ακίνητα δεν θα χρησιμοποιηθούν δια τας ανάγκας της συγχωνευούσης εταιρείας.
Τα ανωτέρω ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισφερόμενα ακίνητα δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από τη συγχωνευόμενη εταιρεία κατά το χρόνο της συγχώνευσης. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.16 παρ.11 Ν.3522/2006,ΦΕΚ Α 276/22.12.2006.
Άρθρον 51
Το άρθρον 13 του Ν. 4459/1965 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων “περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων και επιβολής φόρου επί του αυτομάτου υπερτιμήματος” αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
“1. Αι μετοχαί των ανωνύμων εταιρειών, αίτινες ανεξαρτήτως του εις το καταστατικόν των αναγραφομένου σκοπού, ασχολούνται εν τοις πράγμασι κυρίως εις την εκμίσθωσιν και εν γένει εις την εκμετάλλευσιν αστικών ακινήτων και τα κεφάλαια αυτών, περιλαμβανομένων και των αποθεματικών, είναι επενδεδυμένα εις αστικά ακίνητα κατά ποσοστόν ανώτερον του εξήκοντα επί τοις εκατόν (60%) είναι υποχρεωτικώς ονομαστικαί εν τω συνόλω των.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται:
α) επί ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αίτινες εκμεταλλεύονται το ακίνητον ως ξενοδοχείου δι`ίδιον λογαριασμόν ή παραχωρούν την εκμετάλλευσιν του ακινήτου ως ξενονοδοχείου εις τρίτους είτε έναντι μισθώματος υπολογιζομένου εις ποσοστόν επί των ακαθαρίστων εσόδων, είτε εισφέροντες την χρήσιν τούτου εις εταιρείαν και
β) επί επιχειρήσεων ασχολουμένων εις την ανέγερσιν και πώλησιν οικοδομών.
3. Εν η περιπτώσει αι μετοχαί των περί ων η παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου ανωνύμων εταιρειών δεν είναι ονομαστικαί, ο αρμόδιος διά την φορολογίαν εισοδήματος Οικονομικός ύΕφορος, καλεί εγγράφως, επι αποδείξει, την ανώνυμον εταιρείαν να λάβη απόφασιν περί ονομαστικοποιήσεως των μετοχών της και υποβάλλη εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργείου Εμπορίου σχετικήν αίτησιν εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα (40) ημερών από της κοινοποιήσεως της προσκλήσεως. Παρερχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας ή εν περιπτώσει μη εκδόσεως ονομαστικών μετοχών εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της δημοσιεύσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ο Οικον.ύΕφορος εκδίδει πράξιν κατά της ανωνύμου εταιρείας, δι` ης επιβάλλει εις βάρος αυτής, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη δόλου ή αμελείας, πρόστιμον οριζόμενον εις ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) επί της κατά τον χρόνον εκδόσεως της πράξεως αξία των μετοχών της, ήτις προσδιορίζεται κατά τα εν παραγρ. 4 του παρόντος άρθρου οριζόμενα. Εν περιπτώσει ασκήσεως υπό της ανωνύμου εταιρείας προσφυγής κατά της πράξεως επιβολής προστίμου υπό του Οικονομικού Εφόρου, τα Φορολογικά Δικαστήρια αποφαίνονται και περί της μετατροπής ή μη των μετοχών αυτών εις ονομαστικάς. Εάν η ανώνυμος εταιρεία, μετά την παρέλευσιν απράκτου της προς άσκησιν προσφυγής προθεσμίας ή μετά την έκδοσιν τελεσιδίκου αποφάσεως των Φορολογικών Δικαστηρίων περί μετατροπής των μετοχών αυτής εις ονομαστικάς δεν προβή εντός τριών μηνών εις την ονομαστικοποίησιν τούτων, χωρεί αυτοδικαίως διάλυσις της εταιρείας, εκδιδομένης υποχρεωτικώς υπο του Υπουργού Εμπορίου αποφάσεως διά της οποίας ανακαλείται η συστήσασα την εταιρείαν Υπουργική απόφασις, τη εγγράφω ειδοποιήσει του Υπουργού Οικονομικών, όστις δι` αποφάσεώς του διορίζει ως εκκαθαριστάς υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Εφ` εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως μετοχών των ανωνύμων εταιρειών, περι ων αι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται φόρος επί συντελεστή πέντε επί τοις εκατόν (5%) εις βάρος του, μεταβιβάζοντος, υπολογιζόμενος επί της αξίας αυτών, κατά τον χρόνον της μεταβιβάσεως. Διά τον προσδιορισμόν της αξίας των μετοχών, λαμβάνεται υπ`όψιν η αξία αυτών, διά την εξεύρεσιν της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων”. Διά την μεταβίβασιν των μετοχών συντάσσεται υποχρεωτικώς συμβολαιογραφικόν έγγραφον.
5. Δι`εκάστην μεταβίβασιν μετοχών των περί ων η παραγρ. 1 του παρόντος ανωνύμων εταιρειών, οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται, προ της συντάξεως του μεταβιβαστικού συμβολαίου, να επιδώσουν κοινήν δήλωσιν εις διπλούν, προς τον Οικονομικόν ύΕφορον τον αρμόδιον διά την φορολογίαν εισοδήματος της ανωνύμου εταιρείας και να καταβάλλουν εξ ολοκλήρου συν τη δηλώσει τον αναλογούντα φόρον. Δι`αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορισθήσονται ο τύπος και το περιεχόμενον της δηλώσεως ως και του συμβολαίου μεταβιβάσεως των μετοχών, τα της καταβολής και αποδόσεως του φόρου και πάσα εν γένει λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
6. Η επαλήθευσις των επιδιδομένων δηλώσεων και ο έλεγχος προς εξακρίβωσιν των παραλειπόντων ταύτην φορολογουμένων ή ελλιπώς δηλούντων, η επιβολή του κατά τας διατάξεις της παραγρ. 3 του παρόντος άρθρου προστίμου, ο καταλογισμός του κυρίου και προσθέτου φόρου, η διοικητική επίλυσις αυτών, η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου και εν γένει η διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων του Α.Ν. 1521/1950, εφαρμοζομένων αναλόγως.
7. Αι μετοχαί των περί ων η παράγρ. 1 του παρόντος ανωνύμων κτηματικών εταιρειών, υποχρεωτικώς ανήκουν εις ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Εις ας περιπτώσεις μετοχαί ανωνύμων κτηματικών εταιρειών ανήκουν κατά την 31 Μαϊου 1977 εις αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, θεωρούνται αύται αυτοδικαίως άκυροι και η εταιρεία μετά σημείωσιν εν τω οικείω βιβλίω της ακυρότητος εκδίδει εντός τριάκοντα (30) ημερών από της χρονολογίας ταύτης νέας ανωνύμους μετοχάς, τας οποίας εκποιεί και ονομαστικοποιεί επ`ονόματι των νέων μετόχων. Η εκποίησις ενεργείται αμελλητί είτε εν τω Χρηματιστηρίω δια τας εις αυτό εισηγμένας, είτε διά πλειοδοτικής δημοπρασίας. Το προϊόν της πωλήσεως η εταιρεία παρακαταθέτει παραχρήμα εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων επ` ονόματι των εν των ως άνω βιβλίω αυτής αναγεγραμμένων αλλοδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων. Η μη συμμόρφωσις της εταιρείας προς τας υποχρεώσεις της παρούσης παραγράφου συνεπάγεται την αυτοδικαίαν διάλυσιν αυτής, κατά τα εν τω τρίτω εδαφίω της παραγρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζόμενα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ, ΔΩΡΕΩΝ, ΠΡΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΕΡΔΩΝ ΕΚ ΛΑΧΕΙΩΝ.
Άρθρον 52
Καταβολή φόρου αιτία θανάτου κτήσεων.
1. Η διάταξις της παραγρ. 1 του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 `”περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων” αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“1. Επιφυλασσομένης της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, ο κατ` άρθρον 81 βεβαιούμενος φόρος καταβάλλεται:
α) μέχρι μεν του ποσού των δραχμών πέντε χιλιάδων (5.000) εις δώδεκα (12) ίσας ατόκους μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης μέχρι της λήξεως του μηνός καθ` ον βεβαιούται,
β) εφ`όσον δε υπερβαίνει τας πέντε χιλιάδας (5.000) δραχμάς εις δώδεκα (12) ίσας εντόκους εξαμηνιαίας δόσεις, επί τον εκάστοτε ισχύοντα τόκον, επί καταθέσεων Ταμιευτηρίου, παρά τω Ταχυδρομικώ Ταμιευτηρίω. Τα εξάμηνα λογίζονται από Ιανουαρίου μέχρις Ιουνίου και από Ιουλίου μέχρι Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Το κατά το προηγούμενον εδάφιον οριζόμενον επιτόκιον υπολογίζεται και επί των ληξιπροθέσμων μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος εδαφίου δόσεων των ήδη βεβαιωμένων εις το Δημόσιον Ταμείον φόρων. Προκειμένου περί φόρου επικαρπίας ή περιοδικής παροχής, ο Οικον. ύΕφορος, αιτήσει του υποχρέου, υποβαλλομένη κατά την εγχείρισιν της δηλώσεως, δύναται δι`ητιολογημένης αποφάσεώς του, εφ`όσον ήθελε πεισθή ότι ο φορολογούμενος αδυνατεί πράγματι να καταβάλη τούτον εις τας εν τω πρώτω εδαφίω του παρόντος εξαμηνιαίας δόσεις, να αυξήση ταύτας μέχρι του αριθμού των 16. Η ισχύς των διατάξεων των πρώτου και δευτέρου εδαφίων της παρούσης παραγράφου άρχεται από της 1ης Ιανουαρίου 1977.
2. Εις την παραγρ. 8 του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται εδάφιον πέμπτον, ως κάτωθι: “Προκειμένου περί φόρου, επικαρπίας ή περιοδικής παροχής, ο Οικον. ύΕφορος, αιτήσει του υποχρέου, δύναται δι` ητιολογημένης αποφάσεώς του, να μη αξιώση την παροχήν ασφαλείας υπό του φορολογουμένου εφ` όσον ούτος ευρίσκεται εις πραγματικήν αδυναμίαν να παράσχη ταύτην. Η διάταξις αύτη έχει εφαρμογήν και επί υποθέσεων φόρου επικαρπίας ή περιοδικής παροχής, δι`ας δεν έχει παρασχεθή ασφάλεια μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος”.
Άρθρον 53
Αρμόδιος Οικονομικός Εφορος.
1. Εις το πρώτον εδάφιον της παραγρ. 2 του άρθρου 87 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται περίοδος ως κάτωθι:
“Ο αρμόδιος Οικονομικός ύΕφορος δύναται, δι` αποφάσεως αυτού, να αναθέση εις συντάσσοντα συμβόλαια δωρεάς ή προικός Συμβολαιογράφον της περιφερείας του, εκτός της έδρας αυτού εδρεύοντα, την παραλαβήν των δηλώσεων φόρου δωρεών και προικών και την χορήγησιν αντιγράφου τούτων, υποχρεούμενον όπως το βραδύτερον εντός δεκαημέρου αποστείλη τας δηλώσεις, επί αποδείξει, εις τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον”.
2. Η διάταξις του δευτέρου εδαφίου της παραγρ. 2 του άρθρου 87 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως κάτωθι: “Εάν ο δωρητής ή προικοδότης κατοική εν τη αλλοδαπή αρμόδιος είναι ο επί της φορολογίας των δωρεών και προικών Οικονομικός Εφορος της Πρωτευούσης του Κράτους, ή ο δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών οριζόμενος”.
Άρθρον 54
Διατηρητέαι διατάξεις.
1. Η διάταξις της περ. (θ) της παραγρ. Δ` του άρθρου 124 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως κάτωθι: “θ. Του άρθρου 12 παραγρ. 2 του Ν.Δ. 4242/1962 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”, ως και του δευτέρου εδαφίου της παραγρ. 2 του άρθρου 5 του Α.Ν. 408/1968 “περί διανομής της αποζημίωσεως ην προβλέπει η Ελληνοβουλγαρική Συμφωνία της 9ης Ιουλίου 1964, κυρωθείσα διά του Ν.Δ. 4393/1964”.
2. Η ισχύς της προηγουμένης παραγράφου άρχεται από της ενάρξεως ισχύος του Ν.Δ. 118/1973.
Άρθρον 55
Κύρωσις διαταγών Διοικήσεως.
Κυρούται, κτωμένη ισχύν νόμου αφ`ης εξεδόθη η υπ` αριθ. Κ. 2939/187 από 2 Μαρτίου 1976 τηλεγραφική διαταγή του Υπουργού των Οικονομικών έχουσα ούτω:
“Αριθ. Πρωτ. Κ. 2939/187 2.3.1976 Προθεσμία παραγρ. 2 άρθρου 4 Ν. 231/1975, “περί υποβολής συμπληρωματικής δηλώσεως περί της αξίας των κατά κληρονομιάν, δωρεάν ή προίκα μεταβιβαζομένων ακινήτων”, λήγουσα 6 Μαρτίου 1976, παρατείνεται επί τρίμηνον.
Ο Υπουργός Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Άρθρον 56
Κύρωσις συμβάσεως.
Κυρούται, κτωμένη ισχύν νόμου, από της υπογραφής της η μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τραπέζης της Ελλάδος υπογραφείσα την 8ην Οκτωβρίου 1971 Σύμβασις, δι`ης ρυθμίζονται τα της εκτυπώσεως των γραμματίων των Κρατικών Λαχείων, το κείμενον της οποίας έχει ως ακολούθως:
Σ Υ Μ Β Α Σ Ι Σ
Μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τραπέζης της Ελλάδος διά την εκτύπωσιν των Κρατικών Λαχείων.
Άρθρον 1ον.
Κατ` εφαρμογήν και εις εκτέλεσιν της υπ`αριθ. Κ. 18998/1109/12.12.1968 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, το Ελληνικόν Δημόσιον αναθέτει εις την Τράπεζαν της Ελλάδος, αποδεχομένην ταύτην, την άνευ αμοιβής εκτύπωσιν υπό του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών αυτής, των γραμματίων των Κρατικών Λαχείων, κατά τα κατωτέρω ειδικώτερον οριζόμενα.
Άρθρον 2ον
Εις το Ιδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών ανατίθεται η εκτύπωσις των κάτωθι τριών κατηγοριών Κρατικών Λαχείων:
α. Λαϊκού Λαχείου, κυκλοφορούντος καθ` εβδομάδα. Διάστασις γραμματίου μετά του στελέχους 48,75 Χ 131 χιλιοστά. Διάστασις τετράδος μετά του στελέχους 195 Χ 131 χιλιοστά.
β. Εθνικού λαχείου, κυκλοφορούντος κατ`έτος εις τρεις εκδόσεις, εκάστη των οποίων περιλαμβάνει πέντε κληρώσεις. Διάστασις γραμματίου 58,5 Χ 131 χιλιοστά. Διάστασις δεκάδος 292,5 Χ 262 χιλιοστά.
γ. Ειδικού Κρατικού Λαχείου, κυκλοοφορούντος κατ` έτος. Διάστασις γραμματίου μετά του στελέχους 73 Χ 175 χιλιοστά. Ο αριθμός των εκτυπουμένων γραμματίων του Λαϊκού Λαχείου θα ανέρχεται εις 70.000.000 εώς 80.000.000 τετράδας γραμματίων ετησίως, η εκτύπωσις δε των γραμματίων τούτων θα κατανέμηται ομοιόμορφως επι τη βάσει του αριθμού των κατ`έτος εβδομαδιαίων κληρώσεων του Λαχείου τούτου. Ο αριθμός των εκτυπουμένων γραμματίων εκάστης κληρώσεως εκάστης εκδόσεως του Εθνικού Λαχείου θα ανέρχεται εις 150.000 έως 160.000 δεκάδας γραμματίων. Ο αριθμός των εκτυπουμένων γραμματίων του Ειδικού Κρατικού Λαχείου θα ανέρχεται εις 2.500.000 έως 3.000.000. Αύξησις των ποσοτήτων τούτων μείζον του 20% θα εξαρτάται εκ των εν γένει δυνατοτήτων της Τραπέζης της Ελλάδος. Τα λαχεία θα εκτυπούνται επί χάρτου εις ρόλους, κατά τα εν άρθρω 6 της παρούσης συμβάσεως οριζόμενα. Η εκτύπωσις θα εκτελήται διά τριών χρωμάτων εις την εμπροσθίαν και ενός χρώματος εις την οπισθίαν όψιν. Το Λαϊκόν και το Ειδικόν Κρατικόν Λαχείον θα φέρουν στέλεχος, εις δε την θέσιν διαχωρισμού του στελέχους και του σώματος θα υπάρχουν τυπωμέναι διά δύο χρωμάτων ειδικαί γραμμαί ασφαλείας. Εις την εμπροσθίαν όψιν του γραμματίου και εις το στέλεχος θα εκτυπούται ο αριθμός του λαχείου. Το Λαϊκόν και Εθνικόν Λαχείον θα φέρουν διάτρησιν. Τα έτερα γνωρίσματα και αι λεπτομέρειαι των Λαχείων θα έχουν ως τα των σήμερον εν κυκλοφορία Λαχείων.
Άρθρον 3ον.
1. Τροποποίησις των διαστάσεων και εν γένει της μορφής των γραμματίων των λαχείων δύναται να γίνη τη αιτήσει της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων μόνον εάν αι δυνατότητες της ειδικής μηχανής της χρησιμοποιουμένης προς εκτύπωσιν των Κρατικών Λαχείων επιτρέπουν τούτο.
2. Η εκτύπωσις πέραν των εν άρθρω 2 της παρούσης αναφερομένων κατηγοριών Λαχείων ή εις συχνότερα χρονικά διαστήματα εκτύπωσις των εν τω αυτώ άρθρω αναφερομένων κατηγοριών Λαχείων δύναται να γίνη μετά προηγουμένην συμφωνίαν των συμβαλλομένων μερών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των όρων της παρούσης συμβάσεως.
3. Εις περίπτωσιν αυξομειώσεως των εν άρθρω 2 της παρούσης οριζομένων ποσοτήτων γραμματίων, κατά κατηγορίαν, μείζονος του 15% η Τράπεζα της Ελλάδος θα δικαιούται εις αναθεώρησιν του κοστολογίου.
Άρθρον 4ον.
Του Λαϊκού και Ειδικού Κρατικού Λαχείου θα αποκόπτωνται τα γραμμάτια από των στελεχών προ της τελικής των συσκευασίας. Η συσκευασία των στελεχών και των γραμματίων των λαχείων θα γίνεται ανά 1.000 τετράδας γραμμάτια Λαϊκού Λαχείου ή 1.000 γραμμάτια Ειδικού Κρατικού Λαχείου. Τα γραμμάτια θα δεματοποιούνται διά σταυροειδούς ιμάντος, τα δε στελέχη διά χάρτου Κραφτ. Εις τα δέματα θα υπάρχη διαχωρισμός διά ταινίας ή ελαστικού των γραμματίων των λαχείων ανά 100, των δε στελεχών ανά 200. Το Εθνικόν Λαχείον θα συσκευάζηται εις δέματα των 1.000 δεκάδων γραμματίων διά χάρτου Κράφτ, έκαστον δε δέμα θα φέρη διαχωρισμόν διά ταινίας ανά 50 δεκάδας γραμματίων.
Άρθρον 5ον.
1. Η παράδοσις των γραμματίων των Λαχείων συσκευασμένων ως εν άρθρω 4 της παρούσης ορίζεται, θα λαμβάνη χώραν εις τα Θησαυροφυλάκια του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών εν Χολαργώ, κατόπιν εγγράφου εντολής της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων, περιλαμβανούσης άπαντα τα απαραίτητα προς τούτο στοιχεία, ως και εξουσιοδότησιν διά την παραλαβήν των γραμματίων υπό αντιπροσώπου της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων.
2. Τα εκτυπωθέντα συμφώνως προς εντολήν της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων και μη παραληφθέντα υπ`αυτής προς διάθεσιν αλλά παραμένοντα εις τα Θησαυροφυλάκια του Ιδρύματος γραμμάτια,ως και τα εις φύλλα και τεμάχια κακέκτυπα γραμμάτια, θα καταστρέφονται εντός μηνός από της ημερομηνίας κληρώσεως εις ην ανήκουν επί παρουσία και υπαλλήλου της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων, οριζομένου υπό του Υπουργού των Οικονομικών. Η Τράπεζα διαθέτει προς κατασκευήν των λαχείων τους απαραιτήτους διά την καύσιν κλιβάνους. Κατ`αυτόν τον τρόπον θα καταστρέφωνται και τα παραληφθέντα υπό της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων και μη διατεθέντα γραμμάτια.
Άρθρον 6ον.
Τα λαχεία θα εκτυπούνται επί χάρτου εις ρόλους, βάρους 75 γραμμαρίων, κατά τ.μ., εκ λευκασμένης χημικής χαρτομάζης, εστιλβωμένου διά κυλινδρώσεως μετά ελαφράς υδατογραφήσεως, ειδικώς κατασκευαζομένου διά την εργασίαν ταύτην. Εν πάση όμως περιπτώσει αι προδιαγραφαί του χάρτου θα προσδιωρίζονται υπο του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών. Η δαπάνη του χάρτου θα βαρύνη την διεύθυνσιν Κρατικών Λαχείων. Διά τον υπολογισμόν της καταναλώσεως του χάρτου η ποσότης αυτού, η αντιστοιχούσα εις την παραδιδομένην ποσότητα λαχείων θα προσαυξάνηται: α. Κατά την αχρηστίαν τομής μέχρι 5% (ξακρίσματα). β. Κατά την αχρηστίαν δι`αντικαταστάσεως και κακέκτυπα μηχανής μέχρι 10%. Η φύρα εξ αποσυσκευασίας των ρόλων του χάρτου θα υπολογίζηται μέχρι ποσοστού 5% επί του συνολικού ποσού, του προσηυξημένου κατά τας ως άνω αχρηστίας. Η συνολική ετησία κατανάλωσις του χάρτου θα υπολογίζηται εις το τέλος εκάστου έτους βάσει των ανωτέρω στοιχείων.
Άρθρον 7ον.
1. Η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων δέον όπως, τον Ιούλιον εκάστου έτους, δι`εγγράφου της προ το ύΙδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών, καθορίζη τον συνολικόν αριθμόν των μελλόντων να εκτυπωθούν κατά κατηγορίαν Λαχείου, γραμμματίων κατά το επόμενον ημερολογιακόν έτος.
2. Η αυτή Διεύθυνσις δέον επίσης δι`εγγράφου της προς το αυτό ύΙδρυμα να καθορίζη λεπτομερώς τον αριθμόν των εκτυπωθησομένων δι`εκάστην κλήρωσιν, κατά κατηγορίαν Λαχείου, γραμματίων ως και τα λοιπά απαραίτητα διά την εκτύπωσιν αυτών στοιχεία, τουλάχιστον τέσσαρας μήνας προ της εν τω εγγράφω της τούτω προβλεπομένης ημερομηνίας παραδόσεώς των εις αυτήν.
3. Εις περίπτωσιν εντολής εκπονήσεως νέας μακέττας Λαχείου τινός, το ύΙδρυμα υποχρεούται να παραδώση ταύτην εντός τεσσάρων μηνών από της υπ`αυτού λήψεως της σχετικής εντολής της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων.
Άρθρον 8ον
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος επί τη βάσει του εν παραγραφ. 1 του άρθρου 7 της παρούσης συμβάσεως εγγράφου της διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων, θα προβαίνη αφ`ενός μεν εις την παραγγελίαν του αναγκαιούντος χάρτου, αφ`ετέρου δε εις την κοστολόγησιν της όλης εργασίας.
2. Η δαπάνη εκτυπώσεως των Λαχείων υπολογίζεται επί τη βάσει του από μηνός Μαρτίου 1971 ειδικού προς τούτο κοστολογίου, προσηρτημένου τη παρούση.
3. Το κοστολόγιον αναμορφούται, εφ`όσον επέλθη οιαδήποτε μεταβολή των συνιστώντων τούτο στοιχείων. Εις την περίπτωσιν ταύτην η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται όπως αμελλητί υποβάλη εις την Διεύθυνσιν Κρατικών Λαχείων, νέον κοστολόγιον πλήρως ητιολογημένον.
4. Το κοστολόγιον θα περιλαμβάνη: – Τας πραγματικάς δαπάνας υλικών, ήτοι μελανών, εκτυπωτικών πλακών, φωτογραφικών υλικών, υλικών συσκευασίας κλπ., μη περιλαμβανομένης της αξίας του χάρτου. – Τας δαπάνας μισθών και ημερομισθίων διά την παρασκευήν των εκτυπωτικών στοιχείων, την εκτύπωσιν, τον έλεγχον αριθμήσεως, την συσκευασίαν κλπ., πλην των δαπανών μισθών, ημερομισθίων, και εν γένει απολαβών του κατ` άρθρον 11 της παρούσης, διατιθεμένου υπό της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων προσωπικού, αίτινες βαρύνουν την Διεύθυνσιν Κρατικών Λαχείων και θα καταβάλλωνται απ`ευθείας εις τούτο υπ`αυτής. – Την επιβάρυνσιν εκ των αποσβέσεων και την συντήρησιν του μηχανικού εξοπλισμού και την επιβάρυνσιν εκ των αποσβέσεων των πραγματοποιηθεισών δαπανών διαρρυθμίσεως του ειδικού χώρου εκτυπώσεως των Κρατικών Λαχείων. – Ποσοστόν των γενικών εξόδων της εν γένει λειτουργίας του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών, ως και το ποσοστόν της δαπάνης της υπηρεσίας Ασφαλείας αυτού. – Πάσαν άλλην δαπάνην εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος ήθελε προβή διά την εκτέλεσιν του διά της παρούσης αναλαμβανομένου έργου ή εξ αιτίας αυτής.
5. Η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων ελέγχει το αποστελλομένον εις αυτήν κοστολόγιον, ως και οιονδήποτε αναφερόμενον εις δαπάνην έγγραφον.
Άρθρον 9ον.
Πάσα εν γένει δαπάνη αμέσως ή εμμέσως συνδεομένη προς την εκτύπωσιν των Κρατικών Λαχείων, έστω και μη ρητώς, εν τη παρούση συμβάσει αναφερομένη, βαρύνει αποκλειστικώς και μόνον την Διεύθυνσιν Κρατικών Λαχείων καταβάλλεται δε υπ`αυτής εις την Τράπεζαν της Ελλάδος ως κάτωθι:
1. Η δαπάνη προμηθείας του χάρτου των Λαχείων, υπολογιζομένη επι τη βάσει των πραγματικών τιμών της κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού προμηθείας αυτού, προσηυξημένη δια των πάσης φύσεως σχετικών εξόδων ως και των ασφαλίστρων αποθηκεύσεως εν τω Ιδρύματι, θα καταβάλληται άμα τη παραλαβή αυτού υπό του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών.
2. Η δαπάνη εκτυπώσεως των Λαχείων, υπολογιζομένη επί τη βάσει του εν τω ανωτέρω άρθρω 8 κοστολογίου θα καταβάλληται, κατά κατηγορίαν Λαχείου, επί τη παραδόσει εις την Διευθύνσιν Κρατικών Λαχείων: α. γραμματίων δέκα (10) κληρώσεων του Λαϊκού Λαχείου., β. γραμματίων μιας εκδόσεως του Εθνικού Λαχείου, και γ. των γραμματίων του Ειδικού Κρατικού Λαχείου.
3. Οιαδήποτε άλλη δαπάνη μη περιληφθείσα εν τω κοστολογίω θα καταβάλληται άμα τη υπό της Τραπέζης της Ελλάδος πραγματοποιήσει της.
4. Αι ανωτέρω δαπάναι θα άγωνται εις χρέωσιν του παρά τω Κεντρικώ Καταστήματι της Τραπέζης της Ελλάδος (Τμήμα Σχέσεων μετά Δημοσίου) λογαριασμού της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων, κατόπιν εγγράφου αναγγελίας προς αυτήν και μετά προηγουμένην εντολήν της Διευθύνσεως προς την Τράπεζαν, διδομένην εντός μηνός το βραδύτερον από της αναγγελίας.
5. Εις ην περίπτωσιν, δι`οιανδήποτε αιτίαν, δεν καθίσταται δυνατή, κατά την κρίσιν της Τραπέζης η συμφώνως προς τα ανωτέρω χρέωσις του εν αυτώ αναφερομένου λογαριασμού της διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων εξουδιοδοτείται ανεκκλήτως από τούδε, διά της παρούσης συμβάσεως, η Τράπεζα της Ελλάδος όπως οίκοθεν και άνευ ετέρου φέρη τα ποσά των σχετικών δαπανών εις χρέωσιν του παρά τω Κεντρικώ Καταστήματι αυτής (Τμήμα Σχέσεων μετά του Δημοσίου) τηρουμένου λογαριασμού του Δημοσίου “Ελληνικόν Δημόσιον – Συγκεντρώσις Εισπράξεων και Πληρωμών”, επί τη απλή εγγράφω αναγγελία προς την Γενικήν Διεύθυνσιν Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών και την Διευθύνσιν Κρατικών Λαχείων.
6. Επί των προβλεπομένων εν τη παρούση συμβάσεως καταβολών της Διευθύνσεως προς την Τράπεζαν της Ελλάδος, ουδεμία κράτησις ή εισφορά και ουδείς φόρος, χαρτόσημον ή τέλος επιβάλλονται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, Οργανισμών πάσης φύσεως και φυσικών ή νομικών προσώπων.
Άρθρον 10ον.
Ο κίνδυνος της απωλείας, καταστροφής ή χειροτερεύσεως του έργου ως και των πάσης φύσεως υλικών, εφ`όσον δεν οφείλεται εις υπαιτιότητα της Τραπέζης της Ελλάδος ή των υπ`αυτής χρησιμοποποιουμένων προσώπων προς εκπλήρωσιν της παρούσης Συμβάσεως, βαρύνει την Διεύθυνσιν Κρατικών Λαχείων.
Άρθρον 11ον.
1. Η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων υποχρεούται όπως διαθέτη καθ` όλην την διάρκειαν,της παρούσης συμβάσεως προσωπικόν εξ 23 υπαλλήλων, κατάλληλον διά την ενίσχυσιν του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών, προς εκτέλεσιν παρ`αυτώ εργασιών των Κρατικών Λαχείων, το οποίον προσωπικόν θα τελή εις άμεσον υπαλληλικήν εξάρτησιν εξ αυτής. Η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων υποχρεούται εις την καταβολήν της μισθοδοσίας αυτού ή άλλης επί της εργασίας του αμοιβής, αποζημιώσεως πάσης φύσεως, εργοδοτικής εισφοράς κλπ.
2. Οι ως άνω υπάλληλοι της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων υποχρεούνται όπως, καθ`ον χρονικόν διάστημα απασχολούνται παρά τω Ιδρύματι, ακολουθούν τας ώρας εργασίας αυτού και εκτελούν τας εντολάς και οδηγίας των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται να αποδεσμεύη εκάστοτε ανάλογον αριθμόν και των εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου υπαλλήλων, εφ`όσον αι εις προσωπικόν ανάγκαι της περί ης η παρούσα σύμβασις εργασίας, επιτρέπουσι τούτο.
Άρθρον 12ον.
Η ισχύς της παρούσης συμβάσεως άρχεται από της 1ης Ιανουαρίου 1971 και λήγει την 31ην Δεκεμβρίου 1980, μέχρι της οποίας η Τράπεζα της Ελλάδος έχει το αποκλειστικόν δικαίωμα της εκτυπώσεως των Κρατικών Λαχείων. Η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων παραιτείται από τούδε του δικαιώματος της εκτυπώσεως οιασδήποτε κατηγορίας Κρατικού Λαχείου υπ`αυτής της ιδίας ή αναθέσεως αυτής εις οιονδήποτε τρίτον πλην εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνουσα κατΆρθρον 3 παραγρ. 2 της παρούσης, δηλώση εγγράφως προς αυτήν ότι αι δυνατότητες του Ιδρύματος δεν επιτρέπουν την εκτύπωσιν ετέρων, πέραν των εν άρθρω 2 κατηγοριών λαχείων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η Διεύθυνσις Κρατικών Λαχείων θα δύναται να προβή η ιδία εις την εκτύπωσιν ή να αναθέση ταύτην εις οιονδήποτε τρίτον, αλλά μόνον εκείνων των κατηγοριών, δι`ας η Τράπεζα θα έχη δηλώση αδυναμίαν εκτυπώσεως των. Η παρούσα Σύμβασις συνετάγη εις δύο πρωτότυπα, εξ ων εκάτερον των συμβαλλομένων μερών έλαβεν ανά εν.
Εν Αθήναις τη 8 Οκτωμβρίου 1971
ΔΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΩΣ
ΤΡΑΠΕΖΟΓΡΑΜΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ ΚΟΣΤΟΛΟΓΙΟΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΑΧΕΙΩΝ ΕΤΟΥΣ 1971
1. ΕΤΗΣΙΑΙ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΛΑΧΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΕΙΔΟΣ (ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ)
– Λαϊκόν Λαχείον 79.040.000 4άδες (κατά μέσον όρον 19 Σειραί ανα εβδομάδα) – Εθνικόν Λαχείον 2.250.000 10άδες – Ειδικόν Κρατικόν Λαχείον 2.500.000 Γραμμάτια
2. ΦΥΛΛΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΩΣ ΕΤΗΣΙΩΣ (Διάστασις φύλλου 60 Χ54 εκ) – Λαϊκόν Λαχείον 6.586.500 φύλλα – Εθνικόν Λαχείον 562.500 ” – Ειδικόν Κρατικόν Λαχείον 104.000
7.253.000 φύλλα Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
3. ΕΤΗΣΙΑΙ ΔΑΠΑΝΑΙ Δεν περιλαμβάνεται η αξία του χάρτου και η εργασία εκπονήσεως νεών μακεττών.
Δραχμαί Δραχμαί 1. Υλικά α) Μελάναι Ανάλυσις 1 180.000 β) Λοιπά Υλικά Ανάλυσις 2 350.000 530.000 2. Αμεσοι Μισθοί α) Προπαρ/κών εργασιών Ανάλυσις 3 350.000 β) Εκτυπώσεις Ανάλυσις 4 2.955.000 3.305.000 3. Επιβαρύνσεις Εγκαταστάσεως α) Αποσβέσεις Παραγ. μηχανών Ανάλυσις 5 608.000 β) Συντήρησις Ανταλλακτικά Παραγωγ. Μηχανών Ανάλυσις 5 120.000 γ) Αποσβέσεις Οικοδομικών ερ- γασιών διαρρυθ- μίσεως χώρου Κρατικών Λαχείων Ανάλυσις 6 90.900 818.900 Σύνολον Αμέσων Δαπανών 4.653.900 4. Υπηρεσία Ασφαλείας 5% επι των ανωτέρω 232.700 ————- 4.886.600 5. Γενικά Εξοδα 40% Ανάλυσις 7 1.954.400 ————– Γενικόν Σύνολον Ετησίων Δαπανών 6.841.000 Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971 4. ΤΙΜΑΙ ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ 6.841.000 1. Κόστος ανα φύλλον εκτυπώσεως ———— 0,943 7.253.000 2. Κόστος γραμματίου κατά κατηγορίαν: 0,943 – Λαϊκόν Λαχείον ——- 0,0785 Δρχ. ανά 4άδα 12 0,943 – Εθνικόν Λαχείον ——— 0,235 Δρχ. ανά 10άδα 4 0,943 – Ειδικόν Κρατικόν Λαχείον ——- 0,039 δρχ. ανά γραμμάτιον 24
Αι δαπάναι μισθοδοσίας και αι εν γένει απολαβαί του διατιθεμένου υπό της Διευθύνσεως των Κρατικών Λαχείων προσωπικού θα καταβάλλωνται απ`ευθείας εις τούτο υπ`αυτής και θα εκπίπτωνται υπο της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων εκ της δαπάνης εκτυπώσεως των Λαχείων, ήτις θα καταβάλλεται εις την Τράπεζαν συμφώνως προς τας ως άνω τιμάς μονάδος. 3. Κόστος Μακεττών: Διά την εκπόνησιν νέων μακεττών εφΆπαξ δαπάνη 120.000 δρχ. ανά έκαστον είδος (Ανάλυσις 8).
Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971. ΑΝΑΛΥΣΙΣ 1 ΜΕΛΑΝΑΙ Διά την εκτύπωσιν χάρτου αντιστοιχούντος εις 7.500.000 φύλλα (υπολογίζονται τα κακέκτυπα και αι αντικαταστάσεις) διά τριών (3) χρωμάτων εις την προσθίαν και ενός εις την οπισθίαν, πλέον αρίθμησιν και εκτύπωσιν γραμμών ασφαλείας, απαιτούνται 200 gr/1000 φύλλα ήτοι 7.500.000 φύλλα Χ 200gr/1000 φύλλα =1.500 kgr Κόστος μελάνης 1.500 kgr X120 δρχ/kgr 180.000 δρχ.
Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΑΝΑΛΥΣΙΣ 2 ΛΟΙΠΑ ΥΛΙΚΑ Εκτυπωτικαί πλάκες 160.000 Φωτογραφικά υλικά 30.000 Υλικά συσκευαασίας Λαχείων 60.000 Διάφορα αναλώσιμα μικροϋλικά (φωτομετα- φορείου, μηχανών, Χημικά, λιπαντικά κλπ)100.000 ————- 350.000 Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΑΝΑΛΥΣΙΣ 3 ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΙ
Διά την κατασκευήν των απαιτουμένων η πλήρης σχεδόν απασχόλησις δύο Σχεδιαστών και μερικώς, ενός φωτογράφου και ενός φωτομεταφορέως. Η ετησία Δαπάνη διά τους ανωτέρω εκτιμάται εις δραχμάς …………………………….350.000
Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΑΝΑΛΥΣΙΣ 4 ΕΤΗΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ύΑτομα Ετησία Δαπάνη 1. Διαχειρισταί 2 310.000 2. Τεχνικός Προϊστάμενος 1 180.000 3. Εκτύπωσις 3 Τεχνίται 300.000 4. Τομή 3 Κόπται 310.000 5. ύΕλεγχος- Μηχανή Καταμετρήσεως 1 65.000 6. ύΕλεγχος Αριθμήσεως 20 Διαλογείς 1.250.000 7. Συσκευασία -Τομή στε- λέχους -Καταμέτρησις 6 ” 400.000 8. Διακίνησις 2 Εργάται 140.000 ————— Σύνολον 2.955.000 Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΑΝΑΛΥΣΙΣ 5 Α` Μηχανικός Εξοπλισμός Εκτυπώσεως των Κρατικών Λαχείων 1. Μηχανή MULTI -FORMA GOEBEL 5.150.000 2. Μηχανή Καταμετρήσεως φύλλων 190.000 3. Κοπτικαί Μηχαναί 2 490.000 4. Μηχανή Συσκευασίας Δεμάτων 80.000 5. Μηχανή Καταμετρήσεως Λαχείων 100.000 6. Διάφοροι μικραί μηχαναί 70.000 ————– 6.080.000 Δι`απόσβεσιν εις 10 έτη ατόκως ετησία επιβάρυνσις 6.080.000 Χ 10% = 608.000- Β` Δαπάνη Ανταλλακτκών και Συντηρήσεως 2% επί του κόστους κτήσεως των μηχανών. 6.080.000 Χ 2% = 120.000 δρχ. Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΑΝΑΛΥΣΙΣ 6 Οικοδομικαί Εργασίαι Διαρρυθμίσεως χώρου Εκτυπώσεως Κρατικών Λαχείων.
Διά την εκτύπωσιν και τον έλεγχον των Κρατικών Λαχείων εγένετο κατάλληλος διαμόρφωσις χώρου του κτιρίου του Ιδρύματος. Διά του τρόπου αυτού εγένετο ορθολογικωτέρα διάταξις μηχανημάτων και θέσεων εργασίας, επ`ωφελεία της ποιότητος των Κρατικών Λαχείων και του Κόστους (Μείωσις διακινήσεως -Καλύτεραι συνθήκαι εργασίας κλπ). α) Δαπάναι διά τας οικοδομικάς εργασίας διαρρυθμίσεως του χώρου ανέρχονται εις δρ. 789.000- β) Δαπάναι διά την κατασκευήν ειδικού εξοπλι- σμού (τράπεζαι εργασίας κλπ) δρχ. 120.000- ———— 909.000- Η ετησία επιβάρυνσις εκ της αποσβέσεως της ως άνω δαπάνης ατόκως επι 10 έτη υπολογίζεται ως κάτωθι: 909.000 Χ 10% = 90.900- Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971 ΑΝΑΛΥΣΙΣ 7 Τα Γενικά Εξοδα περιλαμβάνουν: – Εμμέσους μισθούς – Λοιπάς δαπάνας Ηλεκτρικόν ρεύμα – Καθαριότητα – Θέρμανσιν – Ασφάλισιν χάρτου – Απόσβεσιν κτιρίου – Λοιπάς Επιβαρύνσεις Προσωπικού. Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971 ΑΝΑΛΥΣΙΣ 8 ΚΟΣΤΟΣ ΜΑΚΕΤΤΑΣ (Δι` έκαστον είδος) 1. Αρχική σύνθεσις δρχ. 30.000- 2. Εκτέλεσις Γραμμοκοσμητική σύνθεσις, σχε- διαστική εργασία κλπ. ” 65.000- Φωτογραφήσεις – Πολλαπλασιαστική μηχανή ” 25.000- ” ———– 120.000- ύΗτοι και διά τα τρία είδη λαχείων απαιτούνται δρχ. 120.000 Χ 3 = 360.000- Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΚΟΣΤΟΥΣ Είδη Λαχείου Κόστος 1970 Κόστος διαφορά 1971 % ————————————————————– Λαϊκόν 0,084 + 0,0076 = 0,0916 0,0785 -14,3% Εθνικόν 0,25 0,235 -6- Ειδικόν Κρατικόν 0,047 + 0,0076 = 0,0546 0,039 -28,6
Η μείωσις της τιμής του Λαϊκού Λαχείου και του Ειδικού Κρατικού είναι μεγαλυτέρα λόγω της καταργήσεως της κυματοειδούς τομής.
Ο Τεχνικός Διευθυντής ΦΡ. ΚΩΤΣΙΑΝΑΣ Μάρτιος 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ
Άρθρον 57
Τέλη επί προεμβασμάτων.
Εις το άρθρον 15 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”, ως τούτο ισχύει, προστίθεται παράγραφος υπ` αριθ. 23 έχουσα ως εξής:
“23. Εις τέλος χαρτοσήμου εν επί τοις εκατόν (1%) υπόκειται το εις δραχμάς αντίτιμον των διενεργουμένων υπό των μεσολαβουσών Τραπεζών προεμβασμάτων προς προμηθευτάς οίκους του εξωτερικού, δι`εισαγωγήν αγαθών, ανεξαρτήτως του τρόπου διακανονισμού της αξίας τούτων. Εις το κατά την παρούσαν παράγραφον τέλος χαρτοσήμου δεν υπόκεινται τα προεμβάσματα δι`εισαγωγάς αγαθών εκ της αλλοδαπής υπό προσώπων απαλλασσομένων των τελών χαρτοσήμου”.
Άρθρον 58
Απαλλαγαί εκ τελών χαρτοσήμου.
1. Εις το εδάφιον Α` της παραγράφου 6 του άρθρου 15δ του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931,”περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”, ως νυν ισχύει, προστίθεται περίπτωσις γ`,έχουσα ως ακολούθως:
“γ) δημοσιογραφικού χάρτου προς δικαιούχους ατελούς εισαγωγής τούτου, κατά τας εκάστοτε ισχυούσας περί Τύπου και λοιπάς διατάξεις”. Η ισχύς της παρούσης παραγράφου άρχεται από 1ης Οκτωβρίου 1976.
2. Η περίπτωσις δ` του εδαφίου Γ` της παραγράφου 6 του άρθρου 15δ` του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“δ) Υπό συνεταιριστικών οργανώσεων διάθεσιν εν γένει αγαθών αγορασθέντων εν τω εσωτερικώ ή εισαχθέντων εκ του εξωτερικού διά λογαριασμόν πλειόνων επιτηδευματιών κατά τας διατάξεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 33 του Ν.Δ. 4/1968 “περί Κώδικος Φορολογικών στοιχείων”, ως και υπό ανωνύμου εταιρείας με ονομαστικάς μετοχάς ή εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης με μετόχους ή μέλη κατά περίπτωσιν, τουλάχιστον είκοσιν επιτηδευματίας παντοπώλας, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ασκούντα ιδίαν έκαστον επιχείρησιν, διάθεσιν εις τους μετόχους ή μέλη αυτών ειδών διατροφής, πλην ποτών, και διά την καταβολήν της αξίας τούτων προς συνεταιριστικήν οργάνωσιν κλπ”.
3. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 15ε του αυτού ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Επί βιομηχανοποιήσεως πρώτων και βοηθητικών υλών ή ημικατεργασμένων προϊόντων, αποστελλομένων υπό οίκων εξωτερικού και εισαγομένων υπό το καθεστώς της προσωρινής ατελείας άνευ διακανονισμού της αξίας αυτών εις συνάλλαγμα, τα διά την αμοιβήν παραγομένων αγαθών εκδιδόμενα τιμολόγια, αποδείξεις ή έτερα έγγραφα εις ουδέν τέλος υπόκεινται”.
4. Πωλήσεις εφοδίων και τροφίμων τελούντων υπό καθεστώς διαμετακομίσεως (transit) επί καταβολή της αξίας αυτών εις συνάλλαγμα προς πλοία και αεροσκάφη εκτελούντα πλόας ή πτήσεις εξωτερικού ή μικτούς, ων η εκμεταλλευομένη ταύτα επιχείρησις έχει την έδραν της εις την ημεδαπήν, απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και επί πωλήσεων πραγματοποιηθεισών από 28 Ιουνίου 1971.
5. Εις το εδάφιον στ` της παραγρ. 2 του άρθρο 1 του Ν.Δ. 1079/1971 “περί καταργήσεως απαλλαγών εκ των τελών χαρτοσήμου”, ως ισχύει, προστίθεται περίπτωσις 47, έχουσα ούτω: “47. Ν. 3464/1955, άρθρον 13, “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί ασφαλίσεως ανεργίας διατάξεων”. Η ισχύς της παρούσης παραγράφου άρχεται από της πρώτης του επομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μηνός.
6. Συμβάσεις εκχωρήσεως, υπό ημεδαπών εταιρειών ή οργανισμών προς αλλοδαπούς οίκους, του δικαιώματος χρήσεως (ru) συστημάτων τηλεπικοινωνιών δι`υποβρυχίων καλωδίων, απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου και ετέρων επιβαρύνσεων υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, υπό τον όρον της αμοιβαιότητος. Η ως άνω διάταξις έχει εφαρμογήν και επί συναφθεισών ομοίων συμβάσεων.
7. Το εδάφιον δ` της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”, ως νυν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “δ. Αι αποδείξεις συνδρομών περιοδικών, εφημερίδων και εν γένει εντύπων, των οποίων η ετησία συνδρομή δεν υπερβαίνει τας τριακοσίας (300) δραχμάς”.
8. Το εδάφιον ε` της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 ως νυν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “ε. Αι ταχυδρομικαί διασαφήσεις, τα Π.Ε.Α.Ε. ως και άπαντα τα λοιπά έγγραφα τα αναφερόμενα εις την εν γένει τελωνειακήν διαδικασίαν των διά της ταχυδρομικής οδού εισαγομένων και παραδιδομένων ατελώς ειδών βοηθείας ή υποβαλλομένων κατά την εισαγωγήν των εις ειδικόν, κατ` αποκοπήν, δασμόν”.
9. Τα καταστατικά των παντός βαθμού γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων μετά των εν αυτοίς περιεχομένων παραπομένων συμβάσεων, πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών, αι τροποποιήσεις των καταστατικών τούτων, αι πάσης φύσεως εισφοραί των μελών αυτών, τα προκύπτοντα κέρδη, η διανομή των κερδών, ως και η μεταφορά τούτων εις αποθεματικά απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου.
Άρθρον 59
Παραβάσεις – Ποιναί – Διαδικασία συμβιβασμού.
1. Το πρώτον εδάφιον της περιπτώσεως γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”, ως νυν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Ο προσάγων οίκοθεν το έγγραφον ενώπιον οιουδήποτε Οικον. Εφόρου προς σήμανσιν υποχρεούται εις πληρωμήν του προσήκοντος επί του εγγράφου τέλους χαρτοσήμου, επιπροσθέτως δε και εις πληρωμήν προστίμου ίσου προς πέντε επί τοις εκατόν (5%) του τέλος τούου δι`έκαστον μήνα από της λήξεως της προθεσμίας καταβολής, μη δυναμένου να υπερβή το είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%) τούτου”.
2. Το τρίτον εδάφιον της παραγράφου 6 του άρθρου 40 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Εν περιπτώσει παραλείψεως της καταβολής του τέλους επί των, κατά τας διατάξεις των άρθρων 15γ,.15δ. 15ε και 16 του παρόντος υποβαλλομένων εις τον Οικον. ύΕφορον εγγράφων ή καταβολης ποσού μικροτέρου του πράγματι οφειλομένου, το μη καταβληθέν εν όλω ή εν μέρει τέλος καταλογίζεται διά πράξεως του αρμοδίου Οικον. ύΕφορον μετά προστίμου όπερ εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να είναι κατώτερον του καταλογιζομένου ποσού του τέλους. Εν περιπτώσει εκπροθέσμου καταβολής του τέλους επιβάλλεται και πρόστιμον ίσον προς δέκα επί τοις εκατόν (10%) δι`έκαστον μήνα από της λήξεως της προθεσμίας καταβολής του τέλους, μη δυνάμενον να υπερβή τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) τούτου”.
3. Αι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 65 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίστανται ως ακολούθως: “5. Ο καθ`ου εξεδόθη η πράξις της φορολογικής αρχής περί καταλογισμού κυρίου τέλους χαρτοσήμου και προστίμου, δύναται να προτείνη την εξώδικον λύσιν της διαφοράς μεταξύ αυτού και της εκδούσης την πράξιν φορολογικής αρχής. Η πρότασις υποβάλλεται εις την εκδούσαν την πράξιν φορολογική αρχή, είτε διά του δικογράφου της προσφυγής είτε δι`ιδιαιτέρας αιτήσεως εντός της διά την άσκησιν της προσφυγής προβλεπομένης προθεσμίας. Υποβληθείσης προτάσεως εξωδίκου λύσεως της διαφοράς η φορολογική αρχή καλεί επί αποδείξει τον καθ`ου η πράξις ίνα προσέλθη εις τακτήν ημερομηνίαν προς συζήτησιν ταύτης. Διά την υπό πληρεξουσίου συζήτησιν της προτάσεως περί εξωδίκου λύσεως της διαφοράς και την υπογραφήν της πράξεως, δέον να προσάγηται ειδική έγγραφος πληρεξουσιότης. Η φορολογική αρχή λαμβάνουσα υπ`όψιν τα στοιχεία του φακέλλου της υποθέσεως τα υπό του καθ`ου η πράξις προσκομιζόμενα στοιχεία, τα προφορικώς ή εγγράφως υπ`αυτού αναπτυσσόμενα, ως και παν έτερον στοιχείον, δύναται, εφ`όσον κρίνει εν όλω ή εν μέρει βάσιμον το αίτημα, ν`αποδεχθή την ακύρωσιν της πράξεως ή την τροποποίησιν ταύτης διά διαγραφής ή περιορισμού του επιβληθέντος τέλους και επί ενίων εγγράφων, πράξεων, σχέσεων ή συναλλαγών ως και τον περιορισμόν του επιβληθέντος ποσοστού προστίμου μέχρι του ημίσεος αυτού, εξαιρέσει των περιπτώσεων περί ων το τρίτον εδάφιον της παραγρ. 6 του άρθρου 40 του παρόντος εφ`ών εν ουδεμιά περιπτώσει το πρόστιμον δύναται να περιορισθή εις ποσόν κατώτερον του καταλογιζομένου κυρίου τέλους.
6. Εφ`όσον αι απόψεις του καθ`ου η πράξις και της φορολογικής αρχής, συμπέσουν, συντάσσεται περί τούτου ητιολογημένη πράξις υπογραφομένη παρ`αμφοτέρων των μερών και η διαφορά θεωρείται επιλυθείσα εν όλω ή εν μέρει, κατά περίπτωσιν, αναλόγως του εκ της συμπτώσεως των απόψεων των μερών επελθόντος αποτελέσματος, η δε ασκηθείσα προσφυγή θεωρείται ως μη γενομένη ή ισχύει μόνον διά τας περιπτώσεις διά τας οποίας δεν επετεύχθη διοικητική επίλυσις της διαφοράς. Εάν δεν εμφανισθή ο καθ`ου η πράξις διά την συζήτησιν της προτάσεως αυτού ή εάν δεν πραγματοποιηθή η εξώδικος λύσις της διαφοράς, ακολουθεί η διαδικασία του νόμου διά την εκδίκασιν της ασκηθείσης προσφυγής. Η ματαίωσις της εξωδίκου λύσεως της διαφοράς βεβαιούται υπό της φορολογικής αρχής επί του περιέχοντος το αίτημα δικογράφου”.
Άρθρον 60
Κύρωσις διαταγών της διοικήσεως.
Κυρούνται κτώμεναι ισχύν νόμου αφ` ης εξεδόθησαν πλην αν άλλως ορίζεται εν αυταίς, αι υπ`αριθ. Δ. 17029/375/8 Οκτωβρίου 1975, Κ. 1630/109/5 Φεβρουαρίου 1976, Κ. 2260./160 Πολ. 79/2 Μαρτίου 1976, και Κ. 9105/649/28 Ιουλίου 1976 διαταγαί του Υπουργού των Οικονομικών έχουσαι ούτω:
“Αριθ. Πρωτ. Δ. 17029/375/8.10.1975
ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Θέμα: Περί καθορισμού της εκτάσεως της δασμολογικής διευκολύνσεως ειδών εισαγομένων βάσει της Συμφωνίας UNESCO.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντες υπ`όψιν:
1. Τας διατάξεις του άρθρου 1 παραγρ. 1 της Συμφωνίας UNESCO κυρωθείσης διά του Ν. 2930/54, καθ`ας τα συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να μη εφαρμόζουν τελωνειακούς δασμούς και λοιπούς φόρους επιβαλλομένους κατά την εισαγωγή και επ`ευκαιρία ταύτης επί των εν τοις παραρτήμασι της εν λόγω Συμφωνίας αναφερομένων ειδών.
2. Τας διατάξεις του άρθρου 1 παραγρ. 2 εδαφ. α` της αυτής ως άνω Συμφωνίας, καθ`ας τα συμβαλλόμενα Κράτη δεν εμποδίζονται να εισπράττουν κατά την εισαγωγήν επί των αντικειμένων της Συμφωνίας λοιπούς – πλην δασμών – εσωτερικούς φόρους ή ετέρας εσωτερικάς φορολογικάς επιβαρύνσεις υπό τον όρον να μη υπερβαίνουν ούτοι αμέσως ή εμμέσως τους επί των ομοίων εγχωρίων προϊόντων επιβαλλομένους.
3. Την υπ`αριθ. Δ 6710/281/4.10.1972 απόφασιν ημών “περί καθορισμού της εκτάσεως της δασμολογικής διευκολύνσεως ειδών εισαγομένων βάσει της Συμφωνίας της UNESCO”.
4. Την υπΆριθ. 55/1972 ΕΔΥΟ δι`ης εξουσιοδοτήθησαν αι Διευθύνσεις Τελωνείων διά την χορήγησιν ατελείας κατ` εφαρμογήν της ως είρηται Συμφωνίας της UNESCO.
Αποφασίζομεν
1. Η κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 της Συμφωνίας περί εισαγωγής ειδών εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρος, της υπογραφείσης εν Λεϊκ Σαξές την 22αν Νοεμβρίου 1950 και κυρωθείσης διά του Ν. 2930/54 (Συμφωνίαν της UNESCO) παρεχομένη φορολογική απαλλαγή, διά τα εν τοις παραρτήμασι Α και Ε της Συμφωνίας ταύτης αναφερόμενα είδη, καλύπτει άπαντας τους κατά την εισαγωγήν και επ`ευκαιρία ταύτης επιβαλλομένους δασμούς και λοιπούς φόρους, τέλη ή δικαιώματα υπέρ του δημοσίου ή τρίτων, περιλαμβανομένων των αναλογικών τελών Χαρτοσήμου άρθρου 15β Κώδικος Χαρτοσήμου, ως και των παγίων τοιούτων επί των εγγράφων διαδιακασίας εισαγωγής, υπό την επιφύλαξιν, ότι και καθ` όσον αφορά ειδικώτερον εις τας εν τω παραρτήματι Α` της ρηθείσης Συμφωνίας αναφερόμενα έντυπα, εκτός των Κυπριακών ημερησίων εφημερίδων ταύτα θα είναι τετυπωμένα εις ξένην γλώσσαν.
2. Διά τα εν τω παραρτήματι Α`της ρηθείσης Συμφωνίας αναφερόμενα έντυπα τα τετυπωμένα εις την Ελληνικήν γλώσσαν, πλην των Κυπριακών ημερησίων εφημερίδων, ως και διΆπαντα τα λοιπά εν τοις παραρτήμασι Β, Γ και Δ της αυτής Συμφωνίας αναφερόμενα είδη, η παρεχομένη φορολογική απαλλαγή καλύπτει μόνον τον εισαγωγικόν δασμόν και δεν επεκτείνεται και επί των λοιπών, κατά την εισαγωγήν εισπραττομένων φόρων, τελών ή ετέρων επιβαρύνσεων.
3. Τυχόν καταβληθείσαι οιαιδήποτε φορολογικαί επιβαρύνσεις επί εισαχθέντων εντύπων, περί ων η παραγρ. 1 της παρούσης από 28.6.1975. επιστρέφονται επί τη υποβολή σχετικής αιτήσεως των ενδιαφερομένων. Της επιστροφής ταύτης εξαιρούνται τα πάγια τέλη χαρτοσήμου.
4. Η παρούσα, η ισχύς της οποίας άρχεται από 28.6.75 κυρωθήσεται νομοθετικώς.
5. Η υπ`αριθ. Δ. 6710/281/4.10.1972 ημετέρα απόφασις καταργείται.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 1630/109/5.2.1976 Σχετ.: Υπ. Κοιν. Υπηρ. Γ. 6/33/3/9.1.76
Κατόπιν ύπερθεν σχετικού, ανακοινούμεν ότι, επί των από πρώτης Φεβρουαρίου 1976 και εφεξής πωλουμένων υπό φαρμακοποιών φαρμάκων προς Δημόσιον ή Ασφαλιστικούς Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, διά παροχήν φαρμακευτικής περιθάλψεως προς ησφαλισμένους αυτών, δεν θα καταβάλλωνται τα υπό των οικείων διατάξεων προβλεπόμενα τέλη χαρτοσήμου. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 2260/160
Πολ. 79/2.3.1976
Θέμα: Παράτασις προθεσμίας καταβολής τελών χαρτοσήμου επί των κερδών προσωπικών εταιρειών κλπ.
Λαβόντες υπ`όψιν:
α) Υποβληθέν ημίν αίτημα υπό Επαγγελματικών Οργανώσεων της Χώρας περί παρατάσεως της προθεσμίας καταβολής του τέλους χαρτοσήμου του επιβληθέντος διά του άρθρου 21 του Ν. 12/1975 επί των καθαρών κερδών των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών ως και των κερδοσκοπικών συνεταιρισμών και κοινοπραξιών.
β) Οτι διά της υπ`αριθ. 13/1975 εγκυκλίου διαταγής ημών και διά τους εν αυτή αναφερομένους λόγους, αι προθεσμίαι καταβολής του ως άνω τέλους υπό των εν λόγω επιχειρήσεων ωρίσθησαν ως κάτωθι:
αα) Διά τας τηρούσας βιβλία Α` κατηγορίας ή μη τηρούσας βιβλία εντός του πρώτου 15ημέρου του μηνός του επομένου της λήξεως της διαχειριστικής των περιόδου.
ββ) Διά τας τηρούσας βιβλία Β` κατηγορίας εντός του πρώτου 15ημέρου του επομένου μηνός από της περαιώσεως των πράξεων Ισολογισμού.
γ) Οτι διά πολλάς εκ των επιχειρήσεων των τηρουσών βιβλία Α`κατηγορίας, ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών ενεργείται διά διαφόρους λόγους μετά την παρόδον της κατά τ`ανωτέρω ορισθείσης προθεσμίας με συνέπεια αύται να μη δύνανται να καταβάλλουν το τέλος χαρτοσήμου εντός των ως άνω προθεσμιών και να επιβαρύνωνται διά προστίμου, λόγω εκπροθέσμου καταβολής, εγκρίνομεν τα κάτωθι:
1. Το τέλος χαρτοσήμου επί των καθαρών κερδών των ημερολογιακών ετών 1975 και επομένων των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών ως και των κερδοσκοπικών συνεταιρισμών και Κοινοπραξιών θα καταβάλλεται ανεξαρτήτως της κατηγορίας των τηρουμένων βιβλίων εντός τριμήνου από της λήξεως της διαχειριστικής των περιόδου.
2. Τυχόν επιβληθέν πρόστιμον διά τα κέρδη του ημερολογιακού έτους 1975 λόγω εκπροθέσμου καταβολής του ως άνω τέλους διαγράφεται το δε καταβληθέν επιστρέφεται ή συμψηφίζεται προς τυχόν διαφοράν, ήτις ήθελε προκύψει μετ` έλεγχον.
3. Η παρούσα ρύθμισις κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 9105/649/28.7.1976
Αι υπό του Ν.Δ. 3783/1957 ως ισχύει προβλεπόμεναι απαλλαγαί παρέχονται και προς τους δικαιουμένους στεγαστικών δανείων κατά τας διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 289/1976 εφ`όσον εν των προσώπω των συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3783/1957 πλην του χρόνου υπηρεσίας όστις διά τα πρόσωπα της κατηγορίας ταύτης μειούται εις πέντε (5) έτη και από του διορισμού των προκειμένου περί του ανωτέρου διδακτικού προσωπικού και των Επιμελητών βοηθών και Παρασκευαστών του Πανεπιστημίου Θράκης και το αγοραζόμενον ακίνητον κείται εις την υπό του Ν. 289/1976 προστεθείσαν περιοχήν Ε`. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
ΦΟΡΟΣ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Άρθρον 61
Απαλλαγή εκ του φόρου κύκλου εργασιών.
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 4486/1965 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Απαλλάσσονται του φόρου κύκλου εργασιών του εδαφίου α` του άρθρου 1 του Α.Ν. 660/1937 “περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών” τα ακαθάριστα έσοδα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων εκ πωλήσεως προϊόντων, προς δικαιουμένους, κατά τας ισχυούσας διατάξεις, απαλλαγής από του φόρου κύκλου εργασιών, εν περιπτώσει εισαγωγής υπό των ιδίων, ομοίων προϊόντων εκ του εξωτερικού. Εις την απαλλαγήν ταύτην περιλαμβάνονται και αι πρώται ύλαι εγχωρίου παραγωγής, αι χρησιμοποιούμεναι διά την παραγωγήν των προϊόντων. Οι όροι και η εν γένει διαδικασία της απαλλαγής καθορίζονται δι`αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών”.
2. Το άρθρον 6 του Ν. 289/1976 “περί παροχής κινήτρων διά την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“Άρθρον 6.
Μείωσις φόρου κύκλου εργασιών.
1. Ο φόρος κύκλου εργασιών, επί των ακαθαρίστων εσόδων των εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου υπαγομένων επιχειρήσεων, εξαιρέσει των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της νήσου Ρόδου, μειούται, επί πενταετίαν από της υπαγωγής εκάστης επιχειρήσεως κατά εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν (75%). Εις την μείωσιν ταύτην περιλαμβάνεται και η κατά το άρθρον 9 του Ν.Δ. 1080/1971 “περί καταργήσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων περί φόρου κύκλου εργασιών”, ως ισχύει, τοιαύτη.
2. Αι περί ων η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν. 289/1976 επιχειρήσεις, αι οποίαι λειτουργούν εις την Ε` περιοχήν προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονται εις το μειωμένον ποσοστόν φόρου της προηγουμένης παραγράφου, εξαιρέσει των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της νήσου Ρόδου.
3. Η διάταξις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ισχύει επί πενταετίαν από 1ης Ιανουαρίου 1977″.
Άρθρον 62
Ποσοστόν φόρου κύκλου εργασιών.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν.Δ 33/1975 “περί μειώσεως φορολογικών επιβαρύνσεων μεταφορικών τινων επιχειρήσεων και ρυθμίσεως ετέρων θεμάτων αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Εις το κατά την προηγουμένην παράγραφον μειωμένον ποσοστόν φόρου κύκλου εργασιών υπάγονται και τα πάσης φύσεως ακαθάριστα έσοδα των ειδικών τουριστικών λεωφορείων δημοσίας χρήσεως”.
Άρθρον 63
Διαγραφή προσαυξήσεων – Καταβολή φόρου κύκλου εργασιών εις δόσεις.
1. Προσαυξήσεις φόρου κύκλου εργασιών λόγω μη υποβολής δηλώσεως ή λόγω εκπροθέσμου υποβολής ταύτης, βεβαιωθείσαι εις το Δημόσιον Ταμείον βάσει οιουδήποτε τίτλου και μη ,καταβληθείσαι, διαγράφονται εφ` όσον αφορούν εις φόρους οι οποίοι αναλογούν επί ακαθαρίστων εσόδων, πραγματοποιηθέντων υπό των ιδιοκτητών ειδικών τουριστικών λεωφορείων εκ της εκμεταλλεύσεως των μεταφορικών τούτων μέσων μέχρι της 6 Μαρτίου 1975.
2. Διά την κατά την προηγουμένην παράγραφον διαγραφήν των προσαυξήσεων απαιτείται: α) Αίτησις του ενδιαφερομένου προς τον Οικονομικόν ύΕφορον μετά βεβαιώσεως του Δημοσίου Ταμείου, εμφαινούσης αναλυτικώς το ύψος της οφειλής του εκ κυρίου φόρου και προσαυξήσεως φόρου κύκλου εργασιών και β) ατομικόν φύλλον εκπτώσεως, συντασσόμενον κατόπιν ερεύνης περί συνδρομής των εν τη παραγράφω 1 του παρόντος οριζομένων προϋποθέσεων.
3. Τα βεβαιωθέντα και μη καταβληθέντα ποσά φόρου κύκλου εργασιών εις βάρος των περί ων το παρόν άρθρον υποχρέων, τα αφορώντα εις ακαθάριστα έσοδα πραγματοποιηθέντα υπ`αυτών μέχρις 6 Μαρτίου 1975 εκ της εκμεταλλεύσεως των τουριστικών λεωφορείων, καταβάλλονται εις τριάκοντα εξ (36) ίσας μηνιαίας δόσεις, άνευ προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής.
Άρθρον 64
Απαλλαγή ασφαλίστρων εκ του φόρου κύκλου εργασιών.
1. Απαλλάσσονται εκ του φόρου κύκλου εργασιών τα ασφάλιστρα και πάσης φύσεως δικαιώματα παρομαρτούντα τη ασφαλιστική συμβάσει εξ ασφαλίσεως ενίων κινδύνων των εις τας διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953 “περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού”, υπαχθεισών επιχειρήσεων.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον απαλλαγή χορηγείται εις τας επιχειρήσεις εκείνας, αι οποίαι βάσει των οικείων μετά του Δημοσίου συμβάσεων ή Προεδρικών Διαταγμάτων, δικαιούνται ασφαλίσεως ενίων κινδύνων εις το εξωτερικόν, η δε Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται όπως χορηγή το απαιτούμενον συνάλλαγμα, και εφ`όσον αύται ασφαλίζονται εν τη ημεδαπή τα δε ασφάλιστρα των κινδύνων τούτων καταβάλλονται υπ`αυτών δι` εισαγωγής εκ της αλλοδαπής συναλλάγματος μη υποχρεωτικώς εκχωρησίμου εις την Τράπεζαν της Ελλάδος.
3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Μαρτίου 1976.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΕΙΔΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ
Άρθρον 65
Φόρος καταναλώσεως επί των ανυψωτικών συσκευών.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!: Ο φόρος καταργήθηκε από το άρθρο 15 του Ν.2093/92.
1. Ο περί ου το άρθρον 1 του Ν.Δ. 3829/1958 “περί φορολογικών μέτρων αποσκοπούντων εις τον περιορισμόν της καταναλώσεως ειδών τινων πολυτελείας” ειδικός φόρος καταναλώσεως επί των ανυψωτικών συσκευών, επιβάλλεται επί της συνολικής αξίας των πάσης φύσεως μηχανημάτων, εξαρτημάτων και λοιπών υλικών, των χρησιμοποιηθέντων διά την εγκατάστασιν και λειτουργίαν της συσκευής, πλην των θυρών εισόδου και των μεταλλικών πλεγμάτων του φρέατος. Εις την τιμήν ταύτην δεν περιλαμβάνεται η εργολαβική αμοιβή.
2. Υπόχρεως διά την καταβολήν του φόρου τούτου εις το Δημόσιον τυγχάνει, προκειμένου περί ανεγειρομένης οικοδομής δι`αυτεπιστασίας, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν ο κατασκευαστής της οικοδομής.
3. Ο φόρος καταβάλλεται, υπό των ων η προηγουμένη παράγραφος υποχρέων, διά δηλώσεως υποβαλλομένης εις τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον της περιφερείας των, προ της χορηγήσεως υπό της αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενεργείας, της , κατά τας διατάξεις του άρθρου 22 του Β.Δ. υπΆριθ. 37/23.12.1965/17.1.1966 “περί κατασκευής και λειτουργίας ηλεκτροκινήτων ανελκυστήρων”, αδείας λειτουργίας της ανυψωτικής συσκευής.
4. Διά την χορήγησιν της κατά την προηγουμένην παράγραφον αδείας, δέον όπως υπό του υποχρέου εις φόρον καταναλώσεως, υποβάλληται εις την αρμοδίαν Υπηρεσίαν του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενεργείας, μετά των λοιπών δικαιολογητικών και αντίγραφον της οικείας δηλώσεως μετά του τριπλοτύπου καταβολής του φόρου εις το Δημόσιον Ταμείον.
5. Ο συντελεστής του φόρου ορίζεται εις δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%).
6. Πάντα τα λοιπά θέματα, ρυθμίζονται υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 3829/1958 ως τούτο ισχύει.
7. Απαλλάσσονται του ειδικού φόρου καταναλώσεως του Ν.Δ. 3829/1958, αι εκ της αλλοδαπής εισαγόμενα ανυψωτικαί συσκευαί της δασμολογικής κλάσεως 65δ/δίς του προ της 27ης Απριλίου 1960 ισχύσαντος Τελωνειακού Δασμολογίου Εισαγωγής.
8. Οι κατασκευασταί ή διασκευασταί ανυψωτικών συσκευών, οι οποίοι εγκαθιστούν συσκευάς βάσει συμβάσεων, συναφθεισών προ της δημοσιεύσεως του παρόντος, διέπονται υπό του προϊσχύσαντος καθεστώτος, εφ` όσον εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, ήθελον προσκομίσει τας οικείας συμβάσεις εις τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον προς θεώρησιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Άρθρον 66
Τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων.
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953 “περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων”, ως ισχύει αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Προκειμένου περί αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως επί των οποίων έχουν μερίδιον συνιδιοκτησίας και μη επαγγελματίαι αυτοκινητισταί, τα τέλη κυκλοφορίας διά τα εις τούτους ανήκοντα μερίδια υπολογίζονται επί τη βάσει των συντελεστών των ισχυόντων διά τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως. Ειδικώς, επί αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως επί των οποίων έχουν μερίδιον, συνιδιοκτησίας η χήρα σύζυγος αποβιώσαντος επαγγελματίου αυτοκινητιστού ως και τα μέχρι συμπληρώσεως του 21ου έτους της ηλικίας των τέκνα αυτού, τα οποία, κατά τας κειμένας διατάξεις, διατηρούν το επί της αδείας κυκλοφορίας δικαίωμα. τα τέλη κυκλοφορίας διά τα εις τα πρόσωπα ταύτα ανήκοντα μερίδια υπολογίζονται επί τη βάσει των συντελεστών των ισχυόντων διά τα αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως”.
2. Η ισχύς των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1977.
3. Τα ρυμουλκούμενα ή ημιρυμουλκούμενα φορτηγά οχήματα υπόκεινται εις τα διά τα πετρελαιοκίνητα φορτηγά αυτοκίνητα οριζόμενα κατά περίπτωσιν τέλη κυκλοφορίας.
4. Τα εδάφια ζ` της περιπτώσεως Α` και ε` της περιπτώσεως Β`της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953, ως ισχύει, καταργούνται.
5. Η υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 52 του Ν. 12/1975 και του άρθρου 20 του Ν. 231/1975 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών τινων διατάξεων” προβλεπομένη απαλλαγή εκ των τελών κυκλοφορίας και σταθμεύσεως, παρατείνεται, αφ`ής έληξε, μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1978.
Άρθρον 67
Ποσοστά φόρου δημοσίων θεαμάτων.
1. Η παράγραφος 1 της υπ`αριθ. 5 της 11ης Ιανουρίου 1961 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εκυρώθη και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Οι κατά τας διατάξεις του Ν. 3279/1955 “περί διαρρυθμίσεως της φορολογίας δημοσίων θεαμάτων”, ως ισχύει, οριζόμενοι συντελεσταί φόρου δημοσίων θεαμάτων επί των εισιτηρίων του θεάτρου, των συναυλιών, των αμιγώς χορευτικών παραστάσεων και των ρεσιτάλ εν γένει, μειούνται κατά εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν (75%).
2. Ο φόρος δημοσίων θεαμάτων επί των εισιτηρίων των λούνα- παρκ υπολογίζεται επί τη βάσει των κατά την περίπτωσιν Α`της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3279/1955 ως ισχύει, προβλεπομένων φορολογικών συντελεστών.
3. Η περίπτωσις Γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3279/1955, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Γ`. Διά τον κινηματογράφον:
α) εις είκοσι τρία επί τοις εκατόν (23%) διά τιμήν εισιτηρίου μέχρις είκοσι πέντε (25) δραχμών) και
β) εις είκοσι εξ επί τοις εκατόν (26%) διά το πέραν των είκοσι πέντε (25) δραχμών τμήμα της τιμής του εισιτηρίου. Εξαιρετικώς διά τας περιφερείας τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης ο φόρος ούτος ορίζεται ως κάτωθι:
α) εις είκοσιν οκτώ επί τοις εκατόν (28%) διά τιμήν εισιτηρίου μέχρις είκοσι πέντε (25) δραχμών και β) εις τριάκοντα δύο επί τοις εκατόν (32%) διά το πέραν των είκοσι πέντε (25) δραχμών τμήμα της τιμής του εισιτηρίου. Προς αντιμετώπισιν της εκ του φόρου κύκλου εργασιών επιβαρύνσεως των επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως κινηματογραφικών αιθουσών, ποσοστόν ίσον προς πέντε επί τοις εκατόν (5%) εκ της τιμής πωλήσεως εκάστου εισιτηρίου των κινηματογράφων απαλλάσσεται του φόρου δημοσίων θεαμάτων και παντός υπέρ τρίτου φόρου, εισφοράς, τέλους ή δικαιώματος. Το ούτω προκύπτον ποσόν δεν δύναται να είναι κατώτερον της μιας και ημισείας (1,5) δραχμής ουδέ ανώτερον των τριών (3) δραχμών κατά εισιτήριον. Ως τιμή εισιτηρίου διά τον υπολογισμόν του φόρου δημοσίων θεαμάτων νοείται η υπό των επιχειρηματιών κινηματογράφου δηλουμένη τιμή πωλήσεως του εισιτηρίου, μετ`αφαίρεσιν των αφορολογήτων ποσών ως και των συνεισπραττομένων υπέρ τρίτων φόρων, τελών, δικαιωμάτων ή εισφορών”.
4. Εις την περίπτωσιν β` της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 2366/1953, “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”, ως ισχύει, προστίθενται εδάφια ια και ιβ έχοντα ως ακολούθως:
“ια) Τα μέλη του Συλλόγου Καθηγητών Ωδείων Ανεγνωρισμένων, μέχρι εκατόν (100) κατ`ανώτατον όριον, ως και οι εν ενεργεία, σπουδασταί του Φροντιστηρίου Διακοσμήσεως, Διαφημίσεως και Σκηνογραφίας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, επί τη βάσει ατομικών δελτίων ταυτότητος χορηγουμένων αντιστοίχως υπό του οικείου Συλλόγου και οικείας Σχολής, διΆπαντα τα δημόσια θέματα, πλην ποδοσφαιρικών αγώνων.
ιβ) Οι σκηνοθέται και οι τεχνικοί του κινηματογράφου και της τηλεοράσεως μέχρις εκατόν (100) κατ`ανώτατον όριον αντιστοίχως, επί τη βάσει ατομικών δελτίων ταυτότητος χορηγουμένων υπό της Εταιρείας Σκηνοθετών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεοράσεως, ων ούτοι τυγχάνουν μέλη και θεωρουμένων αντιστοίχως υπό της αρμοδίας Διευθύνσεως του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών και Βιομηχανίας και Ενεργείας μόνον δε διά τα θέατρα και τους κινηματογράφους”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΠΝΟΥ
Άρθρον 68
Αναγνώρισις πλεονάσματος καπνού εις φύλλα Καπνοβιομηχανιών. Καταλογισμός αξίας καπνών και αναλογούσης εισφοράς ή τέλους υπέρ τρίτων, διά το μη δικαιολογημένον πλεόνασμα.
1. Επί των αποθηκευομένων υπό των καπνοβιομηχάνων καπνών εις φύλλα, εις την, εκτός των ελεγχομένων υπό του Δημοσίου διαμερισμάτων των καπνεργοστασίων, αποθήκην υγράνσεως και προσμίξεως των προς βιομηχανοποιήσιν καπνών, αναγνωρίζεται όριον ανοχής επί πλέον, εκ ποσοστού 1% υπολογιζόμενον επί της συνολικώς εισαχθείσης προς κοπήν ποσότητος, κατά την εκάστοτε ελεγχομένην περίοδον.
2. Εις περίπτωσιν καθ`ην ήθελε κατά τον έλεγχον διαπιστωθή πλεόνασμα καπνού εις φύλλα, υπερβαίνον το, κατά την προηγουμένην παράγραφον, όριον ανοχής, αποφαίνεται επί του δεδικαιολογημένου ή μη της υπερβάσεως Επιτροπή, ης η σύνθεσις ορίζεται δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Η αξία του μη δικαιολογημένου υπό της Επιτροπής πλεονάσματος καπνού βεβαιούνται ως δημόσιον έσοδον, κατά τα ειδικώτερον δι`αποφάσεως του αυτού Υπουργού καθοριζόμενα, μη επιβαλλόμενη ετέρας κυρώσεως. Επί της αξίας ταύτης του καπνού, υπολογιζομένης με τιμήν ίσην προς την μέσην τιμήν κτήσεως του συνόλου των αγορασθεισών ποσοτήτων παραγωγικών καπνών, κατά την υπό έλεγχον περίοδον, επιβάλλεται και το νόμιμον τέλος υπέρ Ε.Ο.Κ. και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. και λοιπών δικαιούχων.
Άρθρον 69
Απόδοσις μέρους του φόρου καταναλώσεως καπνού εις μικράς καπνοβιομηχανίας.
Σημ.: όπως το άρθρο 69 καταργήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 23 του Ν. 1439/1984 (Α 65).
Άρθρον 70
Καταλογισμός αξίας πλεονασμάτων βιομηχανοποιησίμου καπνού. Τύχη υπολειμμάτων καπνοβιομηχανίας.
Σημ.: όπως το άρθρο 70 καταργήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 23 του Ν. 1439/1984 (Α 65).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 71
Προθεσμία βεβαιώσεως των φόρων.
1. Η βεβαίωσις οιουδήποτε φόρου, τέλους, προστίμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του Δημοσίου μετά των πάσης φύσεως προσθέτων και υπέρ τρίτων, ενεργείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της λήξεως του μηνός εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως. Η παράλειψις της βεβαιώσεως εντός της προθεσμίας ταύτης, συνιστώσα πειθαρχικόν αδίκημα, επισύρει, κατά των υπευθύνων, τας υπό του Ν. 1811/1951 “περί Κώδικος Καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων”, ως ούτος τροποποιηθείς ισχύει,προβλεπομένας ποινάς. Ανεξαρτήτως των υπό του προηγουμένου εδαφίου οριζομένων, η βεβαίωσις δύναται να ενεργηθή και μετά την πάροδον της τριμήνου προθεσμίας και ουχί πέραν των τριών ετών, από της λήξεως του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως.
2. Η διάταξις της παραγράφου 3 του άρθρου 81 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων” καταργείται, της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου ως ετροποποιηθεισης ισχύει, λαμβανούσης εφεξής τον αριθμόν 3.
Άρθρον 72
Επιχορήγησις Αγαθοεργών Καταστημάτων Ζακύνθου και Κοινοτήτων Λευκάδος.
Το άρθρον 4 του Α.Ν. 1097/1946 “περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών περί Κρατικών Λαχείων, φόρων καταναλώσεως κλπ”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 4
Δι`αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, κατ`έτος εκδιδομένων και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως καθορίζονται αι , επί τη βάσει των διατάξεων των Νόμων ΧΚΘ`/1877, ΒΦΟΑ`/1899 και ΒΨΒ`/1900, παρεχόμεναι ετήσιαι επιχορηγήσεις εις τους δικαιουμένους τοιούτων δυνάμει των ανωτέρω Νόμων”.
Άρθρον 73
Αναπροσαρμογή χρηματικής ποινής.
Η υπό της παραγρ. 4 του άρθρου 55 του από 27.4/5.5.1956 Β.Διατάγματος “περί τροποποιήσεως,συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον του από 7 Ιουλίου 1952 Β.Διατάγματος “περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, ήτις επανετέθη εν ισχύι διά της παραγρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 81/1974, προβλεπομένη χρηματική ποινή ορίζεται μέχρις 600.000 δραχμών.
Άρθρον 74
Περί των ελλιπώς βεβαιωθέντων ή εισπραχθέντων δασμών και λοιπών φόρων.
Η παράγρ. 1 του άρθρου 29 του Ν. 1165./1918 “περί Τελωνειακού Κώδικος”, συμπληρούται διά της προσθήκης και δευτέρου εδαφίου ως κάτωθι:
“Ως ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα νοούνται τα ποσά, άτινα δεν εβεβαιώθησαν ή δεν εισεπράχθησαν εν όλω ή εν μέρει συνεπεία οιασδήποτε παραλείψεως γενομένης κατά τον τελωνισμόν των εμπορευμάτων, εφ`όσον τούτο προκύπτει εκ του κειμένου του κατατεθέντος Τελωνειακού παραστατικού εγγράφου, των επ`αυτού πράξεων και των συνημμένων τούτω δικαιολογητικών εγγράφων, δι`ων προσδιορίζονται τα κρίσιμα στοιχεία διά την ορθήν βεβαίωσιν των οφειλομένων δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων”.
Άρθρον 75
Περί υπολογισμού προσθέτων τελών.
Εις το άρθρον 33 του Ν. 1165/1918,προστίθεται παραγρ. 13 έχουσα ούτω:
“13. Διά τον υπολογισμόν των προσθέτων τελών, περί ων αι ανωτέρω παράγραφοι του παρόντος άρθρου λαμβάνεται πάντοτε, ασχέτως βεβαιώσεως ή μη τέλους επί του τελωνειακού παραστατικού, ως βάσις ο έναντι των τρίτων προς την Ε.Ο.Κ. χωρών ισχύων δασμός, ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως του εμπορεύματος”.
Άρθρον 76
Περί εισπράξεως φωτοαντιγραφικών δικαιωμάτων υπό των Τελωνείων.
1. Επιτρέπεται η είσπραξις φωτοναντιγραφικών δικαιωμάτων υπό των Τελωνειακών Αρχών του Κράτους, διά φωτοαντίγραφα τελωνειακών εγγράφων εκδιδόμενα παρ` αυτών προς χρήσιν των συναλλασσομένων.
2. Η τιμή των φωτοαντιγραφικών δικαιωμάτων, το σύστημα εισπράξεως, οι όροι, αι προϋποθέσεις, ως και η έκτασις και πάσα σχετική λεπτομέρεια εφαρμογής εν γένει του μέτρου, καθορίζονται δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
Άρθρον 77
Κύρωσις διαταγών της Διοικήσεως.
Κυρούνται αφ`ότου εξεδόθησαν κτώμεναι έκτοτε ισχύν νόμου, αι υπ`αριθ. Ε.19131/1328/18.11.70, 6753/ΙΙΙ- 126/22.1.76, 138320/ΙΙΙ-126/30.9.76, Ε.2649/19.9.74, 145201/ΙΙΙ-21/4.10.1974, 173495/ΙΙΙ-21/6.12.1974, 50634/ΙΙΙ- 7/10.4.74, 186160/5361/24.12.74, 11614/ΙΙΙ-11/27.1.75, 102702/ΙΙΙ-7/10.7.75, Ε.2887/ΙΙΙ-21/25.10.74, 174350/ΙΙΙ- 126/2.12.75, 13505/ΙΙΙ-126/5.2.76, 152371/ΙΙΙ-126/16.1076, 40983/37456 ΓΔΠ 22/30.4.76, 73718/ΙΙΙ-176/27.5.76, 60569/ΙΙΙ- 176/7.5.76 διαταγαί του Υπουργού Οικονομικών, ως και η υπΆριθ. 127826/2890/25.8.75 κοινή απόφασις των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, κτωμένη ισχύν νόμου από της εκδόσεως της. Αι ως άνω διαταγαί και κοινή υπουργική απόφασις έχουσιν ως ακολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Ε. 19131/1328 18.11.1970
Εν συνεχεία των υπΆριθ. Α.40714/20.1.1970 και Ε. 6175/415/4.4.1970 εγγράφων ημών, έχομεν την τιμήν να γνωρίσομεν υμίν, ότι κατηρτίσθη υπό της καθ` ημάς Υπηρεσίας σχέδιον Ν.Δ/τος, εγκριθέν κατ`αρχήν υπό του κ. Πρωθυπουργού διά των διατάξεων του οποίου ρυθμίζεται το θέμα της φορολογίας των ακύρων κα ακυρωσίμων μεταβιβάσεων ακινήτων. Κατόπιν τούτου, και εν όψει του περιεχομένου της εν φωτοτυπία συναποστελλομένης υπ`αριθ.2216/1970 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, εγκρίνομεν, όπως ανασταλή προσωρινώς και μέχρι νεωτέρας διαταγής η είσπραξις βεβαιωθέντος συμπληρωματικού φόρου μεταβιβάσεως εκ τοιούτων συμβάσεων. Διά την χορήγησιν της αναστολής θα προσκομίζηται βεβαίωσις του αρμοδίου Οικον.Εφόρου εμφαίνουσα ότι ηκυρώθη το συμβόλαιον βάσει του οποίου εβεβαιώθη ο οφειλόμενος συμπληρωματικός φόρος ή δικαστική απόφασις κηρύττουσα άκυρον την σύμβασιν. Παρακαλούμεν όθεν, όπως εν την αρμοδιότητι υμών ενημερώσητε σχετικώς τους Διευθυντάς των Δημοσίων Ταμείων.
Ο Υπουργός
Αριθ. Πρωτ. 6753/ΙΙΙ-126 22.1.1976
κατόπιν του προς ημάς σχετικού (β), περί ρυθμίσεως των προς το Δημόσιον χρεών εξ ακύρων και ακυρωσίμων μεταβιβάσεων ακινήτων και εν συνεχεία της σχετικής (α) αναστέλλομεν την είσπραξιν του παρ`υμίν βεβαιωθέντος συμπληρωματικού φόρου μεταβιβάσεως, εξ ακύρων και ακυρωσίμων μεταβιβάσεων ακινήτων, μέχρι 31 Ιουλίου 1976. Διά την χορήγησιν όμως της αναστολής ταύτης, εν ατομική περιπτώσει δέον να προσκομίζηται υμίν βεβαίωσις του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου, εμφαίνουσα ότι ηκυρώθη το συμβόλαιον βάσει του οποίου εβεβαιώθη ο οφειλόμενος συμπληρωματικός φόρος, ή δικαστική απόφασις κηρύττουσα άκυρον την σύμβασιν. Προς τούτοις γνωρίζομεν υμίν, ότι, επί σκοπώ εξετάσεως του ενη προκειμένου θέματος δέον να αναφέρηται ημίν το ταχύτερον δυνατόν, το ύψος των παρ`υμίν υφισταμένων χρεών (δι` ενός ποσού), των προερχομένων εκ της ανωτέρω αιτίας.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 138320/ΙΙΙ-126 30.9.1976 Κατόπιν του προς ημάς σχετικού (β), περί επικειμένης νομοθετικής ρυθμίσεως των προς το Δημόσιον οφειλών εκ ΦΜΑ προερχομένων εξ ακύρων και ακυρωσίμων συμβάσεων, και εν συνεχεία της παρασχεθείσης δια της σχετικής (α) αναστολής εισπράξεως μέχρι 31, 7, 76 των παρ`υμίν βεβαιωθέντων χρεών της κατηγορίας ταύτης, εγκρίνομεν την περαιτέρω αναστολήν εισπράξεως των χρεών τούτων μέχρι 31.3.1977. Διά την χορήγησιν της τοιαύτης αναστολής, δέον όπως προσκομίζωνται υμίν, δικαστική απόφασις κηρύττουσα άκυρον την εξ ης ο φόρος σύμβασιν ή επίσημα δημόσια έγγραφα εκ των οποίων προκύπτει η ακυρωσιμότητος αυτών των (συμβάσεων).
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε. 2649 19.9.1974
1. Προκειμένης διαπιστώσεως παρ` αρμοδίου Επιθεωρητού οικονομικών συνθηκών εις Ρόδον και Κω αναστέλλονται από λήψεως της παρούσης μέχρι και 30 Νοεμβρίου 1974 τ`αναγκαστικά μέτρα διενεργείας πλειστηριασμών και προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν φόρου εισοδήματος και λοιπών συμπαρομαρτούντων, οφειλομένων παρά φυσικών και νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως χρονολογίας βεβαιώσεώς των.
2. Κατά τα ανωτέρω διάστημα τα εν λόγω χρέη απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής. Ακολουθεί νομοθετική κύρωσις.
Ο Υπουργός
Ι. ΣΤ. ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 145201/ΙΙΙ-21 4.10.1974
Προκειμένης διαπιστώσεως παρ`αρμοδίου Επιθεωρητού των οικονομικών συνθηκών εις τους Νομούς ύΕβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Δωδεκανήσου, Λέσβου, Χίου και Σάμου, από λήψεως της παρούσης μέχρι και 30 Νοεμβρίου 1974 αναστέλλονται τ`αναγκαστικά μέτρα διενεργείας πλειστηριασμών και προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν φόρου εισοδήματος και λοιπών συμπαρομαρτούντων, οφειλομένων παρά Φυσικών και Νομικών Προσώπων, ανεξαρτήτως χρονολογίας βεβαιώσεώς των. Κατά το ανωτέρω διάστημα τα εν λόγω χρέη απαλλάσσονται των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής. Ακολουθεί νομοθετική κύρωσις.
Ο Υπουργός Ι.ΣΤ. ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 173495/ΙΙΙ-21 6.12.1974
Εν συνεχεία της υπΆριθ. 145201/ΙΙΙ-21/4.10.1974 ημετέρας, δι`ης ανεστάλησαν μέχρι και της 30ης Νοεμβρίου 1974 τ`αναγκαστικά μέτρα διενεργείας πλειστηριασμών και προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν φόρου εισοδήματος και λοιπών συμπαρομαρτούντων, οφειλομένων παρά Φυσικών και Νομικών Προσώπων, ανεξαρτήτως χρονολογίας βεβαιώσεως των και λαμβανομένου υπ`όψιν ότι εξακολουθούν υφιστάμενοι εισέτι οι λόγοι εις τους Νομούς ύΕβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Δωδεκανήσου, Λέσβου, Χίου και Σάμου, οίτινες υπηγόρευσαν την έκδοσιν της ως άνω αποφάσεως, παρατείνομεν μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 1974 την διά της ανωτέρω αποφάσεως χορηγηθείσαν αναστολήν εις τας ως άνω περιοχάς και υπό τας εν αυτή προϋποθέσεις. Ακολουθεί νομοθετική κύρωσις.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 50634/ΙΙΙ-7 10.4.1974
Εχοντες υπ`όψει:
1. Την διάταξιν της παραγρ.1 του άρθρ. 82 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος Φορολογίας Κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων”.
2. Την διάταξιν του άρθρου 119 του ανωτέρω Ν.Δ.
3. Την διάταξιν της παραγρ. 7 άρθρ. 5 του Ν. 2252/1962 “περί της διά των Δημοσίων Ταμείων Εισπράξεως Εσόδων Νομικών Προσώπων και άλλων διατάξεων αφορωσών εις την είσπραξιν των δημοσίων εσόδων”.
4. Την διάταξιν της παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3079/1954 “περί ρυθμίσεως ζητημάτων τινων αναφερομένων εις την είσπραξιν των δημοσίων εσόδων”.
5. Το γεγονός, ότι εις την παραγρ. 1 άρθρ. 82 του Ν.Δ. 118/1973 ορίζεται μεν η καταβολή εις δώδεκα μηνιαίας δόσεις του κατα τας διατάξεις αυτού βεβαιουμένου φόρου κληρονομίας συνολικού ποσού δρχ. 5.000 δεν καθορίζεται όμως η ημερομηνία καθ`ην δέον να καταβάλληται η πρώτη εκ των δόσεων τούτων, και
6. Την ανάγκην προσωρινής ρυθμίσεως του χρόνου καταβολής άνευ συνεπειών προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής των υπό το ανωτέρω στοιχείον υπ`αριθ. 5 χρεών.
Αποφασίζομεν
Καθορίζομεν όπως, μέχρι νομοθετικής ρυθμίσεως παρά της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογίας της προθεσμίας καταβολής των κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973 βεβαιωμένων ή βεβαιωθησομένων χρεών εκ φόρου κληρονομίας συνολικού ποσού μέχρι δραχμών πέντε χιλιάδων (5.000) η πρώτη δόσις αυτών καταβάλλεται μέχρι της λήξεως του μηνός καθ`ον βεβαιούνται εις το Δημόσιον Ταμείον και κατά παράτασιν μέχρι της δεκάτης του επομένου μηνός. Ο Πρωθυπουργός και Υπουργός των Οικονομικών
Αριθ. Πρωτ. 186160/24932 24.12.1974
Εχοντες υπ`όψει σχετικήν και υπό ημερομηνίαν 21.12.1974 εισήγησιν της Υπηρεσίας. Αποφασίζομεν.
Διαγράφονται οφειλαί εξ αξίας διανεμηθέντος επί πιστώσει του Υπουργείου Εμπορίου σίτου και αραβοσίτου εις τους κατοίκους διαφόρων περιφερειών της Χώρας, κατά τα οικον.έτη 1952-53 μέχρι και 1956-57 βεβαιωμέναι εις τα δημόσια Ταμεία και μη εξοφληθείσαι μέχρι της εκδόσεως της παρούσης αποφάσεως,
α) συμψηφιστικώς διά παροχής παρά των οφειλομένων προσωπικής εργασίας εις μικρά κοινωφελή έργα εκτάκτως προγραμματισθέντα υπό του Υπουργείου Συντονισμού διά σχετικών κοινών Υπουργικών αποφάσεων,
β) διά καταβολής υπό των οφειλετών εις χρήμα της αξίας των χορηγηθέντων ως άνω ειδών. Ομοίως διαγράφονται και αι εκ των ανωτέρω οφειλαί δι`ας παρεσχέθη παρά των οφειλετών προσωπική εργασία εις μικρά κοινωφελή έργα, συμφώνως προς σχετικάς Υπουργικάς αποφάσεις, διά τον συμψηφισμόν των και δεν εγένετο μέχρι τούδε ο συμψηφισμός και η διαγραφή των εν λόγω χρεών. Η ανωτέρω απόφασις κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 11614/ΙΙΙ-114 27.1.1975
Εχοντες υπ`όψει:
1. Τας διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 5940/1933 “περί κυρώσεως του από 6.7.1933 “περί παροχής φορολογικών διευκολύνσεων κλπ”.
2. Τας σχετικάς διατάξεις του Νόμου 2097/1952.
3. Την υπΆριθ. 369030/1953 απόφασιν ημών, κυρωθείσαν δια του άρθρου 8 του Ν. 2858/1954 “περί εξουσιοδοτήσεως των Διευθυντών Ταμείων και Τελωνείων διά την παροχήν φορολογικών διευκολύνσεων”.
4. Την υπ`αριθ. 144837/1971 απόφασιν ημών, κυρωθείσαν διά του άρθρου 3 του Ν.Δ. 137/1973 “περί τροποποιήσεως της ανωτέρω αποφάσεως ημών” και
5. Την εκ των οικονομικών συνθηκών, δημιουργηθείσαν ανάγκην της ταχυτέρας εισπράξεως των δημοσίων εσόδων.
Αποφασίζομεν
Τροποποιούντες την ως άνω 144837/1971 απόφασιν ημών εξουσιοδοτούμεν τους Διευθυντάς των Ταμείων και Τελωνείων του Κράτους, όπως, διά τα παρύ αυτοίς βεβαιωμένα και βεβαιούμενα πάσης φύσεως έσοδα του Δημοσίου, ων το ποσόν βασικού χρέους δεν υπερβαίνει τας δρχ. 200.000 παρέχωσιν εις τους οφειλέτας, επί τη αιτήσει αυτών διευκόλυνσιν βραχυχρονίού αναστολής ή τμηματικής καταβολής, κατά την κρίσιν αυτών. Η ανωτέρω διευκόλυνσις δεν δύναται να παραταθή πέραν του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκδίδεται η σχετική απόφασις. Η ανωτέρω αρμοδιότης, διά τον διευθυντήν του Ταμείου Α.Ε.Αθηνών ορίζεται μέχρι βασικού ποσού χρέους δρχ. πεντακοσίων χιλιάδων (500.000). Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 102702/ΙΙΙ-7 10.7.1975
Κατά την 30ην Ιουνίου και την 1ην Ιουλίου ενεστώτος έτους, απέσχον των καθηκόντων των ωρισμένοι, Ταμιακοί υπαλλήλοι των δημοσίων Ταμείων Αθηνών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, με συνέπειαν να μη λειτουργήσουν ευρύθμως αι υπηρεσίαι των ως άνω Ταμείων, οι δε συναλλασσόμενοι λόγω της δημιουργηθείσης ανωμαλίας να μη δυνηθούν να εκπληρώσουν τας προς το Δημόσιον υποχρεώσεις των κατά τας ανωτέρω ημερομηνίας.
Αποφασίζομεν
Εγκρίνομεν την καταβολήν των τελών χαρτοσήμου εις τας περιφερείας των ως άνω Ταμείων, των καταβαλλομένων δια τριπλοτύπων εισπράξεων, μέχρι και της εικοστής έκτης τρέχοντος μηνός, εφ`όσον αι προθεσμίαι καταβολής των ως άνω τελών έληγον την 30ην Ιουνίου και την 1ην Ιουλίου ενεστώτος έτους και άνευ επιβαρύνσεώς τινός διά τον οφειλέτην. Η παρούσα ρύθμισις κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε. 2887/ΙΙΙ-21 25.10.1974
Αναστέλλομεν μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους, την λήψιν αναγκαστικών μέτρων, ως και την συνέχισιν τούτων, διά την είσπραξιν των παρ`υμίν βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιον ή Οργανισμούς του Δημοσίου και οφειλομένων υπό Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων τελουσών υπό κατασκευήν ή εν αποπερατώσει. Κατά την διάρκειαν της ανωτέρω αναστολής, τα χρέη ταύτα δεν επιβαρύνονται διά προσαυξήσεων. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
Ν. ΦΩΤΙΑΣ
Αριθ. Πρωτ. 174350/ΙΙΙ-126 2.12.1975
Εχοντες υπ`όψει:
1. Τας διατάξεις του Ν.Δ. 1276/1972 (ΦΕΚ 206/1972 τ. Α`) “περί φορολογικών διευκολύνσεων των κατά το Ν.Δ. 1138/1972, αναπροσαρμογής και βελτιώσεως των στεγαστικών προσγραμμάτων του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσίων και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, δικαιούχων στεγάσεως”.
2. Τας διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 149/1975 (ΦΕΚ 181/1975 τ.Α`) “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων, αφορωσών εις τον αυτόνομον Οργανισμόν Εργατικής Κατοικίας (Α.Ο.Ε.Κ)”.
Αποφασίζομεν
Αναστέλλομεν από λήψεως της παρούσης μέχρι και της 31.12.1975 την λήψιν απάντων των αναγκαστικών μέτρων δι`οφειλάς προς το Δημόσιον, αίτινες προέρχονται εκ των μέχρι 31.12/1974 γενομένων μεταβιβάσεων, ακινήτων, κτηθέντων διά δανειοδοτήσεως παρά του Αυτονόμου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και δη καθ` ο μέτρον αι οφειλαί αύται αντιστοιχούν εις το ποσόν του παρασχεθέντος εις εκάστην περίπτωσιν παρά του Οργανισμού τούτου δανείου. Η αναστολή παρέχεται κατόπιν υποβολής εις το κατά περίπτωσιν αρμόδιον Ταμείον σχετικής αιτήσεως του οφειλέτου μετά σημειώματος του οικείου Οικον. Εφόρου, περιέχοντος και το ποσόν και το είδος του χρέους, δι`ο η κατά την προηγουμένην παράγραφον αναστολή. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 13505/ΙΙΙ-126 5.2.1976
Εχοντες υπ`όψει:
1. Το από 29.1.1976 περιελθόν ημίν εν φωτοτυπία υπόμνημα των προσφύγων κατοίκων της Κοινότητος Αγ.Κων/νου Αγρινίου, περί διαγραφής του βεβαιωθέντος εις βάρος των φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, ως προσφύγων, δανειοδοτηθέντων υπό του Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών.
2. Το υπ`αριθ. Ν. 397/2/26-1-1976 έγγραφον της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογίας (Δ/νσις 2α) περί αναστολής εισπράξεως των βεβαιωθέντων επ`ονόματι θεομηνιοπλήκτων και αστών προσφύγων χρεών, εκ ΦΜΑ υπό την προϋπόθεσιν ότι οι οφειλέται ούτοι έτυχον δανείου εκ του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών προς απόκτησιν στέγης.
Αποφασίζομεν
Αναστέλλομεν από λήψεως της παρούσης και μέχρι 31.12.1976 την είσπραξιν των βεβαιωθέντων εις βάρος θεομηνιοπλήκτων και αστών προσφύγων ως άνω χρεών, οίτινες έτυχον δανείου εκ του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών προς απόκτησιν στέγης. Η αναστολή παρέχεται κατόπιν υποβολής εις το κατά περίπτωσιν αρμόδιον Δημόσιον Ταμείον σχετικής αιτήσεως του οφειλέτου, περιεχούσης και το ποσόν και το είδος του χρέους, δι`ο η κατά την προηγουμένην παράγραφον αναστολή. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 152371/ΙΙΙ-126 16.10.1976
1. Εν συνεχεία της κοινοποιηθείσης υμίν υπ`αριθ. 13505/ΙΙΙ- 126/5.2.1976 αποφάσεως ημών, αναστέλλομεν μέχρι 31.12.1976 την είσπραξιν των εκ φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, βεβαιωθέντων χρεών εις βάρος των δικαιούχων δανείων στεγάσεως, βάσει των διατάξεων του Β.Δ. 775/1964 περί λαϊκής κατοικίας.
2. Η αναστολή παρέχεται κατόπιν υποβολής εις το κατά περίπτωσιν αρμόδιον Δημόσιον Ταμείον,σχετικής προς τούτο αιτήσεως του οφειλέτου, περιεχούσης και το ποσόν και το είδος του χρέους, δι`ο η κατά τα ανωτέρω αναστολή.
3. Εν συνεχεία της υπ`αριθ. 174350/ΙΙΙ-126/2.121975 αποφάσεώς μας αναστέλλομεν μέχρι 31.12.1976 την είσπραξιν οφειλών προς το Δημόσιον αίτινες προέρχονται εκ των μέχρι 31.12.1974 μεταβιβάσεων ακινήτων, κτηθέντων διά δανειοδοτήσεως παρά του Αυτονόμου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, και δη καθ` ο μέτρον αι οφειλαί αύται αντιστοιχούν, εις το ποσόν του παρασχεθέντος εις εκάστην περίπτωσιν παρά του Οργανισμού τούτου δανείου. Η αναστολή παρέχεται κατόπιν αιτήσεως εις το κατά περίπτωσιν αρμόδιον Ταμείον μετα σημειώματος του οικείου Οικον. Εφόρου, περιέχοντος και το ποσόν και το είδος του χρέους δι`ο η κατά το προηγούμενον εδάφιον αναστολή.
4. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 40983/37456 ΓΔΠ 22 30.4.1976,
Εχοντες υπ`όψει:
1. Την παραγρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3839/1958, καθ`ην εν περιπτώσει προκαταβολής των τελών κυκλοφορίας αμφοτέρων των εξαμήνων του οικονομικού έτους εντός της προθεσμίας της οριζομένης διά την καταβολήν της πρώτης δόσεως του πρώτου εξαμήνου, ο υπέχρεως δικαιούται εκπτώσεως 10% επί των τελών ολοκλήρου του έτους.
2. Την περίπτωσιν στ` παραγρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 404/1974, δι`ης ορίζεται `ότι: “Το Τ.Σ.Α. έχει ως πόρους…. Εισφορά εκ δρχ. 20 μηνιαίως παντός κυρίου και νομέως ή χρησιούχου και εκμεταλλευτού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως διά την χρησιμοποιήσιν ή εκμεταλλευσίν εκάστου αυτοκινήτου υποκειμένου εις φορολογίαν τελών κυκλοφορίας”, και , το άρθρον 9 παραγρ. 1 του Ν. 38/1975 καθ`ο η υπέρ Τ.Σ.Α. εισφορά “συμβεβαιούται και συνεισπράττεται μετά των τελών κυκλοφορίας και αποδίδεται εις το Τ.Σ.Α. εντός τριμήνου από της εισπράξεως”, και
3. Την υπΆριθ. 170879/24.2.1976 αναφοράν του Δημοσίου Ταμείου Καβάλας, δι`ης ερωτάται, εαν, εις περίπτωσιν καθ`ήν οφειλέται του Δημοσίου εκ τελών κυκλοφορίας,πριν ή αποσταλούν υπό της Μ.Υ.Φ. εις τα Δημόσια Ταμεία οι σχετικοί χρηματικοί κατάλογοι, της πρώτης δόσεως τα εν λόγω τέλη μετά των τελών σταθμεύσεως (είτε βάσει σημειώματος, είτε βάσει δηλώσεως, εν περιπτώσει μεταβιβάσεως αυτοκινήτου), άνευ καταβολής του ποσοστού της εισφοράς του Τ.Σ.Α καθ` όσον τούτο δεν υπελογίσθη υπό των Δημοσίων οργάνων, δικαιούνται εκπτώσεως ποσοστού 10%.
Αποφασίζομεν
Εγκρίνομεν την, διά της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3839/1958, προβλεπομένην έκπτωσιν εις τας κάτωθι περιπτώσεις:
1. Εις περίπτωσιν καθ`ην καταβάλλονται υπό των υποχρέων, επί τη βάσει του, διά το προηγούμενον οικονομικόν έτος, υφισταμένου τίτλου εισπράξεως, τα τέλη κυκλοφορίας αμφοτέρων των εξαμήνων μετά των αναλογούντων τελών σταθμεύσεως και της υπέρ του Τ.Σ.Α. Εισφοράς, και δη εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης μηνιαίας δόσεως.
2. Οσάκις εξ εσφαλμένου υπολογισμού της βεβαιώσεως αρχής εβεβαιώθησαν τέλη κυκλοφορίας ολιγώτερα των πράγματι οφειλομένων, υπό των προϋπόθεσιν ότι, αφ` ενός μεν εξοφλούνται ταύτα εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσεως, αφ`ετέρου δε εξοφλείται η συμπληρωματική διαφορά των τελών τούτων εντός μηνός από της εις το Δημόσιον Ταμείον βεβαιώσεώς της, οπότε ενεργείται και επ`αυτής η νόμιμος έκπτωσις. Εις περίπτωσιν μη καταβολής της ως άνω συμπληρωματικής διαφοράς εντός της προθεσμίας ταύτης, απόλλυται η έκπτωσις επί του συνόλου των τελών κυκλοφορίας.
3. Εξαιρετικώς εις πάσαν περίπτωσιν εξοφλήσεως των τελών κυκλοφορίας ολοκλήρου του έτους, μετά των συμβεβαιουμένων τελών σταθμεύσεως εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης μηνιαίας δόσεως ( 10 Φεβρουαρίου εκάστου οικονομικού έτους) και αν ακόμη δεν κατεβλήθη κατ` αυτήν την ημερομηνίαν υπό των υποχρεών η εισφορά του Τ.Σ.Α., ήτις υπαιτιότητι των Δημοσίων οργάνων (Οικονομικαί Εφορίαι κλπ) δεν συμπεριελήφθη εις τους χρηματικούς καταλόγους ή εις τα χορηγούμενα υπ`αυτών σημειώματα ή δηλώσεις, κατά τ`ανωτέρω, υπό την προϋπόθεσιν όμως της εξοφλήσεως υπό των ενδιαφερομένων της ειρημένης εισφοράς, και δη εντός μηνός από της περιελεύσεως εις το Δημόσιον Ταμείον του βεβαιωτικού διά την εισφοράν του Τ.Σ.Α. τίτλου. Ειδικώς διά τους περιελθόντας υμίν συμπληρωματικούς καταλόγους από 11.2.1976 μέχρι 30.4.1976 ή αμέσως ανωτέρω προθεσμία καταβολής της σχετικής εισφοράς, ορίζεται εις δύο μήνας από της εκδόσεως της παρούσης. Διά τους περιεχομένους υμίν συμπληρωματικούς καταλόγους μετά την 30.4.1976,ως προθεσμία καταβολής της εν λόγω εισφοράς, θα ισχύη η προρρηθείσα τοιαύτη (εντός μηνός από της περιελεύσεως υμίν των σχετικών καταλόγων). Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 73718/ΙΙΙ-176 27.5.1976
Εχοντες υπ`όψει:
1. Την υπ`αριθ. 60569/ΙΙΙ-176/7.5.1976 ημετέραν απόφασιν, δι`ης παρετάθη μέχρι της 25.5.,1976 η προθεσμία καταβολής της πρώτης και της δευτέρας δόσεως του φόρου εισοδήματος φυσικώ προσώπων οικον. έτους 1976, ο οποίος εβεβαιώθη μέχρι 10.5.1976 βάσει εμπροθέσμου δηλώσεως.
2. Την αντικειμενικήν αδυναμίαν πλείστων οφειλετών της κατηγορίας ταύτης όπως υπαχθούν εις την ως άνω παράτασιν εξ αιτίας της κηρυχθείσης κατά την 24 Μαϊου 1976 απεργίας και των τραπεζικών υπαλλήλων.
3. Την ανάγκην, όπως μη απολέσουν ανυπαιτίως οι υπόχρεοι το ευεργέτημα της νομίμου εκπτώσεως επί του φόρου τούτου.
Αποφασίζομεν
Παρατείνομεν την ισχύν της ως άνω αποφάσεως ημών μέχρι και της 27ης Μαϊου 1976. Η παρούσα κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 60569/ΙΙΙ-176 7.5.1976
Εχοντες υπ`όψει:
1. Την παρατηθείσαν μέχρι σήμερον καθυστερημένην περιέλευσιν εις τους φορολογουμένους των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του φόρου εισοδήματος 1976, ο οποίος εβεβαιώθη εις βάρος φυσικών προσώπων.
2. Την ανάγκην όπως μη απολέσουν ανυπαιτίως, οι υπόχρεοι το ευεργέτημα της νομίμου εκπτώσεως επί του φόρου τούτου. Αποφασίζομεν.
Ορίζομεν προθεσμίαν καταβολής της πρώτης και της δευτέρας δόσεως του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1976, βεβαιωθησομένου εις το Δημόσιον Ταμείον μέχρι 10.5.1976 βάσει εμπροθέσμου δηλώσεως, την 25ην Μαϊου 1976. Καταβληθείσαι προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής επί των χρεών τούτων επιστρέφονται ή συμψηφίζονται αναλόγως εκάστης περιπτώσεως. Η παρούσα απόφασις κυρωθήσεται νομοθετικώς.
Ο Υπουργός
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 127826/2890 25.8.1975
Εχοντες υπ`όψει τα άρθρα 7, 10 και 16 του Νόμου “περί επιβολής ειδικής εισφοράς υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ)”, αποφασίζομεν:
Άρθρον 1.
Η πρώτη δόσις της κατά τας διατάξεις του Ν. 29/1975 επιβαλλομένης εισφοράς υπέρ του Ν.Α.Τ. δια τα μέχρι της ενάρξεως της ισχύος ιδίου νόμου συμβεβλημένα πλοία καταβάλλεται άνευ συνεπειών εκπροθέσμου καταβολής, εντός μηνός απο του προσδιορισμού της υπό των Υπηρεσιών του Ν.Α.Τ.
Άρθρον 2.
Η παρούσα κυρωθησομένη νομοθετικώς, άρχεται ισχύουσα από της υπογραφής της.
Οι Υπουργοί. Οικονομικών Εμπορικής Ναυτιλίας.
ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ ΑΛ. ΠΑΠΑΔΟΓΓΟΝΑΣ
Άρθρον 78
Φορολογικαί απαλλαγαί καταβληθησομένων αμοιβών.
Η καταβληθησομένη αμοιβή εις τον Γιουγκοσλαβικόν Οίκον “ENERGOPROJEKT ENGINEERING AND CONSULTING CO” διά την παροχήν συμβουλευτικών υπηρεσιών επί των σιμεντενεσέων του φράγματος Μόρνου και ύΕργου Πύρνου, δυνάμει της καταρτισθησομένης συμβάσεως, κατ` εφαρμογήν της υπ`αριθ. Δ53669/16.12.1976 Κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων απαλλάσσεται παντός φόρου, ή τέλους, κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου ως και πάσης επιβαρύνσεως εκ τελών χαρτοσήμου.
Άρθρον 79
Ελεγχος φορολογικών υποθέσεων.
Δι`αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δύναται ν`ανατίθηται η διενέργεια ελέγχου προς προσδιορισμόν της φορολογητέας ύλης επι υποθέσεων ή ωρισμένης τοιαύτης της αμέσου και εμμέσου φορολογίας ως και φόρων επί των συναλλαγών εις έτερον, του καθ` ύλην και κατά τρόπον αρμοδίου Οικονομικόν ύΕφορον. Επί των υποθέσεων τούτων, άπασα ή λοιπή, πλην της διενεργείας του ελέγχου, διαδιακασία επιβολής του φόρου, ενεργείται υπό του καθ`ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου.
Άρθρον 80
Κανονισμός λειτουργίας Οικονομικών Εφοριών.
Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται ο Κανονισμός λειτουργίας των Οικονομικών Εφοριών και τα καθήκοντα του προσωπικού αυτών.
Άρθρον 81
1. Δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών δύναται να διατίθενται υπάλληλοι του Κλάδου Οικονομικών Εφοριών εις το Υπουργείον Εμπορίου προς διενέργειαν κοστολογικών και αγορανομικών ελέγχων.
2. Δι`ομοίων αποφάσεων δύναται να ανατίθεται εις τας Οικον. Εφορίας η διενέργεια ελέγχου, παραλλήλως προς τον φορολογικόν, διά την εξακρίβωσιν της συμμορφώσεως των επιχειρήσεων προς τας διατάξεις του αγορανομικού κώδικος. Τα εκ του αγορανομικού ελέγχου προκύπτοντα στοιχεία διαβιβάζοντα εις το Υπουργείον Εμπορίου, κατά παρέκκλισιν των περί απορρήτου,διατάξεων της ισχυούσης φορολογικής νομοθεσίας εν γένει, ίνα βάσει αυτών διενεργηθούν τα νόμιμα.
Άρθρον 82
Εκτακτον τέλος οικοδομικών αδειών.
Οφειλόμεναι δόσεις εκτάκτου τέλους κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 43/1974 `”περί καταργήσεως του Ν.Δ. 333/1974 “περί επιβολής εκτάκτου τέλους επί των εκδιδομένων αδειών ανεγέρσεως οικοδομών” δι`εκδοθείσας αδείας ανεγέρσεως κατοικιών, η συνολική επιφάνεια των οποίων δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια (400) τετραγωνικά μέτρα διαγράφονται διά το ποσόν αυτών το αναλογούν εις επιφάνειαν διακοσίων (200) τετραγωνικών μέτρων μη συνυπολογιζομένων των υπογείων ή ημιυπογείων χώρων. Η ανωτέρω διάταξις ισχύει μόνον επί ανοικοδομήσεως υπό φυσικών προσώπων μη ασχολουμένων με την κατασκευήν οικοδομών κατ` επάγγελμα. Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ύΕργων καθορίζεται πάσα λεπτομέρεια αναγκαία διά την εφαρμογήν της διατάξεως του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 83
Σημ.: όπως το άρθρο 83 καταργήθηκε αφ`ης ίσχυσε από την παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν.814/1978 (Α 144).
Άρθρον 84
Εναρξις ισχύος του Νόμου
1. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 61 παραγρ. 1, 62, 63, 65 και 67 του παρόντος νόμου άρχεται από της 1ης του επομένου της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μηνός.
2. Η ισχύς των διατάξεων των λοιπών άρθρων άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως πλην αν άλλως ορίζεται εν αυτοίς.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 11 Φεβρουαρίου 1977
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ