Ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών.ΦΕΚ 209/Α’/8.10.2008
Ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Αρθρο 1
Το άρθρο 1 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 15 του άρθρου 10 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46 Α’), την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α’) και την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3206/2003 (ΦΕΚ 298 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 1
Έννοια όρων – Πεδίο εφαρμογής
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες:
α. επιτήρηση ή φύλαξη κινητών ή ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων,
β. προστασία φυσικών προσώπων,
γ. ασφαλή μεταφορά με ειδικά διασκευασμένα – τεθωρακισμένα οχήματα χρημάτων, αξιών, αρχαιοτήτων, έργων τέχνης και πολύτιμων αντικειμένων,
δ. προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, συνεδρίων, διαγωνισμών και αθλητικών εκδηλώσεων,
ε. έλεγχο ασφάλειας πληρωμάτων, επιβατών, χειραπο-σκευών, αποσκευών, φορτίου και ταχυδρομικού υλικού σε αερολιμένες και λιμένες, καθώς και έλεγχο πρόσβασης στους χώρους και, εν γένει, στις εγκαταστάσεις αυτών μετά από έγκριση της αρμόδιας αεροπορικής ή λιμενικής αρχής,
στ. συνοδεία για την ασφαλή κίνηση οχημάτων που μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, με ειδικά οχήματα που φέρουν στοιχεία επισήμανσης, σύμφωνα με την περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4,
ζ. συνοδεία αθλητικών αποστολών για την ασφαλή μετακίνησή τους,
η. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό μέτρων για την ασφαλή πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων των περιπτώσεων α’ έως και ζ’ της παρούσας παραγράφου,
θ. εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού, πλην αυτών που τοποθετούνται σε αυτοκίνητο,
ι. εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβασης σημάτων συναγερμού και
ια. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό συστημάτων ασφαλείας, αναφορικά με τις δραστηριότητες των περιπτώσεων θ’ και ι’ της παρούσας παραγράφου.
2. Προσωπικό ασφαλείας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοείται το προσωπικό στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις ως άνω δραστηριότητες ή παρέχει οποιαδήποτε άλλη εργασία υποστήριξης των δραστηριοτήτων αυτών.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφος 2, 5 και 6 εφαρμόζονται και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων ή του προσωπικού τους, καθώς και για το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων αυτών.
4. Η άσκηση των ανωτέρω δραστηριοτήτων δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατικών αρχών στους τομείς αυτούς.»
Αρθρο 2
Το άρθρο 2 του ν. 2518/1997, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α’) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 3206/2003, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 2
Αδεια – Προϋποθέσεις
1. Επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαιτείται να κατέχουν ειδική προς τούτο άδεια λειτουργίας, η οποία εκδίδεται από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον προϊστάμενο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών, τον Τμηματάρχη του Τμήματος Αντιμετώπισης του Εγκλήματος της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας και τον Τμηματάρχη του Τμήματος Όπλων και Εκρηκτικών της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας ή τον νόμιμο αναπληρωτή τους, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. είναι Έλληνας πολίτης ή ομογενής ή πολίτης χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον για τον τελευταίο δεν συντρέχει κώλυμα δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας,
β. έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του,
γ. δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή για τα εγκλήματα ανυποταξίας, λιποταξίας, προσβολών του πολιτεύματος, προδοσίας της Χώρας, προσβολών κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων, προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εγκληματικής οργάνωσης, τρομοκρατικών πράξεων, παραχάραξης, κιβδηλείας, πλαστογραφίας, απιστίας περί την υπηρεσία, παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, απάτης, απιστίας, δωροδοκίας ή δωροληψίας, καταπίεσης, ναρκωτικών, ζωοκλοπής, λαθρεμπορίας και περί όπλων και εκρηκτικών υλών, ανεξάρτητα αν η καταδίκη αυτή αναγράφεται ή όχι στο ποινικό μητρώο του αιτούντος,
δ. δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα του άρθρου 7 αυτού του νόμου και για κάθε έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο,
ε. δεν κρατείται προσωρινά ή δεν έχει παραπεμφθεί αμετάκλητα σε δίκη για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης γ’ ή δεν έχει καταδικασθεί έστω και με οριστική απόφαση για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης γ’. Το κώλυμα αυτό ισχύει μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση,
στ. δεν έχει στερηθεί των πολιτικών δικαιωμάτων του, έστω και εάν έχει λήξει ο χρόνος που ορίσθηκε για τη στέρησή τους,
ζ. δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση,
η. δεν έχει απολυθεί από δημόσια υπηρεσία για πειθαρχικό παράπτωμα σχετικό με τα αδικήματα της περίπτωσης γ’ της παρούσας παραγράφου,
θ. δεν είναι κατασκευαστής ή έμπορος όπλων, πυρομαχικών ή εκρηκτικών υλών και
ι. δεν πάσχει από οποιασδήποτε μορφής ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.
2. Εφόσον η αίτηση για χορήγηση άδειας αφορά εταιρεία, η άδεια εκδίδεται στο όνομα του νομικού προσώπου. Προκειμένου για ανώνυμες εταιρείες, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκάστου των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων αυτών, καθώς και όσων εκ των μετόχων κατέχουν ή αποκτούν μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Όλες οι μετοχές των εταιρειών αυτών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές. Οι ίδιες ως άνω προϋποθέσεις απαιτείται να συντρέχουν και στο πρόσωπο ενός εκάστου των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων εταιρείας, η οποία είναι μέτοχος σε ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προκειμένου για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και για ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκάστου των εταίρων και διαχειριστών αυτών, καθώς και των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων οποιασδήποτε μορφής εταιρείας που συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. Για κάθε αλλαγή της νομικής μορφής της εταιρείας απαιτείται έκδοση νέας άδειας.
3. Η ανωτέρω άδεια δεν μεταβιβάζεται, ισχύει για πέντε (5) χρόνια και ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έκδοση και ανανέωση της άδειας λειτουργίας, η σχετική διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
5. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας μπορούν να χρησιμοποιούν στολή για το απασχολούμενο από αυτές προσωπικό ασφαλείας. Ο τύπος της στολής, που είναι ενιαίος για όλες τις επιχειρήσεις, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής Αμυνας.
6. Οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας επιτρέπεται να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε ολόκληρη την επικράτεια.
7. Αν απορριφθεί η αίτηση για χορήγηση ή ανανέωση άδειας λειτουργίας των επιχειρήσεων του παρόντος άρθρου, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης.»
Αρθρο 3
Το άρθρο 3 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 3
Αδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας
1. Το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας Α’ ή Β’ κατηγορίας ανάλογα με τις δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει.
2. Αδεια εργασίας Α’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τις δραστηριότητες των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’ και η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, καθώς και το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την εκτέλεση των ως άνω δραστηριοτήτων. Η άδεια αυτή απαιτείται και για το προσωπικό οποιασδήποτε επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και προστασία των χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεών της ή του προσωπικού της, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1.
3. Αδεια εργασίας Β’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που ασκεί τις δραστηριότητες των περιπτώσεων θ’, ι’ και ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1. Με την ίδια άδεια εφοδιάζεται και το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την εκτέλεση των ως άνω δραστηριοτήτων.
4. Για τη χορήγηση των αδειών των προηγούμενων παραγράφων ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και επιπλέον να κατέχει τίτλο επαγγελματικής κατάρτισης ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να ασκήσει. Το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας το οποίο θα φέρει όπλο για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 απαιτείται να έχει εκπληρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτούνται για την έκδοση των ανωτέρω αδειών εργασίας κατά κατηγορία.
5. Η άδεια εργασίας εκδίδεται από την Αστυνομική Διεύθυνση του νομού ή τη Διεύθυνση Ασφάλειας του τόπου κατοικίας του αιτούντος. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα απαιτούμενα για κάθε κατηγορία άδειας εργασίας δικαιολογητικά, η διαδικασία έκδοσης και ανανέωσης των αδειών αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
6. Η άδεια εργασίας είναι προσωπική, ισχύει για πέντε (5) έτη και ανανεώνεται για ίσο, κάθε φορά, χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης. Αν απορριφθεί η αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης άδειας εργασίας ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του οικείου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης.»
Αρθρο 4
Το άρθρο 4 του ως άνω ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 4
Υποχρεώσεις επιχειρήσεων – προσωπικού ασφαλείας
1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται:
α. να φέρουν στην επωνυμία τους τη φράση «ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας» και στα έγ-γραφά τους τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους,
β. να μην χρησιμοποιούν στην επωνυμία, στο διακριτικό τίτλο, στα έγγραφα, στις διαφημίσεις και γενικά κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους λέξεις ή φράσεις, της ελληνικής ή άλλης γλώσσας, ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική,
γ. να χρησιμοποιούν την προβλεπόμενη στολή για το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον γίνεται χρήση στολής,
δ. να εκπαιδεύουν το απασχολούμενο προσωπικό ασφαλείας, ανάλογα με τα καθήκοντα που του ανατίθενται,
ε. να μην χρησιμοποιούν, ιδίως στα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες, σήματα, αυτοκόλλητες ή μη ταινίες ή χρωματισμό, που καθιστούν την εξωτερική τους εμφάνιση όμοια ή παρεμφερή με εκείνη των μέσων που χρησιμοποιούν τα σώματα ασφαλείας και να μην φέρουν συσκευές ηχητικής ή φωτεινής προειδοποίησης (σειρήνες, φάρους). Τα αυτοκίνητα που συνοδεύουν τα οχήματα της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, τα οποία μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, πρέπει να φέρουν στοιχεία αναγνώρισης και επισήμανσης, για την ειδοποίηση των οδηγών ακολουθούντων οχημάτων,
στ. να μην θίγουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών,
ζ. να μην χρησιμοποιούν μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Η χρήση σκύλων σε δημόσιους και γενικά προσιτούς στο κοινό χώρους, απαγορεύεται. Η χρήση αυτών επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό των φυλασσόμενων κτιρίων και ιδιοκτησιών ή σε περίκλειστους χώρους,
η. να χρησιμοποιούν τεθωρακισμένο όχημα για την άσκηση της αναφερόμενης στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 δραστηριότητας,
θ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με αλεξίσφαιρο γιλέκο όταν σε αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και με αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστατευτικό κράνος όταν στο προσωπικό αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
ι. να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας κάθε μεταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας, καθώς και κάθε μεταβολή στα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 2,
ια. να υποβάλλουν ανά μήνα στις κατά τόπους αστυνομικές αρχές κατάσταση του προσωπικού που απασχολούν στην περιοχή δικαιοδοσίας τους, καθώς και τους χώρους διάθεσής του,
ιβ. να μην παραδίδουν τα όπλα που κατέχουν σε τρίτα πρόσωπα ή σε προσωπικό ασφαλείας εφόσον συντρέχουν οι απαγορεύσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5,
ιγ. να γνωστοποιούν αμέσως στην οικεία αστυνομική αρχή κάθε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσης όπλου από το προσωπικό τους και
ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας.
2. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται:
α. να τηρεί τις προβλεπόμενες από τις περιπτώσεις γ’, στ’ και ζ’ της προηγούμενης παραγράφου υποχρεώσεις,
β. να χρησιμοποιεί τα προστατευτικά μέσα που προβλέπονται από τις περιπτώσεις η’ και θ’ της προηγούμενης παραγράφου κατά την άσκηση των αντίστοιχων δραστηριοτήτων,
γ. να μην χρησιμοποιεί, τον τίτλο «αστυνομικός» ή λέξεις ή φράσεις ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύει δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική,
δ. να τηρεί τους κανόνες που αφορούν την οπλοφορία και χρήση του οπλισμού που προβλέπονται από την παράγραφο 5 του άρθρου 5 και
ε. να γνωστοποιεί εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας κάθε μεταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της άδειας εργασίας που το αφορά.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται το είδος, το σχήμα, το μέγεθος, ο χρωματισμός και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τα στοιχεία επισήμανσης της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1, καθώς και οι προδιαγραφές ασφαλείας των τεθωρακισμένων οχημάτων της περίπτωσης η’ της παραγράφου 1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές των προστατευτικών μέσων της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1.»
Αρθρο 5
Το άρθρο 5 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 5
Κατοχή όπλων και οπλοφορία
1. Απαγορεύεται στους εκπροσώπους και στους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ως και στα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 πρόσωπα, η οπλοφορία και η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α’), καθώς και η κατοχή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση φωτοβολίδων, βεγγαλικών, κροτίδων και λοιπών αντικειμένων που αναφέρονται στο ν. 456/1976 (ΦΕΚ 277 Α’) όπως ισχύει κάθε φορά.
2. Εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι ασφαλείας, επιτρέπεται να χορηγείται άδεια οπλοφορίας με περίστροφο ή πιστόλι σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 6 του παρόντος:
α. στο προσωπικό ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη δημόσιων καταστημάτων, τραπεζών, μουσείων, οικημάτων που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας εγκαταστάσεων, με την προϋπόθεση ότι το προσωπικό αυτό φέρει όπλο νομίμως κατεχόμενο από τους φορείς, στους οποίους παρέχεται η φύλαξη,
β. στο προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, στο οποίο ανατίθεται η μεταφορά χρημάτων, αξιών και λοιπών αντικειμένων σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1. Στις περιπτώσεις αυτές το προσωπικό φέρει όπλο νομίμως κατεχόμενο αποκλειστικά και μόνο από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.
3. Τα όπλα και τα φυσίγγιά τους φυλάσσονται με ευθύνη των κατόχων σε ειδικούς προς τούτο χώρους των επιχειρήσεων, παραδίδονται από τον νόμιμο κάτοχο στο προσωπικό της παραγράφου 2 όταν αυτό αναλαμβάνει εργασία και επιστρέφονται ευθύς αμέσως μετά τη λήξη της. Οι κάτοχοι του οπλισμού τηρούν ειδικό βιβλίο χρέωσης και αποχρέωσης του οπλισμού, το οποίο ενημερώνεται αμέσως για κάθε μεταβολή και θεωρείται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
4. Η ανάληψη από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας των δραστηριοτήτων της παραγράφου 2 αποδεικνύεται με έγγραφη σύμβαση. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ενημερώνει εγγράφως την αρμόδια αστυνομική αρχή. Για την περίπτωση β’ της παραγράφου 2 και για κάθε αποστολή αναφέρονται εγγράφως στην αρμόδια αστυνομική αρχή τα στοιχεία ταυτότητας του προσωπικού που οπλοφορεί, το είδος και ο αριθμός σειράς του όπλου που παραδίδεται σε κάθε υπάλληλο, τα στοιχεία του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο παρέχονται οι συγκεκριμένες υπηρεσίες, τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος που επιβαίνουν οι φέροντες τα όπλα και το δρομολόγιο που πρόκειται να ακολουθήσουν. Αν η σύμβαση λήξει ή καταστεί ανενεργός, οι άδειες κατοχής και οπλοφορίας αφαιρούνται και τα όπλα παραδίδονται στην αρμόδια αστυνομική αρχή προς φύλαξη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 2168/1993.
5. Απαγορεύεται η οπλοφορία του προσωπικού των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 2 πριν από την ανάληψη της εργασίας, μετά το πέρας αυτής ως και κατά το χρόνο που ασκεί οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα πέραν αυτών που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Τα όπλα που χρησιμοποιούνται από το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποβάλλονται σε βαλλιστική εξέταση σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται για τα όπλα των αστυνομικών. Το προσωπικό ασφαλείας που κάνει χρήση όπλου, καθώς και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως και εγγράφως κάθε χρήση του όπλου στην οικεία αστυνομική αρχή.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση άδειας οπλοκατοχής, οπλοφορίας, εισαγωγής, μεταφοράς και αγοράς όπλων και φυσιγγίων, οι όροι ασφαλούς φύλαξης του οπλισμού και οι συναφείς υποχρεώσεις, τα ζητήματα χρέωσης και αποχρέωσης του οπλισμού και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με όμοια απόφαση καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός των αδειών οπλοκατοχής, οπλοφορίας και κατεχόμενων φυσιγγίων ανά ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.
7. Για τη χορήγηση της άδειας οπλοφορίας το προσωπικό υποβάλλεται προηγουμένως σε ιατρικές εξετάσεις και εφόσον κριθεί σωματικά και ψυχικά ικανό εκπαιδεύεται θεωρητικά και πρακτικά στις Σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας πάνω στη χρήση του όπλου που πρόκειται να φέρει. Επίσης υποβάλλεται σε εκπαίδευση, ανά τριετία τουλάχιστον, στις ίδιες Σχολές προς διατήρηση της φυσικής κατάστασης και ετοιμό-τητάς του. Τα έξοδα εκπαίδευσης βαρύνουν την οικεία ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το είδος των ιατρικών εξετάσεων, το περιεχόμενο, η διάρκεια και το κόστος της βασικής και περιοδικής εκπαίδευσης, τα κριτήρια και η διαδικασία πιστοποίησης της ικανότητας του προσωπικού για οπλοφορία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
8. Για τα λοιπά θέματα που αφορούν τη χορήγηση, ανάκληση ή προσωρινή αφαίρεση των ανωτέρω αδειών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2168/1993 ως και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού.»
Αρθρο 6
Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό ασφαλείας υποχρεούνται να το εφοδιάζουν με δελτίο ταυτότητας εργαζομένου ως προσωπικό ασφαλείας, καθώς και ειδικό διακριτικό σήμα (κονκάρδα). Στο δελτίο ταυτότητας απεικονίζεται ο δικαιούχος και αναγράφεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα σε κάθε όψη αντίστοιχα το επώνυμο, το όνομα, το πατρώνυμο και η ημερομηνία γέννησης αυτού, καθώς και η κατηγορία και ο αριθμός της άδειας εργασίας του και η επωνυμία της επιχείρησης που το εκδίδει. Στο ειδικό διακριτικό σήμα αναγράφεται η επωνυμία της επιχείρησης, το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου, το αρκτικόλεξο Ι.Ε.Π.Υ.Α. (Ιδιωτική Επιχείρηση Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας) και στην αγγλική γλώσσα η ένδειξη «PRIVATE SECURITY» με κεφαλαία γράμματα. Το ειδικό διακριτικό σήμα φέρεται στο αριστερό ημιθωράκιο του δικαιούχου. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται να φέρει το δελτίο ταυτότητας και το ειδικό διακριτικό σήμα κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του είτε φέρει στολή είτε πολιτική περιβολή.»
Αρθρο 7
Το άρθρο 8 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 8
Ποινικές κυρώσεις
1. Με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) ετών και χρηματική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος:
α. ασκεί δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου χωρίς την προβλεπόμενη άδεια,
β. εργάζεται ως προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας χωρίς την κατά περίπτωση προβλεπόμενη άδεια εργασίας,
γ. προσλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό ή αναθέτει σε αυτό δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, χωρίς την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. Η απασχόληση προσώπων που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας ή σε άλλους φορείς του Δημοσίου τα οποία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν, θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση και
δ. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’, β’, γ’, ε’, στ’, ζ’, η’, θ’, ι’ της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 4, στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 5, στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, καθώς και στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού.
2. Η συνέχιση της λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και η παροχή εργασίας σε τέτοια επιχείρηση μετά την ανάκληση των αντίστοιχων αδειών συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.
3. Όποιος μετέχει ή εργάζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και παραδίδει όπλο που κατέχεται από την επιχείρηση σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
4. Για τις λοιπές παραβάσεις που αφορούν την κατοχή όπλων, την οπλοφορία, τη φύλαξη και τη χρήση των όπλων επιβάλλονται οι ποινές που κατά περίπτωση προβλέπονται στα άρθρα 7, 10 και 12 του ν. 2168/1993.»
Αρθρο 8
Το άρθρο 9 του ν. 2518/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 9
Διοικητικές κυρώσεις
1. Οι προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο άδειες ανακαλούνται από το αρμόδιο για τη χορήγησή τους όργανο, αν εκλείψει έστω και μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγησή τους.
2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας υπηρεσίας διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, που μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. Αν εντός πενταετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση επιβάλλεται, πέραν του προστίμου, και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας από είκοσι (20) ημέρες έως έξι (6) μήνες, ενώ σε περίπτωση τρίτης παράβασης η άδεια αφαιρείται οριστικά. Στην επιχείρηση που προσλαμβάνει ή αναθέτει τις δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 σε πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας ή άλλους φορείς του Δημοσίου που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν επιβάλλεται, με την πρώτη παράβαση, πέραν του ως άνω διοικητικού προστίμου, και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξη όργανα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
3. Αν ο εκπρόσωπος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ή του φορέα που κατέχει το όπλο στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 το παραδώσει σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει ή σε προσωπικό ασφαλείας κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5, αφαιρούνται οριστικά οι άδειες κατοχής όπλων από αυτόν που τα παραχώρησε με απόφαση του αρμόδιου για τη χορήγησή τους οργάνου, ανεξάρτητα από την επιβολή των λοιπών ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.
4. Στο προσωπικό ασφαλείας που παραβαίνει τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 4, 5, 6 παράγραφος 1 και 7 του παρόντος νόμου υποχρεώσεις επιβάλλεται η αφαίρεση της άδειας εργασίας, από το αρμόδιο για τη χορήγησή της όργανο, για χρονικό διάστημα από είκοσι (20) ημέρες έως δύο (2) μήνες. Αν εντός πενταετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση η άδεια αφαιρείται από δύο (2) έως έξι (6) μήνες, ενώ σε περίπτωση τρίτης παράβασης η άδεια αφαιρείται οριστικά. Αν όπλο που ανήκει σε ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας παραδοθεί από το προσωπικό ασφαλείας σε τρίτο πρόσωπο που δεν δικαιούται να το φέρει, η άδεια εργασίας αφαιρείται οριστικά με απόφαση του ίδιου οργάνου ανεξάρτητα από την επιβολή των λοιπών ποινικών και διοικητικών κυρώσεων.
5. Κατά των αποφάσεων αφαίρεσης ή ανάκλησης άδειας λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και επιβολής των διοικητικών προστίμων της παραγράφου 2 ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Κατά των αποφάσεων αφαίρεσης και ανάκλησης άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλείας ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του οικείου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή, εντός της αυτής προθεσμίας. Οι αποφάσεις επί των προσφυγών αυτών εκδίδονται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή τους. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της προσφυγής αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων. Δεν αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων αφαίρεσης άδειας κατοχής όπλων και οριστικής ανάκλησης άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλείας στις περιπτώσεις που οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται λόγω παράβασης των διατάξεων που αφορούν την κατοχή όπλου ή την οπλοφορία.
6. Αφαιρείται οριστικά η άδεια οπλοφορίας του προσωπικού της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας του οποίου η άδεια εργασίας αφαιρέθηκε προσωρινά για παράβαση που αφορά την οπλοφορία, φύλαξη ή χρήση του οπλισμού.»
Αρθρο 9
1. Για πέντε (5) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου για την ανανέωση των αδειών εργασίας του προσωπικού ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας δεν απαιτείται ο προβλεπόμενος από την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του ν. 2518/1997 (ΦΕΚ 164 Α’) τίτλος επαγγελματικής κατάρτισης.
2. Μέχρι την έκδοση και θέση σε ισχύ της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997, όπως αυτή αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, η στολή του προσωπικού ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας εγκρίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του α.ν.1342/1938 (ΦΕΚ 290 Α’).
Αρθρο 10
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του ν. 2518/1997, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3206/2003, αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την έκδοση, ισχύ και ανανέωση των παραπάνω αδειών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και των παραγράφων 1, 5 και 6 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.»
2. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 11 του ν. 2518/1997, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3206/2003, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αφαιρείται οριστικά με την πρώτη παράβαση η άδεια λειτουργίας του Γραφείου Ιδιωτικών Ερευνών που απασχολεί πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας ή άλλους φορείς του Δημοσίου.»
Αρθρο 11
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.