ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2512 ΦΕΚ Α’138 27.6.1997
Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων στρατιωτικών και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Αύξηση συντάξεων
1. Οι συντάξεις και τα βοηθήματα που καταβάλλονται από το Δημόσιο αυξάνονται ως εξής:
α. Για ποσό σύνταξης ή βοηθήματος μέχρι του ποσού των εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) δρχ., κατά ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) από την 1η Ιανουαρίου 1997 και κατά ποσοστό δύο και μισό τοις εκατό (2,5%) ακόμη από την 1η Ιουλίου 1997.
β. Για τμήμα σύνταξης ή βοηθήματος από εκατόν τριάντα χιλιάδες μία (130.001) δρχ. μέχρι διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000) δρχ., κατά ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) από την 1η Ιανουαρίου 1997 και κατά ποσοστό ένα και είκοσι πέντε τοις εκατό (1,25%) ακόμη από την 1η Ιουλίου 1997.
γ. Για τμήμα σύνταξης άνω των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000) δρχ. δεν χορηγείται αύξηση.
Οι ανωτέρω αυξήσεις θα υπολογισθούν στα ποσά των συντάξεων και βοηθημάτων, όπως αυτά θα διαμορφωθούν την 1η Ιανουαρίου 1997 μετά τη χορήγηση του διορθωτικού ποσού που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2399/1996 (ΦΕΚ 90 Α`) και την 30ή Ιουνίου 1997, μετά τη χορήγηση της αύξησης των προηγούμενων περιπτώσεων για το πρώτο εξάμηνο.
Ως συντάξεις ή βοηθήματα για τη χορήγηση των ανωτέρω αυξήσεων νοούνται τα ποσά, που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της Α.Τ.Α., καθώς και οι ποσοστιαίες αυξήσεις που χορηγήθηκαν μετά την κατάργηση της Α.Τ.Α., σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής.
2. Οι αυξήσεις της προηγούμενης παραγράφου χορηγούνται και σε εκείνους που κατέστησαν ή θα καταστούν συνταξιούχοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1997. Η καταβολή τους αρχίζει από την ημερομηνία που αρχίζει και η σύνταξη. Διατάξεις, που διέπουν την καταβολή της Α.Τ.Α. στους συνταξιούχους, που συγχρόνως απασχολούνται ως μισθωτοί στο δημόσιο τομέα, εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Εάν για οποιαδήποτε αιτία επέλθει μεταβολή στο ποσό της σύνταξης ή του βοηθήματος, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταβάλλεται και το ποσό της αύξησης με βάση τη νέα σύνταξη ή το βοήθημα, από τη χρονολογία που επέρχεται η μεταβολή.
4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις συντάξεις των υπαλλήλων που δεν συνταξιοδοτούνται μεν από το Δημόσιο, διέπονται όμως από το ίδιο νομοθετικό καθεστώς, βάσει ιδιαίτερων νομοθετημάτων, που είτε παραπέμπουν στις διατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές, καθώς και για τις συντάξεις των σιδηροδρομικών, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ/τος 3395/1995 (ΦΕΚ 276 Α`), όπως ισχύει.
5. Οι αυξήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ισχύουν και για συντάξεις που καταβάλλουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης του πρώτου εδαφίου του άρθρου 66 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α`), καθώς και το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.).
6. Τα επιδόματα, που καταβάλλονται σε άτομα με ειδικές ανάγκες, αυξάνονται μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) από την 1η Ιανουαρίου 1997.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, που δημοσιεύεται στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ποσοστό αύξησης, κατά κατηγορία δικαιούχων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
Σχετικό: παρ.10 άρθρ.4 Ν.2592/1998 Α 57
Άρθρο 2
Συνταξιοδοτικό – ασφαλιστικό καθεστώς προσωπικού Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων (Ν.Α.)
1. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ 292 Α`) προστίθεται παράγραφος 10, που έχει ως εξής:
“10. Το τακτικό προσωπικά των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, που διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977, ΦΕΚ 198 Α`), καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.”
2. Το προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται στην ασφάλιση του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) για εφάπαξ βοήθημα, καθώς και στην υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των λοιπών τακτικών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων.
3. Το τακτικό προσωπικό των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων υπάγεται στα υφιστάμενα ταμεία αρωγής του Δημοσίου, αναλογικά, με βάση τις θέσεις εργασίας των υπηρεσιών που εντάχθηκαν στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις των λοιπών ασφαλισμένων τους.
Η κατανομή των υπαλλήλων στα υφιστάμενα Ταμεία Αρωγής του Δημοσίου γίνεται με βάση κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από γνώμη της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.).
4. Στο τέλος του άρθρου 83 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
“6. Το προσωπικό που μετατάσσεται στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, με τις διατάξεις του άρθρου 33 και της παραγράφου 7 του άρθρου 39 του ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α`), καθώς και το τακτικό προσωπικό των καταργηθέντων Νομαρχιακών Ταμείων, Ταμείων Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών και Ταμείων Προστασίας Ελαιοπαραγωγής, που μεταφέρεται αυτοδίκαια στην οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ίδιου νόμου, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν από τη μετάταξη ή τη μεταφορά του και όλη η εφεξής υπηρεσία στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσεται ή μεταφέρεται.”
5. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί το προσωπικό αυτό, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
6. Η ασφαλιστική συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού, που διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, όπου συντρέχει περίπτωση, γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17 του ν. 2084/1992 και 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά περίπτωση, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του παρόντος άρθρου,
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου ισχύουν από την έναρξη ισχύος του ν. 2218/1994 και έχουν εφαρμογή και για τις οικογένειες των υπαλλήλων οι οποίοι έχουν πεθάνει.
Επίσης, εφαρμόζονται ανάλογα και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κοι των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίαυ, που διέπονται από δημοσιοϋπαλληλικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και από το καθεστώς του π.δ/τος 850/1980 (ΦΕΚ 211 Α`).
Άρθρο 3
Αυθεντική ερμηνεία διατάξεων
1. Η αληθής έννοια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ 133 Α`), με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παρ. 2 έως και 5 των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, είναι ότι για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης δεν λαμβάνονται υπόψη παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής, που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους εν γένει του Δημοσίου, ως συμπλήρωμα αποδοχών, βάσει δικαστικών ή υπουργικών αποφάσεων, έστω και αν αυτές χαρακτηρίζονται ως τακτικές αποδοχές, ούτε είναι επιτρεπτός ο επιμερισμός αυτών με βάση τους κανόνες της αριθμητικής σε βασικό μισθό, χρονοεπίδομα και Α.Τ.Α., εφόσον τούτο δεν προβλέπεται ρητά από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη.
2. Υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα που κρίθηκαν, βάσει των διατάξεων που ερμηνεύονται αυθεντικά, αντίθετα από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 1 και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο τίθενται στο αρχείο, οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται, οι εκκρεμείς για τις υποθέσεις αυτές δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου καταργούνται και τυχόν επιπλέον ποσά τα οποία έχουν καταβληθεί, με εξαίρεση το καταβληθέντα με βάση αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, αναζητούνται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων.
3. Υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα για εφάπαξ παροχή που κρίθηκαν βάσει των διατάξεων που ερμηνεύονται αυθεντικά, αντίθετα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο τίθενται στο αρχείο. Οι εκκρεμείς για τις υποθέσεις αυτές δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου καταργούνται και οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται. Τυχόν καταβληθέντα ποσά από το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.), με εξαίρεση τα καταβληθέντα με βάση αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, αναζητούνται ατόκως με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω Ταμείου, με την οποία μπορεί το Δ.Σ. να καθορίσει την εξόφλησή τους και σε εξαμηνιαίες δόσεις, οι οποίες δεν μπορεί να υπερβούν τις έξι. Σε περίπτωση μη επιστροφής των ποσών αυτών κατά τ` ανωτέρω, για την είσπραξή τους εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.).
Άρθρο 4
Στρατιωτικές συντάξεις
1. Οι συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων που έχουν αποχωρήσει της υπηρεσίας μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1996 αναπροσαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 1997 οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 και της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996 (ΦΕΚ 279 Α`), του άρθρου 5 του ν. 2435/1996 (ΦΕΚ 189 Α`) σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. “Το τυχόν καταβληθέν έκτακτο βοήθημα της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 2340/1995 (ΦΕΚ 204 Α`) και της παραγράφου 2 των άρθρων 24 και 25 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α`)` συμψηφίζεται κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο βαθμό συνταξιοδότησης του στρατιωτικού και για όσο χρονικό διάστημα έχει καταβληθεί αυτό, εντός του έτους 1997, με τις θετικές διαφορές που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12 άρθρ.7 Ν.2592/1998 Α 57.
2. Εφόσον κατά την εκτέλεση της πράξης αναπροσαρμογής, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, το συνολικό ποσό της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης, συμπεριλαμβανομένου και του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας, είναι μικρότερο από το συνολικό ποσό της καταβαλλόμενης την 1η Ιουλίου 1997 σύνταξης, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική και αμεταβίβαστη.
Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού που καταβάλλεται ως σύνταξη την 1η Ιουλίου 1997 λαμβάνονται υπόψη: α) το ποσό της βασικής σύνταξης, β) τα τυχόν καταβαλλόμενα ποσά για διορθωτικό ποσό του άρθρου 55 του ν. 1249/1982, για προσωρινή προσωπική διαφορά και για επίδομα ανικανότητος, γ) το ποσά της Α.Τ.Α. και των αυξήσεων που χορηγήθηκαν μετά την κατάργησή της σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των διορθωτικών ποσών μέχρι και του έτους 1998 και δ) το έκτακτο βοήθημα της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2340/1995 (ΦΕΚ 204 Α`) και της παρ. 2 των άρθρων 24 και 25 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α`), που αντιστοιχεί στο βαθμό συνταξιοδότησης του στρατιωτικού.
Το ποσό των αυξήσεων του άρθρου 1 του παρόντος δεν χορηγείται στις συντάξεις που κανονίζονται με βάση τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 2448/1996, προκειμένου για τους εξερχομένους από 1ης Ιανουαρίου 1997 και μετά.
Σχετικό: παρ.14 16 γ άρθρ.1 Ν.3234/2004,ΦΕΚ Α 52/18.2.2004
Σχετικό: παρ.25 άρθρ.3 Ν.3408/2005,ΦΕΚ Α 272/4.11.2005
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως μισθός νοείται ο εκάστοτε βασικός μισθός ενεργείας του βαθμού με τον οποίο εμισθοδοτείτο κατά την έξοδο από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας.”
4. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ανακαθορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 1997 οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τυχόν δε επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.
Αξιώσεις που γεννήθηκαν πριν από την ισχύ της ανωτέρω διατάξεως παραγράφονται, υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα που κρίθηκαν βάσει της διάταξης που αντικαθίσταται, αντίθετα από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο τίθενται στο αρχείο και οι εκκρεμείς για τις υποθέσεις αυτές δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου καταργούνται.
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“3. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των εν ενεργεία στρατιωτικών λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών.”
6. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 43 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται, αντίστοιχα, ως εξής:
“1. Η μηνιαία σύνταξη κάθε δημόσιου λειτουργού που απομακρύνεται της υπηρεσίας και ο οποίος διετέλεσε ως στρατιωτικός σε κατάσταση πτητικής ενέργειας ή υπηρέτησε σε υποβρύχια, προσαυξάνεται, για όσους μεν συμπλήρωσαν 1-27 εξάμηνο πτητικής ενέργειας ή κατάδυσης, αντίστοιχα, σε περίοδο ειρήνης, κατά 0,6/100 του εκάστοτε μηνιαίου βασικού μισθού ενεργείας του βαθμού Λοχαγού, για καθένα από το 1ο μέχρι και το 27ο εξάμηνα, για όσους δε συμπλήρωσαν 28 και άνω εξάμηνα πτητικής ενέργειας ή κατάδυσης, αντίστοιχα, σε περίοδο ειρήνης κατά 0,6/100 του ανωτέρω μισθού για καθένα από το 1ο μέχρι και το 27ο εξάμηνα και κατά 1,2/100 του ίδιου ανωτέρω μισθού για καθένα από τα πέραν του 27ου εξάμηνα.
2. Η μηνιαία σύνταξη κάθε δημόσιου λειτουργού που απομακρύνεται της υπηρεσίας και ο οποίος διετέλεσε ως στρατιωτικός σε κατάσταση ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή ενέργειας υποβρύχιου καταστροφέα, προσαυξάνεται, για όσους μεν συμπλήρωσαν 1-10 εξάμηνα ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή ενέργειας υποβρύχιου καταστροφέα, σε περίοδο ειρήνης, κατά 0,6/100 του εκάστοτε μηνιαίου βασικού μισθού ενέργειας του βαθμού Λοχαγού, για καθένα από το 1ο μέχρι και το 10ο εξάμηνα ενέργειας, για όσους δε συμπλήρωσαν 11 και άνω εξάμηνα ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή ενέργειας υποβρύχιου καταστροφέα, σε περίοδο ειρήνης κατά 0,6/100 του ανωτέρω μισθού για καθένα από το 1ο μέχρι και το 10ο εξάμηνα και κατά 1,2/100 του ίδιου ανωτέρω μισθού για καθένα από τα πέραν του 10ου εξάμηνα.
3. Για κάθε εξάμηνο ενέργειας των στρατιωτικών των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου που διανύεται σε περίοδο πολέμου ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, η προσαύξηση συνίσταται σε 1,5/100 του εκάστοτε μηνιαίου βασικού μισθού Λοχαγού.
7. Από 1ης Ιανουαρίου 1997 το κατώτατο όριο των συντάξεων που αναπροσαρμόζονται ή κανονίζονται εφεξής με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ορίζεται χωρίς το συνυπολογισμό σε αυτό του επιδόματος ανικανότητας που τυχόν καταβάλλεται, σε δραχμές πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000), συμπεριλαμβανομένων του διορθωτικού ποσού έτους 1996 και των αυξήσεων του άρθρου 1 του παρόντος.
8. Με την επιφύλαξη της ισχύος της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, από 1ης Ιανουαρίου 1997 καταργείται, για τις αναπροσαρμοζόμενες ή εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις, με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το ποσό της Α.Τ.Α. και των αυξήσεων που έχουν χορηγηθεί μετά την κατάργησή της, συμπεριλαμβανομένων και των διορθωτικών ποσών, όπως τα ποσά αυτό έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου 1996.
9. Οι αναπροσαρμοζόμενες και εφεξής κανονιζόμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70%, με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`) και 1977/ 1991 (ΦΕΚ 185 Α`).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε παρ.13 άρθρ.5 Ν.2703.1999
Σχετικό: το άρθρ.14 Ν.2703/1999
Σχετικό: άρθρο 8 παρ.14 Ν.2592/1998
Άρθρο 5
Ειδικά συνταξιοδοτικά θέματα
1. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την αναγνώριση των προϋπηρεσιών των περιπτώσεων λα` και μη` της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος.”
2. Τα τρίτο εδάφια των περιπτώσεων γ` των παραγράφων 2 των άρθρων 12 και 37 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“Ως προϋπηρεσία για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής νοείται και η δικηγορική, η ιατρική κ.λπ., καθώς και ο χρόνος για την απόκτηση της ειδικότητας που απαιτείται ως προσόν για την πρόσληψή του υπαλλήλου, σε καμιά όμως περίπτωση και χρόνος μαθητείας ή πρακτικής άσκησης ή εμπειρίας που τυχόν απαιτήθηκε για την απόκτηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος.”
Συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί με τις αντικαθιστώμενες διατάξεις, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, επανακρίνονται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα που εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση. Από την επανάκριση αυτή δεν θίγονται συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν θεμελιωθεί με το συνυπολογισμό και χρόνου προσόντος ο οποίος προσμετρήθηκε με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις και μέχρι του ορίου θεμελίωσης του δικαιώματος.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς καθώς και για προσωπικό του οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος που διέπεται από το καθεστώς του π.δ/τος 850/1980.
3. Στο τέλος του άρθρου 83 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
“7. Το προσωπικό, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 1514/1985 (ΦΕΚ 13 Α`) υπηρετούσε στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών είτε ως τακτικό είτε ως επί συμβάσει που είχε υπαχθεί στις διατάξεις του ν.δ/τος 874/1971 (ΦΕΚ 81 Α`), διατηρεί τα έναντι του Δημοσίου συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, καθώς και τα δικαιώματα επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχε κατά το χρόνο μετατροπής της υπηρεσίας αυτής σε Ν.Π.Δ.Δ. και όλη η εφεξής υπηρεσία του στο εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ. θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στο Δημόσιο.”
Το προσωπικό που προσλαμβάνεται ως τακτικό στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (Ν.Π.Δ.Δ.) από την έναρξη ισχύος του ν. 1514/1985 και μετά, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ.τος 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α`).
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρ8ρου 5 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α`), όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 1978/1991 (ΦΕΚ 184 Α`), αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“Ανεξαρτήτως προς το χρόνο πρόσληψης ή κατάταξης, το επί του συντάξιμου μηνιαίου μισθού ποσοστό σύνταξης, για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση 35ετούς συντάξιμου και πράγματι διανυθέντος χρόνου, μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτόν των υπηρεσιών των άρθρων 40 και 41 του π.δ/τος 1041/1979, αυξάνεται κατά 1/50 για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου και μέχρι του 40ού.”
5. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από την πρώτη του επόμενου μήνα της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, τυχόν δε επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.
Υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα που κρίθηκαν βάσει της διάταξης που αντικαθίσταται, αντίθετο από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο, τίθενται στο αρχείο και οι εκκρεμείς για τις υποθέσεις αυτές δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου καταργούνται.
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 99/1974 (ΦΕΚ 295 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Όπου στο νόμο αυτόν απαιτείται χρόνος βουλευτείας, νοείται ο πράγματι διανυθείς χρόνος σε θέση βουλευτή, ανεξάρτητα από τυχόν μεταγενέστερη έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα.”
7. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν διατελέσει βουλευτές στο παρελθόν, καθώς και για τις οικογένειες άσων από αυτούς έχουν αποβιώσει, τα δε οικονομικά αποτελέσματα από τη θεμελίωση ή την αύξηση της σύνταξης αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου της υποβολής της σχετικής αίτησης από τους ενδιαφερομένους.
8. Στις οικογένειες και εφόσον δεν υπάρχουν, στους γονείς των πεσόντων, στα Ίμια, αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, καθώς και των αξιωματικών και υπαξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη βύθιση της πυραυλακάτου “ΚΩΣΤΑΚΟΣ” χορηγείται εφάπαξ οικονομικό βοήθημα δραχμών τριών εκατομμυρίων (3.000.000), το οποίο καταβάλλεται με χρηματικό ένταλμα από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων.
Το ανωτέρω εφάπαξ βοήθημα δεν υπόκειται σε καμία κράτηση και δεν αποτελεί εισόδημα.
9. Αξιώσεις, που γεννήθηκαν πριν από την ισχύ των διατάξεων των προηγούμενων άρ8ρων 3 και 4 και του παρόντος, παραγράφονται και αποφάσεις δικαστηρίων πλην αμετακλήτων, που έχουν κρίνει αντίθετο από τις διατάξεις των άρθρων αυτών δεν εκτελούνται.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συγκροτείται επιτροπή από έναν (1) εκπρόσωπο των Υπουργείων οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από έναν εκπρόσωπο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., καθώς και από έναν εκπρόσωπο των Ταμείων Αρωγής των Δημοσίων Υπαλλήλων, με σκοπό τη μελέτη του ασφαλιστικού προβλήματος της επικουρικής ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων και την υποβολή προτάσεων με κατεύθυνση τη βιωσιμότητά του.
Άρθρο 6
Θέματα υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
1. Το τακτικό προσωπικό του τέως Ταμείου Συντάξεων Εκτελωνιστών (Τ.Σ.Ε.), που μεταφέρθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2217/1994 (ΦΕΚ 83 Α`) στο Τ.Ε.Β.Ε., υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ/τος 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α`), όπως ισχύουν κάθε φορά.
Ο χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του Τ.Σ.Ε. σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 317/1976 (ΦΕΚ 111 Α`) ή αναγνωρίστηκε ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή άλλων νόμων θεωρείται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής ασφάλισης υπαλλήλων Τ.Ε.Β.Ε. και προσμετράται για την απονομή συντάξιμος κατά τις περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ι.Κ.Α. διατάξεις.
Για κάθε περίπτωση συνταξιοδότησης πρώην υπαλλήλου του Τ.Σ.Ε. το Τ.Ε.Β.Ε. επιβαρύνεται με το προσδιοριζόμενο κατά την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α`) ποσό, το οποίο αποδίδεται στο Ι.Κ.Α. κατά τη διαδικασία που ορίζεται από την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου και νόμου.
Η διάταξη της παρούσας παραγράφου ισχύει από τη δημοσίευση του ν.2217/1994.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν.δ/τος 3768/1957 (ΦΕΚ 202 Α`), όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του ν. 955/1979 (ΦΕΚ 189 Α`), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και για όσους έχουν εξέλθει ήδη της υπηρεσίας, καθώς και για τις οικογένειες, όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης αναγνώρισης.
Άρθρο 7
Διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
Το τακτικό προσωπικό του χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Ν.Π.Δ.Δ.), που μεταφέρεται με το άρθρο 6 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α`) στο “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε.”, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης, που είχε πριν από τη μεταφορά του.
Η εφεξής υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου στη μεταφερόμενη υπηρεσία θεωρείται για κά8ε συνέπεια ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μεταφέρεται.
Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης πρόνοιας και ασθένειας για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από την υπηρεσία στην οποία έχει μεταφερθεί το προσωπικό αυτό, του δε ααφαλισμένου από τους ίδιους.
Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών, καθώς και ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού του παρόντος άρθρου γίνεται βάσει του εκάστοτε βασικού μισθού ενέργειας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, και ευδοκίμου παραμονής, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου. Τυχόν επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 2324/1995.
Άρθρο 8
Ρύθμιση διαφόρων θεμάτων
1.α. Τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996 (ΦΕΚ 279 Α`) ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών προσαυξάνονται, από 1.1.1997, κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές, δεκαέξι χιλιάδες (16.000) δραχμές και είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές για τους αναφερόμενους στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου, αντίστοιχα.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 περ.13 Ν.3205/2003,ΦΕΚ Α 297
β. Στη βάση υπολογισμού των μηνιαίων αποδοχών των μαθητών των παραγωγικών σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και των Εφέδρων και των Δοκίμων Εφέδρων Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, λαμβάνεται υπόψη, από 1.1.1997, και το επίδομα εξομάλυνσης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996.
γ. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996 αντικαθίσταται από την έναρξη της ισχύος του ως εξής:
“Τα διατηρούμενα επιδόματα αναπηρίας και οι λοιπές αμοιβές και αποζημιώσεις δύναται να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού οικονομικών, ενώ τα επιδόματα κινδύνου αναπροσαρμόζονται και κατ` έτος αυτόματα, σύμφωνα με το ποσοστό του πληθωρισμού.”
2. Συμπληρώνονται οι ισχύουσες διατάξεις περί μισθολογικών προαγωγών και προσαυξήσεων των εν ενεργεία Αστυνομικών και αντιστοίχων του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, ως εξής:
α. Αστυφύλακες, Υπαξιωματικοί μη Παραγωγικής Σχολής της Ελληνικής Αστυνομίας και οι αντίστοιχοι του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, προάγονται μισθολογικά στους βαθμούς του Αρχιφύλακα, Ανθυπαστυνόμου, Υπαστυνόμου Β`, Υπαστυνόμου Α`, Αστυνόμου Β`, Αστυνόμου Α`, με τη συμπλήρωση εννέα (9), δεκαπέντε (15), είκοσι (20), είκοσι τρία (23), είκοσι επτά (27) και τριάντα (30) ετών συνολικής πραγματικής υπηρεσίας, αντίστοιχα.
Όσοι από αυτούς συμπληρώνουν δεκαοκτώ (18) έτη συνολικής πραγματικής υπηρεσίας, λαμβάνουν το μισό (1/2) της διαφοράς του βασικού μισθού του Ανθυπαστυνόμου και Υπαστυνόμου Β`.
β. Αρχιφύλακες προερχόμενοι από την Παραγωγική Σχολή Υπαξιωματικών, Αρχιφύλακες Ειδικών Υπηρεσιών (με εξαίρεση τους προαχθέντες ή προαγόμενους κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 772/1978) και Αρχιφύλακες που έχουν προαχθεί ή προάγονται επ` ανδραγαθία, καθώς και οι αντίστοιχοι αυτών του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, προάγονται μισθολογικά στους βαθμούς του Αστυνόμου Β` και του Αστυνόμου Α` και αντιστοίχων, με τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) και είκοσι οκτώ (28) ετών συνολικής πραγματικής υπηρεσίας, αντίστοιχα.
γ. Ανθυπαστυνόμοι και αντίστοιχοι του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, προερχόμενοι από τις παραγωγικές σχολές Υπαξιωματικών ή προαγόμεναι στο βαθμό αυτόν επ` ανδραγαθία, προάγονται μισθολογικά στο βαθμό του Αστυνομικού, Υποδιευθυντή και αντιστοίχων, όταν συμπληρώσουν είκοσι εννέα (29) έτη συνολικής πραγματικής υπηρεσίας στο Σώμα, ή αποστρατεύονται λόγω ορίου ηλικίας.
δ. Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας και αντίστοιχοι του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος με βαθμό Αστυνόμου Β` και Αστυνόμου Α`, που λαμβάνουν αποδοχές Αστυνομικού Υποδιευθυντή, όταν συμπληρώνουν είκοσι ένα (21) έτη συνολικής πραγματικής υπηρεσίας Αξιωματικού ή τριάντα τρία (33) έτη συνολικής πραγματικής υπηρεσίας στο Σώμα και αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα, προάγονται μισθολογικά στο βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή ένα μήνα πριν την αποστρατεία τους, με την προϋπόθεση ότι κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους.
Αστυνόμοι Β` και Αστυνόμοι Α` και αντίστοιχοι του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, που λαμβάνουν αποδοχές Αστυνομικού Υποδιευθυντή και αντιστοίχων, όταν αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα λόγω ορίου ηλικίας, προάγονται μισθολογικά στο βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή και αντιστοίχων, ένα μήνα πριν την αποστρατεία τους, εφόσον κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους.
ε. Οι μισθολογικές προαγωγές που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν λαμβάνονται υπόψη ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα εν γένει για το Μ.Τ.Σ. και το Μ.Τ.Ν..
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, καθορίζονται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την ενεργοποίηση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Σχετικό: άρθρ. 5 Ν.2838/2000,ΦΕΚ Α 179,
3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ως πραγματική υπηρεσία νοείται η υπηρεσία που διανύθηκε στην Ελληνική Αστυνομία, στα Σώματα της χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων, το Πυροσβεστικό και το Λιμενικό, από την ημερομηνία της κατάταξης και προκειμένου περί των περιπτώσεων α` και β` και η προϋπηρεσία στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Άρθρο 9
Θέματα Τ.Π.Δ.Υ.
1. Η προβλεπόμενη από τις καταστατικές διατάξεις του Τ.Π.Δ.Υ. εισφορά υπολογίζεται επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών και μέχρι του ποσού των 2.055 ευρώ. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Π.Δ.Υ.
Ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τον υπολογισμό της εισφοράς θεωρούνται το σύνολο του βασικού μισθού, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και οι νόμιμες αυξήσεις αυτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 47 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011
2.α. Για τους ασφαλισμένους σε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι 31.12.1992, το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων υπολογίζεται ως εξής:
Για τα πρώτα 73 ευρώ των αποδοχών αντιστοιχεί εφάπαξ βοήθημα 2.025,00 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 12.
Το άθροισμα των παραπάνω ποσών προσαυξάνεται με συντελεστή 216,63% και το τελικό άθροισμα διαιρείται δια 420.
Το δικαιούμενο εφάπαξ βοήθημα προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ανωτέρω ποσού επί τους μήνες ασφάλισης του αποχωρούντος υπαλλήλου.
Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του ανωτέρω βοηθήματος νοούνται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και νόμιμες αυξήσεις αυτών συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας μέχρι 31.12.2009), που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία από την αποχώρηση εκ της υπηρεσίας του έτη, με τον περιορισμό του εδαφίου 1 της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.5 Ν.3513/2006, ΦΕΚ Α 265/5.12.2006,αντικαταστάθηκε από 1.1.2010 και με την παρ.3 άρθρου 47 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.
Στις περιπτώσεις που ο δικαιούμενος εφάπαξ παροχής έχει μισθοδοτηθεί λιγότερο από πέντε (5) έτη, για τον υπολογισμό του μέσου όρου πενταετίας θα λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της πενταετίας ομοιοβάθμου του.
β. Για τους ασφαλισμένους σε φορέα κύριας ασφάλισης μετά την 1.1.1993, η εισφορά και το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α), όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.21 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004. και με την παρ.Β 3 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.
Σχετικό: παρ.4 έως 7 άρθρου 47 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011
Σχετικό: υπ` αριθμ. 2769/2011 απόφαση ΣΤΕ (ΟΛΟΜ).
3. Ο προβλεπόμενος από το εδάφιο α` της παρ. 2 του παρόντος συντελεστής υπολογισμού 216,63% μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, σε ποσοστό που καθορίζεται με βάση τα οικονομικά δεδομένα του Ταμείου αυτού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.21 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 2999/2009 απόφαση ΣΤΕ.
4. Οφειλές του Τ.Π.Δ.Υ. στους ασφαλισμένους του, λόγω άσκησης δικαιώματος για λήψη εφάπαξ βοηθήματος ή επιστροφής ατομικών εισφορών, παραγράφονται μετά την πάροδο πενταετίας από την ημερομηνία κοινοποίησης στους ασφαλισμένους του σχετικού εντάλματος προς είσπραξη του δικαιούμενου ποσού.
Απαιτήσεις κατά του Τ.Π.Δ.Υ. για επιστροφή ποσών τα οποία κατεβλήθησαν αχρεωστήτως ή παρά το νόμο παραγράφονται μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του ημερολογιακού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς.
Απαιτήσεις για αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Τ.Π.Δ.Υ. παραγράφονται μετά την πάροδο πενταετίας από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη.
Οι παραγραφές της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.21 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.
5. Κάθε διάταξη της νομοθεσίας του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων που ρυθμίζει διαφορετικά τα παραπάνω θέματα καταργείται.
6. Οι ανωτέρω διατάξεις μπορεί να τροποποιούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.1997.
Άρθρο 10
Παράταση προθεσμίας
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 2335/1995 (ΦΕΚ 185 Α`) τροποποιείται ως εξής:
“Η ισχύς της διάταξης του εδαφίου αυτού αρχίζει από 1.1.1998”
Άρθρο 11
Τροποποίηση διατάξεων του ν.δ/τος 131/1974 (ΦΕΚ 320 Α`)
Στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.δ/τος 131/1974 “περί παροχής οικονομικών ενισχύσεων εις την γεωργικήν, κτηνοτροφικήν, δασικήν και αλιευτικήν παραγωγήν” (ΦΕΚ 320 Α`) προστίθενται εδάφια ως ακολούθως:
“Για την πληρωμή οικονομικών ενισχύσεων σε δικαιούχους προγραμμάτων, για πάσης φύσεως δράσεις και ενέργειες που αφορούν την ανάπτυξη της γεωργικής, κτηνοτροφικής, δασικής και αλιευτικής παραγωγής, οι οποίες συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, δύναται ο Υπουργός Γεωργίας να χρηματοδοτεί, από πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Δημοσίων Επενδύσεων, την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και λοιπούς φορείς εφαρμογής και υλοποίησης των μέτρων αγροτικής πολιτικής, οι οικονομικές αυτές ενισχύσεις θεωρούνται δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.δ/τος 2957/1954 “Περί Δημοσίων Επενδύσεων”. Η διαδικασία χρηματοδότησης της Α.Τ.Ε., ο τρόπος εμφάνισης των πληρωμών αυτών από το ΠΔ.Ε. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Γεωργίας.”
Άρθρο 12
Επιχορήγηση Εθνικού Οργανισμού καπνού από τον προϋπολογισμό
Στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ/τος 3758/1957 (ΦΕΚ 184 Α`), που αναφέρεται στους τακτικούς πόρους του Εθνικού οργανισμού Καπνού, προστίθεται περίπτωση δ` που έχει ως εξής:
“δ) Ετήσια επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό εξόδων του κράτους, που αναγράφεται κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Γεωργίας και αποδίδεται στον Ε.Ο.Κ.”.
Άρθρο 13
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 24 Ιουνίου 1997
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ.ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠ.- ΑΘ. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΘΝ.ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
ΓΙΑΝ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΕΦ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ.ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΜΙΛΤ.ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
ΣΤΑΥΡ. ΣΟΥΜΑΚΗΣ ΓΕΩΡ. ΡΩΜΑΙΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 24 Ιουνίου 1997
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ