Νόμος 500 ΦΕΚ Α΄341/20.12.1976
Περί αυξήσεως των οργανικών θέσεων των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, αντικαταστάσεως της παρ. 2 του άρθρου 5 του Νόμου 172/1975 και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου αυξάνεται κατά μίαν, οριζομένου ούτω του συνολικού αριθμού αυτών εις τέσσαρας (4).
Άρθρον 2
Εις το άρθρον 89 του Ν.Δ. 962/1971 “περί Κώδικος Δικαστικών Λειτουργών” προστίθεται παράγραφος υπ` αριθ. 12, έχουσα ως ακολούθως:
“12. Προκειμένου περί προαγωγής εις θέσιν Αεροπαγίτου ή Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, απαιτείται οι κρινόμενοι να μη έχουν υπερβή το 63ον έτος της ηλικίας των, θεωρουμένου τούτου ως συμπληρουμένου την 30ην Ιουνίου του αντιστοίχου έτους”.
Άρθρον 3
Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Νόμου 172/1975 “περί καταργήσεως α) της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4352/1964 “περί διατάξεων αφορωσών του δημοσίους υπαλλήλους κλπ.” και
β) της παρ. 4 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 176/1969 “περί καταβολής αμοιβών εις τους μετέχοντας συμβουλίων και επιτροπών και ρυθμίσεως συναφών τινων θεμάτων”, αντικαθίσταται ως εξής:
“2. α) Του Εφετείου ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αεροπαγίτης,
β) της Εισαγγελίας Εφετών ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου,
γ) Του Πρωτοδικείου Αθηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αεροπαγίτης ή πρόεδρος εφετών ή εφέτης, των δε λοιπών Πρωτοδικείων εις τα οποία υπηρετούν πέντε ή πλείονες πρόεδροι πρωτοδικών δύναται να ορίζηται, ως προϊστάμενος εφέτης,
δ) της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος εισαγγελεύς εφετών ή αντεισαγγελεύς εφετών, των δε λοιπών εισαγγελιών πρωτοδικών εις τας οποίας υπηρετούν δύο ή πλείοντες εισαγγελείς πρωτοδικών δύναται να ορίζηται, ως προϊστάμενος αντεισαγγελεύς εφετών,
ε) του Ειρηνοδικείου Αθηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος πρόεδρος πρωτοδικών, των δε λοιπών ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων εις τας οποία υπηρετούν επτά ή πλείονεςειρηνοδίκαι ή πταισματοδίκαι δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αυτών πρωτοδίκης”.
Άρθρον 4
1. Πειθαρχικαί παραβάσεις αποδοθείσαι εις δικαστικούς λειτουργούς οιουδήποτε βαθμού, ως τελεσθείσαιαπο 16 Σεπτεμβρίου 1975 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, δεν διώκονται, εφ` όσον η σχετική αγωγή ησκήθη κατά το ως άνω χρονικόν διάστημα και δεν έχει εκδοθή τελεσίδικος απόφασις του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Αι σχετικαίδικογραφίαι τίθενται εις το αρχείον εντολή του Προέδρου του οικείου Συμβουλίου, η αποδοθείσα δε παράβασις δεν δύναται να αποτελέσηστοιχείον κρίσεως περί της υπηρεσιακής καταστάσεως του δικαστικού λειτουργού.
2. Των διατάξεων της προηγουμένη παραγράφου εξαιρούνται
α) αι κατά τας διατάξεις της απο 4/5 Σεπτεμβρίου 1974 Συντ. Πράξεως “περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη” εκκρεμείς υποθέσεις και
β) αι πειθαρχικαί παραβάσεις αι συνιστώσαι συγχρόνως και παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας.
Άρθρον 5
Η ισχύς των άρθρων 1, 3 και 4 του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, του δε άρθρου 2 άρχεται από της 1ης Ιανουαρίου 1980.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 18 Δεκεμβρίου 1976
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ