ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ.2874 ΦΕΚ Α` 286/29.12.2000
Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α`
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Άρθρο 1
Περιφερειακά σχέδια δράσης για την απασχόληση
1. Για την προώθηση της απασχόλησης και τη σύνδεσή της με το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα κάθε Περιφέρειας της χώρας στα Περιφερειακά Συμβούλια συμμετέχουν και:
α) ένας (1) εκπρόσωπος του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, που ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και
β) ένας (1) εκπρόσωπος του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, που ορίζεται από τον Διοικητή του.
2.Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να καλεί τα Περιφερειακά Συμβούλια να εισηγούνται για την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Απασχόληση (Ε.Σ.Δ.Α.) και την εξειδίκευσή του στην Περιφέρειά τους.
3.Συνιστάται σε κάθε Περιφέρεια της χώρας οργανική μονάδα σε επίπεδο Διεύθυνσης ή Τμήματος της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης της Περιφέρειας, αρμόδια για θέματα απασχόλησης. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφκλίσεων,καθορίζεται το επίπεδο της οργανικής μονάδας ως Διεύθυνσης ή Τμήματος, η διάρθρωσή της, εξειδικεύονται οι αρμοδιότητές της, συνιστώνται οι οργανικές θέσεις του προσωπικού κατά κατηγορία και κλάδο, προσδιορίζονται τα απαιτούμενα για την πρόσληψη του προσωπικού προσόντα και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Άρθρο 2
Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης
1.Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνιστάται συμβουλευτικό – γνωμοδοτικό όργανο με την ονομασία “Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης”. Το Συμβούλιο,όταν καλείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορεί:
α) Να γνωμοδοτεί και να εισηγείται στο πλαίσιο των γενικών κατευθύνσεων της κυβερνητικής πολιτικής για θέματα απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και θέματα κοινωνικής πολιτικής αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και για τις κατευθύνσεις των πολιτικών αυτών, όπως απορρέουν από υποχρεώσεις προς την Ευρωπαικη Ενωση και τους Διεθνείς Οργανισμούς.
β) Να γνωμοδοτεί για τους ετήσιους και μεσοπρόθεσμους στόχους των πολιτικών απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και γενικότερα τομέων κοινωνικής πολιτικής αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
γ) Να διερευνά, τεκμηριώνει και αναλύει τις εναλλακτικές δυνατότητες που υπάρχουν σχετικά με την επιλογή μέτρων απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης και να εισηγείται τα αναγκαία μέτρα και παρεμβάσεις προς επίτευξη των στόχων της πολιτικής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
δ) Να μελετά και να αναλύει τις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς αγοράς εργασίας, καθώς και της κοινωνικής ασφάλισης, να επισημαίνει και να αξιολογεί τις αποκλίσεις των εξελίξεων από τους στόχους και να εισηγείται τη λήψη των κατάλληλων μέτρων.
ε) Να αποτιμά την αποτελεσματικότητα και τις επιπτώσεις των παρεμβάσεων για την απασχόληση, την κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική πολιτική του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και να υποβάλλει στον Υπουργό σχετικές εισηγήσεις. Να συμμετέχει σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των πολιτικών αυτών.
στ) Να γνωμοδοτεί για κάθε άλλο συναφές θέμα, που παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
2. Το Συμβούλιο είναι επταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από πρόσωπα κύρους ιδιαίτερης επιστημονικής κατάρτισης και εμπειρίας στα αντικείμενα της προηγούμενης παραγράφου.
Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ο νόμιμος αναπληρωτής του. Με όμοια απόφαση μπορεί να αντικαθίστανται μέλη του Συμβουλίου πριν τη λήξη της θητείας τους, αζημίως για το Δημόσιο. Η θητεία του Συμβουλίου είναι τριετής. Σε περίπτωση παραίτησης, παύσης ή θανάτου μελών του, το Συμβούλιο λειτουργεί με τα υπόλοιπα μέλη, εφόσον δεν είναι λιγότερα των τεσσάρων (4). Η θητεία των μελών, που διορίζονται σε αντικατάσταση όσων παραιτήθηκαν, παύθηκαν ή απεβίωσαν, λήγει ταυτοχρόνως με τη λήξη της θητείας των υπόλοιπων μελών. Με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να συνιστώνται επιτροπές ή ομάδες εργασίας, αμειβόμενες, για την υποβοήθηση του έργου του Συμβουλίου. Σε αυτές μπορεί να συμμετέχουν, ανάλογα με το αντικείμενό τους, εκπρόσωποι υπηρεσιών ή φορέων του Δημοσίου ή ιδιώτες με ειδικευμένες γνώσεις ή εμπειρία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46 Ν.2972/2001,ΦΕΚ Α 291/27.12.2001.
3.Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα υποχρεούνται να παρέχουν στο Συμβούλιο ή στις επιτροπές ή ομάδες εργασίας του κάθε πληροφορία ή στοιχείο που τους ζητείται. Αν το θέμα καλύπτεται από κρατικό απόρρητο,για την υποβολή της αίτησης παροχής πληροφοριών ή στοιχείων, απαιτείται προηγούμενη γραπτή έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
4. Στο Υπουργείο Εργασίας και Καινωνικών Ασφαλίσεων, για την επιστημονική και διοικητική στήριξη του Συμβουλίου, συνιστάται Μονάδα Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης ως υπηρεσία σε επίπεδο τμήματος, που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό και προστίθεται στον Οργανισμό του Υπουργείου. Η Μονάδα Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης έχει ως έργο την παρακολούθηση των πολιτικών απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και ισότητας των φύλων και την κατάρτιση μελετών και εκθέσεων για τα θέματα αυτά και γενικώς την επιστημονική και γραμματειακή υποστήριξη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων για την προώθηση του έργου του.
Για τη λειτουργία της Μονάδας Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης συνιστώνται δέκα (10) ενιαίες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, καθώς και τρείς (3) θέσεις ΠΕ και δύο (2) θέσεις ΔΕ διοικητικού προσωπικού. Η πλήρωση των θέσεων της Μονάδας γίνεται κατά τις κείμενες διατάξεις. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Καινωνικών Ασφαλίσεων ορίζονται τα απαιτούμενα, για την πρόσληψη του ειδικού επιστημονικαύ προσωπικού, προσόντα, τηρουμένων των διατάξεων του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α`), όπως ισχύει.
Για την υποβοήθηση της λειτουργίας του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Μονάδας Ανάλυσης και
Τεκμηρίωσης, που συστάθηκαν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α`), δύνανται να αποσπώνται υπάλληλοι από τα συγχωνευθέντα με τον ίδιο νόμο νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Εθνικό Ινστιτούτο ΕργασΙας (Ε.Ι.Ε.) και Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.). Με την απόφαση της απόσπασης καθορίζεται η υπηρεσία, η οποία επιβαρύνεται με τη μισθοδοσία των αποσπασμένων υπαλλήλων.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 54 Ν.2972/2001,ΦΕΚ Α 291/27.12.2001 και στη συνέχεια με το άρθρο 28 παρ.3 Ν.3896/2010,ΦΕΚ Α 207/8.12.2010
5.Τα μέλη του Συμβουλίου και της Μονάδας Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης οφείλουν να τηρούν εχεμύθεια για όσα περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά τη λήξη της θητείας τους. Την ίδια υποχρέωση έχουν και τα μέλη των επιτροπών ή ομάδων εργασίας που, τυχόν, υποβοηθούν το έργο του Συμβουλίου.
6.Στα μέλη του Συμβουλίου παρέχεται αποζημίωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α` της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 1682/1987 (ΦΕΚ 14 Α`) όπως εκάστοτε ισχύει. Με αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται ειδικότερα τα της οργάνωσης και λειτουργίας του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων και της Μονάδας Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
7. Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να καθορίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, οι κάθε είδους αποζημιώσεις και αποδοχές του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης,
Σημ.: όπως η παρ.7 προστέθηκε με το άρθρο 46 Ν.2972/2001, ΦΕΚ Α 291/27.12.2001.
Άρθρο 3
Σύσταση Ειδικών Υπηρεσιών
1.Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνιστώνται:
α)Ειδική υπηρεσία με ονομασία “Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού και Παρακολούθησης Δράσεων Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου”. Η ειδική υπηρεσία υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών και Αλλων Πόρων και είναι αρμόδια για το συντονισμό των δράσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου στο Γ` Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και για την παρακολούθηση της εξέλιξης και της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.) που περιλαμβάνονται στα Επιχειρησιακά Προγράμματα του Γ` Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και β) Ειδική υπηρεσία με ονομασία “Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής Συγχρηματοδοτούμενων Ενεργειών από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο” (Ε.Κ.Τ.). Η ειδική υπηρεσία είναι αρμόδια για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως τελικού δικαιούχου, κατά την έννοια της παραγράφου στ` του άρθρου 1 του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α`) και ιδίως για την προκήρυξη τωνσυγχρηματοδοτούμενων από το Ε.Κ.Τ. ενεργειών, τη διαχείριση της αξιολόγησης, έγκρισης και εκτέλεσης των ενεργειών, καθώς και την υποβολή στην αρμόδια διαχειριστική αρχή των απαραίτητων στοιχείων
2.Στις ειδικές υπηρεσίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α`).
3.Με αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφκλίσεων καθορίζονται τα της οργάνωσης των ειδικών υπηρεσιών, η διάρθρωση και η στελέχωσή τους, τα της υπαγωγής της Ειδικής Υπηρεσίας Εφαρμογής Συγχρηματοδοτούμενων Ενεργειών από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία των ειδικών υπηρεσιών και εξειδικεύονται οι αρμοδιότητές τους.
Άρθρο 4
Κατάργηση υπερεργασιακής απασχόλησης Αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1Ν.3385/2005,ΦΕΚ Α 210/19.8.2005.
1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε,με την παρ.10 άρθρου 74 Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.
2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε,με την παρ.10 άρθρου 74 Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.
4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία.
5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε,με την παρ.10 άρθρου 74 Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010.
Άρθρο 5
Διευθέτηση του χρόνου εργασίας
Το άρθρο 41 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2639/1 998 (ΦΕΚ 205 Α`), τροποποιείται ως ακολούθως:
1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται να καθορίζεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνίες του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή του εργοδότη και των ενώσεων προσώπων της επόμενης παραγράφου, ότι εκατόν τριάντα οκτώ (138) ώρες εργασίας από το συνολικό ετήσιο χρόνο εργασίας κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες περιόδους και με αντίστοιχη μείωση των ωρών εργασίας κατά το λοιπό διάστημα, τηρουμένων των κειμένων διατάξεων για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων, καθώς και του ισχύοντος, κατά το νόμο, ανώτατου ορίου του μέσου χρόνου εβδομαδιαίας απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών. Στην περίπτωση αυτή, ο ανώτατος μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας ετησίως (περίοδος αναφοράς), μη συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων υπερωριών, είναι οι τριάντα οκτώ (38) ώρες. Οι περίοδοι ετήσιας άδειας μετ` αποδοχών και οι περίοδοι άδειας ασθένειας δεν συνυπολογίζονται, όσον αφορά τον υπολογισμό του ετήσιου μέσου όρου. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, αντί της μείωσης των ωρών εργασίας σε αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, είτε ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) είτε ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας μετ` αποδοχών άδειας.
2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον η επιχείρηση απασχολεί είκοσι (20) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α`). Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α`) όπως ισχύει, ή απασχολούν λιγότερους από είκοσι (20) εργαζόμενους, η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας, το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α`), όπως ισχύει, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότησή του.
3. Η καταβαλλόμενη, κατ` εφαρμαγή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, αμοιβή για το συνολικό χρονικό διάστημα είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία οκτώ (8) ωρών ημερησίως και σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να επιτρέπεται αυξομείωσή της. Κατά τη διευθέτηση απαγορεύεται η ιδιόρρυθμη υπερωρία και επιτρέπεται μόνο νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων, κατά τις κείμενες διατάξεις. Η προσαύξηση της αμοιβής λόγω υπερωριών υπολογίζεται κατά το τέλος της ετήσιας περιόδου αναφοράς και καταβάλλεται για την πέραν των τριάντα οκτώ (38) ωρών εβδομαδιαίως, κατά μέσο όρο, παρασχεθείσα εργασία.
4. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για: α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους. Εφόσον από οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου ή εποχιακής λειτουργίας της επιχείρησης, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δεν θίγονται οι ισχύουσες διατάξεις περί της νόμιμης προσαύξησης της αμοιβής της υπερωρίας.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ρυθμίζεται ο τρόπος κατάθεσης των συμφωνιών, η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, η τηρούμενη διαδικασία, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, που αφορά των εφαρμογή του άρθρου αυτού.
6. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α`) ή άλλων ειδικών νόμων, που αποσκοπούν στην εξυγίανση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.”
Άρθρο 6
Μείωση ασφαλιστικών εισφορών
1. Μειώνεται κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες η υπέρ του κλάδου κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α. εισφορά του εργοδότη για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό ή με ημερομίσθιο, εφόσον πραγματοποιούν ημέρες εργασίας ίσες με τον αριθμό των εργάσιμων ημερών κατά μήνα. Η μείωση παρέχεται εφόσον οι μηνιαίες αποδοχές, μη συνυπολογιζομένων των υπερωριών, δεν υπερβαίνουν τα εξακόσια ευρώ.
Η μείωση υπολογίζεται μόνο στις εμπρόθεσμες καταβαλλόμενες εισφορές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 Ν.2972/2001, ΦΕΚ Α 291/27.12.2001.
2.Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στο Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ. και στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
3.Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. μέσω ειδικών κανονισμών ασφάλισης ή αμείβονται με κυμαινόμενες αποδοχές, καθώς και για τους εργαζόμενους συνταξιούχους.
4.Τα ποσά που προκύπτουν από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 μείωση της εργοδοτικής εισφοράς καταβάλλονται στο Ι.Κ.Α. από το Δημόσιο. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται η διαδικασία και ο τρόπος της είσπραξης από το Ι.Κ.Α. των μη αποδιδόμενων εργοδοτικών εισφορών.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1.4.2001 έως την 31.12.2003.
Σχετικό: Η Υ.Α. 33364/2004 (ΦΕΚ 17 Β΄/2003)
6.Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να αναπροσαρμόζονται το ποσοστό της μείωσης και το ύψος των αποδοχών, καθώς και να παρατείνεται ο χρόνος ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 7
Προσαύξηση αμοιβής των μερικώς απασχολούμενων
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`), που αντικατέστησε το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5 %), εφόσον αμείβονται με το κατώτατο, κατά τις κείμενες διατάξεις, όριο αποδοχών και το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως.”
Άρθρο 8
Κίνητρο επανένταξης μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας
1.Σε μακροχρόνια ανέργους, που προσλαμβάνονται με σύμβαση μερικής απασχόλησης τουλάχιστον τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, χορηγείται από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), ως κίνητρο επανένταξης στην ενεργό απασχόληση, μηνιαία οικονομική ενίσχυση ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας με ανώτατο όριο τους δώδεκα (12) μήνες.
2.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι κατηγορίες των δικαιούχων της ανωτέρω οικονομικής ενίσχυσης, τα κριτήρια, οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης αυτής, η διαδικασία χορήγησης και καταβολής της, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Με όμοια απόφαση μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος του ποσού της οικονομικής ενίσχυσης.
Άρθρο 9
Τροποποιήσεις του ν. 1387/1983
1.Το εδάφιο α` της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1387/1983 (ΦΕΚ110 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“α) τέσσερις (4) εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις πουαπασχολούν είκοσι (20) έως διακόσια (200) άτομα.”
2.Το ποσοστό που προβλέπεται στο εδάφιο β` της παραγράφου 2 του ν.1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α`) εφαρμόζεται για επιχειρήσεις ή εκμετκλλεύσεις που απασχολούν πάνω από διακόσιους (200) εργαζόμενους.
3.Η παράγραφος 5 του άρθρου 5 του ν. 1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α`), που προστέθηκε με τη παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Σε ομαδικές απολύσεις, που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.”
Άρθρο 10
Καταβολή εισφορών για μακροχρόνια ανέργους
1.Ανεργοι επί δώδεκα (12) τουλάχιστον συνεχείς μήνες, ηλικίας εξήντα (60) ετών συμπληρωμένων για τους άνδρες και πενήντα πέντε (55) ετών συμπληρωμένων για τις γυναίκες, στους οποίους υπολείπονται μέχρι πέντε (5) έτη για τη θεμελίωση δικαιώματος πλήρους σύνταξης από τον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, δικαιούνται να ζητήσουν την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισής τους μέχρι τη συμπλήρωση του ελάχιστου αριθμού ημερών ασφάλισης για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος, με πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης από τους πόρους του κλάδου με την επωνυμία “Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση” (Λ.Α.Ε.Κ.), που έχει συσταθεί με το ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α`) στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.).
2.Δικαιούχοι είναι οι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. και στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, οι οποίοι για κύρια σύνταξη είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., ανεξάρτητα από το χρόνο εισόδου στην ασφάλιση και από το χρόνο διακοπής της υποχρεωτικής ασφάλισής τους, εφόσον έχουν εγγραφεί ως άνεργοι στον Ο.Α.Ε.Δ. για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) τουλάχιστον συνεχών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να είναι άνεργοι και κατέχουν κάρτα ανεργίας ανανεούμενη ανά μήνα.
3.Κατά τα λοιπά παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. και στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, οι οποίοι για κύρια σύνταξη είναιασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α.. Οι ασφαλισμένοι του Ι.Κ.Α. που ανήκουν στις κατηγορίες των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, ηλικίας πενήντα πέντε (55) ετών συμπληρωμένων για τους άνδρες και πενήντα (50) ετών συμπληρωμένων για τις γυναίκες και πληρούν τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2, μπορούν κατ` εξαίρεση να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος και να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους με κάλυψη των αναλογουσών εισφορών τους επίσης από τον κλάδο του Λ.Α.Ε.Κ. του Ο.Α.Ε.Δ.. Ο χρόνος της προαιρετικής ασφάλισης στην περίπτωση αυτή δεν αναγνωρίζεται ως διανυθείς στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
4.Ο κλάδος με την επωνυμία “Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση” (Λ.Α.Ε.Κ.) του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) καταβάλλει μηνιαία εισφορά στο Ι.Κ.Α.και στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, οι οποίοι για κύρια σύνταξη είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., ίση με τη μηνιαία εισφορά που θα πλήρωναν οι άνεργοι που εντάσσονται στις διατάξεις του παρόντος για προαιρετική συνέχιση της κύριας και επικουρικής ασφάλισής τους.
5.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται ο ελάχιστος αριθμός ημερών ασφάλισης που πρέπει να συγκεντρώνει ο μακροχρόνια άνεργος, η διαδικασία, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τρόπος απόδοσης των εισφορών στο Ι.Κ.Α. και στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, οι οποίοι για κύρια σύνταξη είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., οι αποδοχές με βάση τις οποίες γίνεται ο υπολογισμός για την καταβολή των εισφορών και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του παρόντος. Ο καθορισμός του χρόνου διάρκειας του δικαιώματος των μακροχρόνια ανέργων γίνεται με όμοια υπουργική απόφαση μετά τη σύμφωνη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α`) που εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Α.Ε.Δ..
Άρθρο 11
Αδεια μητρότητας
1.Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου η διάταξη του άρθρου 7 της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 23.5.2000 (πράξη κατάθεσης στον Υπουργό Εργασίας 31/23.5.2000), η οποία έχει ως εξής:
“Χορηγείται μία επιπλέον εβδομάδα άδειας στις εργαζόμενες μετά τον τοκετό (άδεια λοχείας).
Η συνολική διάρκεια της άδειας μητρότητας αναπροσαρμόζεται κατ` αυτόν τον τρόπο σε δεκαεπτά (17) εβδομάδες.
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του 1993.”
2.Η καταβολή του επιδόματος λοχείας που χορηγείται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που ασφαλίζουν μισθωτές, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επεκτείνεται κατά μία (1) επιπλέον εβδομάδα και ανέρχεται σε εννέα (9) συνολικά. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α`).
Άρθρο 12
Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο112 παρ.2 του Ν.4052/2012, ΦΕΚ Α 41/1.3.2012.
1.Στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`)προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
“Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζονται και: (α) οι προδιαγραφές για τη σύσταση των Ιδιωτικών Γραφείων Συμβούλων Εργασίας, (β) οι όροι, προϋποθέσεις, προδιαγραφές, τα απαιτούμενα δικαιολαγητικά, οι λόγοι και η διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας παραρτημάτων, καθώς και οι λόγοι και η διαδικασία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας αυτών, (γ) οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται για την παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας.”
2.Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`) προστίθεται τρίτο και τέταρτο εδάφιο ως εξής:
“Τα Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας υποχρεούνται να παρέχουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα στοιχεία που αφορούν στον αριθμό των θέσεων εργασίας για τις οποίες μεσολάβησαν το προηγούμενο εξάμηνο ανά ειδικότητα, επίπεδο εκπαίδευσης και κατηγορία (άνεργος ή μη) και να συνεργάζονται με τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) και το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και η μορφή συνεργασίας των Ιδιωτικών Γραφείων με τον Ο.Α.Ε.Δ. και το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) και καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την τήρηση των υποχρεώσεών τους προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.).”
3.Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που έχουν ως αντικείμενο τη μεσολάβηση με οποιονδήποτε τρόπο για την εξεύρεση θέσεων εργασίας σε ημεδαπούς ή αλλοδαπούς και λειτουργούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, χωρίς άδεια λειτουργίας, μπορούν να υποβάλλουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετική αίτηση για χορήγηση της άδειας αυτής μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών, που αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η ως άνω άδεια χορηγείται με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του παρόντος άρθρου και των κατ` εξουσιοδότηση του παρόντος προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων.
4.Στο τέλος του άρθρου 5 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`) προστίθεται τελευταία παράγραφος ως εξής:
“Στα Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας και τυχόν παραρτήματά τους, που λειτουργούν χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων αδείας ή συνεχίζουν να λειτουργούν κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος ή μεσολαβούν για παράνομη απασχόληση, επιβάλλονται με αιτιολαγημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων οι εξής διοικητικές κυρώσεις: α) πρόστιμο ύψους τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων 2.000.000 δραχμών, β)προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι ένα (1) μήνα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε), να τους επιβληθεί προσωρινή διακοπή μεγαλύτερη του ενός (1) μηνός μέχρι και οριστική διακοπή της λειτουργίας τους.
Η πράξη επιβολής προστίμου, κατά τα ανωτέρω, κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη αν δεν κοινοποιηθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεσή της. Η άσκηση της προσφυγής έχει ανασταλτικό χαρακτήρα για το 80% του προστίμου. Από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. βεβαιώνεται το 20% του επιβληθέντος προστίμου με την άσκηση της εμπρόθεσμης προσφυγής, το οποίο εισπράτετται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) ως δημόσιο έσοδο. Με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτήν προστίμου.”
5.Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α`) καταργούνται.
6.Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α`) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
“Το τίμημα μεσολάβησης για συμβάσεις εργασίας στελεχών, των οποίων οι μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν το επταπλάσιο του κατώτατου ορίου αποδοχών, όπως εκάστοτε καθορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Τ.Σ.Σ.Ε.), διαμορφώνεται ύστερα από συμφωνία του Ιδιωτικού Γραφείου και του εργοδότη που προσλαμβάνει το στέλεχος. Η διαμεσολάβηση γίνεται σε κάθε περίπτωση χωρίς οικονομική επιβάρυνση του εργαζομένου.”
7.Στο άρθρο 3 παρ. 3, στο άρθρο 4 παρ. 3 και στο εδάφιο 5 του άρθρου 5 του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α`) η φράση “που διοικούν” αντικαθίσταται με τη φράση “που διευθύνουν το Ιδιωτικό Γραφείο”.
Άρθρο 13
Γνωμοδοτική Επιτροπή για χορήγηση άδειας ΕΞ.Υ.Π.Π
1.Στο Υπουργείο Εργασίας και Καινωνικών Ασφαλίσεων συνιστάται γνωμοδοτική επιτροπή για θέματα χορήγησης αδειών λειτουργίας των Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.) που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11 Α`) και στο π.δ. 95/1999 (ΦΕΚ 102 Α`).
2.Μέλη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής ΕΞ.Υ.Π.Π. είναι: δύο υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ένας υπάλληλος από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, ένας εκπρόσωπος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε Ε.), ένας εκπρόσωπος των εργοδοτών που υποδεικνύεται από κοινού από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) και την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και τρείς εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.), την Ενωση Ελλήνων Χημικών (Ε.Ε.Χ.) και τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο (Π.Ι.Σ.).
3.Χρέη προέδρου στην επιτροπή ασκεί ο ανώτερος στο βαθμό υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στην περίπτωση ομοιοβάθμων εκείνος που έχει τα περισσότερα χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό.
4.Εργο της επιτροπής είναι ο έλεγχος των υπό αδειοδότηση ΕΞ.Υ.Π.Π. και η σχετική γνωμοδότηση προς την αρμόδια Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη γνωμοδότηση αναφέρονται και οι απόψεις των μειοψηφούντων μελών της επιτροπής.
5.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται ειδικότερα τα της συγκρότησης και λειτουργίας της Επιτροπής, τα των αρμοδιοτήτων και του τρόπου άσκησης του έργου της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται τα της αποζημιώσεως των μελών της ανωτέρω επιτροπής.
Άρθρο 14
Δευτεροβάθμιες Επιτροπές του ν. 2643/1998
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α`) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: “Οι Δευτεροβάθμιες Επιτροπές εξετάζουν τόσο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης και μπορούν να ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει την πράξη ή να την τροποποιούν, προβαίνοντας αναλόγως και σε τοποθέτησή του προσφεύγοντος, ή να απορρίπτουν την προσφυγή.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΘΕΜΑΤΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 15
1. Στις αρμοδιότητες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) περιλαμβάνεται εφεξής και η κύρωση των εσωτερικών κανονισμών εργασίας επιχειρήσεων, κατά τις διατάξεις του ν.δ.3789/1957, η έγκριση ή απόρριψη παραπόνων οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν.δ.3789/1957 (ΦΕΚ 210 Α ́) και η επέκταση της υποχρέωσης κύρωσης εσωτερικών κανονισμών εργασίας και σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, που απασχολούν προσωπικό κάτω των εβδομήντα (70) και όχι κάτω των σαράντα (40) προσώπων.
2. Το εδάφιο 1 της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́) αντικαθίσταται ως εξής:
“Το Σ.ΕΠ.Ε. στελεχώνεται με αποσπάσεις υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με αποσπάσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με μετατάξεις, καθώς και με νέες προσλήψεις, κατά τις κείμενες διατάξεις.”
3. Οι αποσπασμένοι στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να τοποθετηθούν στο Σ.ΕΠ.Ε. ως επιθεωρητές εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́) όπως ισχύει, και δεν το δήλωσαν στην τασσόμενη από το ίδιο άρθρο προθεσμία, μπορούν να τοποθετηθούν, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται στη Διεύθυνση Προσωπικού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός διμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για όσους συγκέντρωναν προϋποθέσεις και είχαν την ιδιότητα συμβασιούχου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον με μεταγενέστερες διατάξεις εντάχθηκαν στο τακτικό προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντάσσονται στον προσωρινό κλάδο ΔΕ Επιθεωρητών Εργασίας, που συστάθηκε με το άρθρο 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́), εφόσον έχουν τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία σε υπηρεσίες Επιθεώρησης Εργασίας κατά την ισχύ του ν. 2736/1999, η οποία διαπιστώνεται από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, και εφόσον παρακολουθήσουν επιτυχώς ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, που καταρτίζεται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε. μετά από γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας.
Για τους εντασσόμενους δημιουργούνται θέσεις σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́).
5. Για την προαγωγή σε θέσεις βαθμού Γενικού Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή για την προαγωγή σε θέσεις Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου ή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) κρίνονται οι υπάλληλοι και των δύο υπηρεσιών που έχουν τις προϋποθέσεις του ν. 2683/1999. Η αντιστοιχία των κατηγοριών για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής προσδιορίζεται ως εξής: Όπου στις κείμενες διατάξεις για την προαγωγή στις θέσεις Διευθυντών και Γενικών Διευθυντών προβλέπεται ότι είναι υποψήφιοι υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) Διοικητικού-Οικονομικού εννοούνται και οι υπάλληλοι των κλάδων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) των Κοινωνικών Επιθεωρητών και αντίστροφα. Όπου προβλέπεται ότι είναι υποψήφιοι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΠΕ Ιατρών, Ιατρών Ειδικοτήτων, εννοούνται και οι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ των Τεχνικών Επιθεωρητών και ΠΕ των Υγειονομικών Επιθεωρητών και αντίστροφα.
Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́), καθώς και στην περίπτωση β ́ της παραγράφου 2.1 του άρθρου 6 του π.δ. 136/1999 (ΦΕΚ 134 Α ́) μετά τη λέξη “Σ.ΕΠ.Ε” προστίθενται οι λέξεις “σε επίπεδο τμήματος”.
6. Οι έχοντες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις υπάλληλοι που έχουν καταλάβει θέση επιθεωρητή εργασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́), δύνανται να επιλέγονται ως προϊστάμενοι τμήματος ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικής μονάδας εφόσον μεταξύ των κρινόμενων δεν υπάρχουν υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ.
Άρθρο 16
Υποβολή καταστάσεων προσωπικού και προγραμμάτων ωρών εργασίας
Το άρθρο 4 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α ́) “περί χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών”, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του ν. 1082/1980 (ΦΕΚ 250 Α ́), καθώς και οι παράγραφοι α και β του άρθρου 13 του ν.δ. 1037/1971 (ΦΕΚ 235 Α ́) “περί χρονικών ορίων λειτουργίας καταστημάτων και εργασίας του προσωπικού αυτών” αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Κάθε εργοδότης υπαγόμενος στις διατάξεις του παρόντος υποχρεούται όπως μια φορά το χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου καταθέτει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε.-Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ. της επιχείρησης ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολούμενων σε αυτή μισθωτών.
Α. Το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρας, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση (τέκνα).
Β. Την ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης και την τυχόν προϋπηρεσία στην ειδικότητα.
Γ. Τον αριθμό κάρτας πρόσληψης (Ο.Α.Ε.Δ.), τον αριθμό μητρώου του Ι.Κ.Α., τον αριθμό βιβλιαρίου ανηλίκων (επί απασχολήσεων ανηλίκων) και τον αριθμό αδείας εργασίας αλλοδαπού (επί απασχολήσεως αλλοδαπού).
Δ. Τα στοιχεία του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους στην επιχείρηση.
Ε. Τη διάρκεια εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης ημερήσιας εργασίας), το διάλειμμα και τις διακοπές εργασίας.
ΣΤ. Τις πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές.
2. Η ορθότητα και η ακρίβεια των αναγραφομένων πάσης φύσεως αποδοχών, καθώς και των λοιπών στοιχείων αποτελεί ευθύνη του υπεύθυνου εργοδότη ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου. Ο ανωτέρω πίνακας προσωπικού προσυπογράφεται υποχρεωτικά και από τον Προϊστάμενο Προσωπικού ή Οικονομικού ή Λογιστηρίου ή τον υπεύθυνο λογιστή που συμπράττει στη σύνταξή του, οι οποίοι βεβαιώνουν την ακρίβεια των πάσης φύσεως αποδοχών και έχουν όλες τις ευθύνες που προβλέπονται από το ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α ́). Τυχόν παράλειψη της υπογραφής από τον υπεύθυνο λογιστή αιτιολογείται από τον εργοδότη με δήλωση του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α ́).
3. Οι εποχικού χαρακτήρα επιχειρήσεις υποχρεούνται όπως καταθέτουν τον πίνακα προσωπικού εντός μηνός από την έναρξη της εποχικής περιόδου.
4. Με μέριμνα του εργοδότη το ένα αντίτυπο του ανωτέρω πίνακα παραλαμβάνεται από την υπηρεσία κατάθεσης σφραγισμένο και αναρτάται σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας χωρίς τη στήλη των καταβαλλόμενων αποδοχών προφυλασσόμενο κατάλληλα από τυχόν φθορές. Το άλλο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας του Σ.ΕΠ.Ε.. Στο αρχείο των κατατεθειμένων πινάκων των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. έχει άμεση πρόσβαση η αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. σε κάθε περίπτωση.
5. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού ως προς τα μεταβληθέντα στοιχεία: α) για την πρόσληψη νέου εργαζομένου, το αργότερο την ίδια ημέρα της πρόσληψης και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο, β) για την αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή την οργάνωση του χρόνου εργασίας την ίδια μέρα ή το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και γ) για την αλλαγή νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και για μεταβολή των αποδοχών των εργαζομένων εντός 15 μερών. Η κατάθεση συμπληρωματικών στοιχείων μπορεί γίνει γραπτά ή ηλεκτρονικά.
Σημ.: όπως η παρ.5 με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.3385/2005,ΦΕΚ Α 210, αντικαταστάθηκε με την παρ.5 άρθρου 68 Ν.3518/2006,ΦΕΚ Α 272
6. Εφόσον η, πέραν του νόμιμου ωραρίου εργασίας, λειτουργία της επιχείρησης εξασφαλίζεται διά διαδοχικής εναλλαγής περισσότερων της μιας ομάδων (βάρδιες) ή σε περίπτωση επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας με εναλλασσόμενες ομάδες (βάρδιες) επιβάλλεται η κατάθεση προγράμματος δύο φορές κατ’ έτος (μία τουλάχιστον ανά εξάμηνο).
7. Ο έλεγχος του πίνακα προσωπικού γίνεται σε κάθε στάδιο από την κατάθεση μέχρι τη διενέργεια επιθεωρήσεων στους χώρους εργασίας όπου ελέγχεται εξαντλητικά”.
8. Ο εργοδότης υποχρεούται να εφοδιάζει τους εργαζόμενους με αντίγραφο της κατάστασης προσωπικού ή απόσπασμα αυτής όταν απασχολούνται εκτός της έδρας ή του παραρτήματος της επιχείρησης.
Σημ.: όπως η παρ.8 προστέθηκε με το άρθρο 41 του ν.4488/2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Άρθρο 17
Ίδρυση Τ.Ε.Ε. Β ́ Κύκλου Σπουδών του Ο.Α.Ε.Δ.
Άρθρο 18
Ασφάλιση κατά ατυχήματος των συμμετεχόντων σε προγράμματα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. Διενέργεια ελέγχων
1. Οι συμμετέχοντες στα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 15 του άρθρου 20 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́) και υπάγονται στην ασφάλιση του κλάδου παροχών ασθενείας σε είδος του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α ́), υπάγονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και κατά του κινδύνου ατυχήματος. Ο υπολογισμός των καταβλητέων εισφορών γίνεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2458/ 1997 (ΦΕΚ 15 Α ́).
2. Η περίπτωση α ́ της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α ́) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“α) Η διαδικασία, τα όργανα, οι κατηγορίες, ο αριθμός, οι υπάλληλοι του Ο.Α.Ε.Δ. και η αποζημίωσή τους για τη διενέργεια ελέγχων που αφορούν την εκτέλεση προγραμμάτων κατάρτισης και απασχόλησης και την υποστήριξη αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.”
Άρθρο 19
Συγχώνευση νομικών προσώπων
1. Το “Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας” που ιδρύθηκε με το ν. 2150/1993 (ΦΕΚ 98 Α ́) καταργείται ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και συγχωνεύεται με το “Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.)” που ιδρύθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.1836/1989 (ΦΕΚ 79 Α ́) και του άρθρου 14 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α ́), με την υπ. αριθμ. 31699/1993 (ΦΕΚ 423 Β ́) απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις υπ. αριθμ. 33347/1996 (ΦΕΚ 343 Β ́) και 33244/1997 (ΦΕΚ 109 Β ́) αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Σχετικό: παρ.1 άρθρ.10 Ν.2956/2001,ΦΕΚ Α 258/6.11.2001
2. Το προσωπικό του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας μεταφέρεται στο Ε.Π.Α. με την ίδια σχέση εργασίας και τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Οι συμβάσεις έργου, που έχει συνάψει το Ε.Ι.Ε., ισχύουν και δεσμεύουν το Ε.Π.Α..
3. Η κινητή και ακίνητη περιουσία του Ε.Ι.Ε. περιέρχεται στο Ε.Π.Α., το οποίο υπεισέρχεται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Ε.Ι.Ε.. Η μεταβίβαση της περιουσίας, η μεταγραφή στα βιβλία μεταγραφών των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων, που μεταβιβάζονται από το Ε.Ι.Ε. στο Ε.Π.Α., καθώς και κάθε άλλη συμφωνία ή πράξη, που απαιτείται για τη συγχώνευση, απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους χαρτοσήμου ή άλλου τέλους,εισφοράς ή δικαιώματος, υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών, των πάγιων και αναλογικών δικαιωμάτων, επιδομάτων ή άλλων τελών υπέρ υποθηκοφυλάκων.
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος με πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία μεταφοράς της περιουσίας, οι αρμοδιότητες του Ε.Ι.Ε., που μεταφέρονται στο Ε.Π.Α., τα της μεταφοράς των υπηρεσιών του και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος εξακολουθούν να ισχύουν οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου διατάξεις, που αναφέρονται στη διοίκηση, οργάνωση, λειτουργία και το προσωπικό των συγχωνευόμενων νομικών προσώπων. Όπου σε νόμο, διάταγμα ή υπουργική απόφαση αναφέρεται το Ε.Ι.Ε., νοείται εφεξής ότι αναφέρεται το Ε.Π.Α.. Διάταξεις νόμου, που θεσπίζουν πόρους του Ε.Ι.Ε., καθώς και κάθε διάταξη νόμου, διατάγματος ή υπουργικής απόφασης υπέρ του Ε.Ι.Ε. θεωρείται, ότι ισχύει υπέρ του Ε.Π.Α..
Σημ.: όπως η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 46 Ν.2956/2001, ΦΕΚ Α 258/6.11.2001.
Άρθρο 20
Θέματα Ο.Α.Ε.Δ. Ο.Ε.Κ. Ο.Ε.Ε.
1. Οι αποδοχές του Διοικητή του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπερβούν κατ’ ανώτατο όριο το σύνολο των εκάστοτε αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
2. Οι Πρόεδροι του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Εστίας και του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών λαμβάνουν τις αποδοχές που καθορίζονται με κ.υ.α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με όμοια απόφαση καθορίζεται, στα πλαίσια των κειμένων διατάξεων, αποζημίωση για τα μέλη του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών.
3. Στους Αντιπροέδρους ή τα Μέλη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. στους οποίους εκχωρούνται αρμοδιότητες, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου (α) της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.1397/1983 (ΦΕΚ 110 Α ́), μπορεί να καταβάλλεται ανάλογα με την απασχόλησή τους πρόσθετη μηνιαία αποζημίωση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα 3/5 των τακτικών αποδοχών του Διοικητή του Οργανισμού. Το ύψος της αποζημίωσης αυτής καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ..
4. Στον Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, στον οποίο εκχωρούνται αρμοδιότητες σύμφωνα με το εδάφιο (α) της διάταξης 23 του ν. 2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́), μπορεί να καταβάλλεται πρόσθετη μηνιαία αποζημίωση ανάλογα με την απασχόλησή του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα 3/5 των τακτικών αποδοχών του Προέδρου. Το ύψος της αποζημίωσης αυτής καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.
5. Η ανατρεπτική προθεσμία των έξι (6) μηνών, που ορίζεται με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́), παρατείνεται από την ημέρα της λήξης της και λήγει έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
6. Η ανατρεπτική προθεσμία του ενός (1) έτους, που ορίζεται με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α ́), παρατείνεται από την ημέρα της λήξης της και λήγει έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Σχετικό: παρ.6 του άρθρου 21 του Ν.3227/2004 (ΦΕΚ Α 31)
7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, επιτρέπεται να γίνονται ρυθμίσεις ανάλογες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 14 του ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α ́) και για δικαιούχους του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας που έγιναν πυρόπληκτοι λόγω καταστροφής της κατοικίας τους σε περιοχές που κηρύχθηκαν κατά τις κείμενες διατάξεις ως πυρόπληκτες.
8. Δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου, όπως αυτό προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.1849/1989 (ΦΕΚ 113 Α ́) και τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α ́) και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών υπουργικών αποφάσεων, έχουν και όσοι από τους δικαιούχους δεν παρέχουν, κατά το έτος που ισχύει το πρόγραμμα, εξαρτημένη εργασία με σχέση ιδιωτικού δικαίου, λόγω μακροχρόνιας ανεργίας, εφόσον δεν έχουν αλλάξει φορέα ασφάλισης.
Ο τρόπος και η διαδικασία για τη διαπίστωση της ανεργίας και της διάρκειάς της μέχρι την υποβολή της αίτησης για χορήγηση του επιδόματος και της μη αλλαγής του επαγγελματικού προσανατολισμού καθορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, που εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η επιδότηση αυτή έχει διάρκεια δύο (2) ετών, αρχής γενομένης από τη διακοπή επιδότησης από τον Ο.Α.Ε.Δ..
9. Από 1ης Ιανουαρίου 2001 καταργούνται οι διατάξεις των εε` και ζζ` της παραγράφου α` του άρθρου 1 του ν. 678/1977 (ΦΕΚ 246 Α`) που αφορούν στις παροχές δώρου για σύσταση οικογένειας και χρηματικών βραβείων όπως ισχύουν. Οσοι θεμελίωσαν δικαίωμα εντός του έτους 2000 και υποβάλλουν αιτήσεις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 θα καλυφθούν από τις σχετικές πιστώσεις του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Τα ποσά που αποδεσμεύονται διατίθενται για τη λειτουργία νέων βρεφονηπιακών σταθμών από 1ης Ιανουαρίου 2002, ενώ το υπόλοιπο πίστωσης έτους 2001, εάν υπάρξει, μετά την ικανοποίηση των αιτήσεων έτους 2001 των άνω παροχών θα διατεθεί για άλλες παροχές του Οργανισμού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 Ν.2956/2001, ΦΕΚ Α 258/6.11.2001.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, δύναται να καθορίζεται χρηματική εισφορά των δικαιούχων των παροχών του Οργανισμού Εργατικής Εστίας για τη φύλαξη των βρεφών και νηπίων τους στους σταθμούς του Οργανισμού και για τη συμμετοχή τους στα εκδρομικά πολιτιστικά προγράμματα, το ύψος της εισφοράς, ο τρόπος καταβολής και κάθε σχετική λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος της εισφοράς.
11. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 678/1977 (ΦΕΚ 246 Α ́) προστίθεται εδάφιο θ ́ ως εξής:
“θ) Κάθε έσοδο που προέρχεται από τη συμμετοχή των δικαιούχων στις παροχές του Οργανισμού Εργατικής Εστίας.”
12. Η διάταξη του άρθρου 13 του α.ν. 252/1968 (ΦΕΚ 47 Α ́) αντικαθίσταται ως εξής:
“Ο διαθέτων σε μη δικαιούχο, καθώς και ο άνευ δικαιώματος χρησιμοποιών δελτία θεάματος, δελτία κοινωνικού τουρισμού, δελτία αγοράς βιβλίων, εισιτήρια εκδρομών και κινηματογράφου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση επιβολής βαρύτερης ποινής από άλλη διάταξη, οπότε επιβάλλεται η βαρύτερη ποινή. Η με σκοπό κέρδους διάθεση και χρήση των δελτίων και εισιτηρίων αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση.”
13. Οι δικαιούχοι του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), στους οποίους έχει παραχωρηθεί κατοικία στην περιοχή Χριστού Βαρβασίου Χίου, σε εφαρμογή κοινού στεγαστικού προγράμματος του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, νυν Υγείας και Πρόνοιας και του Ο.Ε.Κ., σύμφωνα με την αριθμ. Δ4γ /6618/7.6.1968 κοινή απόφαση των Υπουργών Κοινωνικής Πρόνοιας και Εργασίας, απαλλάσσονται από την οφειλή η οποία τους βαρύνει έναντι του Ο.Ε.Κ. και η οποία προέρχεται από τη συμμετοχή του Οργανισμού στη δαπάνη της κατασκευής των κατοικιών αυτών.
14. Στο άρθρο 6 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α ́) προστίθεται τελευταία παράγραφος 4 ως εξής:
“4. Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες ο αυτοαπασχολούμενος ζητά επιχορήγηση, ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει σε τράπεζα ή εξειδικευμένη θυγατρική της εταιρεία την αξιολόγηση της βιωσιμότητας της επιχείρησης αυτής. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 21
Έκδοση τίτλων προεσόδων από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) δύναται να εκδίδει και να διαθέτει στο επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα και στις χώρες του εξωτερικού τίτλους προεσόδων που αναφέρονται σε μελλοντικά έσοδά του από απαιτήσεις του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν εισπραχθεί. Η τιτλοποίηση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ 46 Α ́), όπως αυτό εκάστοτε ισχύει.
Άρθρο 22
Ρύθμιση καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών Ο.Γ.Α.
Η δυνατότητα καταβολής των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών του Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης Ο.Γ.Α. παρατείνεται για όλα τα πρόσωπα, που εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 11 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α ́), μέχρι 31.12.2001. Η εξόφληση των εισφορών αυτών μπορεί να γίνει εφάπαξ με έκπτωση 10% εντός τριμήνου από την ειδοποίηση της σχετικής οφειλής είτε σε δόσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί η πρώτη δόση μέχρι 31.12.2001. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α ́).
Οι ασφαλισμένοι μόνο στον Κλάδο Πρόσθετης Ασφάλισης που οφείλουν εισφορές του κλάδου αυτού, μπορούν να καταβάλλουν εφάπαξ το σύνολο των εισφορών τους μέχρι 31.12.2001.
Άρθρο 23
1. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 85 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α ́), όπως ισχύει, καταργούνται.
2. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του ν. 2348/1953 ειδική εισφορά επί της αξίας των εξαγόμενων εκτός των ορίων της χώρας καπνών, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει σήμερα, καταργείται.
3. Μεταπτυχιακοί φοιτητές Α.Ε.Ι. που λαμβάνουν υποτροφίες με απόφαση του Δ.Σ. του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (Ι.Τ.Ε.), για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής ή λήψη μεταπτυχιακού διπλώματος και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του, δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 1976/1991. Για τους υποτρόφους αυτούς ισχύουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 19 παρ. 1δ ́ του ν. 1514/1985. Ασφαλιστικές εισφορές, που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος για την ασφάλιση των προσώπων του πρώτου εδαφίου και δεν έχουν εξοφληθεί, διαγράφονται. Ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος δεν αναζητούνται.
Άρθρο 24
Ρύθμιση χρεών επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από σεισμούς
1. Στο τέλος του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης γ ́ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α ́), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Ειδικά για τις περιπτώσεις επιχειρήσεων, εργοδοτών και ασφαλισμένων που υπέστησαν ζημιές από τους σεισμούς της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, η ρύθμιση γίνεται ως εξής:
α. Επιχειρήσεις που έχουν δελτίο αυτοψίας δευτεροβάθμιου ελέγχου που εξέδωσε το ειδικό συνεργείο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και από το οποίο προκύπτει η ακαταλληλότητα χρήσης της επαγγελματικής εγκατάστασης του αιτούντος με χαρακτηρισμό “κόκκινο” ρυθμίζουν την οφειλή τους σε σαράντα οκτώ (48) κατ’ ανώτατο όριο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ανεξαρτήτως ύψους ζημιάς, χωρίς τον υπολογισμό των πρόσθετων τελών (προσαυξήσεων και προστίμων) μέχρι την ημερομηνία έναρξης της αναστολής.
β. Επιχειρήσεις που έχουν δελτίο αυτοψίας δευτεροβάθμιου ελέγχου που εξέδωσε το προαναφερόμενο ειδικό συνεργείο και από το οποίο προκύπτει η ακαταλληλότητα χρήσης της επαγγελματικής εγκατάστασης του αιτούντος με χαρακτηρισμό “κίτρινο” ρυθμίζουν την οφειλή τους σε τριάντα έξι (36) κατ’ ανώτατο όριο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ανεξαρτήτως ύψους ζημιάς, χωρίς τον υπολογισμό των πρόσθετων τελών (προσαυξήσεων και προστίμων) μέχρι την ημερομηνία έναρξης της αναστολής.
Στις προαναφερόμενες ρυθμίσεις των 48 και 36 δόσεων, η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 30.000 δρχ.. Η παρούσα ρύθμιση ισχύει από 1.3.2000.”
2. Για τις λοιπές περιπτώσεις πληγέντων από τους σεισμούς της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α ́).
Άρθρο 25
Ρύθμιση χρεών επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από πυρκαγιές
Ρύθμιση χρεών επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από πυρκαγιές
Ασφαλιστικές εισφορές, τρέχουσες και καθυστερούμενες, προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που οφείλονται από επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένους που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στη Νήσο Σάμο, ρυθμίζονται ως εξής:
α. Οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς τους παραπάνω ασφαλιστικούς οργανισμούς, περιόδου απασχόλησης μέχρι 30.6.2000, μαζί με τα πρόσθετα τέλη, τόκους και λοιπές προσαυξήσεις και επιβαρύνσεις της ίδιας ημερομηνίας, κεφαλαιοποιούνται.
β. Αναστέλλεται η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών προς τους οργανισμούς αυτούς, για έξι (6) μήνες, αρχής γενομένης από 1.7.2000, χωρίς τον υπολογισμό κατά το διάστημα αυτό πρόσθετων τελών και άλλων προσαυξήσεων.
γ. Οι εισφορές των προηγούμενων παραγράφων εξοφλούνται σε είκοσι τέσσερις (24) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο έληξε η εξάμηνη αναστολή.
δ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.14 Ν.3050/2002
Άρθρο 26
Χορήγηση νοσήλιου τροφείου
Το νοσήλιο τροφείο, που χορηγούν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί στα τέκνα των ασφαλισμένων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 861/1979 (ΦΕΚ 2 Α ́) και 22 του ν. 997/1979 (ΦΕΚ 287 Α ́), εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συνταξιοδότησή τους λόγω θανάτου.
Άρθρο 27
Εισφορά για τη λήψη διαφοράς εφάπαξ βοηθήματος
Τακτικοί υγειονομικοί υπάλληλοι του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) οι οποίοι είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι στον κλάδο πρόνοιας του Τ.Σ.Α.Υ. για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος, ασφαλίζονται και στο καθεστώς του ν.103/1975 (ΦΕΚ 167 Α ́) καταβάλλοντας την προβλεπόμενη από το νόμο αυτόν εισφορά για τη λήψη διαφοράς εφάπαξ βοηθήματος μεταξύ του βοηθήματος που καταβάλλει ο παραπάνω κλάδος και εκείνου που χορηγείται βάσει των διατάξεων του ν.103/1975 (ΦΕΚ 167 Α ́), κατά το χρόνο αποχώρησής τους από την υπηρεσία, λόγω συνταξιοδοτήσεως.
Οι διατάξεις του άρθρου 19 του ν.1976/1991(ΦΕΚ 184 Α ́) εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους αυτούς.
Οι εισφορές που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος από τους παραπάνω υπαλλήλους για την καταβολή διαφοράς εφάπαξ βοηθήματος κατά τα ανωτέρω θεωρούνται ότι νομίμως κατεβλήθησαν.
Καταβληθέντα ποσά από τον Ε.Ο.Φ., κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.103/1975 σε υπαλλήλους της κατηγορίας αυτής που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, δεν αναζητούνται.
Άρθρο 28
Παράταση προθεσμίας για αναγνώριση χρόνου εργασίας
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 2335/1995 (ΦΕΚ 185 Α ́), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 16 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α ́), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Οι διατάξεις που προβλέπουν αναγνώριση χρόνων, πλην των αναφερομένων στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α ́) ή προσμέτρηση άλλου πλασματικού χρόνου για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, καταργούνται από 1.5.2001.”
2. Αιτήσεις ασφαλισμένων που έχουν απορριφθεί ως εκπρόθεσμες επανακρίνονται μετά από νέα αίτηση, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία. Προκειμένου για ασφαλισμένους που έχουν διακόψει την ασφάλισή τους και δεν έχουν δικαιωθεί σύνταξης από τον οικείο φορέα, η αναγνώριση του χρόνου πραγματοποιείται με την καταβολή εισφοράς, η οποία υπολογίζεται με το ασφάλιστρο και τις αποδοχές που ίσχυαν κατά τη διακοπή της ασφάλισης, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Άρθρο 29
Διαδοχική ασφάλιση Ο.Γ.Α.
Στο τέλος του άρθρου 13 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α ́) προστίθεται παράγραφος 5, που έχει ως εξής:
“5) Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης που βαρύνει τον Ο.Γ.Α., στην περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε άλλους φορείς,καθορίζεται ως ακολούθως:
α) Χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, λογίζεται από τον Ο.Γ.Α. ως χρόνος διανυθείς στην τρίτη ασφαλιστική κατηγορία του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών.
β) Χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης αυτοαπασχολούμενων, λογίζεται από τον Ο.Γ.Α. ως διανυθείς στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών.
γ) Χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς επικουρικής ασφάλισης, λογίζεται από τον Ο.Γ.Α. ως χρόνος διανυθείς στην Α ́ Ασφαλιστική Κλάση του Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης Αγροτών.
Άρθρο 30
Τροποποιήσεις στο άρθρο 38 του ν. 2676/1999
Το άρθρο 38 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α ́) τροποποιείται ως εξής:
1. Στο τέλος του εδαφίου (γ), μετά τη φράση “Εθνικού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης” προστίθεται η φράση “καθώς και για τον εν γένει λειτουργικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης.”
2. Στο τέλος του εδαφίου (ζ) μετά τη φράση “και χορήγησης της Κάρτας Κοινωνικής Ασφάλισης” προστίθεται η φράση “καθώς και των δράσεων εκσυγχρονισμού του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και των σχετικών έργων, χρηματοδοτούμενων ή συγχρηματοδοτούμενων μέσω προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που άπτονται της Κοινωνικής Ασφάλισης”.
3. Στην τελευταία παράγραφο αντικαθίσταται η φράση “την αποζημίωση και προώθηση έργων του προγράμματος “ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ” που άπτονται της κοινωνικής ασφάλισης” με τη φράση “την εφαρμογή και προώθηση έργων, χρηματοδοτούμενων ή συγχρηματοδοτούμενων μέσω προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που άπτονται της Κοινωνικής Ασφάλισης.”
Σημ.: όπως η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 41 Ν.2956/2001,ΦΕΚ Α 258/6.11.2001
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 31
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν.
Άρθρο 32
Απονομή σύνταξης μετά 35ετή ασφάλιση
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α ́), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α ́) και την παράγραφο 1 του άρθρου 48 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α ́) και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α ́), αντικαθίσταται ως εξής:
“Κατ’ εξαίρεση ο ασφαλισμένος που έχει πραγματοποιήσει τον παραπάνω αριθμό ημερών εργασίας, εκ των οποίων επτά χιλιάδες πεντακόσιες (7.500) σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και έχει συμπληρώσει: α) το 55ο έτος της ηλικίας, δικαιούται πλήρη σύνταξη και β) το 53ο έτος της ηλικίας, δικαιούται σύνταξη μειωμένη κατά 1/200 της πλήρους σύνταξης για κάθε μήνα που υπολείπεται από το οριζόμενο στο εδάφιο αυτό όριο ηλικίας της πλήρους σύνταξης.
Η ετήσια δαπάνη, που βαρύνει το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) για την καταβολή των συντάξεων αυτών μέχρι 31.12.2004, καταβάλλεται από το “Λογαριασμό για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση” (Λ.Α.Ε.Κ.) του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α ́) απολογιστικά εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους.
Από το Λ.Α.Ε.Κ. επίσης καταβάλλεται ετησίως προς το Ι.Κ.Α. και ποσό αντίστοιχο με την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών του κλάδου σύνταξης των συνταξιοδοτούμενων ασφαλισμένων του Ιδρύματος μέχρι 31.12.2004.
Άρθρο 33
1. Ως αποδοχές για τον υπολογισμό των εισφορών, την αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών και τον καθορισμό της επικουρικής σύνταξης και του εφάπαξ βοηθήματος του τακτικού προσωπικού των ν.π.δ.δ., το οποίο υπηρετούσε ή υπηρετεί κατά τη μετατροπή αυτών σε ανώνυμες εταιρείες, λογίζονται οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη από τον αντίστοιχο φορέα κύριας ασφάλισης.
Ειδικά για το πιο πάνω προσωπικό που υπάγεται στο καθεστώς του ν. 103/1975, ως αποδοχές για τον υπολογισμό των εισφορών και του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται υπόψη οι οριζόμενες από την περ. β ́ της παρ. 10 του άρθρου 7 του ν. 2703/1999, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 37 και 38 του ν. 2084/1992.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από το χρόνο μετατροπής κάθε ν.π.δ.δ. σε ανώνυμη εταιρεία. Τυχόν επιπλέον εισφορές και παροχές που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται.
2. Ειδικά για το πιο πάνω προσωπικό που ασφαλίζεται στον κλάδο πρόνοιας υπαλλήλων Ο.Λ.Π. του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης εργαζομένων στα Λιμάνια, καθώς και στα Ταμεία Προνοίας Προσωπικού Ο.Υ.Θ και Ο.Λ.Θ. που χορηγούν εφάπαξ βοήθημα, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη των διοικητικών συμβουλίων τους και αναλογιστική μελέτη για τη διαπίστωση της οικονομικής δυνατότητας, είναι δυνατόν να υπολογίζονται οι εισφορές και παροχές επί διαφορετικών αποδοχών από τις οριζόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, να ανακαθορίζονται οι εισφορές και να προσδιορίζεται τμηματικά το εφάπαξ βοήθημα ανάλογα με τις εισφορές που καταβλήθηκαν.
Στην ανωτέρω απόφαση μπορεί να δίδεται αναδρομική ισχύς έως και ένα (1) έτος από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πάντως όχι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον διαπιστώνεται η οικονομική δυνατότητα, το εφάπαξ βοήθημα που προκύπτει μετά τις πιο πάνω ρυθμίσεις δεν μπορεί να υπολείπεται αυτού που θα προέκυπτε σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου, οι οποίες ίσχυαν πριν τη μετατροπή του ν.π.δ.δ. σε Α.Ε..
Άρθρο 34
Ρύθμιση θεμάτων Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ.
1. Η αρχική περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α ́) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
“Για την υλοποίηση των σκοπών του το Κέντρο πραγματοποιεί κάθε αναγκαίο έργο και έχει ιδίως αρμοδιότητα να:”
Ομοίως, στην ίδια παράγραφο του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 προστίθεται εδάφιο με στοιχείο ε ́, που έχει ως εξής:
“ε. Προβαίνει στον καθορισμό των κριτηρίων και των διαδικασιών πιστοποίησης και αξιολόγησης, στη βαθμολόγηση και στη χορήγηση ή μη της πιστοποίησης, στην άρση της πιστοποίησης και στη τυχόν επιβολή κυρώσεων, καθώς και στη συγκρότηση Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης και Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης”.
2. α) Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:
“Τη διοίκηση του Κέντρου ασκούν: α) το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι επταμελές, αποτελούμενο από τον πρόεδρο και από έξι (6) μέλη, β) ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και γ) ο Γενικός Διευθυντής.
Στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. του Κέντρου περιλαμβάνονται ιδίως ο καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων, των κριτηρίων και των διαδικασιών πιστοποίησης και αξιολόγησης, η βαθμολόγηση και η χορήγηση ή μη της πιστοποίησης, η άρση της πιστοποίησης, ο καθορισμός των όρων, προϋποθέσεων και της διαδικασίας επιβολής τυχόν κυρώσεων και η επιβολή αυτών, καθώς και η συ-γκρότηση Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης και Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης.
Ειδικότερα, όσον αφορά την ανάπτυξη και εφαρμογή του έργου της πιστοποίησης, το Δ.Σ. του Κέντρου έχει ιδίως αρμοδιότητα να:
Α) Καθορίζει και αναπροσαρμόζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τους όρους και προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες ελέγχου, πιστοποίησης και αξιολόγησης που ανάγονται στις αρμοδιότητες του Κέντρου.
Β) Προγραμματίζει και καθορίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τις ανάγκες σε Πιστοποιούμενες Δομές Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ., καθώς και σε εκπαιδευτές Σ.Ε.Κ. και στελέχη Σ.Υ.Υ..
Γ) Συγκροτεί, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τις Γνωμοδοτικές Επιτροπές Πιστοποίησης.
Δ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση των Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης των Δομών Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ. τη βαθμολόγηση και τη χορήγηση ή μη της πιστοποίησης. Ε) Αποφασίζει, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διαδικασίες πιστοποίησης, τη χορήγηση ή μη πιστοποίησης της εκπαίδευσης εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. και στελεχών Σ.Υ.Υ., καθώς και των προτύπων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών Σ.Ε.Κ..
ΣΤ) Αποφασίζει, κατόπιν ελέγχων και ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, την άρση της πιστοποίησης και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων.
Ζ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους που άπτονται των σκοπών του Κέντρου.
Η) Εξουσιοδοτεί με απόφασή του τον Γενικό Διευθυντή του Κέντρου για τη συγκρότηση Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης των ήδη πιστοποιημένων δομών και λειτουργιών αρμοδιότητας του Κέντρου.
Θ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την ανάπτυξη, οργάνωση και εφαρμογή ή και ανάθεση της εφαρμογής σε τρίτους, πρότυπων προγραμμάτων εκπαίδευσης εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. και στελεχών Σ.Υ.Υ..
Ι) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την ανάθεση μελετών σχετικών με το έργο της πιστοποίησης σε τρίτους.
ΙΑ) Μεριμνά για τη βελτίωση και παραπέρα ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Πιστοποίησης Δομών Σ.Ε.Κ. και
Σ.Υ.Υ. και λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Οι αποφάσεις του Δ.Σ. του Κέντρου που αφορούν τις αρμοδιότητες αυτού που αναφέρονται στα παραπάνω εδάφια Α ́, Β ́, Γ ́ και Η ́ υποβάλλονται προς έγκριση στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, του οποίου η εγκριτική απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.”
β) Ομοίως, στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 προστίθενται τα ακόλουθα:
“Τον Γενικό Διευθυντή ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο αναπληρώνει μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου.”
3. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου τα θέματα που αναφέρονται στα παραπάνω εδάφια Α ́, Β ́, Γ ́, και Η ́ της προηγούμενης παραγράφου ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών.
4. Σε περίπτωση κατάργησης ή συγχώνευσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής της Διεύθυνσης Ελέγχου και Αξιολόγησης της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του, από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου, που υπηρετεί σε υπηρεσίες αυτού που έχουν αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερα αντικείμενα αναφορικά με τη διαχείριση, παρακολούθηση, συντονισμό, εφαρμογή και έλεγχο των χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ. ) προγραμμάτων.
Το κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου οριζόμενο μέλος του Δ.Σ. καταλαμβάνει τη θέση του μέλους του Δ.Σ. που προβλέπεται από την παράγραφο 1 περίπτωση β ́ του άρθρου 3 του π.δ. 67/1997 (ΦΕΚ 61 Α ́/ 21.4.1997) και αναπληρώνει τον Πρόεδρο του Δ.Σ. σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του.
Άρθρο 35
1. Η εκτέλεση και εκμετάλλευση των αστικών συγκοινωνιών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, που, με τις διατάξεις του ν.δ. 3721/1957 (ΦΕΚ 142 Α ́), όπως παρατάθηκε με τις διατάξεις του ν. 866/1979 (ΦΕΚ 23 Α ́), εκτελούνται από τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης (Ο.Α.Σ.Θ.), συνεχίζουν να παρέχονται από τον ίδιο φορέα (Ο.Α.Σ.Θ.) μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2001.
2. Η ισχύς των διατάξεων του ν.δ. 102/1973 (ΦΕΚ 178 Α ́), όπως παρατάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1108/1980 (ΦΕΚ 304 Α ́) παρατείνεται μέχρι 31 Μαρτίου 2001.
Σχετικό: άρθρ.10 παρ.18 Ν.2898/2001.
Άρθρο 36
1. Στο άρθρο 9 του ν. 2842/2000 (ΦΕΚ 207 Α ́) προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:
“3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια, σχετική με τα θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.”
2. Στο άρθρο 4 του ανωτέρω νόμου προστίθεται παράγραφος 6, η οποία έχει ως εξής:
“6. Ορίζεται ως ειδική αργία, η 2α Ιανουαρίου 2001, ημέρα Τρίτη, για την Τράπεζα της Ελλάδος, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών Α.Ε., το Χρηματιστήριο Παραγώγων Αθηνών, την Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.), καθώς και για τις ακόλουθες κατηγορίες επιχειρήσεων:
α) πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα στα οποία περιλαμβάνονται τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών τραπεζών,
β) επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, γ) ανώνυμες χρηματοδοτικές εταιρείες, δ) Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
Κατά την ημέρα αυτή τα ανωτέρω ιδρύματα και επιχειρήσεις λειτουργούν, για τις διατραπεζικές συναλλαγές καθώς και για τις συναλλαγές με το Δημόσιο, μη επιτρεπομένης όμως της διενέργειας οποιασδήποτε συναλλαγής μεταξύ αυτών και του κοινού.”
Άρθρο 37
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΦΕΚ 151 Α ́) προστίθεται περίπτωση ζ ́, η οποία έχει ως εξής:
“ζ. Ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον υπόχρεο για την αγορά μεριδίων ημεδαπών μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων. Το ποσό της έκπτωσης αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα κατά το τρίτο έτος από την αγορά των μεριδίων και δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών. Η έκπτωση αυτή παρέχεται μόνο μία φορά.”
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που αποκτώνται από 1.1.2001 και μετά, καθώς και για τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που έχουν αποκτηθεί μέχρι 31.12.2000.
3. Η ζημία από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας κατά τη διαχειριστική περίοδο 2000 (οικονομικό έτος 2001) ή από την αποτίμηση των μετοχών αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό των αποθεματικών που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ή ολόκληρο το ποσό αυτής, εφόσον δεν υφίστανται τοιαύτα αποθεματικά, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό του ενεργητικού και δύναται να εκπίπτει ισόποσα από τα ακαθάριστα έσοδα της πιο πάνω διαχειριστικής περιόδου και των τεσσάρων επομένων αυτής, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της επιχείρησης, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως προς την πιο πάνω ζημία.
4. Η ζημία που προκύπτει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 1969/1991, από την αποτίμηση της αξίας κινητών αξιών του χαρτοφυλακίου των Ανωνύμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου του ίδιου νόμου κατά τη διαχειριστική περίοδο 2000 (οικονομικό έτος 2001), κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό των αποθεματικών του άρθρου 10 του ν. 1969/1991 ή ολόκληρο το ποσό αυτής, εφόσον δεν υφίστανται τοιαύτα αποθεματικά, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό του ενεργητικού και δύναται να εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της πιο πάνω διαχειριστικής περιόδου και των τεσσάρων επομένων αυτής, με την προϋπόθεση ότι σε κάθε διαχειριστική περίοδο θα εκπίπτει τουλάχιστον ποσοστό είκοσι τοις εκατό 20% της εν λόγω ζημίας μέχρι μηδενισμού της.
5. Ο συντελεστής του φόρου που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α ́) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α ́), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 22 του ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α ́), μειώνεται από έξι τοις χιλίοις (6) σε τρία τοις χιλίοις (3).
6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για πωλήσεις μετοχών που διενεργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2001 και εφεξής.
Άρθρο 38
Έναρξη ισχύος του νόμου Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 2000
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ Α. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Χ. ΒΕΡΕΛΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 2000
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ