Νόμος 432 ΦΕΚ Α΄236/4.9.1976
Περί παροχής συνταξιοδοτικού επικουρικού επιδόματος εις υπαλλήλους Μητροπολιτικών Γραφείων, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
1. Συνταξιοδοτούμενοι παρά του Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Α.Κ.Ε.), πρώην υπάλληλοι Μητροπολιτικών Γραφείων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και μισθοδοτούμενοι κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας των υπό των εν Κρήτη Οργανισμών Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας (Ο.Δ.Μ.Π.) ή υπό των Μητροπολιτικών Ταμείων, δικαιούνται από της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνιαίου συνταξιοδοτικού επικουρικού επιδόματος, παρεχομένου υπό του οικείου Ο.Δ.Μ.Π. επί τη υποβολή αυτώ σχετικής αιτήσεως, εντός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος, εφ` όσον έχουν καταβάλει την νόμιμονσυνταξιοδοτικήνεισφοράν και εν αντιθέτω περιπτώσει εφ` όσον καταβάλουν ταύτην αναδρομικώς και εντόκως, εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας.
2. Το υπό της προηγουμένης παραγράφου παρεχόμενον επίδομα, ανέρχεται εις ποσοστόν 35% επί της εκάστοτε καταβαλλομένης τω δικαιούχω συντάξεως υπό του Τ.Α.Κ.Ε.
3. Οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος νόμου υπηρετούντες υπάλληλοι εις τας εν παραγράφω 1 αναφερομένας εκκλησιαστικάς υπηρεσίας, δικαιούνται υπό τας εν αυτή προϋποθέσεις του ανωτέρω επιδόματος από της εξόδου των εκ της υπηρεσίας και εφ` όσον καταβάλλουν εφεξής κανονικώς την νόμιμονεισφοράν.
Άρθρον 2
1. Το υπό του άρθρου 1 παρεχόμενον επίδομα, εις περίπτωσιν θανάτου του δικαιούχου μεταβιβάζεται εις την χήραν και τα ανήλικα άγαμα νόμιμα ή νομιμοποίητα ή θετά τέκνα αυτού.
2. Τα πρόσωπα της προηγουμένης παραγράφου δικαιούνται του υπό της παρ. 1 του άρθρου 1 παρεχομένου επιδόματος υπό τας προϋποθέσεις της αυτής παραγράφου, εις ην περίπτωσιν ο δικαιούχος δεν ευρίσκεται εν ζωή κατά την δημοσίευσιν του παρόντος ή απεβίωσε μετά την δημοσίευσιν αυτού και προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Εάν είχενυποβληθή αίτησις υπό του θανόντος τα ως άνω πρόσωπα συνεχίζουν δι` εαυτά την διαδικασίαν χορηγήσεως του εν λόγω επιδόματος.
3. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούνται του υπό της παρ. 3 του άρθρου 1 παρεχομένου επιδόματος, εις ήνπερίπτωσιν ο δικαιούχος απεβίωσε προ της υποβολής σχετικής αιτήσεως. Εάν είχενυποβληθή αίτησις υπό του θανόντος ισχύουν και εν προκειμένω τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα.
4. Τα πρόσωπα της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εις ην περίπτωσιν ο δικαιούχος απεβίωσε προ της εξόδου του εκ της υπηρεσίας συμπληρώσας τουλάχιστον 15ετή υπηρεσίαν, δικαιούνται επιδόματος ανερχομένου εις ποσοστόν 15% της χορηγουμένης εκάστοτε εις τα πρόσωπα ταύτα συντάξεως υπό του Τ.Α.Κ.Ε. αυξανομένου του εν λόγω ποσοστού κατά 1%, δι` έκαστον έτος υπηρεσίας του αποβιώσαντος πέραν των 15 ετών.
Άρθρον 3
1. Αι αποδοχαί των από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και εφεξής διοριζομένων υπαλλήλων εις τας εν παραγράφω 1 του προηγουμένου άρθρου Εκκλησιαστικάς Υπηρεσίας δεν υπόκεινται εις κράτησιν 4% υπέρ των εν Κρήτη Ο.Δ.Μ.Π., περί ης το άρθρον 4 του από 20.1.1938 Β.Δ/τος “περί τρόπου διορισμού υπαλλήλων Οργανισμών Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας Κρήτης” και η περίπτωσις β` του άρθρου 137 του Ν. 4149/1961 “περί καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας κλπ.”.
Οι υπάλληλοι ούτοι ασφαλίζονται εις το Τ.Α.Κ.Ε. εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλόγως των ισχυουσών διατάξεων δια τους υπαλλήλους των Μητροπολιτικών Γραφείων των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
2. Η διάταξις του άρθρου 49 του Ν. 671/1943 “περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”, ως επανετέθη εν ισχύϊ δια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 87/1974 “περί επαναφοράς εν ισχύϊ του Ν. 671/1943 κλπ.”, καταργείται.
Άρθρον 4
Η ισχύς του παρόντος, άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 2 Σεπτεμβρίου 1976
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ