ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4595 Τεύχος Α’ 30/21.02.2019

Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης του Κράτους του Κουβέιτ για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων και των Ρηματικών Διακοινώσεων σχετικά με τη διόρθωση του άρθρου 11 παράγραφος 2 του ελληνικού πρωτότυπου κειμένου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνονται και έχουν την ισχύ, που προβλέπει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης του Κράτους του Κουβέιτ για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, η οποία υπεγράφη στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2014, καθώς και οι Ρηματικές Διακοινώσεις που αντηλλάγησαν στην Αθήνα, μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, από 6 Οκτωβρίου 2017, και της Πρεσβείας του Κράτους του Κουβέιτ, από 18 Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη διόρθωση του άρθρου 11 παράγραφος 2 του ελληνικού πρωτότυπου κειμένου. Το πρωτότυπο κείμενο της Συμφωνίας της 12ης Ιουνίου 2014, στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα, καθώς και το πρωτότυπο κείμενο των Ρηματικών Διακοινώσεων στην αγγλική γλώσσα, και σε μετάφραση στην ελληνική, έχουν ως εξής :

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΥΒΕΪΤ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση του Κράτους του Κουβέιτ, Αποκαλούμενες εφεξής «τα Συμβαλλόμενα Μέρη»,

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη της οικονομικής τους συνεργασίας και,ιδίως, για τις επενδύσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων αυτών, θα συμβάλει στην τόνωση της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και στην αύξηση της ευημερίας των δύο χωρών,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας: 1. Με τον όρο «επένδυση» νοείται κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, που ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα από επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, και περιλαμβάνει, ειδικότερα αλλά όχι αποκλειστικά:

α) ενσώματη και άυλη, κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και κάθε εμπράγματο δικαίωμα όπως νομή, υποθήκες, εμπράγματες ασφάλειας και ενέχυρα,

β) εταιρεία ή μετοχές, εταιρικά μερίδια, και άλλες μορφές συμμετοχής σε εταιρεία, ομόλογα, ομολογίες και άλλες μορφές τάκων χρέους σε εταιρεία, καθώς και άλλα χρέη, δάνεια και αξιόγραφα που εκδίδονται από επενδυτή,

γ) χρηματικές απαιτήσεις και συμβατικές απαιτήσεις σε κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο ή παροχή που έχει οικονομική αξία,

δ) δικαιώματα πνεύματος ιδιοκτησίας, ε) κάθε δικαίωμα εκχωρούμενο βάσει νόμου, σύμβασης ή κάθε είδους άδειας σύμφωνα με το νόμο, περιλαμβανομένων δικαιωμάτων για έρευνα, εξόρυξη ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων.

Ο όρος «επένδυση» εφαρμόζεται επίσης σε συσσωρευμένη «απόδοση» προς επανεπένδυση και σε προϊόν ρευστοποίησης.

Οποιαδήποτε μεταβολή του τόπου της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ως επένδυσης.

2. Mε τον όρο «επενδυτής» νοείται σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος:

α) φυσικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του,

β) κάθε νομικό πρόσωπο ή άλλες οντότητες, περιλαμβανομένων εταιρειών πάσης φύσεως που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους,

γ) η Κυβέρνηση του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους. 3. Με τον όρο «απόδοση» νοούνται τα έσοδα που αποφέρει μία επένδυση, ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία καταβάλλονται και περιλαμβάνει ειδικώτερα, αλλά όχι αποκλειστικά, κέρδη, τόκους, μερίσματα, υτκραξία» δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας mi διαχείριση, τεχνική βοήθεια ή άλλες πληρωμές ή αμοιβές και πληρωμές σε είδος.

4. Mε τον όρο «έδαφος» νοείται το έδαφος ενός Συμβαλλόμενου Μέρους περιλαμβανομένης κάθε περιοχής πέραν των χωρικών υδάτων, το οποίο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχει οριστεί ή μπορεί εφεξής να οριστεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, ως περιοχή επί της οποίας το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ασκεί κυριαρχία ή δικαιοδοσία.

5. Με τον όρο «ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα» νοείται νόμισμα ευρέως διαπραγματεύσιμο στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος και ευρέως χρησιμοποιούμενα σε διεθνείς συναλλαγές.

Άρθρο 2

Αποδοχή και Προώθηση των Επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προωθεί και κάνει δεκτές, στο έδαφος τον, εκενδύσδίς εκενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, όσον αφορά τις επενδύσεις που εισέρχονται στο έδαφός του, παρέχει κάθε μορφή απαραίτητης άδειας, έγκρισης, συγκατάθεσης ή εξουσιοδότησης, στο βαθμό και με τους όρους που ορίζεται από τη νομοθεσία του.

3. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να διαβουλεύονται με όποιο τρόπο θεωρούν κατάλληλο για την προώθηση και την διευκόλυνση των επενδυτικών ευκαίρων στο έδαφος του καθενός.

4. Σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες του κάθε Μέρους, όσον αφορά την είσοδο, χσραμονή και εργασία φυσικών προσώπων:

α) ένα Συμβαλλόμενο Μέρος εξετάζει καλή τη πίστει αιτήματα επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, καθώς και στελεχών απασχολούμενων από τους εν λόγω επενδυτές, περιλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς τους, να διαμείνουν προσωρινά στο έδαφος του, για να ασκήσουν δραστηριότητες σχετικές με τις επενδύσεις, περιλαμβανομένης και της παροχής συμβουλευτικών ή εξειδικευμένων τεχνικών υπηρεσιών,

β) στις εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία του ενός Μέρους, και οι οποίες είναι επενδύσεις επενδυτών του άλλου Μέρους, επιτρέπεται να προσλαμβάνουν υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη και τεχνικό προσωπικό της επιλογής τους, ανεξάρτητα από εθνικότητα.

5. Σε περίπτωση μεταφοράς αγαθών ή προσώπων συνδεόμενων με μια επένδυση, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, θα επιτρέπει, στον βαθμό που προβλέπεται από την σχετική νομοθεσία του, την εν λόγω μεταφορά από επιχειρήσεις του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

Άρθρο 3

Προστασία των Επενδύσεων

1. Οι επενδύσεις επενδυτών του Συμβαλλόμενου Μέρους απολαμβάνουν πάντοτε, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, ορθής και δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφαλείας κατά τρόπο συνεπή με τη διεθνή νομοθεσία και τους όρους της παρούσας Συμφωνίας.

Το κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος επ’ ουδενί θα παρακωλύει με αυθαίρετα ή μεροληπτικά μέτρα τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, επέκταση, επικαρπία, πώληση ή άλλη μορφή διάθεσης, στο έδαφος του, επενδύσεων επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα καθιστά δημόσια διαθέσιμη τη νομοθεσία, τις διαδικασίες, κατευθυντήριες γραμμές, διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις γενικής εφαρμογής, καθώς και τις διεθνείς συμφωνίες που σγετί£ονται ή μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία της παρούσα Συμφωνίας ή επενδύσεων, στο έδαφος του, από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει αποτελεσματικά μέσα για την προβολή απαιτήσεων και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων σχετικών με επενδύσεις. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξασφαλίζει, στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το δικαίωμα προσφυγής στα οικεία δικαστήρια, διοικητικά δικαστήρια και οργανισμούς, και κάθε άλλο όργανο που ασκεί δικαιοδοτική εξουσία, καθώς και το δικαίωμα να εξουσιοδοτούν πρόσωπα της επιλογής τους που πληρούν τις προϋποθέσεις σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, προκειμένου να προβάλλουν απαιτήσεις και να διεκδικούν δικαιώματα σχετικά με τις επενδύσεις τους.

4. Στις επενδύσεις, εφόσον επιτραπούν, δεν επιβάλλονται, από κανένα Συμβαλλόμενο Μέρος πρόσθετες απαιτήσεις που μπορεί να ζημιώσουν τη βιωσιμότητα τους ή να επηρεάσουν δυσμενώς τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, επέκταση, επικαρπία, πώληση ή άλλη μορφή διάθεσής τους.

Άρθρο 4

Μεταχείριση των Επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει σης επενδύσεις «ου πραγματοποιούνται στο έδαφός του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παρέχει σε επενδύσεις των ιδίων επενδυτών του ή σε επενδύσεις επενδυτών τρίτου κράτους, εφαρμόζοντας την ευνοϊκότερη μεταχείριση.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, όσον αφορά τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, επέκταση, επικαρπία ή διάθεση των επενδύσεών τους στο έδαφός του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί στους ιδίους επενδυτές του ή σε επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμόζοντας την ευνοϊκότερη μεταχείριση.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου:

α) δεν υποχρεώνουν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να εκτείνει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους το όφελος οποιασδήποτε μεταχείρισης, προτίμησης ή προνομίου που απορρέει:

από τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε υπάρχουσα ή μελλοντική τελωνειακή ένωση, νομισματική ένωση, οικονομική ένωση, συμφωνία περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης ή παρόμοια συμφωνία ή από οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία ή διακανονισμό που να σχετίζεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως με τη φορολογία.

β) δεν εφαρμόζονται ως προς την παράγραφο 5 του άρθρου 7 της παρούσας Συμφωνίας.

Άρθρο 5

Απαλλοτρίωση

1. α) Επενδύσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν υπόκεινται σε εθνικοποίηση, απαλλοτρίωση, αφαίρεση περιουσιακού στοιχείου ή οποιοδήποτε άλλο άμεσο ή έμμεσο μέτρο, τα αποτελέσματα του οποίου ισοδυναμούν με εθνικοποίηση, απαλλοτρίωση ή αφαίρεση περιουσιακού στοιχείου (αποκαλούμενες εφεξής συνολικά «απαλλοτρίωση»), από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, παρά μόνον για λόγους δημόσιου συμφέροντος σχετιζόμενους με τις εσωτερικές ανάγκες του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, με νόμιμες διαδικασίες γενικής εφαρμογής, σε μη διακριτική βάση και κατόπιν καταβολής άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης.

β) Η αποζημίωση αυτή ισούται με την τρέχουσα αξία της απαλλοτριωθείσας επένδυσης, καθορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές αποτίμησης, βάσει της πραγματικής αγοραίας αξίας της απαλλοτριωθείσας επένδυσης κατά το χρονικό σημείο αμέσως πριν από την εκτέλεση της απαλλοτρίωσης ή τη δημοσιοποίηση της επικείμενης απαλλοτρίωσης, επιλεγομένου του προγενέστερου χρονικού σημείου. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόκο, με το ισχύον στην αγορά εμπορικό επιτόκιο, από την ημερομηνία της απαλλοτρίωσης έως την ημερομηνία καταβολής.

2. Στο πλαίσιο των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και μη θιγομένων των δικαιωμάτων του επενδυτή σύμφωνα με το άρθρο 9 της παρούσας Συμφωνίας, ο θιγόμενος επενδυτής έχει δικαίωμα άμεσης επανεξέτασης της υπόθεσης του, περιλαμβανομένης της εκτίμησης της αξίας της επένδυσής του και της καταβολής της αποζημίωσης, από δικαστική ή άλλη αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους προέβη στην απαλλοτρίωση.

3. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, η απαλλοτρίωση περιλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες Συμβαλλόμενο Μέρος προβαίνει σε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων εταιρείας ή νομικής οντότητας η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του, σε οποιοδήποτε σημείο του εδάφους του, και της οποίας επενδυτής του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους κατέχει μετοχές.

4. Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας ο όρος «απαλλοτρίωση» περιλαμβάνει επίσης παρεμβάσεις ή κανονιστικά μέτρα Συμβαλλόμενου Μέρους τα οποία έχουν de facto ως αποτέλεσμα απαλλοτρίωση, ως προς το ότι

το αποτέλεσμά τους καταλήγει, στην πράξη, στη στέρηση του επενδυτή από την ιδιοκτησία, τον έλεγχο ή ουσιώδη οφελήματα της επένδυσης του ή που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ή ζημία της οικονομικής αξίας της επένδυσης, όπως το πάγωμα ή τη δέσμευση της επένδυσης, την επιβολή αυθαίρετων ή υπερβολικών φόρων στην επένδυση, την υποχρεωτική πώληση όλης ή μέρους της επένδυσης ή άλλα παρόμοια μέτρα.

Άρθρο 6

Αποζημιώσεις

1. Οι επενδυτές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους των οποίων οι επενδύσεις στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους υφίστανται ζημίες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης, πολιτικών αναταραχών, εξέγερσης, στάσης ή άλλων παρόμοιων γεγονότων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, απολαμβάνουν από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος μεταχείριση, όσον αφορά την αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίωση ή άλλου είδους διευθέτηση, όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό επιφυλάσσει στους ιδίους επενδυτές του ή στους επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμόζοντας την ευνοϊκότερη μεταχείριση.

2. Μη θιγομένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επενδυτές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, υφίστανται ζημίες στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους λόγω:

α) επίταξης της επένδυσής τους ή μέρους αυτής από ης δυνάμεις ή αρχές του δεύτερου Συμβαλλόμενου Μέρους, ή

β) καταστροφής της επένδυσής τους ή μέρους αυτής από τις δυνάμεις ή αρχές του δεύτερου Συμβαλλόμενου Μέρους, η οποία δεν επιβαλλόταν από τις περιστάσεις, τυγχάνουν άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής επανόρθωσης ή αποζημίωσης.

Άρθρο 7

Μεταφορές

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εγγυάται, στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, την ελεύθερη μεταφορά πληρωμών που σχετίζονται με επένδυση εντός ή εκτός του εδάφους του, περιλαμβανομένης της μεταφοράς:

α) του αρχικού κεφαλαίου και κάθε πρόσθετου ποσού για τη συντήρηση, τη διαχείριση και την ανάπτυξη της επένδυσης,

β) απόδοσης, γ) πληρωμών, βάσει δανειακής σύμβασης, περιλαμβανομένων χρεολυσίου και συσσωρευμένων τόκων, δ) πάσης φύσεως δικαιωμάτων όπως αναφέρονται στοάρθρο 1, παράγραφος δ), ε) προϊόντος πώλησης ή ρευστοποίησης της επένδυσης ή μέρους αυτής, στ) αποδοχών και λοιπών εισοδημάτων προσωπικού που προσλαμβάνεται από το εξωτερικό σε σχέση με επένδυση,

ζ) καταβολών αποζημιώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6,

η) καταβολών αναφερόμενων στο άρθρο 8, θ) πληρωμών που προκύπτουν από την επίλυση διαφορών.

2. Οι μεταφορές της παραγράφου 1 πραγματοποιούνται χωρίς καθυστέρηση ή περιορισμούς και, εκτός από την περίπτωση πληρωμών σε είδος, σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα. Σε περίπτωση καθυστέρησης στην πραγματοποίηση των απαιτούμενων μεταφορών, ο θιγόμενος επενδυτής δικαιούται να λάβει τόκο για την περίοδο της εν λόγω καθυστέρησης.

3. Οι μεταφορές πραγματοποιούνται με την ισοτιμία, συναλλάγματος που ισχύει στην αγορά του Συμβαλλόμενου Μέρους υποδοχής για το συγκεκριμένο νόμισμα κατά την ημερομηνία της μεταφοράς του.

4. Με τον όρο «χωρίς καθυστέρηση» νοείται η περίοδος που συνήθως απαιτείται για την ολοκλήρωση των αναγκαίων διατυπώσεων για τη μεταφορά πληρωμών. Η εν λόγω περίοδος αρχίζει την ημέρα υποβολής του αιτήματος για μεταφορά και επ’ ουδενί μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα.

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 4 του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν σε ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να εκπληρώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις του ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή του σε οργανισμό περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης στον οποίο έχει μεταβιβάσει κυριαρχικές αρμοδιότητες, όσον αφορά περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτη χώρα.

Άρθρο 8

Υποκατάσταση

1. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος ή ο οριζόμενος Οργανισμός του (το «Μέρος που καταβάλλει Αποζημίωση») πραγματοποιήσει πληρωμή ως αποζημίωση ή εγγύηση που καταβάλλεται για επένδυση στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους (το «Μέρος Υποδοχής») το Μέρος Υποδοχής αναγνωρίζει:

Αποζημίωση») πραγματοποιήσει πληρωμή ως αποζημίωση ή εγγύηση που καταβάλλεται για επένδυση στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους (το «Μέρος Υποδοχής») το Μέρος Υποδοχής αναγνωρίζει:

α) τη μεταβίβαση στο Μέρος «ου καταβάλλει την αποζημίωση διά νόμου ή νομικής δκαιοπραξίας όλων των δικαιωμάτων και απαιτήσεων του μέλους που λαμβάνει την αποζημίωση, και

β) ότι το Μέρος που καταβάλλει την αποζημίωση δικαιούται να ασκεί αυτά τα δικαιώματα και να προβάλει αυτές τις απαιτήσεις δυνάμει της υποκατάστασης, στον ίδιο βαθμό με το μέρος που λαμβάνει αποζημίωση.

2. Το πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος δικαιούται σε κάθε περίσταση την ίδια μεταχείριση όσον αφορά:

α) τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις row έχει αποκτήσει δυνάμει μεταβίβασης, και

β) κάθε πληρωμή που συνδέεται με τα εν λόγω δικαιώματα και απαιτήσεις, εφόσον το μέρος που λαμβάνει την αποζημίωση την δικαιούται δυνάμει της παρούσας Συμφωνίας, όσον αφορά τη συγκεκριμένη επένδυση και τη σχετική απόδοση.

Άρθρο 9

Επίλυση Διαφορών μεταξύ Συμβαλλόμενου Μέρους και Επενδυτή

1. Οι διαφορές μεταξύ Συμβαλλόμενου Μέρους και επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, που αφορούν υποχρέωση του πρώτου βάσει της παρούσας Συμφωνίας, σε σχέση με επένδυση του δεύτερου, επιλύονται, ει δυνατόν, φιλικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

2. Εάν η εν λόγω διαφορά δεν μπορέσει να επιλυθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε φιλική διευθέτηση επιδίδοντας έγγραφη ειδοποίηση στο άλλο μέρος, ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να επιλέξει, για την επίλυση της διαφοράς αυτής, έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α) τα αρμόδια δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου έχει πραγματοποιηθεί η επένδυση, ή

β) οποιεσδήποτε εφαρμοστέες διαδικασίες ειτίλυσης διαφορών έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως, ή

γ) τη διεθνή διαιτησία σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους του παρόντος άρθρου.

3. Στην περίπτωση που ένας επενδυτής επιλέξει να υποβάλει τη διαφορά προς επίλυση σε διεθνή διαιτησία, η διαφορά πρέπει να υποβληθεί σε έναν από τους ακόλουθους οργανισμούς:

α) στο Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Διαφορών εξ Επενδύσεων (το «Κέντρο»), που ιδρύθηκε με τη Σύμβαση “διά την ρύθμισιν των σχετιζομένων προς τας επενδύσεις διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων Κρατών”, η οποία ανοίχθηκε για υπογραφή στην Ουάσινγκτον στις 18 Μαρτίου 1965 (η «Σύμβαση της Ουάσινγκτον»),

β) σε διαιτητικό δικαστήριο συγκροτούμενο σύμφωνα με τους Κανόνες περί Διαιτησίας (οι «Κανόνες») της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL), όπως οι εν λόγω Κανόνες μπορούν να τροποποιηθούν από τα ενδιαφερόμενα μέρη (η αναφερόμενη στο άρθρο 7 των Κανόνων Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή θα είναι ο Γενικός Γραμματέας του Κέντρου),

γ) σε διαιτητικό δικαστήριο συγκροτούμενο σύμφωνα με τους κανόνες διαιτησίας οποιουδήποτε διαιτητικού οργανισμού συμφωνηθεί αμοιβαία από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

4. Παρά το γεγονός ότι ο επενδυτής μπορεί να έχει υποβάλει μια διαφορά σε δεσμευτική διαιτησία σύμφωνα με την παράγραφο 3, μπορεί πριν από τον οργανισμό της διαιτητικής διαδικασίας ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να αναζητήσει ενώπιον των διοικητικών ή άλλων δικαστηρίων του αντίδικου Συμβαλλόμενου Μέρους, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τη διατήρηση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του, υπό τον όρο να μην περιλαμβάνεται καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης,

5. Το κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος με την παρούσα Συμφωνία συναινεί άνευ όρων στην υποβολή διαφοράς εξ επενδύσεων προς επίλυση με δεσμευτική διαιτησία σύμφωνα με την επιλογή του επενδυτή κατά την παράγραφο 3(α) και (β) ή την αμοιβαία συμφωνία αμφότερων των μερών της διαφοράς κατά την παράγραφο 3(γ).

6. α) Η συναίνεση της παραγράφου 5, μαζί με τη συναίνεση της παραγράφου 3. πρέπει να πληρούν τον όρο για έγγραφη συμφωνία των εμπλεκόμενων σε διαφορά μερών, στο πλαίσιο καθενός από τα εξής: του Κεφαλαίου II της Συνθήκης της Ουάσινγκτον, των Κανόνων που διέπουν την Πρόσθετη Διευκόλυνση, του άρθρου II της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών “περί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων” που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (η «Σύμβαση της Νέας Υόρκης»), και του άρθρου 1 των Κανόνων περί Διαιτησίας της UNCITRAL.

β) Οποιαδήποτε διαιτησία κατά το παρόν άρθρο, καθώς μπορεί να συμφωνηθεί από τα εμπλεκόμενα μέρη, πρέπει να διεξαχθεί σε χώρα μέλος της Σύμβασης της Νέας Υόρκης. Απαιτήσεις που υποβάλλονται προς διαιτησία καθώς προβλέπεται από την παρούσα Συμφωνία, θεωρούνται ότι προκύπτουν από εμπορική σχέση ή συναλλαγή στο πλαίσιο του άρθρου 1 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης.

γ) Κανένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν θα παρέχει διπλωματική προστασία ούτε θα παραπέμπει διεθνές αίτημα, σε σχέση με οποιαδήποτε διαφορά που έχει υποβληθεί προς διαιτησία, εκτός εάν το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος αδυνατεί να συμμορφωθεί και να αναλάβει το επιδικαζόμενο κατά την εν λόγω διαφορά. Εντούτοις, η διπλωματική προστασία στο πλαίσιο της παρούσας υποπαραγράφου δεν θα περιλαμβάνει ανεπίσημες διπλωματικές ανταλλαγές που θα έχουν αποκλειστικό σκοπό να διευκολύνουν την επίλυση της διαφοράς.

7. Ένα διαιτητικό δικαστήριο συγκροτούμενο κατά το παρόν άρθρο θα αποφασίζει τα θέματα της διαφοράς σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου που μπορεί να συμφωνηθούν από τους διαδίκους. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, θα εφαρμόζει τη νομοθεσία του διάδικου Συμβαλλόμενου Μέρους, περιλαμβανομένων των κανόνων του σχετικά με τη σύγκρουση νόμων, τις σχετικές διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας και όποιους από τους αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου μπορούν να εφαρμοστούν.

8. Κατά το άρθρο 25(2)(β) της Σύμβασης της Ουάσινγκτον, ένας επενδυτής που δεν είναι φυσικό πρόσωπο και έχει την εθνικότητα διάδικου Συμβαλλόμενου Μέρους, κατά την ημερομηνία της έγγραφης συναίνεσης της αναφερόμενης στην παράγραφο (6) και ο οποίος, προτού ανακύψει διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος, ελέγχεται από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, θα θεωρείται «υπήκοος άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους» και κατά το άρθρο 1(6) των Κανόνων της Πρόσθετης Διευκόλυνσης θα θεωρείται «υπήκοος άλλου Κράτους».

9. Οι διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν επιδίκαση τόκων, είναι τελικές και δεσμευτικές για τα διάδικα μέρη. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εκτελεί αμέσως οποιαδήποτε τέτοια απόφαση και θα μεριμνά για την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων αυτών στο έδαφός του.

10. Σε οποιεσδήποτε δικαστικές, διαιτητικές ή άλλου είδους διαδικασίες ή στην εφαρμογή οποιασδήποτε απόφασης ή επιδίκασης, που αφορά διαφορά εξ επενδύσεων ανάμεσα σε Συμβαλλόμενο Μέρος και επενδυτή

του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το Συμβαλλόμενο Μέρος δεν θα διεκδικεί, ως υπεράσπιση, την κρατική ετεροδικία. Οποιαδήποτε ανταγωγή ή δικαίωμα συμψηφισμού δεν μπορεί να βασίζεται στο γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος επενδυτής έχει ή πρόκειται να λάβει, δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου, αποζημίωση ή άλλη αντιστάθμιση για το σύνολο ή μέρος των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη από οποιοδήποτε τρίτο μέρος, δημόσιο ή ιδιωτικό, περιλαμβανομένου άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, και των διοικητικών υποδιαιρέσεων, οργανισμών και φορέων του.

Άρθρο 10

Επίλυση Διαφορών μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών σχετική με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας, ετκλύεται, ει δυνατόν, με διαβουλεύσεις ή διαπραγματεύσεις δια της διπλωματικής οδού.

2. Εάν η διαφορά δεν διευθετηθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη αιτήθηκε τις εν λόγω διαβουλεύσεις ή διαπραγματεύσεις, και εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά εγγράφως, το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, με έγγραφη ειδοποίηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, να υποβάλει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο συγκροτούμενο επί τούτου, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις του, παρόντος άρθρου.

3. Το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται ως εξής: κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διορίζει ένα μέλος και τα δύο αυτά μέλη ορίζουν, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, υπήκοο τρίτης χώρας, με την οποία και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη διατηρούν διπλωματικές σχέσεις, ως Πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου ο οποίος θα οριστεί στη συνέχεια από τα δυο Συμβαλλόμενα Μέρη. Τα μέλη διορίζονται εντός δυο μηνών και ο Πρόεδρος εντός τεσσάρων μηνών, από την ημερομηνία κατά την οποία το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποίησε στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος την πρόθεση του να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο.

4. Εάν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν έχουν γίνει οι αναγκαίοι διορισμοί, οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορεί, ελλείψει άλλης συμφωνίας, να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς. Εάν ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι υπήκοος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή κωλύεται κατ’ άλλον τρόπο να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς ο Αντιπρόεδρος και, σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Μέρους ή κωλύεται κατ’ άλλον τρόπο να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, το αρχαιότερο κατά σειράν Μέλος του Δικαστηρίου που δεν είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Μέρους, καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς.

5. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με την παρούσα Συμφωνία, καθώς και με όποιους από τους γενικώς αναγνοφισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου μπορούν να εφαρμοστούν.

6. Το δικαστήριο αποφασίζει την εσωτερική του διαδικασία. Το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του κατά πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή είναι τελική και δεσμευτική για αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

7. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος φέρει το κόστος του μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου που διόρισε το ίδιο, καθώς και της εκπροσώπησης του κατά τις διαιτητικές διαδικασίες. Τις δαπάνες του Προέδρου καθώς και κάθε άλλο κόστος των διαιτητικών διαδικασιών φέρουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη εξ ίσου. Εντούτοις, το διαιτητικό δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ορίσει στην απόφαση του ότι ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα φέρει μεγαλύτερο ποσοστό ή ολόκληρο το κόστος.

Άρθρο 11

Εφαρμογή άλλων Ρυθμίσεων

1. Εφόσον η νομοθεσία Συμβαλλόμενου Μέρους ή υφιστάμενες ή αναλαμβανόμενες στο μέλλον, βάσει του διεθνούς δικαίου, μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών υποχρεώσεις επί πλέον της παρούσας Συμφωνίας περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, γενικές ή ειδικές, με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα σε επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους για ευνοϊκότερη μεταχείριση από την προβλεπόμενη με την παρούσα Συμφωνία, οι ρυθμίσεις αυτές, στο βαθμό που είναι ευνοϊκότερες υπερισχύουν της παρούσας Συμφωνίας.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος τηρεί οιαδήποτε άλλη συμβατική υποχρέωση έχει αναλάβει σε σχέση με συγκεκριμένη επένδυση επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Διαφορές που ανακύπτουν σχετικές με την ερμηνεία ή εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, επιλύονται βάσει των διατάξεων επίλυσης διαφορών της εν λόγω σύμβασης.

Άρθρο 12

Διαβουλεύσεις

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δύνανται, όποτε κρίνεται απαραίτητο, να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα αφορά στην εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται μετά από πρόταση του ενός από τα δυο Συμβαλλόμενα

Μέρη σε τόπο και σε χρόνο που θα συμφωνείται δια της διπλωματικής οδού.

Άρθρο 13

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται σε όλες τις επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, τόσο πριν όσο και μετά τη θέση της σε ισχύ.

Άρθρο 14

Θέση σε Ισχύ

Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αντάλλαξαν έγγραφες ανακοινώσεις με πς οποίες πληροφορούν ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες που απαιτούνται από τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους για τη θέση της σε ισχύ.

Άρθρο 15

Διάρκεια και Λήξη

1. Η παρούσα Συμφωνία παραμένει σε ισχύ για περίοδο είκοσι (20) ετών και στη συνέχεια παραμένει σε ισχύ για διαδοχικές περιόδους δέκα (10) ετών, εκτός εάν, τουλάχιστον ένα έτος πριν από τη λήξη της αρχικής ή οποιασδήποτε από τις μεταγενέστερες περιόδους ισχύος της, ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ειδοποιήσει εγγράφως το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος ότι προτίθεται να λήξει την παρούσα Συμφωνία.

2. Όσον αφορά επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσας Συμφωνίας, οι διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας εξακολουθούν να ισχύουν για μία περαιτέρω περίοδο είκοσι (20) ετών από την ημερομηνία αυτή.

Σε πίστωση των ανωτέρω οχ αντίστοιχοι πληρεξούσιοι των δυο Συμβαλλόμενων Μερών υπέγραφαν την παρούσα Συμφωνία.

Έγινε στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014, σε δυο πρωτότυπα στην ελληνική, στην αραβική και στην αγγλική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

Σε περίπτωση διαφοράς, υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Συμφωνίας που κυρώνεται, με τη συμφωνηθείσα τροποποίηση του άρθρου 11 παράγραφος 2 από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 14 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2019

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Υπουργοί

Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης Οικονομίας και Ανάπτυξης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξωτερικών

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ

Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οικονομικών

ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2019

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός

ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ