Νόμος 38 ΦΕΚ Α΄83/29.4.1975
Περί ρυθμίσεως εξοφλήσεως οφειλών εκ καθυστερουμένων ασφαλιστικών εισφορών προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και συμπληρώσεως και τροποποιήσεως διατάξεων Νόμων επί ετέρων θεμάτων του Υπουργείου τούτου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε

Άρθρον 1

1. Αι καθυστερούμεναι ασφαλιστικαί εισφοραί προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, αι αναγόμεναι εις χρονικάς περιόδους προγενεστέρας της 31ης Δεκεμβρίου 1971 ως και αι τοιαύται αι υπαχθείσαι εις προηγουμένας ρυθμίσεις τρόπου εξοφλήσεως αυτών και μη εισέτι εξοφληθείσαι, απαλλάσσονται των τριών πέμπτων (3/5) των προσθέτων τελών και, κεφαλοποιούμεναι, μετά των δύο πέμπτων (2/5) των εις ταύτας αναλογούντων προσθέτων τελών, λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής, εξοφλούνται εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης τούτων καταβλητέας μέχρι τέλους του επομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνός.

2. Αι καθυστερούμεναι ασφαλιστικαί εισφοραί προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής, αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών αι αναγόμεναι εις χρονικάς περιόδους από 1ης Ιανουαρίου 1972 μέχρι 28.2.1975, ως και αι τοιαύται αι υπαχθείσαι εις προηγουμένας ρυθμίσεις τρόπου εξοφλήσεως αυτών και μη εισέτι εξοφληθείσαι, απαλλάσσονται των τεσσάρων πέμπτων (4/5) των προσθέτων τελών και, κεφαλοποιουμέναι, μετά του ενός πέμπτου (1/5) των εις ταύτας αναλογούντων προσθέτων τελών, εξοφλούνται εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ίσας μηνιαίας δόσεις της πρώτης τούτων καταβλητέας μέχρι τέλους του επομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνός.

3. Προκειμένου περί πτωχευσάντων ή πτωχευόντων και αποκατασταθέντων ή εφεξής αποκατασταθέντων καθ` οιονδήποτε τρόπον η εξόφλησις των προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής οφειλών των εκ καθυστερουμένων εισφορών ενεργείται εις ίσας μηνιαίας δόσεις, ο αριθμός των οποίων καθορίζεται από τεσσαράκοντα οκτώ (48) έως εξήκοντα (60) διά πράξεως του οικείου Οργανισμού εγκρινομένης παρά του αρμοδίου Υπουργού. Εις τας περιπτώσεις ταύτας αι οφειλόμεναι εισφοραί απαλλάσσονται των προσθέτων τελών κατά τα εν παρ. 2 και 4 του παρόντος άρθρου οριζόμενα και κεφαλοποιούνται ως άνω. Προκειμένου περί των εφεξής αποκαθιστωμένων, η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα μέχρι τέλους του μεθεπομένου της αποκαταστάσεως μηνός. Καθυστερούμεναι ασφαλιστικαί εισφοραί υπό πτωχεύσαντος και αποβιώσαντος, αποσβέννυνται, απαλλασσομένων των κληρονόμων αυτού, εφ` όσον δεν είχον διασφαλισθή διά μέτρων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτελέσεως αι εκ της αιτίας ταύτης αξιώσεις του οικείου φορέως. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί οφειλών εκδοτών ημερησίων ή μη εφημερίδων, περιοδικών κ.λ.π. ων διεκόπη η έκδοσις ή εμειώθησαν αι ημέραι κυκλοφορίας κατά το χρονικόν διάστημα από 21.4.67 μέχρις 24.7.74. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και διά τους επαγγελματίας και βιοτέχνας, της, μετά την 21.4.1967, κατεδαφισθείσης Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς Πειραιώς, τους μη αποκατασταθέντας μέχρι σήμερον.

4. Οφειλαί εκ καθυστερουμένων ασφαλιστικών εισφορών προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής, αρμοδιότητος Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, απαλλάσσονται του συνόλου των προσθέτων τελών, εφ` όσον καταβληθή μέχρι τέλους του επομένου, της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, μηνός, το εν έκτον (1/6) της βασικής οφειλής, το δε απομένον υπόλοιπον ταύτης εξοφλήθη διά πέντε (5) τετραμηνιαίων δόσεων, της πρώτης τούτων καταβλητέας το πολύ μέχρι τέλους του πέμπτου από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου, μηνός. Η παρούσα διάταξις εφαρμόζεται αναλόγως και επί τυχόν ήδη καταβεβλημένων εν μέρει ή εν τω συνόλω των ασφαλιστικών εισφορών, μη συμψηφιζομένων των τυχόν καταβληθέντων ποσών.

5. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους ρύθμισις χωρεί υπό τον όρον ότι ουδέν ποσόν θα οφείλεται εξ απαιτητών, κατά τον χρόνον καταβολής εκάστης δόσεως, τρεχουσών εισφορών ή απαιτητής δόσεως, αναγομένων εις το από 1ης Μαρτίου 1975 και εφεξής χρονικόν διάστημα.

6. Η καταβολή δόσεώς τινος, χωρίς να έχουν εξοφληθή αι, μέχρι του χρόνου καταβολής της, τρέχουσαι εισφοραί περί ων η προηγουμένη παράγραφος, ως και η μη εμπρόθεσμος καταβολή δόσεώς τινος των κατά τας παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του παρόντος ρυθμιζομένων οφειλών, συνεπάγεται πλέον, της, εν παρ. 5 του παρόντος άρθρου συνεπείας και την προσαύξησιν του ποσού της δόσεως ταύτης, κατά τα υπό των γενικών διατάξεων αναλογούντα επ` αυτής πρόσθετα τέλη, πλέον τόκου εκ 5% ετησίως από της, κατά τας διατάξεις του παρόντος, ρυθμίσεως, μέχρι και της καταβολής της δόσεως.

7. Η μη εμπρόθεσμος καταβολή δύο εν συνεχεία δόσεων ή, προκειμένου περί κατασκευαστών δημοσίων έργων, εξ (6) εν συνεχεία δόσεων, των κατά τας παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του παρόντος ρυθμιζομένων οφειλών, συνεπάγεται απώλειαν του διά του παρόντος, παρεχομένου προς τους οφειλέτας ευεργετήματος, τμηματικής καταβολής των οφειλών των, καθίσταται δε εξ ολοκλήρου απαιτητόν το σύνολον του οφειλουμένου ποσού βασικής οφειλής, μετά των κατά τας κειμένας διατάξεις αναλογούντων προσθέτων τελών, πλέον τόκου 5% ετησίως από της κατά τας διατάξεις του παρόντος ρυθμίσεως, μέχρι και της καταβολής του υπολείπου τούτου της οφειλής.

8. Ως ασφαλιστικαί εισφοραί διά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου νοούνται αι εισφοραί ησφαλισμένου και εργοδότου, ως και αι εισφοραί αυτοτελώς εργαζομένων (Επιστημόνων, Εμπόρων, Επαγγελματιών, Βιοτεχνών κ.λ.π.) δι` υποχρεωτικήν ή προαιρετικήν ασφάλισιν εις πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής (κυρίας ασφαλίσεως, επικουρικής ασφαλίσεως, αρωγής, ασθενείας, προνοίας) αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.

9. Επί οφειλετών υπαχθέντων εις τινα των ρυθμίσεων περί ων α) αι παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 8 και 11 του άρθρου 1 και β) τα άρθρα 2 και 3 του σχεδίου, αποκλείεται τόσον η υπαγωγή των εις οιανδήποτε νεωτέραν ρύθμισιν, όσον και η απαλλαγή των εκ των, εις εκτέλεσιν του παρόντος, επιβαλλομένων προσθέτων τελών και τόκων, εάν δεν συμμορφωθούν ολοσχερώς προς τους όρους ρυθμίσεως του παρόντος Νόμου, ην απεδέχθησαν.

10. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί καθυστερουμένων εισφορών προς παντός είδους Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής, αι υπέρ των οποίων εισφοραί συνεισπράττονται παρά του ΙΚΑ μετά των υπέρ τούτου εισφορών.

11. `Οπου της κειμένης νομοθεσίας απαιτείται ως προϋπόθεσις, διά την απονομήν συντάξεως παρ` Οργανισμού Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής, αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών,η προηγουμένη εξόφλησις των καθυστερουμένων οφειλών, λογίζεται υφισταμένη η προϋπόθεσις αύτη, εν περιπτώσει υπαγωγής εις την ρύθμισιν του παρόντος Νόμου. Η ανωτέρω παράγραφος εφαρμόζεται και επί ασφαλιστικών περιπτώσεων, επελθουσών προ της δημοσιεύσεως του παρόντος, εφ` όσον μέχρι ταύτης δεν είχεν εκδοθή απόφασις περί συνταξιοδοτήσεως. Η μη εμπρόθεσμος καταβολή δύο εν συνεχεία δόσεων, συνεπάγεται την αποστολήν της καταβολής της συντάξεως, μέχρι και του μηνός κατά τον οποίον θα εξοφληθή ολοσχερώς το συνολικόν ποσόν των απολειπομένων δόσεων, προσηυξημένων διά των αναλογούντων επ` αυτών προσθέτων τελών και τόκου 5% ετησίως, από της κατά τας διατάξεις του παρόντος ρυθμίσεως.

12. Εις του ησφαλισμένους παρά τω Ταμείω Νομικών παρέχεται η ευχέρεια αποδόσεως, κατά τα εν τω επομένω εδαφίω οριζόμενα, των, υπό της διεπούσης το Ταμείον νομοθεσίας, απαιτουμένων καταβολών, διά την αναγνώρισιν ως χρόνου ασφαλίσεως παρά τω Ταμείω των χρονικών διαστημάτων διά τα οποία δεν κατεβλήθησαν τοιαύται, άνευ της ανάγκης αποδείξεως περί γενομένων επί δικαστηρίοις παραστάσεων από 21.4.67 μέχρι της δημμοσιεύσεως του παρόντος Νόμου. Αι ως άνω καταβολαί υπολογίζονται επί τη βάσει των ποσών, τα οποία ισχύον κατά τα χρονικά διαστήματα, εις α ανάγονται αύται και εξοφλούνται εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης τούτων καταβλητέας μέχρι τέλους του επομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, μηνός ή εντός εξαμήνου το πολύ από της δημοσιεύσεως του παρόντος, εφαρμοζομένων, κατά τα λοιπά, των παραγράφων 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου.

13. Αι ασφαλιστικαί εισφοραί διά την εξαγοράν του χρόνου του αναγνωριζομένου ως συνταξίμου, δυνάμει των διατάξεων του Ν.Δ. 172/1974 (1) “περί αναγνωρίσεως ως συνταξίμου του χρόνου εκτοπίσεως και φυλακίσεως ενίων ησφαλισμένων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, καταβάλλονται υπό του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), εντός εξαμήνου από της κοινοποιήσεως αυτώ της, περί αναγνωρίσεως, αποφάσεως του ασφαλιστικού φορέως. Αι παράγραφοι 3 και 4 του Ν.Δ. 172/74 δεν έχουν εφαρμογή των ανωτέρω περιπτώσεων.

14. α) Το άρθρον 2 του Ν.Δ. 18/1974 (2) αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Επαναφέρεται εν ισχύϊ, αφ` ης κατηργήθη, η διάταξις της παρ. 2 του άρθρου 20 του Ν. 4507/1966 (3), της, περί ης η διάταξις αύτη, αναγνωρίσεως ενεργουμένης δι` εξαγοράς βάσει των, κατά την έναρξιν ισχύος του Νόμου 4507/1966 καθωρισμένων ποσών, ανεξαρτήτως χρόνου εξόδου εκ της ασφαλίσεως”. Εις τας αυτάς διατάξεις υπάγονται και αι από 1.1.1962 μέχρι της ισχύος του Ν. 4507/1966, υπό τας προϋποθέσεις του άρθρου 20 αυτού, παραιτηθέντες δικηγόροι ως προς το Ταμείον και τον Κλάδον Επικουρικής Ασφαλίσεως Δικηγόρων.
β) Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 20 του Ν. 4507/1966 προστίθεται εδάφιον, έχον ούτω:”Την ως άνω ευχέρειαν έχουσιν και οι άπαξ εκλεγέντες, εφ` όσον εφυλακίσθησαν, εξετοπίσθησαν ή εστερήθησαν της ιθαγένειας αυτών κατά το διάστημα από 21.4.1967 έως και 24.7.1974″.
γ) Εν τέλει του άρθρου 19 του Ν.Δ. 4114/1960 (4) περί του κώδικος περί ταμείου Νομικών” προστίθεται διάταξις έχουσα ούτω:”Εις περίπτωσιν καθ` ην ο άμισθος ησφαλισμένος του Ταμείου Νομικών, διετέλεσε υπάλληλος του Δημοσίου υπό ιδιότητα ασφαλιζομένην παρά τω Ταμείω Νομικών, εφ` όσον δεν εδικαιώθη συντάξεως εκ του Δημοσίου, λαμβάνει σύνταξιν εκ του Ταμείου, αμίσθου ησφαλισμένου, της τάξεως ην ούτος είχε κατά τα δέκα τελευταία έτη της αμίσθου υπηρεσίας του. Η παρούσα έχει εφαρμογήν και και επί των ήδη τυχόν των συντάξεως”.
δ) Το πρώτον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρου 17 του Νόμου 5607/ 1932, ως τροποποιηθείς ισχύει νυν, αντικαθίσταται ως ακολούθως:”Ο αδειούχος φαρμακοποιός του φαρμακείου δύναται να προσλάβη συνέταιρον, συντασσομένης συμβολαιογραφικής πράξεως, αλλ` εν τη περιπτώσει ταύτη απαιτείται απαραιτήτως η προσωπική διεύθυνσις του φαρμακείου υπό του αδειούχου φαρμακοποιού, ανεξαρτήτως του ύψους του ποσοστού συμμετοχής του φαρμακοποιού εις την συνιστωμένην Εταιρείαν”.

Άρθρον 2

1. Οφειλαί προς το `Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), των Αθλητικών Σωματείων των αναγνωρισμένων υπό της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, αναγόμεναι εις περιόδους μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1975, δύναται, διά κοινών αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών και του αρμοδίου επί αθλητικών θεμάτων Υπουργού ή Υφυπουργού, να απαλλάσσωνται των κατά τας κειμένας διατάξεις προσθέτων τελών, λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής, και, κεφαλαιοποιούμεναι, να εξοφλώνται εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης τούτων καταβλητέας μέχρι τέλους του επομένου της εκδόσεως της αποφάσεως μηνός.

2. Αι παράγραφοι 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και επι της εις δόσεις εξοφλήσεως των εν τω παρόντι άρθρω οφειλών.

Άρθρον 3

1. Οφειλαί εξ αγγελιοσήμου, περί ου το άρθρον 15 του Α.Ν. 248/67 (5), αναγόμεναι εις το χρονικόν διάστημα από της ισχύος του νόμου τούτου και μέχρι της 28.2.1975 υπολογίζονται κατά την εν παραγράφω 3 του άρθρου 2 κλίμακα του Ν.Δ. 1344/1973 (6) ανεξαρτήτως της εισπράξεως ή μη τούτου ή της εισπράξεως ποσοστού κατωτέρου ή ανωτέρου της κλίμακος ταύτης. Τα μέχρι της ισχύος του παρόντος επί πλέον καταβληθέντα παρά των υποχρέων εκδοτών εις την ΤΣΠΕΑΘ, δεν επιστρέφονται ουδέ δύναται ν` αναζητηθώσιν.

2. Αι οφειλαί εξ αγγελιοσήμου, αι αναγόμεναι εις τον μέχρι της 28 Φεβρουαρίου 1975 χρόνον, ως και οι υπαχθείσαι εις την ρύθμισιν της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1344/1973 και μη εισέτι εξοφληθείσαι, κεφαλοποιούνται, τη αιτήσει του οφειλέτου υποβαλλομένη εις το Ταμείον Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 3 μηνών από της ισχύος του παρόντος και εξοφλούνται ατόκως εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης τούτων καταβλητέας εντός του μεθεπομένου της υποβολής της αιτήσεως μηνός. Εις περίπτωσιν, καθ` ην η μηνιαία δόσις είναι κατωτέρα των δραχμών πεντακοσίων (500), ο αριθμός των δόσεων περιορίζεται εις τον αντιστοιχούντα, εις το κατά μήνα ποσόν τούτο, αριθμόν δόσεων.

3. Αι παρ. 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και επί της εις δόσεις εξοφλήσεως των εν τω παρόντι άρθρω οφειλών.

4. Τα βεβαιωθέντα και οφειλόμενα πρόσθετα τέλη, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1344/73, διαγράφονται, ούτε δύναται να αναζητηθώσιν.

Άρθρον 4

1. Επανασυνιστώσαι οι διά του Β.Δ. 692/1970 συγχωνευθέντες εις τον κλάδον Α1 Διοικητικού του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών Κλάδοι Α13 και Α14.

2. Διά Π.Δ/των εκδιδομένων τη προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Κοινωνικών Υπηρεσιών καθορισθήσονται:
α) Τα της οργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφαλείας και ο ειδικώτερος καθορισμός των αρμοδιοτήτων αυτής και
β) τα της εντάξεως εις τους κλάδους Α13 και Α14 του μεταφερθέντος διά του Β.Δ. 507/1969 εκ του Υπουργείου Εργασίας προσωπικού, ως και του τοιούτου του μεταταγέντος διά του από 14.2.1972 Β.Δ. (ΦΕΚ 49/16.2.1972 τ. Γ`) εκ του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Τομεύς Απασχολήσεως), ενεργουμένης μέχρι και του επομένου του κατεχομένου βαθμού και ανεξαρτήτως του Κλάδου εις ον ανήκον οι εντασσόμενοι κατά την μεταφοράν των εκ του Υπουργείου Εργασίας, λαμβανομένων υπ` όψιν των τυπικών και ουσιαστικών αυτών προσόντων, της ειδικεύσεως, ως και της κτηθείσης πείρας επί του οικείου αντικειμένου.

3. Ομοίως διά Π. Δ/των, εκδιδομένων τη προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, καθορισθήσονται τα του αριθμού των οργανικών θέσεων της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφαλείας και της αναδιαρθρώσεως αυτών κατά κλάδους και βαθμούς, ως και τα της πληρώσεως των θέσεων τούτων.

Άρθρον 5

1. Διά Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Οργανισμού Κοινων. Ασφαλίσεων και Πολιτικής αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, δύναται να ορίζωνται τα της συνθέσεως των υπηρεσιών, της συστάσεως θέσεως, τα της διαρθρώσεως των θέσεων κατά Κλάδον, Κατηγορίαν και βαθμόν, τα του δευτέρου εισαγωγικού βαθμού και τα των σχετικών προσόντων. Δι` ομοίων διαταγμάτων δύναται, προς κάλυψιν σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών, να ορίζηται και αριθμός θέσεων επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού δικαίου, τα τυπικά προσόντα διορίσμού εις τας θέσεις ταύτας, τα της προσλήψεως των αποδοχών και επιδομάτων, τα του χρόνου απασχολήσεως και του Πειθαρχικού ελέγχου, ως και πάν έτερον θέμα αφορών εις την παροχήν των υπηρεσιών τούτων.

2. Εις του υπαλλήλους των Υπηρεσιών Εσόδων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πολιτικής αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, τους εκτελούντας εξωτερικήν, εντός έδρας, υπηρεσίαν, δύναται να καταβάλλωνται πάγια κατά μήνα, έξοδα κινήσεως, το ύψος των οποίων καθορίζεται διά Κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά προηγουμένην γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Οργανισμού.

3. Διά την πρόσθετον απασχόλησιν προσωπικού Οργανισμών Κοινων. Ασφαλίσεων και Πόλιτικής, αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών, προς εξυπηρέτησιν προκύπτοντος, πλέον της συνήθους εργασίας, εκτάκτου έργου, δύναται να καταβάλληται εις το απασχοληθησόμενον προσωπικόν, αποζημίωσις καθοριζομένη δι` αποφάσεως των Υπουργών οικονομικών και Κοιν. Υπηρεσιών, μετά προηγουμένην πρότασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Φορέως.

4. Μόνιμοι υπάλληλοι Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητος Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών, υπαχθέντες διά των διαρθρωτικών αποφάσεων εις την Α` Κατηγορίαν, προάγονται ως και οι λοιποί υπάλληλοι της Κατηγορίας ταύτης, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αποκλειστικώς των διατάξεων του από 23/31.12.55 Β.Δ. “περί εφαρμογής του Υπαλληλικού Κώδικος επί των υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”. Πάσα διάταξις γενική ή ειδική αντικειμένη εις τας διατάξεις της παρούσης ποαραγράφου καταργείται.

5. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, αρμοδιότητος του Υπουργείου Απασχολήσεως.

Άρθρον 6
Αι υπό της κειμένης νομοθεσίας των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών προβλεπόμεναι προθεσμίαι ασκήσεως δικαιώματος επί της συντάξεως, παρατείνονται επί εν έτος από της ισχύος του παρόντος. Τα οικονομικά αποτελέσματα των βάσει του προηγουμένου εδαφίου αιτουμένων συντάξεων άρχονται από της πρώτης του επομένου μηνός της υποβολής της σχετικής αιτήσεως.

Άρθρον 7
Εν τέλει της παρ. 1 του Ν.Δ. 172/1974 προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
“Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως και επί ησφαλιμένων των αυτών οργανισμών ως προς τον χρόνον διακοπής της ασφαλιστέας απασχολήσεως των συνεπεία απαγορεύσεως της λειτουργίας των επιχειρήσεων εις ας ειργάζοντο, δυνάμει διαταγής, της Στρατιωτικής Αρχής παραταθείσης εν συνεχεία και ακυρωθείσης της διαταγής παρατάσεως υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, απαλλασσομένων των ησφαλισμένων και εργοδοτών εκ της υποχρεώσεως καταβολής των αναλογουσών διά το χρονικόν διάστημα της διακοπής, ασφαλιστικών εισφορών.

Άρθρον 8

1. Συντάξεως τέκνου λόγω θανάτου δικαιούται παρά των Οργανισμών Κοινων. Ασφαλίσεων και η διαζευχθείσα υπαιτιότητι του συζύγου ή κοινή υπαιτιότητι θυγάτηρ αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως και εκείνη δι` ην η περί διαζυγίου δίκη διεκόπη βιαίως συνεπεία θανάτου του ανδρός. Η πληρωμή της κατά τα άνω αναγνωριζομένης συντάξεως άρχεται από της πρώτης του μηνόςτης εκδόσεως της σχετικής περί συνταξιοδοτήσεως αποφάσεως.

2. Προκειμένου περί ησφαλισμένων του ΤΣΑΥ, Αναπήρων Πολέμου συνταξιοδοτηθέντων βάσει της παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 693/1948, δικαιούνται διά τον καθορισμόν της καταβλητέας τούτοις συντάξεως, προσυπολογίζεται εις τον πραγματικόν χρόνον ασφαλίσεώς των, εκ του χρονικού διαστήματος μετά την λόγω αναπηρίας συνταξιοδότησίν των υπό του ΤΣΑΥ μέχρι της ισχύος του παρόντος, τόσος χρόνος όσος απαιτείται διά την συμπλήρωσιν πλήρους χρόνου ασφαλίσεως, εφαρμοζομένου και εν προκειμένω του άρθρου 2 του Ν.Δ. 306/1974 (7). Η παρούσα εφαρμόζεται και επί των ήδη συνταξιούχων.

Άρθρον 9

1. Η υπό των διατάξεων της περιπτώσεως στ` της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 404/1974 (8) “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί του Ταμείου Συντάξεως Αυτοκινητιστών Νομοθεσίας” προβλεπομένη εισφορά συμβεβαιούται και συνεισπράττεται μετά των τελών κυκλοφορίας και αποδίδεται εις το Τ.Σ.Α. εντός τριμήνου από της εισπράξεως.

2. Το υπ` αριθ. 199/1975 Προεδρικόν Διάταγμα “περί καθορισμού αντιστοιχίας παλαιών κλάσεων (Ν.Δ. 4104/60) προς τας νέας τοιαύτας του Ν.Δ. 346/74 διά την καθ` άρθρον 4 του αυτού αναπροσαρμογήν των συντάξεων και αυξήσεως των κατωτάτων ορίων συντάξεων, ως και των συντάξεων ειδικών κατηγοριών συνταξιούχων” δημοσιευθέν εις το υπ` αριθ. 58/1.4.75 ΦΕΚ τεύχος Α` κυρούται ως έχει και ισχύει από 1.3.1975.

Άρθρον 10
Αμα τη ρυθμίσει της οφειλής εις δόσεις, αναστέλλεται η ποινική διαδικασία, εξακολουθεί δε αύτη εν περιπτώσει μη καταβολής τινός εξ αυτών εντός 20ημέρου από της ημερομηνίας, καθ` ην αύτη έδει να καταβληθή. Την μη εμπρόθεσμον καταβολήν δόσεώς τινος, ως και την ολοσχερή εμπρόθεσμον καταβολήν απασών των δόσεων υποχρεούται ο Ασφαλιστικός Οργανισμός όπως γνωστοποιήση εγγράφως εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα. Εν περιπτώσει καταβολής απασών των δόσεων, το Δικαστήριον παύει οριστικώς την ποινικήν δίωξιν. Η εκτέλεσις καταδικαστικών επί παραβάσει του Α.Ν. 86/1967 (9) αποφάσεων, εκδοθεισών μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, αναστέλλεται ή διακόπτεται άμα τη ρυθμίσει της δι` ην η καταδίκη οφειλής εις δόσεις, οι δε κρατούμενοι απολύονται των φυλακών κατόπιν παραγγελίας του αρμοδίου Εισαγγελέως του τόπου της κρατήσεως. Η αναστολή ή η διακοπή εξακολουθεί εφ` όσον ο καταδικασθείς εμπροθέσμως καταβάλλει τας δόσεις. Εν περιπτώσει μη εμπροθέσμου καταβολής δύο συνεχών δόσεων, η αναστολή ή η διακοπή εκτελέσεως παύει. Αμα τη εμπροθέσμω εξοφλήσει απασών των δόσεων, η απόφασις και η δι` αυτής καταγνωσθείσα ποινή θεωρείται παραγεγραμμένη. Την μη εμπρόθεσμον καταβολήν δύο εν συνεχεία δόσεων, ως και την ολοσχερή εμπρόθεσμον καταβολήν απασών των δόσεων υποχρεούται ο Ασφαλιστικός Οργανισμός όπως γνωστοποιήση εγγράφως εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα. Καταδικασθέντες ή προφυλακισθέντες επί τη άνω πράξει δεν δικαιούνται αποζημιώσεως διά την φυλάκισιν ή προφυλάκισίν των, ουδ` επιστροφής των καταβληθέντων δικαστικών εξόδων και τελών.

Άρθρον 11
Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Εν Αθήναι τη 28 Απριλίου 1975

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ