Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ, ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΚΟΠΟΣ – ΟΡΙΣΜΟΙ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1
Σκοπός
Με το Μέρος Α΄ (άρθρα 1 έως και 38) του παρόντος νόμου σκοπείται κυρίως η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της υπ΄ αριθμ. 93/22/Ε.Ο.Κ. Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 141/ 11.6.1993, σελ. 27) για τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών και της υπ΄ αριθμ. 93/6/Ε.Ο.Κ. Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L- 141/11.6.1993, σελ. 1) για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η ρύθμιση συναφών θεμάτων.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:
1. Κύρια Επενδυτική Υπηρεσία: Οποιαδήποτε από τις κατωτέρω υπηρεσίες:
α. (i) Λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα:
αα. κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
ββ. τίτλους της χρηματαγοράς.
γγ. τίτλους προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς,
δδ. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA),
εε. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps),
ζζ. δικαιώματα προαιρέσεως (options) για την αγορά ή πώληση οποιουδήποτε από τους ανωτέρω τίτλους, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται ιδίως δικαιώματα προαιρέσεως (options) επί συναλλάγματος και επιτοκίων.
(ii) Εκτέλεση των παραγγελιών και εντολών αυτών για λογαριασμό τρίτων.
β. Διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό τίτλων που αναφέρονται υπό α (i),
γ. Διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους που αναφέρονται υπό α (i).
δ. Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους τίτλων που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο α (i) ή και διάθεση τους.
2. Παρεπόμενη Επενδυτική Υπηρεσία: Οποιαδήποτε από τις κατωτέρω υπηρεσίες που παρέχονται προς επενδυτές:
α. Φύλαξη ή και διακίνηση ενός ή περισσοτέρων τίτλων από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 α (i) του παρόντος άρθρου.
β. Ενοικίαση θυρίδων.
γ. Παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτές προς διενέργεια συναλλαγών σε τίτλους που απαριθμούνται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον στις συναλλαγές αυτές παρεμβάλλεται η επιχείρηση η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει κανόνες για την παροχή πιστώσεων και δανείων από τις Ε.Π.Ε.Υ. σε επενδυτές, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
δ. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, τη διαμόρφωση της επιχειρηματικής τους στρατηγικής και κάθε θέμα σχετιζόμενο με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών στους τομείς συγχωνεύσεως και εξαγοράς επιχειρήσεων.
ε. Υπηρεσίες συνδεόμενες με την αναδοχή έκδοσης.
στ. Παροχή συμβουλών στον τομέα των επενδύσεων με αντικείμενο έναν ή περισσότερους τίτλους από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 α (i) του παρόντος άρθρου.
ζ. Υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος, εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
3. Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.):
Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παρέχει κατ΄ επάγγελμα προς τρίτους μία ή περισσότερες κύριες επενδυτικές υπηρεσίες. Ειδικά για Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1, 28 παρ. 1 και 30 παρ. 1
4. Πιστωτικά Ιδρύματα:
Τα νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του N. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄). Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρείτην ευχέρεια να υπαγάγει ένα ή περισσότερα από τα εκεί εξαιρούμενα πιστωτικά ιδρύματα σε διατάξειςτου παρόντος νόμου.
5. Ιδρύματα: Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι Ε.Π.Ε.Υ..
6. Κινητές Αξίες:
α. οι μετοχές καιοι λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών,
β. οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά,
γ. κάθε άλλος τίτλος ο οποίος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο οποίος παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Τα μέσα πληρωμής αποκλείονται.
7. Τίτλοι της Χρηματαγοράς: Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη Χρηματαγορά.
8. Κράτος-Μέλος καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ.: Ως Κράτος-Μέλος καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ. νοείται:
α. Το Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει την κεντρική της διοίκηση, προκειμένου περί ατομικής επιχειρήσεως.
β. Το Κράτος-Μέλος στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει και την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση, εάν η επιχείρηση αυτή είναι νομικό πρόσωπο. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τη νομοθεσία η οποία διέπει την Ε.Π.Ε.Υ., αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, ως Κράτος-Μέλος καταγωγής νοείται το Κράτος-Μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση.
γ. Προκειμένου για οργανωμένη αγορά, ως Κράτος-Μέλος καταγωγής νοείται εκείνο στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του φορέα που παρέχει την υποδομή για τη διενέργεια συναλλαγών ή, εάν αυτός ο φορέας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που τον διέπει, δεν έχει καταστατική έδρα, το Κράτος-Μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.
9. Κράτος-Μέλος υποδοχής Ε.Π.Ε.Υ.: Το Κράτος-Μέλος στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.
10. Υποκατάστημα Ε.Π.Ε.Υ.: Μονάδα εκμετάλλευσης, που αποτελεί τμήμα μιας Ε.Π.Ε.Υ., στερείται νομικής προσωπικότητας και διαμέσου του οποίου η Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες της παραγράφου 1΄του παρόντος άρθρου, για τις οποίες αυτή έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Περισσότερες από μία μονάδες εκμετάλλευσης που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο Κράτος-Μέλος μία Ε.Π.Ε.Υ. με εταιρική έδρα σε άλλο Κράτος-Μέλος, θεωρούνται ότι αποτελούν ένα υποκατάστημα.
11. Αρμόδιες αρχές: Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες ασκούν εποπτεία επί των ιδρυμάτων.
12. Ειδική συμμετοχή Ε.Π.Ε.Υ.: Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας Ε.Π.Ε.Υ. ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της Ε.Π.Ε.Υ. στην οποία υφίσταται η συμμετοχή. Για τον ορισμό της έμμεσης συμμετοχής εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 του Π.Δ/τος 51/1992 (ΦΕΚ 22 Α΄).
13. Μητρική και θυγατρική επιχείρηση: Η μητρική και η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε και της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του Κ.Ν. 2190/1920. Κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που ηγείται των επιχειρήσεων αυτών.
14. Οργανωμένη αγορά: Η αγορά στην οποία αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν οι αξίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1α (i) του παρόντος άρθρου και η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Περιλαμβάνεται στον κατάλογο που καταρτίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 19 του παρόντος νόμου.
β. Λειτουργεί συστηματικά και σύμφωνα με κανόνες.
γ. Οι όροι λειτουργίας της αγοράς και οι όροι υπό τους οποίους αποκτάται το δικαίωμα συμμετοχής και καταρτίσεως συναλλαγών σ΄ αυτήν, καθώς και οι όροι εισαγωγής μετοχών στην αγορά αυτή ή οι όροι που θα πρέπει να πληροί μία αξία για να είναι διαπραγματεύσιμη στην αγορά αυτή, έχουν τεθεί με κανόνες δικαίου.
δ. Υπόκειται σε κανόνες για την υποβολή στοιχείων και τη διαφάνεια των συναλλαγών ως προς τις συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σ΄ αυτή.
15. Έλεγχος: Μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42ε και 106 του Κ.Ν. 2190/1920.
16. Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών: Η Ε.Π.Ε.Υ. η οποία παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση και η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή άλλου Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει την έδρα της σ΄ αυτό.
17. Αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών: Οι επιχειρήσεις, που εδρεύουν σε χώρα που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, καλύπτονται από τον ορισμό της Ε.Π.Ε.Υ. και υπόκεινται σε θεσμοθετημένους κανόνες εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμοι ως προς την προστασία του γενικού συμφέροντος και την κατοχύρωση της κεφαλαιαγοράς προς τους κανόνες που θεσπίζει ο παρών νόμος.
18. Χρηματοπιστωτικά μέσα: Τα μέσα που ορίζονται στην παράγραφο 1 α (i) του παρόντος άρθρου. Στην έννοια των ανωτέρω χρηματοπιστωτικών μέσων δεν εμπίπτουν οι διατραπεζικές καταθέσεις.
19. Χρεωστικοί τίτλοι: Νοούνται οι τίτλοι που ενσωματώνουν ρητή υπόσχεση αποπληρωμής χρέους, όπως έντοκα γραμμάτια Δημοσίου, ομολογίες, ομόλογα και άλλοι τίτλοι σταθερής ή μεταβλητής απόδοσης.
20. Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα (OTC):
α. οι συμβάσεις επί επιτοκίων και τιμών συναλλάγματος, όπως αναφέρονται στο Παράρτημα III της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄),
β. οι εκτός ισολογισμού συμβάσεις επί μετοχών, εφόσον όλες οι ανωτέρω συμβάσεις δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες αγορές που υπόκεινται στις καθημερινές απαιτήσεις περιθωρίου και
γ. οι συμβάσεις επί συναλλάγματος που έχουν αρχική διάρκεια άνω των δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών.
21. Χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading book) πιστωτικού ιδρύματος ή Ε.Π.Ε.Υ.:
α. (i) Οι θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων το ίδρυμα έχει κυριότητα και κατέχει με σκοπό την επαναπώλησή τους ή/ και οι θέσεις τις οποίες έχει προκειμένου να επωφεληθεί βραχυπρόθεσμα από υφιστάμενες ή/ και από αναμενόμενες διαφορές μεταξύ τιμών αγοράς και πώλησης τους ή από άλλες διακυμάνσεις τιμών ή επιτοκίων.
(ii) Οι θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες προκύπτουν από ταυτόχρονες αγορές και πωλήσεις τους για ίδιο λογαριασμό.
(iii) Οι θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση άλλων στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
(iv) Τα ανοίγματα που οφείλονται σε μη εκκαθαρισμένες συναλλαγές, ατελείς συναλλαγές και εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.
(v) Τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμβάσεις επαναγοράς και δανειοδοσίας τίτλων οι οποίες βασίζονται σε τίτλους που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, όπως ορίζονται στα σημεία (i), (ii), (iii) της παρούσας παραγράφου και αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.
(vi) Τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμβάσεις επαναπώλησης και δανειοληψίας τίτλων, όπως περιγράφονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου, εφόσον υπάρχει η έγκριση των αρμόδιων αρχών και πληρούν είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση αα. είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση ββ., κατωτέρω:
αα. Τα ανοίγματα αποτιμώνται σε ημερήσια βάση σε τρέχουσες αγοραίες τιμές σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 36 του παρόντος νόμου. Η εξασφάλιση αναπροσαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη σημαντικές μεταβολές της αξίας των τίτλων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων, αποδεκτής από τις, κατά περίπτωση, αρμόδιες αρχές. Η σύμβαση προβλέπει ότι σε περίπτωση υπερημερίας του αντισυμβαλλομένου, οι απαιτήσεις του ιδρύματος συμψηφίζονται αυτοδίκαια με τις απαιτήσεις του εν λόγω αντισυμβαλλομένου. Οι συμβάσεις και οι συναλλαγές αυτές, ιδιαίτερα οι βραχυπρόθεσμες, θα πρέπει να μην είναι εικονικές.
ββ. Η σχετική σύμβαση που πρέπει να μην είναι εικονική, είναι διεπαγγελματική κατά την έννοια της παρ. 30 του παρόντος άρθρου.
(vii) Τα ανοίγματα που προέρχονται από αμοιβές, προμήθειες, τόκους, μερίσματα και περιθώρια σε παράγωγα μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά και συνδέονται άμεσα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και αναφέρονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.
β. Τα ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σε τρέχουσες αγοραίες τιμές, σε ημερήσια βάση, εκτός αν δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 3, παρ. 5 του παρόντος νόμου. Στις περιπτώσεις έλλειψης τρεχουσών αγοραίων τιμών, η αποτίμηση αυτών των θέσεων πραγματοποιείται με μεθόδους που καθορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
γ. Ορισμένες επί μέρους κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να μην συμπεριλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αν κάτι τέτοιο προκύπτει από την εφαρμογή αντικειμενικών κανόνων που μπορούν να περιλαμβάνουν, σε περιπτώσεις που αρμόζει, καιτοπρότυπο λογιστικών κανόνων που ακολουθεί το ίδρυμα. Οι κανόνες αυτοί, καθώς και η συνεπής εφαρμογή τους, υπόκεινται σε περιοδική εξέταση από τις αρχές.
22. Χρηματοδοτικό ίδρυμα: επιχείρηση όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου2 του Ν. 2076/1992(ΦΕΚ 130 Α΄).
23. Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών (Financial holding company): χρηματοδοτικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι αποκλειστικά ή κυρίως πιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ. ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα, ένα εκ των οποίων είναι τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα ή μια Ε.Π.Ε.Υ..
24. Συντελεστές στάθμισης κινδύνου: οι συντελεστές που εφαρμόζονται στους επί μέρους αντισυμβαλλομένους, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΣΤ΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ. με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στοιχεία του ενεργητικού που συνίστανται σε απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι Ε.Π.Ε.Υ. ή αναγνωρισμένων Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων και γραφείων συμψηφισμού και εκκαθάρισης θα υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή στάθμισης κινδύνου ως εάν ο αντισυμβαλλόμενος ήταν πιστωτικό ίδρυμα.
25. Εγκεκριμένα στοιχεία:
α. Οι θετικές και αρνητικές θέσεις:
(i) στα στοιχεία ενεργητικού που απαριθμούνταιστοΚεφάλαιο ΣΤ, παρ. 1β της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 και
(ii) σε χρεωστικούς τίτλους εκδιδόμενους από Ε.Π.Ε.Υ. ή από αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών.
β. Οι θετικές και αρνητικές θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους εφόσον οι εν λόγω τίτλοι πληρούν τις ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:
(i) είναι εισηγμένοι σε μια τουλάχιστον οργανωμένη αγορά Κράτους – Μέλους ή σε οργανωμένη αγορά τρίτης χώρας, εφόσον αυτή έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές συγκεκριμένου Κράτους-Μέλους και
(ii) αξιολογούνται από το ίδρυμα ως επαρκώς ρευστοποιήσιμοι και ως συνεπαγόμενοι, λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη, πιστωτικό κίνδυνο ανάλογο ή μικρότερο του αντίστοιχου κινδύνου των στοιχείων του ενεργητικού που απαριθμούνται στο Κεφάλαιο ΣΤ΄, παρ. 1β, της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992.
Ο τρόπος αξιολόγησης των τίτλων αυτών αποτελεί αντικείμενο ελέγχου των αρμόδιων αρχών οι οποίες μπορούν να επαναξιολογούν την απόφαση του ιδρύματος, εάν κρίνουν ότι οι συγκεκριμένοι τίτλοι παρουσιάζουν εξαιρετικά υψηλό πιστωτικό κίνδυνο και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν εγκεκριμένα στοιχεία.
γ. Ανεξάρτητα από τις ανωτέρω περιπτώσεις α΄ και β΄ στα εγκεκριμένα στοιχεία είναι δυνατόν να υπάγονται και οι χρεωστικοί τίτλοι, οι οποίοι κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών είναι επαρκώς ρευστοποιήσιμοι και λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη υπόκεινται σε πιστωτικό κίνδυνο, ανάλογο ή μικρότερο του αντίστοιχου κινδύνου των στοιχείων του ενεργητικού που απαριθμούνται στο Κεφάλαιο ΣΤ, παρ. 1β της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄).
Ο πιστωτικός κίνδυνος που σχετίζεται με αυτούς τους τίτλους πρέπει να έχει αποτιμηθεί σ΄ αυτό το επίπεδο από δύο τουλάχιστον οργανισμούς διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, αναγνωρισμένους από τις αρμόδιες αρχές ή και από έναν μόνο τέτοιο οργανισμό, εφόσον κανείς άλλος αναγνωρισμένος από τις αρμόδιες αρχές οργανισμός διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχει αξιολογήσει δυσμενέστερα τους συγκεκριμένους τίτλους. Οι προϋποθέσεις αναγνώρισης των ανωτέρω θα καθορισθούν με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ύστερα από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μπορούν να μην αποδεχθούν μια αξιολόγηση από τους αναφερθέντες οργανισμούς διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας, λαμβανομένων υπόψη είτε των χαρακτηριστικών της αγοράς, είτε του εκδότη ή των ιδίων των τίτλων ή συνδυασμού αυτών. Οι αρχές αυτές απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν την ανώτατη στάθμιση του ειδικού κινδύνου του Πίνακα 1 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, στα εγκεκριμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο λόγω ανεπαρκούς φερεγγυότητας του εκδότη ή/και ανεπαρκούς ρευστότητας.
Οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές εποπτείας αποστέλλουν τακτικά στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή πληροφόρηση για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων, ιδίως όσον αφορά το βαθμό ρευστότητας του εκδιδόμενου τίτλου και τη φερεγγυότητα του εκδότη.
26. Στοιχεία κεντρικής διοίκησης: οι θετικές και αρνητικές θέσεις στα στοιχεία του ενεργητικού που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΣΤ. παρ. 1α της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992, καθώς και σε εκείνα που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ζ΄, παρ. 1 της ίδιας Π.Δ./Τ.Ε..
27. Μετατρέψιμος τίτλος: ο τίτλος που, κατ΄ επιλογή του κατόχου του, δύναται να μετατραπεί σε άλλο τίτλο, συνήθως μετοχές του ιδίου εκδότη.
28. Τίτλος επιλογής (warrant): το μέσο που παρέχει στον κάτοχο του το δικαίωμα απόκτησης συγκεκριμένου αριθμού μετοχών ή άλλων τίτλων, σε καθορισμένη τιμή μέχρι και την ημερομηνία λήξης του. Ο διακανονισμός γίνεται είτε με την παράδοση των μετοχών ή άλλων τίτλων είτε με την εξόφληση της αξίας του τίτλου επιλογής.
29. Καλυμμένος τίτλος επιλογής (covered warrant): το μέσο που εκδίδεται από φορέα διαφορετικό από τον εκδότη του υποκείμενου τίτλου και παρέχει το δικαίωμα απόκτησης ορισμένου αριθμού μετοχών ή άλλων τίτλων σε καθορισμένη τιμή και διασφάλισης κέρδους ή αντιστάθμισης κινδύνων, σχετικά με διακυμάνσεις δείκτη που αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα, που απαριθμούνται στις περιπτώσεις αα΄ έως και ζζ΄ της παρ. 1α (i) του άρθρου 2 του παρόντος νόμου μέχρι και την ημερομηνία λήξης του τίτλου επιλογής.
30. Σύμβαση πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς και σύμβαση αγοράς με σύμφωνο επαναπώλησης: η σύμβαση με την οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος του συμφωνεί να μεταβιβάσει τίτλους ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλους – εφόσον η εγγύηση αυτή έχει δοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που έχει τα δικαιώματα επί των τίτλων – με την ειδική συμφωνία της επαναγοράς ή του δικαιώματος εξωνήσεως των τίτλων ή των δικαιωμάτων αυτών ή ομοειδών τους σε καθορισμένη τιμή και μελλοντική ημερομηνία, η οποία ορίζεται ή μπορεί να ορισθεί από το μεταβιβάζοντα, εφόσον στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής το ίδρυμα δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει τους συγκεκριμένους τίτλους σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλομένους ταυτόχρονα. Η ως άνω συμφωνία για μεν το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους είναι σύμβαση πώλησης και επαναγοράς (repo) για δε το ίδρυμα που αποκτά τους τίτλους είναι σύμβαση αγοράς και επαναπώλησης (reverse repo).
Μια σύμβαση αγοράς και επαναπώλησης θεωρείται διεπαγγελματική, όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα ή αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια, αντίστοιχα, των παραγράφων 3, 4 και 17 του παρόντος άρθρου ή πιστωτικό ίδρυμα της ζώνης Α, όπως αυτή καθορίζεται στην παρ. 1β του Δευτέρου Κεφαλαίου της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 ή όταν η εν λόγω σύμβαση καταρτίζεται σε οργανωμένη αγορά ή διεκπεραιώνεται μέσω αναγνωρισμένου γραφείου συμψηφισμού.
31. Δανειοδοσία τίτλων και δανειοληψία τίτλων: η σύμβαση με την οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος του συμφωνεί να μεταβιβάσει τίτλους έναντι εξασφαλίσεων, υπό τον όρο ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει, σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία ή όταν το απαιτήσει ο μεταβιβάζων, τίτλους αντίστοιχης αξίας με ομοειδή χαρακτηριστικά. Η σύμβαση αυτή είναι δανειοδοσία τίτλων για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους και δανειοληψία τίτλων για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι.
Μια σύμβαση δανειοληψίας τίτλων θεωρείται διεπαγγελματική, όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα ή αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, κατά την έννοια, αντίστοιχα, των παραγράφων 3, 4 και 17 του παρόντος άρθρου ή πιστωτικό ίδρυμα της ζώνης Α, όπως αυτή καθορίζεται στην παρ. 1β του Δευτέρου Κεφαλαίου της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 ή όταν η εν λόγω σύμβαση καταρτίζεται σε οργανωμένη αγορά ή διεκπεραιώνεται μέσω αναγνωρισμένου γραφείου συμψηφισμού.
32. Μέλος οργανωμένης αγοράς ή γραφείου συμψηφισμού: ένα μέλος οργανωμένης αγοράς ή γραφείου συμψηφισμού, το οποίο έχει άμεση συμβατική σχέση με το γραφείο συμψηφισμού ή την οργανωμένη αγορά όπου οι συναλλαγές είναι εγγυημένες. Επιχειρήσεις μη μέλη πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους υποχρεωτικά μέσω μέλους γραφείου συμψηφισμού ή οργανωμένης αγοράς.
33. Συντελεστής δέλτα: ο λόγος της αναμενόμενης μεταβολής της τιμής ενός συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης προς την αντίστοιχη μεταβολή της τιμής του υποκείμενου μέσου του συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης.
34. Θετική θέση (long), αρνητική θέση (short): για τους σκοπούς του άρθρου 35, παράγραφος 4, του παρόντος νόμου, θετική θέση (long) είναι η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι χρηματικές ροές που πρόκειται να εισπράξει σε μελλοντική ημερομηνία και αρνητική θέση (short) είναι η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι χρηματικές ροές που πρόκειται να καταβάλει σε μελλοντική ημερομηνία.
35. Ίδια κεφάλαια: τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως ορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄) όπως ισχύει της πράξεως αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ. με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την επιφύλαξη χρησιμοποίησης του εναλλακτικού ορισμού ιδίων κεφαλαίων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου.
36. Αρχικό κεφάλαιο: το αρχικό κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων όπως ορίζεται στα σημεία 1α, 1β, 2α, 2β και 2γ της παρ. Α του Κεφαλαίου 1 της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄), της Πράξης αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγωςγια τις Ε.Π.Ε.Υ., με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
37. Αρχικά ίδια κεφάλαια: τα αρχικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτά καθορίζονται στην παρ. Α του Κεφαλαίου Ι της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992, όπως ισχύει. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η Πράξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα για τις Ε.Π.Ε.Υ.
38. Κεφάλαιο: τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια της παραγράφου 35 του παρόντος άρθρου.
39. Δείκτης τροποποιημένης διάρκειας: η υπολογισμένη διάρκεια σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 9β του παρόντος νόμου.
Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι Ε.Π.Ε.Υ. και τα πιστωτικά ιδρύματα με εξαίρεση τα άρθρα 23 έως και 31. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 38 του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, εκτός αν προβλέπεται άλλως:
α. Στην Τράπεζα της Ελλάδος.
β. Στην Ε.Τ.Β.Α..
γ. Στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
δ. Στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
ε. Στις Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις του Ν.Δ/τος 400/1970 όπως ισχύει.
στ. Στις Ε.Π.Ε.Υ. οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στη μητρική τους επιχείρηση ή σε θυγατρική τους επιχείρηση ή σε άλλη θυγατρική επιχείρηση της μητρικής τους.
ζ. Σε πρόσωπα τα οποία παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εφόσον η εν λόγω δραστηριότητα διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή επαγγελματικό Κώδικα Δεοντολογίας, που δεν απαγορεύουν την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από τα ανωτέρω πρόσωπα εφαρμόζονται αναλόγως και καταλλήλως οι διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας του άρθρου 7.
η. Σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων, στα οποία συμμετέχουν αποκλειστικώς εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι επιχειρήσεως.
θ. Στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (“Α.Ε.Ε.Δ.”) κατά την έννοια των άρθρων 30 έως 30γ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
ι. Σε επιχειρήσεις, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που ασκούν την υπό το στοιχείο α (i) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου δραστηριότητα λειτουργώντας ως αντιπρόσωποι Ε.Π.Ε.Υ., εφόσον οι Ε.Π.Ε.Υ. ευθύνονται εις ολόκληρον με τις επιχειρήσεις αυτές για τις πράξεις των τελευταίων. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο της μεταξύ των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής και των Ε.Π.Ε.Υ. συμβάσεως, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η εις ολόκληρον ευθύνη των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και της δηλώσεως που πρέπει να υποβάλει η Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αναγνώριση της εις ολόκληρον ευθύνης της.
ια. Στους Ο.Σ.Ε.Κ.Α., τις ανώνυμες εταιρίες διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων και στις εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄).
ιβ. Σε πρόσωπα των οποίων η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα είναι η διαπραγμάτευση πρώτων υλών για επαγγελματικούς σκοπούς, είτε μεταξύ τους είτε με τους παραγωγούς ή τους χρήστες των εν λόγω προϊόντων, παρέχουν δε επενδυτικές υπηρεσίες μόνο προς τους αντισυμβαλλομένους τους κατά την άσκηση της κύριας δραστηριότητας τους και μόνο στο βαθμό που απαιτείται για την άσκηση αυτής της κύριας δραστηριότητας τους.
2. Οι ρυθμίσεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από νόμιμα εξουσιοδοτημένους φορείς στο Κράτος ή στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε άλλους φορείς του δημόσιου τομέα, στα πλαίσια εφαρμογής της νομισματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής και της πολιτικής διαχειρίσεως του δημόσιου χρέους και των συναλλαγματικών διαθεσίμων.
3. Τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα Ε.Π.Ε.Υ. Κρατών-Μελών ή τρίτων χωρών, πλην πιστωτικών ιδρυμάτων, υπάγονται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για την εποπτεία των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων Κρατών – Μελών ή τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1β του Ν. 2076/1992 και της Π.Δ./Τ.Ε 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄).
4. Οι αρμόδιες για την εποπτεία των ιδρυμάτων αρχές δύνανται με αποφάσεις τους να υπαγάγουν σε διατάξεις του παρόντος νόμου το σύνολο ή μέρος των εξαιρουμένων ιδρυμάτων.
5. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις από τον κίνδυνο θέσης και τους κινδύνους αντισυμβαλλομένου – διακανονισμού στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα, ισχύουν μόνον εφόσον πληρούται τουλάχιστον μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Ο κύκλος εργασιών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων υπερβαίνει συνήθως, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού κύκλου των εργασιών τους.
β) Το σύνολο των ανοικτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σε τρέχουσες αγοραίες τιμές, υπερβαίνει συνήθως, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, το δραχμικό ισόποσο των δεκαπέντε (15) εκατομμυρίων ECU.
γ) Ο κύκλος εργασιών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους υπερβαίνει έστω και προσωρινά το έξι τοις εκατό (6%) του συνολικού κύκλου των εργασιών τους και το σύνολο των ανοικτών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σε τρέχουσες αγοραίες τιμές, υπερβαίνει έστω και προσωρινά το δραχμικό ισόποσο των είκοσι (20) εκατομμυρίων ECU.
Στις περιπτώσεις όπου δεν πληρούται καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, τα ιδρύματα υπάγονται στις διατάξεις της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992, της Π.Δ. αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ., όπως θα καθοριστεί με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
6. Για τον υπολογισμό της αναλογίας του κύκλου εργασιών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων προς το συνολικό κύκλο των εργασιών τους στα σημεία (α) και (γ) της ανωτέρω παραγράφου 5 η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορούν να βασίζονται: είτε στον ισολογισμό και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού είτε στα αποτελέσματα χρήσης είτε στα ίδια κεφάλαια του οικείου ιδρύματος είτε και σε συνδυασμό όλων αυτών.
Κατά την καθημερινή αποτίμηση του κύκλου εργασιών των στοιχείων εντός και εκτός ισολογισμού, τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτιμώνται: είτε με την τρέχουσα αγοραία τιμή τους, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά είτε στις λοιπές περιπτώσεις, με βάση μεθόδους αποτίμησης που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές. Οι αρνητικές και θετικές θέσεις αθροίζονται ανεξάρτητα των πρόσημων τους.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη μεταβίβαση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΚΑΝΟΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ Ε.Π.Ε.Υ.
Άρθρο 4
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο κατ΄ επάγγελμα παροχή κυρίων επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παραβιάζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1 πρόστιμο ύψους μέχρι 50.000.000 δραχμών. Σε περίπτωση σοβαρών υποτροπών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι 70.000.000 δραχμών. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος των ανωτέρω προστίμων.
Άρθρο 5
Εποπτεύουσα αρχή – Επαγγελματικό απόρρητο
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ειδικών διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας για το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τα μέλη του και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί την εποπτεία επί των Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι εγκατεστημένες ή παρέχουν υπηρεσίες εκτός Ελλάδας, καθώς και επί των Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν εκτός Ελλάδας και λειτουργούν στην Ελλάδα ως προς τις διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και του γενικού συμφέροντος και ως προς τους κανόνες δεοντολογίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις διατάξεις της νομοθεσίας. Στην έννοια της εποπτείας περιλαμβάνονται ιδίως ο έλεγχος της φερεγγυότητας, της ρευστότητας, της κεφαλαιακής επάρκειας και της συγκέντρωσης κινδύνων των Ε.Π.Ε.Υ., η τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας και της ειδικής συμμετοχής σε Ε.Π.Ε.Υ.. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι επίσης αρμόδια για την αποδοχή και παροχή γνωστοποιήσεων που αφορούν σε Ε.Π.Ε.Υ., πλην πιστωτικών ιδρυμάτων
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας επί των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και για τα θέματα γνωστοποιήσεων ως προς την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από Ε.Π.Ε.Υ. και πιστωτικά ιδρύματα με έδρα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με όσα θα προβλεφθούν σε ειδικό Πρωτόκολλο Συνεργασίας που θα συνταχθεί εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζονται επίσης με τις αρμόδιες αρχές των λοιπών Κρατών – Μελών για την εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και λειτουργούν σε ένα ή περισσότερα λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αντιστρόφως. Στη συνεργασία αυτή περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και α) η ανταλλαγή, ύστερα από σχετική γραπτή αίτηση, όλων των πληροφοριών οι οποίες σχετίζονται με τη λειτουργία και την κεφαλαιακή και περιουσιακή διάρθρωση των Ε.Π.Ε.Υ. και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας και του ελέγχου των επιχειρήσεων αυτών και ιδίως τον έλεγχο της συμμόρφωσης τους με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 32 του παρόντος νόμου, και β) η συλλογή των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της τήρησης από τις Ε.Π.Ε.Υ. των κανόνων της νομοθεσίας
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής για τις κυρώσεις και εν γένει μέτρα που επιβάλλονται στις Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος-Μέλος και λειτουργούν στην Ελλάδα. Επίσης, διαβιβάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων του στοιχείου 25 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, ιδίως για την εκτίμηση του βαθμού ρευστότητας των τίτλων και της φερεγγυότητας του εκδότη.
5. Οι αρμόδιες αρχές του Κράτους-Μέλους καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν ιδρύσει στην Ελλάδα υποκατάστημα, αφού ενημερώσουν προηγουμένως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορούν να προβούν οι ίδιες ή μέσω εξουσιοδοτημένων προς τούτο προσώπων σε επιτόπια εξακρίβωση και συλλογή των πληροφοριών που αφορούν τη λειτουργία και την κεφαλαιακή και περιουσιακή διάρθρωση των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων. Την ως άνω επιτόπια εξακρίβωση και συλλογή πληροφοριών μπορεί να ζητήσει και η ίδια η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής είτε να διενεργήσουν οι ίδιες την εξακρίβωση αυτή είτε να εξουσιοδοτήσουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προς διενέργεια της εξακρίβωσης από την ίδια ή από πρόσωπα που αυτή θα ορίσει. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου δεν περιορίζουν το δικαίωμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να διενεργεί επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος – Μέλος ή των δραστηριοτήτων των Ε.Π.Ε.Υ. οι οποίες λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της παρέχονται από τις κείμενες διατάξεις
6. Στις περιπτώσεις Ε.Π.Ε.Υ. που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και λειτουργούν σε άλλα Κράτη – Μέλη με τη μορφή υποκαταστήματος ή παρέχουν υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές των Κρατών – Μελών μπορεί να προβεί η ίδια ή μέσω εξουσιοδοτημένων προς τούτο προσώπων, στην επιτόπια εξακρίβωση και συλλογή των πληροφοριών, των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου
7. Κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος , της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ή οποιασδήποτε άλλης αρχής, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων περί εποπτείας των Ε.Π.Ε.Υ. και εν γένει της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου για κάθε εμπιστευτική πληροφορία που αφορά Ε.Π.Ε.Υ. και περιέρχεται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή που γνωστοποιείται σ΄ αυτά από άλλες αρχές.
8. Εμπιστευτικές πληροφορίες της προηγουμένης παραγράφου οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των προσώπων της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε πρόσωπα ή αρχές μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατός ο προσδιορισμός της Ε.Π.Ε.Υ.στην οποία αναφέρονται.
9. Οι ελληνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους εμπιστευτικές πληροφορίες για Ε.Π.Ε.Υ. με σκοπό την πραγματοποίηση και διευκόλυνση των προβλεπόμενων στη νομοθεσία ελέγχων επί των Ε.Π.Ε.Υ και για την αποτελεσματική εποπτεία τους, υποκείμενες στο επαγγελματικό απόρρητο ως προς τις πληροφορίες αυτές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών δύνανται να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων Κρατών – Μελών, στα πλαίσια του παρόντος νόμου.
10. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και όλες οι αρμόδιες αρχές στις οποίες περιέρχονται πληροφορίες για τις Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με τις διατάξεις περί εποπτείας, καθώς και στο πλαίσιο συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των άλλων Κρατών – Μελών, δύνανται να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο για την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους. συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες ασκούν τον έλεγχο για να:
α. εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι άσκησης από Ε.Π.Ε.Υ. επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και διευκολύνουν τον ατομικό ή ενοποιημένο έλεγχο των όρων άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των Ε.Π.Ε.Υ. που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
β. επιβάλλουν, τις κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας.
11. Οι διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου δεν εφαρμόζονται προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων συνεπεία της επιβολής κυρώσεων, ούτε για την αναφορά στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές αξιόποινων πράξεων ή για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών και εν γένει αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2Ν.2651/1998 Α 248/3.11.1998.
12. Αν Ε.Π.Ε.Υ. κηρυχθεί σε πτώχευση ή τελεί υπό εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να ανακοινώνονται στα πλαίσια δικαστικών διαφορών.
13. Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών για Ε.Π.Ε.Υ. μεταξύ ελληνικών αρμόδιων αρχών και των αρμόδιων αρχών, χώρας που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας αυτής, γίνεται μόνον εφόσον έχει ληφθεί μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρμόδιες αρχές της άλλης χώρας
14. Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφ` ενός της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους για την Εποπτεία και εν γένει τον έλεγχο Ε.Π.Ε.Υ. και αφ` ετέρου του Υπουργού Εμπορίου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων Εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ανωνύμων εταιριών, καθώς και των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά την, σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής, ενάσκηση των καθηκόντων τους. Οι αρμόδιες για την Εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. αρχές δεν ανακοινώνουν όμως στον Υπουργό Εμπορίου ή τις ειδικές εξεταστικές επιτροπές της Βουλής εμπιστευτικές πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω των επιτόπιωνελέγχων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του Κράτους-Μέλους στο οποίο διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.
Επιτρέπεται, επίσης, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφ` ενός της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και λοιπών αρχών που εποπτεύουν τις Ε.Π.Ε.Υ. και τα χρηματιστήρια και αφ` ετέρου των οργάνων που διεξάγουν διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης Ε.Π.Ε.Υ. και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των λογαριασμών των Ε.Π.Ε.Υ. και λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
“Παράλληλα, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αφετέρου των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την Εποπτεία των οργάνων και προσώπων του αμέσως προηγουμένου εδαφίου, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών και υπό τον όρο της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου των παρ. 7 και 8 του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 4 του Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)
15. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών διαβιβάζουν προς την Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της Τράπεζας ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφαση της να καθορίζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι Ε.Π.Ε.Υ. προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, τη διαδικασία παροχής των στοιχείων και πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και στοιχεία και πληροφορίες κρίνει απαραίτητα για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση της σύμφωνα με τις διαδικασίες της παρούσας παραγράφου.
16. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και κάθε άλλη αρμόδια αρχή μπορούν να ανακοινώνουν πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους ως προς Ε.Π.Ε.Υ. στην Α.Ε. Αποθετηρίων, σε γραφεία συμψηφισμού και εκκαθαρίσεως και σε άλλους παρόμοιους οργανισμούς, αναγνωρισμένους από την ισχύουσα νομοθεσία, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες συμψηφισμού και εκκαθάρισης ή διακανονίζουν συμβάσεις σε μία από τις οργανωμένες αγορές, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία των οργανισμών αυτών. Οι απασχολούμενοι στην Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων και στα γραφεία ή τους οργανισμούς αυτούς τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο ως προς τις πληροφορίες αυτές. Πληροφορίες για παράβαση της νομοθεσίας από Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν σε άλλο Κράτος-Μέλος και λειτουργούν στην Ελλάδα προερχόμενες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής δεν ανακοινώνονται από τις ελληνικές αρμόδιες αρχές στους παραπάνω οργανισμούς χωρίς προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις παρέσχον.
17. Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο και αφορά Ε.Π.Ε.Υ. υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
Άρθρο 5α
Σημ.: όπως το άρθρο 5α προστέθηκε με την παρ.3 του άρθρου 6 του Π.Δ.258/1997(Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)
1.α. Οι ορκωτοί ελεγκτές, οι οποίοι διενεργούν βάσει του Π.Δ. 226/92 έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών ΕΠΕΥ ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν ταχέως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με την ΕΠΕΥ που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε εις γνώση τους κατά την άσκηση της αποστολής τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατό:
– ν` αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ΕΠΕΥ,
– να θίξουν τη συνέχεια της εκμετάλλευσης της ΕΠΕΥ ή να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
β. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στα πλαίσια μιας αποστολής όπως αναφέρεται στο σημείο α της παρούσης παραγράφου, αποστολής η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με τον ΕΠΕΥ, στην οποία το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την προαναφερόμενη αποστολή.
2. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 1, από πρόσωπα που ορίζονται στην ίδια παράγραφο, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμιά ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.
Άρθρο 6
Απαγόρευση χρήσης ξένων κεφαλαίων και τίτλων
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι Ε.Π.Ε.Υ., πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν για δικό τους λογαριασμό τα κεφάλαια των επενδυτών – πελατών τους που έχουν στην κατοχή τους.
2. Οι Ε.Π.Ε.Υ. δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν για δικό τους λογαριασμό τους τίτλους των επενδυτών – πελατών τους που έχουν στην κατοχή τους.
3. Σε περίπτωση πτωχεύσεως Ε.Π.Ε.Υ., οι τίτλοι και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία και παραδίδονται στους κυρίους τους, με την επιφύλαξη τυχόν επιβάρυνσής τους με εμπράγματη ασφάλεια, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή.
Πριν από τον αποχωρισμό, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συντάσσει πίνακα των τίτλων και χρηματικών ποσών της Ε.Π.Ε.Υ. που ανήκουν σε πελάτες της και τον κοινοποιεί στους δικαιούχους, το σύνδικο πτωχεύσεως και σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 Ν.3283/2004,ΦΕΚ Α 210/2.11.2004.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να ορίζονται:
(α) οι κανόνες διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και οι μηχανισμοί ελέγχου και ασφαλείας που πρέπει να τηρούν Ε.Π.Ε.Υ. που φυλάσσουν ως θεματοφύλακες τίτλους πελατών τους ή διαχειρίζονται χαρτοφυλάκιο πελατών τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα των πελατών τους και να αποτρέπεται η χρησιμοποίηση από Ε.Π.Ε.Υ. περιουσιακών στοιχείων των πελατών της για δικό της λογαριασμό,
(β) τα στοιχεία που πρέπει να αποστέλλει για την ενημέρωσή του σε κάθε πελάτη της Ε.Π.Ε.γ. που φυλάσσει ως θεματοφύλακας περιουσιακά του στοιχεία ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιό του,
(γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές Ε.Π.Ε.γ. ως προς τα περιουσιακά στοιχεία πελατών της που φυλάσσει ως 8εματοφύλσκας ή τα οποία διαχειρίζεται, κα8ώς και η διαδικασία και ο τρόπος παράδοσής τους, και
(δ) κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που συνδέεται με την παροχή των υπηρεσιών φύλαξης και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων πελατών από Ε.Π.Ε.Υ..
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 98 του Ν.2533/1997(Α 228)
5. Δανειστές ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή ανώνυμης εταιρίας παροχήςεπενδυτικών υπηρεσιών απαγορεύεται να κατάσχουν ή δεσμεύσουν περιουσιακάστοιχεία πελατών της, στους οποίους αυτή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, υπόμορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών πουτηρούνται στο όνομα της εταιρίας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσονδικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρία κατά τους κανόνες του άρθρου6 του νόμου αυτού βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οιπαραπάνω πελάτες. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει προκειμένου περίχρηματοπιστωτικών μέσων και ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουννομίμως επενδυτικές υπηρεσίες.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρ.55 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
6. Στα ως άνω μη δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης χρηματοπιστωτικά μέσα δενπεριλαμβάνονται μόνον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους επενδυτέςπελάτες της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τουςκανόνες του εμπράγματου δικαίου, αλλά και εκείνα που κατέχει άμεσα ή έμμεσα,η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των οποίων πραγματικόςδικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν κατά τους κανόνες του άρθρου 6του νόμου αυτού βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο,είναι πελάτης της, στον οποίο η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιώνπαρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν το όνομα του δικαιούχουπελάτη είναι καταχωρημένο στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέασυστήματος καταχώρισης τίτλων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρ.55 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
7. Εφόσον κατασχεθούν εις χείρας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,που είναι χειριστής λογαριασμού στο Σύστημα Άυλων Τίτλων του ΚεντρικούΑποθετηρίου Αξιών, ως τρίτης, άυλοι τίτλοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο τηςκατάσχεσης, είχαν πωληθεί χωρίς να έχει γίνει ακόμη η εκκαθάριση της σχετικήςχρηματιστηριακής συναλλαγής, αντικείμενο της κατάσχεσης αποτελεί το προ ίόντης πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων,που περιέρχεται στην επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ως χειριστή τουλογαριασμού για τους πωληθέντες άυλους τίτλους, αφού συμψηφισθούν τυχόνυφιστάμενες κατά το χρόνο της κατάσχεσης αντίθετες χρηματικές απαιτήσεις τουχειριστή κατά του δικαιούχου του προϊόντος της πώλησης μετά την αφαίρεσηφόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρ.55 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
8. Εάν επιβληθεί κατάσχεση στους τραπεζικούς λογαριασμούς της παρ. 9 τουάρθρου 20 του ν. 3632/1928, η κατάσχεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ωςαπολύτως άκυρη: (α) έναντι της εταιρίας “Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών”, η οποίαδικαιούται να αναλαμβάνει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εκπλήρωση τωνεκάστοτε χρηματικών υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο διακανονισμό και (β)έναντι μέλους του Χρηματιστηρίου Αθηνών και θεματοφύλακα που εκκαθαρίζειχρηματιστηριακές συναλλαγές, ως προς χρηματικά ποσά που ανήκουν σε επενδυτέςπελάτες τους.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρ.55 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
Άρθρο 7
Κώδικας δεοντολογίας
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας συγκροτείται επιτροπή από εκπροσώπους των αρμόδιων φορέων, έργο της οποίας θα είναι η κατάρτιση Κώδικα Δεοντολογίας, στον οποίο περιλαμβάνονται κανόνες που θα ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ. και του προσωπικού τους. Κατά την εφαρμογή των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας λαμβάνεται υπόψη η επαρκής ή μη γνώση του αντικειμένου των επενδυτικών υπηρεσιών λόγω επαγγελματικής ιδιότητας του προσώπου στο οποίο παρέχεται η επενδυτική υπηρεσία, κύρια ή παρεπόμενη.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και αρχίζει να ισχύει εντός μηνός από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Ο Κώδικας Δεοντολογίας μπορεί να διαφοροποιείται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιριών και λοιπών Ε.Π.Ε.Υ., αναλόγως των παρεχόμενων από αυτές υπηρεσιών και της οργάνωσης και εποπτείας τους.
3. Περιεχόμενο του Κώδικα Δεοντολογίας θα είναι κανόνες που θα διέπουν τη λειτουργία των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και τη συμπεριφορά και τις συναλλακτικές υποχρεώσεις των προσώπων που απασχολούνται σ΄ αυτές.
Οι κανόνες αυτοί πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα ούτως ώστε οι Ε.Π.Ε.Υ.:
α) Να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και να ενεργούν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους έτσι, ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
β) Να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τόσο τους πόρους όσο και τις διαδικασίες και μεθόδους που είναι απαραίτητες για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.
γ) Να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.
δ) Να γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων με αυτούς.
ε) Να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ιδίων και των πελατών τους.
στ) Να εξασφαλίζουν στους πελάτες τους ίση μεταχείριση.
ζ) Να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της ισχύουσας νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς.
4. Οι τροποποιήσεις του Κώδικα Δεοντολογίας γίνονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ύστερα από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος και του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
5. Σε περίπτωση παραβάσεως του Κώδικα Δεοντολογίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση επιβάλλουν στους παραβάτες, καθώς και στις επιχειρήσεις στις οποίες αυτοί απασχολούνται επίπληξη ή πρόστιμο, το ύψος του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 1.000.000 και 50.000.000 δραχμών. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος του ανωτέρω προστίμου.
Άρθρο 8
Τήρηση και υποβολή στοιχείων για πραγματοποιούμενες συναλλαγές
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας για τη διαφάνεια των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα υποχρεούνται να τηρούν επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη και να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά περίπτωση, τα απαραίτητα στοιχεία για τις συναλλαγές τις οποίες έχουν πραγματοποιήσει, οι οποίες σχετίζονται με την παροχή κυρίων ή παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τίτλους διαπραγματεύσιμους σε οργανωμένη αγορά, ανεξάρτητα από το αν οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς.
2. Οι Ε.Π.Ε.Υ. καταγράφουν με πλήρη στοιχεία τις εντολές που δέχονται και τις συναλλαγές που καταρτίζουν σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν.207 Α΄) για τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που εξακολουθούν να ισχύουν, με αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα και τις Ε.Π.Ε.Υ., αντιστοίχως:
α) τα βιβλία και στοιχεία που πρέπει να τηρούν και να εκδίδουν οι Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν,
β) το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και το περιεχόμενο των στοιχείων που εκδίδουν,
γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προς τις υπηρεσίες του χρηματιστηρίου όσον αφορά τις συναλλαγές του άρθρου 15 παρ. 7 του Ν. 3632/1928, καθώς και η διαδικασία και ο ακριβής χρόνος παράδοσης τους,
δ) κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 του ν. 1806/1988(ΦΕΚ 207 Α`) για τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που εξακολουθούν ναισχύουν, με αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της ΕπιτροπήςΚεφαλαιαγοράς καθορίζονται σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα και τις Ε.Π.Ε.γ., αντιστοίχως:
α) τα βιβλία και στοιχεία που πρέπει να τηρούν και να εκδίδουν οι Ε.Π.Ε.Υ.σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν,
β) το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και τοπεριεχόμενο των στοιχείων που εκδίδουν,
γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τα μέλητου Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προς τις υπηρεσίες του χρηματιστηρίου, όσοναφορά στις συναλλαγές του άρθρου 15 παρ. 7 του ν. 3632/1928, καθώς και ηδιαδικασία και ο ακριβής χρόνος παράδοσής τους,
δ) η μορφή, έντυπη ή ηλεκτρονική, στην οποία μπορεί να υποβάλλονται ή νατηρούνται τα βιβλία και στοιχεία και
ε) κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.52 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
4. Στα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνονται τουλάχιστον το είδος και η ποσότητα των τίτλων που αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγής ή συμβάσεως, καθώς και η ώρα κατάρτισης της συναλλαγής.
5. Στο άρθρο 27 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:
“3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποβάλλουν σ΄ αυτή, το Χρηματιστήριο Αξιών ή σε άλλη εποπτεύουσα αρχή, όπως προσδιορίζεται με την απόφαση αυτή, περιοδικά ή κατόπιν ειδικού αιτήματος, οι χρηματιστηριακές εταιρίες σε σχέση με δραστηριότητες που αναπτύσσουν εντός ή εκτός Ελλάδας και την οικονομική τους κατάσταση. Με όμοια απόφαση καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Χρηματιστήριο Αξιών ή σε άλλη εποπτεύουσα αρχή, όπως προσδιορίζεται με την απόφαση αυτή, περιοδικά ή κατόπιν ειδικού αιτήματος, οι Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν εκτός Ελλάδας και είναι εγκατεστημένες ή παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα σχετικά με τις δραστηριότητες τους που αναπτύσσουν στην Ελλάδα και την οικονομική τους κατάσταση.”
6. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 28του Ν. 1806/1988(ΦΕΚ 207 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
“Στο δελτίο τιμών αναγράφονται υποχρεωτικά: α) η μέση σταθμισμένη τιμή, η ανώτερη και χαμηλότερη τιμή της ημέρας, η τιμή ανοίγματος και κλεισίματος, καθώς και οι ποσότητες των αξιών που αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγής και β) σε χωριστό πίνακα οι τιμές και οι ποσότητες των αξιών για τις οποίες εκδηλώθηκε προσφορά και ζήτηση, χωρίς να πραγματοποιηθεί συναλλαγή.
7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας για τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ισχύουσες για τις ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες διατάξεις για τη δημοσίευση των οικονομικών τους καταστάσεων, τον έλεγχο τους και την παροχή στοιχείων και πληροφοριών εφαρμόζονται σε όλες τις Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργούν στην Ελλάδα. Η υποχρέωση παροχής στοιχείων και πληροφοριών για τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 9
Επάρκεια ιδίων κεφαλαίων
Οι όροι και οι προϋποθέσεις της επάρκειας κεφαλαίων, όπως προσδιορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 32 έως και 38, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να πληρούνται καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας των Ε.Π.Ε.Υ.. Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν την τήρηση των όρων αυτών και σε περίπτωση παράβασης τους, επιβάλλουν τις προβλεπόμενες στο νόμο κυρώσεις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 10
Ασφαλιστική κάλυψη των συναλλαγών
Οι Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιούν υποχρεωτικά προς τους επενδυτές – πελάτες τους, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συναλλαγής μαζί τους, την ύπαρξη ή μη κεφαλαίων αποζημιώσεως, το ύψος των κεφαλαίων αυτών, καθώς και το βαθμό ασφαλιστικής κάλυψης που παρέχουν, όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή ισοδύναμης προστασίας των επενδυτών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 11
Διαφημίσεις
Οι Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα μπορούν να διαφημίζουν με όλα τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας τις υπηρεσίες που παρέχουν, σύμφωνα με τους ισχύοντες στην Ελλάδα κανόνες, που διέπουν τη μορφή και το περιεχόμενο των διαφημίσεων αυτών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρθρο 12
Εγκατάσταση Ελληνικής Ε.Π.Ε.Υ. εκτός Ελλάδας
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Ε.Π.Ε.Υ. η οποία εδρεύει στην Ελλάδα, έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα εκτός Ελλάδας γνωστοποιεί την πρόθεση της αυτή προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναγράφοντας:
α) Το Κράτος στο οποίο προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα.
β) Τη διεύθυνση του υποκαταστήματος αυτού.
γ) Τα πρόσωπα που θα διευθύνουν το υποκατάστημα.
δ) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος, στο οποίο θα περιγράφονται, μεταξύ των άλλων, το είδος των εργασιών τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή.
2. Προκειμένου περί υποκαταστήματος που πρόκειται να ιδρυθεί σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον θεωρήσει ικανοποιητική τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Ε.Π.Ε.Υ., εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως της παραγράφου 1, ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές του Κράτους-Μέλους υποδοχής τα στοιχεία και τις πληροφορίες που της γνωστοποιεί η Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και πλήρη στοιχεία σχετικά με το ισχύον στην Ελλάδα σύστημα αποζημίωσης που καλύπτει τους επενδυτές και πελάτες του υποκαταστήματος, καθώς και τις συναλλαγές που καλύπτει το σύστημα και τους όρους λειτουργίας του. Εντός του τριμήνου του παραπάνω εδαφίου κοινοποιείται η ανωτέρω ανακοίνωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στην Ε.Π.Ε.Υ.
3. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τα στοιχεία που της υποβάλλει η Ε.Π.Ε.Υ. και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Ε.Π.Ε.Υ., κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, αρνείται την ανακοίνωση των στοιχείων της παραγράφου 1 στις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους υποδοχής, γνωστοποιώντας προς την ενδιαφερόμενη Ε.Π.Ε.Υ. τους λόγους της άρνησης, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως της παραγράφου 1.
4. Σε περίπτωση επικείμενης μεταβολής του περιεχομένου των στοιχείων β΄ έως δ΄ της ανακοινώσεως της παραγράφου 1, η Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί την πρόθεση της για τις μεταβολές αυτές, τόσο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όσο και στις αρμόδιες αρχές του Κράτους-Μέλους στο οποίο θα λειτουργήσει το υποκατάστημα της ένα (1) τουλάχιστον μήνα πριν λάβουν χώρα οι μεταβολές αυτές, ώστε οι ανωτέρω αρχές να σταθμίσουν τις μεταβολές πριν από τη λήψη αποφάσεως, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του Κράτους-Μέλους στο οποίο λειτουργεί υποκατάστημα Ελληνικής Ε.Π.Ε.Υ., για κάθε μεταβολή των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών.
6. Προκειμένου περί υποκαταστήματος που πρόκειται να ιδρυθεί σε Κράτος που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαγορεύσει την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κράτος αυτό εάν, με βάση τα στοιχεία που της υποβάλλει η Ε.Π.Ε.Υ. και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Ε.Π.Ε.Υ., κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών.
7. Ε.Π.Ε.Υ., που έχει την έδρα της στην Ελλάδα και προτίθεται να συμμετάσχει με ειδική συμμετοχή σε Ε.Π.Ε.Υ. που θα λειτουργεί εκτός Ελλάδας, γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της αυτή.
Άρθρο 13
Ελευθερία εγκατάστασης στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Ε.Π.Ε.Υ. η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές αυτού του Κράτους, σύμφωνα με τις αρχές που τίθενται από την Οδηγία 93/22 του Συμβουλίου σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, δύναται να εγκατασταθεί και λειτουργεί στην Ελλάδα με την ίδρυση υποκαταστήματος, παρέχοντας κύριες ή παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους καταγωγής, χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την αποστολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποίησης της αρμόδιας αρχής του Κράτους-Μέλους καταγωγής, που απευθύνεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την οποία της ανακοινώνεται:
α) το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει η Ε.Π.Ε.Υ. στην Ελλάδα με την ίδρυση υποκαταστήματος,
β) η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος,
γ) η διεύθυνση του υποκαταστήματος και
δ) τα ονόματα των διευθυνόντων το υποκατάστημα,
ε) τα συστήματα αποζημίωσης που καλύπτουν τους επενδυτές και πελάτες του υποκαταστήματος, καθώς και τις συναλλαγές που αυτά καλύπτουν και τους όρους λειτουργίας τους.
2. Η Ε.Π.Ε.Υ. που εγκαθίσταται στην Ελλάδα σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποχρεούται:
α) Να τηρεί τους αποβλέποντες στην κατοχύρωση του γενικού συμφέροντος κανόνες που διέπουν την ελληνική κεφαλαιαγορά και την άσκηση των δραστηριοτήτων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων δεοντολογίας, όπως ισχύουν στο ελληνικό δίκαιο και τις ελληνικές οργανωμένες αγορές και γνωστοποιούνται στην Ε.Π.Ε.Υ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
β) Να συντάσσει και δημοσιεύει ετήσιες οικονομικές καταστάσεις για τις δραστηριότητες που ασκεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες. Οι καταστάσεις αυτές ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή.
γ) Να υποβάλλει περιοδικά ή κατόπιν ειδικού αιτήματος τα στοιχεία που καθορίζονται και ζητούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή άλλα εποπτικά όργανα, ως προς τις δραστηριότητες που ασκεί στην Ελλάδα και την οικονομική της κατάσταση, κατ΄ ανάλογο εφαρμογή των ισχυουσών και για τις ελληνικές Ε.Π.Ε.Υ. διατάξεων.
δ) Να παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που παρέχουν και οι ελληνικές Ε.Π.Ε.Υ. για την τήρηση και τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής.
3. Μεταβολές στο περιεχόμενο της ανακοινώσεως και στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της παραγράφου 1 γνωστοποιούνται από την ενδιαφερόμενη Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορεί την Ε.Π.Ε.Υ., ιδίως εν όψει των μεταβολών του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε νέα απαραίτητη πληροφορία και στοιχείο ως προς το περιεχόμενο των ανακοινώσεων στις οποίες έχει προβεί προς την Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 14
Παροχή υπηρεσιών ελληνικής Ε.Π.Ε.Υ. εκτός Ελλάδας
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύει στην Ελλάδα, έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητες εκτός Ελλάδας, χωρίς να ιδρύσει υποκατάστημα, γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της αυτή, προσδιορίζοντας συγχρόνως το Κράτος στο οποίο προτίθεται να ασκήσει τη δραστηριότητα της, καθώς και τις δραστηριότητες που θα ασκήσει, με ειδική αναφορά των επενδυτικών δραστηριοτήτων που θα παρέχει.
2. Προκειμένου περί παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί προς τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους υποδοχής την ανωτέρω γνωστοποίηση εντός χρονικού διαστήματος ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της παραλαβής της. Μετά την ανωτέρω γνωστοποίηση η Ε.Π.Ε.Υ. μπορεί να αρχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της στο εν λόγω Κράτος.
3. Προκειμένου περί παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού σε Κράτος που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαγορεύσει την παροχή υπηρεσιών σ΄ αυτό, εάν κρίνει ότι η εκεί άσκηση δραστηριοτήτων θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών.
Άρθρο 15
Ελευθερία παροχής, επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Ε.Π.Ε.Υ., η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές αυτού του Κράτους, σύμφωνα με τις αρχές που τίθενται από την Οδηγία 93/22 του Συμβουλίου σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, δύναται να παρέχει στην Ελλάδα κύριες ή παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους καταγωγής χωρίς να ιδρύσει στην Ελλάδα υποκατάστημα. χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού υποβληθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής του Κράτους – Μέλους καταγωγής, που απευθύνεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την οποία της ανακοινώνεται το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει η Ε.Π.Ε.Υ. στην Ελλάδα.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Ε.Π.Ε.Υ. τους αποβλέποντες στην κατοχύρωση του γενικού συμφέροντος κανόνες που διέπουν την ελληνική κεφαλαιαγορά και την άσκηση των δραστηριοτήτων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων συμπεριφοράς και δεοντολογίας, όπως ισχύουν στο ελληνικό δίκαιο και τις ελληνικές οργανωμένες αγορές.
3. Ε.Π.Ε.Υ., οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικού ελέγχου εκ μέρους της.
4. Μεταβολές στο περιεχόμενο της ανακοινώσεως και στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της παραγράφου 1 γνωστοποιούνται από την ενδιαφερόμενη Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και στην αρμόδια αρχή του Κράτους – Μέλους καταγωγής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορεί την Ε.Π.Ε.Υ., ιδίως εν όψει των μεταβολών του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε νέα απαραίτητη πληροφορία και στοιχείο ως προς το περιεχόμενο των ανακοινώσεων στις οποίες έχει προβεί προς την Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Άρθρο 16
Εγκατάσταση και ελεύθερη παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικό ίδρυμα
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Εάν η εδρεύουσα στην Ελλάδα Ε.Π.Ε.Υ., που προτίθεται να εγκατασταθεί ή να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες σε άλλο Κράτος, είναι πιστωτικό ίδρυμα, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 12 και 14 γνωστοποιήσεις γίνονται προς και από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία και λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις.
2. Εάν η εδρεύουσα εκτός Ελλάδας Ε.Π.Ε.Υ., που προτίθεται να εγκατασταθεί ή να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα, είναι πιστωτικό ίδρυμα, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 13 και 15 γνωστοποιήσεις γίνονται προς και από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις και προβαίνει στις προβλεπόμενες υποδείξεις και αναγγελίες.
Άρθρο 17
Υποχρεώσεις Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργούν στην Ελλάδα
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Στην περίπτωση που Ε.Π.Ε.Υ., η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος-Μέλος και λειτουργεί στην Ελλάδα είτε μέσω υποκαταστήματος είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβιάζει τις ισχύουσες στην Ελλάδα νομοθετικές διατάξεις και εν γένει τους ισχύοντες κανόνες, που έχουν θεσπισθεί για λόγους γενικού συμφέροντος, καθώς και εν γένει τους ισχύοντες στην Ελλάδα κανόνες δεοντολογίας και συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει στην Ε.Π.Ε.Υ. τις προβλεπόμενες στο ελληνικό δίκαιο για τις παραβιάσεις αυτές κυρώσεις, δυναμένη, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να απαγορεύσει στην Ε.Π.Ε.Υ. τη συνέχιση ασκήσεως δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, προσωρινώς ή διαρκώς.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στις Ε.Π.Ε.Υ. της ανωτέρω παραγράφου 1 τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και ζητεί από αυτήν τη συμμόρφωση της προς τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και την παύση και άρση της παράνομης συμπεριφοράς.
3. Εάν η Ε.Π.Ε.Υ. δεν συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του Κράτους-Μέλους καταγωγής της Ε.Π.Ε.Υ. για να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής ή λόγω ανεπάρκειας των μέτρων αυτών ή λόγω μη επιβολής τους στο Κράτος καταγωγής, η Ε.Π.Ε.Υ. συνεχίζει να παραβιάζει τις ισχύουσες στην Ελλάδα νομοθετικές διατάξεις και εν γένει τους ισχύοντες κανόνες, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής, δύναται να επιβάλει στην Ε.Π.Ε.Υ. τις προβλεπόμενες στο ελληνικό δίκαιο για τις παραβιάσεις αυτές κυρώσεις.
4. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όταν από την καθυστέρηση λήψεως μέτρων επίκειται άμεσος και αναπότρεπτος κίνδυνος για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να λαμβάνει η ίδια κατά των Ε.Π.Ε.Υ. τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία μέτρα που έχουν προσωρινό χαρακτήρα και σκοπεύουν στην αποτροπή επικείμενου κινδύνου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις αρμόδιες αρχές του Κράτους καταγωγής για τα μέτρα που επιβλήθηκαν και το λόγο επιβολής τους.
5. Οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενέργειες και κυρώσεις, προκειμένου περί Ε.Π.Ε.Υ. που είναι πιστωτικά ιδρύματα, λαμβάνονται και επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
6. Στο τέλος κάθε έτους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων κατά τις οποίες ελήφθησαν απορριπτικές αποφάσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ή για την εγκατάσταση σε άλλο Κράτος – Μέλος Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύει στην Ελλάδα.
7. Σε κάθε περίπτωση επιβολής μέτρων ή κυρώσεων σε βάρος Ε.Π.Ε.Υ. που έχει την έδρα της σε άλλο Κράτος-Μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του Κράτους – Μέλους καταγωγής της Ε.Π.Ε.Υ.
8. Οι Ε.Π.Ε.Υ., που έχουν την έδρα τους εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα. υποχρεούνται να τηρούν όλες τις προβλεπόμενες στην ελληνική νομοθεσία διατάξεις που αφορούν τη λειτουργία, οργάνωση και τις εν γένει υποχρεώσεις των ελληνικών Ε.Π.Ε.Υ.. Σε περίπτωση παραβάσεως της νομοθεσίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στις Ε.Π.Ε.Υ. της παρούσας παραγράφου όλες τις προβλεπόμενες στη νομοθεσία για τις Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν στην Ελλάδα κυρώσεις.
Άρθρο 18
Απόκτηση ιδιότητας μέλους του Χ.Α.Α.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1.Ε.Π.Ε.Υ. οι οποίες,είτε έχουν συσταθεί κατά το ελληνικό δίκαιο ή κατά το δίκαιο άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση προς το Χ.Α.Α. για την απόκτησητης ιδιότητας μέλους του Χ.Α.Α.. Η ιδιότητα του μέλους χρηματιστηρίου αποκτάται εφόσον: α) συντρέχουν οιπροϋποθέσεις που τίθενται στην παράγραφο 2 και β) πληρούνται όλοι οιπρόσθετοι όροι και προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας αυτής πουμπορεί να προβλέπει ο κανονισμός του χρηματιστηρίου. Ε.Π.Ε. V. δύναται νααποκτήσει την ιδιότητα του μέλους σε μία ή περισσότερες οργανωμένες αγορές,εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός τουχρηματιστηρίου.”Η απόκτηση της ιδιότητας του μέλους συνιστά προϋπόθεση της κατάρτισης συναλλαγών στην αγορά αυτή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4α άρθρ.9 Ν.2843/2000,ΦΕΚΑ218/12.10.2000 και με την παρ.5 άρθρ.13Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
2. Οι τυπικές προϋποθέσεις για την απόκτηση από Ε.Π.Ε.Υ. της ιδιότητας μέλους του Χ.Α.Α. είναι:
α) Το δικαίωμα Ε.Π.Ε.Υ που έχει συσταθεί κατά το ελληνικό δίκαιο ή κατά το δίκαιο άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προσφέρει σύμφωνα με την άδεια του κράτους – μέλους καταγωγής της, τουλάχιστον τις επενδυτικές υπηρεσίες των εδαφίων α (ii) και β της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου. Εφόσον η Ε.Π.Ε.Υ. είναι καταγωγής κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός της Ελλάδας, θα πιστοποιείται με έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση, η λήψη της προβλεπόμενης στα άρθρα 13, 15 και 19 του παρόντος γνωστοποίησης από τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές του κράτους – μέλους καταγωγής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τηνπαρ.4α άρθρ.9 Ν.2843/2000,ΦΕΚΑ218/12.10.2000.
(β) Το δικαίωμα αλλοδαπής Ε.Π.Ε.Υ. που δεν είναι καταγωγής κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προσφέρει στην Ελλάδα τις επενδυτικές υπηρεσίες των εδαφίων α (ii) και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου σύμφωνα με άδεια που της έχει παράσχει η ΕπιτροπήΚεφαλαιαγοράς.
γ) Εφόσον πρόκειται για Ε.Π.Ε.Υ. που δεν είναι καταγωγής κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η νόμιμη εγκατάστασή της στην Ελλάδα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τηνπαρ.4γ άρθρ.9 Ν.2843/2000,ΦΕΚΑ218/12.10.2000.
(δ) Η συμμετοχή της Ε.Π.Ε.Υ. στο Συνεγγυηπκό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Συναλλαγών Μελών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, εκτός εάν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, καθώς και στο Επικουρικό Κεφάλαιο Υποστήριξης Εκκαθάρισης Χρηματιστηριακών Συναλλαγών. Τη μη υποχρέωση συμμετοχής της Ε.Π.Ε.Υ. στο Συνεγγυητικό θα πιστοποιεί με έγγραφό της προς το Χ.Α.Α. η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.(ε) Ο διορισμός χρηματιστηριακού εκπροσώπου της Ε.Π.Ε.Υ. για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές της στο Χ.Α.Α., ο οποίος να πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2-3 και 7-11 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α`).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 τουάρθρου 98 του Ν.2533/1997 (Α 228)
3.α. Με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο του Χ.Α.Α. δύναται να ορίζει τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων για την απόκτηση της ιδιότητας μέλους του τη μορφή και τα μέσα υποβολής δικαιολογητικών και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
β. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χ.Α.Α., δύναται να αποφασίζει την προσωρινή μέχρι ενός (1) μηνός αναστολή του δικαιώματος συμμετοχής μέλους σε συναλλαγές στο Χ.Α.Α. ή και τη διαγραφή Ε.Π.Ε.Υ. από μέλος του Χ.Α.Α., εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας μέλους από το πρόσωπο αυτό, ότι το μέλος δεν διαθέτει τα απαραίτητα για τη λειτουργία του τεχνικά και οικονομικά μέσα ή αν το μέλος υποπέσει σε σοβαρά παραπτώματα ως προς την τήρηση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων περί Κεφαλαιαγοράς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 τουάρθρου 98 του Ν.2533/1997 (Α 228)
4. Οι διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, με εξαίρεση την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1, ισχύουν και για τις αλλοδαπές Ε.Π.Ε.Υ. που εγκαθίστανται και λειτουργούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 16 του παρόντος νόμου, εφόσον αυτές έχουν καταστεί μέλη του Χ.Α.Α..
5. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999 ή προγενέστερη ημερομηνία που θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Χ.Α.Α., πιστωτικά ιδρύματα, ελληνικά ή αλλοδαπά, δεν δύνανται να είναι μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
6. Για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών διορίζουν εκπροσώπους τους, οι οποίοι ονομάζονται χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι. Οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 2, 3 και 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) εφαρμόζονται σε όλα τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.3 του άρθρου 98 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 19
Κατάλογος οργανωμένων αγορών
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει ετησίως κατάλογο των Χρηματιστηρίων Αξιών και των τυχόν υπαρχουσών εκάστοτε λοιπών οργανωμένων αγορών που λειτουργούν στην Ελλάδα, στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κινητές αξίες και τίτλοι χρηματαγοράς. Ο ανωτέρω κατάλογος και κάθε τροποποίηση του, καθώς και οι κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των αγορών αυτών και κάθε τροποποίηση τους κοινοποιούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις αρμόδιες αρχές των Κρατών-Μελών και προς την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 20
Απαγόρευση διενέργειας εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι διατάξεις της νομοθεσίας για την απαγόρευση διενέργειας εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών εφαρμόζονται επί εισηγμένων στο Ελληνικό Χρηματιστήριο κινητών αξιών.
2. Ε.Π.Ε.Υ., που δικαιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους-Μέλους καταγωγής και την άδεια λειτουργίας τους να διαπραγματεύονται εξωχρηματιστηριακώς κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές, λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και προσφέρουν στην Ελλάδα προς πώληση ή αγορά κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Ελλάδας ή άλλης χώρας, υποχρεούνται:
α) να θέτουν υπόψη των επενδυτών, στην ελληνική γλώσσα: ι) το τελευταίο ενημερωτικό δελτίο που κυκλοφόρησε για τις αξίες αυτές και ιι) τις εκάστοτε δύο τελευταίες εξαμηνιαίες καταστάσεις που δημοσιεύονται για τις εκδότριες των αξιών αυτών εταιρίες και
β) να ανακοινώνουν την πρόθεση τους να προσφέρουν προς αγορά ή πώληση τις πιο πάνω αξίες δέκα (10) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν αρχίσει η προσφορά. έχοντας υποβάλει εντός της ίδιας προθεσμίας το ενημερωτικό δελτίο και τις εξαμηνιαίες καταστάσεις της περίπτωσης α΄.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να τροποποιούνται, εξειδικεύονται ή συμπληρώνονται οι προϋποθέσεις για την εξωχρηματιστηριακή διαπραγμάτευση κινητών αξιών σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Άρθρο 21
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα δύνανται να παρέχουν, εντός ή εκτός Ελλάδας, τις υπηρεσίες του άρθρου 2 στοιχεία 1 και 2 και εν γένει να λειτουργούν ως Ε.Π.Ε.Υ. κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο 3, εφόσον έχουν λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2076/1992. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται επίσης να γίνονται μέλη οργανωμένης χρηματιστηριακής αγοράς, εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος παράσχει σχετική άδεια.
2. Για να χορηγηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αυτό πρέπει:
α) να διαθέτει την κατάλληλη οργάνωση και οργανωτική δομή, τα απαραίτητα τεχνικά και οικονομικά μέσα. και
β) τα πρόσωπα που θα διευθύνουν τις δραστηριότητες αυτές πρέπει να διακρίνονται από την απαραίτητη αξιοπιστία, πείρα, επαγγελματική ικανότητα και ήθος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει ιδίως εάν το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει:
α) ορθολογική διοικητική και τεχνικοοικονομική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφαλείας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των δεδομένων, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου των πράξεων που διενεργούν τα όργανα του πιστωτικού ιδρύματος και σύστημα λογιστικής καταχώρισης των διενεργούμενων πράξεων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων του πιστωτικού ιδρύματος για μία πενταετία τουλάχιστον,
β) οργάνωση και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την προστασία των τίτλων που ανήκουν σε πελάτες,
γ) διάρθρωση και οργάνωση που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των πελατών από τυχόν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των πελατών και του πιστωτικού ιδρύματος ή μεταξύ περισσότερων πελατών.
3. Πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα υποχρεούται να ενημερώνει τουλάχιστον ανά μήνα τους πελάτες του, των οποίων διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο, ως προς τις αγοραπωλησίες τίτλων, εφόσον έχουν γίνει πράξεις διαχειρίσεως, καθώς και την Τράπεζα της Ελλάδος, ανεξάρτητα από το αν έχουν γίνει πράξεις διαχειρίσεως, ως προς το σύνολο των υποχρεώσεων του έναντι πελατών του ως προς τα περιουσιακά στοιχεία τους που φυλάσσει ή διαχειρίζεται. Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να ορίζονται:
α) οι κανόνες διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και οι μηχανισμοί ελέγχου και ασφαλείας που πρέπει να τηρεί το πιστωτικό ίδρυμα που φυλάττει ως θεματοφύλακας τίτλους πελατών του ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο πελατών του, έτσι ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα των πελατών του και να αποτρέπεται η χρησιμοποίηση από το πιστωτικό ίδρυμα χρηματιστηριακών πραγμάτων των πελατών του για δικό του λογαριασμό,
β) τα στοιχεία που πρέπει να αποστέλλει σε κάθε πελάτη του το πιστωτικό ίδρυμα που φυλάσσει ως θεματοφύλακας τίτλους του ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο του προς ενημέρωση του,
γ) τα στοιχεία που παραδίδει το πιστωτικό ίδρυμα προς την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με τα χρηματιστηριακά πράγματα και κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που φυλάσσει ως θεματοφύλακας για λογαριασμό πελατών του και που διαχειρίζεται ως διαχειριστής χαρτοφυλακίου, καθώς και η διαδικασία και ο ακριβής τρόπος παράδοσης τους,
δ) κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια που σχετίζεται με την άσκηση της δραστηριότητας του θεματοφύλακα τίτλων και διαχειριστή χαρτοφυλακίου πελατών του και την τήρηση των κανόνων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 22
Εποπτεία
Για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και παρέχουν τις υπηρεσίες του άρθρου 2 στοιχεία 1 και 2 και εν γένει λειτουργούν και ως Ε.Π.Ε.Υ. κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο 3, ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 2076/1992 και της λοιπής τραπεζικής νομοθεσίας.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ
Άρθρο 23
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Η χρηματιστηριακή εταιρία είναι ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με κύριο σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Η ανώνυμη εταιρία μπορεί να παρέχει, επίσης, οποιαδήποτε κύρια ή παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος νόμου, εφόσον απαριθμείται στην άδειά της. Οι υφιστάμενες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες δικαιούνται να παρέχουν τις ακόλουθες υπηρεσίες :α. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παρ. 1 περίπτωση α` υποπεριπτώσεις (i) και (ii) και περίπτωση β` του ν. 2396/1996 ως προς ένα ή περισσότερα από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στην υποπερίπτωση (i) της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου.
β.Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παράγραφος 1 περίπτωση δ` του ν.2396/1996 ως προς την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις περί αναδοχής έκδοσης τίτλων κατά τις κείμενες διστάξεις.
γ. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παρ. 2 περίπτωση α του ν. 2396/1996.
δ. Τις υπηρεσίες του άρθρου 2 παρ. 2 περιπτώσεις ε` και στ` του ν. 2396/1996.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 16του Ν.2733/1999 (Α 155)
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 15 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Οι μετοχές της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας είναι ονομαστικές. Η μεταβίβαση τους για οποιαδήποτε νομική αιτία, με εξαίρεση την κληρονομική διαδοχή και τη γονική παροχή, χωρίς προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είναι άκυρη εφόσον με τη μεταβίβαση αποκτώνται μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 10%, 20%, του 33%, του 50% ή του 66% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία καθίσταται θυγατρική του αποκτώντος.
Για τη χορήγηση της άδειας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά την καταλληλότητα του αποκτώντος για τη διασφάλιση της χρήστης διαχείρισης της εταιρίας και με απόφαση της μπορεί να εξειδικεύει τα κριτήρια της χορήγησης της παραπάνω άδειας.
Κάθε μεταβίβαση μετοχών της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας για την οποία δεν απαιτείται άδεια γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία δικαιούται να ζητεί για μετόχους όσα στοιχεία θεωρεί απαραίτητα, εφόσον κρίνει ότι είναι δυνατό οι μέτοχοι αυτοί να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση της εταιρίας. Νομικά πρόσωπα πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν δύνανται να αποκτήσουν μετοχές ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιριών σε ποσοστά άνω του σαράντα τοις εκατό (40%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής. Εξαιρούνται οι μετοχές χρηματιστηρίων εταιριών που έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών.
Το ανωτέρω ποσοστό δεν δύνανται να υπερβούν συνολικά συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο οικονομικό όμιλο. Νομικά πρόσωπα που κατέχουν μετοχές σε υφιστάμενες ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες σε ποσοστό άνω του ανωτέρω οριζομένου υποχρεούνται να πωλήσουν το υπερβάλλον ποσοστό μετοχών το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995. Νομικά πρόσωπα που παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις των τριών παραπάνω εδαφίων υπόκεινται, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου κατά τις Γενικές Συνελεύσεις.
Εάν κατά τη χρήζουσα αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απόκτηση μετοχών σύμφωνα με το εδάφιο 2, αποκτών είναι Ε.Π.Ε.Υ. που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος – Μέλος ή μητρική επιχείρηση Ε.Π.Ε.Υ. που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος – Μέλος ή πρόσωπο που ελέγχει Ε.Π.Ε.Υ. που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος – Μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση της άδειας ζητεί τη γνώμη και της αρμόδιας αρχής του Κράτους – Μέλους καταγωγής της Ε.Π.Ε.Υ..
3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), που προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“Μέτοχος ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, που προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της έτσι ώστε με τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας να κατέρχεται των ποσοστών 10%, 20%, 33%, 50% ή 66% του μετοχικού της κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία παύσει να είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών.”
4. Στο άρθρο 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 9 και 10 που έχουν ως εξής:
“9. Οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες ανακοινώνουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβίβαση μετοχών, που εμπίπτει στις περιπτώσεις του εδαφίου 2 της παραγράφου 3 και της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου. Ομοίως ανακοινώνουν μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους τους μετόχους που κατείχαν ειδική συμμετοχή κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, καθώς και το ποσοστό αυτών των συμμετοχών και τις τυχόν διακυμάνσεις του κατά τη διάρκεια του έτους.
10. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των παραγράφων 3-9 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει στους παραβάτες πρόστιμο ύψους 100.000 έως 50.000.000 δραχμών. Το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.”
Άρθρο 24
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), τροποποιείται ως εξής:
“1. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε Τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας. καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία απαριθμεί τις κύριες και παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που θα δικαιούται να παρέχει η εταιρία. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά την οργάνωση και οργανωτική δομή της εταιρίας, τα τεχνικά και οικονομικά της μέσα, την αξιοπιστία, την πείρα, την επαγγελματική ικανότητα και το ήθος των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, καθώς και την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της.
Ειδικότερα, η χρηματιστηριακή εταιρία πρέπει να διαθέτει:
α) Ορθολογική διοικητική και τεχνικοοικονομική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφαλείας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των δεδομένων, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου των πράξεων που διενεργούν τα όργανα της εταιρίας και σύστημα λογιστικής καταχώρισης των διενεργούμενων πράξεων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων της εταιρίας για μία πενταετία τουλάχιστον.
β) Οργάνωση και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την προστασία των τίτλων και των χρημάτων που ανήκουν σε επενδυτές.
γ) Διάρθρωση και οργάνωση που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των πελατών της από τυχόν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και της εταιρίας ή μεταξύ των πελατών.
Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται τα παραπάνω κριτήρια.
Η αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από:
α) Πλήρες πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της χρηματιστηριακής εταιρίας, με ανάλυση του είδους των δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής της εταιρίας, παράθεση του σχετικού, προγραμματισμού για την προβλεπόμενη διαμόρφωση των οικονομικών μεγεθών της για τις δύο (2) προσεχείς οικονομικές χρήσεις και γνωστοποίηση δύο τουλάχιστον έμπειρων και αξιόπιστων προσώπων, που θα διευθύνουν τις δραστηριότητες της εταιρίας.
β) Σχέδιο καταστατικού της εταιρίας.
γ) Αντίγραφο ποινικού μητρώου, πιστοποιητικά περί μη πτωχεύσεως και βιογραφικό σημείωμα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών της εταιρίας και των μετόχων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία, καθώς και απαντήσεις των προσώπων αυτών επί του ερωτηματολογίου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζει με απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε περίπτωση που οι μέτοχοι με ειδική συμμετοχή είναι συνολικώς κύριοι ποσοστού κατώτερου του πενήντα ένα τοις εκατό (51%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από άλλους ιδρυτές, που καθορίζει με απόφαση της ή κατά περίπτωση. Εάν μέτοχοι που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην υπό έγκριση χρηματιστηριακή εταιρία είναι νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει τα φυσικά πρόσωπα που διοικούν τα παραπάνω νομικά πρόσωπα και τους κυρίους μετόχους ή εταίρους αυτών, δυνάμενη να ζητήσει τα πιο πάνω στοιχεία και για τη διοίκηση και τους κυρίους εταίρους και των τελευταίων νομικών προσώπων, μέχρι φυσικού προσώπου, εφόσον θεωρεί τούτο απαραίτητο για την κρίση της καταλληλότητας τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της μπορεί να συμπληρώνει ή να τροποποιεί τα στοιχεία που απαιτείται να υποβάλει η χρηματιστηριακή εταιρία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.
Προκειμένου περί χορηγήσεως άδειας λειτουργίας σε χρηματιστηριακή εταιρία, η οποία:
α) είναι θυγατρική άλλης Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικού ιδρύματος, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος-Μέλος, ή
β) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία ελέγχουν Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα που ήδη έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο Κράτος-Μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, ζητεί τη γνώμη των αρμόδιων αρχών του Κράτους-Μέλους καταγωγής της Ε.Π.Ε.Υ. ή του πιστωτικού ιδρύματος.
2. Στην παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται εδάφια 2-4 ως εξής:
“Στην περίπτωση αυτή, μαζί με τα άλλα δικαιολογητικά, θα πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των τριών (3) τελευταίων χρήσεων της εταιρίας, μαζί με τα πιστοποιητικά ελέγχου των καταστάσεων αυτών από ορκωτό ελεγκτή. Εάν η εταιρία λειτουργεί για χρονικό διάστημα μικρότερο από τρία (3) έτη, υποβάλλει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των ετών λειτουργίας της, ελεγμένες από ορκωτό ελεγκτή.Δεν χορηγείται άδεια λειτουργίας για τη μετατροπή σε ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία ανώνυμης εταιρίας, της οποίας η λειτουργία είναι μικρότερη των δύο (2) ετών.”
3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα αλλοδαπής χρηματιστηριακής εταιρίας που δεν εδρεύει σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται και άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τη χορήγηση της οποίας συνεκτιμώνται τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1».
4. Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας στις εξής περιπτώσεις: α) εάν κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν σε απόρριψη της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας, β) εάν η χρηματιστηριακή εταιρία δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 έως και 38 του νόμου “Επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άυλες μετοχές” για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, γ) εάν η χρηματιστηριακή εταιρία έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας. που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς και δ) εάν η χρηματιστηριακή εταιρία δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στη χρηματιστηριακή εταιρία τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και της γνωστοποιεί την απόφαση που έχει λάβει να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας, εάν η χρηματιστηριακή εταιρία δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός προθεσμίας που της τάσσει, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της χρηματιστηριακής εταιρίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.”
5. Στο άρθρο 4 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 8, που έχει ως εξής:
“8. Για την τροποποίηση του σκοπού ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της απαιτείται τροποποίηση της άδειας λειτουργίας που έχει χορηγήσει στην ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για την έγκριση της τροποποίησης της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου”.
Άρθρο 25
Η παρ. 2 του άρθρου 71 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
“2. Μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, το οποίο προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα ή οποιασδήποτε άλλης μορφής γραφείο αντιπροσώπευσης στην Ελλάδα, γνωστοποιεί την πρόθεση του αυτή στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναγράφοντας:
α) Τη διεύθυνση του υποκαταστήματος αυτού.
β) Το πρόσωπο που θα διευθύνει το υποκατάστημα ή το γραφείο αντιπροσώπευσης. Το πρόσωπο αυτό πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις διορισμού αντικρυστή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), και επιπλέον να είναι πτυχιούχος ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή Τ.Ε.Ι. ή ισότιμης σχολής της αλλοδαπής.
γ) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος στο οποίο θα περιγράφονται μεταξύ των άλλων το είδος των εργασιών τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή. Το υποκατάστημα πρέπει να είναι κατάλληλα εξοπλισμένο, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής επικοινωνία με τα γραφεία της χρηματιστηριακής εταιρίας στην έδρα της και το Χρηματιστήριο Αξιών και να είναι δυνατή η συνεχής και υπεύθυνη πληροφόρηση των επενδυτών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με απόφαση της που κοινοποιείται στη χρηματιστηριακή εταιρία, απαγορεύει την ίδρυση του υποκαταστήματος ή του γραφείου αντιπροσώπευσης αν δεν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή αν κρίνει ότι δεν είναι ικανοποιητική η διοικητική οργάνωση και η χρηματοπιστωτική κατάσταση της χρηματιστηριακής εταιρίας, εντός χρονικού διαστήματος ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως.
Μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών μπορεί να δέχεται εντολές προς εκτέλεση συναλλαγών μέσω επιχειρήσεων που ενεργούν ως αντιπρόσωποι του, εφόσον το μέλος ευθύνεται .εις ολόκληρον με τις επιχειρήσεις αυτές για τις πράξεις των τελευταίων. Οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να διευθύνονται από πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις διορισμού αντικρυστή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), και επιπλέον είναι πτυχιούχος ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή Τ.Ε.Ι. ή ισότιμης σχολής της αλλοδαπής. Για την έναρξη λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών απαιτείται άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία εξετάζει τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να ορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο της μεταξύ των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής και των μελών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών συμβάσεως, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η εις ολόκληρον ευθύνη των μελών του Χρηματιστηρίου, καθώς και της δηλώσεως που πρέπει να υποβάλει το μέλος του Χρηματιστηρίου στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αναγνώριση της εις ολόκληρον ευθύνης του.”
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 26
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Χρηματιστηριακός εκπρόσωπος διορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς:
α. Όποιος έχει διατελέσει χρηματιστής στο Χ.Α.Α. με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄).
β. Αυτός που επιτυγχάνει σε ειδικές εξετάσεις που διεξάγονται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 10, εφόσον έχει τα προσόντα που προβλέπονται από την παρ. 3 του ίδιου άρθρου.
γ. Υπήκοοι Κρατών – Μελών που επιτυγχάνουν στις εξετάσεις του ανωτέρω εδαφίου β΄.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑ ΑΞΙΩΝ
Άρθρο 27
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 13 και 15, οι υπό στοιχεία α` (ίί) και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 κύριες επενδυτικές υπηρεσίες επιτρέπεται να παρέχονται στο Χ.Α.Α, στο Χ.Π.Α. ή σε άλλη οργανωμένη αγορά που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα κατ` επάγγελμα μόνο από Ε.Π.Ε.Υ., συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που είναι μέλη της αντίστοιχης οργανωμένης αγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 28 Ν.2836/2000,ΦΕΚΑ 168/24.7.2000.
2. Τις κύριες επενδυτικές υπηρεσίες υπό στοιχεία α΄ (ί), γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, δύνανται επίσης να παρέχουν κατ΄ επάγγελμα και οι Ε.Π.Ε.Υ. που δεν είναι μέλη του Χ.Α.Α.. Οι εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ., υπό την επιφύλαξη της χορήγησης άδειας λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου, δύνανται να ασκούν δραστηριότητες, οι οποίες συνίστανται, ενδεικτικώς: α) στην παραγωγή χρηματιστηριακών εργασιών και την εν γένει διαμεσολάβηση μεταξύ επενδυτών πελατών τους και Ε.Π.Ε.Υ. που εκτελούν εντολές για αγοραπωλησία τίτλων ή διαπραγματεύονται τίτλους για ίδιο λογαριασμό, β) στην αγορά και πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων για ίδιο λογαριασμό μέσω μελών του Χ.Α.Α. ή Ε.Π.Ε.Υ. που διαπραγματεύονται τίτλους για ίδιο λογαριασμό, όπως η κατάρτιση συναλλαγών με τις χρηματιστηριακές εταιρίες του άρθρου 23 του Ν. 1806/1988 στο πλαίσιο εκτός κύκλου συναλλαγών, γ) στη διαχείριση χαρτοφυλακίου πελατών τους και δ) στην παροχή υπηρεσιών αναδόχου έκδοσης τίτλων, εφόσον πληρούν τις κείμενες διατάξεις περί αναδοχής εκδόσεως τίτλων.
3. Τις παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες της περίπτ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος δύνανται να παρέχουν οι Ε.Π.Ε.Υ. των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2.
4. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας για Ε.Π.Ε.Υ., μόνο εφόσον αυτές παρέχουν μία τουλάχιστον κύρια επενδυτική υπηρεσία.
5. Με απόφασή της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις ως προς την παροχή από Ε.Π.Ε.Υ. οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης επενδυτικής υπηρεσίας.
Σημ.: όπως η παρ.5 προστέθηκε με την παρ.6 του άρθρου 98 του Ν.2533/1997(Α 228)
Άρθρο 28
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι Ε.Π.Ε.Υ. του άρθρου 27 παρ. 2 λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρίες. Το μετοχικό τους κεφάλαιο έχει ελάχιστο ύψος διακόσια εκατομμύρια (200.000.000) δραχμές. Για την παροχή υπηρεσιών αναδόχου έκδοσης τίτλων το μετοχικό κεφάλαιο των Ε.Π.Ε.Υ. αυτών έχει ελάχιστο ύψος ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δραχμές. Τα ανωτέρω όρια μετοχικού κεφαλαίου δύνανται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για την καταβολή του κεφαλαίου ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988.
2. Οι μετοχές των Ε.Π.Ε.Υ. της παρ. 2 του άρθρου 27 είναι ονομαστικές. Για τη μεταβίβαση τους ισχύουν οι διατάξεις των παρ. 3, 8 και 9 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988.
3. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει στους παραβάτες πρόστιμο ύψους 100.000 έως 50.000.000 δραχμών. Το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 29
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης Ε.Π.Ε.Υ. της παρ.2 του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία απαριθμεί τις κύριες και παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που θα δικαιούται να παρέχει η εταιρία. Για τη χορήγηση της άδειας ισχύουν οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988.
2. Οι Ε.Π.Ε.Υ. της παρ. 2 του άρθρου 27 του παρόντος νόμου πρέπει να αναγράφουν σε κάθε δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση τον αριθμό άδειας λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5 και 8 του άρθρου 4 και του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1806/1988 εφαρμόζονται και στις Ε.Π.Ε.Υ. της παρ. 2 του άρθρου 27.
4.`Οταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ μιας υπό σύσταση Εταιρίας Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) της παρ. 2 του άρθρου 27 του παρόντος νόμου ή μιας υπό σύσταση χρηματιστηριακής εταιρείας του άρθρου 23 του ιδίου νόμου και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας στις εν λόγω εταιρείες εάν οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτικής της λειτουργίας.
Εάν οι νομοθετικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η υπό σύσταση ΕΠΕΥ ή χρηματιστηριακή εταιρεία έχουν στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτικής λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγορά δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας στις εν λόγω Εταιρείες. Επίσης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας στις εν λόγω εταιρίες εάν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτικής της λειτουργίας παρεμποδίζουν και δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των ιδίων διατάξεων.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τις ΕΠΕΥ και τις χρηματιστηριακές εταιρείες να της παρέχουν τις πληροφορίες που ζητεί ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.”
Σημ.: όπως η παρ.4 προστέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 2 του Π.Δ.258/1997(Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)
Άρθρο 30
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ.2 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005 και στη συνέχεια ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι επιχειρήσεις της περίπτωσης θ` της παρ. 1 του άρθρου 3 επιτρέπεται να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως “Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης” και στο διακριτικό τους τίτλο ως “Α.Ε.Ε.Δ.”.
2. Οι Α.Ε.Ε.Δ. επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι Α.Ε.Ε.Δ. μπορούν επιπρόσθετα να παρέχουν και επενδυτικές συμβουλές που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων.
3. Το Μετοχικό κεφάλαιο των Α.Ε.Ε.Δ. δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο των εκατό χιλιάδων ευρώ. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται
4. Οι μετοχές των Α.Ε.Ε.Δ. είναι ονομαστικές.
5. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις τουκ.ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις εταιρίες του παρόντοςάρθρου από ορκωτό ελεγκτή.
6. Οι Α.Ε.Ε.Δ. γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.
7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαιούται να ελέγχει τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν οι Α.Ε.Ε.Δ., οι οποίες υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στα όργανα που ενεργούν με εντολή της τον έλεγχο σε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου.
8. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν και εκδίδουν οι Α.Ε.Ε.Δ. σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν, το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο τεχνικό ζήτημα και αναγκαία λεπτομέρεια.
9.Οι διατάξεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του νόμου αυτού Κώδικα Δεοντολογίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις επιβολής κυρώσεων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως και στις Α.Ε.Ε.Δ..
10. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, εάν διαπιστωθεί ότι οι Α.Ε.Ε.Δ. παραβιάζουν τις διατάξεις της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά ή θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράςδύναται να επιβάλει στις εταιρίες αυτές πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ, το οποίο, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της νομοθεσίας καθ` υποτροπήν, μπορεί να ανέλθει μέχρι διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 30α
Χορήγηση άδειας λειτουργίας και κανόνες Εποπτείας των Α.Ε.Ε.Δ.
1. Οι Α.Ε.Ε.Δ. δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους.
2. Οι Α.Ε.Ε.Δ. επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 30 μόνο στις εξής επιχειρήσεις σε:
α) Ε.Π.Ε. Υ. που εδρεύουν σε κράτος μέλος.
β) Πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος μέλος.
γ) Υποκαταστήματα Ε.Π.Ε. Υ. ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος μέλος, εφόσον οι εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ. ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής Εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική Εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους.
δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό σύμφωνα με το ν. 3283/2004.
3. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης Α.Ε.Ε.Δ. ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε Α.Ε.Ε.Δ. πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει:
α) αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 30 και των προηγούμενων παραγράφων αυτού του άρθρου,
β) την επάρκεια της οργάνωσης, της οργανωτικής δομής και των τεχνικών και οικονομικών μέσων της εταιρίας,
γ) την αξιοπιστία, την πείρα, την επαγγελματική ικανότητα και το ήθος τουλάχιστον δύο προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, καθώς και
δ) την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία για τη διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισής της.
Ως προς την οργάνωση της εταιρίας, την οργανωτική της δομή και τα τεχνικά της μέσα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει ιδίως αν η εταιρία, αναλόγως των δραστηριοτήτων που πρόκειται να ασκήσει, διαθέτει:
α) Ορθολογική διοικητική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των δεδομένων, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που περιλαμβάνουν κανόνες για τις πράξεις που διενεργούν τα όργανα και οι υπάλληλοι της εταιρίας, και σύστημα λογιστικής καταχώρισης των διενεργούμενων πράξεων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων της εταιρίας και της τήρησης κανόνων προληπτικής Εποπτείας για μία πενταετία τουλάχιστον.
β) Ορθολογική οργανωτική διάρθρωση που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των πελατών της από τυχόν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και της εταιρίας ή μεταξύ των πελατών, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου και να ρυθμίζονται θέματα πού έχουν σχέση με την υποβαλλόμενη κατά την παράγραφο 5 αίτηση.
5. Η αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από:
α) Πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της εταιρίας, με ανάλυση του είδους των δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής της.
β) Γνωστοποίηση δύο τουλάχιστον στελεχών που διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας για λήψη και διαβίβαση εντολών ή και παροχή συμβουλών βάσει των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2836/2000 αναλόγως των υπηρεσιών που θα παρέχει η Α.Ε.Ε.Δ..
γ) Σχέδιο καταστατικού ή, προκειμένου περί υφισταμένων εταιριών, αντίγραφοτου υπάρχοντος καταστατικού, με σχέδιο των υπό τροποποίηση διατάξεών του.
δ) Αντίγραφο ποινικού μητρώου, πιστοποιητικά περί μη πτωχεύσεως και βιογραφικό σημείωμα των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών και των μετόχων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία, καθώς και απαντήσεις των προσώπων αυτών επί ερωτηματολογίου που επιτρέπει τη μόρφωση γνώμης ως προς τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 3 στοιχεία, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζει με απόφασή της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν μέτοχοι που κατέχουν ειδική συμμετοχή είναι νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από τα φυσικά πρόσωπα που τα διοικούν, καθώς και από τους μετόχους με ειδική συμμετοχή, φθάνοντας μέχρι φυσικών προσώπων. Όταν αυτό είναι απαραίτητο για να κριθεί η καταλληλότητα των προσώπων που ελέγχουν την εταιρία, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από άλλους μετόχους που καθορίζει με απόφασή της κατά τρόπο γενικό ή σε συγκεκριμένη περίπτωση. ε) Προκειμένου περί υφισταμένων εταιριών, αντίγραφο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της αμέσως προηγούμενης χρήσης, ελεγμένων από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιευμένων, από τις οποίες να προκύπτει ότι τα ίδια κεφάλαια των εταιριών αυτών ανέρχονται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες ευρώ.
6. Προκειμένου να κρίνει τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφασή της κατά τρόπο γενικό ή σε συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να απαιτεί την υποβολή και άλλων στοιχείων.
7. Στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η Α.Ε.Ε.Δ..
8. Για κάθε τροποποίηση καταστατικού Α.Ε.Ε.Δ. απαιτείται προηγουμένως έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
9. Σε περίπτωση μεταβολής μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε.Ε.Δ. ή των διευθυντικών της στελεχών, η Α.Ε.Ε.Δ. υποβάλλει για τα νέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αμέσως μετά την εκλογή τους, και για τα διευθυντικά στελέχη, αμέσως μετά το διορισμό τους, τα στοιχεία που προβλέπονται στην περίπτωση δ` της παραγράφου 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει την καταλληλότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή των διευθυντικών στελεχών, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ` της παραγράφου5.
10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κρίνοντας βάσει της αξιοπιστίας, καταλληλότητας και επαγγελματικής εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών και μετόχων Α.Ε.Ε.Δ. που κατέχουν ειδική συμμετοχή αναλόγως της θέσεως εκάστου, να απαιτήσει την απομάκρυνση των προσώπων από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε.Ε.Δ., την απομάκρυνση των διευθυντικών στελεχών, τη συμπλήρωση της στελέχωσης της εταιρίας ή και τη μείωση της συμμετοχής στην εταιρία μετόχου που κατέχει ειδική συμμετοχή, εφόσον κρίνει ότι τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση των συμφερόντων των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της Α.E.E.Δ., καθώς και της κεφαλαιαγοράς. Αν η Α.Ε.Ε.Δ. δεν συμμορφωθεί εντός ευλόγου χρόνου στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία δύναται, πέραν της επιβολής των κυρώσεων της παραγράφου 9 του άρθρου 30, να λάβει και τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 30β και 30γ.
11. Μέτοχος Α.Ε.Ε.Δ. ο οποίος προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, έτσιώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο Μετοχικό κεφάλαιο να κατέρχεται των ορίων του 1/10, του 1/5, του 1/3, του 1/2 ή των 2/3 τουμετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία παύσεινα είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών. Επίσης, όποιος προτίθεται να αγοράσει μετοχές Α.Ε.Ε.Δ., έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο Μετοχικό κεφάλαιο να φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του 1/10, του 1/5, του 1/3, του 1/2 ή των 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία πρόκειται να καταστεί θυγατρική του αποκτώντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την αγορά των μετοχών, υποβάλλοντας σε αυτή τα στοιχεία που προβλέπονται στην περίπτωση δ` της παραγράφου 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει την καταλληλότητα του αποκτώντος, με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ` της παραγράφου 5 και μπορεί να απαγορεύσει τη μεταβίβαση εφόσον κρίνει ότι τίθεται σε κίνδυνο η χρηστή διαχείριση της Α.Ε.Ε.Δ..
Άρθρο 30β
Ανάκληση άδειας λειτουργίας
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας Α.Ε.Ε.Δ. στιςεξής περιπτώσεις:
α) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάσητις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,
β) εάν η Α.Ε.Ε.Δ. έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις διατάξεων της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά, που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς,
γ) εάν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων Α.Ε.Ε.Δ. σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της είναι μικρότερο των πενήντα χιλιάδων ευρώ, ή
δ) εάν η Α.Ε.Ε.Δ. δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έξι μηνών απότην ημερομηνία χορήγησής της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες γιασυνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Α.Ε.Ε.Δ. τις ελλείψεις ή παραβάσεις που έχει διαπιστώσει και την καλεί μέσα σε προθεσμία τουλάχιστον δέκα ημερών από τη γνωστοποίηση να παράσχει εξηγήσεις και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να λάβειτα κατάλληλα μέτρα. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη τις απόψεις της Α.Ε.Ε.Δ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.
3. Εάν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας Α.Ε.Ε.Δ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράςενημερώνει την αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920,εποπτεύουσα αρχή, η οποία ανακαλεί την άδεια συστάσεως της εταιρίας εντόςμηνός από της κοινοποιήσεως σε αυτήν της απόφασης της ΕπιτροπήςΚεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 30γ
Προσωρινή Αναστολή Άδειας Λειτουργίας
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδειαλειτουργίας Α.Ε.Ε.Δ., όταν διαπιστώνει ότι αυτή παραβιάζει τη νομοθεσία τηςκεφαλαιαγοράς έτσι ώστε η λειτουργία της να δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους γιατους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσεςπεριπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή τηςΕπιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται από την αμέσωςεπόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δενμπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειαςλειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην Α.Ε.Ε.Δ.σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτραγια την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.
2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσωςεκτελεστή και γνωστοποιείται στην Α.Ε.Ε.Δ. με κάθε πρόσφορο μέσο. Περίληψητης αποφάσεως δημοσιεύεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου. Τοαργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τιςθέσεις της εταιρίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση τηςαναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Δ.. Σεεξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της Α.Ε.Ε.Δ., ηαναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε ημέρες κατ`ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.
3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Δ.εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 8 του άρθρου 7 του ν. 2836/2000.
Άρθρο 30δ
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
1. Η Ανώνυμη Εταιρεία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.) που προτίθεταινα ιδρύσει υποκατάστημα εντός Ελλάδας γνωστοποιεί την πρόθεσή της στηνΕπιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέροντας τα εξής στοιχεία:
α) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος, στο οποίο πρέπει ναπεριγράφονται το είδος των εργασιών, τις οποίες προτίθεται να ασκήσει μέσωαυτού.
β) Την οργανωτική και λειτουργική υποδομή του υποκαταστήματος για την άσκησητων δραστηριοτήτων του.
γ) Το πρόσωπο που θα διευθύνει το υποκατάστημα.
2. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, η ΕπιτροπήΚεφαλαιαγοράς εγκρίνει την ίδρυση του υποκαταστήματος. Σε περίπτωση μεταβολήςτου περιεχομένου των στοιχείων της γνωστοποίησής της, η Α.Ε.Ε.Δ. οφείλει ναγνωστοποιήσει εγγράφως τη μεταβολή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν ημεταβολή λάβει χώρα, προκειμένου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εγκρίνει τηλειτουργία του υποκαταστήματός της βάσει των νέων στοιχείων.
Άρθρο 31
Οι Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργούν σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 27. οι επιχειρήσεις του εδαφίου θ΄ της παρ.1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, καθώς και όλες οι επιχειρήσεις που παρέχουν κύριες επενδυτικές υπηρεσίες, υποχρεούνται να συμμορφωθούν στις διατάξεις του παρόντος νόμου εντός εξαμήνου από της ενάρξεως της ισχύος του, με την επιφύλαξη της παρ.4 του άρθρου 14 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄).
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από1.11.2007 με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Άρθρο 32
Κάλυψη κινδύνων – Υποχρέωση συμμόρφωσης προς κεφαλαιακές απαιτήσεις
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
1. Τα ιδρύματα οφείλουν σε ημερήσια βάση να διατηρούν ίδια κεφάλαια ικανά να ανταποκριθούν στη σωρευτική κάλυψη των παρακάτω κεφαλαιακών απαιτήσεων:
α) αυτών που υπολογίζονται για την κάλυψη του κινδύνου θέσεως σύμφωνα με το άρθρο 35 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 378 του παρόντος νόμου, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
β) αυτών που υπολογίζονται για την κάλυψη του κινδύνου διακανονισμού – αντισυμβαλλόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος νόμου, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
γ) αυτών που υπολογίζονται για την κάλυψη του κινδύνου από ανοικτές συναλλαγματικές θέσεις και του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα, σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 37Α αντίστοιχα του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 37β του παρόντος νόμου, βάσει του συνόλου των δραστηριοτήτων τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.δ) αυτών που υπολογίζονται για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
ε) αυτών που προβλέπονται από την Π.Δ./Τ.Ε.2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α`), η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και για τις Ε.Π.Ε.Υ. (με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς), βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών, εκτός εκείνων που προέρχονται από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και των μη ρευστοποιήσιμων στοιχείων του ενεργητικού, όπως περιγράφονται στην παρ. 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου, με την προϋπόθεση ότι αυτά αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τον εναλλακτικό ορισμό ιδίων κεφαλαίων της παρ. 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου,
στ) αυτών που αναλογούν σε τυχόν συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στο Πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου και της Π.Δ.Τ.Ε. 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α`), αλλά ενέχουν κινδύνους παρόμοιους με αυτούς που καλύπτονται από τον παρόντα νόμο και την Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992.
2. Ανεξαρτήτως του ποσού των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στα σημεία α) έως και στ), τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια των Ε.Π.Ε.Υ. δεν μπορεί να είναι κατώτερα από το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους του προηγούμενου έτους.
Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων της Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Εάν η Ε.Π.Ε.Υ. δεν έχει ασκήσει ακόμη τις δραστηριότητες της κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, περιλαμβανομένης της ημέρας έναρξης των δραστηριοτήτων της, τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια της δεν μπορεί να είναι κατώτερα από το ένα τέταρτο των προβλεπόμενων στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της παγίων εξόδων, εκτός εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτήσει την αναπροσαρμογή αυτού του προγράμματος.
3. Στην περίπτωση όπου τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων δεν είναι ικανά να ανταποκριθούν σε ημερήσια βάση στη σωρευτική κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων της παρ.1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μεριμνούν ώστε το οικείο ίδρυμα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να επανορθώσει την κατάσταση το ταχύτερο δυνατόν.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ιδρύματος, για μεν τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), για δε τις Ε.Π.Ε.Υ. οι κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.
4. Τα Πιστωτικά Ιδρύματα και οι Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται να υποβάλλουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσης τους με τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
Τα Πιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην Τράπεζα της Ελλάδος στοιχεία, το πλαίσιο και το περιεχόμενο των οποίων θα καθορίζεται από αυτήν.
Οι Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στοιχεία, το πλαίσιο και το περιεχόμενο των οποίων θα καθορίζεται από αυτή, ως εξής:
α) τουλάχιστον μια φορά το μήνα οι Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία 1 δ΄ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου,
β) τουλάχιστον κάθε τρεις (3) μήνες οι Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες 1α΄, 1β΄ και 1γ΄ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, και
γ) τουλάχιστον κάθε έξι (6) μήνες οι Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες 1 α΄ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου. Κατά παρέκκλιση, οι Ε.Π.Ε.Υ. που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α) και β) υποχρεούνται να υποβάλλουν τα στοιχεία κάθε έξι (6) μήνες, εφόσον αυτά είναι σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζει συχνότερα διαστήματα υποβολής των ανωτέρω στοιχείων.
5. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν οποτεδήποτε τον έλεγχο συμμόρφωσης τους προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Για το σκοπό αυτόν εκδίδουν πράξεις – αποφάσεις ως προς τον καθορισμό των λεπτομερειών και όρων εφαρμογής των ανωτέρω ελέγχων.
Τα ιδρύματα υποχρεούνται να διαθέτουν αξιόπιστα και αποτελεσματικά συστήματα διοικητικής πληροφόρησης, ώστε: α) να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να υπολογίζουν με εύλογη ακρίβεια την οικονομική κατάσταση του ιδρύματος και β) να παρακολουθούν και να ελέγχουν το ύψος του κινδύνου από μεταβολές επιτοκίων επί του συνόλου των δραστηριοτήτων τους.
Η επάρκεια των ανωτέρω συστημάτων αποτελεί αντικείμενο εποπτείας των αρμόδιων αρχών.Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να τους αναφέρουν αμέσως οποιαδήποτε περίπτωση, όπου οι αντισυμβαλλόμενοι τους σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και αγοράς και επαναπώλησης ή συναλλαγές δανειοληψίας και δανειοδοσίας, δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω συναλλαγές ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεων τους.
Άρθρο 33
Παρακολούθηση και έλεγχος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
1. Ο υπολογισμός των ανώτατων ορίων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, η διαδικασία γνωστοποίησης τους στην Τράπεζα της Ελλάδος και η εποπτεία τους, διέπονται από τις διατάξεις της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/16.9.1993 (ΦΕΚ 198 Α΄), όπως ισχύει, εφαρμοζομένων αναλόγως και στις Ε.Π.Ε.Υ. με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Εφόσον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα προς πελάτες ή ομάδες συνδεδεμένων πελατών, σύμφωνα με τις διατάξεις της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/16.9.1993, με τις κατωτέρω τροποποιήσεις:
α) Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα προς έναν πελάτη που προκύπτουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, υπολογίζονται ως άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:
(i) της θετικής και μόνο υπέρβασης των θετικών έναντι των αρνητικών θέσεων του ιδρύματος σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον ίδιο πελάτη, η καθαρή θέση των οποίων προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κινδύνου θέσης του παρόντος νόμου,
(ii) σε περίπτωση αναδοχής (underwriting) χρεωστικών τίτλων ή μετοχών, το χρηματοδοτικό άνοιγμα του πιστωτικού ιδρύματος είναι η καθαρή θέση που προκύπτει αν αφαιρεθούν οι θέσεις αναδοχής ή υπό αναδοχής τρίτων με νομότυπη συμφωνία, σταθμισμένη με την εφαρμογή συντελεστών μείωσης, όπως αυτοί καθιερώνονται με την παράγραφο 14 β΄ του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.Τα ιδρύματα υποχρεούνται να εισάγουν συστήματα ελέγχου και παρακολούθησης των ανοιγμάτων τους από εργασίες αναδοχής εκδόσεων, από τη στιγμή της συμβατικής ανάληψης αυτής της υποχρέωσης μέχρι την πρώτη εργάσιμη ημέρα διάθεσης των τίτλων για την πρόληψη των κινδύνων που πηγάζουν από τις εν λόγω αγορές,
(iii) των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που οφείλονται σε συναλλαγές, συμφωνίες και συμβάσεις του ίδιου πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 36 του παρόντος νόμου, για τους κινδύνους διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και τα οποία υπολογίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, χωρίς την εφαρμογή των σχετικών συντελεστών στάθμισης για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου.
β) Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών προς ομάδες συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται με άθροισμα των επί μέρους χρηματοδοτικών ανοιγμάτων προς συγκεκριμένους πελάτες μέσα στην ομάδα, όπως προβλέπεται στην προηγουμένη παράγραφο α΄.
γ) Το συνολικό χρηματοδοτικό άνοιγμα του ιδρύματος προς έναν πελάτη ή μία ομάδα συνδεδεμένων πελατών υπολογίζεται ως άθροισμα των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προκύπτουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και εκείνων που προκύπτουν εκτός αυτού, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του κεφαλαίου Ε΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/16.9.1993.
Για τον υπολογισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα υπολογίζουν ως μηδενικό το χρηματοδοτικό άνοιγμα που προκύπτει από τα στοιχεία του ενεργητικού που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια τους, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου.
Τα ανωτέρω συνολικά χρηματοδοτικά ανοίγματα γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Γ της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993 ή, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
δ) Το άθροισμα των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων προς έναν πελάτη ή μία ομάδα συνδεδεμένων πελατών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που προσδιορίζονται στο Κεφάλαιο Δ΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993 με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ΄ της ίδιας Π.Δ./Τ.Ε..
ε) Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι Ε.Π.Ε.Υ., αναγνωρισμένων Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών και αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού, καθώς και σε συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, ανεξαρτήτως της διάρκειας τους, εφόσον τα ως άνω στοιχεία δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των Ε.Π.Ε.Υ., να σταθμίζονται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).
3. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται με γενικές ή ειδικές αποφάσεις τους να επιτρέπουν την υπέρβαση των ορίων του Κεφ. Δ΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993, εφόσον πληρούνται αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών χρηματοδοτικό άνοιγμα σ΄ έναν πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993. υπολογιζόμενο σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, όπως αυτά ορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄), ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.
β) Η υπέρβαση σε σχέση με τα όρια που καθορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2246/93 Κεφ. Δ΄ παρ. 1α΄ και β΄ αντιμετωπίζεται με πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση. Ο υπολογισμός της απαίτησης αυτής βασίζεται στις συνιστώσες του συνολικού χρηματοδοτικού ανοίγματος από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών προς έναν πελάτη ή ομάδα πελατών, στις οποίες εφαρμόζονται οι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες απαιτήσεις από τα άρθρα 35 ή/και 36 για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου και των οποίων το σύνολο ισούται με το ποσό της υπέρβασης που αναφέρεται στο παραπάνω σημείο α΄. Εφόσον η υπέρβαση αυτή διήρκεσε μέχρι δέκα (10) ημέρες, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται με το διακόσια τοις εκατό (200%) των απαιτήσεων που προβλέπονται για τις προαναφερόμενες συνιστώσες. Σε περίπτωση που η υπέρβαση διήρκεσε περισσότερο από δέκα (10) ημέρες, οι προαναφερόμενες συνιστώσες κατανέμονται στην αντίστοιχη σειρά της στήλης 1 του παρακάτω πίνακα κατ΄ αύξουσα τάξη των απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου των άρθρων 35 ή/και 36. Το ίδρυμα τότε αντιμετωπίζει την υπέρβαση αυτή με πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το άθροισμα των απαιτήσεων του ειδικού κινδύνου των άρθρων 35 ή/και 36 γι΄ αυτές τις συνιστώσες επί τον αντίστοιχο συντελεστή που αναγράφεται στη δεύτερη στήλη του ίδιου πίνακα.
Υπέρβαση των ορίων (βάσει του ποσοστού ιδίων κεφαλαίων)
Συντελεστές
(1)
(2)
των ιδίων
`Ανοιγμα έως 40%
Κεφαλαίων
200%
`Ανοιγμα μεταξύ 40% – 60%
«
300%
`Ανοιγμα μεταξύ 60% – 80%
«
400%
`Ανοιγμα μεταξύ 80% – 100%
«
500%
`Ανοιγμα μεταξύ 100% – 250%
«
600%
`Ανοιγμα άνω του 250%
«
900%
γ) Σε περίπτωση παρέλευσης μέχρι δέκα (10) ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για το συγκεκριμένο πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το πεντακόσια τοις εκατό (500%) των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
δ) Το σύνολο των υπερβάσεων που διαρκούν περισσότερο από δέκα (10) ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνει
συνολικά το εξακόσια τοις εκατό (600%) των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
ε) Κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, των ορίων που ορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993 Κεφ. Δ΄ παρ. 1α΄ και β΄, αναφέροντας το όνομα του συγκεκριμένου πελάτη ή ομάδας πελατών και το ποσό της υπέρβασης.
4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2, περιπτώσεις β΄ και γ΄, και 3 του παρόντος άρθρου τα ιδρύματα με τη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων αρχών μπορούν να χρησιμοποιούν το διαζευκτικό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων, όπως προσδιορίζεται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις των κεφαλαίων Γ΄ και Δ΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993 για τα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ανοίγματα, χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992.
5. Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν ειδικές διαδικασίες, ενημερώνοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να εμποδίζονται τα ιδρύματα να μεταφέρουν προσωρινά, μέσω εικονικών συναλλαγών, τα ανοίγματα τους σε άλλη εταιρία που ανήκει στον ίδιο όμιλο ή όχι, ώστε να κλείνουν το άνοιγμα των δέκα (10) ημερών και να δημιουργήσουν άλλο, με σκοπό να αποφεύγουν τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως θα προέκυπταν, λόγω της υπέρβασης των ορίων της Π.Δ./Τ.Ε. 2246/1993 παρ. 1α΄ και β΄. Τα ιδρύματα οφείλουν να ανακοινώνουν αμέσως στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, οποιαδήποτε μεταφορά που θα είχε το προαναφερόμενο αποτέλεσμα και να διατηρούν τα αναγκαία για το σκοπό αυτόν συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
Άρθρο 34
Εποπτεία ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση, προϋποθέσεις εξαίρεσης από την ενοποιημένη εποπτεία, υπολογισμός ενοποιημένων απαιτήσεων
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
1. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των κινδύνων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπως αυτές επιβάλλονται από τα άρθρα 32 και 33 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄) και του παρόντος άρθρου:
α) για τα ιδρύματα τα οποία έχουν ως θυγατρική επιχείρηση τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα, όπως προκύπτει από το Π.Δ. 267/1995, μία Ε.Π.Ε.Υ. ή άλλο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή διαθέτουν συμμετοχή σ΄ αυτά και
β) για τα ιδρύματα των οποίων οι μητρικές τους επιχειρήσεις είναι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών.
2.`Ενας όμιλος που υπάγεται στην ανωτέρω παράγραφο 1 και δεν συμπεριλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε Εποπτεία, βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, σύμφωνα με τιςδιατάξεις του π.δ/τος 267/1995, λαμβανομένων υπόψη των κατωτέρω:
“α. Ως χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου νοείται το χρηματοπιστωτικόίδρυμα του οποίου θυγατρικές είναι είτε αποκλειστικά είτε κυρίως Ε.Π.Ε.Υ. ήάλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εφόσον τουλάχιστον μία εξ αυτών είναιΕ.Π.Ε.Υ., και το οποίο δεν είναι Μ.Χ.Ε.Σ.. Ως Μ.Χ.Ε.Σ. νοείται η μητρικήεπιχείρηση, η οποία δεν είναι ρυθμιζόμενη επιχείρηση και η οποία μαζί με τιςθυγατρικές της, εκ των οποίων μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη επιχείρηση μεέδρα στην Κοινότητα, καθώς και άλλες επιχειρήσεις, συνιστά Όμιλο ΕτερογενώνΧρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων (Ο.Ε.Χ.Δ.).
β. Ως μικτή εταιρεία συμμετοχών νοείται η μητρική εταιρεία η οποία δεν είναιχρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή Ε.Π.Ε.Υ. ή Μ.Χ.Ε.Σ. κατά τηνέννοια της περίπτωσης α΄, εφόσον τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές της είναιΕ.Π.Ε.Υ..”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22Ν.3455/2006,ΦΕΚ Α 84/18.4.2006.
γ. Αρμόδια αρχή για την άσκηση Εποπτείας είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
δ. Οι αναφορές στα πιστωτικό ιδρύματα και στο ν. 2076/1992(ΦΕΚ 130 Α`) αντικαθίστανται από αναφορές σε Ε.Π.Ε.Υ. και στιςδιατάξεις του παρόντος νόμου που αναφέρονται σ` αυτές.
ε Τα εδάφιο 1 δ` του άρθρου 6 του π.δ/τος 267/1995 δεν εφαρμόζεται.
στ. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του π.δ/τος 267/1995 αντικαθίσταται ως εξής.
“Σε περίπτωση κατά την οποία μία Ε.Π.Ε.Υ., μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες και υπόκεινται σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με το υπουργείο Εμπορίου που ασκεί Εποπτεία επί των επιχειρήσεων αυτών, για την αποτελεσματική άσκηση της Εποπτείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος, μη εφαρμοζόμενων στις περιπτώσεις αυτές τυχόν ισχυόντων, με βάση άλλες διατάξεις της νομοθεσίας, περιορισμών ως προς την κοινοποίησηεμπιστευτικών ή απορρήτων στοιχείων”.
3. Για τα ιδρύματα που δεν είναι ούτε μητρικές επιχειρήσεις ούτε θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄, αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που απαιτούνται από τα άρθρα 32 και 33 του παρόντος νόμου υπολογίζονται σε ατομική βάση για καθένα απ΄ αυτά.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν μπορεί να απαλλάσσει από την ενοποίηση τα ιδρύματα που καλύπτονται από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι κάθε Ε.Π.Ε.Υ. του ομίλου:
α. χρησιμοποιεί τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου με τις ακόλουθες τροποποιήσεις:
i) Αφαιρούνται τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου.
ii) Συνυπολογίζονται οι τοποθετήσεις, όπως προσδιορίζονται στην παράγραφο Δ΄ του Κεφαλαίου Ι΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄), που έχει η Ε.Π.Ε.Υ. σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις περί εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
iii) Τα όρια που καθορίζονται στο Κεφάλαιο III της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 υπολογίζονται σε σχέση με τα αρχικά ίδια κεφάλαια μείον τις τοποθετήσεις που αναφέρονται στο σημείο (ii) ανωτέρω, τα οποία όμως αποτελούν στοιχεία των αρχικών ιδίων κεφαλαίων των Ε.Π.Ε.Υ..
iv) Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου, οι τοποθετήσεις που αναφέρονται στο (iii) ανωτέρω αφαιρούνται από αρχικά ίδια κεφάλαια και όχι από το σύνολο των στοιχείων, όπως ορίζεται από την παράγραφο Δ΄ του Κεφαλαίου Ι΄ της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992.
β. Υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σε ατομική βάση που επιβάλλουν τα άρθρα 32 και 33 του παρόντος νόμου.
γ. Καθιερώνει διαδικασίες παρακολούθησης και ελέγχου των πηγών προέλευσης των κεφαλαίων και της χρηματοδότησης όλων των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που ανήκουν στον όμιλο.
δ. Γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τους κινδύνους κυρίως αυτούς που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των κεφαλαίων και της χρηματοδότησης της, οι οποίοι θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική της κατάσταση.
5. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει ότι η οικονομική κατάσταση των Ε.Π.Ε.Υ. της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου δεν προστατεύεται επαρκώς, απαιτεί από αυτές να λαμβάνουν μέτρα, όπως περιορισμούς στις μεταφορές κεφαλαίων προς άλλες επιχειρήσεις του ομίλου.
Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν επιβάλλει την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, δυνάμει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, λαμβάνει μέτρα για την εποπτεία των κινδύνων και συγκεκριμένα των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρήσεων που δεν είναι εγκατεστημένες σε κανένα Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (Κεφ.Ι, Δβ εδάφ. 2) και 2054/1992 (Κεφ. 3 παρ: 3 και Κεφ. 9 παρ. 3) (ΦΕΚ 49 Α΄), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόζουν σε υποενοποιημένη ή ατομική βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 32 και 33 του παρόντος νόμου στα ιδρύματα τα οποία, ως μητρικές επιχειρήσεις, υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, καθώς και στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις που εποπτεύονται από αυτές και συμπεριλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία του μητρικού ιδρύματος.
Η ίδια δυνατότητα ισχύει και για τα ιδρύματα των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που εδρεύει στην Ελλάδα, εφόσον αυτή υπόκειται στην εποπτεία που ασκείται επί των ιδρυμάτων και ιδίως στις απαιτήσεις των άρθρων 32 και 33 του παρόντος.
Στις περιπτώσεις αυτές οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλισθεί η ορθή κατανομή των ιδίων κεφαλαίων εντός του ομίλου.
7. Σε περίπτωση ιδρύματος το οποίο εδρεύει στην Ελλάδα και αποτελεί θυγατρική μητρικής επιχείρησης που εδρεύει σε άλλο Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν επ΄ αυτού τους κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 32 και 33 είτε σε ατομική είτε σε ενοποιημένη βάση, ανεξάρτητα από την υπαγωγή ή μη του μητρικού ιδρύματος σε ενοποιημένη εποπτεία εκ μέρους τους.
8. Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο 7, σε περίπτωση ιδρύματος που εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. και αποτελεί θυγατρική μητρικού ιδρύματος που εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου Κράτους-Μέλους της Ε.Ε., η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μπορούν με αποφάσεις τους και κατόπιν διμερούς σχετικής συμφωνίας να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του άλλου Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, ενημερώνουν την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιου είδους συμφωνιών.
9. Εφόσον δεν γίνεται χρήση των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις ανωτέρω παραγράφους 6 και 8, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 33, 35 και 37β του παρόντος νόμου, σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλου ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 33, 35 και 37β του παρόντος νόμου.
Επιπροσθέτως, μπορούν να επιτρέπουν συμψηφισμό των συναλλαγματικών θέσεων ενός ιδρύματος με συναλλαγματικές θέσεις άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 και/ή του άρθρου 37β του παρόντος νόμου. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων ενός ιδρύματος σε εμπορεύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37α και/ή 37β.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
10. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν να γίνεται συμψηφισμός των συναλλαγματικών θέσεων και των θέσεων σε εμπορεύματα, καθώς επίσης και αυτών που αφορούν το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:”
α. οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α`), είτε είναι αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών,
β. οι εν λόγω επιχειρήσεις εφαρμόζουν κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας ισοδύναμους με τους κανόνες του παρόντος νόμου,
γ. δεν υπάρχουν κανονισμοί που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταφορές κεφαλαίων εντός του ομίλου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
11. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 9 μεταξύ ιδρυμάτων, τα οποία ανήκουν σε όμιλο και τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, υπό τους παρακάτω όρους:
α. υφίσταται ορθολογική κατανομή ιδίων κεφαλαίων εντός του ομίλου,
β. το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα είναι τέτοιο που να εγγυάται την αμοιβαία χρηματοδοτική υποστήριξη εντός του ομίλου.
12. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν συμψηφισμό, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 9, μεταξύ των ιδρυμάτων που ανήκουν σε έναν όμιλο, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις της ανωτέρω παραγράφου 11 και ενός ιδρύματος που ανήκει στον ίδιο όμιλο αλλά έχει λάβει άδεια σε άλλο Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την προϋπόθεση ότι το δεύτερο ίδρυμα υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται με τα άρθρα 32 και 33, σε ατομική βάση.
13. Τα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια υπολογίζονται σύμφωνα με το ΚεφάλαιοII της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄).
14. Μετά από γενική ή ειδική άδεια των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα, κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων τους, μπορούν να εφαρμόζουν τους ειδικούς ορισμούς των ιδίων κεφαλαίων που περιγράφονται στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Άρθρο 35
Κίνδυνος θέσης
Α. Γενικά
1. Ειδικός και γενικός κίνδυνος: Προκειμένου να υπολογιστεί η κεφαλαιακή απαίτηση ενός ιδρύματος για την κάλυψη έναντι του κινδύνου θέσης σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους ή μετοχές ή σεπαράγωγα μέσα σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους ή μετοχές, ακολουθείται η μέθοδος των συστατικών στοιχείων (bulding block approach). Σύμφωνα με αυτή, ο κίνδυνος θέσης αναλύεται σε δύο συνιστώσες:
α) Η πρώτη συνιστώσα αφορά στον ειδικό κίνδυνο που ενέχει η 9έση, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω της επίδρασης παραγόντων που σχετίζονται με τον εκδότη του ή, στην περίπτωση ενός παράγωγου μέσου, με τον εκδότη του υποκείμενου τίτλου.
β) Η δεύτερη συνιστώσα καλύπτει το γενικό κίνδυνο της θέσης, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου, είτε λόγω μεταβολής στο επίπεδο των επιτοκίων, στην περίπτωση ενός διαπραγματεύσιμου χρεωστικού τίτλου ή παράγωγου μέσου που, βασίζεται σε χρεωστικούς τίτλους, είτε λόγω μίας ευρείας μεταβολής των τιμών στην αγορά μετοχών που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεμονωμένων τίτλων, στην περίπτωση μίας μετοχής ή ενός παράγωγου μέσου που βασίζεται σε μετοχές.
2.`Εκταση εφαρμογής: Εάν ένα ίδρυμα είτε μεταβιβάζει προσωρινά τίτλους ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας τίτλων μέσω συμβάσεων επαναγοράς (repos) είτε δανείζει τίτλους μέσω συμβάσεων δανειοδοσίας τίτλων (security lending), οι τίτλοι αυτοί περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της κεφαλαιακής του απαίτησης για τον κίνδυνο θέσης, εφόσον εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του.
Οι θέσεις του ιδρύματος σε μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) δεν υπόκεινται στην κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο θέσης, με βάση τον παρόντα νόμο, αλλά στην απαίτηση της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α`) σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας, της πράξης αυτής εφαρμοζομένης αναλόγως και στις Ε.Π.Ε.Υ,, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Συμψηφισμός και κατάταξη θέσεων: Το ποσά κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις υπερβαίνουν τις αρνητικές (θετικές) θέσεις του ιδρύματος στην ίδια έκδοση μετοχών, χρεωστικών και μετατρέψιμων τίτλων, καθώς και σε πανομοιότυπες (identical) προθεσμιακές συμβάσεις, τίτλους επιλογής και καλυμμένους τίτλους επιλογής και πανομοιότυπα δικαιώματα προαιρέσεων (options) αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του σε καθένα από τα προαναφερθέντα μέσα. Οι θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης επιτρέπεται να συμψηφίζονται και με τις αντίθετες θέσεις σε πανομοιότυπους υποκείμενους τίτλους ή άλλα πανομοιότυπα παράγωγα μέσα. Πριν από τη συνολική άθροισή τους όλες οι καθαρές θέσεις μετατρέπονται καθημερινά σε δραχμές, βάσει της τιμής fixing, ανεξάρτητα από το νόμισμα στο οποίο έχει συνομολογηθεί η σύμβαση και το πρόσημό τους. Ο συμψηφισμός μίας θέσης σε ένα μετατρέψιμο τίτλο με μία αντίθετη θέση, στο μέσο στο οποίο αφορά ο μετατρέψιμος τίτλος, επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση των αρμόδιων αρχών.
4. Παράγωγα μέσα σε τίτλους: Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη έναντι του ειδικού και του γενικού κινδύνου, τα ιδρύματα συνυπολογίζουν τις θέσεις τους σε παράγωγα μέσα, σύμφωνα με τα ακόλουθα:
α) Προθεσμιακές πράξεις και συμβάσεις: Οι θέσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου (interest rate futures), προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου (forward rate agreements) και προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης χρεωστικών τίτλων (forward commitments) αντιμετωπίζονται ως συνδυασμοί θετικών και αρνητικών θέσεων. Ειδικότερα:
(i) Μία θετική θέση σε προθεσμιακή σύμβαση επιτοκίου αντιστοιχεί σε συνδυασμό ενός ποσού που έχει δανειστεί το ίδρυμα και λήγει την ημερομηνία παράδοσης της προθεσμιακής σύμβασης (αρνητική θέση) και της κατοχής από το ίδρυμα ενός στοιχείου ενεργητικού με ημερομηνία λήξης ίδια με εκείνη του υποκείμενου τίτλου ή της υποκείμενης πλασματικής θέσης (θετική θέση).
(ii) Μία αρνητική θέση σε προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίου αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός μίας θετικής θέσης με διάρκεια ίση με το άθροισμα του χρονικού διαστήματος μέχρι την ημερομηνία διακανονισμού και της διάρκειας της συμφωνίας και μίας αρνητικής θέσης με ημερομηνία λήξης την ημερομηνία διακανονισμού.
(iii) Η προθεσμιακή δέσμευση αγοράς χρεωστικού τίτλου αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός ενός δανειζόμενου ποσού που λήγει την ημερομηνία παράδοσης και μίας θετικής θέσης στον ίδιο το χρεωστικό τίτλο.
β) Δικαιώματα προαίρεσης options): Οι θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης επί επιτοκίων, χρεωστικών τίτλων, μετοχών, δεικτών μετοχών, προθεσμιακών συμβάσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμβάσεων ανταλλαγής και συναλλάγματος, αντιμετωπίζονται ως θέσεις ισόποσες με την αξία του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται το δικαίωμα, σταθμισμένες με το συντελεστή δέλτα του δικαιώματος προαίρεσης.
Ως συντελεστής δέλτα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά εκείνος ο οποίος: (i) χρησιμοποιείται και από το χρηματιστήριο στο οποίο γίνεται η διαπραγμάτευση του δικαιώματος προαίρεσης ή (ii) υπολογίζεται από το ίδιο το ίδρυμα. Ο συντελεστής δέλτα που υπολογίζει το ίδιο το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον αν δεν υπάρχει άλλος διαθέσιμος συντελεστής ή άν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις προαίρεσης και κάτω από την προϋπόθεση ότι η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρούν τον υπολογισμό αυτόν ως ικανοποιητικό.
γ) Τίτλοι επιλογής (warrants): η μέθοδος υπολογισμού των θέσεων σε τίτλους επιλογής που αφορούν χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους είναι ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τα δικαιώματα προαίρεσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
δ) Συμβάσεις ανταλλαγής (swaps): Οι θέσεις σε συμβάσεις ανταλλαγής αντιμετωπίζονται όσον αφορά τον κίνδυνο από μεταβολές επιτοκίων σύμφωνα με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται και για τα στοιχεία εντός ισολογισμού. Συνεπώς, μία σύμβαση ανταλλαγής επιτοκίου interest rate swap) με την οποία ένα ίδρυμα λαμβάνει χρηματικές ροές βάσει μεταβλητού επιτοκίου και καταβάλλει χρηματικές ροές βάσει σταθερού επιτοκίου αντιστοιχεί σε μία θετική θέση σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο μεταβλητού επιτοκίου, με προθεσμία λήξης ίση με την απομένουσα περίοδο μέχρι τον επανακαθορισμό του επιτοκίου και μία αρνητική θέση σε ένα μέσο σταθερού επιτοκίου με προθεσμία λήξης ίση με εκείνη του συμβολαίου ανταλλαγής.
ε) Εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού θέσεων σε παράγωγα μέσα και ομόλογα: Υποδείγματα ευαισθησίας (sensitivity models). Τα ιδρύματα που αποτιμούν τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα και διαχειρίζονται το σχετικό κίνδυνο επιτοκίων με τη μέθοδο της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματικών ροών (discounted – cash – flow method), μπορούν να χρησιμοποιούν υποδείγματα ευαισθησίας για τον υπολογισμό τωνθέσεών τους σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και σε τίτλους ομολογιακών δανείων που αποσβέννυνται σταδιακά μέχρι τη λήξη τους και όχι με εφάπαξ αποπληρωμή του κεφαλαίου κατά τη λήξη.
Τόσο τα υποδείγματα ευαισθησίας, όσο και η χρήση τους από το ίδρυμα τελούν υπό την έγκριση των αρμόδιων αρχών.
Τα υποδείγματα ευαισθησίας πρέπει να οδηγούν σε θέσεις με την ίδια ευαισθησία στις διακυμάνσεις των επιτοκίων, όπως και οι υποκείμενες χρηματικές ροές Η εκτίμηση της ευαισθησίας γίνεται με βάση τις παρατηρούμενες τάσεις δειγματοληπτικό επιλεγμένων επιτοκίων κατά μήκος της καμπύλης απόδοσης (yield curve), με ένα τουλάχιστον σημείο ευαισθησίας για κάθε διάστημα ληκτότητας του Πίνακο 2 του παρόντος άρθρου
Οι θέσεις που προκύπτουν κατ`αυτόν τον τρόπο συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη έναντι του ειδικού και του γενικού κινδύνου, σύμφωνα με τη μέθοδο των συστατικών στοιχείων (bulding block approach).
στ) `Όσα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν υποδείγματα ευαισθησίας γιο τον υπολογισμό των θέσεων τους στις ανωτέρω κατηγορίες παράγωγων μέσων, μπορούν, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, να θεωρούν ως πλήρως συμψηφισμένες fully offsetting) τις αντίθετες θέσεις τους σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα και συνεπώς δεν δημιουργούν κεφαλαιακή απαίτηση, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω προϋποθέσεις:
(i) οι θέσεις έχουν την ίδια αξία και είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα,
(ii) το επιτόκιο αναφοράς για τις θέσεις μεταβλητού επιτοκίου ή το τοκομερίδιο για τις θέσεις σταθερού επιτοκίου είναι στενά αντιστοιχισμένο,
(iii) η επόμενη ημερομηνία καθορισμού του επιτοκίου ή, για θέσεις σε τίτλους σταθερού επιτοκίου, η διάρκεια μέχρι τη λήξη των υποκείμενων τίτλων, αντιστοιχεί στα εξής όρια:
αα. εάν είναι κάτω του ενός (1) μηνός, αυθημερόν,
ββ. εάν είναι ενός (1) μηνός και μέχρι ενός (1) έτους, εντός επτά(7) ημερών,
γγ. εάν είναι άνω του έτους, εντός τριάντα (30) ημερών.
Οι λεπτομέρειες της υποβολής των θέσεων που αναφέρονται σε παράγωγα μέσα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθορίζονται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Β. Διαπραγματεύσιμοι χρεωστικοί τίτλοι
5. Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του που μετατρέπονται καθημερινά σε δραχμές, βάσει της τιμής fixing, ανάλογα με το νόμισμα στο οποίο αυτές είναι εκφρασμένες και υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του γενικού κινδύνου αφ`ενός και του ειδικού κινδύνου θέσης αφ` ετέρου σε κάθε νόμισμα χωριστά.
6. Ειδικός κίνδυνος: Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησής του για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους και σε παράγωγα μέσα που έχουν τέτοιους τίτλους ως υποκείμενο μέσο, το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στις κατάλληλες κατηγορίες του Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου, με βάση την εναπομένουσα διάρκεια μέχρι την προθεσμία λήξης τους. Οι χρεωστικοί τίτλοι που έχουν εκδώσει τα ίδια τα ιδρύματα δεν λαμβάνονται υπόψη.
Στησυνέχεια σταθμίζει τις θέσεις αυτές με τους κατάλληλους συντελεστές που προβλέπονται στον Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου και αθροίζει όλες τις αρνητικές και όλες τις θετικές σταθμισμένες θέσεις, αντίστοιχα. Η κεφαλαιακή απαίτηση ισούται με το άθροισμα των σταθμισμένων αυτών θέσεων.
Η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από θέσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου, τόσο για το δανειζόμενο ποσό (αρνητική πλασματική θέση), όσο και για το κατεχόμενο στοιχείο ενεργητικού (θετική πλασματική θέση), είναι μηδενική.
Στην περίπτωση των προθεσμιακών δεσμεύσεων αγοράς χρεωστικών τίτλων, το δανειζόμενο ποσό περιλαμβάνεται στη στήλη “κεντρική διοίκηση” του πίνακα 1 του παρόντος άρθρου και ο χρεωστικός τίτλος σε όποια στήλη του ίδιου Πίνακα είναι κατάλληλη, ανάλογα με την ιδιότητα του εκδότη του.
7. Γενικός κίνδυνος: Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη του γενικού κινδύνου από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους και παράγωγα μέσα σ` αυτούς τους τίτλους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, γενικά ή μεμονωμένα, να χρησιμοποιούν σε συνεχή βάση: α) είτε τη μέθοδο που βασίζεται στη ληκτότητα των τίτλων (melturity-based method), β) είτε τη μέθοδο που βασίζεται στο μέσο σταθμικά δείκτη διάρκειάς τους (duration-based method).
8. Υπολογισμός σε συνάρτηση με τη ληκτότητα: Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη του γενικού κινδύνου, σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
α) Το ίδρυμα κατατάσσει όλες τις καθαρές θέσεις του (long-short) στο κατάλληλο διάστημα ληκτότητας στη δεύτερη ή την τρίτη, κατά περίπτωση (2 ή 3) στήλη του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου, ανάλογα είτε με την εναπομένουσα προθεσμία λήξης για τα μέσα σταθερού επιτοκίου είτε την περίοδο μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου πριν από την ημερομηνία λήξης για τα μέσα μεταβλητού επιτοκίου.
Η κατάταξη, αντίστοιχα, στη δεύτερη ή την τρίτη στήλη του ίδιου Πίνακα γίνεται ανάλογα με το ύψος απόδοσης του τοκομεριδίου.
β) Το ίδρυμα σταθμίζει κάθε καθαρή θέση με το συντελεστή στην τέταρτη στήλη του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου, που αντιστοιχεί στο σχετικό διάστημα ληκτότητος. Στη συνέχεια αθροίζει για κάθε διάστημα ληκτότητας αφ`ενός μεν το σύνολο των σταθμισμένων θετικών θέσεων καιαφ`ετέρου το σύνολο των σταθμισμένων αρνητικών θέσεων.
γ) Το ποσό των θετικών θέσεων που αντιστοιχίζεται έναντι των αρνητικών θέσεων μέσα σε κάθε διάστημα ληκτότητας αποτελεί την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σ` αυτό το διάστημα (matched weighted position ή offset).
Η εναπομένουσα θετική ή αρνητική θέση αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας (unmatched weighted position ή residual), είτε είναι long είτε είναι short.
Ο υπολογισμός αυτός γίνεται για όλα τα διαστήματα ληκτότητας.
δ) Το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θετικών θέσεων στα διαστήματα ληκτότητας που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις τρεις ζώνες του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να προσδιορίσει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θετική θέση σε κάθε ζώνη. Ομοίως, τα αθροίσματα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων αρνητικών θέσεων στα διαστήματα ληκτότητας κά9ε ζώνης προστίθενται, προκειμένου να υπολογιστεί η μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη αρνητική θέση κάθε ζώνης:
(i) Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης σε μια δεδομένη ζώνη που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης στην ίδια ζώνη αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σ`αυτή τη ζώνη (offset).
(ii) Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης – θετικής ή αρνητικής – θέσης σε μια ζώνη, το οποίο δεν αντιστοιχίζεται κατ`αυτόν τον τρόπο, αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέσηγι`αυτή τη ζώνη (residual).
Ο υπολογισμός αυτός πραγματοποιείται για κάθε ζώνη χωριστά.
ε) Κατόπιν το ίδρυμα προβαίνει στα ακόλουθα:
(i) Υπολογίζει το ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης στη ζώνη 1 του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου, που αντιστοιχίζεται προς τη μη αντιστοιχισμένη αρνητική (θετική) θέση στη ζώνη 2 του ίδιου Πίνακα. Το ποσό αυτά αποτελεί την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 2 (offset).
(ii) Στη συνέχεια αντιστοιχίζει κατά τον ίδιο τρόπο το εναπομένον ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2 του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου με τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση ση ζώνη 3 του ίδιου Πίνακα, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3. Το ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3 πριν από τον υπολογισμό της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2.
(iii) Ακολούθως, το υπόλοιπο της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1 του Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου αντιστοιχίζεται έναντι εκείνου που εναπομένει στη ζώνη 3, μετά την αντιστοίχισή της με τη ζώνη 2 του ίδιου Πίνακα, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 3.
(iv) Τέλος, αθροίζει τις εναπομένουσες μη αντιστοιχισμένες σταθμισμένες θέσεις μετά τις τρεις ανωτέρω αντιστοιχίσεις.
στ) Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση τον Πίνακα 2 του παρόντος άρθρου
(i) 10% του αθροίσματος των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα ληκτότητας,
(ii) 40% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1,
(iii) 30% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2,
(iv) 30% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 3,
(v) 40% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2 και μεταξύ των ζωνών 2 και 3
(vi) 150% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 3, και
(vii) 100% του αθροίσματος των εναπομενουσών μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων.
9. Υπολογισμός του γενικού κινδύνου σε συνάρτηση με το μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας: Για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο το ίδρυμα ακολουθεί την εξής διαδικασία:
α) Λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε χρεωστικού τίτλου σταθερού επιτοκίου και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του μέχρι τη λήξη, που αποτελεί το προεξοφλητικό του επιτόκιο. Η απόδοση των χρεωστικών διαπρογματεύσιμων τίτλων μεταβλητού επιτοκίου υπολογίζεται με βάση την αγοραία τιμή τους μέχρι τη λήξη (yield to maturity) με την υπόθεση ότι το κεφάλαιο είναι πληρωτέο την επόμενη φορά που μπορεί να αλλάξει το επιτόκιο.
β) Υπολογίζει τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duation) κάθε τίτλου χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο: τροποποιημένος μέσος σταθμικός δείκτης διάρκειας = D / (1+r), όπου:
mtCt———–Σt = 1(1+r)έκθετηςt
D =——————–
mCtΣ—————-
t = 1(1+r) δείκτης t
D = μέσος σταθμικός δείκτης διάρκειας
r = ονομαστική απόδοση μέχρι τη λήξη του τίτλου (yield to maturity).
Ct = χρηματική πληρωμή στο τέλος της περιόδου t
m = διάρκεια τίτλου μέχρι τη λήξη του
γ) Κατατάσσει όλους τους τίτλους στην κατάλληλη ζώνη του Πίνακα 3 του παρόντος άρθρου με βάση τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειάς τους.
δ) Υπολογίζει, βάσει του δείκτη διάρκειας, τη σταθμισμένη θέση κάθε τίτλου, πολλαπλασιάζοντας την αγοραία αξία του με τον τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διάρκειάς του, καθώς και με το συντελεστή της στήλης 3 του Πίνακα 3 που αφορά στην τεκμαιρόμενη ποσοστιαία μεταβολή του επιτοκίου, όταν πρόκειται για μέσο που έχει αυτό το συγκεκριμένο τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διάρκειας.
ε) Υπολογίζει τις, βάσει του δείκτη διάρκειας, σταθμισμένες θετικές θέσεις και αντίστοιχα τις σταθμισμένες αρνητικές θέσεις του για κάθε χρονική ζώνη του Πίνακα 3 ως εξής
(i) Το τμήμα της σταθμισμένης θετικής θέσης σε κάθε ζώνη που αντιστοιχίζεται έναντι της σταθμισμένης αρνητικής θέσης στην ίδια ζώνη αντιπροσωπεύει τησταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σ` αυτή τη ζώνη (offset).
(ii) Το ενοπομένον τμήμα της σταθμισμένης, θετικής ή αρνητικής, θέσης σε μια ζώνη, το οποίο δεν αντιστοιχίζεται, αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση γι` αυτή τη ζώνη (residual).
στ) Προβαίνει, τέλος, σε αντιστοίχιση μεταξύ ζωνών, κατά τον εξής τρόπο:
(i) Υπολογίζει το ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής ή αρνητικής, θέσης σε μιαζώνη 1 του Πίνακα 3, που αντιστοιχίζεται προς τη μη αντιστοιχισμένη αρνητική (θετική) θέση στη ζώνη 2 του ίδιου Πίνακα. Το ποσό αυτό αποτελεί την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 2 (offset).
(ii) Αντιστοιχίζει το εναπομένον ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2 του Πίνακα 3 με τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στη ζώνη 3 του ίδιου Πίνακα, προκειμένου ναπροσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3. Το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3 πριν από τον υπολογισμό τηςαντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2.
(iii) Το υπόλοιπο της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1 του Πίνακα 3 αντιστοιχίζεται έναντι εκείνου που εναπομένει στη ζώνη 3 του ίδιου άρθρου μετά την αντιστοίχισή της με τη ζώνη 2,προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 3.
(iv) Οι εναπομένουσες μη αντιστοιχισμένες σταθμισμένες θέσεις μετά τις τρεις χωριστές αντιστοιχίσεις αθροίζονται.
ζ) Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται στη συνέχεια ως το άθροισμα των ακόλουθων ποσών:
(i) Δύο τοις εκατό (2%) των βάσει του δείκτη διάρκειας σταθμισμένων αντιστοιχισμένων θέσεων σε κάθε ζώνη,
(ii) Σαράντα τοις εκατό 40%) των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 2 και μεταξύ των ζωνών 2 και 3 του Πίνακα 3,
(iii) Εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) των βάσει του δείκτη διάρκειας σταθμισμένων θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 3 του Πίνακα 3 και
(iv) Εκατό τοις εκατό (100%) του αθροίσματος των βάσει του δείκτη διάρκειας σταθμισμένων μη αντιστοιχισμένων θέσεων που εναπομένουν.
Γ. Μετοχές
10. Το ίδρυμα αθροίζει το σύνολο των καθαρών θετικών και το σύνολο των καθαρών αρνητικών θέσεών του σε μετοχές και σε παράγωγα μέσα που έχουν μετοχές ως υποκείμενο τίτλο. Το άθροισμα των δύο ποσών αντιπροσωπεύει τη συνολική μικτή θέση του. Το ποσό κατά το οποίο το ένα από τα δύο αθροίσματα υπερβαίνει το άλλο αντιπροσωπεύει τη σύνολική καθαρή θέση του.
11. Ειδικός κίνδυνος: Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου ισούται με το τέσσερα τοις εκατό (4%) της συνολικής μικτής θέσης του.
Κατ` εξαίρεση, με απόφαση των αρμόδιων αρχών, η απαίτηση αυτή μπορεί να καθοριστεί στο δύο τοις εκατό (2%)της συνολικής μικτής θέσης του ιδρύματος, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις
α. οι εκδότες των μετοχών δεν έχουν εκδώσει διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι, σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου, συνεπάγονται κεφαλαιακή απαίτηση ύψους οκτώ τοις εκατό (8%) ή συνεπάγονται χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για το λόγο μόνο ότι καλύπτονται από εγγύηση ή ασφάλεια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.β. Οι μετοχές κρίνονται ως μετοχές υψηλής ρευστότητας από τις αρμόδιες αρχές βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.
γ. Καμιά θέση σε μετοχές του ίδιου εκδότη δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν κατ` εξαίρεση να επιτρέπουν θέσεις σε μετοχές του ίδιου εκδότη μέχρι δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον το σύνολο τέτοιων θέσεων δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος.
12. Γενικός κίνδυνος : Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος για την κάλυψη του γενικού κινδύνου ισούται με το οκτώ τοις εκατό (8%) της συνολικής καθαρής θέσης του.
13. Προθεσμιακές συμβάσεις σε δείκτη μετοχών : Οι προθεσμιακές συμβάσεις σε δείκτη μετοχών, τα σταθμισμένα με το συντελεστή δέλτα ισοδύναμα των συμβάσεων προαίρεσης σε τέτοιες συμβάσεις ή σε δείκτες τιμών μετοχών καλούνται κατ` οικονομίαν προθεσμιακές συμβάσεις σε δείκτη μετοχών.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν οι συμβάσεις αυτές να αναλύονται σε επί μέρους θέσεις στις μετοχές από τις οποίες συντίθενται. Προθεσμιακή σύμβαση σε δείκτη μετοχών που δεν αναλύεται στις υποκείμενες θέσεις αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένη μετοχή.
Η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη έναντι του ειδικού κινδύνου αυτής της μετοχής είναι μηδενική, αν η σύμβαση είναι διαπραγματεύσιμη στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών,έναν ευρέως διοφοροποιημένο δείκτη.
Τα ιδρύματα, εφόσον δικαιούνται, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, να συμψηφίζουν τις θέσεις τους σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συνθέτουν μία προθεσμιακή σύμβαση σε δείκτη μετοχών, με άλλες αντίθετες θέσεις που έχουν στις ίδιες αυτές μετοχές.
Στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται να έχουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου που γεννάται από το ενδεχόμενο η τιμή της προθεσμιακής σύμβασης να μην ακολουθεί πλήρως τις τιμές των μετοχών που τη συνθέτουν. Το ίδιο ισχύει όταν ένα ίδρυμα κατέχει αντίθετες θέσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας ή/και η σύνθεση δεν συμπίπτουν.
Κατ` εξαίρεση, στην περίπτωση προθεσμιακών συμβάσεων σε δείκτη μετοχών που είναι διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύουν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, ευρέως διαφοροποιημένους δείκτες, η κεφαλαιακή απαίτηση για την μεν κάλυψη του γενικού κινδύνου είναι οκτώ τοις εκατό (8%), για την δε κάλυψη του ειδικού κινδύνου είναι μηδενική. Οι συμβάσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη μόνο κατά τον υπολογισμό της συνολικής καθαρής θέσης του ιδρύματος σε μετοχές, αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής μικτής θέσης του.
Δ. Αναδοχή έκδοσης τίτλων
14. Για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης από την αναδοχή της έκδοσης χρεωστικών τίτλων και μετοχών η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μπορούν να επιτρέψουν στο ίδρυμα να ακολου9ήσει την ακόλουθη διαδικασία:
α) Υπολογίζει τις καθαρές θέσεις αναδοχής αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που έχουν αναληφθεί από τρίτους αναδόχους ή υποαναδόχους βάσει σχετικής έγκυρης συμφωνίας. Ως θέση αναδοχής ορίζεται το ποσό για το οποίο το ίδρυμα αναλαμβάνει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση κάλυψής του.
β) Μειώνει τις καθαρές θέσεις αναδοχής με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών μείωσης:
-εργάσιμη ημέρα 0: 100%-εργάσιμη ημέρα 1: 90%-εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3: 75%-εργάσιμη ημέρα 4: 50%-εργάσιμη ημέρα 5: 25%-μετά την εργάσιμη ημέρα 5: 0%
Εργάσιμη ημέρα 0 είναι η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα αναλαμβάνει την αμετάκλητη συμβατική δέσμευση να αποδεχθεί μία δεδομένη ποσότητα τίτλων σε προσυμφωνημένη τιμή.
γ) Υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτησή του χρησιμοποιώντας τις ανωτέρω μειωμένες θέσεις της αναδοχής έκδοσης τίτλων. Το ίδρυμα οφείλει να διακρατεί επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται ανάμεσα στην εργάσιμη ημέρα 0 και στην εργάσιμη ημέρα 1.
Ε. Ειδικές διαδικασίες σε παράγωγα μέσα
15. Κατά παρέκκλιση από τη μέθοδο των συστατικών στοιχείων (building block approach) η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του κινδύνου θέσης που προκύπτει είτε από προθεσμιακές συμβάσεις είτε από παραχωρηθέντα (written) δικαιώματα προαίρεσης που είναι διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο, επιτρέπεται να είναι ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margin), την καταβολή των οποίων απαιτεί το χρηματιστήριο, εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, κρίνουν αφ` ενός μεν ότι το ποσό αυτό αποτελεί ορθό μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την εν λόγω σύμβαση και αφ` ετέρου ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει με την προαναφερθείσα μέθοδο υπολογισμού ή σύμφωνα με την μέθοδο των εσωτερικών μοντέλων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37β.
Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων, οι οποίες εκκαθαρίζονται από αναγνωρισμένο γραφείο συμψηφισμού, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margin) που απαιτεί το γραφείο συμψηφισμού, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ορθό μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τις εν λόγω συμβάσεις και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει με την προαναφερθείσα μέθοδο υπολογισμού ή σύμφωνα με την μέθοδο των εσωτερικών μοντέλων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37β. Στα αποκτηθέντα δικαιώματα προαίρεσης (bought options), είτε διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο είτε όχι, η κεφαλαιακή απαίτηση επιτρέπεται να ισούται με την απαίτηση που καθορίζεται για το υποκείμενο μέσο, εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης. Στα εξωχρηματιστηριακά παραχωρηθέντα δικαιώματα προαίρεσης (written OTC options) επιτρέπεται ο καθορισμός της κεφαλαιακής απαίτησης σε συνάρτηση με το υποκείμενο μέσο.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν, επίσης, τους όρους και τις προϋποθέσεις για την κατάλληλη κάλυψη και των άλλων κινδύνων που προκύπτουν από θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης, εκτός από τον κίνδυνο που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα.
Οι αρμόδιες αρχές με αποφάσεις τους δύνανται να προσαρμόζουν και να τροποποιούν τους κατωτέρω πίνακες, καθώς και να εξειδικεύουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτών των πινάκων και των Κεφαλαίων Γ` και Δ` του παρόντος νόμου.
Στα εξωχρηματιστηριακά παραχωρηθέντα δικαιώματα προαίρεσης (written OTC options) επιτρέπεται ο καθορισμός της κεφαλαιακής απαίτησης σε συνάρτηση με το υποκείμενο μέσο.
Οι αρμόδιες αρχές καθορίζονται επίσης τους όρους και τις προϋποθέσεις για την κατάλληλη κάλυψη και των άλλων κινδύνων που προκύπτουν από θέσεις ισε δικαιώματα προαίρεσης, εκτός από τον κίνδυνο που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα.
– εργάσιμη ημέρα 0 | 100%
|
– εργάσιμη ημέρα 1 | 90%
|
– εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3 | 75%
|
– εργάσιμη ημέρα 4 | 50%
|
– εργάσιμη ημέρα 5 | 25%
|
– μετά την εργάσιμη ημέρα 5 | 0%
|
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Συντελεστές ειδικού κινδύνου για διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους
Στοιχεία κεντρικής διοίκησης
| Εγκεκριμένα στοιχεία
| Εγκεκριμένα στοιχεία
| Εγκεκριμένα στοιχεία
| Άλλα στοιχεία
|
0 έως 6 μήνες
| 6 έως 24 μήνες
| `Ανω των 24 μηνών
| ||
0,00%
| 0,25%
| 1,00%
| 1,60%
| 8,00%
|
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Ζώνες | Διαστήματα προθεσμιών λήξης | Διαστήματα προθεσμιών λήξης | Συντελεστής στάθμισης (%) | Μεταβολή επιτοκίου (%) |
Απόδοση τοκομεριδίου 3% ή μεγαλύτερη | Απόδοση τοκομεριδίου κάτω του 3% | |||
(1) | (2) | (3) | (4) | (5) |
1 | 0 ίσο & μικρότερο 1 μήνες | 0 ίσο & μικρότερο 1 μήνες | 0,00 | |
1 | μεγαλύτερο 1 ίσο & μικρότερο 3 μήνες | μεγαλύτερο 1 ίσο & μικρότερο 3 μήνες | 0,20 | 1,00 |
1 | μεγαλύτερο 3 ίσο & μικρότερο 6 μήνες | μεγαλύτερο 3 ίσο & μικρότερο 6 μήνες | 0,40 | 1,00 |
1 | μεγαλύτερο 6 ίσο & μικρότερο 12 μήνες | μεγαλύτερο 6 ίσο & μικρότερο 12 μήνες | 0,70 | 1,00 |
2 | μεγαλύτερο 1 ίσο & μικρότερο 2 έτη | μεγαλύτερο 1 ίσο & μικρότερο 1,9 έτη | 1,25 | 0,90 |
2 | μεγαλύτερο 2 ίσο & μικρότερο 3 έτη | μεγαλύτερο 1,9 ίσο & μικρότερο 2,8 έτη | 1,75 | 0,80 |
2 | μεγαλύτερο 3 ίσο & μικρότερο 4 έτη | μεγαλύτερο 2,8 ίσο & μικρότερο 3,6 έτη | 2,25 | 0,75 |
3 | μεγαλύτερο 4 ίσο & μικρότερο 5 έτη | μεγαλύτερο 3,6 ίσο & μικρότερο 4,3 έτη | 2,75 | 0,75 |
3 | μεγαλύτερο 5 ίσο & μικρότερο 7 έτη | μεγαλύτερο 4,3 ίσο & μικρότερο 5,7 έτη | 3,25 | 0,70 |
3 | μεγαλύτερο 7 ίσο & μικρότερο 10 έτη | μεγαλύτερο 5,7 ίσο & μικρότερο 7,3 έτη | 3,75 | 0,65 |
3 | μεγαλύτερο 10 ίσο & μικρότερο 15 έτη | μεγαλύτερο 7,3 ίσο & μικρότερο 9,3 έτη | 4,50 | 0,60 |
3 | μεγαλύτερο 15 ίσο & μικρότερο 20 έτη | μεγαλύτερο 9,3 ίσο & μικρότερο 10,6 έτη | 5,25 | 0,60 |
3 | μεγαλύτερο 20 έτη | μεγαλύτερο 10,6 ίσο & μικρότερο 12 έτη | 6,00 | 0,60 |
3 | μεγαλύτερο 12 ίσο & μικρότερο 20 έτη | 8,00 | 0,60 | |
3 | μεγαλύτερο 20 έτη | 12,50 | 0,60 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Ζώνες
| Τροποποιημένος μέσος δείκτης διάρκειας ( σε έτη)
| Τεκμαιρόμενη μεταβολή επιτοκίου σε %
|
(1)
| (2)
| (3)
|
1
| 0 έως 1,0
| 1,00
|
2
| 1,0 έως 3,6
| 0,85
|
3
| 3,6 και άνω
| 0,70
|
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
Α. Κίνδυνος διακανονισμού – παράδοσης χρεωστικών τίτλων και μετοχών1. Εάν οι συναλλαγές χρεωστικών τίτλων, μετοχών και εμπορευμάτων, εξαιρουμένων των συμβάσεων επαναγοράς (repos) ή επαναπώλησης (reverse repos) και δανειοδοσίας και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, δεν έχουν ακόμη διακανονιστεί μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες παράδοσής τους, το ίδρυμα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού των εν λόγω χρεωστικών τίτλων, μετοχών ή εμπορευμάτων και της τρέχουσας αγοραίας τιμής τους, εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να επιφέρει ζημιά στο ίδρυμα. Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει τη διαφορά αυτή με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Α του Πίνακα της κατωτέρω παραγράφου 2 προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απαίτηση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.2. Εναλλακτικά με την παρ. 1, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απαίτηση πολλαπλασιάζοντας τη συμφωνηθείσα τιμή διακανονισμού κάθε συναλλαγής που δεν έχει ακόμα διακανονιστεί εντός 5 έως 45 εργάσιμων ημερών μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες διακανονισμού, με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Β του κατωτέρω πίνακα.
Για περιόδους άνω των 46 εργάσιμων ημερών μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες διακανονισμού, το ίδρυμα υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτησή του σε εκατό τοις εκατό (100%) της διαφοράς μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού και της τρέχουσας αγοραίας τιμής. εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να του επιφέρει ζημιά.
Αριθμός εργάσιμων ημερών μετά την ημερομηνία που έπρεπε να πραγματοποιηθεί η εκκαθάριση | ΣΤΗΛΗ Α | ΣΤΗΛΗ Β
|
% | %
| |
5-15 | 8 | 0,5
|
16-30 | 50 | 4,0
|
31-45 | 75 | 9,0
|
46 και άνω
| 100
| Ως παρ. 2
|
Β. Κίνδυνος αντισυμβαλλομένου
“3. Ατελείς συναλλαγές: Για την κάλυψη έναντι του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα, εάν: α) έχει καταβάλει το αντίτιμο τίτλων ή εμπορευμάτων χωρίς να του έχουν παραδοθεί οι εν λόγω τίτλοι ή τα εμπορεύματα ή έχει παραδώσει τίτλους ή εμπορεύματα χωρίς να του έχει καταβληθεί το αντίτιμο και β) έχουν παρέλθει, στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών, πλέον της μίας (1) ημέρας μετά την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα κατέβαλε το αντίτιμο ή παρέδωσε τους τίτλους ή τα εμπορεύματα, υπολογίζει την κεφαλαιακή του απαίτηση σε οκτώ τοις εκατό (8%) της συμφωνηθείσας αξίας των τίτλων ή των εμπορευμάτων ή των οφειλόμενων στο ίδρυμα χρηματικών ποσών επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται για το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2054/92 (ΦΕΚ 49 Α`), της Πράξης αυτής εφαρμοζομένης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ., με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Συμβάσεις επαναγοράς (repos) και επαναπώλησης (reverse repos), δανειοδοσίας και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων: Στην περίπτωση των συμβάσεων επαναγοράς και δανειοδοσίας τίτλων ή εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή εμπορεύματα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εφόσον η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των εμπορευμάτων που έχει δώσει το ίδρυμα και του ποσού που έχει δανειστεί (ή της αγοραίας αξίας του ενεχύρου που έχει λάβει) είναι θετική, επιβάλλεται κεφαλαιακή απαίτηση. Στην περίπτωση των συμβάσεων επαναπώλησης και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή εμπορεύματα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εφόσον η διαφορά μεταξύ του ποσού που έχει δανείσει το ίδρυμα (ή της αγοραίας αξίας του ενεχύρου που έχει καταθέσει) και της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των εμπορευμάτων που έχει λάβει είναι θετική, επιβάλλεται κεφαλαιακή απαίτηση.”
Οι ανωτέρω κεφαλαιακές απαιτήσεις ανέρχονται στο οκτώ τοις εκατό (8%) του ποσού που προκύπτει από τις περιπτώσεις των προηγούμενων δύο εδαφίων επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που ισχύει για το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με την Π.Δ./ Τ.Ε. 2054/92 (ΦΕΚ 49 Α`), της Π.Δ. αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ., με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Οι δεδουλευμένοι τόκοισυμπεριλαμβάνονται κατά τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας των ποσών που αποτελούν αντικείμενο δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και των παρεχόμενων εξασφαλίσεων, με εξαίρεση τους τίτλους που διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά, όπου η τρέχουσα αγοραία αξία των τίτλων αυτών εμπεριέχει και τους δεδουλευμένους τόκους.
Τα ιδρύματα μπορούν να μην συμπεριλαμβάνουν τα ποσά των τυχόν πρόσθετων εξασφαλίσεων κατά τους υπολογισμούς της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι παρεχόμενες πρόσθετες εξασφαλίσεις να είναι πάντοτε δυνατόν να επιστραφούν στον παρέχοντα, σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων από τον αντισυμβαλλόμενο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
5. Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα (OTC): Τα ιδρύματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αντιστοιχούν στα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα εφαρμόζουν το Παράρτημα 11 της ΠΔ/ΤΕ 2054/92 (ΦΕΚ 43 Α`), όπως ισχύει, της Πράξης αυτή εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ., με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Οι εφαρμοζόμενοι συντελεστές στάθμισής κινδύνου για τον υπολογισμό των ανωτέρω κεφαλαιακών απαιτήσεων ορίζονται στο σημείο 24 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
Εως την 31η Δεκεμβρίου 2006 οι εποπτικές αρχές δύνανται να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στο Παράρτημα 11 μεθόδων όσες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού, το οποίο ενεργεί ως νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμμετέχοντες καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσης το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου, παρέχοντας εγγυήσεις που καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα. Στην περίπτωση αυτή οι εποπτικές αρχές οφείλουν να διαπιστώνουν ότι η παρεχόμενη εγγύηση προσφέρει αντίστοιχη διασφάλιση με την εγγύηση η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδάφιο α` σημ. (7) του Στ` Κεφαλαίου της ΠΔ/ΤΕ 2054/92 (ΦΕΚ 43 Α`) και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εγγύησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
6. Λοιπά ανοίγματα: Τα ανοίγματα που προέρχονται από αμοιβές, προμήθειες, τόκους, μερίσματα και περιθώρια προθεσμιακών συμβάσεων ή προαιρέσεων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστηριακή αγορά και συνδέονται άμεσα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, υπόκεινται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/92, της Πράξης αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ., με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν καλύπτονται ούτε από το παρόν άρθρο, ούτε από το άρθρο 35 του παρόντος νόμου και ούτε αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ως μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού, όπως τα τελευταία ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου.
Οι εφαρμοζόμενοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους υπολογισμούς των ανωτέρω κεφαλαιακών απαιτήσεων ορίζονται στο σημείο 24 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
Άρθρο 37
Κίνδυνος συναλλαγματικών ισοτιμιών
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
1. Εάν το άθροισμα της συνολικής καθαρής συναλλαγματικής θέσης ενός ιδρύματος και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) των ιδίων κεφαλαίων του, το άθροισμα της συνολικής καθαρής συναλλαγματικής θέσης και της συνολικής καθαρής θέσης σε χρυσό πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που θα καθορίζεται με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών, χωρίς πάντως να είναι μικρότερος του οκτώ τοις εκατό (8%) για να υπολογιστεί η κεφαλαιακή του απαίτηση από ανοικτές συναλλαγματικές θέσεις. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν με αποφάσεις τους στα ιδρύματα να υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση πολλαπλασιάζοντας με τον εκάστοτε καθορισμένο, ως ανωτέρω, συντελεστή το ποσό κατά το οποίο το άθροισμα της συνολικής καθαρής συναλλαγματικής θέσης και της συνολικής καθαρής θέσης σε χρυσό υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) των ιδίων κεφαλαίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
2. Ο υπολογισμός της συνολικής καθαρής συναλλαγματικής θέσης και της συνολικής καθαρής θέσης σε χρυσό γίνεται σε δύο στάδια:
α) υπολογίζεται η καθαρή ανοικτή θέση του ιδρύματος για κάθε νόμισμα, συμπεριλαμβανομένης και της δραχμής, χωριστά και σε χρυσό. Η θέση αυτή αντιστοιχεί στο άθροισμα των ακόλουθων (θετικών ή αρνητικών) στοιχείων:
(i) της καθαρής τρέχουσας θέσης, δηλαδή το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού μείον το σύνολον των στοιχείων παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων ή, για το χρυσό, καθαρή τρέχουσα θέση σε χρυσό,
(ii) της καθαρής προθεσμιακής θέσης, δηλαδή όλα τα εισπρακτέα ποσά μείον όλα τα πληρωτέα ποσά βάσει προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος και χρυσού, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών συμβάσεων συναλλάγματος και χρυσού και του κεφαλαίου των ανταλλαγών νομισμάτων που δεν έχει συνυπολογιστεί στην τρέχουσα θέση,
(iii) των αμετάκλητων εγγυήσεων και παρεμφερών μέσων που είναι βέβαιο ότι θα καταστούν απαιτητά και πιθανόν δεν θα ανακτηθούν,
(iv) των καθαρών μελλοντικών εσόδων/εξόδων μη ακόμη δεδουλευμένων, αλλά ήδη πλήρως καλυμμένων κατ` επιλογή του ιδρύματος που υποβάλλει τα στοιχεία και με προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα που δεν έχουν καταχωρηθεί ακόμη λογιστικά, αλλά έχουν καλυφθεί ήδη πλήρως μέσω προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον υπολογισμό. Το ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια τη μέθοδο που έχει επιλέξει,
(v) του ποσού που αντιστοιχεί στο καθαρό σταθμισμένο με το συντελεστή δέλτα, ισοδύναμο του συνόλου των δικαιωμάτων προαίρεσης σε συνάλλαγμα και χρυσό,
(vi) της αγοραίας αξίας των υπόλοιπων κατηγοριών δικαιωμάτων προαίρεσης, εκτός εκείνων σε συνάλλαγμα και σε χρυσό,
(vii) μετά από έγκριση των αρμόδιων αρχών, οι διαρθρωτικές θέσεις, που ένα ίδρυμα έχει λάβει ειδικά για να αντισταθμίσει την πιθανή αρνητική επίπτωση μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών επί του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, μπορούν να εξαιρεθούν κατά τον υπολογισμό της ανοικτής συναλλαγματικής θέσης.
Η ίδια μεταχείριση και με τους ίδιους όρους μπορεί να επιφυλάσσεται στις θέσεις που έχει ένα ίδρυμα, οι οποίες αφορούν στοιχεία ήδη εκπεσθέντα κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
“β. Οι καθαρές θετικές και αρνητικές θέσεις σε κάθε νόμισμα, εκτός της δραχμής, και η καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε χρυσό μετατρέπονται σε δραχμές με βάση τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες.”
Οι θέσεις αυτές αθροίζονται χωριστά για να προκύψουν οι συνολικές καθαρές θετικές και αρνητικές συναλλαγματικές θέσεις αντίστοιχο. Το μεγαλύτερο από αυτά τα δύο σύνολα αποτελεί τη συνολική καθαρή συναλλαγματική θέση του ιδρύματος.”Κατά τον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης ανά νόμισμα και της καθαρής θέσης σε χρυσό, τα ιδρύματα δύνανται, με την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, να χρησιμοποιούν την καθαρή παρούσα αξία των στοιχείων.”
Oι καθαρές θέσεις σε σύνθετα νομίσματα δύνανται να διαχωρίζονται με βάση τα επί μέρους νομίσματα. με τις εκάστοτε ισχύουσες αναλογίες.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
3. Κατά παρέκκλιση από τα ανωτέρω, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν ή να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, στα ιδρύματα τη χρησιμοποίηση των ακόλουθων διαδικασιών:
α. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα για θέσεις σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα να υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις, χαμηλότερες από εκείνες που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Ειδικότερα η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη της αντιστοιχισμένης θέσης σε δύο στενά συσχετιζόμενα νομίσματα ισούται με το τέσσερα τοις εκατό (4%) της αξίας της αντιστοιχισμένης θέσης. Αντίθετα, ηκεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη τόσο των μη αντιστοιχισμένων θέσεων σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα όσο και όλων των θέσεων στα άλλα νομίσματα, ανέρχετσι σε οκτώ τοις εκατό (8%), πολλαπλασιαζόμενο επί το μεγαλύτερο ποσό ανάμεσα στο άθροισμα των καθαρών θετικών και το άθροισμα των καθαρών αρνητικών θέσεων στα νομίσματα αυτά, ύστερα από την αφαίρεση των αντιστοιχισμένων θέσεων στα στενά συσχετιζόμενανομίσματα.
Δύο νομίσματα λογίζονται ως στενά συσχετιζόμενα όταν η πιθανότητα ζημίας υπολογιζόμενη με βάσει ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για το προηγούμενα τρία ή πέντε χρόνια (περίοδοςπαρακολούθησης), που θα προκύψει σε ίσες και αντίθετες θέσεις στανομίσματα κατά τις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες (περίοδοςδιακράτησης), δηλαδή:
(i) τέσσερα τοις εκατό (4%)ή λιγότερο της δραχμικής αξίας της συγκεκριμένης αντιστοιχισμένης θέσης. ανέρχεται τουλάχιστον στο ενενήντα εννέα τοις εκατό (99%) επίπεδο εμπιστοσύνης), όταν χρησιμοποιείται τριετής περίοδος παρακολούθησης,
(ii) ή τουλάχιστον στο ενενήντα πέντε ταις εκατό (95%), όταν η περίοδος αυτή είναι πενταετής.
“β. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική μέθοδο κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη έναντι του κινδύνου τιμών συναλλάγματος. Η κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει από τη μέθοδο αυτή πρέπει να επαρκεί ώστε να υπερκαλύπτεται το δύο τοις εκατό (2%) της καθαρής ανοικτής θέσης, όπως αυτή μετράται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και, βάσει μιας ανάλυσης των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε όλες τις κυλιόμενες περιόδους δέκα εργάσιμων ημερών κατά τα τελευταία τρία χρόνια, για να καλύπτεται η πιθανή ζημιά κατά το 99% ή περισσότερο του χρονικού διαστήματος.
Η εναλλακτική μέθοδος που περιγράφεται στο παρόν σημείο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) ο τύπος υπολογισμού και οι συντελεστές συσχέτισης καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάλυσή τους για τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και
(ii) οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά τους συντελεστές συσχέτισης υπό το φως των εξελίξεων στις αγορές συναλλάγματος.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 Ν.2937/2001, ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
4. Οι αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση, μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα την αφαίρεση θέσεων σε νομίσματα που εμπίπτουν σε νομικά δεσμευτική διακρατική συμφωνία για τον περιορισμό της διακύμανσης τους προς άλλα νομίσματα που καλύπτονται από την ίδια συμφωνία, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που εφαρμόζουν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις αντιστοιχισμένες θέσεις στα νομίσματα αυτά είναι ίσες τουλάχιστον προς το πενήντα τοις εκατό (50%) της μέγιστης αποδεκτής διακύμανσης που καθορίζεται στη συμφωνία. Οι μη αντιστοιχισμένες θέσεις στα νομίσματα αυτά αντιμετωπίζονται όπως και οι θέσεις σε νομίσματα που δεν υπάγονται στη διακρατική συμφωνία.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη έναντι του κινδύνου από αντιστοιχισμένες θέσεις στα νομίσματα των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ισούται με το ένα κόμμα έξι τοις εκατό (1,6%) της αξίας των αντιστοιχισμένων αυτών θέσεων.
5. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις μεθόδους που επιβάλλουν ή επιτρέπουν σε σχέση με τις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4.
Άρθρο 37α
Κίνδυνος από θέσεις σε εμπορεύματα
Α. Γενικά
1. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων κάθε θέση σε εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων εκφράζεται σε τυποποιημένες μονάδες μέτρησης. Η τρέχουσα τιμή κάθε εμπορεύματος μετατρέπεται σε δραχμές με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία.
2. Οι θέσεις του ιδρύματος σε χρυσό ή σε παράγωγα μέσα χρυσού θεωρούνται ότι ενέχουν συναλλαγματικό κίνδυνο και η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη έναντι του κινδύνου αγοράς υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 ή 37Β του παρόντος νόμου.
3. Οι θέσεις που είναι καθαρώς χρηματοδοτήσεις αποθεμάτων εξαιρούνται μόνον από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
4. Οι κίνδυνοι επιτοκίου και συναλλάγματος που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του γενικού κινδύνου των διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων και στον υπολογισμό του κινδύνου τιμών συναλλάγματος, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στα άρθρα 35 και 37 αντίστοιχα του παρόντος νόμου.
5. Τα ιδρύματα λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την κάλυψη έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας, που ενδέχεται να υπάρχει σε ορισμένες αγορές, στην περίπτωση που η αρνητική (short) θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από την θετική (long) θέση.
6. Έκταση εφαρμογής: Εάν ένα ίδρυμα μεταβιβάζει είτε εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας εμπορευμάτων μέσω συμβάσεων επαναγοράς (repos) είτε δανείζει εμπορεύματα μέσω συμβάσεων δανειοδοσίας εμπορευμάτων, τα εμπορεύματα αυτά περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της κεφαλαιακής του απαίτησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
7. Θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα: Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν τις παρακάτω θέσεις ως θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα:
α) θέσεις σε διαφορετικές υποκατηγορίες εμπορευμάτων, σε περιπτώσεις που είναι δυνατή η παράδοση μιας υποκατηγορίας έναντι άλλης, και
β) θέσεις σε ομοειδή εμπορεύματα, εάν είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους και εφόσον είναι δυνατόν να καταδειχθεί σαφώς ελάχιστη συσχέτιση ύψους 0,9 μεταξύ των διακυμάνσεων των τιμών στη διάρκεια ενός (1) τουλάχιστον έτους.
8. Παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων: κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη έναντι του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα, τα ιδρύματα συνυπολογίζουν τις θέσεις τους σε παράγωγα μέσα, σύμφωνα με τα ακόλουθα:
α) Οι θέσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις και προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης εμπορευμάτων ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης σαν ονομαστικά/πλασματικά (notional) ποσά εκφρασμένα στην τυποποιημένη μονάδα μέτρησης και με προθεσμία λήξης την ημερομηνία λήξης των συμβάσεων.
β) Οι θέσεις σε συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων με ένα μέρος σε σταθερές τιμές και το άλλο σε τρέχουσες τιμές κατατάσσονται στον Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου σαν σειρά θέσεων ίσων προς το ονομαστικό/πλασματικό ποσό της σύμβασης. Κάθε πληρωμή είναι μία θέση που κατατάσσεται στο κατάλληλο διάστημα λήξης του Πίνακα 1. Οι θέσεις είναι θετικές (long), εάν το ίδρυμα πληρώνει σταθερές τιμές και εισπράττει κυμαινόμενες και αρνητικές (short), εάν το ίδρυμα εισπράττει σταθερές τιμές και πληρώνει κυμαινόμενες τιμές.
Οι συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων στις οποίες τα δύο μέρη της συναλλαγής αφορούν διαφορετικά εμπορεύματα κατατάσσονται στα σχετικά διαστήματα λήξης σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού σε συνάρτηση με τη ληκτότητα.
γ) Οι θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων ή επί παραγώγων μέσων επί εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως θέσεις ισόποσες με την αξία του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται το δικαίωμα, σταθμισμένες με το συντελεστή δέλτα του δικαιώματος προαίρεσης.
Ως συντελεστής δέλτα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά εκείνος ο οποίος: (i) χρησιμοποιείται και από το χρηματιστήριο στο οποίο γίνεται η διαπραγμάτευση του δικαιώματος προαίρεσης ή (ii) υπολογίζεται από το ίδιο το ίδρυμα. Ο συντελεστής δέλτα που υπολογίζει το ίδιο το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον εάν δεν υπάρχει άλλος διαθέσιμος συντελεστής ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις δικαιωμάτων προαίρεσης υπό την προϋπόθεση ότι η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρούν το μοντέλο υπολογισμού ως ικανοποιητικό.
Οι θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης επιτρέπεται να συμψηφίζονται με αντίθετες θέσεις σε πανομοιότυπο υποκείμενο εμπόρευμα ή πανομοιότυπα παράγωγα μέσα.
δ) Τίτλοι επιλογής (warrants): η μέθοδος υπολογισμού των θέσεων σε τίτλους επιλογής που αφορούν εμπορεύματα είναι η ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τα δικαιώματα προαίρεσης.
Β. Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων
9. Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, γενικά ή μεμονωμένα να χρησιμοποιούν: α) είτε τη μέθοδο που βασίζεται στη ληκτότητα (maturity ladder approach), β) είτε την απλουστευμένη μέθοδο (simplified approach).
10. Υπολογισμός σε συνάρτηση με τη ληκτότητα: η κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται χωριστά για κάθε εμπόρευμα, σύμφωνα με τα ακόλουθα:
α) Το ίδρυμα κατατάσσει όλες τις θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα, αλλά και τις θεωρούμενες ως θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, στο κατάλληλο διάστημα λήξης του Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου. Τα φυσικά αποθέματα κατατάσσονται στο πρώτο διάστημα λήξης.
β) Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων που είναι ή θεωρούνται, βάσει της παραγράφου 7, θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα και την κατάταξή τους στο κατάλληλο διάστημα λήξης επί καθαρής βάσεως, προκειμένου για:
(i) θέσεις σε συμβάσεις που λήγουν την ίδια ημέρα και
(ii) θέσεις σε συμβάσεις που λήγουν μέσα σε δέκα (10) ημέρες, εάν οι συμβάσεις αυτές διαπραγματεύονται σε αγορές που καθορίζουν καθημερινά ημερομηνίες παράδοσης.
γ) Το ίδρυμα αθροίζει για κάθε διάστημα λήξης τις θετικές και αρνητικές θέσεις. Το ποσό των θετικών (αρνητικών) θέσεων που αντιστοιχίζεται έναντι των αρνητικών (θετικών) θέσεων σε κάθε διάστημα λήξης αποτελεί την αντιστοιχισμένη θέση σε αυτό το διάστημα. Η εναπομένουσα θετική ή αρνητική θέση αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα λήξης (unmatched position).
δ) Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης σε δεδομένο διάστημα λήξης που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης αρνητικής (θετικής) θέσης στο επόμενο διάστημα λήξης αποτελεί την αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ των δύο διαστημάτων λήξης. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θετικής ή αρνητικής θέσης το οποίο δεν αντιστοιχίζεται κατ` αυτόν τον τρόπο, αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη θέση.
ε) Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση τον Πίνακα 1 του παρόντος άρθρου:
(i) Άθροισμα των αντιστοιχισμένων θετικών και αρνητικών θέσεων πολλαπλασιασμένο με τον κατάλληλο συντελεστή διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), που αναφέρεται στη στήλη 2 του Πίνακα 1, για κάθε διάστημα λήξης και με την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος.
(ii) αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ δύο διαστημάτων λήξης για κάθε διάστημα λήξης στο οποίο μεταφέρεται μία μη αντιστοιχισμένη θέση πολλαπλασιασμένη με το συντελεστή μεταφοράς (carry rate) 0,6% και επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος.
(iii) εναπομένουσες μη αντιστοιχισμένες θέσεις, πολλαπλασιασμένες με το συντελεστή μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) 15% και επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος.
11. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε εμπόρευμα, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο.
12. Υπολογισμός με βάση την απλουστευμένη μέθοδο:
Για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης με βάση την απλουστευμένη μέθοδο, το ποσό κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις υπερβαίνουν τις αρνητικές (θετικές) θέσεις του ιδρύματος στο ίδιο εμπόρευμα ή θεωρούνται, βάσει της παραγράφου 7, θέσεις στο ίδιο εμπόρευμα και σε πανομοιότυπες προθεσμιακές συμβάσεις, τίτλους επιλογής και πανομοιότυπα δικαιώματα προαίρεσης αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του σε κάθε εμπόρευμα.
Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος για κάθε εμπόρευμα υπολογίζεται ως το άθροισμα των ακόλουθων ποσών:
α) 15% της καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος,
β) 3% της μικτής θέσης, θετικής συν αρνητικής, επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος.
13. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε εμπόρευμα, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο.
Γ. Ειδικές διαδικασίες σε παράγωγα μέσα
14. Κατά παρέκκλιση από τη μέθοδο των συστατικών στοιχείων, η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του κινδύνου εμπορεύματος που προκύπτει είτε από θέσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων είτε από θέσεις σε παραχωρηθέντα δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων, που διαπραγματεύονται σε χρηματιστήριο, επιτρέπεται να είναι ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margin), που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, κρίνουν αφ` ενός μεν ότι το ποσό αυτό αποτελεί ορθό μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τις εν λόγω συμβάσεις και αφ` ετέρου ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει με την προαναφερθείσα μέθοδο υπολογισμού ή τη μέθοδο των εσωτερικών μοντέλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37β του παρόντος νόμου. Στα αποκτηθέντα δικαιώματα προαίρεσης, είτε διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο είτε όχι, η κεφαλαιακή απαίτηση επιτρέπεται να ισούται με την απαίτηση που καθορίζεται για το υποκείμενο εμπόρευμα, εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης.
Στα εξωχρηματιστηριακά παραχωρηθέντα δικαιώματα προαίρεσης επιτρέπεται ο καθορισμός της κεφαλαιακής απαίτησης σε συνάρτηση με το υποκείμενο εμπόρευμα.
Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν, επίσης, τους όρους και τις προϋποθέσεις για την κατάλληλη κάλυψη και των άλλων κινδύνων που προκύπτουν από θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης, εκτός από τον κίνδυνο που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα.
Δ. Μεταβατικές διατάξεις
15. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 14 του παρόντος άρθρου και έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του κινδύνου που προκύπτει από θέσεις σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, που εκκαθαρίζονται από αναγνωρισμένο γραφείο συμψηφισμού, επιτρέπεται να είναι ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margin), την καταβολή των οποίων απαιτεί το γραφείο συμψηφισμού, εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, κρίνουν αφ` ενός μεν ότι το ποσό αυτό αποτελεί ορθό μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τις εν λόγω συμβάσεις και αφ` ετέρου δε ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή με τις διατάξεις του άρθρου 37β του παρόντος νόμου.
16. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τα ιδρύματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), μεταφοράς (carry rate) και μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) που καθορίζονται στον κατωτέρω Πίνακα 2 αντί εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 11, σημείο δ) του παρόντος άρθρου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε εμπορεύματα,
β) διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο εμπορευμάτων,
γ) δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν Εσωτερικά μοντέλα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για την κάλυψη του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37Β του παρόντος νόμου.
17. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται με Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα πιστωτικά ιδρύματα και αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τις Ε.Π.Ε.Υ..
Πίνακας 1
Διάρκεια προθεσμιώνΣυντελεστής διαφοράςλήξηςαντιστοιχισμένηςθέσης (spread rate) σε %(1)(2)————————————————————-0 < 1 μήνα1,50
> 1 < 3 μήνες1,50
> 3 < 6 μήνες1,50
> 6 < 12 μήνες1,50
> 1 < 2 έτη1,50
> 2 < 3 έτη1,50
> 3 έτη1,50
Πίνακας 2
άλλαΠολύτιμαπεριλαμβ.Μέταλατων(εκτόςΒασικάΓεωργικάενεργειακώνχρυσού)μέταλλαπροϊόνταπροϊόντων——————————————————————–Συντελεστήςδιαφοράςαντιστοιχι-σμένηςθέσης (%)1,01,21,51,5——————————————————————–Συντελεστήςμεταφορά (%)0,30,50,60,6——————————————————————–Συντελεστής μηαντιστοιχισμέ-νης θέσης (%)8101215——————————————————————–
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
Άρθρο 37β
Εσωτερικά μοντέλα
Άρθρο 37γ
Α. Γενικά
1. Κατά παρέκκλιση από τη μέθοδο των συστατικών στοιχείων (building block approach), τα ιδρύματα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο, επιτρέπεται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη του κινδύνου θέσης, κινδύνου τιμών συναλλάγματος και/ή του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα με δικά τους Εσωτερικά μοντέλα αντί, ή σε συνδυασμό με τις μεθόδους που περιγράφονται στα άρθρα 35, 37 και 37α.
2. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η εκ των προτέρων αναγνώριση των αρμόδιων αρχών για τη χρησιμοποίηση των μοντέλων αυτών για σκοπούς κεφαλαιακής επάρκειας.
Β. Ποιοτικά κριτήρια
3. Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην αναγνώριση μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος βασίζεται σε υγιείς αρχές, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και κυρίως πληρούνται τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:
α) Το εσωτερικό μοντέλο μέτρησης κινδύνων εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις αναφορές προς τη διοίκηση του ιδρύματος σχετικά με το ύψος των ανοιγμάτων.
β) Το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου κινδύνων, ανεξάρτητη από τις μονάδες διαπραγμάτευσης και απευθείας υπόλογη έναντι της διοίκησης. Η μονάδα ελέγχου ευθύνεται για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές αναφορές για τα αποτελέσματα του μοντέλου μέτρησης των κινδύνων και για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως προς τα όρια διαπραγμάτευσης.
γ) Το διοικητικό συμβούλιο και η διοίκηση του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές αναφορές της μονάδας ελέγχου εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο με επαρκή εξουσία να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος.
δ) Το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα μοντέλα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης των συναλλαγών.
ε) Το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές και ελέγχους αναφορικά με τη συνολική λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων.
στ) Έχει αποδειχθεί ότι τα μοντέλα του ιδρύματος μπορούν να μετρούν τους κινδύνους με ικανοποιητική ακρίβεια.
ζ) Το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τη διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτή καθορίζει.
η) το ίδρυμα διενεργεί, στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανασκόπηση του οικείου συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η ανασκόπηση αυτή αφορά τόσο τις δραστηριότητες των μονάδων διαπραγμάτευσης όσο και της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε ανασκόπηση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων. Η ανασκόπηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη:
(i) την επάρκεια της τεκμηρίωσης σχετικά με το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,
(ii) την ενσωμάτωση των μετρήσεων του κινδύνου αγοράς στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και την ακεραιότητα του συστήματος πληροφόρησης της διοίκησης,
(iii) τη διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των μοντέλων τιμολόγησης και των συστημάτων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης των συναλλαγών,
(iv) την έκταση των κινδύνων αγοράς που λαμβάνουν υπόψη τα μοντέλα και την επικύρωση τυχόν σημαντικών μεταβολών στη διαδικασία μέτρησης των κινδύνων,
(v) την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων για τις ανοικτές θέσεις, την ακρίβεια και καταλληλότητα των υποθέσεων μεταβλητότητας και συσχέτισης, καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,
(vi) τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για την αξιολόγηση της συνέπειας, ενημέρωσης και αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα Εσωτερικά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών των δεδομένων αυτών, και
(vii) τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για την αξιολόγηση των εκ των υστέρων δοκιμαστικών ελέγχων (back-testing) που διενεργούνται για να εκτιμηθεί η ακρίβεια των μοντέλων.
Γ. Προσδιορισμός των παραγόντων κινδύνου αγοράς
4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν το μοντέλο μέτρησης κινδύνου να λαμβάνει υπόψη έναν επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές. Οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται είναι οι ακόλουθες:
α) Για τον κίνδυνο επιτοκίου, το σύστημα μέτρησης κινδύνου περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου που αντιστοιχούν στα επιτόκια για καθένα από τα νομίσματα στα οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει τις καμπύλες απόδοσης χρησιμοποιώντας μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιαστικό κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη απόδοσης διαιρείται σε τουλάχιστον έξι (6) διαστήματα προθεσμιών λήξης, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις της μεταβλητότητας των τιμών σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το σύστημα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο μη πλήρως συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης.
β) Για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος, το σύστημα μέτρησης κινδύνου ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για το χρυσό και για κάθε νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος.
γ) Για τον κίνδυνο από θέσεις σε μετοχικούς τίτλους, το σύστημα χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει σημαντικές θέσεις.
δ) Για τον κίνδυνο από θέσεις σε εμπορεύματα, το σύστημα μέτρησης κινδύνου χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου τουλάχιστον για κάθε εμπόρευμα στο οποίο το ίδρυμα κατέχει σημαντικές θέσεις. Το σύστημα λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο μη πλήρως συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρόμοιων, αλλά όχι πανομοιότυπων εμπορευμάτων, καθώς και του ανοίγματος σε μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές που προέρχονται από μη αντιστοιχισμένες προθεσμίες λήξης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια ελιγμού των διαπραγματευτών όσον αφορά το κλείσιμο των θέσεων.
Δ. Δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος (back-testing)
5. Το ίδρυμα παρακολουθεί την ακρίβεια και την απόδοση του μοντέλου με την εφαρμογή ενός προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Με τον έλεγχο αυτόν, συγκρίνεται για κάθε εργάσιμη ημέρα, η δυνητική ζημία (VaR), η υπολογιζόμενη σύμφωνα με το μοντέλο του ιδρύματος για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου στο τέλος της ημέρας, προς την ημερήσια μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου.
Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου βασίζεται στη σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της αξίας του κατά το πέρας της επόμενης, με την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Τα ιδρύματα λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές.
Ε. Ειδικός κίνδυνος
6. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από θέσεις σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικό μοντέλο, εφόσον κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών αυτό πληροί τους υπόλοιπους όρους του παρόντος άρθρου και επιπλέον:
α) εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,
β) λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου,
γ) αντέχει σε αντίξοες συνθήκες,
δ) επικυρώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογιστεί με ακρίβεια ο ειδικός κίνδυνος. Εάν η διενέργεια του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βασίζεται σε σχετικά υπο-χαρτοφυλάκια, αυτά πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια.
7. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν Εσωτερικά μοντέλα και δεν πληρούν τις διατάξεις της παραπάνω παραγράφου θα υπολογίζουν χωριστά την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.
ΣΤ. Ποσοτικά κριτήρια
8. Για τον υπολογισμό της δυνητικής ζημίας (VaR), τα ακόλουθα κριτήρια πρέπει να πληρούνται:
α) καθημερινός τουλάχιστον υπολογισμός της δυνητικής ζημίας (VaR) χρησιμοποιώντας ένα ενενήντα εννέα τοις εκατό (99%) (percentile) μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης (one-tailed confidence interval) και περίοδο διακράτησης (holding period) ισοδύναμη με δέκα (10) ημέρες,
β) πραγματική περίοδος παρατήρησης (observation period) τουλάχιστον ενός (1) έτους, εκτός εάν δικαιολογείται βραχύτερο διάστημα λόγω σημαντικής έξαρσης της αστάθειας των τιμών,
γ) τριμηνιαία ενημέρωση των δεδομένων,
δ) τα ιδρύματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, εμπειρικές συσχετίσεις εντός και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, εφόσον το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των συσχετίσεων βασίζεται σε υγιείς αρχές και εφαρμόζεται με ακεραιότητα,
ε) το μοντέλο λαμβάνει υπόψη με ακρίβεια όλους τους ουσιαστικούς κινδύνους τιμών από θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης και σε εξομοιούμενα με δικαιώματα μέσα και ότι οι μη καλυπτόμενοι από το μοντέλο κίνδυνοι καλύπτονται με επαρκή ίδια κεφάλαια.
Ζ. Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων
9. Κάθε ίδρυμα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το υψηλότερο ποσό της δυνητικής ζημίας (VaR) της προηγούμενης ημέρας, που υπολογίστηκε σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο, και το μέσο όρο των ημερήσιων δυνητικών ζημιών για καθεμία από τις εξήντα (60) προηγούμενες εργάσιμες ημέρες, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή τρία (3).
10. Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή (plus factor) ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον Πίνακα, ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες διακόσιες πενήντα (250) εργάσιμες ημέρες, όπως αποδεικνύεται από το πρόγραμμα για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.
Πίνακας
Αριθμός υπερβάσεωνΣυμπληρωματικός συντελεστής(Plus factor)λιγότερες από 50,00———————————————————-50,40
60,50
70,65
80,75
90,85
10 ή περισσότερες1,00
α) Τα ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν τις υπερβάσεις με συνέπεια βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου είτε επί πραγματικών είτε επί υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μίας (1) ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου, που υπερβαίνει το μέτρο της δυνητικής ζημίας (VaR) που προκύπτει από το μοντέλο του ιδρύματος.
β) Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο.
γ) Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε μεμονωμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να άρουν την υποχρέωση προσαύξησης του πολλαπλασιαστικού συντελεστή με το συμπληρωματικό συντελεστή του Πίνακα, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι η αύξηση είναι αδικαιολόγητη και το μοντέλο βασίζεται σε υγιείς αρχές.
δ) Τα ιδρύματα κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές και οπωσδήποτε εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις που διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος και οι οποίες σύμφωνα με τον Πίνακα επιφέρουν αύξηση του συμπληρωματικού συντελεστή.
ε) Εάν, λόγω πολυάριθμων υπερβάσεων, καταδειχθεί ότι το μοντέλο δεν είναι επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την αναγνώρισή του ή επιβάλλουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων προς άμεση βελτίωσή του.
στ) Οι εποπτικές αρχές δύνανται να προσαυξάνουν τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή λαμβάνοντας υπόψη και τη λειτουργικότητα των ποιοτικών κριτηρίων.
11. Για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, εφόσον το μοντέλο του ιδρύματος πληροί τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, το ίδρυμα αυξάνει την κεφαλαιακή του απαίτηση, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους 9 και 10, προσαυξάνοντας το ποσό που αντιστοιχεί:
α) είτε στην αναλογία ειδικού κινδύνου της δυνητικής ζημίας (VaR) που πρέπει να υπολογίζεται χωριστά, σύμφωνα με τις εποπτικές οδηγίες, είτε κατ` επιλογή του ιδρύματος.
β) στη δυνητική ζημία (VaR) των υποχαρτοφυλακίων χρεωστικών και μετοχικών τίτλων που ενέχουν ειδικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή τα ιδρύματα προσδιορίζουν εκ των προτέρων τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου και δεν τη μεταβάλλουν χωρίς τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.
12. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση της προσαύξησης που προβλέπεται στην παράγραφο 11, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, το μοντέλο που χρησιμοποιεί λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος (enent risk) και τον κίνδυνο υπερημερίας (default risk) για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους του.
13. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται με Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, και αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τις Ε.Π.Ε.Υ..
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 10 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
Άρθρο 38
Ίδια κεφάλαια
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.11 άρθρ.92Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007
1. Τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζονται σύμφωνα με την Π.Δ./Τ.Ε. 2053/18.3.92 (ΦΕΚ 49 Α΄), της Πράξης αυτής εφαρμοζόμενης αναλόγως για τις Ε.Π.Ε.Υ. με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Για την εκπλήρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτουν από τα οριζόμενα στα άρθρα 33, 35, 36, 37, 37α και 37β, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τον παρακάτω ορισμό ιδίων κεφαλαίων, ο οποίος περιλαμβάνει σωρευτικά τα ακόλουθα στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίζονται στην ΠΔ/ΤΕ 2053/18.3.92 (ΦΕΚ 49 Α`)”.
α. Τα ίδια κεφάλαια της ανωτέρω Πράξης.
β. Τα καθαρά κέρδη του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, απαλλαγμένα από προβλεπόμενες οφειλές ή μερίσματα, ζημίες από άλλες δραστηριότητες, εφόσον δεν έχουν συμπεριληφθεί κατά τον υπολογισμό του ανωτέρω σημείου α.
γ. Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που έχουν πλήρως καταβληθεί, εφόσον η αρχική διάρκειά τους είναι μεγαλύτερη των δύο (2) ετών.
Οι ανωτέρω δανειακές συμβάσεις δεν επιτρέπεται, χωρίς τη ρητή άδεια των αρμόδιων αρχών, να περιέχουν ρήτρα πρόωρης εξόφλησης του κεφαλαίου πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία εξόφλησης, εκτός των περιπτώσεων της λύσης και εκκαθάρισης του ιδρύματος.
Η εξόφληση των ανωτέρω δανείων, κατά κεφάλαιο ή τόκους, δεν επιτρέπεται, αν συνεπάγεται μείωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε ποσοστό μικρότερο του εκατό τοις εκατό (100%) των συνολικών κεφαλαιακώναπαιτήσεων, που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου.
Η εξόφληση δανείων μειωμένης εξασφάλισης, που συνεπάγεται τη μείωση του ποσοστού ιδίων κεφαλαίων σε ποσοστό μικρότερο του εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεών του, επιτρέπεται μόνο με την άδεια των αρμόδιων αρχών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
3. Το ανώτατο ύψος των ανωτέρω δανείων μειωμένης εξασφάλισης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 150% των κεφαλαίων που προορίζονται για την εκπλήρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτουν από τα οριζόμενα στα άρθρα 33, 35, 36, 37, 37α και 37β.
Οι αρμόδιες αρχές δικαιούνται, μετά από αίτηση ενός ενδιαφερόμενου ιδρύματος και εφόσον το κρίνουν σκόπιμο από άποψη Εποπτείας, να επιτρέπουν την υπέρβαση του ανώτατου ορίου των δανείων μειωμένης εξασφάλισης, εάν το σύνολό τους, συνυπολογιζομένων και των στοιχείων που αναφέρονται κατωτέρω στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, δεν υπερβαίνει το διακόσια πενήντα τοις εκατό (250%) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη των ανωτέρω κινδύνων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.
4. Με την άδεια των αρμόδιων αρχών, επιτρέπεται η αντικατάσταση των δανείων μειωμένης εξασφάλισης της παραγράφου 2 (γ) ανωτέρω, με τα ακόλουθα συμπληρωματικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά ορίζονται στο Κεφάλαιο Ι της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/92:
α. Αποθεματικά από την αναπροσαρμογή παγίων στοιχείων του ενεργητικού.
β. Διορθώσεις αξίας απαιτήσεων κατά πιστωτικών ιδρυμάτων και πελατών, ομολογιών, μετοχών και άλλων τίτλων μεταβλητής απόδοσης, που δεν αποτελούν πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία και δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους.
γ. Τίτλοι μη καθορισμένης διάρκειας που πληρούν σωρευτικά και τις προϋποθέσεις α΄ – δ΄ της Γ3 παραγράφου του Κεφ. Ι της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/92.
δ. Προνομιούχες μετοχές που παρέχουν το δικαίωμα σωρευτικού μερίσματος, Γ3 ii & Γ4 i της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/92, μη καθορισμένης ή καθορισμένης διάρκειας ή λήξης τους μεγαλύτερης των πέντε (5) ετών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. Γ4 ii της ανωτέρω Πράξης.
5. Κατά τον υπολογισμό του εναλλακτικού ορισμού των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων κατά τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, δύνανται να αφαιρούνται τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:
α. Ενσώματα πάγια στοιχεία ενεργητικού πλην γηπέδων και κτιρίων ενυπόθηκων για εξασφάλιση δανείων.
β. Συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένων και των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης σε πιστωτικά ιδρύματα, ή ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, ανεξάρτητα αν συμπεριλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια αυτών των ιδρυμάτων.
Οι εν λόγω συμμετοχές και οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης δεν αφαιρούνται αν έχουν ήδη αφαιρεθεί κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία έχουν επενδυθεί και εφόσον καλύπτουν τις προϋποθέσεις των εδαφίων α΄ και β΄ της Δ παραγράφου του Κεφ. Ι της Π.Δ./Τ.Ε. 2053/92.
Όταν οι συμμετοχές σε ομοειδή ιδρύματα ή επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν χαρακτήρα προσωρινό με σκοπό την οικονομική ενίσχυση και αναδιοργάνωση και εξυγίανση των τελευταίων, η υπαγωγή τους στα αφαιρετικά μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού δεν υφίσταται και δύνανται τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα να τα συνυπολογίζουν κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων τους.
γ. Συμμετοχές και λοιπές επενδύσεις σε ιδρύματα εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα, εάν ο δείκτης εμπορευσιμότητας των εταιρικών τους μεριδίων παραμένει για εύλογο χρονικό διάστημα ιδιαίτερα χαμηλός.
δ. Ζημίες θυγατρικών επιχειρήσεων, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 42 Ε παρ. 5 εδάφ. α΄ του Κ.Ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύει.
ε. Καταθέσεις εκτός εκείνων που το προσεχές τρίμηνο προβλέπεται να αποδοθούν βάσει έγκυρων λογιστικών στοιχείων. Εξαιρούνται επίσης οι πληρωμές με τη μορφή περιθωρίων (margins) για προθεσμιακές συμβάσεις ή συμβάσεις προαιρέσεων.
στ. Δάνεια εκτός εκείνων που προβλέπεται να εξοφληθούν στο προσεχές τρίμηνο.
ζ. Υλικά αποθέματα, εκτός και αν υπόκεινται σε αναλόγου ύψους κεφαλαιακές απαιτήσεις, που αφορούν συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2053/18.3.92 και 2054/18.3.92 (ΦΕΚ 49 Α΄).
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΑΥΛΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 39
Έκδοση άυλων μετοχών και τροπή ενσώματων μετοχών σε άυλες
Εφεξής, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα, για τις εισαγόμενες και τις εκάστοτε εισηγμένες σε χρηματιστήριο που λειτουργεί στην Ελλάδα μετοχές ελληνικών ανωνύμων εταιριών δεν εκδίδονται τίτλοι και οι υφιστάμενοι τίτλοι παύουν να ενσωματώνουν μετοχικά δικαιώματα αλλά οι μετοχές αυτές καταχωρίζονται, χωρίς αύξοντες αριθμούς, στα αρχεία της Ανώνυμης Εταιρείας Αποθετηρίων Τίτλων (άυλες μετοχές) και παρακολουθούνται με καταχωρίσεις στα αρχεία αυτά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.13 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
Άρθρο 40
Εισαγόμενες μετοχές
1. Κατά το χρόνο που εκκρεμεί αίτηση εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), δεν εκδίδονται τίτλοι για τις μετοχές ανώνυμης εταιρίας, οι οποίες υφίστανται κατά την υποβολή της αιτήσεως,χωρίς να υφίστανται γι΄ αυτές τίτλοι, ή προέρχονται, κατά το χρόνο που εκκρεμεί η αίτηση, από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Μετά την αποδοχή της αιτήσεως. για τις μετοχές αυτές η ανώνυμη εταιρία, χωρίς να εκδώσει τίτλους: α) εάν αυτές είναι ανώνυμες, διαβιβάζει στην Ανώνυμη Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων (ΑΕΑΠΟΘ) για καταχώριση στα αρχεία της τελευταίας κατάσταση μετόχων και μετοχών, β) εάν αυτές είναι ονομαστικές. γνωστοποιεί στην ΑΕΑΠΟΘ τις οικείες εγγραφές στα βιβλία της για καταχώριση στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως, η ανώνυμη εταιρία εκδίδει τίτλους για τις μετοχές αυτές
2. Εφόσον υπάρχει, κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 20, 21 και 22 του άρθρου 14 του Ν. 2166/1993, απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί παρεκκλίσεως από τις προϋποθέσεις που τίθενται στην περίπτωση 4 της παραγράφου Ι του άρθρου 3 του Π.Δ/τος 350/1985, κατά το χρόνο που εκκρεμεί αίτηση εισαγωγής στο Χ.Α.Α, μετοχών ανώνυμης εταιρίας μπορεί να αρθεί η υφιστάμενη κατά την υποβολή της αιτήσεως ενσωμάτωση σε τίτλους μετοχών των οποίων ζητείται η εισαγωγή, εάν μέτοχοι παραδώσουν στην ανώνυμη εταιρία τίτλους των μετοχών τους αυτών μαζί με σχετική έγγραφη δήλωση τους. οπότε, χωρίς άλλη διατύπωση, αίρεται η ενσωμάτωση των μετοχών αυτών σε τίτλους. Μετά την αποδοχή της αιτήσεως, η ανώνυμη εταιρία ακυρώνει τους τίτλους που έχουν παραδοθεί κατά τα ανωτέρω, για δε τις μετοχές των οποίων η ενσωμάτωση σε τίτλους έχει αρθεί: α) εάν αυτές είναι ανώνυμες, διαβιβάζει στην ΑΕΑΠΟΘ για καταχώριση στα αρχεία της τελευταίας κατάσταση μετόχων και μετοχών, β) εάν αυτές είναι ονομαστικές, γνωστοποιεί στην ΑΕΑΠΟΘ τις οικείες εγγραφές στα βιβλία της για καταχώριση στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως, λήγει η άρση της ενσωματώσεως και η ανώνυμη εταιρία για τις μετοχές αυτές παραδίδει τίτλους, είτε από τους παλαιούς, που έχουν παραδοθεί σε αυτήν κατά τα ανωτέρω, είτε, εάν είναι αναγκαίο, νέους, εκδιδόμενους σε αντικατάσταση παλαιών.
3. Η καταχώριση στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ, κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, περιλαμβάνει και την τυχόν υφιστάμενη επικαρπία ή ενέχυρο μετοχών, περί των οποίων η ανώνυμη εταιρία ενημερώνει την ΑΕΑΠΟΘ.
Άρθρο 41
Εισηγμένες ενσώματες μετοχές
Οι εισηγμένες, κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού, στο Χ.Α.Α. μετοχές ανωνύμων εταιριών, καθώς και οι εφεξής εισαγόμενες (εισηγμένες ενσώματες μετοχές) καταχωρίζονται στα αρχεία της Α.Ε.ΑΠΟΘ. κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 42 έως και 44. Η καταχώριση περιλαμβάνει, εκτός εάν γίνεται κατόπιν εκποίησης κατά το άρθρο 44, και τυχόν υφιστάμενη επικαρπία δικαιώματος ή ενέχυρο σε δικαίωμα. Η Α.Ε.ΑΠΟΘ. καταρτίζει πρόγραμμα, στο οποίο ορίζεται η ημερομηνία μετατροπής για κάθε εταιρία και κατηγορία μετοχών. Από την ημερομηνία μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 39, οι μετοχικοί τίτλοι παύουν να ενσωματώνουν μετοχικά δικαιώματα.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ. 2 άρθρ.9 Ν.2651/1998 Α 248.
Άρθρο 42
Ενσώματες ανώνυμες μετοχές
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
1. Η εκδότρια εταιρία, μόλις ειδοποιηθεί από την Α.Ε.ΑΠΟΘ. για την ημερομηνία μετατροπής των μετοχών της, καλεί αμελλητί τους μετόχους της να παραδώσουν τους ανώνυμους μετοχικούς τίτλους (μετοχές ή αποθετήρια έγγραφα) και να δηλώσουν τα πλήρη στοιχεία τους προκειμένου αυτά να διαβιβασθούν στην Α.Ε.ΑΠΟΘ. και τους παρέχει πληροφόρηση ως προς τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης παράδοσης των μετοχών τους. Η πρόσκληση προς τους μετόχους γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
2. Η εκδότρια εταιρία ακυρώνει τους παραληφθέντες τίτλους και παραδίδει στην Α.Ε.ΑΠΟΘ. τα αποθετήρια που παρέλαβε. Κατά την ημερομηνία μετατροπής, παραδίδει στην Α.Ε.ΑΠΟΘ κατάσταση και αρχείο σε μαγνητικό μέσο με τα στοιχεία των μετόχων και την ποσότητα των μετοχών που έκαστος κατέχει. Η Α.Ε.ΑΠΟΘ. καταχωρίζει τα στοιχεία στα αρχεία της και ακυρώνει τα αποθετήρια που παρέλαβε. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται επί έξι (6) μήνες μετα από την ημερομηνία μετατροπής και κατά τη λήξη της προθεσμίας αυτής το μη εμφανισθέν ποσό των μετοχών εκποιείται σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος.
Άρθρο 43
Ενσώματες ονομαστικές μετοχές
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
1. Οι Ενσώματες ανώνυμες μετοχές που δεν κατατέθηκαν στην εκδότρια εταιρία εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία μετατροπής υπόκεινται σε εκποίηση μέσω χρηματιστηρίου.
2. Οι υποκείμενες σε εκποίηση μετοχές εκποιούνται με επιμέλεια της εκδότριας εταιρίας, ελεύθερες από κάθε δικαίωμα ή επιβάρυνση. Το προϊόν της εκποίησης κατατίθεται από την εκδότρια εταιρία στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στη διάθεση των δικαιούχων, στους οποίους αποδίδεται με βάση σχετικό έγγραφο της εκδότριας εταιρίας.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που λαμβάνεται ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., καθορίζονται η διαδικασία εκποίησης των εισηγμένων ενσώματων ανωνύμων μετοχών που δεν κατατέθηκαν στην εκδότρια εταιρεία ή στους εξουσιοδοτημένους από αυτήν χειριστές, οι υποχρεώσεις της εκδότριας εταιρείας για την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας σχετικά με την εκποίηση των μετοχών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με την ίδια ή όμοια απόφαση μπορεί να παρατείνεται η προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 42 και στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως προστέθηκε μετην παρ. 3 άρθρ.11 Ν.2744/1999,ΦΕΚ Α 222/25.10.1999.
4. Μετοχές ανώνυμες που μετετράπησαν σε ονομαστικές και των οποίων ο κύριος παραμένει άγνωστος στην εκδότρια εταιρεία μέχρι την 30ή Ιουνίου 2002 εκποιούνται μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών μετά την ημερομηνία αυτή. Η εκδότρια εταιρεία οφείλει αμελλητί να καλέσει τους δικαιούχους των μετοχών αυτών με πρόσκληση προς αυτούς, που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του Κ.Ν. 2190/ 1920 να παραδώσουν τους ανώνυμους τίτλους τους και να δηλώσουν τα πλήρη στοιχεία τους, προκειμένου να λάβουν ονομαστικές μετοχές της εταιρείας, μέσω του συστήματος άυλων τίτλων. Επίσης τους παρέχει πληροφόρηση ως προς τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης παράδοσης των τίτλων τους. Για την εκποίηση των μετοχών αυτών εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να καθορίζει κάθε άλλο ειδικό θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ.4 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
Άρθρο 44
Παράδοση των τίτλων
1. Εντός προθεσμίας:
α) δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού για τις εισηγμένες κατά την έναρξη αυτή μετοχές ή
β) ενός (1) έτους από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως με την οποία πραγματοποιείται η εισαγωγή τους για τις εφεξής εισαγόμενες και ενσώματες κατά την εισαγωγή τους μετοχές, κάθε μέτοχος υποχρεούται, εφόσον οι τίτλοι των εισηγμένων μετοχών του δεν έχουν προηγουμένως παραδοθεί στο πλαίσιο των άρθρων 42 και 43, να παραδώσει τους τίτλους του (μετοχικούς τίτλους ή αποθετήρια) στον εκδότη τους. Εφόσον απόφαση περί κηρύξεως ανίσχυρων των τίτλων, λόγω κλοπής, απώλειας ή καταστροφής, δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση και αναίρεση, ο μέτοχος υποχρεούται να παραδώσει εντός της κατά περίπτωση προθεσμίας τα σχετικά έγγραφα (εναλλακτικά έγγραφα) στον εκδότη των ανίσχυρων τίτλων. Εφόσον υφίσταται επικαρπία ή ενέχυρο μετοχών, οι επικαρπωτές ή οι κάτοχοι των ενεχυρασμένων τίτλων, αντιστοίχως, υποχρεούνται να παραδώσουν εντός της κατά περίπτωση προθεσμίας τους τίτλους στον εκδότη τους.
2. Η λήξη της κατά περίπτωση προθεσμίας που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο αναστέλλεται:
α) επί μεταβιβάσεως τίτλων λόγω κληρονομιάς ή κληροδοσίας,
β) επί ασκήσεως αιτήσεως περί κηρύξεως τίτλων ανίσχυρων, λόγω κλοπής, απώλειας ή καταστροφής ή
γ) επί κατασχέσεως τίτλων. Η αναστολή αυτή ισχύει μόνο εφόσον, σωρευτικώς:
Α) δεν έχει, κατά την αρχική λήξη της κατά περίπτωση προθεσμίας, παρέλθει εξάμηνο, αντιστοίχως:
α) αφότου έχει τυχόν υπάρξει αποδοχή της κληρονομιάς ή κληροδοσίας,
β) αφότου δεν μπορεί τυχόν να προσβληθεί με έφεση και αναίρεση η απόφαση περί κηρύξεως των τίτλων ανίσχυρων ή
γ) αφότου η κατάσχεση έχει τυχόν παύσει να παράγει έννομες συνέπειες, και
Β) μέσα στον τελευταίο μήνα της κατά περίπτωση προθεσμίας, που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο (ανεξάρτητα από την προηγούμενη, οποτεδήποτε, γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, του εκδότη των τίτλων), αντιστοίχως:
α) έχει παραδοθεί στον εκδότη των τίτλων από πρόσωπο, που ισχυρίζεται ότι απέκτησε, προσωρινά ή οριστικά, τους τίτλους λόγω κληρονομιάς ή κληροδοσίας, σχετική έγγραφη δήλωση του στην οποία προσδιορίζονται ειδικώς οι τίτλοι αυτοί,
β) έχει παραδοθεί στον εκδότη των τίτλων από εκείνον που άσκησε την αίτηση περί κηρύξεως των τίτλων ανίσχυρων αντίγραφο της αιτήσεως του ή
γ) έχει παραδοθεί στον εκδότη των τίτλων από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση τίτλων αντίγραφο σχετικού με την κατάσχεση εγγράφου, υπό τις περαιτέρω, σωρευτικής, προϋποθέσεις ότι και στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ προσδιορίζονται ειδικώς, στα έγγραφα τα οποία παραδίδονται ή σε σχετική έγγραφη δήλωση του παραδίδοντος, οι τίτλοι αυτοί και ότι σε όλες τις περιπτώσεις δηλώνεται κατά την παράδοση εγγράφως από τον παραδίδοντα ότι το άνω εξάμηνο δεν έχει, κατά τη δήλωση, αρχίσει ή ότι το άνω εξάμηνο δεν θα έχει, κατά την αρχική λήξη της κατά περίπτωση προθεσμίας, παρέλθει. Εφόσον ο λόγος της αναστολής αφορά μετοχικούς τίτλους, η εκδότρια εταιρία γνωστοποιεί κάθε περίπτωση στην ΑΕΑΠΟΘ, εφόσον δε αφορά αποθετήρια, η ΑΕΑΠΟΘ γνωστοποιεί κάθε περίπτωση στην εκδότρια εταιρία. Η αναστολή αυτή παύει, σε κάθε περίπτωση, ευθύς ως παρέλθουν δεκαοκτώ (18) μήνες από την αρχική λήξη της κατά περίπτωση προθεσμίας.
3. Επί παραδόσεως μετοχικών τίτλων και εναλλακτικών εγγράφων, η εκδότρια εταιρία ακυρώνει τους τίτλους αυτούς και διαβιβάζει εκάστοτε στην ΑΕΑΠΟΘ για καταχώριση στα αρχεία της τελευταίας σχετική κατάσταση μετόχων και μετοχών, επί δε ονομαστικών μετοχών ενεργεί τις οικείες εγγραφές στα βιβλία της. Επί παραδόσεως αποθετηρίων και εναλλακτικών εγγράφων, η ΑΕΑΠΟΘ ακυρώνει εκάστοτε τα αποθετήρια και τους μετοχικούς τίτλους που αντιστοιχούν σε αυτά και στα εναλλακτικά έγγραφα και καταχωρίζει στα αρχεία της τις μετοχές, επί δε ονομαστικών μετοχών ειδοποιεί την εκδότρια εταιρία, η οποία ενεργεί τις οικείες εγγραφές στα βιβλία της.
Άρθρο 44α
Σημ.: όπως το άρθρο 44α προστέθηκε με το άρθρ.53 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
1. Κατά την αποϋλοποίηση εισηγμένων ονομαστικών μετοχών η εκδότρια εταιρίαδύναται, μη εφαρμοζομένου του άρθρου 12α του Κ.ν. 2190/1920, να νομιμοποιήσειτον μέτοχό της και χωρίς την προσκόμιση του τίτλου, εφόσον αυτός είναιεγγεγραμμένος στο μετοχολόγιό της. Εάν ο μέτοχος ήταν κάτοχος ονομαστικούαποθετηρίου εγγράφου, η εκδότρια εταιρία μπορεί να ζητήσει επιπλέον βεβαίωσηαπό το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, με την οποία θα βεβαιώνεται ότι τοαναφερόμενο στο μετοχολόγιό της αποθετήριο έχει εκδοθεί στο όνομα του μετόχουκαι δεν έχει μεταβιβασθεί
2. Εάν μετά από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκδότριας προκύπτουνκλασματικά υπόλοιπα μετοχών, παρέχεται στους κυρίους αυτών εξάμηνη προθεσμία,από την εισαγωγή των μετοχών προκειμένου είτε να τα διαθέσουν είτε νααποκτήσουν τα υπολειπόμενα κλασματικά υπόλοιπα για το σχηματισμό ακέραιωνμονάδων μετοχών. Εάν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, τα κλασματικάυπόλοιπα εκποιούνται με επιμέλεια της εκδότριας μέσω του ΧρηματιστηρίουΑθηνών και το προϊόν της εκποιήσεως αποδίδεται στους δικαιούχους μετόχους.Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 44 τουνόμου αυτού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει κάθεειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή τηςπαραγράφου αυτής.
Άρθρο 45
Εκποίηση μετοχών
Επί οποιασδήποτε μεταβολής που αφορά τις άυλες μετοχές, ενδεικτικό, μεταβολή της ονομαστικής αξίας, μετατροπή τους σε μετοχές άλλης κατηγορίας, η Α.Ε.ΑΠΟΘ. ενημερώνει τα αρχεία της με βάση ανακοίνωση της εκδότριας εταιρίας.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 46
Αυλες ανώνυμες μετοχές
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
1. Για τη σύμβαση εξωχρηματιστηριακής μεταβίβασης άυλων μετοχών απαιτείται έγγραφος τύπος.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 15 Ν.3756/2009, ΦΕΚ Α 53/31.3.2009.
2. Επί μεταβιβάσεως άυλων μετοχών λόγω κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή οιονεί καθολικής διαδοχής η Α.Ε.ΑΠΟΘ. καταχωρίζει τη μεταβίβαση στα αρχεία της, εφόσον της προσκομισθούν επαρκή, κατά την κρίση της, αποδεικτικά στοιχεία.
3. Προκειμένου περί ιδιωτικού εγγράφου με το οποίο γίνεται εξωχρηματιστηριακή συμβατική μεταβίβαση άυλων μετοχών, απαιτείται να βεβαιώνεται επί του ιδιωτικού εγγράφου από αρμόδια αρχή ότι οι υπογραφές είναι γνήσιες.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 15 Ν.3756/2009, ΦΕΚ Α 53/31.3.2009.
Άρθρο 47
Αυλες ονομαστικές μετοχές
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228), αντικαταστάθηκε πάλιμε την παρ.3 του άρθρου 19 του Ν.2733/1999 (Α 155)
1. Επί άυλων ανώνυμων μετοχών, μέτοχος θεωρείται ο εγγεγραμμένος στα αρχεία του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών.
2. Επί άυλων ονομαστικών μετοχών έναντι της εκδότριας εταιρίας θεωρείται μέτοχος ο εγγεγραμμένος στα αρχεία του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 8β του κ.ν. 2190/1920.
Άρθρο 48
Δήλωση μετόχου για πρόθεση μεταβιβάσεως
Μέτοχος μπορεί με έγγραφη δήλωσή του προς την Α.Ε.ΑΠΟΘ. να δηλώσει άτι προτίθεται να μεταβιβάσει άυλες μετοχές εξωχρηματιστηριακώς σε κατονομαζόμενο πρόσωπο ή να συστήσει υπέρ κατοναμαζομένου προσώπου βάρος επί των μετοχών, μέσα σε οριζόμενο χρονικό διάστημα το πολύ τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση της δηλώσεως στην Α.Ε.ΑΠΟΘ., Εντός του οριζομένου στην έγγραφη δήλωση χρονικού διαστήματος δε μπορεί να γίνει οποιαδήποτε συμβατική διάθεση των μετοχών αυτών, πλην της αναφερόμενης στη δήλωση, εκτός αν ανακληθεί η δήλωση με έγγραφα προς την Α.Ε.ΑΠΟΘ., επί του οποίου διατυπώνεται και η συναίνεση του κατονομαζομένου προσώπου για την ανάκληση. Η δήλωση ενεργεί έναντι πάντων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 49
Επιβάρυνση
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
1. Για τη σύσταση ενεχύρου επί άυλων μετοχών καταχωρημένων στο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής αξιών, που τελεί υπό τη διαχείριση της εταιρείας “ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε.” (Κ.Α.Α.), απαιτείται η επίδοση της σχετικής σύμβασης στο Κ.Α.Α. και η καταχώριση της ενεχύρασης των μετοχών στο σύστημα.
Σχετικό: το άρθρ.3 Ν.3301/2004
2. Για τη σύσταση επικαρπίας επί άυλων μετοχών καταχωρημένων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, απαιτείται έγγραφο, προσκόμισή του στο Κ.Α.Α. και καταχώριση στο σύστημα της σύστασης επικαρπίας επί των μετοχών.
3. Τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων να ενημερώνουν αμελλητί την εκδότρια εταιρία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.4Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
4. Σε περίπτωση κατάσχεσης άυλων μετοχών ισχύουν κατ’ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 982 έως 991 Κ.Πολ.Δ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 967 Κ.Πολ.Δ.
Η εκποίηση μπορεί να γίνεται οποιαδήποτε ημέρα και ώρα που λειτουργεί το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17Ν.2937/2001,ΦΕΚ Α 169/26.7.2001 και με την παρ.5άρθρ.4 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
Άρθρο 50
Βεβαίωση γνησιότητας υπογραφών και νομιμοποιήσεως
Προκειμένου περί ιδιωτικού εγγράφου με το οποίο γίνεται εξωχρηματιστηριακή συμβατική μεταβίβαση αυλών ανωνύμων μετοχών, σύσταση ενεχύρου ή επικαρπίας επί άυλων μετοχών ή, κατά το όρθρο 48, δήλωση ή ανάκληση δηλώσεως, απαιτείται να βεβαιώνεται επί του ιδιωτικού εγγράφου από συμβολαιογράφο: α) ότι οι υπογραφές επί του ιδιωτικού εγγράφου είναι γνήσιες και β) επί αντιπροσώπου, ότι ο υπογράφων νομιμοποιείται. Η σχετική αμοιβή του συμβολαιογράφου είναι πάγια και καθορίζεται εκάστοτε με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.3 του άρθρου 107 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 51
Βεβαιώσεις της ΑΕΑΠΟΘ
1. Η ΑΕΑΠΟΘ βεβαιώνει στο μέτοχο την ιδιότητα του αυτή, τον αριθμό των μετοχών του ολικά ή κατά τμήματα, ως και τις τυχόν επιβαρύνσεις επ΄ αυτών. Η ΑΕΑΠΟΘ χορηγεί σχετική βεβαίωση στο πρόσωπο υπέρ του οποίου είναι καταχωρισμένη ενεχυρίαση ή άλλη επιβάρυνση. Κάθε βεβαίωση της ΑΕΑΠΟΘ κατά το παρόν άρθρο πρέπει να έχει το αντίστοιχο με τον προορισμό της περιεχόμενο.
2. Αν για την άσκηση μετοχικών δικαιωμάτων τα οποία συνδέονται με γενικήσυνέλευση, που συγκλήθηκε, προβλέπεται από το νόμο η προσκόμιση βεβαίωσης απότο φορέα, στα αρχεία του οποίου τηρούνται οι κινητές αξίες εταιρείας πουείναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η σχετική βεβαίωση εκδίδεται χωρίςπροηγούμενη δέσμευση των αντίστοιχων αξιών.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 13 Ν.3884/2010,ΦΕΚ Α 168/24.9.2010.
Άρθρο 52
Διαγραφή από το Χρηματιστήριο
Η αξίωση του μετόχου ανώνυμης εταιρίας για έκδοση μετοχικού τίτλου αναβιώνει εάν η εκδότρια εταιρία διαγραφεί από το Χ.Α.Α..
Άρθρο 53
Φορολογικές διατάξεις
1. Οι φορολογικές απαλλαγές και γενικώς οι απαλλαγές από τέλη και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, οι οποίες ισχύουν για τη μεταβίβαση τίτλων μετοχών ανωνύμων εταιριών, ισχύουν και για τη μεταβίβαση άυλων μετοχών.
2.α. Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 108 του Ν.Δ/τος 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α΄) τίθεται παράγραφος 1α, η οποία έχει ως εξής:
«1α. Απαγορεύεται στην Ανώνυμη Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων να προβαίνει σε οποιαδήποτε καταχώριση στα αρχεία της ή σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για άυλες ανώνυμες μετοχές, εφόσον οι μετοχές αυτές αποτελούν αντικείμενο της κτήσεως κατά το άρθρο 1, εκτός εάν προσαχθεί σ΄ αυτήν το πιστοποιητικό κατ΄ άρθρο 105».
β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 108 του Ν.Δ/τος 118/1973, τροποποιείται ως εξής:
“2. Οσάκις στην κατά το άρθρο 1 κτήση περιλαμβάνονται ονομαστικοί τίτλοι ή άυλες ονομαστικές μετοχές, δεν μπορεί να γίνει μεταβίβαση ή μετατροπή αυτών σε ανώνυμους τίτλους, αν δεν προσκομισθεί το κατά το άρθρο 105 πιστοποιητικό.”
Άρθρο 54
Ανακοινώσεις
Οι πάσης φύσεως ανακοινώσεις που απευθύνονται κατά τον παρόντα νόμο από την ΑΕΑΠΟΘ προς τις εκδότριες εταιρίες και αντίστροφα πρέπει να αποστέλλονται εντός του αντικειμενικώς απαιτούμενου χρόνου.
Άρθρο 55
Απόρρητο
1. Οι καταχωρίσεις στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ που αφορούν άυλες μετοχές είναι απόρρητες, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 1746/1988, όπως αυτή ισχύει. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 15Ν.3842/2010,ΦΕΚ Α 58/23.4.2010
2. Διευθύνοντες Σύμβουλοι, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι της ΑΕΑΠΟΘ, οι οποίοι παρέχουν, με οποιονδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με καταχωρίσεις στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ, οι οποίες αφορούν άυλες μετοχές και των οποίων λαμβάνουν γνώση ως εκ των καθηκόντων τους, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή. Η συναίνεση ή έγκριση του μετόχου ή του προσώπου υπέρ του οποίου έχει καταχωρισθεί ενεχύραση ή άλλη επιβάρυνση, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.
3. Τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, καλούμενα ως μάρτυρες σε πολιτική ή ποινική δίκη, ουδέποτε εξετάζονται για τις απόρρητες καταχωρίσεις στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ, που αφορούν άυλες μετοχές, και αν ακόμη συναινεί ο μέτοχος υπέρ του οποίου είναι το απόρρητο ή το πρόσωπο υπέρ του οποίου έχει καταχωρισθεί ενεχύραση ή άλλη επιβάρυνση.
4. Εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες καταχωρίσεις στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ που αφορούν άυλες μετοχές στις περιπτώσεις που προβλέπεται εκάστοτε στην κείμενη νομοθεσία ότι επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις καταθέσεις σε τράπεζες.
5. Επιτρέπεται, επίσης, η παροχή πληροφοριών για τις καταχωρίσεις που αφορούν τις άυλες μετοχές στο Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προκειμένου : α) να διαπιστωθεί, όπου αυτό απαιτείται, αν υφίσταται επαρκής κατά τις κείμενες διατάξεις διασπορά στο ευρύ επενδυτικό κοινό μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και β) να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα ελέγχων που διενεργούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Χρηματιστηρίου για τον εντοπισμό και τη διακρίβωση παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας.
Σημ.: όπως η παρ.5 προστέθηκε με το άρθρο 20 του Ν.2733/1999 (Α 155)
Άρθρο 56
Δικαιώματα της ΑΕΑΠΟΘ
Τα δικαιώματα της ΑΕΑΠΟΘ για την καταχώριση στα αρχεία της και την έκδοση βεβαιώσεων κατά τον παρόντα νόμο καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕΑΠΟΘ.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.3 άρθρ.5 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003
Άρθρο 57
Εξουσιοδοτήσεις
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.4 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
1. Το Κ.Α.Α. τηρεί όλα τα έγγραφα, που κατατίθενται σε αυτό ή περιέρχονται με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του, καθώς και όλα τα αξιόγραφα, που το ίδιο έχει εκδώσει, για έξι έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αυτά εκδόθηκαν. Μετά την παρέλευση του ως άνω χρονικού διαστήματος, το Κ.Α.Α. καταστρέφει τα παραπάνω έγγραφα και αξιόγραφα.
2. Το Κ.Α.Α. τηρεί σε ηλεκτρονικό αρχείο εκτός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής αξιών όλες τις καταχωρίσεις και τις μεταβολές (κινήσεις) επί άυλων αξιών, που έχουν καταγραφεί στο σύστημα, για έξι έτη από την καταγραφή τους.
3. Το Κ.Α.Α. αποτελεί τον εθνικό φορέα κωδικοποίησης κινητών αξιών και είναι αρμόδιο για τη χορήγηση μοναδικών διεθνών κωδικών αριθμών για όλες τις κινητές αξίες που εκδίδονται στην Ελλάδα ή διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.
Άρθρο 58
Άλλες διατάξεις για την ΑΕΑΠΟΘ
1. Η ΑΕΑΠΟΘ αναλαμβάνει, με όρους που συνομολογεί ελευθέρως την παροχή των εξής υπηρεσιών:
α. διανομής μερισμάτων,
β. εξόφλησης τοκομεριδίων,
γ. διανομής αξιογράφων,
δ. μεσολάβησης στη μεταβίβαση δικαιωμάτων προτιμήσεως ή δικαιωμάτων σε λήψη μετοχών χωρίς αντάλλαγμα.
2. Η ΑΕΑΠΟΘ μπορεί να ασκεί κάθε συναφή δραστηριότητα.
Άρθρο 59
Ελληνικά πιστοποιητικά
1. Επιτρέπεται η έκδοση ελληνικών πιστοποιητικών κατά τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α΄) τροποποιείται ως εξής: Ως “κινητές αξίες”, κατά την έννοια του παρόντος νοούνται οι μετοχές, οι ομολογίες και τα ελληνικά πιστοποιητικά”.Το στοιχείο α του άρθρου 3 του Π.Δ. 348/1985 (ΦΕΚ 125 Α΄) τροποποιείται ως εξής: ΄α) “κινητές αξίες”,μετοχές, ομολογίες, ελληνικά πιστοποιητικά”.
3. Ως “ελληνικό πιστοποιητικό”, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, νοείται το σύνολο των ενοχικών δικαιωμάτων που προκύπτουν υπέρ του δικαιούχου του πιστοποιητικού από τη σύμβαση ελληνικού πιστοποιητικού.
4. Με τη σύμβαση ελληνικού πιστοποιητικού ο εκδότης του πιστοποιητικού, οοποίος γίνεται κύριος μετοχών αλλοδαπής εταιρείας το αργότερο κατά το χρόνοεισαγωγής των πιστοποιητικών προς διαπραγμάτευση, υποχρεούται ναδιαχειρίζεται τις μετοχές στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του δικαιούχουκαι ο δικαιούχος να πληρώνει το αντάλλαγμα που έχει συμφωνηθεί”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρ.52 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
5. Ο εκδότης καταβάλλει στο δικαιούχο τα μερίσματα και τους τόκους ή άλλα ωφελήματα που εισπράττει από τις μετοχές οι οποίες αντιστοιχούν στα πιστοποιητικά του.
6. Το δικαίωμα ψήφου που απορρέει από τις μετοχές ασκείται από τον εκδότη κατά τις οδηγίες του δικαιούχου, αν αυτές περιέλθουν στον εκδότη το αργότερο εβδομήντα δύο (72) ώρες πριν από τη συνέλευση των μετόχων της αλλοδαπής εταιρείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση ασκείται κατά την κρίση του εκδότη.
7. Αν η αλλοδαπή εταιρεία διανείμει δωρεάν μετοχές στους παλαιούς μετόχους, ο εκδότης διαχειρίζεται και τις νέες μετοχές υπέρ του δικαιούχου με τους ίδιους όρους.
8. Σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου ο εκδότης ασκεί το δικαίωμα προτίμησης που απορρέει από τις μετοχές που αναλογούν στο δικαιούχο, αν ο δικαιούχος καταβάλει την αντίστοιχη συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου, και διαχειρίζεται τις νέες μετοχές που προκύπτουν από την αύξηση κεφαλαίου υπέρ του δικαιούχου με τους ίδιους όρους.
9. Ο εκδότης ασκεί κατά την κρίση του εταιρικές αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα για την προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων.
10. Ο εκδότης υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα των μετοχών αμελλητί στο δικαιούχο, αν του ζητηθεί ή αν λυθεί η σύμβαση ελληνικού πιστοποιητικού. Η αξίωση αυτή εκτελείται ακόμη και σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη. Οι μετοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί ελληνικά πιστοποιητικά δεν αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας του εκδότη των πιστοποιητικών και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης, σε περίπτωση δε που κατασχεθούν παρά ταύτα ο δικαιούχος μπορεί να ασκήσει ανακοπή με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 936 Κ.Πολ.Δ..
11. Σε περίπτωση εισαγωγής των μετοχών της αλλοδαπής εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών η σύμβαση λύεται.
12. Οι μετοχές οι οποίες αντιπροσωπεύονται από ελληνικά πιστοποιητικά δεν περιλαμβάνονται στον ισολογισμό του εκδότη των πιστοποιητικών.
13. Αποκλείεται η έκδοση ελληνικών πιστοποιητικών για μετοχές της ίδιας αλλοδαπής εταιρείας από περισσότερους του ενός εκδότες. Επιτρέπεται η έκδοση ελληνικών πιστοποιητικών από κοινού από περισσότερους εκδότες.
14. Ελληνικά πιστοποιητικά δικαιούνται να εκδίδουν αποκλειστικά τράπεζες που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και έχουν λάβει άδεια έκδοσης ελληνικών πιστοποιητικών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
15. Η άδεια παρέχεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αποσκοπεί στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς ελληνικών πιστοποιητικών και στην προστασία των επενδυτών.
16. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών καθορίζονται η διαδικασία για τη λήψη της ανωτέρω άδειας και τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν τη σχετική αίτηση.
17. Για τα Ελληνικά πιστοποιητικά που εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., είτε στην Κύρια Αγορά είτε στην Παράλληλη Αγορά Αναδυομένων Κεφαλαιαγορών, το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών Α.Ε. εκδίδει, ύστερα από αίτηση του εκδότη, αποθετήρια με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 33 και 33α του ν. 1806/1988. Μετά την έναρξη ισχύος τους, σύμφωνα με το άρθρο 61, εφαρμόζονται και για τα ελληνικά πιστοποιητικά οι διατάξεις του Β` μέρους του νόμου αυτού που αφορούν τους άυλους τίτλους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 12 τουΝ.2733/1999 (Α 155)
18. Τα ελληνικά πιστοποιητικά που δεν εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ενσωματώνονται σε αξιόγραφα ονομαστικά ή ανώνυμα.
19. Η έκδοση ελληνικών πιστοποιητικών προϋποθέτει την έγκριση του εκδότη των μετοχών στις οποίες αντιστοιχούν τα πιστοποιητικά, ο οποίος λαμβάνει συμβατικά έναντι του εκδότη των ελληνικών πιστοποιητικών να εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση των μετοχών που αντιστοιχούν στα πιστοποιητικά με τις μετοχές που βρίσκονται υπό τις αυτές συνθήκες και να του παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την παροχή πληροφοριών στο κοινό και στις ελληνικές αρχές και γενικότερα να τηρεί τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το άρθρο 5 του Π.Δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α΄). Ο εκδότης των ελληνικών πιστοποιητικών δεν ευθύνεται για την τυχόν ανακρίβεια των πληροφοριών που έλαβε από τον εκδότη των μετοχών, εκτός αν γνώριζε την ανακρίβεια αυτή ή θα μπορούσε να την είχε διαγνώσει ασκώντας την επιμέλεια του μέσου συνετού συναλλασσομένου.
20. Είναι δυνατόν να εκδοθούν ελληνικά πιστοποιητικά για την κάλυψη αύξησης κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρείας. Τούτο είναι δυνατόν να γίνει με δημόσια εγγραφή με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8α του Κ.Ν. 2190/1920.
21. α) Τα Ελληνικά πιστοποιητικά εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών, στην Κύρια ή στην Παράλληλη Αγορά Αναδυομένων Κεφαλαιαγορών, ως τίτλοι παραστατικοί μετοχών.
β) Ως προς τον εκδότη των παριστώμενων μετοχών εφαρμόζονται για μεν την εισαγωγή των ελληνικών πιστοποιητικών στην Κύρια Αγορά οι διατάξεις του τμήματος Ι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985, για δε την εισαγωγή τους στην Παράλληλη Αγορά Αναδυομένων Κεφαλαιαγορών οι διατάξεις που διέπουν την εισαγωγή κινητών αξιών στην Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
γ) Ως προς τις παριστώμενες μετοχές εφαρμόζονται, είτε πρόκειται για την εισαγωγή των ελληνικών πιστοποιητικών στην Κύρια Αγορά είτε για την εισαγωγή τους στην Παράλληλη Αγορά Αναδυομένων Κεφαλαιαγορών, οι διατάξεις του τμήματος ΙΙ παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985.
δ) Η απόφαση για την εισαγωγή των ελληνικών πιστοποιητικών στην Κύρια ή στην Παράλληλη Αγορά Αναδυομένων Κεφαλαιαγορών λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, εφόσον πληρούνται οι εξής πρόσθετες προϋποθέσεις : ι) η αίτηση εισαγωγής πρέπει να αφορά το σύνολο των ελληνικών πιστοποιητικών της ίδιας έκδοσης, ιι) τα Ελληνικά πιστοποιητικά πρέπει να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα και να έχουν επαρκή διασπορά στο ευρύ επενδυτικό κοινό, έτσι ώστε κατά την εισαγωγή τους ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) τουλάχιστον των πιστοποιητικών που εκδίδονται να κατανέμεται σε τουλάχιστον εκατό (100) φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι συνδεδεμένα με τον εκδότη τους ή την εκδότρια των παριστώμενων μετοχών, κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920″.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 99 τουΝ.2533/1997 (Α 228), αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.1 του άρθρου 12 του Ν.2733/1999 (Α 155)
22. Το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του π.δ. 348/1985 (ΦΕΚ 125 Α`). “Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, μπορεί να επιτρέπει με απόφασή της να μην συμπεριλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο ορισμένα από τα προβλεπόμενα στο νόμο στοιχεία εφόσον, κατά την κρίση της, λόγω του θεσμικού περιβάλλοντος και της πρακτικής στη χώρα προέλευσης των παριστώμενων μετοχών, η παροχή των στοιχείων αυτών θα προκαλούσε σημαντική επιβάρυνση του εκδότη των ελληνικών πιστοποιητικών, ενώ η έλλειψη δημοσίευσης των στοιχείων αυτών δεν είναι δυνατόν να παραπλανήσει το κοινό ως προς τα γεγονότα και περιστάσεις που είναι σημαντικά για την εκτίμηση της αξίας τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 99 του Ν.2533/1997 (Α 228)
23. Οι πληρωμές του εκδότη των πιστοποιητικών προς τους δικαιούχους γίνονται κατά τον τρόπο και στο νόμισμα που καθορίζονται ελευθέρως στη σύμβαση.
24 .Για την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν την υποχρέωση ή τη δυνατότητα ορισμένων προσώπων να επενδύουν σε κινητές αξίες, τα Ελληνικά πιστοποιητικά θεωρούνται ισοδύναμα με κινητές αξίες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 99 του Ν.2533/1997 (Α 228)
25.α) Απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος και κεφαλαίου κάθε έσοδο από Ελληνικά πιστοποιητικά πλην των εσόδων εκ τόκων και μερισμάτων.
“β) Στα εισοδήματα από τόκους ή μερίσματα που αποκτούν δικαιούχοι ελληνικώνπιστοποιητικών, κάτοικοι Ελλάδος, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή29% από 1.1.2006 και με 25% από 1.1.2007 και μετά. Η παρακράτηση ενεργείταιαπό τον εκδότη στο ποσό των μερισμάτων ή τόκων που διανέμει η αλλοδαπήεταιρεία μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου πουπαρακρατήθηκε στην αλλοδαπή. Από τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο πιο πάνωφόρος που παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή.
γ) Ο εκδότης των ελληνικών πιστοποιητικών αποδίδει τον οφειλόμενο σύμφωνα μετα πιο πάνω φόρο στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. εντός του πρώτουδεκαπενθημέρου του επόμενου από την είσπραξη μήνα των μερισμάτων ή τόκων απότην αλλοδαπή. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογικήυποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.”
δ) Απαλλάσσονται από κάθε φόρο και παρακράτηση φόρου τα πάσης φύσης έσοδα δικαιούχων ελληνικών πιστοποιητικών μη κατοίκων Ελλάδας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 99 τουΝ.2533/1997 (Α 228) και με την παρ.7άρθρου 9Ν.3522/2006,ΦΕΚ Α 276/22.12.2006.
26. Ειδικότερα, τεχνικά και λεπτομερειακά θέματα που αφορούν τη λειτουργία του θεσμού των ελληνικών πιστοποιητικών ρυθμίζονται με αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
27. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μπορεί να θεσπισθεί η έκδοση ελληνικών πιστοποιητικών που να αντιπροσωπεύουν άλλους αλλοδαπούς τίτλους εκτός από μετοχές, ιδίως ομολογίες αλλοδαπών εταιρειών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.5 άρθρ.13 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
Άρθρο 60
Λοιπές διατάξεις
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Π.Δ. 360/1985 (ΦΕΚ 129 Α΄) “Καθορισμός των οικονομικών στοιχείων που πρέπει να δημοσιεύουν περιοδικά οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών” αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Σε περίπτωση που η εταιρεία, της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, δεν προβαίνει στην προβλεπόμενη από το παρόν διάταγμα δημοσίευση ή, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος, όσον αφορά την κατάρτιση και το περιεχόμενο της έκθεσης ή δεν δημοσιεύει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 4 παρ. 7 του παρόντος συμπληρωματικές πληροφορίες, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας επιβάλλει πρόστιμο μέχρι ποσού δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών με εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α. Ε. και γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.Το ανώτατο όριο του ανωτέρω προστίμου δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς”.
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, αμοιβαία κεφάλαια, διατάξεις εκσυγχρονισμού και εξυγιάνσεως της κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις, αντικαθίσταται ως εξής:
΄3. Τα δύο πέμπτα (2/5) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Ε. Διαχειρίσεως πρέπει να ανήκουν σε ανώνυμη εταιρεία, που έχει ελάχιστο ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δραχμές ή το ισόποσο τους σε ξένο νόμισμα.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να αναπροσαρμόζεται το ανωτέρω ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο”.
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 15 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄) “Τροποποίηση της νομοθεσίας για τα Χρηματιστήρια Αξιών, Οργάνωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και άλλες διατάξεις” αντικαθίσταται ως εξής:
Η ευχέρεια παράτασης της εν λόγω προθεσμίας πέραν του εξαμήνου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχύει μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1996 και μετά καταργείται”.
4. Στην παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 2324/1995, προστίθεται το εξής εδάφιο:
Ο αριθμός των μετοχών που αποτελούν αντικείμενο της ανωτέρω πώλησης δεν δύναται να υπερβαίνει το ήμισυ τοις εκατό (0,5%) του συνολικού αριθμού των μετοχών της ίδιας κατηγορίας του αυτού εκδότη. Υπέρβαση του ανωτέρω ορίου συνεπάγεται τη μη έκδοση αποθετηρίου εγγράφου από την ΑΕΑΠΟΘ για τις μετοχές που υπερβαίνουν το ήμισυ τοις εκατό (0,5%) του συνολικού αριθμού των μετοχών της ίδιας κατηγορίας του αυτού εκδότη.
5. Η παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν. 2324/1995 καταργείται και επαναφέρεται σε ισχύ η παράγραφος 8 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), που προστέθηκε με το άρθρο 74 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄).
6. Στο άρθρο 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 167 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 59 του Ν. 1969/1991 και τα άρθρα 13, 14 και 15 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), προστίθεται παράγραφος 9, ως εξής:
“9. Ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών μπορεί να είναι μέτοχος αλλοδαπής χρηματιστηριακής εταιρείας, ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδεται εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εφόσον θεωρεί ικανοποιητική τη διοικητική οργάνωση, τη χρηματοπιστωτική κατάσταση της εν λόγω εταιρείας και κρίνει ότι δεν τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών. Η συνολική αξία των συμμετοχών αυτών δεν δύναται να υπερβαίνει το 20% των ιδίων κεφαλαίων της μετέχουσας χρηματιστηριακής εταιρείας.”
Άρθρο 61
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τα άρθρα 39 έως 57, η ισχύς των οποίων αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της “Α.Ε. ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΩΝ ΤΙΤΛΩΝ”, με την οποία να πιστοποιείται η λειτουργική ετοιμότητα της “Α.Ε. ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΩΝ ΤΙΤΛΩΝ” για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 107του Ν.2533/1997 (Α 228), η δε ρύθμιση της παραγράφου 4 ανατρέχει στις 30.04.1996, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α’).
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 25 Απριλίου 1996
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΓ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥΑΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣΒΑΣ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥΕΥΑΓ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 29 Απριλίου 1996
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ