ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2703 ΦΕΚ Α’ 72/8.4.1999

Αναπροσαρμογή συντάξεων συνταξιούχων μελών Δ.Ε.Π.    των Α.Ε.Ι., Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., γιατρών Ε.Σ.Υ. και     διπλωματικών υπαλλήλων, ρύθμιση συνταξιοδοτικών    θεμάτων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :

Άρθρο 1
Αναπροσαρμογή συντάξεων

1.α. Ο ανακαθορισμός της σύνταξης των μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.), των ερευνητών και των ειδικών λειτουργικών επιστημόνων των ερευνητικών κέντρων, των συμβούλων και παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, των καθηγητών της Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. και των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών, του επιστημονικού ερευνητικού προσωπικού του ΚΕ.Π.Ε., των καθηγητών Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών, καθώς και των καθηγητών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 13, 15, 17, 18, 19 και 20 του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α`), και έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία από 1ης Σεπτεμβρίου 1997 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, γίνεται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά την έκδοση από τη Διοίκηση της πράξης ανακαθορισμού των αποδοχών τους με βάση τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 2530/1997 και την κοινοποίηση της πράξης αυτής στις παραπάνω Διευθύνσεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ίδιου νόμου.

β. Τα οικονομικά αποτελέσματα από τον ανακαθορισμό των συντάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής τους.

2. Οι συντάξεις εκείνων από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία μέχρι και την 31η Αυγούστου 1997 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2530/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 ΦΕΚ 292 Α`).

3. Οι συντάξεις των μελών του ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. που επέλεξαν την υπαγωγή τους στο μισθολόγιο του ν. 1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α`) σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 1517/1985 (ΦΕΚ 25 Α`), καθώς και του προσωπικού της Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. που δεν εντάχθηκε στο προσωπικό των Τ.Ε.Ι., αναπροσαρμόζονται από 1ης Αυγούστου 1997 με βάση τις διατάξεις του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`).

4. Ειδικά η αναπροσαρμογή των συντάξεων :

α) του λοιπού διδακτικού προσωπικού των Α.Ε.Ι., που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 1517/1985 γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2530/1997 και την κατά βαθμίδα αντιστοιχία της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ 243 Α`).

Από την ημερομηνία αναπροσαρμογής της σύνταξης του ανωτέρω προσωπικού, κατά  τις διατάξεις του άρθρου αυτού, παύει να καταβάλλεται το βοήθημα που  προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 71 του Ν. 5343/1932 (ΦΕΚ 86 Α`).

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την περ.α΄ της παρ.       14 του άρθρου 2 του Ν.3075/2002 (Α΄ 297)

β) των συμβούλων του ΚΕ.Μ.Ε. και των διευθυντών των διδασκαλείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 1517/1985, καθώς και των τέως συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ν. 4379/1964 (ΦΕΚ 182 Α`), που κατατάχθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 84 του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167 Α`) σε προσωρινές θέσεις συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ν. 4379/1964, από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 129/1967 (ΦΕΚ 163 Α`) και που συστάθηκαν με τον ίδιο νόμο, γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2530/1997 και την κατωτέρω κατά βαθμίδα αντιστοιχία :

ΠΑΛΑΙΑ ΒΑΘΜΙΔΑ                        ΝΕΑ ΒΑΘΜΙΔΑ (ν. 2530/1997)

Σύμβουλος Α` ΚΕ.Μ.Ε., Σύμβουλος       Σύμβουλος Παιδαγωγικού   Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του          Ινστιτούτου.   ν. 4379/1964.   Σύμβουλος Β` ΚΕ.Μ.Ε., Ειδικός         Μόνιμος Πάρεδρος   Σύμβουλος του ΚΕ.Μ.Ε. και Δ/ντής      Παιδαγωγικού Ινστιτούτου   διδασκαλείου μέσης και δημοτικής   εκπαίδευσης

γ) του εκπαιδευτικού προσωπικού των παιδαγωγικών ακαδημιών, των σχολών νηπιαγωγών, των ανώτατων σχολών οικιακής οικονομίας, της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Βελλάς, της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, της Ανώτερης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης, του Μαρασλείου Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Κέντρου Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΚΕ.ΜΕ.ΔΙ.), που έχει εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι την 31η Αυγούστου 1997, γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2530/1997 και την κατωτέρω κατά βαθμίδα αντιστοιχία :

ΠΑΛΑΙΑ ΒΑΘΜΙΔΑ                   ΝΕΑ ΒΑΘΜΙΔΑ (ν.2530/1997)

Καθηγητής Α` Βαθμίδας            Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Ι.

Καθηγητής Β` Βαθμίδας            Καθηγητής Εφαρμογών Τ.Ε.Ι.

Καθηγητής Γ` Βαθμίδας            Ε.Ε.Π. Τ.Ε.Ι.

5.α. Ο ανακαθορισμός της σύνταξης των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου, του επιστημονικού προσωπικού της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας, της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των υπαλλήλων του κλάδου εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), που έχουν εξέλθει από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 1998 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου γίνεται οίκοθεν, από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά την έκδοση από τη Διοίκηση της πράξης ανακαθορισμού των αποδοχών τους, με βάση τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α`) και την κοινοποίηση της πράξης αυτής στις παραπάνω Διευθύνσεις.

β. Τα οικονομικά αποτελέσματα από τον ανακαθορισμό των συντάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξης.

6. Οι συντάξεις εκείνων από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1997 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παράγραφος 1, 4 και 5 παράγραφος 1 του ν. 2606/1998, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.

7. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2, 4 και 6 αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1999.

8.α. Εφόσον κατά την εκτέλεση της πράξης αναπροσαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων το συνολικό ποσό της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης, συμπεριλαμβανομένου και του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας, είναι μικρότερο από το συνολικό ποσό που καταβάλλεται ως σύνταξη την 31η Δεκεμβρίου 1998, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική και αμεταβίβαστη.

Σχετικό:  παρ.16 γ άρθρ.1 Ν.3234/2004,ΦΕΚ Α 52/18.2.2004 και παρ.25 άρθρ.3 Ν.3408/2005,ΦΕΚ Α 272/4.11.2005

β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού που καταβάλλεται ως σύνταξη την 31η Δεκεμβρίου 1998 λαμβάνονται υπόψη : α) το ποσό της βασικής σύνταξης, β) τα τυχόν καταβαλλόμενα ποσά για διορθωτικό ποσό του άρθρου 55 του ν. 1249/1982, για προσωρινή προσωπική διαφορά και για επίδομα ανικανότητας και γ) το ποσό της Α.Τ.Α. και των αυξήσεων που χορηγήθηκαν μετά την κατάργησή της σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των διορθωτικών ποσών μέχρι και του έτους 1996.

Σχετικό:  παρ.4 άρθρ.2 Ν.2768/1999

9. Το ποσό της Α.Τ.Α. και των αυξήσεων που έχουν χορηγηθεί μετά την κατάργησή της, συμπεριλαμβανομένων και των διορθωτικών ποσών μέχρι και του έτους 1996, καταργείται : α) για τις κανονιζόμενες ή ανακαθοριζόμενες συντάξεις με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου από 1ης Σεπτεμβρίου 1997, β) για τις κανονιζόμενες ή ανακαθοριζόμενες συντάξεις με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, από 1ης Ιανουαρίου 1998 και γ) για τις αναπροσαρμοζόμενες συντάξεις με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου από 1ης Ιανουαρίου 1999.

10.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 έχουν εφαρμογή και για τις ανακαθοριζόμενες, αναπροσαρμοζόμενες και εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις με βάση τις μισθολογικές διατάξεις των νόμων 2530/1997 και 2606/1998.

β. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για μεν τις συντάξεις των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος άρθρου ισχύουν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξης, για δε τις αναπροσαρμοζόμενες συντάξεις με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

11. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι δυνατή η χορήγηση των διαφορών που θα προκύψουν από τον κατά το νόμο αυτόν επανυπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997 συνταξιοδοτηθέντων από τα ταμεία ή κλάδους επικουρικής ασφάλισης,αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,μετά γνώμη του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου ανάλογα με την οικονομική δυνατότητά τους κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτήν οι διαφορές μπορούν να χορηγούνται και σταδιακά.

Άρθρο 2
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων

1.α. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής :

“Οι καθηγητές, οι αναπληρωτές καθηγητές, οι επίκουροι καθηγητές και οι λέκτορες των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) και των ισότιμων με αυτά Ανώτατων Σχολών, που απομακρύνονται από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή λήξης της θητείας τους λόγω ορίου ηλικίας δικαιούνται σύνταξη, μετά τη Συμπλήρωση δεκαετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή ή επίκουρου καθηγητή ή λέκτορα σε Α.Ε.Ι. της χώρας ή σε ισότιμη Ανώτατη Σχολή, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ή μερικής απασχόλησης αθροιστικά. Η υπηρεσία σε θέση μερικής απασχόλησης υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος”.

β. Δικαιώματα που έχουν κριθεί με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν θίγονται.

2. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται εδάφια ως εξής :

“Προκειμένου για Γενικούς Γραμματείς Βουλής, Υπουργείων, Γενικούς Γραμματείς, Προϊσταμένους Γενικών Γραμματειών, Γενικούς Γραμματείς Περιφερειών και Ειδικούς Γραμματείς Βουλής και Υπουργείων δεν δύναται να αποκτηθεί δικαίωμα σύνταξης, πριν να συμπληρωθεί οκταετής πλήρης πραγματική υπηρεσία στη θέση αυτήν. Σε περίπτωση που δεν συμπληρωθεί ο κατά το προηγούμενο εδάφιο χρόνος, ο χρόνος υπηρεσίας στις θέσεις αυτές προσαυξάνει τη λοιπή πραγματική, συντάξιμη και δημόσια υπηρεσία τους στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α. ή άλλα Ν.Π.Δ.Δ., για όλες τις συνέπειες”.

3. Οι υποπεριπτώσεις ββ` των περιπτώσεων β` των παραγράφων 1 των άρθρων 5 και 31 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής :

“ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 149/1973 και δεν λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος”.

4. Στο τέλος της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται περίπτωση δ` ως εξής :

“δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες προς αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους, σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ., κατά περίπτωση, και για ένα ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη Συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, και του 22ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε Ι.Ε.Κ..

Η σύνταξη στην περίπτωση αυτήν καταβάλλεται, εφόσον προσκομίζεται κάθε χρόνο πιστοποιητικό φοίτησης-προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α`) ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα”.

5.α. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται εδάφια ως εξής :

“Απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τον κανονισμό, τον ανακαθορισμό ή την αύξηση της σύνταξης, ο βασικός μισθός και το χρονοεπίδομα είναι να έχουν υποβληθεί οι παροχές αυτές στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 9 του άρθρου 59 του παρόντος, κράτηση υπέρ Δημοσίου για σύνταξη, κατά περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση καμιά μισθολογική απολαβή ή τμήμα της δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό, τον ανακαθορισμό ή την αύξηση σύνταξης, αν δεν έχει υποβληθεί στην προαναφερόμενη κράτηση”.

β. Προκειμένου για τους δημοσίους υπαλλήλους, πολιτικούς ή στρατιωτικούς, καθώς και τους υπαλλήλους ειδικών κατηγοριών, που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου λογίζεται ότι ο βασικός μισθός και το χρονοεπίδομα, που προβλέπονταν μόνο από τις οικείες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, έχουν υποβληθεί στην ανωτέρω κράτηση του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.

γ. Υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα που κρίθηκαν με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντίθετα από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο τίθενται στο αρχείο, οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται και τυχόν επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί, με εξαίρεση τα καταβληθέντα με βάση αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, αναζητούνται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

6. Η παράγραφος 11 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται από 1ης Ιανουαρίου 1999 ως εξής :

“Για τον κανονισμό της σύνταξης του προσωπικού του ΚΕ.Π.Ε., με εξαίρεση το επιστημονικό προσωπικό του, λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων κατά τις διακρίσεις του άρθρου 3 του ν. 2470/1997, με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως αυτό ισχύει, κατά το χρόνο της εξόδου τους, για τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους”.

7. Η παράγραφος 14 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 1999 και οι ακολουθούσες παράγραφοι 15 και 16 λαμβάνουν αριθμό 14 και 15, αντίστοιχα.

8. Η παράγραφος 7 του άρθρου 11 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής :

“7. Δεν θεωρείται συντάξιμος ο χρόνος της αυθαίρετης αποχής, ο χρόνος της ποινής που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο, κατά το μέρος που ο χρόνος αυτός εκτίθηκε, ο χρόνος της αργίας και της προσωρινής απόλυσης, καθώς και ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, εκτός αν για τις περιπτώσεις αυτές επακολούθησε αθώωση ή απαλλαγή κατά περίπτωση, οπότε ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας”.

9. Η περίπτωση λα` της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αναδιατυπώνεται ως εξής :

“λα`) Η προγενέστερη υπηρεσία ως τακτικών ή εκτάκτων ή επικουρικών καθηγητών ή εμμίσθων υφηγητών Ανωτάτων Σχολών της αλλοδαπής, ισοτίμων προς τας της ημεδαπής ή ειδικών επιστημόνων εις ιδρύματα ερευνών διεθνούς κύρους, με την επιφύλαξη των διατάξεων της μη` περίπτωσης”.

10.α. Η περίπτωση μη` της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής :

“μη`) Η προγενέστερη υπηρεσία του Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.), καθώς και των ερευνητών-ειδικών λειτουργικών επιστημόνων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 1514/1985 και υπάγονται στο ασφαλιστικό καθεστώς του Δημοσίου, σε ομοταγή Α.Ε.Ι. ή Ερευνητικά Κέντρα διεθνούς κύρους της αλλοδαπής με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου ή επίκουρου καθηγητή ή καθηγητή με τίτλο ισότιμο προς τους τίτλους αυτούς ή υφηγητή ή λέκτορα ή επιμελητή ή βοηθού ή ερευνητή ή επιστημονικού συνεργάτη και ερευνητική του προϋπηρεσία σε Α.Ε.Ι. ή σε Κέντρα Ερευνών διεθνούς κύρους της χώρας μας. Η υπηρεσία αυτή αναγνωρίζεται εφόσον :

i) είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός πλήρους έτους,

ii) έχει παρασχεθεί με αμοιβή μετά από διοριστήριο έγγραφο ή σύμβαση εργασίας,

iii) έχει παρασχεθεί μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών,

iv) δεν καταβλήθηκε γι` αυτήν εφάπαξ παροχή και δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε θα χρησιμοποιηθεί στη χώρα που παρασχέθηκε για συνταξιοδοτικούς σκοπούς. Για την αναγνώριση της διάρκειας της προϋπηρεσίας της περίπτωσης αυτής, την αντιστοιχία της ιδιότητας με την οποία προσφέρθηκε αυτή στην αλλοδαπή προς τις αναφερόμενες στην ίδια περίπτωση ιδιότητες και το κύρος των ερευνητικών κέντρων, αποφαίνεται η Επιτροπή του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 (ΦΕΚ 258 Α`), στην οποία μετέχουν, ειδικά για την περίπτωση αυτήν και δύο προϊστάμενοι διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Από την προϋπηρεσία της παρούσας περίπτωσης προσμετρούνται δύο έτη για καθένα από τα πρώτα έτη υπηρεσίας στη χώρα μας με την ιδιότητα μέλους του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. ή Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. και ένα για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των πέντε. Για την προσμετρούμενη υπηρεσία ο ενδιαφερόμενος καταβάλλει την εισφορά που προβλέπεται κατά περίπτωση από τις διατάξεις των άρθρων 17 του ν. 2084/1992 και 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά”.

β. Πράξεις ή αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τα δικαιοδοτούντα επί των συντάξεων όργανα και έχουν κρίνει αντίθετα από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων παραμένουν ισχυρές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (Ε.Κ.) αριθμ. 1606/1998.

11. Η περίπτωση ιδ` της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ως εξής :

“ιδ) Η προϋπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου, που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού, εκτάκτου ή ημερομισθίου, στην Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι μια τριετία, καθώς και ο χρόνος μέχρι μια τριετία που τελούσε σε εκπαιδευτική άδεια η οποία του χορηγήθηκε από την ίδια Τράπεζα”.

12. Στο τέλος της περίπτωσης ιζ` της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Επίσης, κατ` εξαίρεση, η θαλάσσια προϋπηρεσία των υπαλλήλων που διορίστηκαν στην Υπηρεσία Δίωξης Λαθρεμπορίου του Υπουργείου Οικονομικών και μέχρι οκτώ (8) έτη. Ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας για κάθε συνέπεια”.

13. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται εδάφια ως εξής :

“Δημόσιος υπάλληλος ο οποίος έχει αναγνωρισμένο δικαίωμα σε σύνταξη και διορίζεται σε θέση Διδακτικού – Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), ή σε θέση Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) θεμελιώνει δικαίωμα σε σύνταξη από τη νέα θέση, εφόσον συμπληρώνει πλήρη πενταετή πραγματική υπηρεσία στη θέση αυτήν. Σε περίπτωση που δεν συμπληρωθεί ο κατά το προηγούμενο εδάφιο απαιτούμενος χρόνος, ο χρόνος υπηρεσίας στις ανωτέρω θέσεις, εφόσον έχει ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης, προσαυξάνει το συντάξιμο χρόνο και η σύνταξη ανακαθορίζεται από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης”.

14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται από την έναρξη του παρόντος νόμου ως εξής :

“1. Η υπηρεσία υπολογίζεται από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξης διορισμού του υπαλλήλου, εφόσον ανέλαβε υπηρεσία μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημερομηνία αυτήν ή από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης του διορισμού, μέχρι τη χρονολογία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόλυσης ή της αποδοχής της παραίτησης ή μέχρι την ημέρα του θανάτου του υπαλλήλου”.

15. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Κατ` εξαίρεση ο χρόνος υπηρεσίας στα ερευνητικά κέντρα των Ενόπλων Δυνάμεων λογίζεται ως συντάξιμος από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, έστω και αν η πράξη διορισμού δημοσιεύθηκε μετά την ημερομηνία αυτήν”.

16. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του π.δ. 1041/1979 αντικαθίσταται ως εξής :

“Η κατά την παρούσα παράγραφο διαδικασία τηρείται, εφόσον καταρχήν η υπαλληλική ή στρατιωτική ιδιότητα του αιτούντος την αναγνώριση κατά ένα οποιοδήποτε χρονικό σημείο του επικαλούμενου συνολικού χρονικού διαστήματος αποδεικνύεται από επίσημα έγγραφα (αρχή εγγράφου αποδείξεως) και με την προϋπόθεση ότι υπάρχει έγγραφο διορισμού ή σύμβαση εργασίας ή ασφαλιστική κάλυψη”.

17. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής :

“7. Η μηνιαία σύνταξη των προσώπων του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά, ορίζεται στα ογδόντα τοις εκατό (80%) των κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 αποδοχών, που λαμβάνουν κατά το χρόνο του θανάτου τους ή κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία, εφόσον εξέρχονται λόγω παραίτησης ή απολύονται για λόγους υγείας ή λόγω Συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, μετά τη Συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας”.

18. Στο τέλος της παραγράφου 11 του άρθρου 41 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το αντίστοιχο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος”.

19. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης ββ` της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής :

“ββ) Ανήκουν στα πρόσωπα του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά”.

20.α. Στο τέλος του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 14 ως εξής :

“14. Το μόνιμο προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτης βαθμίδας, το οποίο απασχολείται στην αποκομιδή, μεταφορά, διαλογή, επιστασία, καταστροφή απορριμμάτων, σε συνεργεία συντήρησης, επισκευής των μέσων καθαριότητας και με το πλύσιμο αυτών, καθώς και οι οδοκαθαριστές, εργάτες αφοδευτηρίων, ταφής-εκταφής νεκρών και καθαριστές οστών, που υπάγεται στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, εφόσον έχει συμπληρώσει δώδεκα (12) έτη υπηρεσία αποκλειστικά στις θέσεις αυτές από την οποία τρία (3) έτη την τελευταία δεκαετία, για την καταβολή της σύνταξής του δύναται με δήλωσή του να επιλέξει, αντί της συνταξιοδότησής του με το κατά περίπτωση όριο ηλικίας των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, τη συνταξιοδότησή του με το όριο ηλικίας που προβλέπεται για τις ίδιες ειδικότητες από τον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α., με την καταβολή στο Δημόσιο, από τη μονιμοποίησή του και μετά, της ανάλογης πρόσθετης ειδικής εισφοράς που προβλέπεται από τον ίδιο Κανονισμό, για το προσωπικό των ίδιων ειδικοτήτων.

Η ανωτέρω δήλωση επιλογής υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους, στην αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για όσους έχουν ήδη μονιμοποιηθεί, για όσους δε διορίζονται ή μονιμοποιούνται εφεξής μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από το διορισμό ή τη μονιμοποίησής τους”.

β. Η ασφαλιστική τακτοποίηση των υπαλλήλων της παρούσας παραγράφου για το χρονικό διάστημα από τη μονιμοποίησή τους μέχρι την υποβολή της ανωτέρω δήλωσης γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και την καταβολή της ανωτέρω πρόσθετης ειδικής εισφοράς από τους ενδιαφερόμενους.

21. Στο τέλος του άρθρου 60 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής :

“5. Σε περίπτωση που υπάλληλος ή στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης και έχει εισπράξει εν ενεργεία αποδοχές που δεν δικαιούται, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά παρακρατούνται συμψηφιστικά, με δόσεις από τη σύνταξή του ή σε περίπτωση μεταβίβασης της σύνταξης από τη σύνταξη των μελών της οικογένειάς του. Η παρακράτηση γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων ύστερα από σχετική βεβαίωση του εκκαθαριστή αποδοχών, για το ποσό που καταβλήθηκε επιπλέον. Το παρακρατούμενο κατά μήνα ποσό δεν μπορεί να υπερβεί το 1/4 της καταβαλλόμενης σύνταξης”.

22. Στο άρθρο 63 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος που λαμβάνει αριθμό 3 με το ακόλουθο περιεχόμενο και η υπάρχουσα παράγραφος με αριθμό 3 λαμβάνει αριθμό 4 :

“3. Για τους πολίτες των άλλων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαιτείται η Ελληνική Ιθαγένεια για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης”.

23. Στο τέλος του άρθρου 69 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής :

“6. Αν ο συνταξιούχος ανακληθεί ή επαναφερθεί στην ενεργό υπηρεσία, η καταβολή του μισθού αρχίζει από την επομένη της διακοπής της σύνταξης και έπειτα από σχετική βαεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ της σύνταξης που έλαβε και των αποδοχών ενεργείας που δικαιούται, για το προηγούμενο χρονικό διάστημα, καταβάλλεται από την υπηρεσία που τον μισθοδοτεί”.

Άρθρο 3
Πολεμικές συντάξεις

1. Η υποπερίπτωση ββ` της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 1285/1981 ΦΕΚ 314 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :

“ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 149/1973 και δεν λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος”.

2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων προστίθεται περίπτωση δ` ως εξής :

“δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες προς αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ., κατά περίπτωση και για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη Συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσα φοιτούν σε Ι.Ε.Κ.”.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται από 1ης Ιανουαρίου 1998 ως εξής :

“1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη ανικανότητας που αναγνωρίζεται στους ανάπηρους πολέμου οπλίτες, των οποίων η σύνταξη δεν κανονίζεται με βάση μισθό ενεργείας, είναι ίση με το 1,2% του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, ανά εκατοστό ανικανότητας”.

4.α. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 93 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίσταται από 1ης Αυγούστου 1997 ως εξής :

“Προκειμένου για χήρα σύζυγο και ορφανά τέκνα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”.

β. Οι συντάξεις των προσώπων της παρούσας παραγράφου που έχουν κανονισθεί με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις του άρθρου 93 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από 1ης Αυγούστου 1997 ή από την ημερομηνία έναρξης της πληρωμής τους. Η διαφορά μεταξύ της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης και αυτής που καταβάλλονταν την 31η Ιουλίου 1997, θα καταβληθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 1 του ν. 2592/1998.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 95 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται από 1ης Ιουλίου 1998 ως εξής :

“1. Η αναγνωριζόμενη βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη των οικογενειών των φονευθέντων, εξαφανισθέντων ή θανόντων, αξιωματικών και ανθυπασπιστών και των εξομοιουμένων με αυτούς, των οποίων οι συντάξεις δεν υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 75 παρ. 7 του α.ν. 1854/1951 (ΦΕΚ 182 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν.δ. 3768/1957 (άρθρον 70 παρ. 6 π.δ. 1041/1979) είναι ίση, με το ακόλουθο, κατά βαθμό, ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του βαθμού Λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά :

Αντιστρατήγου                          ποσοστό 60%

Υποστρατήγου                              ”    55%

Συνταγματάρχη                             ”    50%

Αντισυνταγματάρχη-Ταγματάρχη              ”    45%

Λοχαγού-Υπολοχαγού                        ”    40%

Ανθυπολοχαγού-Ανθυπασπιστή                ”    35%

2. Η ανωτέρω σύνταξη προσαυξάνεται για κάθε δικαιούμενο σύνταξης τέκνο με ποσό ίσο με το ακόλουθο, κατά βαθμό, ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά :

Αντιστρατήγου-Υποστρατήγου          ποσοστό 4,5%

Συνταγματάρχη-Ταγματάρχη               ”    3%

Λοχαγού-Ανθυπασπιστή                   ”    2,5%

6. Στο άρθρο 118 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος που λαμβάνει αριθμό 3 με το ακόλουθο περιεχόμενο και η υπάρχουσα παράγραφος με αριθμό 3 λαμβάνει αριθμό 4 :

“3. Για τους πολίτες των άλλων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν απαιτείται η ελληνική ιθαγένεια για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης”.

7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 171 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής :

“8. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και όσοι από το στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας καθίστανται ανίκανοι, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και εξαιτίας της, σε ειρηνική περίοδο, λόγω τραύματος που προήλθε κατά την εκκαθάριση ναρκοπεδίων ξηράς ή εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανημάτων”.

8. Ο υπολογισμός του κατώτατου ορίου σύνταξης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 2592/1998 γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων, του προαναφερόμενου άρθρου 6.

Άρθρο 4
Εθνική Αντίσταση

1. Καθιερώνεται η 9η Μαΐου, ημέρα λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ως ημέρα Πανελλαδικού Εορτασμού των Εθνικών Αγώνων και της Εθνικής Αντίστασης κατά του Ναζισμού και του Φασισμού. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 1285/1982 (ΦΕΚ 115 Α`) εξακολουθούν να ισχύουν.

2. Στην περιοχή της Πρωτεύουσας αναγείρεται μνημείο της Εθνικής Αντίστασης και του Αγώνα του Ελληνικού Λαού κατά του ξένου κατακτητή, ανάλογο και αντάξιο των αγώνων και των θυσιών του, κατά του Φασισμού και του Ναζισμού, σύμβολο της ομοψυχίας του Έθνους, του πνεύματος της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, ως επίσης ανεγείρονται και ανδριάντες των στρατιωτικών ηγετών του ένοπλου αντιστασιακού αγώνα. Η ευθύνη ανέγερσης του μνημείου ανατίθεται στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Άμυνας, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεωργίας, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Δικαιοσύνης και Πολιτισμού.

3. Η προθεσμία του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ 133 Α`) για την αναγνώριση μόνο της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1999. Αιτήσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης που έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος παραμένουν ισχυρές. Η λειτουργία των Επιτροπών του άρθρου 7 του ν. 2320/1995 παρατείνεται για τρία (3) έτη από τη λήξη της.

4. Οι αιτήσεις των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης συνταξιούχων του Ο.Γ.Α., καθώς και των οικογενειών τους, που είχαν υποβληθεί στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α`) και για τις οποίες δεν είχε εκδοθεί πράξη ή απόφαση κανονισμού σύνταξης, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ 243 Α`) και τις προϋποθέσεις που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής τους. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου μήνα. Οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 2320/1995 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους δικαιωθούν σύνταξη με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 5
Συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό καθεστώς μελών Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών

1. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης ββ` της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (π.δ. 850/1980, ΦΕΚ 211 Α`) αντικαθίστανται ως εξής :

“ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 149/1973 και δεν λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος”.

2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων προστίθεται περίπτωση δ` ως εξής :

“δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες προς αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ. κατά περίπτωση και για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη Συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε Ι.Ε.Κ.. Η σύνταξη στην περίπτωση αυτήν καταβάλλεται εφόσον προσκομίζεται κάθε έτος πιστοποιητικό φοίτησης-προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ότι είναι άγαμα και δεν παίρνουν σύνταξη από άλλο φορέα”.

3. Στο τέλος του άρθρου 25 του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρομικών προστίθεται παράγραφος που λαμβάνει αριθμό 2 με το ακόλουθο περιεχόμενο και η υπάρχουσα παράγραφος 2 λαμβάνει αριθμό 3 :

“2. Για τους πολίτες των άλλων Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαιτείται η ελληνική ιθαγένεια για την απόκτηση του δικαιώματος σύνταξης”.

4. Ειδικά στους κληρικούς που λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο καταβάλλονται, από 1ης Ιανουαρίου 1997 και μετά, πλήρης η σύνταξή τους και από τη θέση του εν ενεργεία κληρικού οι αποδοχές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1810/1988 (ΦΕΚ 223 Α`).

5. Στις υπηρεσίες που δεν λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της προσαύξησης της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α`), όπως αυτή ισχύει σήμερα, συμπεριλαμβάνονται και οι υπηρεσίες της παραγράφου 5 του άρθρου 92 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.

6.α. Ο χρόνος υπηρεσίας των δημοσίων υπαλλήλων που υπέβαλαν αίτηση παραίτησης από την Υπηρεσία μέχρι 31 Ιουλίου 1990, η οποία δεν έγινε δεκτή από τη Διοίκηση εντός τριμήνου από της υποβολής της, λόγω του τηλετυπικού σήματος του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.26/38/25746/23.7.1990, μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής αποχώρησής τους από την Υπηρεσία, λογίζεται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για όλες τις συνέπειες. Αν κατά το χρόνο του προηγούμενου εδαφίου συνέτρεξε περίπτωση σύγχρονης καταβολής σύνταξης και αποδοχών, η αναγνώριση τελεί υπό την προϋπόθεση επιστροφής των ποσών σύνταξης, που είχαν εισπραχθεί κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος των προηγούμενων εδαφίων αναγνωρίζεται και ως χρόνος ασφάλισης στα Ταμεία Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας με επανακαταβολή των εισφορών από τους ενδιαφερομένους, όπου αυτές δεν έχουν καταβληθεί, στο ύψος που τους είχαν επιστραφεί για το ίδιο χρονικό διάστημα.

β. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της έναρξης ισχύος του παρόντος μήνα.

7. Η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 1211/1981 (ΦΕΚ 278 Α`) για την υποβολή αίτησης αναγνώρισης προϋπηρεσιών ως συντάξιμων από τους τακτικούς υπαλλήλους του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και του Τ.Ε.Ε. που υπηρετούν ή εξήλθαν ήδη από την Υπηρεσία καταργείται.

8. Αποκαταστάσεις στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων που έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν. 2439/1996 (ΦΕΚ 219 Α`) θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές για όλες τις συνέπειες, καθώς και ως προς το δικαίωμα για σύνταξη.

9. Το ποσό που προκύπτει μετά τον υπολογισμό της σύνταξης ή του βοηθήματος που καταβάλλει το Δημόσιο γενικά, στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα. Κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει στρογγυλοποίηση των προαναφερόμενων παροχών κατά διαφορετικό τρόπο καταργείται.

10.α. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α`) προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Το ποσό της σύνταξης των υπαλλήλων των οποίων η σύνταξη προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1902/1990 επαναπροσδιορίζεται οίκοθεν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξής τους, σε ποσό που μάλλον προσεγγίζει την κανονισθείσα σύνταξη, όπως αυτό προκύπτει από την οίκοθεν ένταξή τους σε ανάλογο, του συνολικού χρόνου ασφάλισης, συντάξιμο μισθό της αντίστοιχης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, όπως ο συντάξιμος αυτός μισθός ισχύει κάθε φορά”.

β. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2084/1992.

11.α. Τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και Ε.Π. των Τ.Ε κατά το χρόνο που τελούν σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων τους μπορούν να επιλέξουν με δήλωση του ν. 1599/1986 την παραμονή τους στο ασφαλιστικό καθεστώς των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης και εφάπαξ βοηθήματος που υπάγονταν μέχρι το διορισμό ή την εκλογή τους στις νέες θέσεις και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στις θέσεις αυτές θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη Υπηρεσία που διανύθηκε στις οργανικές τους θέσεις από τις οποίες προέρχονται. Στην περίπτωση αυτήν, οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη θα υπολογίζονται στο συντάξιμο ή στον ασφαλιστέο μισθό της θέσης που κατείχαν πριν από το διορισμό ή την εκλογή τους, κατά περίπτωση, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν κάθε φορά αν παρέμεναν στην οργανική τους θέση και θα παρακρατούνται από τις αποδοχές τους. Οι εισφορές του εργοδότη, όπου προβλέπονται, θα βαρύνουν από του διορισμού ή της εκλογής τους, κατά περίπτωση, την Υπηρεσία η οποία τους μισθοδοτεί. Η δήλωση επιλογής πρέπει να υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ισχύ του νόμου αυτού για όσους έχουν διοριστεί ή εκλεγεί, για όσους δε διορίζονται ή εκλέγονται εφεξής, μέσα σε τρεις (3) μήνες από το διορισμό τους ή την εκλογή τους.

β. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης που κατέχουν παράλληλα και δεύτερη θέση στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, για τους οποίους όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη δεύτερη θέση λογίζεται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία πλήρους απασχόλησης, για κάθε συνέπεια εκτός λήψης πλήρους μισθού, που διανύθηκε στο Α.Ε.Ι. ή στο Τ.Ε.Ι. από το οποίο προέρχονται. Στην περίπτωση αυτήν οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στις αποδοχές που θα ελάμβαναν αν υπηρετούσαν ως μέλη Δ.Ε.Π. ή Ε.Π. πλήρους απασχόλησης, βαρύνουν τους ίδιους, οι μεν εισφορές του εργοδότη κατά το ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των παραπάνω αποδοχών και εκείνων της θέσης μερικής απασχόλησης και παρακρατούνται από τις αποδοχές της θέσης της μερικής απασχόλησης. Οι αποδοχές που λαμβάνουν τα πρόσωπα αυτά από τη δεύτερη θέση δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές κρατήσεις, εκτός εάν με δήλωσή τους του ν. 1599/1986, που υποβάλλεται μέσα στις προθεσμίες της προηγούμενης περίπτωσης α`, επιλέξουν την παραμονή τους στο ασφαλιστικό καθεστώς της θέσεως αυτής και την απαλλαγή τους από τις επιπλέον κρατήσεις της θέσεως μερικής απασχόλησης ως μέλους Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. ή Ε.Π. των Τ.Ε.Ι..

γ. Ειδικά τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. που τελούν σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων τους λόγω εκλογής τους στο βουλευτικό αξίωμα, συνεχίζουν να ασφαλίζονται για κύρια, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια στους φορείς που υπάγονταν ως μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μέχρι την εκλογή τους. Στην περίπτωση αυτήν η παράλληλη ασφάλιση με εκείνη ως βουλευτών παρέχει και αντίστοιχο συντάξιμο χρόνο για τον οποίο τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω βουλευτές, βαρύνονται με τις αναλογούσες εισφορές για κύρια, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια. Οι ασφαλιστικές αυτές εισφορές υπολογίζονται στο συντάξιμο ή στον ασφαλιστέο μισθό της οργανικής τους θέσης, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν κάθε φορά αν συνέχιζαν τη σταδιοδρομία τους στη θέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

δ. Η ασφαλιστική-συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων της παρούσας παραγράφου για το χρονικό διάστημα από το διορισμό ή την εκλογή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις, του κάθε φορέα ή ταμείου, για την αναγνώριση προϋπηρεσιών ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση.

Σχετικό:  παρ.5 άρθρ.5 Ν.3620/2007,ΦΕΚ Α  276/11.12.2007 και με παρ.1 άρθρ.23 Ν.4387/2016

12.α. Στο τέλος της παραγράφου 16 του άρθρου 75 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου υπάγονται και όσοι κατά την εμφάνισή τους στην Υπηρεσία δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν την παραμονή τους σε αυτήν, αλλά τη συνταξιοδότησή τους. Στην περίπτωση αυτήν ο εκτός υπηρεσίας χρόνος που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος τερματίζεται την ημερομηνία εμφάνισής τους στην Υπηρεσία”.

β. Η διάταξη της παρούσας παραγράφου ισχύει από 18 Μαρτίου 1998.

13. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 4 του ν. 2512/1997 (ΦΕΚ 138 Α`), της παραγράφου 9 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α`), της παραγράφου 14 του άρθρου 8, της παραγράφου 6 του άρθρου 16 και της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του ν. 2592/1998 δεν εκδίδονται καταλογιστικές αποφάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ισχύος τους μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου. Καταλογιστικές πράξεις που έχουν ήδη εκδοθεί για την ίδια αιτία και για το ίδιο χρονικό διάστημα ανακαλούνται, τα ποσά που έχουν καταλογισθεί με αυτές που δεν αναζητούνται, τυχόν δε ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί ή παρακρατηθεί επιστρέφονται στους δικαιούχους.

Από την πρώτη του επόμενου, της έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου, μήνα η πρώτη πληρωμή αποδοχών συνταξιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παράγραφος 6 του ν. 1256/1982 τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση προσκόμισης, στον εκκαθαριστή αποδοχών της θέσης τους, βεβαίωσης της αρμόδιας Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Συντάξεων ότι δηλώθηκε η κατοχή της θέσης. Η μη προσκόμιση της βεβαίωσης αυτής αναστέλλει την καταβολή των αποδοχών, με ευθύνη του οικείου εκκαθαριστή.

14. Ποσά που οφείλουν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου σε αυτό από την αναγνώριση χρόνου απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, στρατιωτικής θητείας, χρόνου εκτός υπηρεσίας και κάθε άλλης υπηρεσίας παρακρατούνται, με απόφαση του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τους, από τη σύνταξή τους με μηνιαίεςδόσεις των οποίων ο αριθμός δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των μηνών που αναγνωρίζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 4448/1964 (ΦΕΚ 253 Α`).

Αν η αναγνώριση γίνει μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου το ποσό των  μηνιαίων κρατήσεων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα ΥΛ της κατά τα  ανωτέρω υπολογιζόμενης μηνιαίας δόσης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.14  του άρθρου 1 του Ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α 180 22.8.2011)

Σε όσους από τους ανωτέρω συνταξιούχους επιθυμούν να καταβάλουν το  οφειλόμενο ποσό εφάπαξ, παρέχεται έκπτωση 10% επί του ποσού αυτού.

15. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Ο κανονισμός των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που βαρύνουν το Δημόσιο και πληρώνονται από αυτό, με εξαίρεση τις προσωπικές συντάξεις, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από τον Τμηματάρχη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων”.

16.α. Η περίπτωση α` της παραγράφου 2 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής :

“α) Από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων πριν από την εκτέλεση της πράξης, εφόσον ανακύψει διαφωνία μεταξύ αυτού και του αρμόδιου τμηματάρχη κανονισμού συντάξεων της ίδιας Διεύθυνσης”.

β. Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και της παρούσας αρχίζει από την έναρξη ισχύος του νέου οργανισμού του Υπουργείου Οικονομικών.

17. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται, από 1ης Ιουλίου 1998 ως εξής :

“Η κοινοποίηση των πράξεων ή αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται σχετικό αίτημα θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης”.

18. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`) προστίθενται εδάφια ως εξής :

“Η διακοπή της σύνταξης συντελείται την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου της πραγματικής μεταφοράς του κεφαλαίου από τον αρμόδιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα ποσά των συντάξεων που έχουν καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδύναμου στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι και την τελευταία ημέρα του μήνα της πραγματικής μεταφοράς του, συμψηφίζονται, με πράξη ή απόφαση του αρμόδιου οργάνου, με το αναλογιστικό ισοδύναμου, που προκύπτει κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης και το υπόλοιπο αποτελεί το ποσό που πράγματι μεταφέρεται στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι πράξεις, οι αποφάσεις, καθώς και τα έγγραφα που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του Β` Κεφαλαίου του παρόντος, υπόκεινται στα προβλεπόμενα, από τη νομοθεσία του κάθε φορέα, ένδικα μέσα”.

19. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του ν. 2592/1998 αρχίζει από 18 Σεπτεμβρίου 1998.

Σχετικό:  παρ.3 του άρθρου 4 του Ν. 4151/2013 (ΦΕΚ Α 103 29.4.2013)

Άρθρο 6
Ειδικά θέματα

1. Οι Πρόεδροι και τα μέλη Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών κατά τη διάρκεια της θητείας τους εξακολουθούν να διέπονται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που υπάγονταν πριν το διορισμό τους στην Αρχή αυτή και η θητεία τους θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία στις θέσεις και με την ιδιότητα που κατείχαν ή ως χρόνος άσκησης του επαγγέλματος που ασκούσαν, πριν το διορισμό τους στην Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, τόσο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τη Συμπλήρωση τυχόν απαιτούμενου χρόνου θητείας για συνταξιοδότηση από τις θέσεις αυτές.

2.α. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση των παραπάνω προσώπων βαρύνουν, του μεν εργοδότη το Δημόσιο, του δε ασφαλισμένου τους ίδιους και παρακρατούνται από το μισθό τους.

β. Ως βάση υπολογισμού των εισφορών αυτών προκειμένου για πρόσωπα που πριν το διορισμό τους στην Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή κατείχαν έμμισθη θέση, λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος ή ασφαλιστέος μισθός της οργανικής τους θέσης, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν αν συνέχιζαν να υπηρετούν στη θέση αυτήν, προκειμένου δε για πρόσωπα που δεν κατείχαν έμμισθη θέση, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές αποδοχές επί των οποίων θα κατέβαλαν εισφορές ή οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του οικείου φορέα ασφαλιστικές εισφορές, που θα κατέβαλαν, αν δεν είχαν διορισθεί στην ανωτέρω υπηρεσία.

3.α. Η ασφαλιστική-συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων της παραγράφου 1, που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή Ταμείου, για την αναγνώριση προϋπηρεσιών ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση.

β. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων και της παρούσας έχουν εφαρμογή και για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης, τα οποία θεωρούνται ως πλήρους απασχόλησης στην οργανική τους θέση, για όλες τις συνέπειες εκτός από τη λήψη πλήρων αποδοχών. Στην περίπτωση αυτήν οι αποδοχές από τη θέση μερικής απασχόλησης δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές.

Σχετικό:  παρ.2 άρθρ.7 Ν.2747/1999 ΦΕΚ Α 226/27.10.1999

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για συνταξιούχους που διορίζονται ως Πρόεδροι ή μέλη Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, εφόσον αναστείλουν την καταβολή της σύνταξής τους και δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω κατάληψης από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του οικείου φορέα, όριο ηλικίας. Ο χρόνος θητείας σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου και μέχρι την κατάληψή τους από το αμέσως ανωτέρω όριο ηλικίας προσαυξάνει τη σύνταξή τους, η οποία ανακαθορίζεται από την ημερομηνία υποβολής αίτησης του ενδιαφερομένου για την επαναχορήγησή της.

Άρθρο 7
Διατήρηση ασφαλιστικών-συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

1. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 11 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους τακτικούς υπαλλήλους των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ν.δ. 2592/1953 (ΦΕΚ 254 Α`), οι οποίοι μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα Ν.Π.Δ.Δ. με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α`).

2.α. Το προσωπικό της παραγράφου 7 του άρθρου 9 και της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`), που μετατάσσεται σε νομικά πρόσωπα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή μεταφέρεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης Α` ή Β` βαθμού, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν τη μετάταξη ή τη μεταφορά του και όλη η εφεξής υπηρεσία στα νέα νομικά πρόσωπα θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία ή ως χρόνος ασφάλισης, κατά περίπτωση, που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσεται ή μεταφέρεται.

β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται, του μεν εργοδότη, όπου συντρέχει περίπτωση, από τις υπηρεσίες στις οποίες έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί το προσωπικό αυτό, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

Σχετικό:  παρ.12 του άρθρου 4 του Ν.3075/2002  (Α΄ 297)

Σχετικό:  παρ.16 άρθρ.3 Ν.3234/2004 ΦΕΚ Α 52/18.2.2004

3. Όσοι από το προσωπικό του καταργούμενου ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. διορίζονται σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δύνανται, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής τους στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το τακτικό προσωπικό της νέας τους θέσης, να διατηρήσουν το προηγούμενο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς που είχαν μέχρι την κατάργηση του ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ., ύστερα από ανέκκλητη δήλωσή τους, η οποία υποβάλλεται στο φορέα που διορίζονται, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από το διορισμό τους στη νέα θέση και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση λογίζεται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχονται.

4. Το προσωπικό του ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ., που πληροί τις προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότησή του μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2004 δεν εντάσσεται κατά το μέχρι τότε διάστημα, ως προς τον υπολογισμό των καταβλητέων προς το Ι.Κ.Α. εισφορών, σε ασφαλιστική κλάση κατώτερη από εκείνη στην οποία ενέπιπταν οι αποδοχές του με βάση αυτές του μηνός Μαΐου 1998. Η διαφορά των οφειλόμενων προς το Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών, εργοδότη και ασφαλισμένου, που τυχόν προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, βαρύνει το φορέα στον οποίο διορίζονται και καταβάλλεται στο Ι.Κ.Α. κατά τις κείμενες διατάξεις.

5. Όλο το προσωπικό του ΚΕ.Π.Ε. που υπηρετούσε κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α`), εξακολουθεί να διέπεται από το καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν τη μετατροπή του ΚΕ.Π.Ε. σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) και παρέχει τις υπηρεσίες του με την ίδια σχέση εργασίας, όλη δε η εφεξής υπηρεσία του στο νέο Ν.Π.Ι.Δ. του ΚΕ.Π.Ε. θεωρείται ότι διανύθηκε στο πρώην ΚΕ.Π.Ε..

6. Τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού (Ε.Π.) ναυτικών μαθημάτων των Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού (Α.Ε.Ν.) που διορίζονται ή εντάσσονται στις Ακαδημίες αυτές και έχουν την ιδιότητα του ναυτικού δύνανται, με ανέκκλητη δήλωσή τους, που υποβάλουν κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας ή προκειμένου για όσους έχουν αναλάβει υπηρεσία μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, να διατηρήσουν το ασφαλιστικό καθεστώς του Ν.Α.Τ. που είχαν πριν το διορισμό ή την ένταξή τους στις ανωτέρω Ακαδημίες, αντίς της αυτοδίκαιης υπαγωγής τους στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου.

7.α. Το τακτικό προσωπικό που υπηρετεί στους Οργανισμούς Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.), Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.), Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (Ο.Κ.Α.Α.) και Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης (Ο.Κ.Α.Θ.) κατά το χρόνο της μετατροπής τους σε ανώνυμες εταιρίες, σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α`), διατηρεί το υφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς, όπως ισχύει κάθε φορά, και εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν την εν λόγω μετατροπή. Ο λογαριασμός του ν. 103/1975 που ετηρείτο από τα ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ. για τη λήψη και μετά τη μετατροπή τους σε ανώνυμες εταιρίες και διέπεται από την κείμενη νομοθεσία, όπως κάθε φορά ισχύει. Ο ειδικός αυτός λογαριασμός διατηρείται μέχρι την αποχώρηση όλων των υπαλλήλων της παρούσας παραγράφου από την υπηρεσία, οπότε και καταργείται αυτοδικαίως.

β. Η υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό της παρούσας παραγράφου στις νέες ανώνυμες εταιρείες από τη σύστασή τους, θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στους ανωτέρω οργανισμούς.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις συσταθείσες ανώνυμες εταιρείες, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους. Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών, καθώς και ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού της παρούσας παραγράφου, γίνεται με βάση τον εκάστοτε βασικό μισθό ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων υπαλλήλων με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου.

δ. Τυχόν επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά, πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2084/1992 για τους διορισθέντες από 1.1.1993 και μετά.

ε. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν από τη δημοσίευση των προεδρικών διαταγμάτων με τα οποία, κατά περίπτωση, τα προαναφερόμενα Ν.Π.Δ.Δ. μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες.

8.α. Το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ.ΔΙ.ΔΑ.ΓΕ.Π.) του Υπουργείου Γεωργίας και των Οργανισμών Γάλακτος (ΕΛ.Ο.Γ.), Ελέγχου Ενισχύσεων Ελαιόλαδου (Ο.Ε.Ε.Ε.), Καπνού (Ε.Ο.Κ.) και Βάμβακος (Ο.Β.) που μετατάσσεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 2637/1998 (ΦΕΚ 200 Α`), στον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) ή στο Υπουργείο Γεωργίας ή σε Υπηρεσίες των Περιφερειών ή στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, δύναται, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής του στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το αντίστοιχο προσωπικό της νέας του θέσης, να διατηρήσει το προηγούμενο της μετάταξής του ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς και όλη η εφεξής υπηρεσία του στη νέα θέση θεωρείται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχεται. Η διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται. Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης είναι τρεις (3) μήνες και αρχίζει για όσους μεν έχουν ήδη μεταταγεί από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δεν πρόκειται να μεταταγούν μετά την ισχύ του παρόντος, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πράξης.

β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού καταβάλλονται, του μεν εργοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες μετατάσσεται, του δε ασφαλισμένου από το ίδιο. Όσοι από το κατά τα ανωτέρω μετατασσόμενο προσωπικό, λόγω της επιλογής ασφαλιστικού φορέα κύριας ασφάλισης δεν καλύπτονται για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος από Ταμείο ή Λογαριασμό Πρόνοιας, εντάσσονται υποχρεωτικά στο καθεστώς πρόνοιας που διέπει τους υπαλλήλους της υπηρεσίας στην οποία μετατάσσονται. Ο χρόνος υπηρεσίας του ανωτέρω προσωπικού, που διανύθηκε με οποιαδήποτε σχέση εργασίας μέχρι τη μετάταξή του, λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης εφάπαξ βοηθήματος και το ποσό του βοηθήματος αυτού είναι ανάλογο με το χρόνο ασφάλισης στο Ταμείο ή Λογαριασμό μετά τη μετάταξή του.

γ. Στους υπαλλήλους του Εθνικού Οργανισμού Καπνού και Οργανισμού Βάμβακος καταβάλλεται, κατά το χρόνο της μετάταξής τους σε άλλη υπηρεσία, εφάπαξ αποζημίωση από τους Οργανισμούς αυτούς, βάσει των ισχυουσών σε αυτούς διατάξεων.

Σχετικό:  άρθρο 1 του Π.Δ.153/2003 (ΦΕΚ Α΄  26/28.05.2003)

δ. Η ως άνω εφάπαξ αποζημίωση, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα μέχρι την κατάργηση των ανωτέρω Οργανισμών, καταβάλλεται και σε πρώην υπαλλήλους αυτών, που έχουν ήδη μεταταγεί σε άλλες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και έχουν επιλέξει κατά την ισχύουσα νομοθεσία το καθεστώς πρόνοιας των καταργούμενων Οργανισμών. Από την ημερομηνία καταβολής της εν λόγω εφάπαξ αποζημίωσης οι υπάλληλοι αυτοί εντάσσονται υποχρεωτικά στο καθεστώς πρόνοιας, για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος, που διέπει τους υπαλλήλους της υπηρεσίας στην οποία έχουν ήδη μεταταγεί.

ε. Ο χρόνος υπηρεσίας των υπαλλήλων του προηγούμενου εδαφίου που διανύθηκε μέχρι την καταβολή της εφάπαξ αποζημίωσης, με οποιαδήποτε σχέση στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού και στον Οργανισμό Βάμβακος, καθώς και στις υπηρεσίες, στις οποίες έχουν ήδη μεταταγεί, λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος εφάπαξ βοηθήματος, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των οικείων Ταμείων ή Λογαριασμών, που διέπουν τους υπαλλήλους των υπηρεσιών στις οποίες ήδη υπηρετούν.

στ. Ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής της εφάπαξ αποζημίωσης στους υπαλλήλους των προηγούμενων εδαφίων θα ρυθμιστεί με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Γεωργίας.

Η καταβολή της εφάπαξ αποζημίωσης της παρούσας παραγράφου δεν αίρει το συντάξιμο του χρόνου για τον οποίο καταβλήθηκε.

ζ) Στους πρώην υπαλλήλους των καταργούμενων Εθνικού Οργανισμού Καπνού και  Οργανισμού Βάμβακος, οι οποίοι είχαν ήδη μεταταγεί σε υπηρεσίες του δημόσιου  τομέα προ της κατάργησης των Οργανισμών αυτών και είχαν επιλέξει το καθεστώς  πρόνοιας των υπηρεσιών στις οποίες μετατάχθηκαν, καταβάλλεται εφάπαξ  αποζημίωση για το χρόνο και μόνο της υπηρεσίας τους στους καταργούμενους  Οργανισμούς. Η εφάπαξ αποζημίωση καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο  (Υπουργείο Γεωργίας). Στους υπαλλήλους της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται  ανάλογα και οι διατάξεις των περιπτώσεων ε` και στ` της παρούσας  παραγράφου.

Σημ.: όπως η περ. ζ΄προστέθηκε με την παρ.9 άρθρ.21 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.

9.α. Η ασφαλιστική-συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού, που διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, όπου συντρέχει περίπτωση, γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του κάθε νέου φορέα στον οποίο έχουν υπαχθεί.

β. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για το προσωπικό του παρόντος άρθρου.

10.α. Το τακτικό προσωπικό του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) και του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Θ.), ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετεί κατά την ισχύ του νόμου περί μετατροπής των οργανισμών αυτών σε ανώνυμες εταιρείες και διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αυτές εφαρμόζονται στο ως άνω προσωπικό, με τις διατάξεις του ν.δ.4210/1961 (ΦΕΚ 176 Α`) και του ν.3276/1955 (ΦΕΚ 169Α`), αντίστοιχα, υπάγεται από την ίδια ημερομηνία στην ασφάλιση του κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ.4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α`), όπως ισχύουν κάθε φορά, επιφυλασσομένων των διατάξεων των νόμων 2084/1992 και 2320/1995 για τους νεοασφαλιζόμενους από 1.1.1993 και εφεξής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρ.7 Ν.2747/1999      ΦΕΚ Α 226/27.10.1999.

β. Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών και ο κανονισμός της σύνταξης του πιο πάνω προσωπικού γίνεται βάσει του εκάστοτε βασικού μισθού ενέργειας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα ή την ίδια κατηγορία και αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και ευδοκίμου παραμονής, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου. Επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά, πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες.

γ. Ο χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του Ο.Λ.Π. ή του Ο.Λ.Θ. ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που έχει αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία με βάση καταστατικές ή γενικές διατάξεις, είναι χρόνος ασφάλισης στο Ι.Κ.Α.. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στον Ο.Λ.Π. ή στον Ο.Λ.Θ. πριν την έναρξη της ισχύος του νόμου περί μετατροπής των ανωτέρω Οργανισμών σε ανώνυμες εταιρίες και εκκρεμούν, καθώς και αιτήσεις που θα υποβληθούν μετά την έναρξη της ισχύος του για αναγνώριση χρόνων που προβλέπονταν από τις οικείες διατάξεις των παραπάνω νομικών προσώπων, εξετάζονται από το Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962. Το ποσό της εξαγοράς που αναλογεί στους αναγνωριζόμενους χρόνους καλύπτεται από τον εργαζόμενο και εάν υπερβαίνει το ποσό που θα απαιτείτο για την αναγνώριση με το προϊσχύον καθεστώς, καλύπτεται, κατά το υπερβάλλον και μόνον, από την Ο.Λ.Π. Α.Ε. ή την Ο.Λ.Θ. Α.Ε., κατά περίπτωση. Ειδικά για το χρόνο της στρατιωτικής θητείας για όσους θεμελιώνουν με το χρόνο αυτόν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.1997, τα ποσά της εξαγοράς που αναλογούν, καλύπτονται εξ ολοκλήρου από την Ο.Λ.Π. Α.Ε. ή την Ο.Λ.Θ. Α.Ε., κατά περίπτωση.

δ. Προσωπικό που αναφέρεται στην περίπτωση α` της παρούσας παραγράφου, το οποίο υπηρετεί, κατά τη δημοσίευση του νόμου περί μετατροπής των ανωτέρω οργανισμών σε ανώνυμες εταιρίες, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου Ο.Λ.Π. ή Ο.Λ.Θ., ύστερα από μετάταξη, ένταξη ή διορισμό και έχει επιλέξει το ασφαλιστικό καθεστώς που ίσχυε, στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς της επιλογής του. Οι διπλωματούχοι μηχανικοί, που υπηρετούν ως μόνιμοι υπάλληλοι, κατά τη δημοσίευση του αμέσως ανωτέρω νόμου, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου Ο.Λ.Π. και Ο.Λ.Θ. διατηρούν το δικαίωμα ασφάλισης και στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε..

ε. Οι συντάξεις των συνταξιούχων πρώην υπαλλήλων των Οργανισμών που αναφέρονται στην περίπτωση α` της παρούσας παραγράφου, καθώς και των μελών των οικογενειών τους βαρύνουν από την 1η Μαΐου 1999 το Ι.Κ.Α. και καταβάλλονται από αυτό.

στ. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης περίπτωσης θεωρούνται εφεξής συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. και εξακολουθούν να λαμβάνουν τα ποσά των συντάξεων, που καταβάλλονταν σε αυτούς από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου Ο.Λ.Π. ή Ο.Λ.Θ., τα οποία αυξάνονται εφεξής κατά το ποσοστό των αυξήσεων που χορηγούνται κάθε φορά στους συνταξιούχους πρώην τακτικούς υπαλλήλους του Ι.Κ.Α..

Άρθρο 8
Κατάργηση του Τ.Α.Π.Θ.Ε. και υπαγωγή των ασφαλισμένων του στο Δημόσιο

1. Το Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού Θεραπευτηρίου Ευαγγελισμός (Τ.Α.Π.Θ.Ε.) καταργείται από 1ης Ιουνίου 1999 και το υπαλληλικό προσωπικό του καθίσταται προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στο οποίο μετατάσσεται και καταλαμβάνει υφιστάμενες θέσεις του αντίστοιχου βαθμού και κλάδου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις καταλαμβάνουν αντίστοιχες προσωρινές οργανικές θέσεις, που συνιστώνται με τον παρόντα νόμο και καταργούνται με την προαγωγή τους σε ανώτερο βαθμό ή με την έξοδό τους, με οποιονδήποτε τρόπο, από την υπηρεσία. Η υπηρεσία του προσωπικού αυτού στο καταργούμενο Ταμείο θεωρείται ότι διανύθηκε στη νέα του θέση για κάθε συνέπεια.

2. Τα έσοδα του καταργούμενου Ταμείου που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο ταμείο του, κατά την 31η Μαΐου 1999, περιέρχονται στο Δημόσιο, στην κυριότητα του οποίου περιέρχεται και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο του. Το Δημόσιο αναλαμβάνει τις τυχόν υποχρεώσεις και απαιτήσεις του καταργούμενου Ταμείου, ως καθολικός διάδοχός του.

3. Οι συντάξεις των συνταξιούχων του Τ.Α.Π.Θ.Ε., από 1ης Ιουνίου 1999 και μετά, βαρύνουν το Δημόσιο, καταβάλλονται από αυτό και διέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Οι συνταξιούχοι του ανωτέρω Ταμείου από την ίδια ημερομηνία υπάγονται στην Υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου.

4.α. Οι συντάξεις των συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και τα τυχόν καταβαλλόμενα επιδόματα ανικανότητας ανακαθορίζονται από 1ης Ιουνίου 1999, οίκοθεν, από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με βάση τα ισχύοντα για τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, κατά κλάδους μισθολογικά κλιμάκια, στα οποία εντάσσονται ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα και το συνολικό χρόνο με τον οποίο έχουν συνταξιοδοτηθεί από το Τ.Α.Π.Θ.Ε..

β. Εφόσον κατά την εκτέλεση της πράξης ανακαθορισμού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, το συνολικό ποσό της ανακαθοριζόμενης σύνταξης είναι μικρότερο από το συνολικό ποσό που καταβάλλεται ως σύνταξη την 31η Μαΐου 1999 από το Τ.Α.Π.Θ.Ε., το επιπλέον ποσό διατηρείται ως προσωπική και αμεταβίβαστη διαφορά. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στο συνολικό ποσό της ανακαθοριζόμενης και καταβαλλόμενης σύνταξης περιλαμβάνεται και το τυχόν, αντίστοιχο, επίδομα ανικανότητας.

5.α. Το μόνιμο προσωπικό του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” που είναι ασφαλισμένο στο καταργούμενο Ταμείο, από 1ης Ιουνίου 1999 και μετά, θεωρείται ότι έχει από το διορισμό του σε μόνιμες θέσεις του νοσοκομείου, το ίδιο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας ασφάλισης με το λοιπό μόνιμο μη ιατρικό προσωπικό του ίδιου Νοσοκομείου, το οποίο με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1803/1988 (ΦΕΚ 176 Α`) έχει υπαχθεί αυτοδίκαια στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου. Το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου από 1ης Ιουνίου 1999 και μετά έχει το ίδιο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης με το λοιπό μόνιμο μη ιατρικό προσωπικό του Νοσοκομείου “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, με εξαίρεση τα πρόσωπα που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν συμπληρώσει την ηλικία των σαράντα πέντε (45) ετών, τα οποία υπάγονται από την ανωτέρω ημερομηνία στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Ειδικά για το προσωπικό της παρούσας παραγράφου, που έχει προσληφθεί στο ανωτέρω νοσοκομείο πριν την 1η Ιανουαρίου 1983 και έχει χρόνο ασφάλισης και σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992.

β. Το μη μόνιμο προσωπικό του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, που είναι ασφαλισμένο στο καταργούμενο Ταμείο, υπάγεται από 1ης Ιουνίου 1999 για κύρια σύνταξη, καθώς και για Υγειονομική περίθαλψη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τους ασφαλισμένους του, ενώ για επικουρική ασφάλιση εξακολουθεί να παραμένει στην ασφάλιση των Ταμείων που ήταν ασφαλισμένο μέχρι την 31η Μαΐου 1999. Από την παραπάνω ασφάλιση εξαιρείται το προσωπικό, το οποίο παράλληλα με την ασφάλισή του στο καταργούμενο Ταμείο ασφαλίζεται και στο Ταμείο Νομικών ή στο Τ.Σ.Α.Υ.. Στο προσωπικό αυτό, σε περίπτωση μη συνταξιοδότησής του μέχρι την 31η Μαΐου 1999 από το Τ.Α.Π.Θ.Ε., επιστρέφονται οι εισφορές του ασφαλισμένου που τυχόν καταβλήθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτήν στο καταργούμενο Ταμείο, εφόσον υποβάλει στο Δημόσιο σχετική αίτηση εντός τριών (3) μηνών από την ισχύ του παρόντος. Ο χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του καταργούμενου Ταμείου, συμπεριλαμβανομένου και αυτούς που έχει αναγνωριστεί και εξαγοραστεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία με βάση τις καταστατικές ή γενικές διατάξεις, θεωρείται ως χρόνος ασφάλισης στον κλάδο συντάξεων του Ι.Κ.Α.. Ειδικά για το προσωπικό του οποίου οι ειδικότητες απασχόλησής του στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α., ο χρόνος ασφάλισής του, που διανύθηκε στο καταργούμενο Ταμείο με τις ειδικότητες αυτές, λαμβάνεται υπόψη για τη Συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων αυτού. Η επιβάρυνση που προκύπτει για το Ι.Κ.Α. θα καθοριστεί ύστερα από αναλογιστική μελέτη, που θα συνταχθεί από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και θα καταβληθεί εφάπαξ από το Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την ισχύ του παρόντος.

γ. Το μη μόνιμο προσωπικό του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο  ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” που είχε αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν από την 31.5.1999  και  είχε παράλληλα ασφάλιση στο Ταμείο Νομικών ή στο Τ.Σ.Α.Υ., μπορεί να  αναγνωρίσει στο Ι.Κ.Α. τον ασφαλιστικό χρόνο που διήνυσε στο καταργούμενο  Ταμείο, με την προϋπόθεση ότι κατά την αποχώρησή του δεν επεστράφησαν οι  εισφορές που κατέβαλλε στο Ταμείο αυτό.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 4 παρ.5  Ν.3513/2006,     ΦΕΚ Α 265/5.12.2006.

Σχετικό:  παρ.5 και 6 άρθρ.10 Ν.2747/1999

6. Ειδικά οι υπάλληλοι και οι ασφαλισμένοι του καταργούμενου Ταμείου δύνανται, για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος, να διατηρήσουν με ανέκκλητη δήλωσή τους, που υποβάλλεται στην υπηρεσία τους σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το καθεστώς του ν. 103/1975 (ΦΕΚ 167 Α`), αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής τους, από της κατάργησης του ανωτέρω Ταμείου, στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.). Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ο Λογαριασμός του ν. 103/1975 που λειτουργεί στο καταργούμενο Ταμείο, από 1ης Ιουνίου 1999 μεταφέρεται στον αντίστοιχο λογαριασμό που τηρείται στο Νοσοκομείο “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, ο οποίος και αναλαμβάνει όλα τα σχετικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις έναντι των υπαλλήλων του καταργούμενου Ταμείου.

7. Το κλείσιμο της διαχείρισης του καταργούμενου Ταμείου και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σχετικό: παρ.14 αρθρ.58 και παρ.5 αρθρ.113 του Κώδικα Πολιτικών και  Στρατιωτικών Συντάξεων,όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ.8 άρθρ.3  Ν.3408/2005,ΦΕΚ Α 272

Άρθρο 9
Συνταξιοδότηση αιρετών νομαρχών

1. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής :

“11. Όσοι διετέλεσαν ή διατελούν νομάρχες ή πρόεδροι νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, από 1ης Ιανουαρίου 1995 και εφεξής αποκτούν δικαίωμα μηνιαίας χορηγίας από το Δημόσιο, εφόσον συμπληρώσουν οκταεκτή τουλάχιστον θητεία στις θέσεις αυτές. Για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και για τον υπολογισμό της σύνταξης συνυπολογίζεται και θητεία σε θέση αιρετού δημάρχου ή προέδρου κοινότητας ή χρόνος βουλευτείας, εφόσον δεν χρησίμευσαν για απόκτηση χορηγίας ή σύνταξης από τις θέσεις αυτές”.

2. Στο τέλος του άρθρου 15 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής :

“10. Η μηνιαία χορηγία των νομαρχών και των προέδρων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων της παραγράφου 11 του άρθρου 1 του παρόντος συνίσταται σε τόσα εικοστά πέμπτα των μηνιαίων εξόδων παράστασης που λαμβάνουν κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία, όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας τους στις θέσεις αυτές. Σε κάθε περίπτωση το ποσό της μηνιαίας χορηγίας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα ογδόντα εκατοστά (80/100) ή τα είκοσι εικοστά πέμπτα (20/25) των εξόδων παράστασης της αντίστοιχης θέσης”.

3. Τα έξοδα παράστασης των νομαρχών και προέδρων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων υπόκεινται σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τους τακτικούς πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους.

4. Οι νομάρχες και οι πρόεδροι των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Α.Δ.Κ.Υ.) με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους δημάρχους και στην Υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους τακτικούς δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Εάν για κάποιο από τα παραπάνω πρόσωπα προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις υποχρεωτική ασφάλιση σε περισσότερους του ενός φορείς υγειονομικής περίθαλψης, λόγω ιδιότητας και απασχόλησης, τα πρόσωπα αυτά ασφαλίζονται υποχρεωτικά μόνο σε ένα φορέα, τον οποίο επιλέγουν με δήλωσή τους που υποβάλλεται στους οικείους φορείς και στη Διεύθυνση Οικονομικού της οικείας νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών, για όσους μεν υπηρετούν, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, για τους εφεξής δε εκλεγόμενους στις θέσεις αυτές, από την ορκωμοσία τους. Για τη λήψη εξόδων κηδείας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του φορέα στον οποίο ασφαλίζονται τα πρόσωπα της παρούσας παραγράφου για υγειονομική περίθαλψη.

5. Η ασφαλιστική ή συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων, που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1995 μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως ισχύουν κάθε φορά.

Οι εισφορές για την κατοχύρωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των νομαρχών από την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταβάλλονται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.3 άρθρ.11 Ν.2839/2000,     ΦΕΚ Α 196/12.9.2000.

6. Οι νομάρχες και οι πρόεδροι των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων συνταξιοδοτούνται όταν συμπληρώσουν το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους.

7. Για την αύξηση των χορηγιών του παρόντος άρθρου, καθώς επίσης και για τα λοιπά συνταξιοδοτικά θέματα που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις περί χορηγίας δημάρχων, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

Άρθρο 10
Χορηγίες δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων

1. Για τον υπολογισμό της μηνιαίας χορηγίας των δημάρχων και των προέδρων κοινοτήτων, από 1ης Ιανουαρίου 1998 λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα παράστασης που τους καταβάλλονται κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1518/1985 (ΦΕΚ 30 Α`) αντικαθίσταται από 1ης Ιανουαρίου 1998, ως εξής :

“Οι χορηγίες των δημάρχων και των προέδρων κοινοτήτων αυξάνονται σύμφωνα με την ακολουθούμενη κάθε φορά επί των πολιτικών συντάξεων του Δημοσίου μισθολογική πολιτική”.

3. Οι κανονιζόμενες από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά χορηγίες δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων αυξάνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την πρώτη του αμέσως επόμενου έτους εκείνου που απομακρύνονται από τη θέση τους. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τις χορηγίες των δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων, οι οποίες κανονίζονται μεν μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, η έναρξη δε της πληρωμής τους αναστέλλεται λόγω μη Συμπλήρωσης του κατά περίπτωση απαιτούμενου ορίου ηλικίας.

4. Οι Χορηγίες δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων που έχουν κανονισθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1997 και δεν έχει αρχίσει η καταβολή τους λόγω μη Συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, θα καταβληθούν προσαυξημένες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τις χορηγίες όσων έχουν αποχωρήσει μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και δεν έχουν αναγνωρίσει το σχετικό δικαίωμα.

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και για τις χορηγίες των προέδρων κοινοτήτων, των οποίων οι κοινότητες συνενώθηκαν σε δήμους ή με δήμους.

6. Κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού ή την αναπροσαρμογή ή την αύξηση των ανωτέρω χορηγιών με διαφορετικό τρόπο, από 1ης Ιανουαρίου 1998, καταργείται.

7. Οι πρόεδροι των κοινοτήτων, οι οποίες αναγνωρίστηκαν σε δήμους με τις διατάξεις της παραγράφου 27 του άρθρου 6 του ν. 2240/1994 (ΦΕΚ 153 Α`) και τις όμοιες των προεδρικών διαταγμάτων 429, 430 και 431/1994 (ΦΕΚ 242 Α`), θεωρείται ότι εξαντλούν όλη τη θητεία για την οποία εκλέχθηκαν στο αξίωμα αυτό και ο χρόνος μέχρι τη λήξη της θητείας τους λογίζεται πραγματική υπηρεσία προέδρου κοινότητας και συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση, τον υπολογισμό και την αύξηση της χορηγίας.

8. Οι πρόεδροι των κοινοτήτων στις οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 41 του π.δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α`) έπειτα από απόφαση του οικείου νομάρχη, οι εκλογές διενεργήθηκαν τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 1995 και των οποίων η θητεία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 1998, λόγω κατάργησης της ανωτέρω διάταξης, θεωρείται ότι εξαντλούν όλη τη θητεία για την οποία εκλέχθηκαν στο αξίωμα αυτό και ο χρόνος μέχρι τη λήξη της θητείας τους λογίζεται πραγματική υπηρεσία προέδρου κοινότητας και συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση, τον υπολογισμό και την αύξηση της χορηγίας.

Άρθρο 11
Έκταση εφαρμογής – Οικονομικά αποτελέσματα

1. Όπου συντρέχει περίπτωση και δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος που διέπεται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α`). Επίσης όπου δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις εφαρμόζονται και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών κατά το παρελθόν, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει.

2. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Άρθρο 12
Υγειονομική περίθαλψη

1. Οι διατάξεις του β.δ. 655/1962 (ΦΕΚ 167 Α`), όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, επεκτείνονται και στις εξής κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου :

α) Στους υπαλλήλους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του ν.δ. 874/1971 (ΦΕΚ 81 Α`).

β) Στο μόνιμο προσωπικό των Κέντρων Παιδικής Μέριμνας και το μόνιμο βοηθητικό προσωπικό των Κρατικών Παιδικών Σταθμών και Κρατικών Βρεφονηπιακών Σταθμών που υπάγεται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου.

2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 13
Ρύθμιση διαφόρων θεμάτων

1.(α. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των μελών του μόνιμου καλλιτεχνικού προσωπικού της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (Κ.Ο.Α.), της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (Κ.Ο.Θ.) και της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής (Ο.Λ.Σ.) καθορίζεται από 1.1.1999 με βάση το βασικό μισθό της κατηγορίας του μουσικού, με τους παρακάτω συντελεστές, στρογγυλοποιούμενος στην πλησιέστερη εκατοντάδα :

Μουσικός :                   1,00

Κορυφαίος Β :                1,38

Κορυφαίος Α :                1,55

Αρχιμουσικός – Εξάρχων :     1,63

Για τη διαμόρφωση των ανωτέρω βασικών μισθών, ο μηνιαίος βασικός μισθός του μουσικού ορίζεται σε διακόσιες είκοσι χιλιάδες (220.000) δραχμές).

β. Στους βασικούς μισθούς των ανωτέρω κατηγοριών του μόνιμου καλλιτεχνικού προσωπικού χορηγείται μισθολογική προσαύξηση ανά πενταετία προϋπηρεσίας και μέχρι έξι (6) προσαυξήσεις, ίση με το ένα έκτο (1/6) της διαφοράς της επόμενης κατηγορίας. Για την κατηγορία των Αρχιμουσικών και Εξαρχόντων η μισθολογική προσαύξηση είναι ίση με το ένα έκτο (1/6) της διαφοράς της προηγούμενης κατηγορίας.

γ. Στο ανωτέρω καλλιτεχνικό προσωπικό παρέχονται από την ίδια χρονολογία και τα εξής επιδόματα κατά μήνα :

i) Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και του άρθρου 17 του ν. 2470/1997, σε συνδυασμό με το εδάφιο 8 της παραγράφου Γ του άρθρου 69 του ν. 2065/1992.

ii) Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997.

iii) Ειδικό μουσικό επίδομα, οριζόμενο σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του εισαγωγικού βασικού μισθού του Κορυφαίου Α.

iv) Ειδικό επίδομα για τη διευκόλυνση αγοράς και συντήρησης και επισκευής  οργάνων, οριζόμενο σε τριακόσια σαράντα πέντε (345) ευρώ κατά μήνα.

v) Οικογενειακή παροχή, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου.

vi) Επιδόματα εορτών και άδειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του ν. 2470/1997).

Οι διατάξεις των εδαφίων 14, 15, 16 και 17 της παραγράφου Γ του άρθρου 69 του ν. 2065/1992, της παραγράφου 14 του άρθρου 6 του π.δ. 76/1993, καθώς και κάθε άλλη ειδική διάταξη, που ρυθμίζει θέματα τα οποία δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 7 του Ν.3075/2002 (Α΄ 297) και η περ.β΄ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 160 του ν.4472/2017

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!: το άρθρο 55 Ν.3205/2003

2. Επιτρέπεται η χορήγηση στους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς του Ε.Σ.Υ. εφάπαξ κατ` έτος ποσού, το ύψος του οποίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται ο χρόνος και ο τρόπος της καταβολής του ποσού αυτού, κάθε άλλη λεπτομέρεια, καθώς και τα κριτήρια ελέγχου και αξιολόγησης για την αποτελεσματική εφαρμογή της φαρμακευτικής πολιτικής στα νοσοκομεία με την καθιέρωση της ατομικής συνταγής, του νοσοκομειακού συνταγολογίου, της χρέωσης φαρμάκου εκτός κλειστού νοσηλίου και την ορθολογική διαχείριση των πόρων για την υγεία.

Το ως άνω εφάπαξ κατ` έτος ποσό χορηγείται και στους φαρμακοποιούς του Ο.Γ.Α. και των ασφαλιστικών ταμείων, που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται το ύψος του εφάπαξ ποσού, ο χρόνος και ο τρόπος της καταβολής του, τα κριτήρια ελέγχου και αξιολόγησης για την  αποτελεσματική εφαρμογή της φαρμακευτικής πολιτικής στα ασφαλιστικό ταμεία,καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε ` με το      άρθρ.43 Ν.2972/2001,ΦΕΚ Α 291/27.12.2001 και στη συνέχεια με τα  άρθρα 34 και 35  Ν.4354/2015,ΦΕΚ Α 176/16.12.2015.

3.α. Η διάταξη του εδαφίου στ` της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 754/1978 (ΦΕΚ 75 Α`), που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 1041/1980 (ΦΕΚ 75 Α`), εξακολουθεί να ισχύει και υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997 για τους γιατρούς του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) που μισθοδοτούνται βάσει των διατάξεων του νόμου αυτού (ν. 2470/1997).

β. Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`) έχει εφαρμογή και στις διπλωματούχες ανωτέρων σχολών επισκέπτριες υγείας και μαίες του Ι.Κ.Α., από την έναρξη της ισχύος της.

γ. Οι διατάξεις του εδαφίου α` της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του π.δ. 904/1978 (ΦΕΚ 217 Α`), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 38 του ν. 2008/1992 (ΦΕΚ 16 Α`), έχουν εφαρμογή και στους με ειδική σύμβαση του ν.δ. 1204/1972, γιατρούς του Ι.Κ.Α. που μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 2470/1997.

δ. Στους γιατρούς των νοσοκομείων του Ι.Κ.Α. που μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 2470/1997 καταβάλλεται το νοσοκομειακό επίδομα της περίπτωσης α` της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997.

4. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 2470/1997 έχει εφαρμογή και στους Γενικούς Διευθυντές Περιφέρειας.

5. Οι μηνιαίες αποδοχές των μονίμων υπαλλήλων που αμείβονται με ποσοστά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερες του μισού βασικού μισθού του Μ.Κ. 36 του ν. 2470/1997. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.1997.

6.α. Το κίνητρο παραγωγικότητας και αποδοτικότητας του άρθρου 21 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α`), του προσωπικού των Οργανισμών Λιμένων Πειραιά, Θεσσαλονίκης και των Λιμενικών Ταμείων Πατρών, Ρεθύμνου, Μαγνησίας, Χανίων, Καβάλας, Ηρακλείου και Ελευσίνας για το χρονικό διάστημα από 1.7.1996 μέχρι 31.12.1996 ορίζεται στο ίδιο ύψος που είχε καθορισθεί με την αριθμ. 2089821/12714/0022/1997 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 20 Β`/1998).

β. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 67 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α`) εξακολουθούν να ισχύουν και υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 2470/1997.

7. Οι ρυθμίσεις της περίπτωσης III της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του π.δ. 904/1978 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό της Ομάδας Συντήρησης Υποβρυχίων και Θαλάσσιων Εγκαταστάσεων (Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.) της Πολεμικής Αεροπορίας.

8. Στο άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α`) προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Επίσης, η συνδρομή που καταβάλλεται από τους εργαζόμενους για τη χρήση της Τράπεζας Πληροφοριών “ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ – Π.Ο.Ε. – Δ.Ο.Υ.”, στην ιδιοκτήτρια αυτού Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Π.Ο.Ε. – Δ.Ο.Υ.), βαρύνει τον Προϋπολογισμό Εξόδων του Υπουργείου Οικονομικών κατά 50% της ετήσιας δαπάνης.

Η διαδικασία και ο τρόπος καταβολής της συνδρομής καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.1999″.

9. Σε περίπτωση που ο λογαριασμός υπαλλήλου, συνταξιούχου ή βοηθηματούχου πιστώθηκε μετά το θάνατό του με ποσά μισθού, σύνταξης ή βοηθήματος που δεν εδικαιούτο και τα ποσά αυτά παραμένουν στο λογαριασμό του, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να τα επιστρέψει στον οικείο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να τα επιστρέψει στον οικείο φορέα μισθοδοσίας ή συνταξιοδότησης του υπαλλήλου, συνταξιούχου ή βοηθηματούχου με χρέωση του συγκεκριμένου λογαριασμού. Αν το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για την ολοσχερή επιστροφή τους, η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος εξαντλείται με την επιστροφή του υπάρχοντος υπολοίπου. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την επικουρική σύνταξη από τα επικουρικά Ταμεία, καθώς και για το μέρισμα από το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων.

Σχετικό:  παρ.1 άρθρ.19 Ν.2972/2001,ΦΕΚ Α 291/27.12.2001

Στις ανωτέρω περιπτώσεις και όταν τα αχρεωστήτωςπιστωθέντα ποσά έχουν αναληφθεί εν όλω ή εν μέρει από τρίτα πρόσωπα, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ύστερα από αίτηση του φορέα μισθοδοσίας ή συνταξιοδότησης, να γνωστοποιούν σε αυτόν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού των υπαλλήλων ή συνταξιούχων που απεβίωσαν, καθώς και όποια στοιχεία έχουν για το πρόσωπο που ανέλαβε τις αχρεωστήτωςπιστωθείσες αποδοχές ή συντάξεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2      άρθρ.19 Ν.2972/2001,ΦΕΚ Α 291/27.12.2001

Σχετικό:  άρθρο 16 παρ.4 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004,

10. Οι ληξίαρχοι του Κράτους αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους ασφαλιστικούς φορείς κύριας ασφάλισης αντίγραφα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου, ανάλογα με την ιδιότητα του θανόντος, η οποία θα δηλώνεται κατά την έκδοση της ανωτέρω πράξης (συνταξιούχος Δημοσίου, συνταξιούχος Ι.Κ.Α., συνταξιούχος Τ.Ε.Β.Ε.).

Σχετικό: άρθρο 32 παρ.10 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α  48/12.2.2004

11. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`), προστίθεται εδάφιο δ`, με ισχύ από 1.1.1999, που έχει ως εξής :

“δ. Ο συνολικός αριθμός ωρών υπερωριακής, νυχτερινής και εξαιρέσιμων ημερών εργασίας για το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ν.δ. 2592/1953 (ΦΕΚ 254 Α`), πλην ιατρών. Η κατανομή των ωρών κατά νοσοκομείο ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας ανάλογα με τις εμφανιζόμενες ανάγκες κάθε νοσοκομείου. Ο αριθμός των συμμετεχόντων στις ανωτέρω εργασίες κατά νοσοκομείο και οι ώρες κατά εργαζόμενο καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του νοσοκομείου”.

12. Οι αποδοχές των υπαλλήλων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., που εντάσσονται στο σύστημα πληρωμής αποδοχών του άρθρου 1 του ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α`), καταβάλλονται σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους τακτικούς υπαλλήλους των ανωτέρω υπηρεσιών.

13. Στους συνταξιούχους που υπηρετούν σε θέσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με οποιαδήποτε σχέση, καθώς και σε θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών και της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, δύναται να καταβάλλεται ειδική κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων των θέσεων αυτών, για την κάλυψη πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους.

Το ύψος των εξόδων αυτών, για όσους υπηρετούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από σχετική πρόταση του Γενικού Γραμματέα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ενώ για τους λοιπούς με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής μπορεί να έχουν και αναδρομική ισχύ.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 του ν.4456/2017.

Σχετικό:  παρ.1 άρθρου 5 Ν.3146/2003

14. Στα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών που κατέχουν νόμιμα και δεύτερη έμμισθη θέση εφαρμόζονται, από την έναρξη της ισχύος τους, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α`), χωρίς τον περιορισμό του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α`).

15. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 15 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α`) αντικαθίστανται από της ισχύος τους, ως εξής :

“2. Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή και εξυπηρετείται από δική της γραμματεία. Η Αρχή δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη της Αρχής απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η Αρχή υπάγεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και εδρεύει στην Αθήνα.

3. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται σε ειδικό φορέα, που ενσωματώνεται στον ετήσιο Προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Διατάκτης της δαπάνης είναι ο Πρόεδρος της Αρχής ή ο αναπληρωτής του”.

16. Στο άρθρο 20 του ν. 2472/1997 προστίθεται παράγραφος 10 που έχει ως εξής :

“10. Στο προσωπικό της Γραμματείας της Αρχής, πλέον του μισθού και των λοιπών επιδομάτων που καταβάλλονται κάθε φορά στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μπορεί να καταβάλλεται και πρόσθετη ειδική αμοιβή που καθορίζεται κατά κατηγορία, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης”.

17. Η ημερομηνία 30.4.1999, που αναφέρεται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 16 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α`), μετατίθεται στις 30.4.2000.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να μετατίθεται η ανωτέρω ημερομηνία και να ρυθμίζονται λεπτομέρειες υλοποίησης του μέτρου αυτού.

18. Οι μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, κατ` αντιστοιχία των αποδοχών του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η μηνιαία αποζημίωση του αναπληρωτή Προέδρου και των λοιπών μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης καθορίζεται με την πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση και δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου. Με την ίδια απόφαση μπορεί επίσης να καθορίζεται και πρόσθετη ημερήσια αποζημίωση για τα μέλη που κατοικούν εκτός του νομού Αττικής.

Με όμοια απόφαση καθορίζεται και το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του επιστημονικού προσωπικού, κάθε κατηγορίας και ειδικότητας, που προσλαμβάνεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Για τον καθορισμό των αποδοχών του επιστημονικού προσωπικού λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη η πλήρης και αποκλειστική απασχόλησή του. Το συνολικό ύψος των αποδοχών αυτών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις μηνιαίες αποδοχές του αντίστοιχου επιστημονικού προσωπικού που προσλαμβάνεται στο Συνήγορο του Πολίτη.

Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 2644/1998 (ΦΕΚ 233 Α`).

19. Οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2217/1994 ισχύουν και για τους δημάρχους οι οποίοι δεν ασκούν το επάγγελμα, για το οποίο έχουν ασφαλιστεί.

Άρθρο 14
Ανώτατο όριο αποδοχών
Από 1ης Ιανουαρίου 1999 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α`) και το ανώτατο όριο των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών διέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 4 του ν. 2512/1997 (ΦΕΚ 138 Α`), της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`), του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α`) και της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου κατά τις διακρίσεις των διατάξεων αυτών.

Από το κατά τα ως άνω Ανώτατο όριο αποδοχών εξαιρούνται τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι.. Τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. ή Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης που κατέχουν έμμισθη θέση στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και σε Ν.Π.Δ.Δ. λαμβάνουν από το ίδρυμά τους ως μηνιαίες αποδοχές το ένα τρίτο των συνολικών αποδοχών και επιδομάτων (πλην οικογενειακής παροχής) αντίστοιχης βαθμίδας πλήρους απασχόλησης με τα ίδια έτη υπηρεσίας και το σύνολο των αποδοχών τους προβλέπονται από τη β` έμμισθη θέση. Η οικογενειακή παροχή καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν, 2470/1997.

Σχετικό: παρ.1 άρθρ.14 Ν.2768/1999 και παρ.4 άρθρ.34 Ν.2768/1999

Άρθρο 15
Ανώτατο όριο πρόσθετων αμοιβών
Το άρθρο 3 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) αντικαθίσταται από 1.1.1997 ως εξής :

“Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α`), οι πρόσθετες μηνιαίες αμοιβές ή απολαβές των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών, του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., από συμμετοχή τους σε μόνιμα ή ευκαιριακά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών (συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας) δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ποσοστό της παραγράφου 5 του άρθρου 19 του ν. 2470/1997”.

Η ως άνω διάταξη δεν ισχύει προκειμένου για μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης.

Σχετικό:  παρ.11 άρθρ.11 Ν.2954/2001

Σχετικό: παρ.1 άρθρ.14 Ν.2768/1999

Σχετικό:  παρ.5 άρθρ.42 Ν.3105/2003

Σχετικό:  παρ.12 άρθρ.8 Ν.3219/2004

Άρθρο 16
Κύρωση απόφασης
Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου η με αριθ. πρωτ. 2082100/4096/0022/ 10.12.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, της οποίας το κείμενο έχει ως εξής :

“Απόφαση

Αριθμ. πρωτ. 2082100/4096/0022/10.12.1998

ΘΕΜΑ : Μισθοδοσία υπαλλήλων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων που δεν εντάσσονται στο Τραπεζικό Σύστημα από 1.1.1999.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Έχοντας υπόψη :

1. Τις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 (ΦΕΚ 254 Α`).

2. Τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`) “Περί αναπροσαρμογής συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις”.

3. Τις διατάξεις του ν. 2303/1995 (ΦΕΚ 80 Α`) “Περί πληρωμής αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων μέσω τραπεζικού συστήματος και άλλες διατάξεις”.

4. Την αριθμ. 2026179/1204/0022/23.4.1998 κοινή απόφασή μας “Περί επέκτασης πληρωμής αποδοχών μέσω τραπεζών στους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητάς του”.

5. Το γεγονός ότι οι αποδοχές των μονίμων υπαλλήλων των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του ν.δ. 2592/1953, των αποκεντρωμένων μονάδων αυτών και του Ε.Κ.Α.Β. μετά των παραρτημάτων του καταβάλλονται από 1.1.1999 μέσω του τραπεζικού συστήματος.

6. Το γεγονός ότι το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό, καθώς και το μόνιμο προσωπικό των ανωτέρω υπηρεσιών που έχει ασφαλιστικό φορέα το Ι.Κ.Α. δεν μπορεί επί του παρόντος να ενταχθεί στο τραπεζικό σύστημα, λόγω της αλλαγής του τρόπου απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών στο Ι.Κ.Α. και μέχρι της τακτοποιήσεως αυτού.

7. Το γεγονός ότι το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α`) δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

8. Το γεγονός ότι οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. αδυνατούν να ελέγξουν και να εξοφλήσουν τις μισθοδοτικές καταστάσεις λόγω του μεγάλου αριθμού των υπαλλήλων που παραμένουν εκτός τραπεζικού συστήματος.

9. Το γεγονός ότι οι σχετικές πιστώσεις για το 1999 έχουν γραφεί στον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.

10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Αποφασίζουμε

1. Ορίζουμε ότι η μισθοδοσία του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού, καθώς και του μόνιμου προσωπικού των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, των αποκεντρωμένων μονάδων αυτών και του Ε.Κ.Α.Β. μετά των παραρτημάτων του, που έχει ασφαλιστικό φορέα το Ι.Κ.Α., καθώς και των μόνιμων υπαλλήλων των υπηρεσιών αυτών, που για οποιονδήποτε λόγο δεν κατέστη δυνατή η ένταξή τους στο τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2303/1995 και την αριθμ. 13045/16.10.1998 εγκύκλιο της Διεύθυνσης Οικονομικού του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, θα διενεργείται από 1.1.1999 με χρηματικά εντάλματα πληρωμής, τα οποία θα εκδίδουν οι παραπάνω υπηρεσίες με την ισχύουσα μέχρι σήμερα διαδικασία και σε βάρος των πιστώσεων του ειδικού φορέα “Δαπάνες Υγείας” και των οικείων Κ.Α.Ε. του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας που έχουν γραφεί οι σχετικές πιστώσεις.

2. Τα χρηματικά εντάλματα θα αποστέλλονται έγκαιρα για εξόφληση στις οικείες Δ.Ο.Υ., οι οποίες θα ακολουθούν τη συνήθη διαδικασία εξοφλήσεώς τους και θα αποδίδουν τις αναγραφόμενες στο ένταλμα κρατήσεις.

3. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την υπογραφή της.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ      ΚΑΙ      Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ         ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ                    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ         Λ. Παπαδήμας                    Ν. Χριστοδουλάκης”.

Άρθρο 17
Ανάθεση μελετών ΚΕ.Π.Ε.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :

“Επίσης μπορεί να ανατεθεί με αμοιβή η εκπόνηση πάσης φύσεως μελετών που ανάγονται στους σκοπούς του ΚΕ.Π.Ε. σε σχολές ή καθηγητές ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σε ερευνητικά κέντρα και ιδρύματα ή σε ειδικούς επιστήμονες με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατίθενται, με αμοιβή, βοηθητικές εργασίες για την εκπόνηση των πιο πάνω μελετών και σε άλλα πρόσωπα”.

Άρθρο 18
Μείωση εισφορών δανείων

1. Από 1.4.1999 εφαρμόζεται ενιαίος συντελεστής 0,12% ετησίως της εισφοράς του ν. 128/1975, όπως ισχύει σε όλα τα στεγαστικά δάνεια και τα ανεξόφλητα υπόλοιπα ήδη χορηγηθέντων στεγαστικών δανείων σε δραχμές ή συνάλλαγμα την παραπάνω ημερομηνία, ανεξαρτήτως του πιστωτικού ιδρύματος από το οποίο χορηγούνται ή χορηγήθηκαν.

2. Το ποσοστό της εισφοράς 1,2% του ν. 128/1975, ετησίως όπως ισχύει, επί των πάσης φύσεως χορηγήσεων σε δραχμές ή συνάλλαγμα από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού μειώνεται από 1.4.2000 σε 0,6%.

3. Ο συντελεστής 0,12% ετησίως εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, όπως ισχύει, επί των πάσης φύσεως χορηγήσεων σε δραχμές ή συνάλλαγμα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή αγροτικούς συνεταιρισμούς που ασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα με τη γεωργία, κτηνοτροφία ή αλιεία, οι οποίες χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα από 1.4.1999 με την προϋπόθεση ότι οι χορηγήσεις αυτές παρέχονται για τους σκοπούς των ανωτέρω δραστηριοτήτων.

4. Οι χρηματοδοτήσεις καταναλωτικής πίστης που θα χορηγηθούν από 1.4.1999 από οποιοδήποτε ελληνικό πιστωτικό ίδρυμα επιβαρύνονται με την εισφορά του ν. 128/1975 ύψους 1,2% ετησίως, το οποίο μειώνεται σύμφωνα με την ανωτέρω παρ. 2. Για τις χρηματοδοτήσεις καταναλωτικής πίστης που χορηγούνται από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σε φυσικά πρόσωπα, που ασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα με τη γεωργία, κτηνοτροφία ή αλιεία, εξακολουθεί να ισχύει το ποσοστό της εισφοράς 0,12% ετησίως που προβλέπεται από το εδάφιο ιι` της παραγράφου 2 του κεφαλαίου Α` της Κ.Υ.Α. υπ` αριθμ. 27550/Β.1135/1.9.1997 (ΦΕΚ 190 Α`/97).

5. Τα κοινοπρακτικά και ομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα που προβλέπονται από την Κ.Υ.Α. αριθμ. 1095776/8065-26/0016 ΠΟΛ 1261/22.9.1997 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τα οποία συνάπτονται από 1.4.1999 και τα οποία είναι ύψους μικρότερου του ισότιμου των 15 δισ. δραχμών κατά την ημερομηνία σύναψής τους επιβαρύνονται με εισφορά ύψους 1,2% ετησίως, το οποίο μειώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Δεν υπάγονται στην εισφορά του ν. 128/1975, όπως ισχύει, τα δάνεια ή οι πιστώσεις που συνάπτονται από επιχειρήσεις για επενδύσεις οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδιαζούσης σημασίας για την οικονομία της Χώρας και έχουν με σύμβαση υπαχθεί στις διατάξεις των νόμων 2687/1953 και 4171/1961.

6. Η δαπάνη που προκαλείται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Άρθρο 19
Αποχώρηση προσωπικού OLYMPIC CATERING
Σχετικό:  παρ.15 Β άρθρου 10 Ν.3863/2010,ΦΕΚ Α 115/15.7.2010

1. Οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. για τον Κλάδο Σύνταξης εργαζόμενοι της OLYMPIC CATERING, οι οποίοι είχαν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους και δικαιούνται πλήρη σύνταξη γήρατος ανεξάρτητα από ηλικία, αν πραγματοποιήσουν 10.500 ημέρες ασφάλισης από τις οποίες 4.500 τουλάχιστον στην OLYMPIC CATERING ή 9.000 ημέρες ασφάλισης από τις οποίες 4.500 τουλάχιστον στην παραπάνω εταιρεία και συμπληρώσουν το 57ο έτος της ηλικίας τους.

2. Οι ίδιοι ασφαλισμένοι μπορούν να αποχωρήσουν προαιρετικά από την υπηρεσία τους και να πάρουν πλήρη σύνταξη γήρατος, ανεξάρτητα από ηλικία, αν έχουν πραγματοποιήσει οι μεν άνδρες 9.000 ημέρες ασφάλισης, οι δε γυναίκες 7.500 ημέρες ασφάλισης, από τις οποίες 4.500 τουλάχιστον ημέρες στην OLYMPIC CATERING (άνδρες-γυναίκες).

3. Οι παραπάνω ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας αν καταστούν ανάπηροι κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 και με τις προϋποθέσεις και όρους που προβλέπονται από τις διατάξεις για τις παροχές Κλάδου Συντάξεων της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α..

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α`) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στο παραπάνω προσωπικό.

4. Για τις εκτός OLYMPIC CATERING ημέρες ασφάλισης, οι οποίες σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 υπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καταβάλλεται για τις σε κάθε περίπτωση απαιτούμενες ελάχιστες ημέρες ασφάλισης, εισφορά αναγνώρισης, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 8,72% επί των κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από το εκάστοτε τεκμαρτό ποσό της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α. και βαρύνει κατά 50% την OLYMPIC CATERING και κατά 50% τους ίδιους τους ασφαλισμένους. Για τους υπαγόμενους στον κανονισμό βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων το ανωτέρω ποσοστό ορίζεται σε 5,12%.

5. Η αναγνώριση χρόνου στρατιωτικής θητείας, στην οποία περιλαμβάνεται και ο χρόνος εφεδρικής υπηρεσίας που διανύθηκε υποχρεωτικά, που απαιτείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης και δεύτερης παραγράφου, γίνεται με καταβολή εισφοράς που ανέρχεται για κάθε μήνα σε ποσοστό 28,72% επί των κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αποδοχών των ασφαλισμένων, που υπόκεινται σε εισφορές και οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από το εκάστοτε τεκμαρτό ποσό της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α. και βαρύνει : α) εξ ολοκλήρου την OLYMPIC CATERING για όσους κατά τη δημοσίευση του παρόντος ασφαλισμένους αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και β) κατά ποσοστό 19,92% την OLYMPIC CATERING και ποσοστό 8,80% τους κατά τη δημοσίευση του παρόντος ασφαλισμένους που αποχωρούν προαιρετικά από την υπηρεσία τους σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου.

Αν ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας των παραπάνω ασφαλισμένων έχει αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί κατ` εφαρμογή άλλων διατάξεων, καταβάλλεται για την αναγνώριση του απαιτούμενου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εισφορά η οποία ανέρχεται για κάθε μήνα που αναγνωρίζεται σε ποσοστό 8,72% επί των, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από το εκάστοτε τεκμαρτό ποσό της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α. και βαρύνει : α) την OLYMPIC CATERING για το προσωπικό που αποχωρεί υποχρεωτικά και β) κατά ποσοστό 5,81% την OLYMPIC CATERING και ποσοστό 2,91%, το προσωπικό που αποχωρεί προαιρετικά από την υπηρεσία του.

6. Η εξόφληση του ποσού της εξαγοράς των προηγούμενων παραγράφων 4 και 5 γίνεται κατά το μέρος που βαρύνει την OLYMPIC CATERING σε 10 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις, κατά δε το μέρος που βαρύνει τους ασφαλισμένους είτε εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 10%, είτε τμηματικά σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση μην εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης, το ποσό αυτής επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης το ποσό της οφειλής παρακρατείται από το ποσό της σύνταξης.

7. Η συνολική εισφορά υπέρ του Κλάδου Σύνταξης του Ι.Κ.Α. για το προσωπικό της OLYMPIC CATERING λόγω ειδικής επιβάρυνσης του κλάδου αυτού από τις διατάξεις του παρόντος, οι οποίες διέπουν τη συνταξιοδότηση του παραπάνω προσωπικού, ορίζεται σε ποσοστό 28,72% επί των αποδοχών των ασφαλισμένων που υπόκεινται σε εισφορές, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από το εκάστοτε τεκμαρτό ποσό της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α. και βαρύνει την εργοδότρια εταιρεία σε ποσοστό 17,29% και το προσωπικό σε ποσοστό 11,43%.

8. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α`) έχει ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό της OLYMPIC CATERING που αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς επίσης και για το προσωπικό που αποχωρεί προαιρετικά μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος εξυγίανσης της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

Άρθρο 20
Ρυθμίσεις νοσηλευτικών ιδρυμάτων

1. Στην έννοια των Θεραπευτηρίων της παρ. 7 του άρθρου 8 και της παρ. 1γ του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α`) υπάγονται και οι υπηρεσίες κλειστής περίθαλψης των ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, από της ισχύος του ανωτέρω νόμου.

2. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 37 του ν. 2519/1997 προστίθεται διάταξη ως ακολούθως :

“Σε περίπτωση που σε νοσοκομείο δεν λειτουργεί Επιστημονική Επιτροπή ορίζεται ως μέλος του Σ.Κ.Ε.Ι.Ο.Π.Ν.Ι. ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής περιφερειακού νοσοκομείου της έδρας της ίδιας Περιφέρειας και αν δεν υπάρχει περιφερειακό, του νομαρχιακού της έδρας της περιφέρειας”.

3. Καθιερώνεται για τους γιατρούς και οδοντιάτρους των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας του Ε.Σ.Υ., όπως αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2606/1998, μικτή εφημερία, αποτελούμενη από ενεργό 6ωρη εφημερία, μετά το πέρας του τακτικού ωραρίου, που συνεχίζεται με εφημερία ετοιμότητας μέχρι τη Συμπλήρωση του 16ωρου.

Η αμοιβή της εφημερίας αυτής καθορίζεται συνολικά σε εβδομήντα εκατοστά (70/100) της αντίστοιχης συνολικής αμοιβής της 16ωρης ενεργού εφημερίας. Η κατάρτιση του προγράμματος εφημεριών γίνεται εντός των ορίων των εγκεκριμένων πιστώσεων.

4. Τα τρία πρώτα εδάφια της παρ. 7 του άρθρου 7 του ν. 2606/1998 αντικαθίσταται ως εξής :

“7. Εντός του τελευταίου τριμήνου του κάθε έτους, εκδίδονται κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας με τις οποίες καθορίζονται τα όρια των πιστώσεων του προϋπολογισμού για τις εφημερίες κάθε νοσοκομείου, καθώς και κάθε λεπτομέρεια για τον τρόπο της εφημερίας και τον έλεγχό τους.

Κατ` εξαίρεση για το 1999 οι κοινές εκδίδονται εντός του πρώτου διμήνου του έτους”.

5. Σε γιατρούς που έχουν διορισθεί με τις διατάξεις των παρ. 1, 2 του άρθρου 23 και της παρ. 1, του άρθρου 26 του ν. 2519/1997, κατ` εξαίρεση θα μπορούν να καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές τους, χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

6. Το εδάφιο α` της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2519/1997 τροποποιείται ως εξής :

“Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται το σύστημα διαχείρισης, παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου ενεργειών της συνεχιζόμενης κατάρτισης του προσωπικού που εντάσσεται στα ως άνω προγράμματα, οι όροι και οι προϋποθέσεις αμοιβής του ιατρικού και λοιπού προσωπικού των νοσοκομείων και του Ε.Κ.Α.Β. ως εκπαιδευομένων, εκπαιδευτών, επιστημονικά υπευθύνων, υπευθύνων διοικητικής υποστήριξης και οικονομικής διαχείρισης. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και για τα νομικά πρόσωπα Κοινωνικής Πρόνοιας που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας που πιστοποιούνται ως κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης”.

Άρθρο 21

1. Στο τέλος της περ. α` της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2519/1997 (ΦΕΚ 165 Α`) προστίθεται :

“Κατ` εξαίρεση σε νοσοκομεία με δύναμη κλινών άνω των 500 ο Πρόεδρος διορίζεται από τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας μετά από προκήρυξη και επιλογή που γίνεται κατά τις διατάξεις του παρόντος”.

2. Οι περιπτώσεις β` και γ` της παρ. 1 του ίδιου άρθρου αντικαθίστανται ως εξής :

“β. Ένα (1) μέλος που ορίζεται από τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας ως Αντιπρόεδρος, πτυχιούχος Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. με εμπειρία και γνώση σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης.

γ. Δύο (2) μέλη που ορίζονται από τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας. Από τα οριζόμενα από τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας μέλη ένα (1) πρέπει να είναι πτυχιούχος επιστημών υγείας Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι.”.

3. Οι περιπτώσεις β` και γ` της παρ. 2 του ίδιου άρθρου αντικαθίστανται ως εξής :

“β. Ένα (1) μέλος που ορίζεται από το Γενικό Γραμματέα αντίστοιχης Περιφέρειας ως Αντιπρόεδρος, πτυχιούχος Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. με εμπειρία και γνώση σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης.

γ. Δύο (2) μέλη που ορίζονται από το Γενικό Γραμματέα αντίστοιχης Περιφέρειας. Από τα οριζόμενα από το Γενικό Γραμματέα αντίστοιχης Περιφέρειας μέλη, ένα (1) πρέπει να είναι πτυχιούχος επιστημών υγείας Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι.”.

4. Η παρ. 3 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής :

“3. Η επιλογή του Προέδρου των νοσοκομείων με δύναμη άνω των 500 κλινών γίνεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 159 του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α`/9.2.1999). Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι πτυχιούχοι Α.Ε.Ι. με αξιόλογη διοικητική εμπειρία  στο δημόσιο και σε οργανισμούς ή επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.

Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας εξειδικεύονται και μοριοποιούνται τα κριτήρια για την αξιολόγηση των υποψηφίων. Η θητεία του Προέδρου είναι πενταετής. Πρόωρη λήξη της θητείας, αζημίως για το Δημόσιο και το νοσοκομείο, επέρχεται για σπουδαίο λόγο, με απόφαση του Υπουργού, μετά γνώμη του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας ορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου. Μέχρι την επιλογή και τον ορισμό του Προέδρου κατά τα ανωτέρω, οι Πρόεδροι στα νοσοκομεία αυτά ορίζονται με τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου της περ. α` της παρ. 1 του παρόντος”.

5. Το άρθρο 17 του ν. 2519/1997 αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 17

Ο Πρόεδρος που επιλέγεται μετά από προκήρυξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περ. α) του άρθρου 15 του ν. 2519/1997, έχει, πέραν των αναφερομένων στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου, και τις εξής αρμοδιότητες :

α. Λαμβάνει όλες τις αναγκαίες αποφάσεις για την εκπλήρωση των σκοπών και στόχων του νοσοκομείου, στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής και του προγραμματισμού που αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και τα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία του νοσοκομείου και την ορθολογική και αποδοτική διαχείριση των πόρων.

β. Προΐσταται όλων των υπηρεσιών του νοσοκομείου και των Κ.Υ. και Π.Ι. που υπάγονται σε αυτό, ασκεί τον ιεραρχικό έλεγχο σε όλο το προσωπικό και έχει την ευθύνη της οργάνωσης συντονισμού και ελέγχου των υπηρεσιών του νοσοκομείου για να ανταποκρίνονται στην αποστολή του.

γ. Έχει την ευθύνη για την κατάρτιση και εισήγηση στο Δ.Σ. του προϋπολογισμού και για την εκτέλεσή του, ως και για την κατάρτιση και εισήγηση στο Δ.Σ. του επιχειρησιακού σχεδιασμού, την εκπόνηση του προγράμματος προμηθειών του νοσοκομείου και

δ. Την εν γένει αποτελεσματική, ποιοτική και αποδοτική λειτουργία των υπηρεσιών του νοσοκομείου. Για τη διεκπεραίωση του έργου του μπορεί να συγκροτεί ομάδες διοίκησης έργου”.

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του ν. 2519/1997.

Άρθρο 22
Προκαλούμενη δαπάνη
Από τις διατάξεις του νόμου αυτού προκαλείται δαπάνη :

α) Σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, η οποία θα ανέλθει για το έτος 1999 σε 13.686.360.000 δρχ. περίπου και για καθένα από τα επόμενα τέσσερα έτη σε 8.966.500.000 δρχ. περίπου.

β) Σε βάρος του προϋπολογισμού του Ι.Κ.Α. και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών, η οποία θα ανέλθει τόσο για το έτος 1999 όσο για καθένα από τα επόμενα τέσσερα έτη σε 180.000.000 δρχ. περίπου.

Οι δαπάνες των περιπτώσεων α` και β` για το τρέχον έτος θα καλυφθούν από τις πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού και των Προϋπολογισμών του Ι.Κ.Α. και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών, αντίστοιχα. Για τα επόμενα τέσσερα έτη οι δαπάνες θα αντιμετωπισθούν με την εγγραφή των σχετικών πιστώσεων στους οικείους προϋπολογισμούς.

Άρθρο 23
Μετά το εδάφιο β` του άρθρου 1 του ν.δ. 263/1969, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 1911/1990, προστίθεται εδάφιο γ` ως εξής:

“Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας επιτρέπεται να μεταβάλλεται ο αριθμός των χορηγούμενων καταστάσεων επιβιβάσεως στους δικαιούχους του παραπάνω εδαφίου β` ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις οκτώ (8)”.

Άρθρο 24
Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 9 του άρθρου 15 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α`) αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν ως εξής :

“6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και μετά από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου Διατάκτη επιτρέπεται η εγγραφή ή αύξηση πιστώσεων του Προϋπολογισμού του, με ισόποση μείωση άλλων πιστώσεων αυτού, πλην των περιπτώσεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού. Με όμοιες αποφάσεις επιτρέπεται η εγγραφή ή αυξομείωση πιστώσεων της παρ. 9 του παρόντος άρθρου, όπως ισχύει”.

“9. Οι πιστώσεις που αφορούν αποδοχές προσωπικού, συντάξεις, ενοίκια, αντίτιμα, κοινοτικά προγράμματα, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις για μισθοδοσία δεν είναι δεκτικές αυξομειώσεων από τους Διατάκτες, παρά μόνο με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται και άλλες πιστώσεις ως μη δεκτικές αυξήσεων ή μειώσεων από τους Διατάκτες”.

Άρθρο 25

1. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α`) αντικαθίσταται αφ` ης ίσχυσε, ως ακολούθως :

“1. Ο Γενικός Διευθυντής και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής επιλέγονται από τον Υπουργό Οικονομικών μεταξύ προσώπων μεγάλης εμπειρίας σε θέματα χρηματαγορών με αποδεδειγμένη προϋπηρεσία σε αντίστοιχες θέσεις στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Οι ανωτέρω προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου τετραετούς διάρκειας που μπορεί να ανανεώνεται. Οι αποδοχές και οι εν γένει απολαβές και αποζημιώσεις των προσλαμβανομένων καθορίζονται με τη σχετική σύμβαση εργασίας που καταρτίζεται μεταξύ του ΟΔΔΗΧ και του προσλαμβανομένου και τελεί υπό την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών”.

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου 2628/1998 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως :

“Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή”.

Άρθρο 26
Απαλλαγή των εφημεριδοπωλών από την τήρηση βιβλίων

1. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 5 παρ. α` του π.δ. 186/1992 “Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων”, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 2 του π.δ. 134/1996 (ΦΕΚ 105 Α`), απαλλαγή των εφημεριδοπωλών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων ισχύει για το ημερολογιακό έτος 1995 και για τα προ του 1993 ημερολογιακά έτη.

2. Φορολογικές διαφορές από φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, πράξεις προσδιορισμού του φόρου και αποφάσεις επιβολής προστίμων όλων των φορολογιών, που εκκρεμούν ενώπιον των οποιουδήποτε βαθμού διοικητικών δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε., οι οποίες προέκυψαν μετά από τακτικό φορολογικό έλεγχο, χρήσεων μέχρι και 1992, σε εφημεριδοπώλες (υποπράκτορες εφημερίδων και περιοδικών), οι οποίοι δεν τήρησαν τα προβλεπόμενα από τις οικείες διατάξεις βιβλία και στοιχεία, μπορούν να επιλύονται με δικαστικό συμβιβασμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 42 Α`).

3. Η επίλυση ενεργείται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., η οποία υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά την επίλυση επαναπροσδιορίζονται τα καθαρά κέρδη κατά τις οικείες διατάξεις, χωρίς προσαύξηση των ακαθάριστων εσόδων και του συντελεστή καθαρού κέρδους λόγω της μη τήρησης των προβλεπόμενων βιβλίων και στοιχείων”.

Άρθρο 27
Κέρδη από πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπά χρηματιστήρια

1. Στο άρθρο 38 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α`) προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής :    “4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και στις μεταβιβάσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό”.

2. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α`) εφαρμόζονται ανάλογα και στις πωλήσεις από φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα ή ημεδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπά χρηματιστήρια ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς. Ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών, η οποία αναγράφεται στα εκδιδόμενα αποδεικτικά στοιχεία και αποδίδεται από τον πωλητή στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, στην οποία υπάγεται αυτός, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από αυτόν εντός του οποίου πωλήθηκαν οι μετοχές.

Οι διατάξεις του άρθρου 113 του ν. 2238/1994, του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 205 Α`) και του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α`) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

Ο φόρος της παρούσας παραγράφου δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις  πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο  Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και με  την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου  φόρου στην αλλοδαπή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρ.9 παρ.9  Ν.3522/2006,ΦΕΚ Α 276/22.12.2006.

3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για πωλήσεις μετοχών που διενεργήθηκαν από 1.1.1999.

Σχετικό:  άρθρο 22  του Ν.2742/1999, ΦΕΚ Α`207/7.10.1999

Σχετικό:  παρ.5 και 6 άρθρ.37 Ν.2874/2000,ΦΕΚ Α 286

Σχετικό: άρθρ.21 Ν.3697/2008,ΦΕΚ Α 194/25.9.2008

Σχετικό:  παρ.4  άρθρου 16 Ν.3842/2010,ΦΕΚ Α  58/23.4.2010

Σχετικό:  παρ.1 άρθρου 16 Ν.3943/2011,ΦΕΚ Α  66/31.3.2011

Άρθρο 28
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 6 Απριλίου 1999

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ     & ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ                ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ                                                                  Α. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ                    ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ               Γ. ΑΝΩΜΕΡΙΤΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ.      ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ     Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ               ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ     Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ               ΣΤ. ΣΟΥΜΑΚΗΣ

ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Α. ΜΑΝΤΕΛΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 8 Απριλίου 1999

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ