ΠΡΟΣΟΧΗ!! Έχει καταργηθεί από την 03/08/2016 με το Άρθρο 39 ΝΟΜΟΣ 4410/2016!!!!
ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2706 ΦΕΚ Α` 77/13.4.1999
Κύρωση : 1. της Σύμβασης βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, 2.της Συμφωνίας για την προσωρινή εφαρμογή της Σύμβασης αυτής, μεταξύ ορισμένων Κρατών – Μελών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης και 3. του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :
Κυρώνονται και έχουν την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος : 1. η Σύμβαση βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995. 2. η Συμφωνία για την προσωρινή εφαρμογή της Σύμβασης αυτής μεταξύ ορισμένων Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995 και 3. το Πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις και οι δηλώσεις που επισυνάπτονται σε αυτό, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 1996, των οποίων το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής :
ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥτης 26ης Ιουλίου 1995
για την κατάρτιση της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα
(95/C 316/02)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ).
Εκτιμώντας ότι για τους σκοπούς της υλοποίησης των στόχων της Ένωσης τα κράτη μέλη θεωρούν την τελωνειακή συνεργασία ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος, εμπίπτουν στη συνεργασία του τίτλου VI της συνθήκης.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ότι καταρτίζεται η σύμβαση, το κείμενο της οποίας περιέχεται στο παράρτημα, και η οποία υπεγράφη σήμερα από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης.
ΣΥΝΙΣΤΑ την αποδοχή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους οικείους συνταγματικούς κανόνες.
Βρυξέλλες, 26 Ιουλίου 1995
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
J. A. BELLOCH JULBE
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΣΥΜΒΑΣΗ
βασιζόμενη στο άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ της παρούσας σύμβασης, κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ στην πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Ιουλίου 1995.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση περί αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 7 Σεπτεμβρίου 1967.
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι οι τελωνειακές διοικήσεις είναι συνυπεύθυνες με άλλες αρμόδιες αρχές στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας και εντός των εδαφικών ορίων αυτής για την πρόληψη, έρευνα και καταστολή αδικημάτων όχι μόνον κατά των κοινοτικών κανονισμών αλλά και κατά των εθνικών νόμων, ιδίως των καλυπτόμενων από τα άρθρα 36 και 223 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η αναπτυσσόμενη τάση προς την παράνομη διακίνηση και εμπορία κάθε είδους συνιστά μια σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας υγείας, ασφάλειας και ηθών.
ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΑ ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία τελωνειακών διοικήσεων με τη θέσπιση διαδικασιών με τις οποίες οι τελωνειακές διοικήσεις θα δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν προσωπικά και άλλα στοιχεία σχετικά με δραστηριότητες παράνομης διακίνησης και εμπορίας, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες για τη διαχείριση και διαβίβαση τέτοιων πληροφοριών, με την επιφύλαξη της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί προστασίας των ατόμων αναφορικά με την αυτόματη επεξεργασία προσωπικών στοιχείων, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1981.
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι οι τελωνειακές διοικήσεις υποχρεούνται καθημερινώς να εφαρμόζουν τόσο κοινοτικές όσο και μη κοινοτικές διατάξεις και ότι υπάρχει, κατά συνέπεια, προφανής ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις περί αμοιβαίας συνδρομής και διοικητικής συνεργασίας σε αμφότερους τους τομείς αναπτύσσονται κατά το εφικτό παράλληλα.
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ για τις ακόλουθες διατάξεις :
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης :
1. Ο όρος “εθνικοί νόμοι” σημαίνει τους νόμους και τις ρυθμίσεις ενός κράτους μέλους κατά την εφαρμογή των οποίων η τελωνειακή του διοίκηση έχει ολική ή μερική αρμοδιότητα σχετικά με :
– τη διακίνηση εμπορευμάτων που υπόκεινται σε μέτρα απαγόρευσης, περιορισμών ή ελέγχου, και ιδίως στα μέτρα που καλύπτονται από τα άρθρα 36 και 223 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
– τη μεταβίβαση, μετατροπή, απόκρυψη ή συγκάλυψη της περιουσίας ή των προσόδων που προέρχονται ή αποκτώνται αμέσως ή εμμέσως από ή που χρησιμοποιήθηκαν στη διεθνή παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών.
2. Ο όρος “προσωπικά στοιχεία” σημαίνει κάθε πληροφορία περί την ταυτότητα προσώπου, που έχει ήδη αναγνωρισθεί ή μπορεί να αναγνωρισθεί.
3. Ο όρος “παρέχον κράτος μέλος” σημαίνει το κράτος που εισάγει στοιχεία στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Άρθρο 2
1. Οι τελωνειακές διοικήσεις των κρατών μελών ιδρύουν και τηρούν ένα κοινό αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφοριών για τελωνειακούς σκοπούς, στο εξής καλούμενο “τελωνειακό σύστημα πληροφοριών”.
2. Σκοπός του συστήματος, βάσει της παρούσας σύμβασης, είναι η υποβοήθηση της πρόληψης της έρευνας και της δίωξης σοβαρών παραβάσεων των εθνικών νόμων με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών συνεργασίας και ελέγχου των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών μέσω της ταχείας διανομής των πληροφοριών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 3
1. Το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών αποτελείται από μια κεντρική βάση στοιχείων, στην οποία η πρόσβαση επιτυγχάνεται μέσω τερματικών που τοποθετούνται σε κάθε κράτος μέλος. Περιλαμβάνει, αποκλειστικά, τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών, τα οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του κατά το άρθρο 2 παράγραφος 2 σκοπού του και τα οποία κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες :
i) εμπορεύματα,
ii) μεταφορικά μέσα,
iii) επιχειρήσεις,
iv) πρόσωπα,
v) τάσεις απάτης,
vi) διαθέσιμες ειδικότητες.
2. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την τεχνική διαχείριση της υποδομής του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών σύμφωνα με τις εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίζονται στα πλαίσια του Συμβουλίου.
Η Επιτροπή υποβάλει έκθεση διαχείρισης στην επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 16.
3. Η Επιτροπή κοινοποιεί στην εν λόγω επιτροπή τις πρακτικές λεπτομέρειες τεχνικής διαχείρισης.
Άρθρο 4
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα στοιχεία που πρέπει να περιληφθούν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σχετικά με καθεμία από τις κατηγορίες i) έως vi) του άρθρου 3, στο μέτρο που τούτο είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του σκοπού του συστήματος. Κανένα προσωπικό στοιχείο δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στις κατηγορίες v) και vi) του άρθρου 3. Τα καταχωρούμενα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα περιορίζονται στα ακόλουθα:
i) επώνυμο, όνομα γένους, όνομα (τα) και ψευδώνυμα,
ii) ημερομηνία και τόπος γέννησης,
iii) ιθαγένεια,
iv) φύλο,
v) ιδιαίτερα αντικειμενικά και διαρκή φυσικά χαρακτηριστικά,
vi) λόγος της εισαγωγής των στοιχείων στο σύστημα,
vii) προτεινόμενη ενέργεια,
viii) προειδοποιητικός κωδικός που να επισημαίνει ιστορικό οπλοφορίας, βιαιοπραγίας ή απόδρασης.
Ουδέποτε περιλαμβάνονται τα προσωπικά στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 6 πρώτη φράση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί προστασίας του ατόμου αναφορικά με την αυτόματη επεξεργασία προσωπικών στοιχείων που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1981, εφεξής καλούμενη “σύμβαση Στρασβούργου του 1981”.
Άρθρο 5
1. Στοιχεία των κατηγοριών i) έως iv) του άρθρου 3 καταχωρούνται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μόνο για τον σκοπό παρατήρησης και αναφοράς, διακριτικής παρακολούθησης ή ειδικών ελέγχων.
2. Για τον σκοπό των προτεινόμενων ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προσωπικά στοιχεία οποιασδήποτε των κατηγοριών i) έως iv) του άρθρου 3 δύνανται να περιλαμβάνονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μόνον εάν υπάρχουν, κυρίως λόγω προτέρων παράνομων δραστηριοτήτων, σοβαρές ενδείξεις που οδηγούν στην υπόνοια ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει διαπράξει, διαπράττει ή θα διαπράξει σοβαρές παραβάσεις των εθνικών νόμων.
Άρθρο 6
1. Εάν οι ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 πραγματοποιηθούν, οι ακόλουθες πληροφορίες δύνανται εν όλω ή εν μέρει να συλλεγούν και να διαβιβασθούν προς το παρέχον κράτος μέλος.
i) το γεγονός ότι τα αναφερθέντα εμπορεύματα, μέσα μεταφοράς, επιχειρήσεις ή πρόσωπα εντοπίστηκαν,
ii) ο τόπος, ο χρόνος και η αιτία του ελέγχου,
iii) το δρομολόγιο και ο προορισμός,
iv) τα πρόσωπα που συνόδευαν το αναζητούμενο πρόσωπο ή οι συνεπιβάτες των μεταφορικών μέσων,
v) τα μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκαν,
vi) τα μεταφερόμενα αντικείμενα,
vii) οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εντοπίστηκαν τα εμπορεύματα, τα μέσα μεταφοράς, η επιχείρηση ή το πρόσωπο.
Όταν συλλέγονται τέτοιες πληροφορίες κατά τη διάρκεια μιας διακριτικής παρακολούθησης, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μην διακυβεύεται η μυστικότης της παρακολούθησης.
2. Στα πλαίσια ενός ειδικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 δύνανται να ερευνηθούν πρόσωπα, μέσα μεταφοράς και αντικείμενα στην επιτρεπόμενη έκταση, σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο λαμβάνει χώρα η έρευνα. Αν ο ειδικός έλεγχος δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος τον μετατρέπει αυτομάτως σε παρατήρηση και αναφορά.
Άρθρο 7
1. Η άμεση πρόσβαση σε στοιχεία καταχωρηθέντα στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών επιφυλάσσεται αποκλειστικά στις εθνικές αρχές που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος. Αυτές οι εθνικές αρχές μπορεί να είναι τελωνειακές διοικήσεις αλλά και άλλες αρχές, συναρμόδιες να ενεργούν για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του εν λόγω κράτους μέλους.
2. Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει σε κάθε άλλο κράτος μέλος και στην επιτροπή του άρθρου 16 κατάλογο των αρμόδιων αρχών που σύμφωνα με την παράγραφο 1 ορίζονται να έχουν άμεση πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δηλώνοντας, για κάθε αρχή, σε ποια στοιχεία δύναται να έχει πρόσβαση και για ποιους σκοπούς.
3. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν ομοφώνως την πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σε διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς. Η εν λόγω συμφωνία λαμβάνει τη μορφή πρωτοκόλλου της παρούσας σύμβασης. Κατά τη λήψη της απόφασης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη κάθε αμοιβαίο διακανονισμό και κάθε γνώμη της κοινής εποπτεύουσας αρχής, που αναφέρεται στο άρθρο 18, ως προς την επάρκεια των μέτρων προστασίας των στοιχείων.
Άρθρο 8
1. Τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιούν στοιχεία που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μόνο για το σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, δύνανται, ωστόσο, να κάνουν χρήση αυτών για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση του κράτους μέλους το οποίο καταχώρησε τα στοιχεία αυτά στο σύστημα και με την επιφύλαξη των όρων που επιβάλλει. Τέτοια χρήση γίνεται σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους το οποίο ζητά να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία αυτά και πρέπει να λάβει υπόψη την αρχή 5.5 της σύστασης R (87) 15, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 7 παράγραφος 3, τα στοιχεία που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών χρησιμοποιούνται μόνον από τις ορισθείσες εθνικές αρχές κάθε κράτους μέλους οι οποίες, σύμφωνα με τους οικείους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες, είναι αρμόδιες να ενεργούν για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.
3. Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει σε κάθε άλλο κράτος μέλος και στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 16 κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχει ορίσει σύμφωνα με την παράγραφο 2.
4. Στοιχεία που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δύνανται, μετά από προηγούμενη άδεια του κράτους μέλους που τα καταχώρησε στο σύστημα και υπό τους όρους που έχει επιβάλει το εν λόγω κράτος, να διαβιβάζονται για χρήση και άλλων εθνικών αρχών εκτός εκείνων που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, τρίτων κρατών και διεθνών ή περιφερειακών οργανισμών. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ειδικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφάλεια αυτών των στοιχείων όταν μεταδίδονται ή παρέχονται σε υπηρεσίες εξωτερικού. Λεπτομέρειες για τα μέτρα αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται στην κοινή εποπτεύουσα αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 18.
Άρθρο 9
1. Η εισαγωγή στοιχείων στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών διέπεται από τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του παρέχοντος τις πληροφορίες κράτους μέλους, εκτός αν η παρούσα σύμβαση προβλέπει αυστηρότερες διατάξεις.
2. Η χρήση στοιχείων που λαμβάνονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, περιλαμβανομένης και κάθε ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 5 και προτείνεται από το παρέχον κράτος μέλος, διέπεται από τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους που χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία, εκτός εάν η παρούσα σύμβαση προβλέπει αυστηρότερες διατάξεις.
Άρθρο 10
1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τελωνειακή διοίκηση αρμόδια σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
2. Η διοίκηση αυτή είναι υπεύθυνη για τη σωστή λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών στο κράτος μέλος και λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
3. Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στα άλλα την αρμόδια διοίκηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Άρθρο 11
1. Μόνο το παρέχον τα στοιχεία κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να τροποποιεί, συμπληρώνει, διορθώνει ή διαγράφει στοιχεία τα οποία εισάγει στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
2. Αν ένα παρέχον κράτος μέλος διαπιστώσει ή πληροφορηθεί ότι τα στοιχεία που καταχώρησε είναι ανακριβή ή ότι καταχωρήθηκαν ή διατηρήθηκαν κατά παράβαση της παρούσας σύμβασης, τροποποιεί, συμπληρώνει, διορθώνει ή διαγράφει τα στοιχεία, και ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.
3. Αν ένα από τα κράτη μέλη έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι κάποιο στοιχείο είναι ανακριβές ή ότι καταχωρήθηκε ή φυλάσσεται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά παράβαση της παρούσας σύμβασης, ενημερώνει το παρέχον κράτος μέλος το συντομότερο δυνατόν. Το τελευταίο ελέγχει τα εν λόγω στοιχεία και, αν είναι απαραίτητο, τα διορθώνει ή τα διαγράφει χωρίς καθυστέρηση. Εν συνεχεία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για κάθε διόρθωση ή διαγραφή που πραγματοποίησε.
4. Αν, κατά την καταχώρηση στοιχείων στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, ένα κράτος μέλος διαπιστώσει ότι η αναφορά του έρχεται σε αντίθεση με μια προηγούμενη αναφορά ως προς το περιεχόμενο ή την προτεινόμενη ενέργεια, ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος που υπέβαλε την προηγούμενη αναφορά. Τα δύο κράτη μέλη επιχειρούν στη συνέχεια να επιλύσουν το ζήτημα. Σε περίπτωση διαφωνίας ισχύει η πρώτη αναφορά ενώ τα σημεία εκείνα της νέας αναφοράς που δεν έρχονται σε αντίθεση καταχωρούνται στο σύστημα.
5. Τηρουμένων των διατάξεων της παρούσας σύμβασης, όταν, σε ένα κράτος μέλος, ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή λάβει οριστική απόφαση για τροποποίηση, συμπλήρωση, διόρθωση ή διαγραφή στοιχείων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να εκτελέσουν την απόφαση αυτή. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των αποφάσεων δικαστηρίων ή άλλων αρμοδίων αρχών διαφορετικών κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 4 σχετικά με διόρθωση ή διαγραφή, το κράτος μέλος που εισήγαγε τα εν λόγω στοιχεία τα διαγράφει από το σύστημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Άρθρο 12
1. Στοιχεία που εισήχθησαν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών φυλάσσονται μόνο για το χρονικό διάστημα που θεωρείται απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού εισαγωγής. Η ανάγκη διατήρησης επανεξετάζεται, τουλάχιστον ετησίως, από το παρέχον κράτος μέλος.
2. Το παρέχον κράτος μέλος δύναται, εντός της περιόδου επανεξέτασης, να αποφασίσει να διατηρήσει τα στοιχεία μέχρι την επόμενη επανεξέταση αν η διατήρησή τους είναι απαραίτητη για τους σκοπούς για τους οποίους εισήχθησαν. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, αν δεν αποφασισθεί διατήρηση, τα στοιχεία αυτά μεταφέρονται αυτομάτως στο μέρος εκείνο του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών όπου υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 4.
3. Το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών πληροφορεί αυτομάτως το παρέχον κράτος μέλος για μια προγραμματισμένη μεταφορά στοιχείων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών βάσει της παραγράφου 2, με προειδοποίηση ενός μηνός.
4. Τα στοιχεία που μεταφέρθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 συνεχίζουν να φυλάσσονται για ένα έτος εντός του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, αλλά, με την επιφύλαξη του άρθρου 15, πρόσβαση σε αυτά έχει μόνον ένας αντιπρόσωπος της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 16 ή οι αρχές εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 και στο άρθρο 18 παράγραφος 1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι προαναφερθέντες δύνανται να συμβουλεύονται τα στοιχεία μόνο χάριν ελέγχου της ακρίβειας και της νομιμότητάς τους, κατόπιν δε τούτου πρέπει να διαγράφονται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 13
1. Κάθε κράτος μέλος που προτίθεται να λάβει στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, ή να τα εισάγει στο εν λόγο σύστημα, πρέπει, το αργότερο μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης, να θεσπίσει εθνική νομοθεσία που να εξασφαλίσει ένα επίπεδο προστασίας των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που απορρέει από τις αρχές της σύμβασης Στρασβούργου του 1981.
2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών ή να τα εισάγει σ` αυτό μόνον όταν έχει θεσπίσει τις διατάξεις για την προστασία αυτών των στοιχείων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το κράτος μέλος θα έχει επίσης ορίσει προηγουμένως μια εθνική εποπτεύουσα αρχή ή αρχές σύμφωνα με το άρθρο 17.
3. Για να διασφαλισθεί η σωστή εφαρμογή των περί προστασίας στοιχείων διατάξεων της παρούσας σύμβασης, το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών θεωρείται σε κάθε κράτος μέλος ως εθνικό αρχείο στοιχείων υποκείμενο στις εθνικές διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σε κάθε αυστηρότερη διάταξη της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 14
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι, σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του, η χρήση στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών για σκοπό άλλο από αυτόν που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 είναι παράνομη.
2. Στοιχεία δύνανται να αντιγραφούν μόνο για τεχνικούς σκοπούς όταν η αντιγραφή είναι αναγκαία για άμεση έρευνα από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 1, στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη δεν δύνανται να αντιγράφονται από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών σε άλλα εθνικά αρχεία.
Άρθρο 15
1. Τα δικαιώματα των προσώπων ως προς τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, ιδιαίτερα το δικαίωμα πρόσβασης αυτών, ασκούνται σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο γίνεται επίκληση αυτών των δικαιωμάτων.
Εάν προβλέπονται στους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, η εθνική εποπτεύουσα αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 17 αποφασίζει αν πρέπει να γνωστοποιηθεί η πληροφορία, καθώς και τη σχετική διαδικασία.
Ένα κράτος μέλος που δεν έχει παράσχει τα σχετικά στοιχεία μπορεί να γνωστοποιήσει στοιχεία μόνον εάν έχει προηγουμένως δώσει στο παρέχον κράτος μέλος την ευκαιρία να λάβει θέση.
2. Ένα κράτος μέλος, στο οποίο υποβάλλεται αίτηση πρόσβασης σε στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, αρνείται την πρόσβαση εάν αυτή μπορεί να υπονομεύει την τέλεση του νομικού έργου που καθορίζεται στην αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή για να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων. Η πρόσβαση απαγορεύεται οπωσδήποτε, κατά την περίοδο διακριτικής παρακολούθησης ή επισήμανσης και αναφοράς.
3. Σε κάθε κράτος μέλος, κάθε πρόσωπο δύναται, σύμφωνα με τους εκεί ισχύοντες νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες, να επιτύχει τη διόρθωση ή τη διαγραφή στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν αν αυτά είναι ανακριβή ως προς τα πραγματικά στοιχεία ή αν εισήχθησαν ή φυλάσσονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά παράβαση του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της παρούσας σύμβασης ή στο άρθρο 5 της σύμβασης Στρασβούργου του 1981.
4. Στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους, κάθε πρόσωπο δύναται, σύμφωνα με τους εκεί ισχύοντες νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες να εγείρει αγωγή ή, αναλόγως της περιπτώσεως, να προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής βάσει των νόμων, ρυθμίσεων και διαδικασιών του οικείου κράτους μέλους σχετικά με στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που έχουν εισαχθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών και το αφορούν, προκειμένου να :
i) διορθώσει ή διαγράψει ανακριβή, ως προς τα πραγματικά στοιχεία, στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα,
ii) διορθώσει ή διαγράψει στοιχεία, προσωπικού χαρακτήρα που έχουν εισαχθεί ή αποθηκευθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά παράβαση της παρούσας σύμβασης.
iii) επιτύχει πρόσβαση σε στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα.
iv) λάβει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2.
Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να εκτελούν τις οριστικές αποφάσεις δικαστηρίου, ή άλλης αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα σημεία i), ii) και iii) της παρούσας παραγράφου.
5. Ο απαντώμενος στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 11 παράγραφος 5 όρος “οριστική απόφαση” δεν συνεπάγεται καμία υποχρέωση οποιουδήποτε κράτους μέλους να ασκήσει έφεση κατά απόφασης η οποία εκδόθηκε από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Άρθρο 16
1. Συνιστάται επιτροπή αποτελούμενη από αντιπροσώπους των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών. Η επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις της με ομοφωνία όσον αφορά τις διατάξεις της παραγράφου 2 πρώτη περίπτωση και με πλειοψηφία δύο τρίτων όσον αφορά τις διατάξεις της παραγράφου 2 δεύτερη περίπτωση. Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό με ομοφωνία.
2. Η επιτροπή είναι υπεύθυνη :
– για την ορθή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, χωρίς να θίγονται οι εξουσίες των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 και στο άρθρο 18 παράγραφος 1,
– για τη σωστή οργανωτική και τεχνική λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει τη σωστή εφαρμογή των μέτρων που καθορίζονται στα άρθρα 12 και 19 σε σχέση με το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δύναται να έχει άμεση πρόσβαση και χρήση των στοιχείων του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών.
3. Η επιτροπή υποβάλλει ετησίως έκθεση στο Συμβούλιο, βάσει του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την αποδοτικότητα και σωστή λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, προβαίνοντας σε συστάσεις όταν απαιτείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 17
1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια ή περισσότερες εθνικές ελεγκτικές αρχές, υπεύθυνες για την προστασία των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες διενεργούν ανεξάρτητο έλεγχο αυτών των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
Οι ελεγκτικές αρχές πρέπει, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές τους νομοθεσίες, να εποπτεύουν και να διενεργούν ανεξάρτητους ελέγχους ώστε να διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία και η χρήση στοιχείων που φυλάσσονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Για το σκοπό αυτό, οι ελεγκτικές αρχές έχουν πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
2. Κάθε πρόσωπο δύναται να ζητήσει από κάθε εθνική ελεγκτική αρχή να ελέγξει τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών που το αφορούν καθώς και το πως έχουν χρησιμοποιηθεί ή χρησιμοποιούνται τα στοιχεία αυτά. Αυτό το δικαίωμα διέπεται από τους νόμους, τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο διατυπώθηκε το αίτημα. Αν τα στοιχεία έχουν εισαχθεί από άλλο κράτος μέλος, ο έλεγχος διεξάγεται σε στενή συνεργασία με την εθνική ελεγκτική αρχή αυτού του κράτους μέλους.
Άρθρο 18
1. Συνιστάται μια κοινή ελεγκτική αρχή αποτελούμενη από δύο αντιπροσώπους κάθε κράτους μέλους που προέρχονται από την αντίστοιχη ανεξάρτητη εθνική ελεγκτική αρχή ή αρχές.
2. Η κοινή ελεγκτική αρχή ασκεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης και της σύμβασης Στρασβούργου του 1981, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση R (87) 15 της 17ης Σεπτεμβρίου 1987 της επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
3. Η κοινή ελεγκτική αρχή είναι αρμόδια να εποτεύει τη λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, να εξετάζει κάθε δυσκολία εφαρμογής ή ερμηνείας που είναι δυνατόν να προκύψει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, να μελετά τυχόν προβλήματα αναφορικά με την άσκηση της ανεξάρτητης εποπτείας από τις εθνικές ελεγκτικές αρχές των κρατών μελών, ή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης ατόμων στο σύστημα και να συντάσσει προτάσεις για εξεύρεση κοινών λύσεων στα προβλήματα.
4. Προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, η κοινή ελεγκτική αρχή έχει πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών.
5. Οι εκθέσεις που συντάσσει η κοινή ελεγκτική αρχή διαβιβάζονται στις αρχές στις οποίες οι εθνικές ελεγκτικές αρχές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Άρθρο 19
1. Όλα τα αναγκαία διοικητικά μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται από :
i) τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όσον αφορά τα τερματικά του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών της χώρας τους,
ii) την επιτροπή του άρθρου 16 όσον αφορά το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών και τα τερματικά που συστεγάζονται με το σύστημα και χρησιμοποιούνται για τεχνικούς σκοπούς και τους ελέγχους που απαιτούνται από την παράγραφο 3.
2. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές και η επιτροπή του άρθρου 16 λαμβάνουν μέτρα ώστε :
i) να εμποδίζουν κάθε μη εξουσιοδοτημένο άτομο να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των στοιχείων,
ii) να εμποδίζουν την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή αφαίρεση στοιχείων και υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα άτομα,
iii) να εμποδίζουν την μη εξουσιοδοτημένη εισαγωγή στοιχείων και κάθε μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, τροποποίηση ή διαγραφή στοιχείων,
iv) να εμποδίζουν την πρόσβαση σε στοιχεία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών από μη εξουσιοδοτημένα άτομα μέσω συσκευών διαβίβασης στοιχείων,
v) να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τη χρήση του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, τα εξουσιοδοτημένα άτομα έχουν δικαίωμα πρόσβασης μόνο σε στοιχεία για τα οποία έχουν αρμοδιότητα,
vi) να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται σε ποιες αρχές δύνανται να μεταβιβάζονται τα στοιχεία μέσω συσκευών διαβίβασης στοιχείων,
vii) να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται εκ των υστέρων ποια στοιχεία εισήχθησαν στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, πότε εισήχθησαν και από ποιον, και να ελέγχεται η διακίνηση των στοιχείων αυτών,
viii) να εμποδίζεται η μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των στοιχείων κατά τη διάρκεια της διαβίβασής των και της μεταφοράς των σχετικών υποθεμάτων.
3. Η επιτροπή του άρθρου 16 παρακολουθεί την πρόσβαση στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών με σκοπό να διακριβώσει αν οι έρευνες που έγιναν ήταν νόμιμες και έγιναν από εξουσιοδοτημένες χρήστες. Ελέγχεται τουλάχιστον το 1% όλων των ερευνών. Τηρείται αρχείο των ελέγχων αυτών εντός του συστήματος, το οποίο θα χρησιμοποιείται από την επιτροπή του άρθρου 16 και τις αρχές εποπτείας που αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 μόνο για τον αναφερθέντα σκοπό και θα διαγράφεται μετά την πάροδο έξι μηνών.
Άρθρο 20
Η αρμόδια τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους η οποία αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, είναι υπεύθυνη για τα μέτρα ασφαλείας που αναφέρονται στο άρθρο 19, όσον αφορά τα τερματικά που είναι εγκατεστημένα στη χώρα της, τις λειτουργίες επανεξέτασης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και 2 και τη σωστή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του οικείου κράτους μέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ
ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 21
1. Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την ακρίβεια, την ενημέρωση και τη νομιμότητα των στοιχείων που έχει εισαγάγει στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών. Είναι επίσης υπεύθυνο για την τήρηση του άρθρου 5 της σύμβασης Στρασβούργου του 1981.
2. Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τους νόμους, ρυθμίσεις και διαδικασίες του για ζημία που προκλήθηκε σε πρόσωπο μέσω της χρήσης του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών στο έδαφός του.
Το ίδιο θα ισχύει και στην περίπτωση που η ζημία προκλήθηκε από το γεγονός ότι το παρέχον κράτος μέλος εισήγαγε ανακριβή στοιχεία ή τα εισήγαγε κατά παράβαση της παρούσας σύμβασης.
3. Αν το κράτος μέλος κατά του οποίου έχει εγερθεί αγωγή λόγω ανακριβών στοιχείων δεν είναι το παρέχον, τα οικεία κράτη επιδιώκουν να συμφωνήσουν για την ενδεχόμενη αναλογία της καταβληθείσας αποζημίωσης που πρέπει να επιστραφεί από το παρέχον προς το άλλο κράτος μέλος. Τα συμφωνηθέντα αυτά ποσά επιστρέφονται κατόπιν αιτήσεως.
Άρθρο 22
1. Οι δαπάνες λειτουργίας και χρησιμοποίησης του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών από τα κράτη μέλη στο έδαφός τους βαρύνουν το καθένα από αυτά.
2. Οι λοιπές δαπάνες της παρούσας σύμβασης, εκτός αυτών που είναι αρρήκτως συνδεδεμένες με τη λειτουργία του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών προς τον σκοπό της εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων της Κοινότητας, βαρύνουν τα κράτη μέλη. Το μερίδιο του καθενός καθορίζεται σε συνάρτηση με το λόγο του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος του προς το άθροισμα των ακαθαρίστων εθνικών προϊόντων των κρατών μελών το έτος που προηγείται του έτους πραγματοποίησης των δαπανών.
Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ως “ακαθάριστο εθνικό προϊόν” νοείται το οριζόμενο σύμφωνα με την οδηγία 89/130/ΕΟΚ. Ευρατόμ του Συμβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 1989 για την εναρμόνιση του καθορισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε τιμές αγοράς ή σύμφωνα με κάθε πράξη της Κοινότητας που την τροποποιεί ή την αντικαθιστά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 23
Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση ανταλλάσσονται απευθείας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών.
Άρθρο 24
1. Η παρούσα σύμβαση γίνεται αποδεκτή από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ολοκλήρωση των αναγκαίων για την αποδοχή της παρούσας σύμβασης διαδικασιών σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
3. Η παρούσα σύμβαση τίθεται σε ισχύ ενενήντα ημέρες μετά την κατά την παράγραφο 2 γνωστοποίηση από το κράτος μέλος που προέβη τελευταίο στη διατύπωση αυτή.
Άρθρο 25
1. Στην παρούσα σύμβαση δύναται να προσχωρήσει οποιοδήποτε κράτος καθίσταται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Το κείμενο της σύμβασης στη γλώσσα του προσχωρούντος κράτους, συντασσόμενο μερίμνη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικό.
3. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στο θεματοφύλακα.
4. Η σύμβαση τίθεται σε ισχύ έναντι προσχωρούντος κράτους ενενήντα ημέρες μετά την κατάθεση του εγγράφου προσχώρησης ή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης, εάν δεν έχει ήδη τεθεί σε ισχύ κατά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας ενενήντα ημερών.
Άρθρο 26
1. Θεματοφύλακας της σύμβασης είναι ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ο Θεματοφύλακας δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφορίες για τις αποδοχές προσχωρήσεις, δηλώσεις και επιφυλάξεις, καθώς και κάθε γνωστοποίηση σχετική με τη σύμβαση.
Άρθρο 27
1. Οι διαφορές μεταξύ κρατών μελών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης πρέπει να εξετάζονται, σε ένα πρώτο στάδιο, στα πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να επιλυθούν.
Εάν μετά την παρέλευση έξι μηνών δεν έχει μπορέσει να βρεθεί λύση, οι διάδικοι μπορούν να φέρουν το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
2. Οι διαφορές μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης οι οποίες δεν κατέστη δυνατόν να ρυθμιστούν δια της διαπραγματευτικής οδού μπορεί να παραπεμφθούν στο Δικαστήριο.
ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
για την προσωρινή εφαρμογή, μεταξύ ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της σύμβασης με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα που βασίζεται στο άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
(95/C 316/04)
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ,
Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ,
Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ,
Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΔΙΑΣ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ,
ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ.
κράτη μέλη που έχουν υπογράψει τη σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, στις 26 Ιουλίου 1995 που βασίζεται στο άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατωτέρω αποκαλούμενη “σύμβαση”.
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να τεθεί σύντομα σε εφαρμογή η σύμβαση,
ότι, κατά τους όρους του άρθρου Κ.7 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι διατάξεις του τίτλου VI της εν λόγω συνθήκης δεν εμποδίζουν την καθιέρωση ή την ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, εφόσον η συνεργασία αυτή δεν αντίκειται ούτε παρεμποδίζει τη συνεργασία που προβλέπεται από τον τίτλο IV της συνθήκης αυτής,
ότι η ενδεχόμενη προσωρινή εφαρμογή, μεταξύ ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της σύμβασης δεν αντίκειται ούτε παρεμποδίζει τη συνεργασία που προβλέπεται από τον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ :
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας :
– ως “σύμβαση” νοείται η σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, που βασίζεται στο άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
– ως “υψηλά συμβαλλόμενα μέρη” νοούνται τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι μέρη της σύμβασης,
– ως “μέρη” νοούνται τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι μέρη της παρούσας συμφωνίας.
Άρθρο 2
Η σύμβαση εφαρμόζεται προσωρινά από την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου έγκρισης, αποδοχής ή επικύρωσης της παρούσας συμφωνίας από το όγδοο υψηλό συμβαλλόμενο μέρος που προβαίνει στην ενέργεια αυτή, μεταξύ των υψηλών συμβαλλόμενων μερών που είναι μέρη της παρούσας συμφωνίας.
Άρθρο 3
Τα μεταβατικά μέτρα που είναι αναγκαία για να μπορέσει να εφαρμοσθεί προσωρινά η σύμβαση λαμβάνονται δια κοινής συμφωνίας από τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη μεταξύ των οποίων εφαρμόζεται προσωρινά η σύμβαση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα λοιπά υψηλά συμβαλλόμενα μέρη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προσωρινής εφαρμογής, τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 16 της σύμβασης επιτροπή εκτελούνται από τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη τα οποία αποφασίζουν από κοινού σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 και το άρθρο 16 της σύμβασης δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή κατά την περίοδο αυτή.
Άρθρο 4
1. Η παρούσα συμφωνία ανοίγει προς υπογραφή από τα κράτη μέλη που υπογράφουν τη σύμβαση. Υποβάλλεται σε έγκριση, αποδοχή ή επικύρωση. Αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση έγκρισης, αποδοχής ή επικύρωσης από το όγδοο υψηλό συμβαλλόμενο μέρος που προβαίνει στην ενέργεια αυτή.
2. Ως προς οποιοδήποτε υψηλό συμβαλλόμενο μέρος που καταθέτει το έγγραφο έγκρισης, αποδοχής ή επικύρωσης μετά την ημερομηνία αυτή, η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία της κατάθεσης.
3. Τα έγγραφα έγκρισης, αποδοχής ή επικύρωσης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος ασκεί εν προκειμένω καθήκοντα θεματοφύλακα.
Άρθρο 5
Η παρούσα συμφωνία συντάσσεται σε ένα μόνον αντίτυπο στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, ολλανδική, πορτογαλική, σουηδική και φινλανδική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά. Κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος διαβιβάζει κυρωμένο αντίγραφο σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος.
Άρθρο 6
Η παρούσα συμφωνία παύει να ισχύει μόλις τεθεί σε ισχύ η σύμβαση.
ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 29ης Νοεμβρίου 1996
για την κατάρτιση, βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, του πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις
(97/C 151/02)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ).
Εκτιμώντας ότι το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ), προβλέπει ότι συμβάσεις που καταρτίζονται με βάση το άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προβλέπουν ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τις διατάξεις τους και να αποφασίζει για οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την εφαρμογή τους σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις που καθορίζονται ενδεχομένως στις εν λόγω συμβάσεις.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ την κατάρτιση πρωτοκόλλου το κείμενο του οποίου προσαρτάται ως παράρτημα το οποίο υπογράφηκε σήμερα από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΣΥΝΙΣΤΑ στα κράτη μέλη την αποδοχή του σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
Βρυξέλλες, 29 Νοεμβρίου 1996
Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος N. OWEN
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ,
ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ σχετικά με τις κατωτέρω διατάξεις, οι οποίες επισυνάπτονται στη σύμβαση.
Άρθρο 1
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν πρωτόκολλο, να αποφαίνεται, με προδικαστικές αποφάσεις, επί της ερμηνείας της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα.
Άρθρο 2
1. Κάθε κράτος μέλος θα μπορεί, με δήλωση στην οποία προβαίνει κατά την υπογραφή του παρόντος πρωτοκόλλου ή οποτεδήποτε μετά την εν λόγω υπογραφή, να δεχθεί ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του πρώτου πρωτοκόλλου της, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται είτε στην παράγραφο 2 στοιχείο α) είτε στην παράγραφο 2 στοιχείο β).
2. Κράτος μέλος το οποίο προβαίνει σε δήλωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να καθορίζει :
α) είτε ότι κάθε εθνικό δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση σχετικά με ζήτημα το οποίο ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του και αφορά την ερμηνεία της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, όταν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι μια απόφαση σχετικά με το θέμα αυτό είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης,
β) είτε ότι κάθε δικαστήριο του κράτους αυτού μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση σχετικά με ζήτημα το οποίο ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του και αφορά την ερμηνεία της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα, όταν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι μια απόφαση σχετικά με το θέμα αυτό είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης.
Άρθρο 3
1. Το πρωτόκολλο για τον οργανισμό του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ο κανονισμός διαδικασίας του τυγχάνουν εφαρμογής.
2. Σύμφωνα με τον οργανισμό του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα, ανεξαρτήτως εάν προέβη ή όχι σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 2, να καταθέσει υπόμνημα ή γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί, δυνάμει του άρθρου 1.
Άρθρο 4
1. Το παρόν πρωτόκολλο γίνεται αποδεκτό από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον θεματοφύλακα την ολοκλήρωση των διαδικασιών που απαιτούνται από τους συνταγματικούς τους κανόνες για την αποδοχή του παρόντος πρωτοκόλλου, καθώς και κάθε δήλωση που γίνεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 2.
3. Το παρόν πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει ενενήντα ημέρες μετά την κοινοποίηση, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκ μέρους του κράτους το οποίο είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο θα εκδώσει την πράξη για την κατάρτιση του παρόντος πρωτοκόλλου και το οποίο διεκπεραιώνει τελευταίο τη διατύπωση αυτή. Ωστόσο, η έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου αρχίζει τουλάχιστον ταυτόχρονα με την έναρξη ισχύος της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα.
Άρθρο 5
1. Το παρόν πρωτόκολλο είναι ανοικτό προς προσχώρηση σε κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στον θεματοφύλακα.
3. Το κείμενο του παρόντος πρωτοκόλλου στη γλώσσα του προσχωρούντος κράτους μέλους, το οποίο καταρτίζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικό.
4. Το παρόν πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει, έναντι του προσχωρούντος κράτους μέλους, ενενήντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησής του ή κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου, εφόσον αυτό δεν έχει αρχίσει να ισχύει κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας των ενενήντα ημερών.
Άρθρο 6
Κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσχωρεί στη σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 25 της σύμβασης αυτής, αποδέχεται τις διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου.
Άρθρο 7
1. Κάθε κράτος μέλος το οποίο αποτελεί υψηλό συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις του παρόντος πρωτοκόλλου. Κάθε πρόταση τροποποίησης διαβιβάζεται στον θεματοφύλακα, ο οποίος τη διαβιβάζει στο Συμβούλιο.
2. Οι τροποποιήσεις αποφασίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο συνιστά στα κράτη μέλη την αποδοχή τους, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
3. Οι τροποποιήσεις οι οποίες αποφασίζονται κατά τον τρόπο αυτό αρχίζουν να ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.
Άρθρο 8
1. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο θεματοφύλακας του παρόντος πρωτοκόλλου.
2. Ο θεματοφύλακας δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις κοινοποιήσεις, έγγραφα ή ανακοινώσεις που αφορούν το εν λόγω πρωτόκολλο.
ΔΗΛΩΣΗ
σχετικά με την ταυτόχρονη αποδοχή της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικέες αποφάσεις
Οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνερχόμενοι στα πλαίσια του Συμβουλίου,
Κατά την υπογραφή της πράξης του Συμβουλίου για την κατάρτιση του πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστική απόφαση,
Επιθυμώντας να διασφαλισθεί μια όσο το δυνατόν αποτελεσματική και ομοιόμορφη ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης, μόλις αυτή αρχίσει να ισχύει,
Δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να ολοκληρωθούν συγχρόνως και το συντομότερο δυνατόν οι εθνικές διαδικασίες για την αποδοχή της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του πρωτοκόλλου που αφορά την ερμηνεία της.
Δήλωση κατ` εφαρμογή του άρθρου 2
Κατά την υπογραφή του παρόντος πρωτοκόλλου δήλωσαν ότι αποδέχονται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 :
η Ιρλανδία και η Πορτογαλική Δημοκρατία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α),
η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Φιλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β).
ΔΗΛΩΣΗ
η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Δημοκρατία της Αυστρίας, επιφυλάσσονται του δικαιώματος να προβλέψουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι οσάκις ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα σε υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Ισπανίας θα προβούν σε σχετική δήλωση (δηλώσεις) κατά την έκδοση της πράξης.
Οσάκις ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της Σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα σε υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της Σύμβασης από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 24 αυτής, της Συμφωνίας για την προσωρινή εφαρμογή της Σύμβασης από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 4 αυτής και του Πρωτοκόλλου από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 4 αυτού.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 7 Απριλίου 1999
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥΓ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 8 Απριλίου 1999
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ