Νόμος 495 ΦΕΚ Α΄337/18.12.1976
Περί όπλων, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων τινών ποινικών διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1
Έννοια όρων
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 2
Εισαγωγή εκ του εξωτερικού
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 3
Κατασκευή εν τω εσωτερικώ
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 4
Εμπορία και εν γένει διάθεσις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 5
Κατοχή
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 6
Οπλοφορία
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 7
Μεταφορά
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 8
Ασκοποι πυροβολισμοί
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 9
Οπλοχρησία
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 10
Οπλα και αντικείμενα εν ταις φυλακαίς
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 11
Απαγόρευσις χορηγήσεως αδειών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 12
Κατάσχεσις και δήμευσις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 13
Διακεκριμέναι περιπτώσεις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 14
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 15
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 16
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την περ.α` της παρ.1 του άρθρου 38 του Ν.2168/1993 (ΦΕΚ Α 147). Εναρξη ισχύος νόμου, 2 μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 17

1. Η παρ. 3 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικος, ως το άρθρον τούτο αντικατεστάθηυπο του άρθρου 3 του Ν.Δ. του 790/1970, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Ο καθορισμός του ποσού της μετατροπής, λαμβανομένων υπ` όψιν και των οικονομικών όρων του καταδικασθέντος, γίνεται δι` ειδικώς ητιολογημένης αποφάσεως, υπολογιζομένης μιας ημέρας φυλακίσεως προς δραχμάς διακοσίας μέχρις είκοσι χιλίάδας και μιας ημέρας κρατήσεως προς δραχμάς εκατόν μέχρι πέντε χιλιάδας”.

2. Εις το άρθρον 82 του Ποιν. Κώδικος ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 3 του Ν.Δ. 790/1970,προστίθεται παράγραφος υπ` αριθ. 5, έχουσα ως ακολούθως:
“5. Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών δύναται να αυξομειούνται τα εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών”.

Άρθρον 18
Το άρθρον 385 του Ποινικού Κώδικος αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 385.
Εκβίασις
1. Οστις, εκτός των εν άρθρω 380 περιπτώσεων, επι σκοπώ του να περιποιήση εις εαυτόν ή εις άλλον παράνομονπεριουσιακόν όφελος, εξαναγκάζει τινά δια βίαιας ή απειλής εις πράξιν, παράλειψιν ή ανοχήν, εξ ής επέρχεται ζημίας εις την περιουσίαν αυτού του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται:
α) κατά τα εν άρθρω 380 παρ. 1 και 2 οριζόμενα, εάν η πράξιςετελέσθη δια σωματικής βίας κατά προσώπου ή δι` απειλών ηνωμένων με επικείμενονκίνδυνον σώματος ή ζωής,
β) δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, μη επιτρεπομένης μετατροπής και αναστολής της πιονής, εάν ο υπαίτιος μετεχειρίσθηβίαν ή απειλήν βλάβης της υπο του εξαναγκαζομένου ή άλλου ασκουμένης επιχειρήσεως, επαγγέλματος, λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητος ή προσεφέρθη να παράσχη ή παρέχει προστασίαν δια την αποτροπήν προσκλήσεως υπο τρίτου τοιαύτης βλάβης. Διά καθείρξεως δε μέχρι δέκα ετών, εάν αι ως άνω πράξεις ετελέσθησαν υπό προσώπου διαπράττοντος κατά συνήθειαν ή κατ` επέγγελματοιαύτας πράξεις ή εκ των περιστάσεων αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνος και
γ) δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν.
2. Αι διατάξεις του άρθρου 72 περί οίκου εργασίας έχουν και εν προκειμένω εφαρμογήν”.

Άρθρον 19
Η παρ. 3 του άρθρου 249 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις ο ανακριτής δύναται να αναθέση την ενέργειανωρισμένων πράξεων εις έτερον ανακριτήν ή εις οιονδήποτε προανακριτικόνυπάλληλον της έδρας του, ειδοποιών συγχρόνως τον οικείον εισαγγελέα εφετών”.

Άρθρον 20
Η παρ. 1 του άρθρου 489 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, ως το άρθρον τούτο αντικατεστάθη υπο του άρθρου Ν.Δ. 1160/1972, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “1. Ο καταδικασθείς και ο εισαγγελεύς ή δημόσιος κατήγορος δικαιούνται να ασκήσουν έφεσιν:
α) Κατά της αποφάσεως του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρον 116) εάν δι` αυτής κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος εις κράτησιν υπέρ τας οκτώ ημέρας ή εις πρόστιμον υπερβαίνον τας δύο χιλιάδας εξακοσίαςδραχμάς ή εις αποζημίωσιν ή χρηματικήνικανοποίησιν υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος υπερβαινούσας εν συνόλω τας πέντε χιλιάδας δραχμάς.
β) Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πλημμελειοδικείου εάν δι` αυτής κατεδικάσθη ο κατηγορούμηνος εις φυλάκισινυπερβαίνουσαν τας τριάκοντα ημέρας ή εις χρηματικήνποινήνυπερβαίνουσαν τας εξ χιλιάδας πεντακοσίαςδραχμάς ή εάν επεδικασθη κατ` αυτού οιασδήποτε αποζημίωσις και ικανοποίησις υπερβαίνουσα εν συνόλω τας είκοσι χιλίαδαςδραχμάς ή εάν κατεδικάσθη εις ποινήν οιανδήποτε συνεπαγομένην τας εν τη επομένη περιπτώσει, υποστοιχ. γ` στερήσεις και ανικανότητας ή την έκτισιν ετέρας ανασταλείσης ποινής φυλακίσεως υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας ή συνεπαγομένης τα αυτά αποτελέσματα και
γ) Κατά της αποφάσεως του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της αποφάσεως του εφετείου επιπλημμελλήματι (άρθρον 11, αριθ. 6 και 116) εαν δι` αυτής κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος εις ποινής φυλακίσεως υπερβαίνουσαν τους τρείς μήνας ή εις χρηματικήνποινήνυπερβαίνουσαν τας τριάκοντα τρείς χιλιάδας δραχμάς ή εις ποινήν οιανδήποτε συνεπαγομένηνστέρησιν πολιτικών δικαιωμάτων ή την απο δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας έκπτωσιν ή ανικανότητα προς απόκτησιν αυτής ή εις ποινήνσυνεπαγομένην την έκτισιν ετέρας ανασταλείσης ποινής τριών μηνών και επέκεινα ή συνεπαγομένην τας ανωτέρω στέρησεις και ανικανότητας ή εις αποζημίωσιν και χρηματικήνικανοποίησιν υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος υπερβαίνουσαν εν συνόλω τας τεσσαράκοντα χιλιάδας δραχμάς.
δ) Κατά της αποφάσεως του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, δι` ης κατεδικάσθη ο ανήλικος εις περιορισμόν εντός σωφρονιστικού καταστήματος υπερβαίνοντα κατά το ελάχιστον όριον το έτος.
ε) Κατά της αποφάσεως του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, δι` ης κατεδικάσθη κατά το άρθρον 130 του Ποινικού Κώδικος εις ποινήνστερητικήν της ελευθερίας μείζονα των τριών μηνών, ανήλικος, άγων μεν κατά τον χρόνον της τελέσεως της πράξεως την εφηβικήν αυτού ηλικίαν, εισαχθείς όμως εις δίκην μετά την συμπλήρωσιν του 17ου έτους.
Υπό την αυτήν προϋπόθεσιν το δικαίωμα εφέσεως παρέχεται και εις τας περιπτώσεις του άρθρου 131 του Ποινικού Κώδικος”.

Άρθρον 21
Το άρθρον 8 του Ν.Δ. 743/1970 “περί ναρκωτικών και ουσιών προκαλουσώντοξικομανίαν ή εξάρτησιν του ατόμου, ως και περί μεταχειρίσεως των τοξικομανών εν γένει” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 8
1. Εάν το δικαστήριονπεισθή ότι ο υπαίτιος τινός των εν άρθροις 3 εώς 6 και 7 παρ. 1 αναφερομένων πράξεων οικεία βουλήσει συνετέλεσε, προ της καταδίκης αυτού ουσιωδώς εις την ανακάλυψιν και εξάρθρωσιν συμμορίας επιδιδομένης εις διάπραξιν των εν άρθροις 3 και 4 πράξεων, διατάσσει εν τη αποφάσει αυτού την αναστολήν εκτελέσεως της καταγνωσθείσης ποινής, ασχέτως συνδρομής των όρων των άρθρων 99 και 100 του Ποινικού Κώδικος, επί διάστημα δύο μέχρις είκοσιν ετών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά και εν προκειμένω αναλόγως των άρθρων 101 παρ. 2 και 102 εως 104 του Ποινικού Κώδικος.
2. Εάν ο καταδικασθείς επί τινι των εν άρθροις 3 εως 6 και 7 παρ. 1 αναφερομένων πράξεων συντελέση ουσιωδώς οικεία βουλήσει εις την ανακάλυψιν και εξάθρωσιν συμμορίας επιδιδομένης εις την διάπραξιν των εν άρθροις 3 και 4 πράξεων, απολύεται των φυλακών, υφ` όρον, μετ` απόφασιν του δικαστηρίου, εκδιδομένην τη αιτήσει του, ή τη αιτήσει της διευθύνσεως του καταστήματος εν ω ούτος κρατείται ως και τη αιτήσει του Εισαγγελέως, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 106 εως 110 του Ποινικού Κώδικος”.

Άρθρον 22
Το άρθρον 9 του Ν.Δ. 743/1970 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 9
Προς εκδίκασιν των εν άρθροις 3 και 4 αναφερομένων πράξεων αρμοδίον είναι το Πενταμελές Εφετείον. Αμα τω πέρατι της ανακρίσεως η δικογραφία υποβάλλεται υπό του, Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών εις τον Εισαγγελέα Εφετών, όστις, εανκρίνη ότι προκύπτουν ενδείξεις και ότι δεν πρέπει να επιστρέψη ταύτην προς συμπλήρωσιν της ανακρίσεως, υποχρεούται, εφ` όσον συμφωνή ο Πρόεδρος Εφετών, να εισαγάγη την υπόθεσιν εις το ακροατήριον δι` απ` ευθείας κλήσεως, καθ` ης ουδεμία προσφυγή επιτρέπεται. Εν τη περιπτώσει ταύτη περί της διαρκείας της ισχύος του εντάλματος συλλήψεως και περί της διαρκείας της προφυλακίσεως του κατηγορουμένου αποφαίνεται δια διατάξεως του, καθ` ης δεν χωρεί προσφυγή, ο Πρόεδρος Εφετών, περί της προσωρινής δε απολύσεως του κατηγορουμένου, το Συμβούλιον Εφετών, συντιθέμενον εκ τριών Εφετών. Εανδιετάχθη η διατήρησις της ισχύος εντάλματος συλλήψεως, ο Εισαγγελεύς των Εφετών δια διατάξεώς του, ης δεν απαιτείται τοιχοκόλλησις, διατάσσει την αναστολήν της εν τω αρκοατηρίω διαδικασίας, ως προς τον φυγοδικούντακατηγορούμενον, μέχρι προσελεύσεως ή συλλήψεως αυτού. Το ως άνω Συμβούλιον, επιπλειόνων κατηγορουμένων, είναι αρμόδιον να αποφανθή ως προς ούς δεν προκύπτουν ενδείξεις ή ως προς ούς δέον να κηρυχθή απαράδεκτος ή να παύση η ποινική δίωξις, χωριζομένης ως προς τούτους της υποθέσεως. Εαν ως προς τινας των κατηγορουμένων δεν επερατώθη η ανάκρισις, προβλέπεται δε βραδύτης περατώσεως, ο ανακριτής διατάσσει τον χωρισμόν δια διατάξεως του, μη υποκειμένης εις προσφυγήν, συνεχίζει δε την ανάκρισιν ως προς τούτους, δι` ουςαμα τη περατώσει ενεργούνται τα εν τη παρούση παραγράφω ως άνω οριζόμενα”.

Άρθρον 23
Αι παράγρ. 2 και 3 του άρθρου 97 του Ν. 1165/1918 “περί τελωνειακού Κώδικος”, προστεθείσαι εις τούτον δια των άρθρων 1 και 4 του Α.Ν. 1514/1950 κυρωθέντοςυπο του Ν. 1591/1950, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“2. Επί παραλείψεως της τηρήσεως ή επί ανακριβούς ή ατάκτου τηρήσεως των εις εκτέλεσιν των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 88 του παρόντος καθοριζομένων διατυπώσεων, επιβάλλεται κατά των παραβατών πρόστιμοναπο είκοσι χιλιάδας μέχρι πεντήκοντα χιλιάδας δραχμάς, πλήν αν συντρέχηπερίπτωσις λαθρεμπορίας, ότε εφαρμόζονται και αι περί ταύτης διατάξεις.
3. Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επ. του παρόντος, ιδαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών, φορών τελών και δικαιωμάτων, εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους.
Προς τούτο, οι δασμοί και φόροι λογίζονται δια μεν τας περιπτώσεις του άρθρου 111 του παρόντος, εκείνοι οι οποίοι θα ηφηρμόζοντο κατά την ημέρανητς κατασχέσεως, εις τας λοιπάς δε περιπτώσεις οι δασμοί και φόροι οι οποίοι θα εφηρμόζοντο κατά την ημέραν της αποστολής της δικογραφίας εις την Εισαγγελικήν Αρχήν, ελλείψει δε τοιαύτης κατά την ημέρανπεριελεύσεως εις ταύτην της οικείας μηνύσεως.
Εν η περιπτώσει το δεκαπλούν των ανηκόντων δασμών και λοιπών φόρων εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας είναι μικρότερον των είκοσι χιλιάδων δραχμών, τα επιβλητέα τέλη δύναται να καθορισθούν μέχρι ποσού τούτου, το οποίον δύναται να αυξομειούται δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών”.

Άρθρον 24
Το άρθρον 102 του Νόμου 1165/1918 “περί Τελωνειακού Κώδικος”, ως αντικατεστάθη υπο του άρθορυ 5 του Α.Ν. 1514/1950, κυρωθέντοςυπο του Ν. 1591/1950, αντικαθίσταταιως ακολούθως:

“Άρθρον 102.

1. Η κατά το άρθρον 100 λαθρεμπορία τιμωρείται: Α) Δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών. Εάν όμως η λαθρεμπορία έχη αντικείμενον μη σημαντικής αξίας και προς ατομικήνχρήσιν ή ανάλωσιν του υπαιτίου προωρισμένον, το ελάχιστον όριον της ποινής μειούται εις το ήμισυ.
Β) Δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους εις τας εξής περιπτώσεις:
α) εάν επραχθή καθ` υποτροπήν,
β) εάν επραχθή ενόπλως ή υπο τριών ή πλειόνων, ηνωμένων,
γ) εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα ων εστερηθή το δημόσιον, ανέρχωνται εις σημαντικόν ποσόν και
δ) εάν ο υπαίτιος μετεχειρίσθη ιδιαιτέρα τεχνάσματα. Εν περιπτώσει υποτροπής ουδέποτε δύναται να επιβληθή ποινή ελαφροτέρα της πρότερον καταγνωσθείσης.
2. Επί αποπείρας επιβάλλεται η εις την τελεσμένηνλαθρεμπορίαν απειλούμενη ποινή, εις δε τους συνεργούς, δύναται να επιβληθή η κατά των αυτουργών απειλουμένην ποινή”.

Άρθρον 25
Εις το υπ` αριθ. 29 της 15/28 Ιανουαρίου 1971 Β. Διάταγμα “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον των ισχυουσών διατάξεων “περί τυχηρων και παιγνίων”, προστίθεται άρθρον, υπ` αριθ. 7Α έχον ως ακολούθως:

“Άρθρον 7Α.

Απάτη περί τα παίγνια.

Ο κατ` επάγγελμα διενεργών οιονδήποτε, κατεκταγμένον ή μη παίγνιον και μετερχόμενος προς εξασφάλισιν της υπέρ αυτού εκβάσεως τούτου οιασδήποτε παραπλανητικάς κατά την διεξαγωγήν του παιγνίου ενεργείας, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, εαν η πράξις δεν τιμωρήται βαρύτερον κατ` άλλην διάταξιν, μη επιτρεπομένης της αναστολής και της μετατροπής της ποινής”.

Άρθρον 26
Το άρθρον 344 του Ποινικού Κώδικος αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 344
Εγκλησις
Εις τας περιπτώσεις των άρθρων 336, 337, 338, 341 ως και εις τας των άρθρων 339, 342 και 343, όταν το παθόν πρόσωπον είναι θύλη, η ποινική δίωξις χωρεί επιεγκλήσει.
Εις τας περιπτώσεις του άρθρου 341, όταν ο υπαίτιος ετέλεσε γάμον μετά της παθούσης, ποινικής δίωξις χωρεί μόνον αφ` ου προηγουμένως ο γάμος κηρυχθή άκυρος”.

Άρθρον 27
Το εν άρθροις 1 και 2 του Ν. 1608/1950 “περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου”, ως ετροποποιήθη δια του Α.Ν. 790/1970, ποσόν των πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών αυξάνεται εις διακοσίαςπεντήκοντα χιλιάδας δραχμάς.

Άρθρον 28
Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1 εώς 14 και 16 του παρόντος άρχεται μετά τριάκοντα ημέρας απο της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, του δε άρθρου 15 και των λοιπών άρθρων απο της δημοσιεύσεως τούτου δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 17 Δεκεμβρίου 1976

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ