ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡ. 2713 ΦΕΚ Α’ 89/30.4.1999
Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :
Άρθρο 1
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ονομάζεται “Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων” και έχει έδρα το Νομό Αττικής. Παράρτημα της Υπηρεσίας αυτής λειτουργεί στη Βόρια Ελλάδα με έδρα το Νομό Θεσσαλονίκης και ονομάζεται “Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας”.
2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών υποθέσεων έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη σε όλη την επικράτεια:
α. Των εγκλημάτων που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά αστυνομικοί όλων των βαθμών, συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134137 Δ, 216 222, 235246, 252263Α, 322 324, 336353, 372399 και 402406 του Ποινικού Κώδικα και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα παίγνια, τα όπλα, τις αρχαιότητες, τη λαθρεμπορία και τους αλλοδαπούς.
β. των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των λοιπών εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο του ν. 3666/2008 (ΦΕΚ 105 Α`), που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) και επαναοριοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), καθώς και υπάλληλοι ή αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνών Οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.2 Ν.3103/2003,ΦΕΚ Α 23,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 5 παράγραφος 1 Ν.3938/2011,ΦΕΚ Α΄ 61/31.03.2011.
3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διερευνά, συλλέγει, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη των εν λόγω εγκλημάτων, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατ` άρθρο 243 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Οικονομίας για τη βεβαίωσή τους και παραπέμπει τους υπαιτίους στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή. Όταν ο Εισαγγελέας παραγγέλλει, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 50 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Οικονομίας, προανάκριοη ή προκαταρκτική εξέταση, για τα εγκλήματα της προηγούμενης παραγράφου, δύναται να αναθέτει την ενέργεια αυτής στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία όλων των αστυνομικών υπηρεσιών και των άλλων αρχών ή υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις των ν. 1256/1962, ν. 1892/1990, ν. 1943/1991 και ν. 2198/1994, για τα θέματα που αφορούν αστυνομικούς, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Οι άλλες αστυνομικές, καθώς και όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν αμέσως και ουσιαστικά τα όργανα της Υπηρεσίας.
4. Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, κατ. εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997. Το όνομα και άλλα στοιχεία του καταγγέλλοντος μπορεί με απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας να μην ανακοινώνονται κατά το στάδιο της διερεύνησης της βασιμότητας των καταγγελλομένων, αν το ζητήσει ρητά ο καταγγέλλων, εφόσον δεν διενεργείται ακόμη προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση. Όταν η καταγγελία είναι ανώνυμη, διερευνάται εφόσον περιέχει στοιχεία που παρέχουν βάση για τη διερεύνηση της, άλλως η έρευνα αναστέλλεται, με πράξη του Διοικητή της Υπηρεσίας, έως ότου αναφανούν νέα στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν επανεξέταση της υπόθεσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.1 του άρθρου 43 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014)
5. Οι αρμοδιότητες των άλλων δικαστικών και διωκτικών αρχών δεν θίγονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Όταν άλλη αστυνομική Υπηρεσία ενεργεί, κατ` εφαρμογή του άρθρου 243 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., προανακριτικές πράξεις για τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, που διαπράττονται από αστυνομικούς, καθώς και από υπαλλήλους και λειτουργούς του δημοσίου τομέα, υπαλλήλους ή αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνών Οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια, υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως με έγγραφο της, που δεν κοινοποιείται σε άλλες υπηρεσίες ή αρχές, τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων. Οι άλλες αρχές οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.2 Ν.3103/2003,ΦΕΚ Α 23/29.1.2003, αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.2 του άρθρου 43 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014)
6. Όταν ασκείται ποινική δίωξη σε βάρος αστυνομικού για έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, η εισαγγελική αρχή υποχρεούται να τη γνωστοποιήσει και στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων.
7. Ο εισαγγελικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 3 μπορεί να παραπέμπει στις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες τη διερεύνηση και βεβαίωση εγκλημάτων αστυνομικών, συνοριακών φυλάκων και ειδικών φρουρών που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, αν κρίνει ότι η φύση της υπόθεσης και γενικά οι συνθήκες τέλεσης της πράξης δεν απαιτούν εξειδικευμένη έρευνα. Η δικογραφία στην περίπτωση αυτή διαβιβάζεται στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα, με κοινοποίηση στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων. Για τις υποθέσεις των υπαλλήλων και λειτουργών του εδαφίου β` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, για τις οποίες δεν απαιτείται εξειδικευμένη έρευνα, μπορεί να παραπέμπονται για διερεύνηση από τον εισαγγελικό λειτουργό που αναφέρεται στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου στις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες ή ειδικές υπηρεσίες ελέγχου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.2 Ν.3103/2003, ΦΕΚ Α 23/29.1.2003.
8. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης, διάρθρωσης και λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, τα ειδικότερα καθήκοντα των οργάνων της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 2
Στελέχωση – προσόντα και διαδικασία επιλογής προσωπικού
1. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, στελεχώνεται από μόνιμο αστυνομικό προσωπικό, το οποίο επιλέγεται και μετατίθεται σε αυτή για τρία (3) έτη. Η θητεία αυτή δύναται να ανανεωθεί μέχρι τρεις (3) φορές, για ένα έτος κάθε φορά. Το αστυνομικό προσωπικό μετατίθεται στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων ή στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας, ανάλογα με το αν η Υπηρεσία από την οποία προέρχεται, εδρεύει εντός των γεωγραφικών ορίων του Τομέα Νοτίου ή Βορείου Ελλάδος, αντίστοιχα. Το ως άνω προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών από την αποχώρησή του από την Υπηρεσία αυτή, μπορεί να επανεπιλέγεται για τη στελέχωσή της. Ως προϊστάμενος των Υπηρεσιών Εσωτερικών Υποθέσεων ορίζεται ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.4 άρθρου 44 Ν.3731/2008,ΦΕΚ Α 263/23.12.2008, αντικαταστάθηκε πάλι με την παράγραφο 2 άρθρου 5 Ν.3938/2011 (ΦΕΚ Α΄ 61/31.03.2011) και με την παρ. 1 άρθρου 14 Ν.4456/2017
2. Το προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων πρέπει να συγκεντρώνει τα ακόλουθα προσόντα :
α. Να διακρίνεται για την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά του, το ήθος και τη διαγωγή του, την υπευθυνότητα και αποφασιστικότητά του.
β. Να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον έξι (6) έτη από την έξοδό του από την οικεία Σχολή, να έχει αξιολογηθεί με το γενικό χαρακτηρισμό ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ κατά τη διάρκεια των πέντε (5) τελευταίων ετών και να έχει κριθεί ευμενώς από τα αρμόδια Συμβούλια Κρίσεων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 14 του ν.4456/2017.
3. Από τους διαθέτοντες τα ανωτέρω προσόντα προτιμώνται ιδίως όοοι έχουν διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε Υπηρεσία ασφαλείας, όσοι επιθυμούν να υπηρετήσουν στην Υπηρεσία αυτήν, καθώς και όσοι έχουν γνώσεις οτη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλες ειδικές γνώσεις.
4. Δεν επιτρέπεται να μετατεθεί ή να υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων αστυνομικός, ο οποίος :
α. Έχει τιμωρηθεί ή εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή.
β. Έχει τιμωρηθεί για παραπτώματα τα οποία, ενώ επισύρουν κατώτερη πειθαρχική ποινή, μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης του υπηρεσιακού καθήκοντος και ακεραιότητας του χαρακτήρα.
γ. Κωλύεται επανειλημμένα στην εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του για λόγους υγείας.
δ. Είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου συνδικαλιστικής οργάνωσης αστυνομικών ή εκλεγμένος αντιπρόσωπος στη γενική συνέλευση ομοσπονδίας ή Συνομοσπονδίας αυτών.
ε. Έχει υπηρετήσει κατά την προηγούμενη πενταετία ή υπηρετεί με οποιαδήποτε ιδιότητα, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού ασφαλείας, σε γραφεία μελών της Κυβέρνησης, Υφυπουργών, Γενικών Γραμματέων, Κομμάτων και Βουλευτών.
στ. Έχει υπηρετήσει ή υπηρετεί στο γραφείο του εν ενεργεία Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, των Γενικών Επιθεωρητών Αστυνομίας, του Προϊστάμενου Επιτελείου ή των Προϊστάμενων Κλάδων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
ζ. Καταλαμβάνεται από το ανώτατο όριο ηλικίας παραμονής του στο Σώμα μέσα στην επόμενη πενταετία από την ημερομηνία επιλογής του.
η. Είναι μέλος, με οποιαδήποτε ιδιότητα, δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου της χώρας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3,4 του άρθρου 14 του ν.4456/2017.
5. Η επιλογή του προσωπικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων γίνεται ως εξής :
α. Ο Διοικητής της Υπηρεσίας ορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, μετά από πρόταση του Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, για θητεία δύο (2) ετών. Επιτρέπεται η μετάθεσή του και πριν τη λήξη της θητείας του, ύστερα από αίτησή του ή με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 4, κατόπιν αιτιολογημένης εισήγησης του Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.
β. Το λοιπό αστυνομικό προσωπικό της ανωτέρω Υπηρεσίας επιλέγεται, τοποθετείται και μετατίθεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από πρόταση του Διοικητή της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων.
Το ανωτέρω Συμβούλιο συνέρχεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής αστυνομίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 14 του ν.4456/2017.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την ανανέωση της θητείας του αστυνομικού προσωπικού στην εν λόγω Υπηρεσία.
7. Στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μπορεί, ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, να αποσπάται προσωπικό από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3861/2010, ΦΕΚ 112 Α`) με εξειδικευμένες γνώσεις σε αντικείμενα της Υπηρεσίας, για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του αρμόδιου Υπουργού ή διοικητή ή προϊσταμένου της Υπηρεσίας προέλευσης του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.3 Ν.3938/2011, ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.
Άρθρο 3
Εποπτεία
Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται από τη Διεύθυνση και Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων εποπτεύεται από τους εισαγγελείς εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα. Η Εποπτεία αυτή ασκείται είτε από τους ίδιους, είτε διά των υφισταμένων τους εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων εφετών και συνίσταται στο δικαίωμα να ενημερώνονται για όλες τις πληροφορίες ή καταγγελίες που περιέρχονται στις Υπηρεσίες αυτές, να λαμβάνουν γνώση όλων των υποθέσεων που χειρίζονται και να παρακολουθούν την πορεία τους, να δίδουν οδηγίες, να κατευθύνουν και να παρίστανται κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων.
Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 243 του Κ.Π.Δ., οι Εισαγγελείς του παρόντος άρθρου δύνανται, σε εξαιρετικές ή επείγουσες περιπτώσεις, να παραγγέλλουν στους ανακριτικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανακριτικών πράξεων, για εγκλήματα του παρόντος νόμου. Κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων στην έδρα της Υπηρεσίας για εξέταση. Η κατά τα ανωτέρω σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται μετά την περάτωσή της στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Οι δαπάνες μετακίνησης του πιο πάνω εισαγγελικού λειτουργού, που πραγματοποιούνται για την άσκηση των καθηκόντων του, βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Όποιος προβαίνει στην άσκηση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού ή οποιασδήποτε άλλης επέμβασης στην άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων του εποπτεύοντος εισαγγελικού λειτουργού ή αστυνομικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, επηρεάζει τον μάρτυρα ή αλλοιώνει ή αποκρύπτει αποδεικτικά μέσα, σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 με σκοπό την παρακώλυση του ανακριτικού έργου ή την παρεμπόδιση απονομής της Δικαιοσύνης τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 225 του Π.Κ., αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη ποινική διάταξη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.36 Ν.2800/2000 ΦΕΚ Α 41/29.2.2000 και με την παρ.4 άρθρ.2 Ν.3103/2003, ΦΕΚ Α 23/29.1.2003 στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη παρ.4 του άρθρου 43 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014)
Άρθρο 4
Υποχρεώσεις και δικαιώματα προσωπικού
1. Το προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων έχει καθήκον εχεμύθειας, η παραβίαση του οποίου τιμωρείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 252 και 253 του Π.Κ.`, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί πειθαρχικής και αστικής ευθύνης του.
2. Η διάπραξη ποινικών ή πειθαρχικών παραβάσεων από το προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, που έχουν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνιστά επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών είναι το δικαστήριο της έδρας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που υπηρετούν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.4 Ν.3938/2011, ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.
3. Για τη βεβαίωση πειθαρχικών παραπτωμάτων των αστυνομικών που υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του οικείου πει8αρχικού δικαίου. Όταν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α`), ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης ζητεί πάντοτε να ενεργηθεί η Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.) από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.
4. Στο αστυνομικό προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων χορηγείται ειδική μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.
Η ανωτέρω ειδική αποζημίωση περικόπτεται αναλόγως σε περίπτωση απουσίας, πλην αυτής που οφείλεται σε λήψη κανονικής ή βραχείας άδειας.
5. Μετάθεση αστυνομικού από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μπορεί να γίνει και πριν από τη λήξη της θητείας του, μόνο με αίτησή του ή για σοβαρούς λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά και την υπηρεσιακή του απόδοση και σύμφωνα με τη διαδικασία επιλογής του, μη εφαρμοζομένων ως προς το χρόνο μετάθεσής του των σχετικών διατάξεων του κανονισμού μεταθέσεων.
6. Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, μετά τη λήξη της θητείας τους, μετατίθενται σε Υπηρεσίες της περιοχής μετάθεσης από την οποία προήλθαν. Κατ’ εξαίρεση, μετά τη λήξη της τριετούς ανανέωσης της θητείας τους, οι ως άνω αστυνομικοί δύνανται να μετατίθενται και σε Υπηρεσίες της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής ή Θεσσαλονίκης, ανάλογα με το αν υπηρετούν στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων ή στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας, αντίστοιχα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρου 14 Ν.3686//2008,ΦΕΚ Α 158 και με το άρθρο 5 παρ.5 Ν.3938/2011,ΦΕΚ Α 61/31.3.2011,αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.3 του άρθρου 43 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014) και με την παρ.6 του άρθρου 14 του ν.4456/2017.
7. Στο αστυνομικό προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων χορηγείται ειδικό δελτίο ταυτότητας, ο τύπος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.
Άρθρο 5
Αρση αξιοποίνου – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Προστασία μαρτύρων
1. Δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με εντολή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη σύλληψή προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στο νόμο αυτόν, εμφανίζεται ως συμμέτοχος της πράξης. Το ίδιο ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που με αυτόν το σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του κατά το άρθρο 3 ειγγελικού λειτουργού.
2. Επίσης δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων όταν, ύστερα από καταγγελία ή βάσιμες υπόνοιες, ενεργεί έρευνα σε μεταφορικό μέσο για την ανεύρεση των πειστηρίων των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 εγκληματικών πράξεων.
3. Αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο, που διέπραξε από κοινού με άλλο αστυνομικό εγκλήματα από εκείνα που αναφέρονται στο νόμο αυτόν ή συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, τιμωρείται με την ελαττωμένη ποινή του άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα, το ανώτατο όριο της οποίας μειώνεται περαιτέρω στο ήμισυ, με αντίστοιχη μείωση και του προβλεπόμενου στις περιπτώσεις β` και γ` του ανωτέρω άρθρου κατώτατου ορίου ποινής φυλάκισης, αν πριν καταγγελθεί η πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του δώσει πληροφορίες για τα πρόσωπα και την εγκληματική τους δραστηριότητα και κατ` αυτόν τον τρόπο συντελέσει στην αποκάλυψή τους. Μπορεί όμως το δικαστήριο, εκτιμώντας τη μεταμέλεια και την προσωπικότητά του, καθώς και τις ειδικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες τέλεσε την πράξη να τον κρίνει ατιμώρητο.
4. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και μέχρι να καταδικασθεί αμετακλήτως, δώσει τις πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου, το προβλεπόμενο στο νόμο ανώτατο όριο ποινής μειώνεται στο ήμισυ, χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 84 του Π.Κ.
5. Στα πρόσωπα του παρόντος άρθρου παρέχεται από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη η αναγκαία προστασία. Ανάλογη προστασία παρέχεται και στους ουσιώδεις μάρτυρες των υποθέσεων αυτών, τους πραγματογνώμονες, τα θύματα ή τους συγγενείς τους ή άλλα πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτούς, όπου τούτο είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως και 4 του ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α`). Ως αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών για την εφαρμογή των ως άνω μέτρων προστασίας του παρόντος άρθρου νοείται ο εισαγγελικός λειτουργός του άρθρου 3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.6 Ν.3938/2011, ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.
Άρθρο 6
Άρση των απορρήτων – Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων – Χρήση αποδεικτικών μέσων
1. Κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης που ενεργείται για τα εγκλήματα του νόμου αυτού, αν κριθεί ότι επιβάλλεται από τις ανάγκες της έρευνας η αποδέσμευση από το απόρρητο της επιστολής και της τηλεφωνικής ή κάθε άλλης μορφής ανταπόκρισης, ο κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου εισαγγελικός λειτουργός μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, να υποβάλει σχετική προς τούτο αίτηση στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με βούλευμά του, που περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει και ο κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου εισαγγελικός λειτουργός. Κατά τα λοιπό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 6 εδάφια β` και γ` του άρθρου 4 και των παραγράφων 4, 5, 6, 7, 8, 9, εδάφια β`, γ`, δ` και ε` και της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994.
2. Στις περιπτώσεις που ενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για εγκλήματα του παρόντος νόμου δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο, το δε τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο αίρεται με σχετική διάταξη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, αν κριθεί ότι η άρση επιβάλλεται από τις ανάγκες της έρευνας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.2 Ν.3103/2003, ΦΕΚ Α 23,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 5 παρ.6 Ν.3938/2011, ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.
3. Με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να διαταχθεί η απαγόρευση κινήσεως των λογαριασμών ή του ανοίγματος των θυρίδων, εφόσονυπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα προερχόμενα από τη διάπραξη των εγκλημάτων του παρόντος νόμου. Η διάταξη των εισαγγελικών λειτουργών ή το βούλευμα του Συμβουλίου επέχουν θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στο διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρ8ρου 5 του ν. 2331/1995 εφαρμόζονται ανάλογα και για τα εγκλήματα του παρόντος νόμου. Το Δημόσιο δικαιούται να αξιώσει και να προβεί σε δήμευση, σύμφωνα με τα οριζόμενο στο άρθρο 3 του ν. 2331/1995, κάθε περιουσίας που αποκτήθηκε από τη διάπραξη των εγκλημάτων του άρθρου 1 του νόμου αυτού.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η καταγραφή σχετικών πράξεων με συσκευές ήχου ή εικόνας ή άλλα ειδικά τεχνικά μέσα και η χρησιμοποίηση του υλικού ως αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης δημόσιας αρχής.
Σχετικό: παρ. 4 και 5 του άρθρου 22 Ν.4249/2014, ΦΕΚ Α 73
Άρθρο 7
Αποκατάσταση καταχωρηθέντων
Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης υποχρεούται, ύστερα από αίτημα του ενδιαφερομένου, να εκδίδει ανακοίνωση αποκατάστασης του κατηγορηθέντος αστυνομικού για διάπραξη των εγκλημάτων του άρθρου 1 του νόμου αυτού, η οποία δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας και στον Τύπο της περιοχής όπου είχε την έδρα της η Υπηρεσία του, στην περίπτωση που εκδοθεί αμετάκλητη α8ωωτική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα που αποφαίνεται να μη γίνει κατ` αυτού κατηγορία ή η υπόθεση τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Οι διατάξεις του π.δ. 281/1993 (ΦΕΚ 122 Α`) εφαρμόζονται αναλόγως και για την κάλυψή των εξόδων υπεράσπισης των ανωτέρω αστυνομικών που αποκαθίστανται. Αν εκείνος που κατηγορήθηκε είναι πολιτικός υπάλληλος ή λειτουργός, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αντί του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης νοείται ο φορέας στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος ή ο λειτουργός.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρ.2 Ν.3103/2003, ΦΕΚ Α 23/29.1.2003.
Άρθρο 8
Κοινοβουλευτική Εποπτεία
Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης υποβάλλει στη Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους, έκθεση με τον απολογισμό του έργου και των δραστηριοτήτων του προηγούμενου έτους, με σκοπό την Κοινοβουλευτική Εποπτεία, τον έλεγχο και τη διαφάνεια.
Άρθρο 9
Χορήγηση αντιγράφων ποινικών δικογραφιών
Οι διωκτικές αρχές, που ενεργούν προανάκριση για αξιόποινες πράξεις στις οποίες εμπλέκονται αστυνομικοί, υποχρεούνται, μετά το πέρας αυτής και ταυτόχρονα με την υποβολή της σχετικής δικογραφίας στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελλική αρχή, να διαβιβάζουν αντίγραφα των σχετικών προανακριτικών εκθέσεων στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, προκειμένου να αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό και της διοικητικής δικογραφίας κατά τη διερεύνηση του πειθαρχικού μέρους της υπόθεσης. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι εισαγγελικές αρχές για τις προανακρίσεις που διενεργούν δικαστικοί λειτουργοί κατόπιν παραγγελίας τους.
Άρθρο 10
Θέματα πειθαρχικού δικαίου αστυνομικού προσωπικού
1. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :
“1. Για τη βεβαίωση πειθαρχικού παραπτώματος αστυνομικού που σχετίζεται με παράβαση των διατάξεων του ν. 1165/1918, του άρθρου 58 του π.δ. της 9/24.8. 1932, του άρθρου παρ. 1 του ν. 1608/1950, του β.δ. 29/1971, του ν. 1729/1987, του άρθρου 33 παρ. 1, 3, 4 και 9 του ν. 1975/1991, του άρθρου 15 του ν. 2168/1993 και των άρθρων 235, 258, 349, 372, 374, 380 και 385 του Ποινικού Κώδικα, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης μπορεί να ζητήσει δια του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως διενεργηθεί η Ένορκη Διοικητική Εξέταση εντός ορισμένης προθεσμίας, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, αν ο εγκαλούμενος είναι ανώτερος ή ανώτατος Αξιωματικός ή τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών σε κάθε άλλη περίπτωση. Οι ανωτέρω Εισαγγελείς ενεργούν την Ε.Δ.Ε. οι ίδιοι ή την αναθέτουν σε υφιστάμενό τους εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος στην περίπτωση που αυτή αφορά ανώτερο ή ανώτατο αξιωματικό, φέρει βαθμό τουλάχιστον Αντεισαγγελέα Εφετών. Ειδικά αν ο εγκαλούμενος είναι ο Αρχηγός ή Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, η αίτηση για τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος την ενεργεί ο ίδιος ή την αναθέτει σε έναν εκ των παρ` αυτώ Αντεισαγγελέων. Για τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. εφαρμόζονται οι διατάξεις του οικείου πειθαρχικού δικαίου, με τη διαφοροποίηση ότι για την εξαίρεση του εισαγγελικού λειτουργού εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κ.Π.Δ.. Το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. με το αποδεικτικό υλικό διαβιβάζεται στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, ο οποίος ενεργεί περαιτέρω σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις”.
2. Σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας, ο εγκαλούμενος αστυνομικός δύναται να παρίσταται μετά συνηγόρου. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 2334/1995 (ΦΕΚ 184 Α`) καταργείται.
Άρθρο 11
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1339/1983
Σχετικό: υπ΄ αριθμόν 7004/3/40-θ`/23-4-2004 Υπ.Απόφαση Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β` 649/4.5.2004)”Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων Υπουργού Δημόσιας Τάξης σε υφιστάμενα υπηρεσιακά όργανα”
Τα τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 1339/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2452/1996 (ΦΕΚ 283 Α`), αντικαθίσταται ως εξής :
“Της ως άνω προστασίας απολαμβάνουν με τις ίδιες προϋποθέσεις και περιορισμούς ο/η σύζυγος, τα τέκνα, οι γονείς και οι αδελφοί των πολιτών που τραυματίζονται θανάσιμα ή καθίστανται ανίκανοι σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, εξαιτίας της ενεργούς συμμετοχής τους στην καταδίωξη ή σύλληψη δραστών εγκληματικών πράξεων ή εξαιτίας αστυνομικής επιχείρησης προς πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος ή επιχείρησης του Πυροσβεστικού Σώματος προς κατάσβεση πυρκαγιάς”.
Άρθρο 12
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2226/1994και του ν. 2265/1994
1. Το δεύτερο εδάφιο της περ. α` της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2226/1994 (ΦΕΚ 122 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :
“Το ποσοστό των εισαγόμενων στις Αστυνομικές Σχολές γυναικών καθορίζεται σε 15% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στον αριθμό του αστυνομικού προσωπικού που ασκεί δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, διαβατηριακού ελέγχου, τροχαίας, εφαρμογής τουριστικών και αγορανομικών διατάξεων και ορισμένες ανακριτικές δραστηριότητες, για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο δεν ασκεί επιρροή, ενώ το λοιπό αστυνομικό προσωπικό, λόγω της φύσης της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, εκτελεί, κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες, δραστηριότητες που αφορούν στην αντιμετώπιση πράξεων βίας, στην τήρηση ή αποκατάσταση της τάξης σε μαζικές εκδηλώσεις και συναθροίσεις, στη δίωξη και σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών, στη φύλαξη και μεταγωγή ανδρών κρατουμένων, στην προστασία υψηλών προσώπων, στη δίωξη ζωοκλοπής, στην επαναπροώθησηλαθραμεταναστών και σε ορισμένες τεχνικές εφαρμογές, οι οποίες για την άσκησή τους απαιτούν αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, κριτήρια τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, διαθέτουν, λόγω βιολογικών ιδιαιτεροτήτων, οι άνδρες”.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 1082/2011, 1083/2011, 1084/2011, 1085/2011, 1086/2011, 1087/2011, 1088/2011, 1089/2011, 1090/2011 αποφάσεις ΣΤΕ.
2. Στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας εισάγονται άνδρες και γυναίκες. Τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται είναι κοινές και για τα δύο φύλα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.12 Ν.3387/2005,ΦΕΚ Α 224/12.9.2005.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 2551/2006 απόφαση ΣτΕ
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στους διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν πριν την ισχύ του παρόντος νόμου, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν.
4. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 30 Α του ν. 1264/1982, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994, αντικαθίσταται ως εξής :
“Τα παραπάνω πρόσωπα με βαθμό μέχρι και Αστυνομικού Υποδιευθυντή δεν μετατίθενται, όσο διαρκεί η θητεία τους, εκτός της περιοχής μετάθεσης, στην οποία υπηρετούν, αν δεν το ζητήσουν οι ίδιοι ή δεν κριθεί τούτο αναγκαίο λόγω προαγωγής, άσκησης πειθαρχικής δίωξης για πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις ανώτερη πειθαρχική ποινή ή θέσης τους σε κατάσταση διαθεσιμότητας για λόγους πειθαρχίας”.
Άρθρο 13
Συμπλήρωση διατάξεων του ν.1975/1991
1. Μετά το άρθρο 12 του ν. 1975/1991 (ΦΕΚ 184 Α`) προστίθεται άρθρο 12 Α ως εξής :
“Άρθρο 12 Α
Άδειες παραμονής για εξαιρετικούς λόγους
1. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης δύναται, μετά από σχετικό αίτημα, να χορηγεί άδεια παραμονής σε αλλοδαπό, για τον οποίο δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικές προϋποθέσεις, εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους ανθρωπιστικούς ή δημόσιου συμφέροντος ή συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που παρεμποδίζουν την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα προέλευσης.
2. Η ανωτέρω άδεια, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα (1) έτος, χορηγείται μετά γνώμη επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ως πρόεδρο και ως μέλη ένα διπλωματικό υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών και έναν ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τους οικείους Υπουργούς. Η συγκρότηση της ανωτέρω επιτροπής γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
3. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής, ο αιτών καλείται και παρουσιάζεται αυτοπροσώπως στην επιτροπή της προηγούμενης παραγράφου, προσκομίζοντας στοιχεία αποδεικτικά της ταυτότητάς του, καθώς και των λόγων τους οποίους επικαλείται. Το αίτημα του αλλοδαπού δύναται να εξετασθεί και χωρίς την αυτοπρόσωπη παρουσία του, όταν αυτή καθίσταται αδύνατη για αντικειμενικούς λόγους ή δεν κρίνεται αναγκαία από την επιτροπή.
4. Η παραπάνω άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων και μέχρι να εκλείψουν οι ανωτέρω λόγοι.
5. Κατά της απόφασης που αρνείται τη χορήγηση ή ανανέωση της άδειας αυτής δεν χωρεί η προσφυγή του άρθρου 16 του παρόντος”.
2. Στο τέλος της παρ. 1 του 1991 προτίθεται εδάφιο ως εξής :
“Αεροπορικές ή ναυτιλιακές εταιρείες ή ταξιδιωτικά γραφεία υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά και να λαμβάνουν κάθε μέτρο, που να αποκλείει τη μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπών που δεν είναι εφοδιασμένοι με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα. Στους παραβάτες των ανωτέρω υποχρεώσεων επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο, επιφυλασσόμενων των προβλεπόμενων στον παρόντα νόμο ποινικών διατάξεων. Το ύψος του προστίμου, τα όργανα και η διαδικασία επιβολής και είσπραξής του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.”.
3. Στην παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 1975/1991 προστίθεται εδάφια ως εξής :
“Ειδικότερα σε αλλοδαπό, ο οποίος παρέβη τις περί παραμονής στη χώρα μας διατάξεις του παρόντος, δύναται ιδίως για λόγους ανθρωπιστικούς, ανωτέρας βίας ή δημοσίου συμφέροντος, αντί της απέλασης να τάσσεται προθεσμία προς αναχώρηση, που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες”.
Σχετικό: παρ.1 άρθρ.25 Ν.3013/2002, ΦΕΚ Α 102/1.5.2002
Άρθρο 14
Συμπλήρωση διατάξεων του ν. 1951/1991
Μετά το άρθρο 5 του ν. 1951/1991 (ΦΕΚ 84 Α`) προστίθεται άρθρο 5 Α ως εξής :
“Άρθρο 5 Α
Ενίσχυση Πυροσβεστικών Υπηρεσιών με εθελοντές Πυροσβέστες
Στους Πυροσβεστικούς Σταθμούς και στα Κλιμάκια του Πυροσβεστικού Σώματος επιτρέπεται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως εθελοντές πυροσβέστες και ιδιώτες που είναι μόνιμοι κάτοικοι του δήμου που έχει την έδρα της η οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, οι διατάξεις του παρόντος νόμου που αφορούν τα προσόντα, την εκπαίδευση, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθελοντών πυροσβεστών έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε αυτούς.”.
Άρθρο 15
Κάλυψη δαπανών
Από τις διατάξεις του παρόντος νόμου προκαλούνται δαπάνες ύψους 166 εκατομμυρίων δραχμών περίπου για το έτος 1999 και 155 εκατομμυρίων δραχμών περίπου για το έτος 2000 και για καθένα από τα επόμενα έτη. Οι ανωτέρω δαπάνες θα αντιμετωπίζονται με την εγγραφή ανάλογων πιστώσεων στους σχετικούς ΚΑΕ των κατ` έτος προϋπολογισμών εξόδων ΕΦ. 43 – 110 “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”.
Άρθρο 16
1. Σε κάθε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων συνιστάται Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας (ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ.).
Σε περιοχές με ιδιαίτερες ανάγκες είναι δυνατόν να συνιστώνται τέτοια συμβούλια και ανά δημοτικό διαμέρισμα. Τα γενικότερα θέματα που αφορούν τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των Συμβουλίων και τη συνεργασία τους με τις αρμόδιες αρχές και φορείς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ενώ η σύσταση και λειτουργία του κάθε Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας πραγματοποιείται με απόφαση του αρμόδιου Δημάρχου ή Προέδρου Κοινότητας, ύστερα από πρόταση του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.13 Ν.3387/2005,ΦΕΚ Α 224/12.9.2005.
2. Το ανωτέρω Συμβούλιο αποτελείται από επιστήμονες και λειτουργούς που διαμένουν στην περιφέρεια του Δήμου ή της Κοινότητας και διαθέτουν ειδικές γνώσεις στον τομέα της εγκληματικότητας, όπως δικαστικούς λειτουργούς, εγκληματολόγους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, αστυνομικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και ιατρούς, καθώς και εκπροσώπους παραγωγικών τάξεων και κοινωνικών φορέων. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερα των πέντε (5) ή περισσότερα των έντεκα (11), ορίζονται για τρία (3) χρόνια και η θέση τους είναι τιμητική και άμισθη.
3. Έργο του ως άνω Συμβουλίου είναι η κατάρτιση προγράμματος πρόληψής της εγκληματικότητας στη δημοτική ή κοινοτική περιφέρεια αρμοδιότητάς του, η διατύπωση γνώμης επί σχετικών ερωτημάτων του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητας ή των τοπικών κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, η συνεργασία με τα αντίστοιχα Συμβούλια όμορων Δήμων ή Κοινοτήτων, η διοργάνωση ημερίδων, σεμιναρίων και άλλων συναφών εκδηλώσεων για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, η συνεχής, μέσω των τοπικών μέσων μαζικής επικοινωνίας, ενημέρωση των κατοίκων, καθώς και η εκδήλωση κάθε άλλης σχετικής δραστηριότητας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.13 Ν.3387/2005,ΦΕΚ Α 224/12.9.2005.
4. Στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη συνιστάται Κεντρικό Συμβούλιο Πρόληψης Παραβατικότητας (ΚΕ.Σ.Π.ΠΑ.), με αποστολή την παροχή επιστημονικών κατευθύνσεων και οδηγιών στις Επιτροπές Περιφερειακής Συνεργασίας και Ασφάλειας (Ε.Π.Σ.Α.), καθώς και το συντονισμό των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής τους. Το Συμβούλιο αυτό είναι ενδεκαμελές και απαρτίζεται από εγκληματολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, κοινωνιολόγους, εκπροσώπους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., δήμων της Χώρας, καθώς και επιστήμονες με ειδικές γνώσεις στα θέματα πρόληψης της παραβατικότητας, Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Ως γραμματέας ορίζεται αξιωματικός της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
Η θητεία του Κεντρικού Συμβουλίου είναι ετήσια και μπορεί να ανανεώνεται Στον πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα του Κεντρικού Συμβουλίου καταβάλλεται αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.13 Ν.3387/2005,ΦΕΚ Α 224/12.9.2005 τροποποιήθηκε με τη παρ.3 του άρθρου 42 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014)
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.30 Ν.3448/2006,ΦΕΚ Α 57/15.3.2006
5. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος “Συμβούλιο Πρόληψης της Εγκληματικότητας”, νοείται εφεξής το “Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας” και όπου αναφέρεται ο όρος “Ομάδα Διοίκησης `Εργου για το συντονισμό της δράσης και την παροχή επιστημονικών κατευθύνσεων προς τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης Εγκληματικότητας”, νοείται εφεξής το “Κεντρικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας”
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.13 Ν.3387/2005,ΦΕΚ Α 224/12.9.2005.
Άρθρο 17
1. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 358/1997 (ΦΕΚ 240 Α`), όπως αντικαταστάθηκε από το εδάφιο στ` της παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α`), αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής :
“Οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε αλλοδαπό, ο οποίος χωρίς να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις είτε εισόδου, είτε παραμονής, είτε απασχόλησης στη χώρα και βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, εργαζόμενος ή με την επιθυμία να εργαστεί στην Ελλάδα σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή αυτοαπασχολούμενος ή με την επιθυμία να αυτοαπασχοληθεί. Οι λοιποί αλλοδαποί εξακολουθούν να υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1975/1991”.
2. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 358/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 241/1998 (ΦΕΚ 180 Α`) και το εδάφιο η` της παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2676/1999, αντικαθίσταται ως εξής :
“Τα υπό στοιχεία (ε) και (στ) δικαιολογητικά μπορεί να προσκομίσει ο αλλοδαπός και πέραν της ως άνω προθεσμίας και πάντως όχι μετά την 30ή Απριλίου 1999, με την προϋπόθεση ότι η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί έως και την 31η Δεκεμβρίου 1998”.
3. Η διάταξη του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του π.δ. 359/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου μόνου του π.δ. 242/1998 (ΦΕΚ 180 Α`) και το εδάφιο θ` της παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2676/1999, αντικαθίσταται ως εξής :
“Χρέη εισηγητή και γραμματέα εκτελούν υπάλληλοι του Ο.Α.Ε.Δ. με αναπληρωτές τους υπαλλήλους του ίδιου οργανισμού. Η θητεία των μελών είναι δύο (2) έτη”.
4. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 358/1997 (ΦΕΚ 240 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 241/1998 και το άρθρο 73 παρ. 1 εδάφ. ζ` του ν. 2676/1999, προστίθεται εδάφιο ως εξής :
“Ειδικά τα ανήλικα τέκνα του κατόχου της Κάρτας Προσωρινής Αδειας Παραμονής Αλλοδαπού, τα οποία ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος της δεν απελαύνονται μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους”.
5. Στο άρθρο 2 του π.δ. 359/1997 (ΦΕΚ 240 Α.), προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής :
“4. Σύζυγος και ανήλικα τέκνα του κατόχου της Κάρτας Παραμονής Περιορισμένης Χρονικής Διάρκειας ή εκείνου στον οποίο έχει χορηγηθεί από την αρμόδια υπη-ρεσία Ο.Α.Ε.Δ. σχετική βεβαίωση κατάθεσης των προβλεπόμενων δικαιολογητικών για την έκδοση της Κάρτας αυτής, δεν απελαύνονται κατά τη διάρκεια της ισχύος τους.
Ειδικά τα ανήλικα τέκνα του κατόχου των εγγράφων του προηγούμενου εδαφίου (Κάρτας ή βεβαίωσης), τα οποία ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος αυτών δεν απελαύνονται μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους. Τα πρόσωπα αυτά από την ενηλικίωσή τους και μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους δύνανται να ζητήσουν με αίτηση – δήλωσή τους τη χορήγηση Κάρτας Περιορισμένης Χρονικής Διάρκειας.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, η διάρκεια και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση της κατά την παρούσα παράγραφο Κάρτας Περιορισμένης Χρονικής Διάρκειας”.
Άρθρο 18
Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 27 Απριλίου 1999
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 28 Απριλίου 1999
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ