Νόμος 417 ΦΕΚ Α΄214/17.8.1976
Περί επαναφοράς εν ισχύι των πειθαρχικών διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικος και περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως αυτών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε
Άρθρον 1
Επαναφέρονται εν ισχύι αι διατάξεις των άρθρων 131-175 του ν. 1811/1951 “περί Κώδικος καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων”, ως αύται τροποποιηθείσαιίσχυον κατά την 20ην Απριλίου 1967, συμπληρούμεναι και τροποποιούμεναι δια του παρόντος. Αι διατάξεις αύται εφαρμόζονται επί πάντων των εις τον Υπαλληλικόν Κώδικα υπαγομένων δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Άρθρον 2
Τα εδάφια α` και ιε` της παραγράφου 1 του άρθρου 132 αντικαθίστανται ως ούτω:
“α) Η έλλειψις πίστεως και αφοσιώσεως προς την Πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, ως και η επιδίωξις, έργω ή λόγω, της δια βιαίων μέσων ανατροπής του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος.
ιε) Η υπό προϊσταμένου-κριτούσύνταξις εκθέσεως ουσιαστικών προσόντων, περί των υπ` αυτόν υπαλλήλων, άνευ της επιβαλλομένης αμεροληψίας και αντικειμενικότητος, με αποτέλεσμα η έκθεσις να μη αποδίδη την πραγματικήνυπηρεσιακήνσυμπεριφοράν και ποιότητα του κρινομένου υπαλλήλου, ως και η μη έγκαιρος κατάρτισις των εκθέσεων”.
Άρθρον 3
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 133 αντικαθίσταται ούτω:
“2. Το πρόστιμον, υπολογιζόμενον επί των κατά τον χρόνον της εκδόσεως της καταγνωστικής εις πρώτον βαθμόν πειθαρχικής αποφάσεως αποδοχών, παρακρατείται από του πρώτου μετά την τελεσιδικίαν της αποφάσεως μηνός, εις μηνιαίας δόσεις, εκάστης τούτων οριζομένης, δια της αυτής αποφάσες, εις ποσόν ουχί ανώτερον του ενός τετάρτου των αποδοχών. Το πρόστιμον αποτελεί έσοδον του προϋπολογισμού, τον οποίον βαρύνουν αι αποδοχαί του υπαλλήλου ή του προϋπολογισμού των υπό ειδικών νόμων καθοριζομένων ειδικών ταμείων”.
2. Το εδάφιον η` της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου 133 αντικαθίσταται ούτω:
“η) διάπραξιν εντός διετίας, μετά επιβολήν τριών πειθαρχικών ποινών βαρυτέρων του προστίμου αποδοχών ενός μηνός, του αυτού αδικήματος”.
Άρθρον 4
Η παράγραφος 7 του άρθρου 134 αντικαθίσταται ούτω:
“7. Αι ποιναί της επιπλήξεως μετά εν έτος, του προστίμου μέχρις αποδοχών ενός μηνός μετά διετίαν, του προστίμου μέχρις αποδοχών δύο μηνών, μετά τετραετία του προστίμου μέχρις αποδοχής τριών μηνών, μετά πενταετίαν και αι λοιπαίβαρύτεραιτοιαύται, πλην της οριστικής παύσεως, μετά δεκαετίαν από της επιβοής αυτών, διαγράφονται εκ του δελτίου του τιμωρηθέντος υπαλλήλου και δεν λαμβάνονται υπ` όψιν δια την κρίσιν αυτού, αν κατά το διάστημα των ως άνω χρονικών ορίων δεν ετιμωρηθή δι` οιασδήποτε ποινής”.
Άρθρον 5
Αι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 138 αντικαθίστανται ως εξής:
“3. Οσάκις εν ποινική αποφάσει, καταστάση αμετακλήτω βεβαιούται ρητώς η ύπαρξις ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, γίνονται ταύτα δεκτά εν τη πειθαρχική δίκη ως εν τη ποινική. Ουδόλως όμως κωλύεται έντευθεν το πειθαρχικόνόργανον να εκδώση αντιθέτως προς την ποινικήν, απόφασιν απαλλατκικήν ή καταγνωστικήν.
4. Εκδιδομένης αμετακλήτου ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως μετά την πειθαρχικήν, επαναλαμβάνεται η ένεκα της αυτής πράξεως πειθαρχική δίωξις, εάν δικαιολογήται κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 133 η οριστική παύσις του υπαλλήλου, εκδιδομένης δε αμετακλήτου αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Το προς επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης δικαίωμα παραγράφεται μετά διετίαν αφ` ης καταστή αμετάκλητος ή ποινική απόφασις”.
Άρθρον 6
Το άρθρον 142 αντικαθίσταται ούτω: “Πειθαρχικήνδικαιοδοσίαν ασκούν:
α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι του υπαλλήλου,
β) τα διοικητικά συμβούλια νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
γ) τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια και
δ) το Συμβούλιον της Επικρατείας”.
Άρθρον 7
Τα άρθρα 143, 173 και 174 αντικαθίστανται δια του κατωτέρω άρθρου 143:
“1. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι επί δημοσίων υπαλλήλων είναι:
α) Ο Υπουργός επί πάντων των εις την αρμοδιότητα αυτού υπαγομένων υπαλλήλων, κεντρικών και περιφερειακών, ειδικώτερον δε ο Υπουργός Οικονομικών και επί του προσωπικού των Γραφείων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
β) ο γενικός γραμματεύς Υπουργείου επί των αυτών υπαλλήλων από του 4ου βαθμού και κάτω,
γ) ο γενικός διευθυντής και ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής Υπουργείου επί των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα αυτών κεντρικών υπαλλήλων από του 4ου βαθμού και κάτω.
δ) ο διευθυντής Υπουργείου επί των κεντρικών υπαλλήλων της αρμοδιότητος αυτού από του 6ου βαθμού και κάτω,
ε) ο νομάρχης, ο αναπληρωτής νομάρχου, ο γενικός διευθυντής νομαρχίας και ο έπαρχος επί πάντων των εν τη περιφερεία αυτών υπηρετούντων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, πλην των υπαγομένων εις τας κεντρικάς υπηρεσίας Υπουργείων, εις τας υπηρεσίας διανομαρχιακού επιπέδου και εις τας περιφεριακάς υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
στ) ο γενικός επιθεωρητής και ο επιθεωρητής επί των υποκειμένων εις επιθεώρησιν και υπαγομένων εις την εις ην ανήκει ούτος υπηρεσίαν υπαλλήλων,
ζ) οι προϊστάμενοι των περιφερειακών υπηρεσιών επί του εις αυτούς υπαγομένου προσωπικού.
2. Επίσης, πειθαρχικώς προϊστάμενοι επί δημοσίων υπαλλήλων είναι:
α) οι πρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί τους εις αυτούς υπαγομένου, αντιστοίχως, προσωπικού των Γραφείων των Υπηρεσιών τούτων,
β) οι παρά τω ΕλεγκτικώΣυνεδρίω γενικός επίτροπος και αντεπίτροπος επί του εις αυτούς υπαγομένου προσωπικού των Γραφείων της Υπηρεσίας τούτων,
γ) οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας, ως και των Σωμάτων Ασφαλείας επί των υπ` αυτούς πολιτικών υπαλλήλων,
δ) οι διοικηταί μονάδων και ανωτάτων σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι διευθυνταί καταστημάτων ή προϊστάμενοι επί των υπ` αυτούς πολιτικών υπαλλήλων των στρατιωτικών υπηρεσιών και Σωμάτων Ασφαλείας,
ε) ο γενικός γραμματεύς αυτοτελούς υπηρεσίας ως και ο εξομοιούμενος προς γενικόν γραμματέα Υπουργείου επί πάντων των υπ` αυτούς υπαγομένων υπαλλήλων,
στ) ο Διοικητής του Αγίου Ορους επί πάντων , επί των οποίων και ο νομάρχης πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων της περιφερείας του.
3. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι:
α) ο διοικητής και ο υποδιοικητής ως και ο μετέχων της διοικήσεως γενικός γραμματεύς νομικού προσώπου επί πάντων των υπαλλήλων του οικείου νομικού προσώπου,
β) ο ΠρύτανιςΑνωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος επί πάντων των υπαλλήλων του Ιδρύματος,
γ) ο κατά βαθμόν ανώτερος των τακτικών υπαλλήλων της εντρικής υπηρεσίας του νομικού προσώπου επί πάντων των υπαλλήλων αυτού. Επί πλειόνων εν τω αυτώ ανωτάτω της κεντρικής υπηρεσίας βαθμώ τακτικών υπαλλήλων, η αρμοδιότης εκάστου εκτείνεται επί των εις αυτόν υπαγομένων υπαλλήλων,
δ) ο προϊστάμενος διευθύνσεως ή αυτοτελούς τμήματος ή Υπηρεσίας του νομικού προσώπου, τακτικός υπάλληλος αυτού, επί των υπ` αυτόν υπαλλήλων και
ε) ο προϊστάμενος περιφερειακής υπηρεσίας του νομικού προσώπου, τακτικός υπάλληλος αυτού, επί των υπ` αυτόν υπαλλήλων.
4. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται επί υπαλλήλων κατωτέρου βαθμού εκείνου τον οποίον φέρει ο πειθαρχικώς διώκων.
5. Η ιδιότης του προϊσταμένου ως επί θητεία ή μετακλήτου δεν κωλύει την υπ` αυτού άσκησιν της πειθαρχικής εξουσίας”.
Άρθρον 8
Το άρθρον 144 αντικαθίσταται ούτω:
“1. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επί δημοσίων υπαλλήλων δύνανται να επιβάλλουν την μεν ποινήντηε επιπλήξεως πάντες την δε του προστίμου οι κάτωθι υπό τας εξής διακρίσεις:
α) ο Υπουργός μέχρι και των αποδοχών ενός μηνός, β) ο γενικός γραμματεύς Υπουργείου μέχρι και του ημίσεος των αποδοχών ενός μηνός,
γ) ο νομάρχης, ο αναπληρωτής νομάρχου, ο γενικός διευθυντής κια ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής Υπουργείου, ως και ο γενικός διευθυντής νομαρχίας μέχρι και του ενός τρίτου των αποδοχών ενός μηνός,
δ) ο έπαρχος, ο γενικός επιθεωρητής, ο επιθεωρητής και οι προϊστάμενοι των περιφερειακών υπηρεσιών μέχρι και του ενός έκτου των αποδοχών ενός μηνός,
ε) οι υπό στοιχεία α, β, γ και ε της παραγρ. 2 του άρθρου 143 οριζόμενοι ασκούν πειθαρχικήν αρμοδιότητα γενικού γραμματέως Υπουργείου, στ) οι υπό στοιχείον δ` της παραγρ. 2 του άρθρου 143 οριζόμενοι, εάν είναι ανώτατοι αξιωματικοί, μέχρι και του ημίσεος των αποδοχών ενός μηνός, εάν είναι ανώτεροι, μέχρι και του ενός τρίτου, εάν δε κατώτεροι, μέχρι και του ενός έκτου αυτών,
ζ) ο Διοικητής του Αγίου Ορους μέχρι και του ενός τρίτου των αποδοχών ενός μηνός.
3. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δύνανται να επιβάλλουν την μεν ποινήν της επιπλήξεως πάντες, την δε του προστίμου οι κάτωθι υπό τας εξής διακρίσεις:
α) οι υπό στοιχεία α, β, και γ της παραγρ. 3 του άρθρου 143 οριζόμενοι, μέχρι και του ενός τρίτου των των αποδοχών ενός μηνός και
β) οι υπό στοιχεία δ και ε της παραγρ. 3 του άρθρ. 143 οριζόμενοι, μέχρι και του ενός έκτου των αποδοχών ενός μηνός”.
Άρθρον 9
Το άρθρον 145 αντικαθίσταται ούτω:
“1. Η αρμοδιότης των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστος, πλην αν άλλως προβλέπεται υπό διατάξεως νόμου.
2. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως. Επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτεπαγγέλτως επιλαμβάνεται και το διοικητικόνσυμβούλιον του νομικού προσώπου.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος, εις τον οποίον υπήγετο, υφ` οιανδήποτε υπηρεσιακήνσχέσιν ή κατάστασιν, ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
4. Δια της κλήσεως εις απολογίανάρχεται η αυτεπάγγελτος δίκη.
5. Μεταξύ πλειόνων αρμοδίως επιληφθέντων πειθαρχικώς προϊσταμένων, προτιμάται ο πρότερον καλέσας εις απολογίαν. Ούτος υποχρεούται εν πάση περιπτώσει, όπως παραπέμψη την υπόθεσιν εις ανώτερονπειθαρχικώςπροϊστάμενον ή εις διοικητικόνσυμβούλιον νομικού προσώπου, εφ` όσον ήθελε ζητηθή παρ` αυτού, προ της εκδόσεως υπό τούτου πειθαρχικής αποφάσεως. Παραπομπή εις αμέσως ανώτερον πειθαρχικώςπροϊστάμενον, δύναται να γίνη και εις ην περίπτωσιν ο επιληφθείς πειθαρχικώς προϊστάμενος ήθελε κρίνει ότι το αδίκημα επισύρει ποινήνανωτέραν της αρμοδιότητός του. Δια τον αυτόν λόγον δύναται να γίνη περαιτέρω παραπομπή μέχρι και του Υπουργού, προκειμένου δε περί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μέχρι και του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου. Ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου του αμέσως ανωτέρου πειθαρχικώς προϊσταμένου, η παραπομπή δύναται να γίνη εις υπέρτερον αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενον”.
Άρθρον 10
1. Τα διοικητικά συμβούλια νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δύνανται να επιβάλλουν τας ποινάς μέχρι και του προστίμου των αποδοχών ημίσεος μηνός.
2. Αρμόδιον διοικητικόν συμβούλιον είναι εκείνο εις το οποίον υπήγετο, υφ` οιανδήποτε υπηρεσιακήνσχέσιν ή κατάστασιν, ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
Άρθρον 11
Τα άρθρα 146 και 165 αντικαθίστανται δια του κατωτέρου άρθρου 146:
“1. Τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια είναι πενταμελή ή τριμελή, συντίθενται δε, συγκροτούνται και λειτουργούν κατά τον αυτόν ως τα υπηρεσιακά συμβούλια τρόπον. Τα πενταμελή συμβούλια είναι αρμόδια προς πειθαρχικήν κρίσιν υπαλλήλων επί βαθμοίς 6ω και 2ω ή βαθμολογικώς αντιστοίχοις, τα δε τριμελή προκειμένου περί υπαλλήλων 7ου βαθμού ή κατωτέρου ή βαθμολογικώς αντιστοίχου.
2. Προκειμένης πειθαρχικής κρίσεως ανωτάτων υπαλλήλων, έργα υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου ασκεί, το κατ` άρθρον 3 παρ. 2 του Νόμου 22/1975 υπηρεσιακόν συμβούλιον. Ειδικώς, προκειμένης πειθαρχικής κρίσεως των, επί βαθμοίς 1ω ή αναπληρωτού γενικού διευθυντού, υπαλλήλων των κατ` άρθρον 16 του Συντάγματος ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της Ακαδημίας Αθηνών, έργα υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου ασκεί η Σύγκλητος.
3. Τα της αποζημιώσεως των μελών και του γραμματέως των υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων διέπονται αναλόγως υπό των εκάστοτε ισχυουσών προκειμένου περί υπηρεσιακών συμβουλίων διατάξεων.
4. Αρμόδιον υπηρεσιακόν πειθαρχικόν συμβούλιον είναι εκείνο, ει το οποίον υπήγετο υφ` οιανδήποτε υπηρεσιακήν σχέσιν ή κατάστασιν, ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
5. Τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια κρίνουν: α) εις πρώτον βαθμόν και β) επί εφέσει, δυνάμενα να επιβάλλουν πάσαν πειθαρχικήνποινήν.
6. Συγκρούσεις αρμοδιότητος μεταξύ πλειόνων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων δια το αυτό αδίκημα, είτε καταφατικαί, εφ` όσον δεν εξεδόθη εισέτι οριστική απόφασις, είτε αποφατικαί, εφ` όσον είναι ή κατέστησαν τελεσίδικοι, αι περί αναρμοδιότητος αυτών αποφάσεις, αίρονται υπό του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί τη προσηκόντως βεβαιωμένη αιτήσει του αρμοδίου Υπουργού ή του διωκομένου υπαλλήλου ή, προκειμένου περί καταφατικής συγκρούσεως, και του προέδρου τινός επιληφθέντων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων”.
Άρθρον 12
Το άρθρον 147 αντικαθίσταται ούτω: “Το Συμβούλιον της Επικρατείας κρίνει επί προσφυγών:
α) κατ` αποφάσεων Υπουργού, επιβαλλουσών οιανδήποτε ποινήν,
β) κατ` αποφάσεων, επιβαλλουσών οιανδήποτε ποινήν των Διοικητού Αγίου Ορους, Διοικητού, Υποδιοικητού, του μετέχοντος της Διοικήσεως Γενικού Γραμματέως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, του Πρυτάνεως Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, και
γ) κατ` αποφάσεων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων, επιβλλουσών εις πρώτον και τελευταίονβαθμόν οιανδήποτε πειθαρχικήνποινήν, εις δεύτερον δε βαθμόν τας πειθαρχικάςποινάς της διακοπής του προς προαγωγήν δικαιώματος του υποβιβασμού και της οριστικής παύσεως”.
Άρθρον 13
Το εδάφιον β` της παραγράφου 3 του άρθρου 148 αντικαθίσταται ούτω:
“β) μεταξύ πλειόνων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων, το πρότερον επιληφθέν, προκειμένου δε περί συνδικάσεως κατά την παράγραφον 2 υπαλλήλων υπαγομένων λόγω βαθμού εις διάφορα συμβούλια, το εκ τούτων ανώτερον”.
Άρθρον 14
Το άρθρον 149 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
“1. Εάν ο Υπουργός κρίνη ότι, το αδίκημα είναι τιμωρητεόν δια ποινής μείζονος της αρμοδιότητός του, παραπέμπει την υπόθεσιν ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου. Η παραπομπή είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν εις την περίπτωσιν καθ` ην υπάρχει περί ταύτης ητιολογημένηπρότασις της αρμοδίας υπηρεσίας. Επί υπαλλήλων νομικών προσώπων, δημοσίου δικαίου, η τοιαύτη παραπομπή ενεργείται υπό του διοικητικού συμβουλίου του οικείου νομικού προσώπου.
2. Επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ο Υπουργός, ή ο νομάρχης ο αναπληρωτής Νομάρχου ή ο έπαρχος, λαμβάνοντες γνώσιν περί τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος, παραπέμπουν την υπόθεσιν ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου δια την κίνησιν της πειθαρχικής διώξεως.
3. Το κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 120 διατυπούμενον ερώτημα προς το υπηρεσιακόνσυμβούλιον περί θέσεως υπαλλήλου εις αργίαν, επέχει θέσινπαραπεμπτηρίου, κατά την παρ. 5 του άρθρου 150, εγγράφου, δια το πειθαρχικόν αδίκημα ει το οποίον αναφέρεται η αργία. Καθ` υπαλλήλου, τεθέντος εις αργίαν, κατά το άρθρον 119, λόγω ποινικής διώξεως ή καταδίκης και μη επανερχομένου είτα εις ενέργειαν, γίνεται υποχρεωτικώς η παραπομπή δια τας πράξεις ένεκα των οποίων ποινικώς εδιώχθη ή κατεδικάσθη, εφ` όσον τούτο δεν είχε γίνει προ ή κατά την διάρκειαν της εις αργίανθέσεώς του”.
Άρθρον 15
Το άρθρον 150 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
“1. Η έκδοσις του, κατά τας παρ. 1 και 3 του άρθρου 149 παραπεμπτηρίου εγγράφου καταργεί την μήπωπερατωθείσαν δι` οριστικής αποφάσεως αυτεπάγγελτον δίκην.
2. Η έκδοσις οριστικής αποφάσεως επί τινιαδικήματι είτε υπό μονομελούς είτε υπό πολυμελούς δικαιοδοσίας, καθιστά απαράδεκτον την κατά το άρθρον 149 παραπομπήν.
3. Γενομένη παραπομπή δεν ανακαλείται.
4. Εν τω παραπεμπτηρίω εγγράφω δέον να μνημονεύωνται τα συνιστώντα το διωκόμενον παράπτωμα πραγματικά περιστατικά, ως και τα υπάρχοντα στοιχεία, άτινα πιθανολογούν την ενοχήν του υπαλλήλου.
5. Το παραπεμπτήριον έγγραφον κοινοποιείται εις τον διωκόμενον και αποστέλλεται μετά του φακέλλου της υποθέσεως, ως και ολοκλήρου του ατομικού φακέλου του υπαλλήλου, εις τον γραμματέα του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου”.
Άρθρον 16
Το άρθρον 158 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
“Επί αυτεπαγγέλτου διώξεως, ο μεν Υπουργός και το διοικητικόνσυμβούλιον νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μετά το περάς της προανακρίσεως ή της ανακρίσεως, ενεργούν κατά τα εν παραγράφω 1 του άρθρου 149 οριζόμενα, πας δε έτερος πλην του Υπουργού πειθαρχικώς προϊστάμενος, επιληφθείς της διώξεως, καθ` οιονδήποτε στάδιον των ανακρίσεων, εάν το εικαζόμενον αδίκημα επάγεται κατά την κρίσιν του ποινήν μείζονα της αρμοδιότητος του, ενεργεί κατά τα εν άρθρω 145 παρ. 5, εδάφια τέταρτον και πέμπτον, οριζόμενα”.
Άρθρον 17
Αι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 159 αντικαθίστανται ως κατωτέρω:
“3. Ο πρόεδρος του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβολίου, μετά την υποβολήν του πορίσματος, δύναται να ορίση ως εισηγητήν της υποθέσεως εν εκ των μελών του συμβουλίου, εις το οποίον διαβιβάζει τον σχηματισθέντα φάκελλον.
4. Εισηγητήν, κατά την προηγουμένηνπαράγραφον, δύναται να ορίση ο πρόεδρος και άμα τη λήψει του κατά τα άρθρα 149 και 150 παραπεμπτηρίου εγγράφου.
5. Εάν ο πρόεδρος κρίνη ότι η υπόθεσις είναι ώριμος προς συζήτησιν, εισάγει ταύτην ενώπιον του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, ίνα τούτο αποφασίση είτε την κλήσιν εις απολογίαν του διωκομένου, είτε την άνευ ταύτης απαλλαγήν αυτού”.
Άρθρον 18
Εις την παράγραφον 1 του άρθρου 160 προστίθεται διάταξις, έχουσα ούτω:
“Επί παραπομπής, κατά την παράγραφον 5 του άρθρου 145, εις ανώτερον πειθαρχικώς προϊστάμενον ή διοικητικόν συμβούλιον νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μετά κλήσιν εις απολογίαν του διωκομένου υπαλλήλου, δεν απαιτείται νέα κλήσις εις απολογίαν”.
Άρθρον 19
Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 162 αντικαθίστανται ως κατωτέρω:
“2. Τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια ως και τα διοικητικά συμβούλια νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δικαιούνται να απαιτήσουν την ενώπιον αυτών αυτοπρόσωπονπαράστασιν του διωκομένου υπαλλήλου. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο διωκόμενος υπάλληλος.
3. Εις ην περίπτωσιν το υπηρεσιακόνπειθαρχικόνσυμβούλιον κρίνει αναγκαίαν την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως ή την προφορικήνυποστήριξιν της απολογίας, δύναται να αποφασίση την αναβολήν της δίκης”.
Άρθρον 20
1. Αι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 168 αντικαθίστανται ως κατωτέρω:
“4. Η πειθαρχική απόφασις κοινοποιείται εν αντιγράφω εις τον κριθέντα, προσέτι δε, αι μεν των πειθαρχικώς προϊσταμένων και των διοικητικών συμβουλίων νομικών προσώπων, εις τους δικαιούμενους προς άσκησιν εφέσεως υπέρ της διοικήσεως, αι δε των υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων εις τον εκδώσαντα το παραπεμπτήριονέγγραφον.
5. Η κατά την προηγουμένηνπαράγραφονκοινοποίησις της αποφάσεως εις τον κριθέντα ενεργείται κατά τα εν άρθρω 160 παρ. 6 οριζόμενα”.
2. Εις το αυτό άρθρον 168 προστίθεται παράγραφος 6, έχουσα ούτω:
“6. Ανάκλησιςεκδοθείσης πειθαρχικής αποφάσεως δεν επιτρέπεται”.
Άρθρον 21
Αι παράγραφοι 1, 2, 4, 6 και 9 του άρθρου 169 αντικαθίστανται ως κατωτέρω:
“1. Εις έφεσιν υπόκεινται αι πειθαρχικαί αποφάσεις:
α) των πειθαρχικώς προϊσταμένων, πλην των κατ` άρθρον 147 υποκειμένων εις προσφυγήν και
β) των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Εις άσκησιν εφέσεως δικαιούνται:
α) ο τιμωρηθείς υπάλληλος και
β) υπέρ της Διοικήσεως ή υπέρ του υπαλλήλου πας ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου, ως και ο ασκών εποπτείαν επί του νομικού προσώπου Υπουργός, εις τους οποίους κοινοποιείται υποχρεωτικώς η απόφασις. Η υπερ της Διοικήσεως έφεσις χωρεί και κατά των απαλλακτικών πειθαρχικών αποφάσεων.
4. Η έφεσις ασκείται εντός δέκα πέντε ημερών, υπό μεν του τιμωρηθέντος από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως εις αυτόν, υπό δε των πειθαρχικώς προϊσταμένων ή του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου ή του ασκούντος εποπτείαν επί του νομικού προσώπου Υπουργού, από της περιελεύσεως εις αυτούς της αποφάσεως.
6. Τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια, κρίνοντα επί εφέσεως:
α) του τιμωρηθέντος υπαλλήλου ή υπέρ του υπαλλήλου δεν δύνανται να καταστήστουνχείρονα την θέσιν αυτού και
β) υπέρ της Διοικήσεως δεν δύνανται να επιβάλλουν ποινήνελαφροτέραν της επιβληθείσης. Εν περιπτώσει όμως ασκήσεως εφέσεων και υπό του τιμωρηθέντος υπαλλήλου και υπέρ της Διοικήσεως, τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια, συνεκδικάζοντααφμοτέρας τας εφέσεις, δεν δεσμεύονται εν τη επιβολή της ποινής.
9. Η κατόπιν εφέσεως έκδοσις οριστικής αποφάσεως καθιστά απαράδεκτον πάσαν άλλην έφεσιν”.
Άρθρον 22
Το άρθρον 170 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
“1. Εις άσκησιν, κατά το άρθρον 147, προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται μόνον ο τιμωρηθείς υπάλληλος.
2. Κατά την συζήτησιν της προσφυγής καλείται όπως παραστή εκπρόσωπος της Διοικήσεως.
3. Τα των προθεσμιών και της διαδικασίας των ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσφύγων διέπονται υπό των περί τούτων κειμένων διατάξεων.
4. Η προσφυγή και η προς άσκησιν αυτής προθεσμία αναστέλλουν την εκτέλεσιν της πειθαρχικής αποφάσεως.
5. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, κρίνον επί προσφυγής, δεν δύναται να καταστήσηχείρονα την θέσιν του προσφυγόντος υπαλλήλου”.
Άρθρον 23
Το άρθρον 171 αντικαθίσταται ούτω:
“1. Την κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 138 επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης αιτείται εν μεν τη περιπτώσει της εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως ο οικείος Υπουργός, εν δε τη περιπτώσει της εκδόσεως αθωωτικής ποινικής αποφάσεως ο αθωωθείς.
2. Η αίτησις επαναλήψεως απευθύνεται προς το πειθαρχικόνόργανον, εις το οποίον υπήγετο ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
3. Κατά την επάναληψιν της πειθαρχικής δίκης, εν μεν τη περιπτώσει εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, δύναται να επιβληθή ποινή ανωτέρα της επιβληθείσης, εν δε τη περιπτώσει της εκδόσεως αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δύναται να αποφασισθή απαλλαγή ή επιβολή ελαφροτέρας ποινής. Εις τας περιπτώσεως της οριστικής παύσεως ή του υποβιβασμού, δύναται κατά την επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης να αποφασισθή και η αποκατάστασις του υπαλλήλου, οπότε ούτος καταλαμβάνει την τυχόν υπάρχουσανκενήνθέσιν του βαθμού εις τον οποίον αποκαθίσταται, ή, εν ελλείψει τοιαύτης, παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτηνκενωθησομένην τοιαύτην”.
Άρθρον 24
Αι παράγραφοι 1, 2 και 4 του άρθρου 172 αντικαθίστανται ούτω:
“1. Η τελεσίδικος καταστάσα πειθαρχική απόφασις είναι υποχρεωτικώς εκτελεστή.
2. Η εκτελεστή πειθαρχική απόφασις εκτελείται, ως προς μεν το πρόστιμον υπό του προϊσταμένου της υπηρεσίας του εντελλομένου την πληρωμήν των αποδοχών του τιμωρηθέντος, προς τον οποίον αποστέλλεται υπό της εκδούσης αρχής υποχρεωτικώς και αμέσως άμα τη τελεσιδικία της αποφάσεως αντίγραφον αυτής, ως προς δε τας λοιπάςποινάς υπό του οικείου υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εις περίπτωσιν λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, το πρόστιμον εισπράττεται κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί ειπράξεως δημοσίων εσόδων, ουδέποτε όμως εκ των κληρονόμων του τιμωρηθέντος.
4. Αρμόδιος δια την βεβαίωσιν των τελών της δίκης είναι ο εκδούς την καταδικαστικήναπόφασινπειθαρχικώς προϊστάμενος ή ο γραμματέας του εκδόντος ταύτην διοικητικού συμβουλίου νομικού προσώπου ή υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου”.
Άρθρον 25
Δια Π. Διαταγμάτων, εκδιδομένων επί τη προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Απασχολήσεως και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου, δύναται να καθορίζωνται καθ` Υπουργείον ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (εν ή πλείονα) τα του πειθαρχικού δικαίου, κατά τε τας ουσιαστικάς και διαδικαστικας διατάξεις, του επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου παρέχοντος εις το Δημόσιον και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τας υπηρεσίας του προσωπικού επιτρεπομένης παρεκκλίσεως από των διατάξεων της κειμένης εργατικής νομοθεσίας αποκλειομένης πάντως της ποινής της οριστικής παύσεως.
Άρθρον 26
Τελικαί και μεταβατικαί διατάξεις.
Η παρά πλημμελειοδίκαις εισαγγελική αρχή υποχρεούται πάσαν υπ` αυτής ασκουμένηνποινικήνδίωξιν κατά υπαλλήλου να γνωστοποιή αμέσως εις την προϊσταμένου αυτού Αρχήν.
Άρθρον 27
Οπου εν τω πειθαρχικώ δικαίω γίνεται μνεία:
α) “Υπουργού” νοείται και ο οικείος “Υφυπουργός”,
β) και το υπό τυχόν ονομασίαν συλλογικό όργανο “Διοικητικού συμβουλίου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου” νοείται διοικήσεως του νομικού προσώπου,
γ) “Πρυτάνεως” νοείται και ο υπό διάφορον ονομασίανεπέχωνθέσιν πρυτάνεως ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος και
δ) “πειθαρχικής αγωγής” νοείται “το παραπεμπτήριον έγγραφον”.
Άρθρον 28
Δεν θίγονται αι ισχύουσαι πειθαρχικαί διατάξεις, αι οποίαι διέπουν το προσωπικόν της εκπαιδεύσεως, τα υπό της κειμένης όμως νομοθεσίας, περί οργανώσεως της εκπαιδεύσεως, προβλεπόμενα Προεδρικά Διατάγματα, τα καθορίζοντα τα της πειθαρχικής δικαιοδοσίας και διαδικασίας, εκδίδονται επί τη προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Άρθρον 29
Εις την υπό του άρθρου 47 του Ν. 22/1975 προβλεπομένηνκωδικοποίησιν, υπό τον τίτλον “Υπαλληλικός Κώδιξ”, επιτρέπεται όπως περιληφθούν και αι διατάξεις του παρόντος ως και παντός άλλου εκδοθέντος ή εκδοθησομένου νόμου, αφορώντος εις θέματα του Υπαλληλικού Κώδικος, μη αποκλειομένης της κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον και μόνον των ισχυουσών διατάξεων, περί του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Άρθρον 30
1. Πειθαρχικά αδικήματα, τελεσθέντα προ της δημοσιεύσεως του παρόντος και μήπω οριστικώς εκδικασθέντα, διέποντα υπ` αυτού κατά τας διαδικαστικάς διατάξεις.
2. Υπό του παρόντος διέπονται και αι κατά την δημοσίευσιν αυτού εκκρεμείς συνεπεία εφέσεων ή προσφύγων δίκαι, ως και αι από της δημοσιεύσεως αυτού και εφεξής ασκηθησόμεναι εφέσεις ή προσφυγαί κατά προεκδοθεισών πειθαρχικών αποφάσεων.
3. Πειθαρχικαίποιναί προσωρινής παύσεως, επιβληθείσαι προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος,
α) εκτελούνται κατά τας προϊσχυούσας διατάξεις, εάν η απόφασις κατέστη τελεσίδικος προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος,
β) αναθεωρούνται οίκοθεν υπό του οικείου υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου, εάν η απόφασις δεν κατέστη τελεσίδικος και δεν ησκήθη προσφυγή προς της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και γ) αντικαθίστανται υπό του Συμβουλίου Επικρατείας, εάν ησκήθη προσφυγή προ της ενάρξεως, ισχύος του παρόντος. Εν τη περιπτώσει β` του προηγουμένου εδαφίου άρχεται νέα προς άσκησιν προσφυγής προθεσμία από της κοινοποιήσεως της κατ` αναθεώρησιν αποφάσεως.
4. Αι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος εκκρεμείς πειθαρχικαίδίκαι ενώπιον των κατά τας παρ. 5 και επομένας του άρθρου 19 του β.δ. 285/1972 υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων συνεχίζονται μέχρι της εκδόσεως υπ` αυτών οριστικής αποφάσεως.
Άρθρον 31
Καταργούνται:
α) Το ν.δ. 750/1970 “περί του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”,
β) Το άρθρον 23 του ν.δ. 751/1970 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και επεκτάσεως διατάξεών τινων του Υπαλληλικού Κώδικος”, αι εκ της εφαρμογής δ` αυτού εκκρεμείς υποθέσεις κρίνονται υπό των οικείων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων, επί τη βάσει των κειμένων πειθαρχικών διατάξεων.
γ) Το ν.δ. 1112/1972, καθ` ο μέρος τούτο αφορά εις την αντικατάστασινσυμπλήρωσιν και κατάργησιν διατάξεων του ν.δ. 750/1970.
δ) Το β.δ. 285/1972 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον των ισχυουσών διατάξεων “περί του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”.
ε) Το άρθρον 35 του ν. 22/1975 “περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.”, μη θιγομένων των λοιπών πειθαρχικών διατάξεων του νόμου τούτου, και
στ) πάσα γενική ή ειδική διάταξιςαντικείμενη εις τας διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζουσα άλλως θέματα διεπόμενα υπ` αυτού”.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 11 Αυγούστου 1976
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ