ΝΟΜΟΣ 2443/3.12.1996

Άρθρο 1
Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του Ν. 1165/1918 “Περί Τελωνειακού Κωδικός” (ΦΕΚ 73 Α).

1. Το άρθρο 23 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Άρθρο 23

1. Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος υπόκεινται από της εισόδου τους σε τελωνειακή επιτήρηση και έλεγχο, προσκομίζονται δε χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει η τελωνειακή Αρχή εισόδου στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή ή σε άλλο χώρο που καθορίζει ή εγκρίνει η αρμόδια αυτή Αρχή.

Ομοίως προσκομίζονται στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή και τα κοινοτικά εμπορεύματα που αποστέλλονται από άλλο Κράτος – Μέλος στην Ελλάδα και διακινούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις με την κάλυψη εγγράφου κοινοτικής διαμετακόμισης ή εγγράφου επέχοντος θέση εγγράφου κοινοτικής διαμετακόμισης ή αντιτύπου ελέγχου Τ5. Στην περίπτωση αυτήν η εκπρόθεσμη κατάθεση των εγγράφων αυτών και η μη προσκόμιση των κοινοτικών αυτών εμπορευμάτων στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή προορισμού, συνεπάγεται πλην των άλλων προβλεπόμενων κυρώσεων και την επιβολή, για κάθε ημέρα καθυστέρησης, ξεχωριστού προστίμου που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 92 του παρόντος Κώδικα.

2. Η εκφόρτωση των εμπορευμάτων στις δημόσιες προσωρινές αποθήκες και χώρους ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο που καθορίζει ή εγκρίνει η αρμόδια τελωνειακή Αρχή, ως και η παράδοση αυτών στην αρμόδια αυτή Αρχή γίνεται, ύστερα από άδεια της εν λόγω Αρχής, με βάση το δηλωτικό εισαγωγής.

Το δηλωτικό εισαγωγής συντάσσεται σε έντυπο, το υπόδειγμα του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Υπ. Οικονομικών.

Ως δηλωτικό μπορεί να γίνει δεκτό από την αρμόδια τελωνειακή Αρχή και κάθε εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο, που περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξακρίβωση των εμπορευμάτων. Ειδικά για τα εμπορεύματα που διακινούνται στο πλαίσιο διαδικασίας διαμετακόμισης. ως δηλωτικό χρησιμοποιείται αντίγραφο του αντιτύπου του παραστατικού διαμετακόμισης, που προορίζεται για το τελωνείο προορισμού.

Το δηλωτικό κατατίθεται με την προσκόμιση των εμπορευμάτων στην τελωνειακή Αρχή. Η εν λόγω Αρχή μπορεί να ορίζει, εφόσον συντρέχει δικαιολογημένη αιτία, προθεσμία κατάθεσης του δηλωτικού και εκφόρτωσης των εμπορευμάτων, που να λήγει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά από την ημέρα προσκόμισης των εμπορευμάτων στην τελωνειακή Αρχή.

Σε περίπτωση μη κατάθεσης του δηλωτικού ή καθυστέρησης εκφόρτωσης των εμπορευμάτων, η τελωνειακή Αρχή, ανεξαρτήτως των άλλων προβλεπόμενων κυρώσεων, δικαιούται να διατάξει, με κίνδυνο και έξοδα του μεταφορέα, την εκφόρτωση των εμπορευμάτων από το μέσο μεταφοράς στο οποίο βρίσκονται, στους χώρους που έχουν καθορισθεί ή εγκριθεί από την Αρχή αυτή, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο έλεγχος τόσο των εμπορευμάτων όσο και του μέσου μεταφοράς.

Το δηλωτικό, που κατατίθεται, θεωρείται από την τελωνειακή Αρχή και φυλάσσεται από αυτήν, προκειμένου να ελέγχεται αν τα εμπορεύματα στα οποία αναφέρεται λαμβάνουν τελωνειακό προορισμό μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες.

Επιτρέπεται, επίσης, το δηλωτικό να συντάσσεται ή και να κατατίθεται με τις μεθόδους της πληροφορικής.

3. Αν κατά την εκφόρτωση των εμπορευμάτων διαπιστωθούν ελλείμματα ή βρεθούν δέματα, κιβώτια, δοχεία ή άλλα μέσα συσκευασίας τους που φέρουν σαφή σημεία παραβίασης ή να διαρρέουν ή να είναι κενά του περιεχομένου-τους, η παραλαβή των εμπορευμάτων από την τελωνειακή Αρχή γίνεται δια πρωτοκόλλου, που συντάσσεται και υπογράφεται από το διαχειριστή της αποθήκης και από το μεταφορέα ή τον αντιπρόσωπο αυτού.

Στο πρωτόκολλο αυτό αναγράφονται λεπτομερώς η κατάσταση και το περιεχόμενο των ανωτέρω μέσων συσκευασίας κατά βάρος, ποσό και εμπορευματολογική περιγραφή, καθώς και τα εξασφαλιστικά μέτρα που λήφθηκαν.

Για τα ελλείμματα αυτά η τελωνειακή Αρχή προβαίνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στη βεβαίωση και είσπραξη των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν σ΄ αυτά.

4. Τα εμπορεύματα που τελούν σε κατάσταση προσωρινής εναπόθεσης, δεν επιτρέπεται να μετακινηθούν ή απομακρυνθούν από τον τόπο που είχαν αρχικά τοποθετηθεί ή αποθηκευθεί, χωρίς την άδεια της τελωνειακής Αρχής. Τα εμπορεύματα αυτά επιτρέπεται να υποστούν μόνο επεξεργασία, που εξασφαλίζει τη διατήρηση τους στην αυτή κατάσταση, χωρίς μεταβολή της εμφάνισης ή των τεχνικών χαρακτηριστικών τους.

Επίσης επιτρέπεται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και ύστερα από άδεια της τελωνειακής Αρχής, η εξέταση ή η λήψη δειγμάτων των εμπορευμάτων αυτών, με σκοπό να τους δοθεί τελωνειακός προορισμός.

5. Επιτρέπεται. με γραπτή άδεια της τελωνειακής Αρχής η εναπόθεση εμπορευμάτων, που κομίζονται απευθείας από το εξωτερικό ή αποστέλλονται κατόπιν διαμετακόμισης, σε προσωρινές αποθήκες ή χώρους, που βρίσκονται εντός της χωρικής της αρμοδιότητας τη διαχείριση των οποίων έχουν άλλα, πλην των τελωνειακών Αρχών, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του εμπορίου.

Η εκφόρτωση των εμπορευμάτων στις ανωτέρω αποθήκες και χώρους γίνεται με βάση το δηλωτικό ή άλλο έγγραφο, το υπόδειγμα του οποίου καθορίζει η τελωνειακή Αρχή.

Η χρήση των προσωρινών αυτών αποθηκών ή χώρων επιτρέπεται να γίνεται από περισσότερους του ενός μεταφορείς και εισαγωγείς εμπορευμάτων.

Για τα εμπορεύματα που εναποτίθενται στις ανωτέρω αποθήκες ή χώρους εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις των τελωνειακών νόμων και κανονισμών. Οι αποθήκες και οι χώροι αυτοί θεωρούνται ως προσωρινές τελωνειακές αποθήκες και χώροι, εντός των οποίων δύνανται να διεξάγονται από την τελωνειακή υπηρεσία όλες οι προβλεπόμενες τελωνειακές εργασίες και διαδικασίες, οι οποίες θεωρείται, ότι διεξάγονται εκτός τελωνειακού καταστήματος.

6. Οι τελωνειακές Αρχές ασκούν έλεγχο και εποπτεία επί των χώρων ή αποθηκών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Για την άσκηση του ελέγχου και της εποπτείας δύναται να εγκαθίσταται εντός αυτών κλιμάκιο τελωνειακών υπαλλήλων.

7. Οι εκμεταλλευόμενοι προσωρινές τελωνειακές αποθήκες ή χώρους ευθύνονται έναντι του Δημοσίου για τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των εμπορευμάτων. Το Δημόσιο δεν υπέχει καμία ευθύνη για οποιαδήποτε βλάβη, φθορά ή καταστροφή των εμπορευμάτων που εναποτίθενται στις αποθήκες ή χώρους αυτούς από οποιαδήποτε αιτία.

8. Στις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό προσωρινές αποθήκες ή χώρους, απαγορεύεται η αποθήκευση εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί στις διατυπώσεις της τελωνειακής αποταμίευσης.

Η εναπόθεση εμπορευμάτων στις ανωτέρω αποθήκες ή χώρους που μπορούν από τη φύση ή την κατάσταση τους, να επηρεάσουν άλλα εμπορεύματα ή να προκαλέσουν κίνδυνο στη δημόσια υγεία, ασφάλεια τάξη, ή στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, επιτρέπεται μόνο σε ειδικώς διαρρυθμισμένα ιδιαίτερα διαμερίσματα ή χώρους, εφόσον υπάρχουν και μπορούν να αποτρέψουν τους κινδύνους αυτούς.

Αν δεν υπάρχουν τέτοιοι ειδικοί χώροι, η εναπόθεση των εν λόγω εμπορευμάτων επιτρέπεται μόνο με άδεια της τελωνειακής αρχής στις κατάλληλες εγκαταστάσεις του εισαγωγέα αυτών.

Η τελωνειακή αρχή δύναται να μην επιτρέψει την εκφόρτωση σε προσωρινές αποθήκες ή χώρους εμπορευμάτων που έχουν υποστεί σήψη ή αλλοίωση, κατά τη γνώμη ιατρού της αστυνομικής ή υγειονομικής ή κτηνιατρικής υπηρεσίας ή άλλου ιατρού ή ειδικού επιστήμονα. Τα εμπορεύματα αυτά, εφόσον δεν ζητείται η καταστροφή τους, επανεξάγονται με δαπάνες που βαρύνουν τον κάτοχο αυτών.

9. Για τη λειτουργία των αποθηκών και χώρων προσωρινής εναπόθεσης της παραγράφου 5 απαιτείται άδεια του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής Περιφέρειας, που εκδίδεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και εισήγηση της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:

α) Οι προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι κατά την παράγραφο 5 προβλεπόμενες αποθήκες ή χώροι.

β) Η διαδικασία παραλαβής των εμπορευμάτων.

γ) Οι όροι αποθήκευσης και λογιστικής διαχείρισης των εμπορευμάτων,

δ) Ο τρόπος παρακολούθησης και άσκησης του τελωνειακού ελέγχου των εμπορευμάτων.

ε) Ο χρόνος λειτουργίας των αποθηκών αυτών και χώρων και οι λόγοι ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πριν από το χρόνο λήξης.

στ) Οι παρεχόμενες εγγυήσεις για τη διασφάλιση των οφειλόμενων κάθε φορά προς το Δημόσιο επί των αποθηκευόμενων εμπορευμάτων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Δεν απαιτείται παροχή εγγύησης όταν ο εκμεταλλευόμενος προσωρινές αποθήκες ή χώρους είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

ζ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την έγκριση και λειτουργία των αποθηκών αυτών.

Με όμοια απόφαση του Υπ. Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να ανατίθεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα η διαχείριση των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται σε δημόσιες προσωρινές τελωνειακές αποθήκες ή Χώρους.

10. Οι εκμεταλλευόμενοι τις προσωρινές αποθήκες ή χώρους, της παραγράφου 5 του παρόντος, οφείλουν να γνωστοποιούν γραπτά στην τελωνειακή Αρχή κάθε επιπλέον ή επί έλαττον διαπιστούμενη κατά την εκφόρτωση διαφορά μεταξύ των αναγραφομένων στο δηλωτικό εμπορευμάτων και εκείνων, που εναποτέθηκαν.

Επί έλαττον διαφορές εμπορευμάτων, που δεν γνωστοποιήθηκαν γραπτά στην τελωνειακή Αρχή εντός 24 ωρών από την εκφόρτωση, δεν λαμβάνονται υπόψη, οι δε εκμεταλλευόμενοι τις προσωρινές αυτές αποθήκες ή χώρους, υποχρεούνται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, στην καταβολή των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στις διαφορές αυτές.

Για τη βεβαίωση και είσπραξη, σε βάρος των εκμεταλλευομένων τις προσωρινές αποθήκες ή χώρους, των οφειλόμενων απ΄ αυτούς προς το Δημόσιο δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων επί των διαπιστούμενων κάθε φορά ελλειμμάτων ή διαφορών εμπορευμάτων, τα οποία εισήχθησαν στους χώρους αυτούς, εκδίδεται από την τελωνειακή Αρχή καταλογιστική πράξη.

11. Οι προθεσμίες εναπόθεσης των εμπορευμάτων στις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό προσωρινές χώρους ή αποθήκες είναι εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 39 του παρόντος.

Οι ανωτέρω προθεσμίες εναπόθεσης των εμπορευμάτων δύνανται να συντέμνονται ή παρατείνονται από την τελωνειακή Αρχή, όταν απαιτούν αυτό οι περιστάσεις. Η παράταση αυτή δεν μπορεί όμως να υπερβεί τις πραγματικές ανάγκες που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις.

12. Τα εμπορεύματα που εναποτίθενται στις προσωρινές αποθήκες ή χώρους, πρέπει εντός των υπό της παραγράφου 11 προβλεπόμενων προθεσμιών να λάβουν τελωνειακό προορισμό που μπορεί να είναι:

– είτε η υπαγωγή τους σε οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς

– είτε η είσοδος τους σε ελεύθερη ζώνη

– είτε η επανεξαγωγή τους εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

– είτε η καταστροφή τους με την άδεια της τελωνειακής Αρχής και υπό τους όρους που η Αρχή αυτή καθορίζει

– είτε η εγκατάλειψη τους υπέρ του Δημοσίου, ύστερα από έγκριση της τελωνειακής Αρχής.

Η εγκατάλειψη ή η καταστροφή των εμπορευμάτων δεν συνεπάγεται καμία δαπάνη για το Δημόσιο.

Η τελωνειακή Αρχή, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, μπορεί να καταστρέψει τα εμπορεύματα που έχουν τοποθετηθεί στις προσωρινές αποθήκες ή χώρους, πληροφορεί δε σχετικά τον κάτοχο των εμπορευμάτων. Τα έξοδα καταστροφής των εμπορευμάτων βαρύνουν τον κάτοχο τους.

Αν στα εμπορεύματα δεν δοθεί οποιοσδήποτε τελωνειακός προορισμός, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, εφαρμόζονται επ΄ αυτών οι περί αζήτητων εμπορευμάτων διατάξεις του παρόντος νόμου.

Τα εναποτιθέμενoυν εμπορεύματα στους ανωτέρω χώρους ή αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης επιβαρύνονται με τα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 67 του Τελωνειακού Κώδικα, προβλεπόμενα δικαιώματα υπερημερίας, μετά δύο ημέρες από της κατάθεσης ή έκδοσης του οικείου τελωνειακού παραστατικού εγγράφου με το οποίο δίνεται οποιοσδήποτε τελωνειακός προορισμός στα εμπορεύματα αυτά.

13. Οι εκμεταλλευόμενοι τις προσωρινές αποθήκες ή χώρους της παρ. 5 υποχρεούνται να διαθέτουν εντός αυτών, αδαπάνως για το Δημόσιο, κατάλληλο και ασφαλή στεγασμένο χώρο:

– για την εγκατάσταση της τελωνειακής υπηρεσίας, προς διενέργεια των κατά περίπτωση απαιτούμενων τελωνειακών και λοιπών συναφών εργασιών και διατυπώσεων,

– για τη μεταφορά των μη παραλαμβανόμενων εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών και κηρυσσόμενων αζήτητων εμπορευμάτων. Η μεταφορά αυτή ενεργείται με προσωπικά και μεταφορικά μέσα των εκμεταλλευομένων τις αποθήκες αυτές. Οι εκμεταλλευόμενοι τις προσωρινές αποθήκες δικαιούνται σε απόληψη προνομιακώς των τυχόν οφειλόμενων αποθηκεύτρων και εξόδων εργατικών και μεταφορικών από το εκπλειστηρίασμα που επιτυγχάνεται.

Κατά την εκποίηση, διάθεση ή καταστροφή από την τελωνειακή Αρχή των εμπορευμάτων που περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, οι απαιτήσεις των εκμεταλλευομένων τις αποθήκες ή χώρους αυτούς αποσβέννυνται.

14. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος ή άλλων τελωνειακών νόμων και κανονισμών περί των αδειών εισόδου ή εξόδου των εμπορευμάτων ή άλλων αντικειμένων, απαγορεύεται κάθε είσοδος και έξοδος στις υπό του παρόντος άρθρου προβλεπόμενες αποθήκες ή χώρους, οι οποίοι τελούν υπό τελωνειακή φρούρηση, επίβλεψη ή εποπτεία των κάθε φύσης αντικειμένων, εμπορευμάτων, οχημάτων και ατόμων, χωρίς έλεγχο των υπαλλήλων της τελωνειακής υπηρεσίας, οι οποίοι μπορούν να απαγορεύσουν την είσοδο προσώπων ή οχημάτων που δεν έχουν σχέση με συγκεκριμένη εργασία στους χώρους αυτούς.

Η εκμίσθωση χώρων για την εγκατάσταση επαγγελματιών προς άσκηση του επιτηδεύματος τους, εντός των αποθηκών και χώρων που τελούν υπό τελωνειακή επίβλεψη, επιτρέπεται μόνο με έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής.

15. Η αποθήκευση, ταξινόμηση, διαλογή των εμπορευμάτων και αποσκευών επιβατών, οι εργασίες για την επαλήθευση, εξέταση και τον έλεγχο αυτών, καθώς και οι λοιπές απαραίτητες εργασίες στις αποθήκες ή χώρους που τελούν υπό την αποκλειστική διαχείριση των τελωνείων του Κράτους, πραγματοποιείται από την κομιστική υπηρεσία, κατά τις υποδείξεις του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής Αρχής, κατά το χρόνο λειτουργίας της Αρχής αυτής.

Σε περίπτωση άρνησης εκτέλεσης ή παράβάσης των υποδείξεων του προϊστάμενου της τελωνειακής Αρχής, επιβάλλονται στον υπαίτιο οι υπό της κειμένης νομοθεσίας, περί ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου των φορτοεκφορτωτών, προβλεπόμενες κυρώσεις, μετά από αίτηση της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής. Επί υποτροπής ο υπαίτιος απομακρύνεται της κομιστικής υπηρεσίας των τελωνείων, με απόφαση του προϊσταμένου του τελωνείου.

Το προσωπικό που προσλαμβάνεται από τους εκμεταλλευόμενους τις αποθήκες ή χώρους της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου για την φορτοεκφόρτωση και διαχείριση των εμπορευμάτων, πρέπει να απομακρύνεται από αυτούς, ύστερα από υπόδειξη του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής Αρχής, για δικαιολογημένη αιτία.

Οι υπόχρεοι για την εκτέλεση φορτοεκφορτωτικών εργασιών πρέπει να χρησιμοποιούν, εφόσον κατά την κρίση των προϊσταμένων του τελωνείου επιβάλλεται τούτο, προς ταχεία και ασφαλή διενέργεια των εργασιών αυτών, τα κατάλληλα μηχανικά και λοιπά μέσα.

16. Το Δημόσιο δεν ευθύνεται για τις φυσικές απομοιώσεις, φθορές ή βλάβες των εναποτιθεμένων στις προσωρινές χώρους ή αποθήκες που τελούν υπό τη διαχείριση των τελωνείων, καθώς και για τις οφειλόμενες σε ανωτέρα βία.

17. Εάν από την τελωνειακή Αρχή διαπιστωθεί ότι ελλείπουν εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί στις αποθήκες ή χώρους της παρ. 5, χωρίς να έχουν τηρηθεί γι΄ αυτά οι τελωνειακές και λοιπές συναφείς διατυπώσεις και να έχει χορηγηθεί η κατά περίπτωση απαιτούμενη κατά τις διατάξεις του παρόντος ή άλλων τελωνειακών νόμων και κανονισμών γραπτή άδεια παράδοσης ή εξόδου ή φόρτωσης αυτών από την ανωτέρω Αρχή, εφαρμόζονται οι περί λαθρεμπορίας διατάξεις του παρόντος νόμου, ασχέτως της τυχόν λήψης από την τελωνειακή Αρχή εγγύησης ή άλλου διασφαλιστικού των δασμών και λοιπών φόρων μέτρου.

2. Το άρθρο 33 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 33

1. Αν το συνολικό ποσό από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, το οποίο βεβαιώνεται από την τελωνειακή Αρχή, έπειτα από την εξέταση των εμπορευμάτων που τελωνίζονται σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία, διαφέρει εκείνου που προκύπτει από τα στοιχεία δήλωσης του διασαφηστή των εμπορευμάτων στη διασάφηση που κατατέθηκε, επιβάλλεται ποινή ανακριβούς δήλωσης:

α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της επιπλέον διαφοράς που διαπιστώνεται, και

β. 5%(πέντε τοις εκατό) επί της επί έλαττον διαφοράς που διαπιστώνεται. Η παραπάνω ποινή επιβάλλεται, βεβαιώνεται και εισπράττεται, έστω και αν τα εμπορεύματα απαλλάσσονται ολικά ή μερικά των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του δασμολογίου ή άλλων ειδικών νόμων και κανονισμών.

2. Επιβάλλεται επίσης ποινή ανακριβούς δήλωσης τρία τοις εκατό (3%) επί του συνολικού ποσού, από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που βεβαιώνεται στα εμπορεύματα που τελωνίζονται σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία, όταν από την περιγραφή τους στη διασάφηση που κατατέθηκε δεν προκύπτει σαφώς η ακριβής δασμολογική τους διάκριση.

Η παραπάνω ποινή επιβάλλεται και για τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου

3. Οι ποινές ανακριβούς δήλωσης που προβλέπονται από τις προηγούμενες παραγράφους εισπράττονται έστω και αν τα εμπορεύματα εγκαταλειφθούν ή καταστραφούν.

4. Η επιβολή των παραπάνω ποινών δεν αποκλείει την εφαρμογή των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, όταν συντρέχει περίπτωση.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών επιτρέπεται να αυξάνονται μέχρι το διπλάσιο τα ποσοστά των ποινών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό”.

3. Οι παράγραφοι 11, 12, 13, 14 και 15 του άρθρου 37 αντικαθίστανται ως εξής:

“11. Αν στο τελωνείο αποστολής προκύπτει δασμοφορολογική διαφορά μεταξύ διασάφησης διαμετακόμισης και εξέτασης (επαλήθευσης), η οποία προσδιορίζεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 33, επιβάλλεται και εισπράττεται από το τελωνείο αυτό σε βάρος του αποστολέα ποινή ανακριβούς δήλωσης, που ανέρχεται σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της διαφοράς αυτής.

Η αυτή ποινή επιβάλλεται και αν κατά την εξέταση των εμπορευμάτων από το τελωνείο προορισμού προκύψει η παραπάνω διαφορά μεταξύ της εξέτασης αυτής και της διασάφησης διαμετακόμισης, που κατατέθηκε στο τελωνείο αποστολής, εφόσον στο τελωνείο αυτό δεν έγινε εξέταση.

Το τελωνείο προορισμού σημειώνει για το σκοπό αυτόν λεπτομερώς όλα τα σχετικά στοιχεία με τη διαφορά που διαπιστώθηκε, στο αντίγραφο του αποσπάσματος δηλωτικού, που επιστρέφεται στο τελωνείο αποστολής. Το τελωνείο αποστολής επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων βεβαιώνει με πράξη του σε βάρος του αποστολέα και του εγγυητή και εισπράττει τη δασμοφορολογική διαφορά που αναλογεί καθώς και την ποινή ανακριβούς δήλωσης σε κάθε περίπτωση.

12. Οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 33 εφαρμόζονται ανάλογα και για τη διασάφηση διαμετακόμισης.

13. Η διασάφηση που κατατίθεται από το διασαφηστή των εμπορευμάτων στο τελωνείο προορισμού, κρίνεται ως προς την ποινή ανακριβούς δήλωσης αυτοτελώς και κατά τις διακρίσεις του άρθρου 33.

14. Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων και των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα επιβάλλεται από το τελωνείο στο μεταφορέα ή τον προστήσαντα αυτόν, ευθυνόμενων αλληλέγγυα, το πρόστιμο που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρ. 91, σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης ή αλλοίωσης των σφραγίδων ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τέθηκαν στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα.

Οι παραπάνω κυρώσεις επιβάλλονται και σε περίπτωση ρήξης αντικατάστασης, αφαίρεσης ή αλλοίωσης σφραγίδων ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τέθηκαν στα μεταφορικά μέσα ή εμπορεύματα από αλλοδαπές τελωνειακές Αρχές, στα πλαίσια μεταφοράς εμπορευμάτων με διεθνή τελωνειακή διαμετακόμιση.

15. Εφόσον το τελωνείο αποστολής ή εισόδου διαπιστώνει από τους ελέγχους των τελωνειακών παραστατικών και λοιπών εγγράφων ότι τηρήθηκαν όλες οι διατυπώσεις διενέργειας μεταφοράς εμπορευμάτων με τελωνειακή διαμετακόμιση και ότι δεν προέκυψε καμία διαφορά στα εμπορεύματα που διαμετακομίσθηκαν, επιστρέφει την εγγύηση που παρασχέθηκε.”

4. Οι παράγραφοι 16, 17 και 18 του άρθρου 37 καταργούνται.

5. Η παράγραφος 12 του άρθρου 67 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“12. Οι εκτός των τελωνειακών αποθηκών χώροι, στους οποίους εκτελούνται τελωνειακές εργασίες, αποτελούν τους τελωνειακούς περιβόλους.Ως τελωνειακοί περίβολοι χρησιμοποιούνται και οι αναγκαίοι δημόσιοι λιμενικοί χώροι.
Ο τελωνειακός περίβολος για κάθε τελωνειακή Αρχή καθορίζεται με απόφαση του προϊσταμένου της τελωνειακής Αρχής που εγκρίνεται, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής Περιφέρειας, από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Διοικητικής Περιφέρειας”.

6. Τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 90, 1 και 3 του άρθρου 91, 1, 2 και 3 εδάφιο τελευταίο του άρθρου 93, 1 και 2 του άρθρου 94 ανώτατα όρια των προστίμων και τελών, όπως αυτά έχουν αναπροσαρμοστεί και ισχύουν, τριπλασιάζονται.

Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 του άρθρου 91 ανώτατο όριο του προστίμου, όπως αυτό έχει αναπροσαρμοσθεί και ισχύει, αυξάνεται σε 500.000 (πεντακόσιες χιλιάδες) δραχμές.

Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του άρθρου 92 ανώτατο όριο του προστίμου, όπως αυτό έχει αναπροσαρμοσθεί και ισχύει, αυξάνεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές.

Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του άρθρου 103 ποσό, όπως αυτό αναπροσαρμόστηκε και ισχύει, αυξάνεται σε δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές.

7. Στο άρθρο 91 προστίθεται παράγραφος 5, η οποία έχει ως εξής:

“5. Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων ειδικά στο μεταφορέα παντός οχήματος που εκτελεί οδικές μεταφορές και μεταφέρει πετρελαιοειδή προϊόντα, αλκοόλη, αλκοολούχα ποτά ή βιομηχανοποιημένα καπνά, σε περίπτωση που δεν μεταβεί στο τελωνείο προορισμού ή εξόδου, μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε από τις τελωνειακές Αρχές, επιβάλλονται τα παρακάτω πρόστιμα;

– Για μια ημέρα καθυστέρησης πρόστιμο 1.000.000 δρχ. (ενός εκατομμυρίου δραχμών).

– Για δύο ημέρες καθυστέρησης πρόστιμο πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.

– Για τρεις ημέρες καθυστέρησης πρόστιμο δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών και

– Για τέσσερις ημέρες καθυστέρησης και άνω πρόστιμο ίσο με το ήμισυ του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης με τον οποίο επιβαρύνονται τα εν λόγω εμπορεύματα, εάν ετίθεντο στην εγχώρια κατανάλωση και πάντως όχι μικρότερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών.

Τα πρόστιμα αυτά δεν επιβάλλονται εάν η μη εμπρόθεσμη μετάβαση στο τελωνείο προορισμού ή εξόδου οφείλεται σε αποδεδειγμένη ανωτέρα βία”.

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 94 αντικαθίσταται ως εξής:

“Στους παραβάτες των διατάξεων των άρθρων 70 έως και 70ιγ, επιβάλλεται για κάθε παράβαση και ανεξάρτητα από τις ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις για τη λαθρεμπορία, πρόστιμο μέχρι το διπλάσιο της αξίας FOB των εμπορευμάτων που προσδιορίστηκε για τελωνειακούς σκοπούς σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις”.

9. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 97 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Για πετρελαιοειδή προϊόντα, αλκοόλη, αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά το πολλαπλούν τέλος ανέρχεται στο πενταπλάσιο μέχρι το δεκαπλάσιο των δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων που βαρύνουν αυτά.

10. Από το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 103, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρ. 51 του Ν. 1041/80 (ΦΕΚ 75 Α/2.4.80), διαγράφεται η τελευταία φράση “Εφόσον η παράβαση διεπιστώθη προ της εξόδου των ειδών τούτων εκ του τελωνειακού χώρου”.
Από την παράγραφο 3 του άρθρου 103, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Α.Ν. 1514/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1591/1950, διαγράφεται η τελευταία φράση “ή αν τούτο είναι μονοπωλιακό είδος”.

11. Στο άρθρο 120 προστίθεται παράγράφος 4 που έχει ως εξής:

“4. Βιομηχανοποιημένα καπνά, που κατάσχονται ως αντικείμενο λαθρεμπορίας καταστρέφονται, μετά την παρέλευση απράκτων των προθεσμιών της παραγράφου 2 του άρθρου 116 του παρόντος, από τριμελή επιτροπή αποτελούμενη από τον αρμόδιο επιθεωρητή τελωνείων, τον προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και έναν ελεγκτή της ίδιας τελωνειακής Αρχής. Για την καταστροφή συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο καταστροφής.Επίσης καταστρέφονται τα παραπάνω προϊόντα σε περίπτωση δήμευσης τους από το Δικαστήριο.
Από την καταστροφή ουδέν δικαίωμα αποζημίωσης δύναται να γεννηθεί ή γεννάται κατά του Δημοσίου για οποιονδήποτε λόγο.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις στα τελωνεία ή τις δικαστικές Αρχές.”

Άρθρο 2
Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α΄).

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Για την εφαρμογή της παραπάνω περίπτωσης α΄, από την έναρξη ισχύος αυτής, ως έξοδος από το καθεστώς αναστολής των πετρελαιοειδών προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς αναστολής εντός φορολογικών αποθηκών στο εσωτερικό της χώρας και ζητείται η θέση τους σε ανάλωση, θεωρείται η φυσική έξοδος των προϊόντων από τη φορολογική αποθήκη.”

2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:

“Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει για τους εγχώριους παραγωγούς, μεταποιητές, τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών, καθώς και τους εφοδιαστές πλοίων και αεροσκαφών, υπό τον όρο ότι οι τελευταίοι δεν θέτουν βιομηχανοποιημένα καπνά σε ανάλωση στο εσωτερικό της χώρας”.

3. Ο κωδικός αριθμός Σ.Ο. 22066091 που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 37 αντικαθίσταται από τους κωδικούς Σ.Ο. 22060031 και 22060039.

4. Στο άρθρο 42 προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:

“4. Για τα βιομηχανοποιημένα καπνά που αποτελούν αντικείμενο λαθρεμπορίας και δεν έχει καθοριστεί η τιμή λιανικής πώλησης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 45 του παρόντος, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης υπολογίζεται, προκειμένου για τσιγάρα στην πλέον ζητούμενη τιμή λιανικής πώλησης που ισχύει κάθε φορά, προσαυξημένη κατά 10% (δέκα τοις εκατό), και για τα λοιπά καπνοβιομηχανία προϊόντα στην ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης των ομοειδών προϊόντων που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της χώρας”.

5. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 79 προστίθεται η φράση “εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών”.

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 84 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Τα οχήματα του άρθρου 75 δύνανται να τίθενται σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης και για το χρονικό διάστημα που παραμένουν στο καθεστώς αυτό τελούν σε αναστολή καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του Φ.Π.Α.”

7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 85 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Για τη σύσταση και λειτουργία των φορολογικών αποθηκών απαιτείται άδεια της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής, η οποία παρέχεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου”.

8. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 85 αντικαθίσταται ως εξής:

“α) Οι προϋποθέσεις με τις οποίες χορηγείται η άδεια σύστασης και λειτουργίας των φορολογικών αποθηκών”.

9. Η περίπτωση στ” της παραγράφου 2 του άρθρου 85 καταργείται και η περίπτωση ζ΄ αριθμείται ως στ΄.

10. Η παρ. 1 του άρθρ. 86 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Για το χαρακτηρισμό προσώπου ως εγκεκριμένου αποθηκευτή απαιτείται άδεια της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής, η οποία παρέχεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου”.

11. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 86 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

– να ενημερώνει την αρμόδια τελωνειακή Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή των δεδομένων που έχουν ληφθεί υπόψη για τη χορήγηση της άδειας και να παρέχει τα επιβαλλόμενα από αυτή πρόσθετα διασφαλιστικά μέτρα”.

12. Στο άρθρο 86 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

“4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου”.

13. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 88 όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναφερομένων στο άρθρο 75 οχημάτων, καθώς και η μη τήρηση των προβλεπόμενων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων, με σκοπό τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία και τιμωρούνται με τις περί λαθρεμπορίας διατάξεις τουΝ. 1165/1918.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, η μη τήρηση των προβλεπόμενων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων χαρακτηρίζεται ως τελωνειακή παράβαση, του άρθρου 89 παράγραφος 1 του Ν. 1165/1918 και επισύρει κατά των παραβατών τα κατωτέρω, κατά περίπτωση, πρόστιμα:

α) Για τη μη υποβολή της δήλωσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 79, πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών για κάθε όχημα.

β) Για την κυκλοφορία του οχήματος πέραν της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 79, πρόστιμο πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών, το οποίο μειώνεται στο ένα πέμπτο (1/5), στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του οχήματος είναι δικαιούχος οριστικής απαλλαγής βάσει των διατάξεων του άρθρου 83.

γ) Για τη μη τήρηση των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 87, πρόστιμο 50.000 (πενήντα χιλιάδων) δραχμών για κάθε όχημα.

δ) Για την εκπρόθεσμη υποβολή της ειδικής δήλωσης της παραγράφου 2 του άρθρου 80, την εκπρόθεσμη επαναποστολή ή εξαγωγή ή εγκατάλειψη ή καταστροφή του οχήματος, όταν δεν υποβάλλεται η ανωτέρω ειδική δήλωση. πρόστιμο για κάθε ημέρα καθυστέρησης ως εξής:

Επιβατικά αυτοκίνητα:

– Για τα μέχρι 1600 κυβικά εκατοστά πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές.

– Για τα από 1601 κυβικά εκατοστά και άνω δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές. Φορτηγά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες:

Ανεξάρτητα κυλινδρισμού, τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές.

Τα ανωτέρω πρόστιμα δεν μπορεί να υπερβούν το ύψος του αναλογούντος στο όχημα Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης.

ε) Για τη μη τήρηση της προϋπόθεσης της παραγράφου 4 του άρθρου 87 ή υπέρβασης της προθεσμίας παραμονής ή κυκλοφορίας του οχήματος που είναι εφοδιασμένο με άδεια κυκλοφορίας των παρ.1 και 2 του άρθρου 90, πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών για κάθε ημέρα μετά τη λήξη της προσωρινού τύπου άδειας κυκλοφορίας.

στ) Σε περίπτωση εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης υποβολής της ειδικής δήλωσης της παραγράφου 2 του άρθρου 80 και εκπρόθεσμης καταβολής του αναλογούντος Ειδικού φόρου κατανάλωσης, καθώς και στην περίπτωση που μετά την εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη υποβολή της ανωτέρω ειδικής δήλωσης ο παραλήπτης του οχήματος ζητήσει την επαναποστολή ή εξαγωγή ή εγκατάλειψη ή καταστροφή του οχήματος, πρόστιμο για κάθε ημέρα καθυστέρησης, όπως αυτό ορίζεται στην ανωτέρω περίπτωση δ΄.

Το πρόστιμο αυτό δεν επιβάλλεται, όταν η εκπρόθεσμη καταβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του παραλήπτη του οχήματος.

ζ) Σε περίπτωση κατοχής ή κυκλοφορίας οχήματος από πρόσωπο που δεν τυγχάνει της προβλεπόμενης από την παράγραφο 2 του άρθρου 84 προσωρινής απαλλαγής, πρόστιμο ως εξής:

– Για τα μέχρι 1.600 κυβικά εκατοστά ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

– Για τα από 1.601 κυβικά εκατοστά και άνω δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές.

η) Σε περίπτωση οδήγησης οχήματος, που κυκλοφορεί στη χώρα, κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 84, από άλλο μη δικαιούχο πρόσωπο, πρόστιμο διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών, εφόσον το δικαιούχο

πρόσωπο βρισκόταν στη χώρα κατά το χρόνο που συντελέστηκε η παράβαση, διαφορετικά το πρόστιμο αυτό διπλασιάζεται.

3. Πέραν της επιβολής των προστίμων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 2, τα οχήματα του άρθρου 75 υπόκεινται και σε προσωρινή συντηρητική δέσμευση με πράξη της τελωνειακής Αρχής που διαπίστωσε την παράβαση, η δε απόδοση τους γίνεται μετά την καταβολή των οφειλόμενων προστίμων και τυχόν άλλων προβλεπόμενων επιβαρύνσεων.

Σε περίπτωση μη παραλαβής του οχήματος μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την οριστικοποίηση της καταλογιστικής πράξης επιβολής των προστίμων, το όχημα περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του Δημοσίου, διαγραφομένων στην περίπτωση αυτή των επιβληθέντων προστίμων”.

14. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 88 έχουν εφαρμογή και σε περιπτώσεις καταλογιστέων πράξεων, που έχουν οριστικοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτήν η τετράμηνη προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 3
Ρυθμίσεις στην κατανάλωση υγραερίων και μεθανίου
Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α724.8.1993) εφαρμόζονται και για τα υγραέρια και το μεθάνιο που τέθηκαν σε ανάλωση κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/1993 μέχρι και 8/7/1993.

Άρθρο 4
Ρυθμίσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης αυτοκινήτων και το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος

1. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:

“Προκειμένου για κλειστά φορτηγά που προέρχονται από μετατροπή επιβατικών αυτοκινήτων, τα παραπάνω ποσοστά φόρου διπλασιάζονται και υπολογίζονται επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται για τα επιβατικά αυτοκίνητα, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α΄), όπως ισχύει.
Ως κλειστό φορτηγό νοείται όχι μόνο αυτό που εκ κατασκευής το αμάξωμα του είναι κλειστό, αλλά κι αυτό που προκύπτει με την προσθήκη στο αμάξωμα του ανοικτού φορτηγού καλύμματος από άκαμπτα στερεά υλικά, ανεξάρτητα αν το κάλυμμα αφαιρείται εύκολα ή δύσκολα ή αν το πίσω μέρος του αμαξώματος παραμένει ανοικτό.
Η ισχύς του προστιθέμενου με την παρούσα παράγραφο πρώτου εδαφίου αρχίζει από 25.10.1996.

2. Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2093/1992, όπως αυτή προστέθηκε με την προηγούμενη παρ. 1. δεν εφαρμόζεται για τα κλειστά φορτηγά που προέρχονται από μετατροπή επιβατικών αυτοκινήτων, τα οποία είχαν κομισθεί στη χώρα μέχρι την προηγουμένη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της διάταξης αυτής.

3. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄), όπως ίσχυε μέχρι 31.12.1993, μετά την τροποποίηση της με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του Ν. 2187/1994 (ΦΕΚ 16 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

“δ) Μεταχειρισμένες βάσεις φορτηγών των προηγούμενων περιπτώσεων, πέντε τοις εκατό (5%) για την περίπτωση α΄ και δέκα τοις εκατό (10%) για τις περιπτώσεις β΄ και γ΄.

Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από την 25η.10.1996.

4. Η διάταξη της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2093/1992, όπως αυτή αντικαθίσταται με την προηγούμενη παράγραφο, δεν εφαρμόζεται για τις αναφερόμενες σε αυτήν βάσεις, οι οποίες είχαν κομισθεί στη χώρα μέχρι την προηγουμένη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος αυτής.

5. Η υποχρέωση υποβολής της προβλεπόμενης από το άρθρο 79 του Ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α΄) δήλωσης άφιξης των αποστελλόμενων ή μεταφερόμενων από άλλα Κράτη – Μέλη της Ε.Ε. βάσεων φορτηγών της δασμολογικής κλάσης 87.04, αρχίζει ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του Ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α΄), όπως ισχύει προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Ως αυτοκίνητο όχημα με μόνιμο κλειστό αμάξωμα νοείται όχι μόνο αυτό που εκ κατασκευής το αμάξωμα του είναι κλειστό, αλλά κι αυτό που προκύπτει με την προσθήκη στο αμάξωμα ανοικτού φορτηγού καλύμματος από άκαμπτα στερεά υλικά ανεξάρτητα αν αφαιρείται εύκολα ή δύσκολα ή αν το πίσω μέρος του αμαξώματος παραμένει ανοικτό”.

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Ν. 2308/1995 (ΦΕΚ 114 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

“Οι διατάξεις των άρθρων 38 παράγραφοι 2 και 41 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αυτοκίνητα του παρόντος άρθρου”.

8. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 37 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Ως καινουργές επιβατικό αυτοκίνητο νοείται αυτό που δεν έχει τεθεί σε κυκλοφορία, καθώς κι εκείνο για το οποίο συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

α) δεν έχει παρέλθει εξάμηνο από την έκδοση της πρώτης άδειας κυκλοφορίας, και

β) δεν έχει διανύσει περισσότερα από έξι χιλιάδες (6.000) χιλιόμετρα”.

9. Το προβλεπόμενο από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄), όπως ισχύει, ποσοστό μείωσης κατά πενήντα τοις εκατό (50%), αυξάνεται σε 70% (εβδομήντα τοις εκατό).

10. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

“Σε περίπτωση που, λόγω θανάτου, η αποδέσμευση των αυτοκινήτων ζητείται από τους κληρονόμους των ανωτέρω προσώπων, τα αυτοκίνητα αυτά υποβάλλονται σε τόσα δέκατα του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 37 του Ν. 1882/1990, όπως εκάστοτε ισχύει, όσα και τα εξάμηνα που υπολείπονται για τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση περιοριστικού διαστήματος, του κλάσματος του εξαμήνου θεωρουμένου ως ολόκληρο εξάμηνο”.

11. Οι διατάξεις του Ν. 1573/1985(ΦΕΚ 201 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις διασκευής ανοικτών φορτηγών αυτοκινήτων της δασμολογικής κλάσης 87.04, σε κλειστά φορτηγά της ίδιας δασμολογικής κλάσης μικτού βάρους κάτω των 3,5 τόννων και κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 900 κυβικών εκατοστών.

Άρθρο 5
Τακτοποίηση αποσύρσεων επιβατικών

1. Για τα αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας για τα οποία εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 1921/1991 (ΦΕΚ 12 Α΄), χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις κατά τον τελωνισμό τους, δεν επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις σε βάρος του αγοραστή ή του κατόχου, εφόσον, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καταβάλουν στις αρμόδιες τελωνειακές Αρχές τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, που δεν εισπράχθηκαν κατά τον τελωνισμό, καθώς και το Εφάπαξ Πρόσθετο Ειδικό Τέλος (Ε.Π.Ε.Τ.) και τα τέλη κυκλοφορίας, από τα οποία απηλλάγησαν, στις κατά περίπτωση αρμόδιες τελωνειακές Αρχές και Δ.Ο.Υ..

2. Εφόσον τα ποσά της προηγούμενης παραγράφου καταβληθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο της παραγράφου 1, μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία και αυτός που κατέβαλε καταθέσει υπεύθυνη δήλωση, ότι παραιτείται των προβλεπόμενων από το νόμο ένδικων μέσων:

α) δεν υπολογίζονται τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.

β) αίρονται οι συνέπειες της λαθρεμπορίας, δεν ασκείται ποινική δίωξη για την πράξη αυτή και η τυχόν ασκηθείσα παύει οριστικά, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου,

γ) καταργούνται οι δίκες στα διοικητικά δικαστήρια, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις,

δ) αίρεται η τυχόν επιβληθείσα κατάσχεση του αυτοκινήτου.

3. Ποσά τα οποία τυχόν έχουν καταβληθεί σε εκτέλεση πράξεων διοικητικών κυρώσεων της τελωνειακής Αρχής δεν επιστρέφονται.

4. Ο πωλητής του αυτοκινήτου ή εκπρόσωπος του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αγοραστή ή του κατόχου δεν υπόκεινται στη ρύθμιση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και εφαρμόζονται γι” αυτούς οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ευθυνόμενων προσέτι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή των ποσών της παραγράφου 1.

5. Για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η παραγραφή αρχίζει από τη διαπίστωση της παράβασης από την αρμόδια τελωνειακή Αρχή.

Άρθρο 6
Ρυθμίσεις για σκάφη αναψυχής που έχουν τελωνισθεί
Για σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, τα οποία τελωνίσθηκαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τα οποία διαπιστώνεται από την αρμόδιο τελωνειακή Αρχή ότι τελωνίσθηκαν με υποτιμολογημένη αξία, δεν επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις, εφόσον:

α) Δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου.

β) Καταβάλει ο ενδιαφερόμενος, εφάπαξ, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 3 (τριών) μηνών από την επίδοση σχετικής πρόσκλησης της τελωνειακής Αρχής, το σύνολο των δσσμοφορολογικών επιβαρύνσεων που δεν εισπράχθηκαν κατά τον τελωνισμό, χωρίς τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.

γ) Υποβάλει ο ενδιαφερόμενος υπεύθυνη δήλωση, ότι παραιτείται των προβλεπόμενων από το νόμο ένδικων μέσων.

Ως δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις λογίζονται οι ισχύουσες κατά την ημερομηνία αποδοχής του παραστατικού τελωνισμού από την τελωνειακή Αρχή.

Εφόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν ασκείται ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα παύει οριστικά, αίρεται η τυχόν επιβληθείσα κατάσχεση του σκάφους και οι σχετικές δίκες στα διοικητικά δικαστήρια καταργούνται.

Ποσά τα οποία τυχόν έχουν καταβληθεί σε εκτέλεση πράξεων διοικητικών κυρώσεων της τελωνειακής Αρχής για τις άνω παραβάσεις δεν επιστρέφονται.

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που κατά το στάδιο του τελωνισμού προσκομίσθηκαν πλαστά τιμολόγια, για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.

Άρθρο 7
Προαιρετικός εξοπλισμός (EXTRA) επιβατικών αυτοκινήτων

1. Στα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα που απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της χώρας από άλλα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εισήχθησαν από Τρίτες Χώρες, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για τα οποία διαπιστώνεται ότι δεν δηλώθηκαν στο οικείο παραστατικό αλά τα είδη του προαιρετικού (EXTRA) εξοπλισμού, δεν επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις, εφόσον ο ενδιαφερόμενος:
α) Δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου

β) Καταβάλει εφάπαξ στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή το σύνολο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν σε αυτά, οι οποίες και βεβαιώνονται συμπληρωματικά επί του οικείου παραστατικού

γ) Καταθέσει υπεύθυνη δήλωση ότι παραιτείται των προβλεπόμενων από το νόμο ένδικων μέσων.

Ως δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις λογίζονται οι ισχύουσες κατά την ημερομηνία αποδοχής του οικείου παραστατικού του αυτοκινήτου από την τελωνειακή Αρχή, χωρίς την καταβολή τελών εκπρόθεσμης καταβολής.
Εφόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, δεν ασκείται ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα παύει οριστικά, οι δε, σχετικές δίκες στα διοικητικά δικαστήρια καταργούνται.Ποσά τα οποία τυχόν έχουν καταβληθεί σε εκτέλεση πράξεων διοικητικών κυρώσεων της τελωνειακής Αρχής δεν επιστρέφονται.

2. Οι ως άνω διατάξεις έχουν εφαρμογή μόνο για τους αγοραστές ή κατόχους αυτοκινήτων. Για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συμμετάσχει στη διαδικασία τελωνισμού εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία ευθυνόμενων προσέτι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή στην αρμόδια τελωνειακή Αρχή των ποσών της παρ. 1.

Άρθρο 8
Πρόδρομες ουσίες
Στο άρθρο 4 του Ν. 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α΄), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2161/1993 (ΦΕΚ 119 Α΄), προστίθενται παράγραφοι 5, 6, 7 και 8, που έχουν ως εξής:

“5. Στους επιχειρηματίες που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 της Ε.2200/600/8003/1.7.1994 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων “Ρύθμιση διαδικασιών παραγωγής μεταποίησης, εμπορίας και ελέγχου των προδρόμων ουσιών, παρασκευής ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών”, (ΦΕΚ 547 Α/13.7.1994), οι οποίοι δεν τηρούν τις οριζόμενες στην παράγραφο αυτή υποχρεώσεις, επιβάλλεται πρόστιμο από διακόσιες χιλιάδες (200.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές,

6. Στους επιχειρηματίες που προβαίνουν ή συμμετέχουν σε εισαγωγή, εξαγωγή, διαμετακόμιση, μεταποίηση, παρασκευή, κατοχή ή εμπορία προδρόμων ουσιών της κατηγορίας 1 του Παραρτήματος του Κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) 3769/1992, οι οποίοι δεν έχουν λάβει την έγκριση που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρ. 1 της κοινής υπουργικής απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλεται πρόστιμο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές μέχρι οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) δραχμές.

7. Στους επιχειρηματίες που προβαίνουν ή συμμετέχουν σε εισαγωγή, εξαγωγή, διαμετακόμιση, μεταποίηση, παρασκευή, κατοχή ή εμπορία προδρόμων ουσιών της κατηγορίας 2 ή εξαγωγή προδρόμων ουσιών της κατηγορίας 3 του Παραρτήματος του “Κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) 3769/1992, οι οποίοι δεν έχουν καταθέσει τα απαιτούμενα από την παράγραφο 4 της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου δικαιολογητικά για την καταχώριση τους, επιβάλλεται πρόστιμο από τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές μέχρι οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) δραχμές.

8. Στους επιχειρηματίες, οι οποίοι πωλούν ή διαθέτουν πρόδρομες ουσίες της κατηγορίας 1 του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3769/1992 σε άλλους επιχειρηματίες οι οποίοι δεν κατέχουν την έγκριση της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου ή δεν εμπίπτουν στην παρ. 8 του άρθρ. 46 του Ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α΄), επιβάλλεται πρόστιμο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) δραχμές”.

Άρθρο 9
Κατάργηση της Τ.5320/1975 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του άρθρου 3 του από 1ης Ιουνίου 1927 ψηφίσματος

1.Η αριθμ. Τ .5320/1975 “περί διατυπώσεων υφ΄ ας επιτρέπεται η εισαγωγή, κατοχή και διάθεση ωρισμένων ειδών εξωτερικής προελεύσεως προοριζομένων προς εμπορίαν”, απόφαση του Υπ. των Οικονομικών (ΦΕΚ 1384 Β΄/25-11- 1975). καταργείται.

2. Το άρθρο 3 του από 1ης Ιουνίου 1927 ψηφίσματος (ΦΕΚ 108 Α΄) “περί διαρρυθμίσεως της φορολογίας επί του καταναλισκομένου καπνού”, όπως ισχύει, καταργείται.

Άρθρο 10
Τροποποιήσεις του Ν. 1567/1985 (ΦΕΚ 171 Α΄)

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Από τις ναρκωτικές ουσίες που κατάσχονται από τις τελωνειακές Αρχές, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, οι απόλυτα αναγκαίες ποσότητες για την εκπαίδευση των τελωνειακών υπαλλήλων και των σκύλων ανιχνευτών, στον τομέα δίωξης της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών”.

2. Στο άρθρο 5 προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:

“5. Με απόφαση επίσης του Υπ. Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία της περιοδικής συσκευασίας και αποσυσκευασίας των, κατά τα παραπάνω διατιθέμενων ποσοτήτων ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, κατά τρόπο κατάλληλο για την εκπαίδευση και διατεταγμένη έρευνα των σκύλων ανιχνευτών καθώς επίσης και το πλαίσιο της απομείωσης των εν λόγω ποσοτήτων ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. η οποία δικαιολογείται εκ της επιβεβλημένης περιοδικής συσκευασίας – αποσυσκευασίας ή εκ των συνθηκών εκπαίδευσης και έρευνας των σκύλων – ανιχνευτών ή από οποιονδήποτε άλλο ειδικό λόγο”.

3. Μετά το άρθρο 5 προστίθεται άρθρο 5α που έχει ως εξής:

“Αρθρο 5α

Πρακτική εξάσκηση διωκτικών υπαλλήλων στην αναγνώριση ναρκωτικών ουσιών

1. Η κατά το άρθρο 5 του Ν. 1729/1987 κατοχή και αποθήκευση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών δεν απαγορεύεται, εφόσον προορίζονται για εκπαιδευτικούς σκοπούς και διαχειρίζονται από αρμόδιες, κατά το άρθρο 20 του ίδιου νόμου, διωκτικές αρχές.

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και για ποσότητες ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, οι οποίες, είχαν περιέλθει καθοιονδήποτε τρόπο, στις αρμόδιες, κατά το άρθρο 20 του Ν. 1729/1987, διωκτικές αρχές και διαχειρίζονταν από αυτές, για λόγους εκπαίδευσης των διωκτικών υπαλλήλων.

3. Με απόφαση του Υπ. Οικονομικών, καθορίζεται το πλαίσιο της δικαιολογημένης ποσότητας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών που απομειώνεται κατά την πρακτική εξάσκηση σε:

– τεστ χρωματικής αντιδράσεως για την αναγνώριση ύποπτων ουσιών

– εγκεκριμένες εκπαιδεύσεις διωκτικών υπαλλήλων, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρο 11
Τροποποίηση διατάξεων ατέλειας που ισχύουν για τους ανάπηρους

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 της αριθμ. Δ. 697/35/1990 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με το ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α`), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

2. Οι ανάπηροι, που κατ` εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου προβαίνουν στη μεταβίβαση ή αλλαγή της χρήσης του αυτοκινήτου τους, δεν μπορούν να παραλάβουν άλλο αυτοκίνητο ατελώς με τις διατάξεις ατέλειας που ισχύουν για τους ανάπηρους.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή και οι ανάπηροι μπορούν να παραλάβουν άλλο αυτοκίνητο ατελώς με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για αυτούς, αν η εν λόγω μεταβίβαση ή η αλλαγή της χρήσης του αυτοκινήτου γίνει μετά την πάροδο επτά (7) ετών από την ημερομηνία παραλαβής του και ύστερα από έγκριση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 παρ.10 Ν.3583/2007, ΦΕΚ Α 142/28.6.2007.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 39 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για τα εισαγόμενα επιβατικά αυτοκίνητα με βάση τις διατάξεις της Δ.245188 ΑΥΟ που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του Ν. 1839/1989 (ΦΕΚ 90 Α/.4.1989), εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του στοιχείου (α) της παρ. 1 του άρθρ. 5 της Απόφασης αυτής, καθώς και για τα επιβατικά αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, που παραλαμβάνονται με βάση τις διατάξεις ατέλειας που ισχύουν κάθε φορά για τους αναπήρους και τους πολύτεκνους γονείς.|
Στην περίπτωση αυτή και όσον αφορά τους πολύτεκνους γονείς, το ποσοστό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, που καταβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 36 του Ν. 1563/1985 (ΦΕΚ 151 Α΄) θα υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές του άρθρου 37 του Ν. 1882/1990, όπως κάθε φορά ισχύει”.

Άρθρο 12
Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2386/1996(ΦΕΚ 43 Α΄)

1.Το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 17 του άρθρου 15 ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) και το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 18 του ίδιου άρθρου ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) καθορίζεται, από την έναρξη ισχύος των τροποποιούμενων διατάξεων, σε εξήντα τοις εκατό (60%) και σαράντα τοις εκατό (40%) αντίστοιχα.

2. Οι προθεσμίες των διατάξεων των παραγράφων 12, 17 και 20 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996 παρατείνονται μέχρι 31.5.1997.

3. Ποσά φόρου που καταβλήθηκαν από ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51 του Ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α΄) και της παραγράφου 17 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996 για ποσοστό πετρελαίου κίνησης μεγαλύτερο του 60% (εξήντα τοις εκατό) συμψηφίζονται και τα επιπλέον καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται με τη διαδικασία της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Μερίσματα που έχουν καταβληθεί στους άνω υπαλλήλους από τους φορείς επικουρικής ασφάλισης για το εκτός υπηρεσίας χρονικό διάστημα που αναγνωρίστηκε ως συντάξιμο δεν επιστρέφονται από αυτούς”.

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 19 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:

“1. Το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) είναι αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Οι διατάξεις που αφορούν το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) εξακολουθούν να ισχύουν στο σύνολο τους”.

Άρθρο 13
Δασμολογικές και φορολογικές απαλλαγές προσωπικών ειδών που ανήκουν σε ιδιώτες

1. Το άρθρο 9 της Δ.245/1988 Α.Υ.Ο., που κυρώθηκε με το Ν. 1839/1989(ΦΕΚ 90 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Άρθρο 9

1. Κάθε παράβαση της παρούσας Απόφασης αποτελεί απλή τελωνειακή παράβαση και συνεπάγεται άμεσα την είσπραξη των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, από τις οποίες έτυχαν απαλλαγής τα προσωπικά είδη, με τέλη εκπρόθεσμης καταβολής, τα ο ποία θα υπολογισθούν από την ημερομηνία αποδοχής του κατά περίπτωση οικείου τελωνειακού Παραστατικού.

2. Σε περίπτωση που η διαπίστωση της παράβασης γίνει από τελωνειακή Αρχή άλλη από εκείνη της εισαγωγής – παραλαβής των προσωπικών ειδών, η έκθεση διαπίστωσης της παράβασης στέλνεται στην Αρχή αυτή, η οποία και μεριμνά για τη βεβαίωση και είσπραξη των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 ποσών.

3. Η τυχόν άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την είσπραξη των προαναφερόμενων ποσών.

4. Τα προσωπικά είδη, για τα οποία διαπιστώνεται παράβαση, ανεξάρτητα από τα επιτρεπόμενα κατά το Ν.Δ. 356/1974 μέτρα, υπόκεινται αμέσως σε προσωρινή δέσμευση, με πράξη της τελωνειακής Αρχής που διαπίστωσε την παράβαση.

Η δέσμευση αυτή που ισχύει μέχρι την τυχόν, σύμφωνα με το νομικό διάταγμα 356/1974, κατάσχεση τους, συνίσταται:

α) για μεν τα “μέσα μεταφοράς”, σε σφράγιση και ακινητοποίηση αυτών από την τελωνειακή Αρχή που διαπίστωσε την παράβαση, σε τελωνειακό χώρο. Κατά την κρίση της τελωνειακής Αρχής που διαπίστωσε την παράβαση, η σφράγιση και ακινητοποίηση των μέσων μεταφοράς μπορεί να γίνει σε χώρο δημόσιο ή ιδιωτικό και πάντοτε με την ευθύνη και την οικονομική επιβάρυνση του δικαιούχου προσώπου και του κατόχου των μέσων μεταφοράς, σε ολόκληρο,

β) για δε τα “είδη οικοσκευής”, σε φύλαξη αυτών σε τελωνειακό χώρο, με οικονομική επιβάρυνση του δικαιούχου προσώπου και του κατόχου αυτών, σε ολόκληρο.

Σε περίπτωση που δεν καταβάλλονται τα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αμέσως απαιτητά ποσά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.δ/τος 356/1974, περί αναγκαστικής είσπραξης των απαιτήσεων τούτων του Δημοσίου.

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν έχουν εφαρμογή σε περίπτωση οδήγησης για μια μόνο φορά μεταφορικού μέσου, αλλά επιβάλλεται πρόστιμο πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών για το οποίο υπόχρεοι στην καταβολή του είναι το δικαιούχο πρόσωπο και ο οδηγός του αυτοκινήτου, η τυχόν δε προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια δεν αναστέλλει την εφάπαξ καταβολή του”.

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 9 του Δ. 245/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των τελωνειακών και δικαστικών αρχών για προσωπικά είδη που έχουν παραληφθεί βάσει της πιο πάνω απόφασης, καθώς και της Δ. 264/23/1985 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 139 Β’), που κυρώθηκε με το ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α’), εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και οι ενδιαφερόμενοι παραιτηθούν των ενδίκων μέσων και καταβάλουν τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 5 ποσά χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι 31 Οκτωβρίου 1997.

Για επιβατικά αυτοκίνητα, τα οποία κατά το χρόνο του τελωνισμού τους ήταν νέας ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, με την έννοια ότι έφεραν εκ κατασκευής καταλύτη και ήταν αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, και όχι κατ’ ανάγκη καινούργια, και χρεώθηκαν ποσά ειδικού φόρου κατανάλωσης με βάση τους συντελεστές του άρθρου 1 του ν. 363/1976, επαναχρεώνονται με βάση τους συντελεστές του άρθρου 1 του ν. 1858/1989 (ΦΕΚ 148 Α’) ή του άρθρου 37 του ν. 1882/1990, που ίσχυαν κατά τον ίδιο χρόνο.

Τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και τα δεσμευθέντα ή κατασχεθέντα προσωπικά είδη αποδίδονται στους δικαιούχους.

Καταβληθέντα ποσά σε εκτέλεση πράξεων ή αποφάσεων των αρμοδίων τελωνειακών αρχών συμψηφίζονται με πράξη της αρμόδιας τελωνειακής αρχής μέχρι των προσδιορισθέντων ποσών των παραγράφων 1 και 5 και τα τυχόν επιπλέον δεν επιστρέφονται.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 13 Ν.2515/1997 (Α 154/25-7-1997).

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 2 έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα που άσκησαν το δικαίωμα της μετοικεσίας, καθώς και για τους αγοραστές ή κατόχους των αυτοκινήτων και λοιπών ειδών για τους οποίους διαπιστώθηκε παράβαση των σχετικών διατάξεων, όχι όμως για άλλα άτομα που καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετείχαν στην παραπάνω παράβαση, ιδίως δε για όσους αναμείχθηκαν ως έμποροι ή επαγγελματίες στη σχετική παράβαση για τους οποίους εφαρμόζεται η κείμενη νομοθεσία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 13 Ν.2515/1997 (Α 154/25-7-1997).

Άρθρο 14
Προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης
Οι παρ. 1 , 2 και 6 του άρθρου 10 της Δ.247/ 1988 Α.Υ.Ο., που κυρώθηκε με το Ν. 1839/89 (ΦΕΚ 90 Α΄), αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης επανεξαγωγής επιβατικών οχημάτων που πα-ραδόθηκαν με βάση τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, οφείλονται άμεσα τα παρακάτω πρόσθετα τέλη:

α) εφάπαξ πρόσθετο τέλος πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών για τη μη εμπρόθεσμη επανεξαγωγή και

β) πρόσθετο τέλος για κάθε ημέρα κυκλοφορίας του επιβατικού οχήματος μετά τη λήξη της προς επανεξαγωγή προθεσμίας ως ακολούθως:

– για επιβατικά οχήματα μέχρι 1.600 cc πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές

– για επιβατικά οχήματα από 1.601 cc και άνω δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές.

Για το χρονικό διάστημα της κυκλοφορίας μετά τη λήξη της προθεσμίας επανεξαγωγής, θα εισπράττονται και τα προβλεπόμενα τέλη κυκλοφορίας.

Προκειμένου για ρυμουλκούμενο όχημα (περιλαμβανομένου και του ρυμουλκούμενου τροχόσπιτου) που παρέμεινε στη χώρα μετά την επανεξαγωγή του οχήματος που το ρυμουλκούσε, το πρόσθετο τέλος για κάθε ημέρα παραμονής του ρυμουλκούμενου οχήματος μετά την επανεξαγωγή του κυρίως οχήματος ορίζεται σε 2.000 (δύο χιλιάδες) δραχμές”.

“2. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης επανεξαγωγής των λοιπών, εκτός των επιβατικών οχημάτων και των αλόγων ιππασίας, μεταφορικών μέσων που παραδόθηκαν με βάση τις διατάξεις της παρούσας απόφασης. οφείλονται άμεσα:

α) εφάπαξ πρόσθετο τέλος τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών για τη μη εμπρόθεσμη επανεξαγωγή, και

β) πρόσθετο τέλος πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών για κάθε ημέρα μετά τη λήξη της προς επανεξαγωγή προθεσμίας”.

“6. Σε περίπτωση οδήγησης μεταφορικού μέσου, πλην των αλόγων ιππασίας, από μη δικαιούχο, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 8 της παρούσας, πρόσωπο, οφείλεται άμεσα εφάπαξ πρόσθετο τέλος διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών, εφόσον το δικαιούχο πρόσωπο βρισκόταν στη χώρα κατά το χρόνο που διαπιστώθηκε η παράβαση, διαφορετικά το πρόστιμο διπλασιάζεται”.

Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 718/1977 (ΦΕΚ 304 Α΄) περί εκτελωνιστών

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

“Στις εκτελωνιστικές εργασίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες για τη διακίνηση των υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. κοινοτικών εμπορευμάτων, ως επίσης και οι διαδικασίες για την καταβολή του Ε.Φ.Κ. και του Ε.Π.Ε.Τ..”

2. Στην παρ. 2 του άρθρου 3 προστίθεται τρίτο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:

“Η ως άνω δυνατότητα της ανάθεσης εκτέλεσης των εκτελωνιστικών εργασιών σε υπάλληλο του δικαιούχου δεν παρέχεται όταν πρόκειται για εξαγωγή επιδοτούμενων ή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων ή για αποστολή σε άλλο Κράτος -Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκείμενων σε Ε.Φ.Κ. προϊόντων με έκδοση Συνοδευτικού Διοικητικού Εγγράφου”.

Άρθρο 16
Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄)

1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

“α) Αγορά αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας με εξαίρεση αυτά που αποτελούν αρδευτικό εξοπλισμό γεωργικής εκμετάλλευσης”.

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 προστίθεται περίπτωση ζ΄, που έχει ως εξής:

“ζ) Από τόκους με τους οποίους πιστώνεται ο “Λογαριασμός Νεότητας Προσωπικού Ο.Τ.Ε.”, που τηρείται στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. και ο οποίος αποτελείται σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του λογαριασμού αυτού από την τοποθέτηση των μηνιαίων εισφορών των υπαλλήλων του με σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ χρηματικής παροχής στα ενήλικα τέκνα τους. Επί των τόκων αυτών ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% (δεκαπέντε τοις εκατό) εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 περίπτωση β΄ και 5 περίπτωση α΄ του άρθρου 54 εφαρμόζονται αναλόγως και στα εισοδήματα της περίπτωσης αυτής”.

3. Αναστέλλεται από τότε που ίσχυσε και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος η ισχύς της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 15 του άρθρου 33, όπως αυτά προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄).
Όσοι δεν καταβάλλουν το φόρο της παραγράφου 15 του άρθρου 33 ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα, υπόκεινται και στην πρόσθετη κύρωση της αφαίρεσης της άδειας άσκησης του επαγγέλματος.

4. Στο άρθρο 48 προστίθεται νέα παράγραφος 5 και η παράγραφος 5 αυτού αναριθμείται σε 6 ως εξής:

“5. Ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα θεωρούνται και τα εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. βάσει κανονισμού του προσωπικού του από το Λογαριασμό Νεότητας στα ενήλικα τέκνα των υπαλλήλων αυτού από ίδια κεφάλαια. Στο εισόδημα αυτό διενεργείται παρακράτηση φόρου κατά την καταβολή του, από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. και ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9. Για την απόδοση του φόρου που παρακρατείται εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59”.

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 19
Εξομοίωση Προϊσταμένων της Σ.Ε.Υ.Υ.Ο. -Ρυθμίσεις για το Σ.Δ.Ο.Ε.

1. Στο άρθρο 7 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄) προστίθεται παράγραφος 7,΄που έχει ως εξής:

“7. Εξομοίωση Προϊσταμένων της Σ.Ε.Υ.Υ.Ο.

Ο Γενικός Διευθυντής, ο Διευθυντής Σπουδών και ο Προϊστάμενος του Γραφείου Διοίκησης εξομοιούνται από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., με τους προϊσταμένους οργανικών – μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης και Τμήματος, αντίστοιχα”.

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από τη δημοσίευση του Ν. 2343/1995.

3. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 32 του Ν. 1828/1989 αντικαθίσταται ως εξής:

“Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ή ανακαθορίζεται ο χρόνος έναρξης ή λήξης λειτουργίας των υπηρεσιών του Υπ. Οικονομικών, που συνιστώνται ή καταργούνται, καθώς και αυτών που συστήθηκαν ή προβλέπεται η κατάργηση τους, σύμφωνα με τις οικείες οργανωτικές διατάξεις”.

4. Όπου από τις οικείες διατάξεις για την οργάνωση των υπηρεσιών του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) προβλέπεται η κάλυψη των θέσεων Προϊσταμένων Διεύθυνσης, Αναπληρωτών Προϊσταμένων και Προϊσταμένων υποκείμενων οργανικών μονάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας και των περιφερειακών υπηρεσιών αυτού, από τους κλάδους εφοριακών και τελωνειακών, ο Υπουργός Οικονομικών ορίζει ή ανακαθορίζει, με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τον κλάδο από τον οποίο καλύπτεται καθεμία από τις παραπάνω θέσεις.

5. Οι αρμοδιότητες των Προϊσταμένων των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και τελωνείων για την επιβολή προστίμων και πρόσθετων τελών που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρ. 34 του Π.Δ. 186/1992, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του Ν. 1989/91, την παράγραφο 1 του άρθρου 49 του Ν. 1642/1986 και την παράγραφο 1 του άρθρου 99 του Ν. 1165/1918, ασκούνται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και από τους Διευθυντές και αναπληρωτές Διευθυντές του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).

Άρθρο 20
Αναπροσαρμογή αξίας ακινήτων των επιχειρήσεων

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Από την υπεραξία που προκύπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του νόμου αυτού, παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, κατά το χρόνο της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης υπεραξίας, να αφαιρεθεί αναλογικά η ζημία που επιτρέπεται κατά το χρόνο της αναπροσαρμογής να συμψηφισθεί με άλλα εισοδήματα ή να μεταφερθεί για συμψηφισμό με βάση τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος.

Η ζημία που αφαιρείται από την προκύψασα υπεραξία δεν συμψηφίζεται με άλλα εισοδήματα, ούτε και μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα χρόνια.

Για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις κάμπινγκ δεν, υπόκειται σε φορολογία το 50% (πενήντα τοις εκατό) της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της αξίας ολόκληρου του γηπέδου επί του οποίου υφίστανται κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν τις ανάγκες του ξενοδοχείου ή του κάμπινγκ.

2. Το υπόλοιπο ποσό της υπεραξίας φορολογείται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) για τα γήπεδα και οκτώ τοις εκατό (8%) για τα κτίρια”.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 25 του Ν. 2065/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Η δήλωση υποβάλλεται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από το χρόνο που έγινε η αναπροσαρμογή”.

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 26 του Ν. 2065/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“1.Ο φόρος που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος καταβάλλεται από τις επιχειρήσεις σε τέσσερις (4) εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες τρεις (3) μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του αντίστοιχου εξάμηνου”.

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 26 του Ν. 2065/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“5. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84, 86, 87 και 113 του Ν. 2238/1994, καθώς και του Ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που επιβάλλεται με το νόμο αυτόν”.

5. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του Ν. 2065/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“δ. Οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης θα κάνουν αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου με έκδοση νέων εταιρικών μεριδίων, τα οποία διανέμονται δωρεάν στους παλαιούς εταίρους, κατ΄ αναλογία των μεριδίων τους”.

6. Στο άρθρο 23 του Ν. 2065/1992προστίθεται παράγραφος 4, η οποία έχει ως εξής:

“4. Σε περίπτωση κατά την οποία, λόγω της αναπροσαρμογής, τα κεφάλαια ανώνυμης εταιρίας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως αποθεματικά που έχει σχηματίσει, είναι επενδυμένα κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους αναπροσαρμογής σε αστικά ακίνητα κατά ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) και άνω, οι διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α΄) για την ονομαστικοποίηση των μετοχών της εταιρίας δεν έχουν εφαρμογή για τη χρήση αυτή.

7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1, 2, 3, 4, 5 και 6 έχουν εφαρμογή επί της αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων που υποχρεούνται να προβούν οι επιχειρήσεις στο έτος1996 και εφεξής.

Άρθρο 21
Διευκολύνσεις φορολογούμενων

1. Οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν.2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α`) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους φορολογούμενους, οι οποίοι μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου υποβάλλουν αρχική ή συμπληρωματική δήλωση για την καταβολή των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου φόρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου για εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέχρι και το ημερολογιακό έτος 1995, καθώς και αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις για την καταβολή φόρων, τελών, εισφορών ή κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, για τους οποίους η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 30ή Ιουνίου 1996.

Εξαιρετικά για την απόδοση του φόρου που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α`) όπως ισχύει, η δήλωση υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, καλύπτει υποχρεώσεις για διαφημίσεις που έγιναν μέχρι 9 Ιουλίου 1996 και ο φόρος καταβάλλεται εφάπαξ.

Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 2198/1994 δεν εφαρμόζονται επίσης και για τα οικονομικά έτη και τα φορολογικά αντικείμενα των φορολογούμενων για τα οποία μέχρι την 25η Οκτωβρίου 1996 έχει εκδοθεί εντολή διενέργειας τακτικού ή προσωρινού ελέγχου.

Στις περιπτώσεις αυτές η μη επιβολή προσθέτου φόρου, προσαύξησης προστίμου η οποιασδήποτε άλλης κύρωσης, περιλαμβάνει και τη επιβολή οποιωνδήποτε προστίμων του κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για φορολογικές παραβάσεις και μόνο γι` αυτές που σχετίζονται άμεσα με τη δηλωθείσα πρόσθετη φορολογική ύλη κατά οικονομικό έτος ή αθροιστικά στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, εξαιτίας της οποίας οι υποβληθείσες δηλώσεις κρίνονται ειλικρινείς.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.7 άρθρ.12  Ν.2753/1999 Α 249/17.11.1999

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 ,2,3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12και 13,εκτός της παραγράφου 6, του άρθρου 15 του Ν. 2198/1994 εφαρμόζονται και για τα χρέη τα οποία έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου 1996. Στη ρύθμιση αυτή δεν υπάγονται ο φόρος εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οικονομικού έτους 1996 και τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων του ίδιου έτους.

Η σχετική αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο μέχρι και τη 15η Νοεμβρίου 1996, η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του ίδιου μήνα και οι υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών.

3. Στις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 15 του Ν. 2198/1994, όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 34 του Ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α΄), μπορούν να υπαχθούν και τα χρέη των φαρμακευτικών επιχειρήσεων που βεβαιώθηκαν στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1993 και αφορούν ελέγχους που διενεργήθηκαν από τον Ε.Ο.Φ. μετά τη χρονολογία αυτή, αλλά αναφέρονται στις χρήσεις μέχρι του έτους 1993.

Η σχετική αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι και τη 15η/11/1996, η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του ίδιου μήνα και οι υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών.

Σε όσες περιπτώσεις δεν έχει διενεργηθεί ακόμα έλεγχος από τον Ε.Ο.Φ. της παραπάνω περιόδου, η αίτηση για την υπαγωγή στη ρύθμιση μπορεί να γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση στη Δ.Ο.Υ., των ποσών αυτών και η καταβολή της πρώτης δόσης μέχρι την ίδια ημερομηνία.

4. Χρέη προς το Δημόσιο, προερχόμενα από οποιαδήποτε αιτία, των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιριών (Π.Α.Ε.) και των Ερασιτεχνικών Αθλητικών Σωματείων, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (Ν.Δ. 356/1974) για είσπραξη στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου 1996, δύναται να καταβληθούν σε σαράντα οκτώ (48) ίσες μηνιαίες δόσεις, μαζί με το τριάντα τοις εκατό (30%) Των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν σ΄ αυτά μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης της ρύθμισης. Το ποσό της κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών.

Η καταβολή των δόσεων εξυπηρετείται με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης που προέρχεται από την απόδοση διαγωνισμών του ΠΡΟ-ΠΟ που καταβάλλεται στις Π.Α.Ε. και τα Ερασιτεχνικά Αθλητικά Σωματεία. Η παρακράτηση της μηνιαίας δόσης θα ενεργείται από την Ε.Π.Α.Ε. βάσει εγγράφου των αρμόδιων δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών και αποδίδεται σ΄ αυτές μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα. Σε περίπτωση που η παρακρατούμενη επιχορήγηση δεν καλύπτει το ποσό της οφειλόμενης δόσης, η διαφορά καταβάλλεται από την Π.Α.Ε. ή το Αθλητικό Σωματείο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Η επιχορήγηση κατά το μέρος που αναλογεί στο ποσό κάθε δόσης καθώς και η τυχόν επιπλέον διαφορά που καταβάλλεται από τις Π.Α.Ε.. ή τα Αθλητικά Σωματεία για τη συμπλήρωση του ποσού της δόσης είναι ακατάσχετες και υποχρεωτικά εκχωρητέες στο Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση. Για τις Π.Α.Ε. και τα Αθλητικά Σωματεία που καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις δόσεις αυτές δεν γίνεται παρακράτηση.

Στον τρόπο αυτόν καταβολής δύνανται να υπάγονται και τα χρέη προς το Δημόσιο της παραπάνω κατηγορίας οφειλετών (Π.Α.Ε., Ερασιτεχνικών Αθλητικών Σωματείων) που θα βεβαιώνονται οριστικά είτε ύστερα από φορολογικούς ελέγχους είτε ύστερα από οριστικές αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων και θα αφορούν υποχρεώσεις περιόδου μέχρι και 30/9/1996. Με την υπαγωγή και των χρεών αυτών αναπροσαρμόζονται τα ποσά των δόσεων που είχαν καθορισθεί αρχικά και καταβάλλεται υποχρεωτικά το σύνολο της διαφοράς που προκύπτει και αφορά τις ληξιπρόθεσμες δόσεις μέχρι την ημερομηνία καταβολής της δόσης που ακολουθεί την αναπροσαρμογή.

Προϋποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή αποτελούν: α) η κατάθεση σχετικής αίτησης που θα συνοδεύεται από έγγραφη προσωπική εγγύηση του Προέδρου της ενδιαφερόμενης Π.Α.Ε. ή του Αθλητικού Ερασιτεχνικού Σωματείου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και β) η καταβολή της πρώτης δόσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Οι υπόλοιπες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών. Με την εν λόγω έγγραφη προσωπική εγγύηση ο πρόεδρος δηλώνει ότι καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπόχρεος με την Π.Α.Ε. ή το Αθλητικό Ερασιτεχνικό Σωματείο παραιτούμενος της ενστάσεως της διζήσεως, για την εξόφληση του χρέους μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται για τις δόσεις. Οφειλές των ανωτέρω Π.Α.Ε. και των Ερασιτεχνικών Αθλητικών Σωματείων που ρυθμίστηκαν με τους νόμους 2021/1992 (άρθρο 13) και 2166/1993 (άρθρο 22) μπορούν να υπαχθούν στον παρόντα τρόπο εξόφλησης των χρεών τους κατά το ανεξόφλητο υπόλοιπο τους.

Η μη καταβολή 2 (δύο) συνεχών μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης έχει ως συνέπεια εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 8 του άρθρου 15 του Ν. 2198/1994 και τη βεβαίωση σε βάρος της οφειλέτιδας Π.Α.Ε. ή του Αθλητικού Ερασιτεχνικού Σωματείου με πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. του ποσού των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που δεν καταβλήθηκε για τις δόσεις που θα έχουν εξοφληθεί μέχρι την απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης. Εφόσον εξοφλούνται οι δόσεις των προηγούμενων εδαφίων και δεν υφίστανται άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές της Π.Α.Ε. ή του Αθλητικού Σωματείου ή των εγγυητών προέδρων αυτών χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο και δεν λαμβάνονται σε βάρος τους τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 25 και 27 του Ν. 1882/90 (ΦΕΚ 43 Α΄), 46 και 48 του Ν. 2065/1992, 7 του Ν. 2120/1993 (ΦΕΚ 24 Α΄) και του ν.δ/τος 356/1974 αναγκαστικά και διοικητικά μέτρα είσπραξης, τυχόν δε ληφθέντα αναστέλλονται. Επίσης, αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κινητών ή ακινήτων και με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, τα αποδιδόμενα όμως ποσά θα λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων του παρόντος τρόπου εξόφλησης.

Με τις διατάξεις αυτές δεν δημιουργείται καμία αξίωση κατά του Δημοσίου και υπέρ των Π.Α.Ε. και των Αθλητικών Σωματείων που θα υπαχθούν στη ρύθμιση αυτή, λόγω καταβολής πριν από την ισχύ του νόμου αυτού των χρεών που υπάγονται σε αυτές. Επίσης, δεν θίγονται ισχύουσες διατάξεις που απαιτούν την καταβολή ολόκληρης οφειλής για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων.

Απαιτήσεις των Αθλητικών Σωματείων ή των Π.Α.Ε. που θα υπαχθούν στον προηγούμενο τρόπο εξόφλησης και θα είναι ενήμεροι σε αυτόν δεν θα συμψηφίζονται με τα χρέη αυτά. θα συμψηφίζονται όμως με ληξιπρόθεσμα χρέη αυτών που δεν υπάγονται στις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων. Η υπαγωγή στην ανωτέρω ρύθμιση δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρων προς διασφάλιση της οφειλής. Οι Π.Α.Ε. και τα Αθλητικά Σωματεία που δεν είναι συνεπείς στην παρούσα ρύθμιση και δεν είναι καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις τους δεν δικαιούνται να συμμετάσχουν στις αθλητικές διοργανώσεις της κατηγορίας τους.

Η παραγραφή των χρεών που έχουν υπαχθεί στον ως άνω τρόπο εξόφλησης αναστέλλεται για ολόκληρο το χρονικό διάστημα, το οποίο αφορά, ανεξάρτητα αν οι Π.Α.Ε. και τα Αθλητικά Ερασιτεχνικά Σωματεία είναι συνεπείς σ΄ αυτόν ή όχι. Μετά την παύση της αναστολής συνεχίζεται η παραγραφή και σε καμιά περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσει ένα εξάμηνο.

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 25η Οκτωβρίου 1996.

Άρθρο 22
Άλλες διατάξεις

1. Στις διατάξεις των παραγράφων 1 ,2,3,4,56 του άρθρου 9 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α΄) υπάγονται και οι οφειλέτες προς το Δημόσιο των περιοχών που καθορίζονται με τις αριθμ. 256/13.7.1994 και 75/4.4.1996 Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η κατάθεση των σχετικών αιτήσεων για την υπαγωγή στην ανωτέρω ρύθμιση πρέπει να γίνει μέσα σ΄ ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η δε καταβολή της πρώτης δόσης της ρύθμισης πρέπει να γίνει έως και την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.

Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και βεβαιωμένα χρέη σε δημόσια οικονομική υπηρεσία, εκτός των αναφερόμενων περιοχών που καθορίζουν οι υπ΄ αριθμ. 242/6.6.1995, 266/18.7.1995 και 75/4.4.1996 Π.Υ.Σ, τα οποία οφείλονται από επιχειρήσεις που έχουν την κύρια εγκατάσταση τους αποκλειστικά στις περιοχές που καθορίζουν οι ανωτέρω Π.Υ.Σ..

2. Στο άρθρο 27 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθεται παράγραφος με αριθμό 5, που έχει ως εξής:

“5. Το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα δεν λαμβάνεται σε βάρος προσώπων που συμμετέχουν στα Διοικητικά Συμβούλια των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά από τις ισχύουσες διατάξεις ή είναι εκπρόσωποι αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν τοποθετηθεί στη θέση αυτή με απόφαση του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού και αφορούν χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στο όνομα του νομικού προσώπου.

Τυχόν ληφθέντα μέτρα για τα ως άνω χρέη ανακαλούνται και σχετικές εκκρεμείς δίκες καταργούνται”.

3. Τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων που ορίζονται στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄), όπως ισχύει, τα οποία ανέρχονται σε είκοσι χιλιάδες (20.000), 35.000 (τριάντα πέντε χιλιάδες), εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) και εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, αυξάνονται σε είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000), σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000), εκατό χιλιάδες (100.000) και εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) δραχμές, αντίστοιχα.

4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.1997.

5. Στο άρθρο 6 του Ν. 1642/1986 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για ακίνητα, η άδεια κατασκευής των οποίων εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2000 “.

6. Στο άρθρο 56 του Ν. 1642/1986, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 αντικαθίσταται ως εξής:

“Στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπάγονται και τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, τα οποία συντάχθηκαν μετά την 21.8.1986 και η σχετική άδεια εκδίδεται μετά την 1η Ιανουαρίου 2000”.

7. Η ισχύς των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων 5 και 6 αρχίζει από 1.1.1997.

8. Η παρ. 3 του άρθρ. 25 του νόμου 2214/1994 καταργείται

9. Οι εισπράξεις υπέρ του λογαριασμού ΔΕΤΕ θα κατατίθενται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που θα ανοιχθεί σε οποιαδήποτε από τις λειτουργούσες στην Ελλάδα αναγνωρισμένες τράπεζες.

10. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου 9 ισχύει και για τις εισπράξεις υπέρ του λογαριασμού των Δ.Ε.Χ.Ε..

Άρθρο 23
Μετά το εδάφιο 1 προστίθεται εδάφιο δεύτερο στην παράγραφο 1 του άρθρου 26 του ν. 1262/1982 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

“Η άνω επιχορήγηση παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μετά από διαπίστωση της συνδρομής εκάστοτε των προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου.”

Σχετικό:  παρ.2 άρθρ.18 Ν.2515/1997.

Άρθρο 24

1. Δημόσια κτήματα που βρίσκονται σε οικισμούς του Νομού Κιλκίς και χρησιμοποιούνται από τους κατόχους τους για την ικανοποίηση στεγαστικών αναγκών ή άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και κατέχονται αποδεδειγμένα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 40 (σαράντα) ετών, εκποιούνται στους κατόχους τους με τίμημα ισάξιο του 1/10 (ενός δεκάτου) της τρέχουσας αξίας τους, χωρίς άλλη προϋπόθεση.

2. Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίζονται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Οικονομικών.

3. Ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να απόφαση του να εξαιρεί από την εκποίηση κατεχόμενα δημόσια κτήματα, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο για τη στέγαση υπηρεσιών του Δημοσίου ή για άλλες κοινωνικές ανάγκες που καθορίζονται με την ίδια απόφαση.

Άρθρο 25
Έναρξη ισχύος

1.Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 16 αρχίζει από το οικονομικό έτος 1997, για τα εισοδήματα ή τις δαπάνες που αποκτώνται ή πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την 1η/1/1996 και μετά.

2. Η ισχύς των λοιπών διατάξεων αρχίζει από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις αυτές.