ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2296 ΦΕΚ Α`43/24.2.1995
Τροποποίηση του Ν. 703/1977 “περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Αντικείμενο ρύθμισης

1. Καταργούνται:
α) οι διατάξεις υπό στοιχεία στ` έως ι` του άρθρου 1 παράγραφος 1 του ν. 703/1977 (ΦΕΚ 278 Α`), που προστέθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`),
β) η διάταξη του εδαφίου 2 της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2000/1991.

2. Στο άρθρο 2 του ν. 703/1977: α) απαλείφεται ο αριθμός 1, ως πρώτη παράγραφος, β) Η παράγραφος 2 που προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 2000/1991 μετατρέπεται σε αυτοτελές άρθρο 2α του νόμου και αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 2α
Απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης
Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.”

3. Το άρθρο 3 του ν. 703/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 2000/1991, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 3
Γενική διάταξη
Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παρ. 3, οι κατά το άρθρο 1 παρ. 1 συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής, η κατ` άρθρο 2 καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και η κατ` άρθρο 2α καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης απαγορεύονται, χωρίς προς τούτο να είναι απαραίτητη προηγούμενη έκδοση απόφασης από κάποια αρχή.”

Άρθρο 2
Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων

1. Το άρθρο 4 του ν. 703/1977, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 4
Συγκέντρωση επιχειρήσεων

1. Η συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν εμπίπτει καθαυτή στις απαγορεύσεις του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
2. Συγκέντρωση πραγματοποιείται:
α) όταν συγχωνεύονται με κάθε τρόπο δύο ή περισσότερες προηγουμένως ανεξάρτητες επιχειρήσεις, “β) ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη τουλάχιστον μία επιχείρηση, ή μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, αποκτούν άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο του συνόλου ή τμημάτων μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 2323/1995 (Α` 145).
3. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ο έλεγχος απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα, τα οποία είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλα και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών πραγματικών ή νομικών συνθηκών, παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικής επίδρασης στη δραστηριότητα μιας επιχείρησης, και ιδίως από:
α) δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης,
β) δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν δυνατότητα καθοριστικής επίδρασης στη σύνθεση, στις συσκέψεις ή στις αποφάσεις των οργάνων μιας επιχείρησης.
4. Ο έλεγχος αποκτάται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα ή τις επιχειρήσεις, που:
α) είναι υποκείμενα αυτών των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι από τις συμβάσεις αυτές ή
β) χωρίς να είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι από τις συμβάσεις αυτές, δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές. 5. Οι πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης κοινής επιχείρησης, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα το συντονισμό της συμπεριφοράς σε θέματα ανταγωνισμού επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, δεν αποτελούν συγκέντρωση κατά την παρ. 2 στοιχ. β`. Η δημιουργία κοινής επιχείρησης, η οποία εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας και δεν συνεπάγεται το συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς είτε μεταξύ των ιδρυτικών επιχειρήσεων είτε μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και της κοινής επιχείρησης, αποτελεί πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια της παραγράφου 2 στοιχείο β`.
6. Δεν θεωρείται ότι πραγματοποιείται συγκέντρωση όταν:
α) πιστωτικοί οργανισμοί ή άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ή ασφαλιστικές εταιρίες, στις συνήθεις δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνεται η εμπορία και διαπραγμάτευση τίτλων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, αποκτούν προσωρινά δικαιώματα συμμετοχής σε μια επιχείρηση με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους, εφόσον δεν ασκούν τα δικαιώματα ψήφου, που παρέχουν αυτά τα δικαιώματα συμμετοχής με σκοπό να επηρεάσουν την ανταγωνιστική συμπεριφορά της επιχείρησης αυτής ή εφόσον ασκούν τα δικαιώματα ψήφου με μοναδικό σκοπό να προετοιμάσουν τη διάθεση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης αυτής ή των περιουσιακών στοιχείων της ή τη διάθεση των δικαιωμάτων συμμετοχής, και εφόσον η διάθεση αυτή πραγματοποιείται εντός έτους από την ημερομηνία απόκτησης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για εύλογο χρονικό διάστημα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, όταν οι εν λόγω οργανισμοί ή εταιρίες δικαιολογούν ότι η εμπρόθεσμη διάθεση δεν ήταν εύλογα δυνατή,
β) οι πράξεις της παραγράφου 2 στοιχ. β` πραγματοποιούνται από εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υπό τον περιορισμό ότι τα δικαιώματα αυτά ασκούνται, κυρίως με το διορισμό των μελών του διευθυντικού και του εποπτικού οργάνου των επιχειρήσεων, στις οποίες αποκτούν δικαιώματα συμμετοχής, μόνο για τη διασφάλιση της ακέραιας αξίας των σχετικών επενδύσεων και όχι για τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων αυτών σε θέματα ανταγωνισμού.”

2. Το άρθρο 4α του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 4α
Γνωστοποίηση συγκεντρώσεων επιχειρήσεων

1. Κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων πρέπει να γνωστοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πραγματοποίησή της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού όταν:
α) το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η συγκέντρωση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4στ, αντιπροσωπεύει στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ομοειδή από τον καταναλωτή λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται ή
β) ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων, που συμμετέχουν στη συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ, ανέρχεται τουλάχιστον στο σε δραχμές ισόποσο των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) Ευρωπαϊκών Λογιστικών Μονάδων (ECU).
2. Υποχρεούνται σε γνωστοποίηση:
α) σε περίπτωση που η συγκέντρωση αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, η καθεμία από αυτές,
β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή ομάδες προσώπων ή επιχειρήσεων, που αποκτούν έλεγχο στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της γνωστοποίησης και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό με αυτή θέμα.
4. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της υποχρέωσης προς γνωστοποίηση η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού κύκλου εργασιών, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ.”

3. Το άρθρο 4β του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 4β
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκεντρώσεων επιχειρήσεων

1. Κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από τη σύναψη της συμφωνίας ή τη δημοσίευση της προσφοράς ή ανταλλαγής ή την απόκτηση συμμετοχής, που εξασφαλίζει τον έλεγχο της επιχείρησης όταν:
α) το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η συγκέντρωση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4στ, αντιπροσωπεύει στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της, τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ομοειδή από τον καταναλωτή λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται ή
β) ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ, ανέρχεται τουλάχιστον στο σε δραχμές ισόποσο των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) Ευρωπαϊκών Λογιστικών Μονάδων (ΕCU) και δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν, καθεμία χωριστά, στην εθνική αγορά συνολικό κύκλο εργασιών άνω του σε δραχμές ισόποσου των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) Ευρωπαϊκών Λογιστικών Μονάδων (ΕCU).
2. Η προθεσμία των δέκα (10) ημερών αρχίζει από την επέλευση της πρώτης από τις πράξεις, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
3. Ως προς τους υπόχρεους προς γνωστοποίηση εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 4α.
4. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της υποχρέωσης προς γνωστοποίηση η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι επτά τοις εκατό (7%) του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ.”

4. Μετά το άρθρο 4β προστίθεται νέο άρθρο 4γ, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 4γ
Έλεγχος των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων

1. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων, που υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση και η οποία μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της και ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης.
2. Για την εκτίμηση της δυνατότητας μιας συγκέντρωσης να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό υπό την έννοια της παρ. 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερα η διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών, ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων εντός ή εκτός Ελλάδας, η ύπαρξη νομικών ή πραγματικών εμποδίων εισόδου στην αγορά, η θέση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην αγορά και η χρηματοδοτική και οικονομική δύναμή τους, οι δυνατότητες επιλογής των προμηθευτών και των χρηστών από τις επιχειρήσεις και από άλλες ανταγωνιστικές ή δυνητικά ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η πρόσβασή τους στις πηγές εφοδιασμού ή στις αγορές διάθεσης των προϊόντων, η εξέλιξη της προσφοράς και της ζήτησης των οικείων αγαθών και υπηρεσιών, τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών και η συμβολή στην εξέλιξη της τεχνικής και οικονομικής προόδου, υπό τον όρο ότι η εξέλιξη αυτή είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό.
3. Συγκέντρωση που απαγορεύθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού με βάση την παρ. 1 μπορεί να εγκριθεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4δ παράγραφος 7, όταν η συγκέντρωση παρουσιάζει γενικότερα οικονομικά πλεονεκτήματα, τα οποία αντισταθμίζουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού που θα προκύψει από αυτή τη συγκέντρωση, ή κρίνεται απαραίτητη για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, ιδιαίτερα όταν συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και την εκλογίκευση της παραγωγής και της οικονομίας, στηγ προσέλκυση επενδύσεων, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.”

5. Το άρθρο 4γ του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`), αντικαθίσταται με το νέο άρθρο 4δ ως εξής:

“Άρθρο 4δ
Διαδικασία προληπτικού ελέγχου συγκεντρώσεων

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξετάζει τη συγκέντρωση μόλις υποβληθεί η σχετική προηγούμενη γνωστοποίηση.
2. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4β παρ.1, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού εκδίδει, μέσα σε ένα (1) μήνα από τη γνωστοποίηση, σχετική πράξη, η οποία κοινοποιείται στα πρόσωπα ή τις επιχειρήσεις που προέβησαν στη γνωστοποίηση.
3. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4β παρ. 1, μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημερομηνία γνωστοποίησης, η υπόθεση εισάγεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και ειδοποιούνται παράλληλα τα πρόσωπα ή οι επιχειρήσεις που προέβησαν στη γνωστοποίηση για την εισαγωγή της υπόθεσης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
4. Αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώσει ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση, μετά τυχόν τροποποιήσεις που επέφεραν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, εκδίδει σχετική απόφαση, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτή.
5. Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά την παρ.4 μπορεί να θέτει όρους και να επιβάλλει υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι της Επιτροπής Ανταγωνισμού όσον αφορά την τροποποίηση του αρχικού σχεδίου συγκέντρωσης. Η απόφαση αυτή καλύπτει επίσης τους περιορισμούς που συνδέονται άμεσα με την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης και είναι απαραίτητοι για αυτή.
6. Αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώσει ότι η συγκέντρωση μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, εκδίδει, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτή, απόφαση με την οποία απαγορεύει την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. Η απόφαση κοινοποιείται στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την έκδοσή της.
7. Μετά από αίτηση των ενδιαφερόμενων προσώπων ή των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, που υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την οποία απαγορεύεται η συγκέντρωση, οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου μπορούν να εγκρίνουν τη συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4γ παράγραφος 3.
Η απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης και μπορεί να θέτει όρους και να επιβάλλει υποχρεώσεις που θα αποσκοπούν στην εξασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή στη διασφάλιση της επίτευξης των οικονομικών ή άλλων πλεονεκτημάτων που θα αντισταθμίζουν τις δυσμενείς συνέπειες για τον ανταγωνισμό.
Η παρέλευση άπρακτης της δίμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με απόρριψη της αίτησης.
8. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου μπορούν να παραταθούν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν συμφωνήσουν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις,
β) αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη γνωστοποίηση δεν είναι πλήρη,
γ) αν η γνωστοποίηση είναι λανθασμένη ή παραπλανητική.
Στις περιπτώσεις (β) και (γ) ως χρονικό σημείο έναρξης των προθεσμιών θεωρείται η ημερομηνία της προσήκουσας γνωστοποίησης ή της συγκέντρωσης των πλήρων και ακριβών στοιχείων από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό υπηρεσία.
9. Σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει απόφαση που εκδίδεται βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι προθεσμίες, που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 6 και 7 εδ. 2 του παρόντος άρθρου, αρχίζουν εκ νέου από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στην αρμόδια υπηρεσία.
10. Οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει των παραγράφων 2, 4 και 7 του παρόντος άρθρου μπορούν να ανακληθούν από το όργανο που τις εξέδωσε στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν η έκδοσή τους στηρίχθηκε σε ανακριβή και παραπλανητικά στοιχεία,
β) αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις παραβούν κάποιον από τους όρους και υποχρεώσεις που συνοδεύουν την απόφαση.
Στις περιπτώσεις που ανακαλείται απόφαση βάσει του προηγούμενου εδαφίου, η έκδοση νέας απόφασης δεν υπόκειται στις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες.”

6. Το άρθρο 4δ του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`), αντικαθίσταται με το νέο άρθρο 4ε ως εξής:

“Άρθρο 4ε
Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου απαγορεύεται η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης μέχρι την έκδοση μιας από τις αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4δ παράγραφοι 2, 3, 4, 5, 6 και 7.
Η παραπάνω απαγόρευση ισχύει και για τις συγκεντρώσεις που, ενώ έπρεπε, δεν γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4β παράγραφος 1.
Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης αυτής η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν παρακωλύουν την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς αγοράς ή ανταλλαγής ή την απόκτηση, στα πλαίσια χρηματιστηριακών συναλλαγών, συμμετοχής που εξασφαλίζει τον έλεγχο μιας επιχείρησης, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό υπηρεσία μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4β παρ. 1 και υπό τον όρο ότι ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τους συγκεκριμένους τίτλους ή τα ασκεί μόνο για να διατηρήσει την πλήρη αξία της επένδυσής του και βάσει ειδικής άδειας, η οποία παρέχεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού βάσει της παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί, ύστερα από αίτηση, να επιτρέψει παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές ζημιές σε βάρος μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η πράξη συγκέντρωσης, ή σε βάρος τρίτου. Η απόφαση που επιτρέπει την παρέκκλιση μπορεί να συνοδεύεται από όρους και υποχρεώσεις που σκοπό έχουν να εξασφαλίζουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού και να αποτρέψουν καταστάσεις που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν την εκτέλεση τυχόν απαγορευτικής οριστικής απόφασης. Η άδεια παρέκκλισης μπορεί να ζητείται και να παρέχεται οποτεδήποτε είτε πριν από τη γνωστοποίηση είτε μετά τη συναλλαγή. Η απόφαση, που επιτρέπει την παρέκκλιση μπορεί να ανακληθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 4δ παρ. 10.
4. Σε περίπτωση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση κατά παράβαση των διατάξεων ή αποφάσεων που απαγορεύουν την πραγματοποίησή της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διατάξει με απόφαση βάσει του άρθρου 4δ παρ. 6 ή με χωριστή απόφαση, χωρίς τήρηση προθεσμίας, το διαχωρισμό των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση ή των περιουσιακών στοιχείων ή τον τερματισμό του κοινού ελέγχου ή όποια άλλα μέτρα κρίνει πρόσφορα για την άρση του περιορισμού του ανταγωνισμού που απορρέει από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την απόφαση αυτή η επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4στ και χρηματική ποινή ύψους μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς την απόφαση.
5. Η έκδοση απόφασης βάσει της προηγούμενης παραγράφου δεν αποκλείει τη δυνατότητα έγκρισης της συγκέντρωσης από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4γ παρ. 3 και με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4δ παράγραφος 7.
6. Το κύρος των δικαιοπραξιών, που διενεργούνται κατά παράβαση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εξαρτάται από την απόφαση που εκδίδεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 4δ παρ. 2 ή κατ` εφαρμογή των παραγράφων 4 ή 5 του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση υπερισχύει η απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, με την οποία εγκρίνεται η συγκέντρωση.
7. Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει το κύρος των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων, περιλαμβανομένων και των τίτλων που είναι μετατρέψιμοι σε άλλους τίτλους, εκτός αν οι αγοραστές και οι πωλητές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η σχετική συναλλαγή πραγματοποιείται κατά παράβαση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.”

7. Το άρθρο 4ε του ν. 703/1977, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`), αντικαθίσταται με το νέο άρθρο 4στ ως εξής:

“Άρθρο 4στ
Υπολογισμός των μεριδίων αγοράς και του κύκλου εργασιών

1. Το μερίδιο αγοράς, που αναφέρεται στα άρθρα 4α παρ.1 στοιχ. α` και 4β παρ. 1 στοιχ. α`, αντιστοιχεί στο άθροισμα όλων των μεριδίων αγοράς που κατέχουν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην εθνική αγορά ή στο τμήμα της εθνικής αγοράς που αφορά η συγκέντρωση.
2. Ο συνολικός κύκλος εργασιών, που αναφέρεται στα άρθρα 4α παρ.1 στοιχ. β` και παρ. 4, 4β παρ.1 στοιχ. β` και 4, 4ε παρ.1 εδάφιο 3 και παρ.4 εδάφιο 2, περιλαμβάνει τα ποσά που απορρέουν από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών από τις εν λόγω επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας οικονομικής χρήσης και αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητές τους, αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις επί των πωλήσεων, καθώς και ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών. Στο συνολικό κύκλο εργασιών μιας συμμετέχουσας επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.
Ο κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί στην εθνική αγορά περιλαμβάνει την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις ή καταναλωτές στην εθνική αγορά.
3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, όταν η συγκέντρωση πραγματοποιείται με την απόκτηση τμημάτων μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, ασχέτως αν τα τμήματα αυτά έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά τον μεταβιβάζοντα, μόνο ο κύκλος εργασιών και το μερίδιο αγοράς, που αντιστοιχούν στο μεταβιβαζόμενο μέρος.
Δύο ή περισσότερες πράξεις κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι οποίες πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια διετούς περιόδου μεταξύ των ίδιων προσώπων ή επιχειρήσεων θεωρούνται ως μια μόνο συγκέντρωση που πραγματοποιείται την ημερομηνία της τελευταίας πράξης.
4. Αντί του κύκλου εργασιών λαμβάνεται υπόψη:
α) Για πιστωτικά ιδρύματα και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου το ένα δέκατο των στοιχείων του ενεργητικού τους, όπως αυτό προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας κλεισμένης χρήσης.
Στην περίπτωση του άρθρου 4β παρ.1 στοιχείο β` ο συνολικός κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί στην εθνική αγορά αντικαθίσταται από το ένα δέκατο των στοιχείων του ενεργητικού πολλαπλασιαζόμενο επί το λόγο των απαιτήσεων που προκύπτουν από συναλλαγές με τράπεζες, άλλα πιστωτικά ιδρύματα και πελάτες που έχουν την εγκατάστασή τους ή την κατοικία τους στην Ελλάδα επί το συνολικό ποσό των απαιτήσεων αυτών.
β) Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις το σύνολο των ακαθάριστων ασφαλίστρων που περιλαμβάνει όλα τα εισπραχθέντα και προς είσπραξη ποσά βάσει των ασφαλιστικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί από αυτές ή για λογαριασμό τους, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλίστρων που έχουν εκχωρηθεί σε αντασφαλιστές και μετά την έκπτωση των φόρων και λοιπών τελών που εισπράττονται βάσει του ποσού των ασφαλίστρων ή του συνολικού μεγέθους του ποσού αυτού.
Στην περίπτωση του άρθρου 4β παράγραφος 1 στοιχείο β` λαμβάνονται υπόψη αντίστοιχα τα ακαθάριστα ασφάλιστρα που καταβάλλουν αυτοί, οι οποίοι έχουν την εγκατάσταση ή την κατοικία τους στην Ελλάδα.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, ο κύκλος εργασιών και το μερίδιο αγοράς μιας συμμετέχουσας επιχείρησης σύμφωνα με τα άρθρα 4α παρ.1 στοιχ. β` και παρ. 4, 4β παρ.1 στοιχ. β` και παρ. 4, 4ε παρ. 1 εδάφιο 3 και παρ. 4 εδάφ. 2 προκύπτει από το άθροισμα των κύκλων εργασιών και των μεριδίων αγοράς των ακόλουθων επιχειρήσεων:
α) της συμμετέχουσας επιχείρησης,
β) των επιχειρήσεων, τις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν άμεσα ή έμμεσα:
αα) είτε περισσότερο από το ήμισυ του κεφαλαίου ή της περιουσίας,
ββ) είτε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου,
γγ) είτε την εξουσία να διορίζουν ή να παύουν την πλειοψηφία των μελών των οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων αυτών,
δδ) είτε το δικαίωμα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις των επιχειρήσεων αυτών,
γ) των επιχειρήσεων που διαθέτουν σε μια συμμετέχουσα επιχείρηση τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β`,
δ) των επιχειρήσεων, στις οποίες μια επιχείρηση αναφερόμενη στο στοιχείο γ`, διαθέτει τα δικαιώματα επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β`,
ε) των επιχειρήσεων, στις οποίες περισσότερες της μιας επιχειρήσεις από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α` έως δ` διαθέτουν, από κοινού, τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στο στοιχείο β`.
6. Όταν επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση διαθέτουν, από κοινού, τα δικαιώματα ή τις δυνατότητες επιρροής που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο β`, κατά τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά την έννοια των άρθρων 4α παρ.1 στοιχ. β` και παρ. 4, 4β παρ.1 στοιχ. β` και παρ. 4, 4ε παρ. 1 εδάφ. 3 και παρ. 4 εδάφ. 2, πρέπει:
α) να μη λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση αγαθών την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και καθεμιάς από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή κάθε άλλης επιχείρησης συνδεδεμένης με μια από αυτές κατά την έννοια της παραγράφου 5 στοιχεία β` έως ε`,
β) να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και κάθε τρίτης επιχείρησης. Ο εν λόγω κύκλος εργασιών καταλογίζεται εξίσου στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.”

Άρθρο 3
Εξαιρέσεις και ειδικές ρυθμίσεις

1. Στο άρθρο 5 του ν. 703/1977 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
“4. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στο μέτρο που η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις.”

2. Το άρθρο 7 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται.

Άρθρο 4
Σύσταση, οργάνωση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Το άρθρο 8 του ν. 703/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1934/1991 (ΦΕΚ 31 Α`) και επανατροποποιήθηκε με τα άρθρα 20 και 21 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 8
Επιτροπή Ανταγωνισμού

1. Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διοικητική αυτοτέλεια. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Εμπορίου.
2. Ο προϋπολογισμός της Επιτροπής Ανταγωνισμού εγγράφεται σε ιδιαίτερο φορέα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εμπορίου.
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού απαρτίζεται από:
α) ένα μέλος ή πρώην μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Ολομέλεια του Συμβουλίου αυτού,
β) έναν ανώτατο δικαστή ή πρώην δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου,
γ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το Σύνδεσμο αυτόν,
δ) έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από τη Συνομοσπονδία αυτή,
ε) έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από τη Συνομοσπονδία αυτή,
στ) έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών,
ζ) ένα μέλος του ΔΕΠ πανεπιστημιακού τμήματος της χώρας, με ειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού,
η) ένα μέλος του ΔΕΠ πανεπιστημιακού τμήματος της χώρας με ειδίκευση και εμπειρία στα θέματα ανταγωνισμού,
θ) ένα πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους με εμπειρία επί θεμάτων προστασίας του ανταγωνισμού.
Τα υπό στοιχ. ζ`-θ` μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Υπουργό Εμπορίου.
4. Χρέη εισηγητή ασκεί ο Διευθυντής της Γραμματείας και επικουρείται από τον εισηγητή ή τους εισηγητές της υπόθεσης, που συζητείται κάθε φορά. Χρέη γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Γραμματείας.
5. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος νόμου ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου για τριετή θητεία. Η θητεία μπορεί να ανανεωθεί. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας οποιουδήποτε μέλους, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, για οποιονδήποτε λόγο, στην κενή θέση διορίζεται νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρήσαντα. Δεν μπορούν να διοριστούν μέλη ή αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού εκείνοι, οι οποίοι έχουν εκπέσει από την Επιτροπή για τους λόγους που ορίζονται στον παρόντα νόμο.
6. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και ο αναπληρωτής του, ορίζεται από τον Υπουργό Εμπορίου μεταξύ των μελών της επιτροπής, είναι κρατικός λειτουργός αποκλειστικής απασχόλησης. Οι αποδοχές του Προέδροι και το ύψος της αποζημίωσης που χορηγείται στα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και στους αναπληρωτές τους καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου.
7. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους ο Πρόεδρος και τα μέλη δεν ασκούν έμμισθα ή άμισθα οποιοδήποτε δημόσιο λειτούργημα ή κάθε άλλη ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα, επιχειρηματική ή μη, τα οποία είναι ασυμβίβαστα με την ιδιότητα και τα καθήκοντα του μέλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με την τυχόν ανάληψη των ως άνω αναφερόμενων δραστηριοτήτων. Για την ύπαρξη ή μη ασυμβίβαστου αποφασίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνερχόμενη σε ολομέλεια. Το μέλος ή τα μέλη, τα οποία αφορά η εξέταση του ασυμβίβαστου απέχουν των συνεδριάσεων, κατά τις οποίες λαμβάνεται η σχετική απόφαση. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Κοινοποιείται στον Υπουργό Εμπορίου και δημοσιεύεται, όπως ορίζεται στον παρόντα νόμο.
8. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αναπληρωτές τους υποβάλλουν κατ` έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 1738/1987 δήλωση περιουσιακής κατάστασης.
9. Οι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, εφόσον διορίζονται μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορούν με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου να απαλλάσσονται από τα άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην Επιτροπή. Οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον διορίζονται μέλη της ίδιας Επιτροπής, μπορούν να απαλλάσσονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εμπορίου και του προϊσταμένου τους Υπουργού από τα άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην Επιτροπή. Ο χρόνος αυτός, για όλα τα παραπάνω μέλη, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια, σε καμία δε περίπτωση η συμμετοχή τους δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή θέση.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, η οποία εκδίδεται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται ο κανονισμός που διέπει τις εργασίες της και ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικά με τα κωλύματα και την εξαίρεση του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέα της, την προδικασία και διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, την κατάρτιση, δημοσίευση και κοινοποίηση των αποφάσεών της και την παροχή αντιγράφων ή αποσπασμάτων των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεών της και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
11. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφασή της να καθορίσει την κατά τετραμελή τμήματα λειτουργία της, ορίζοντας συγχρόνως τις αρμοδιότητες, την ακριβή σύνθεση και τον προεδρεύοντα των τμημάτων αυτών.
12. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, τέσσερα (4) τουλάχιστο μέλη και ο Γραμματέας, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
13. Μετά από αδικαιολόγητη απουσία μέλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού επί πέντε (5) συνεχείς τακτικές συνεδριάσεις, είναι δυνατόν να συγκληθεί η Επιτροπή σε συνεδρίαση κατόπιν αιτήσεως τριών (3) από τα μέλη της ή κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου, και να αποφασίσει με πλειοψηφία τεσσάρων (4) ψήφων την έκπτωση του μέλους που απουσιάζει αδικαιολόγητα.
14. Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού συζήτηση επί των αιτήσεων και των καταγγελιών, που υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως ή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου αυτοί που υπέβαλαν αίτηση ή καταγγελία, οι οποίοι καλούνται προς τούτο τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση, καθώς και οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία, οι οποίες καλούνται προς τούτο τριάντα (30) ημέρες πριν τη συζήτηση. Σε περίπτωση παράλειψης, μη προσήκουσας ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, αυτός που δεν παρέστη στη συζήτηση δικαιούται να υποβάλει αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης.
15. Οι αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού κοινοποιούνται με επιμέλεια της Γραμματείας της Επιτροπής σε όσους δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.”

2. Μετά το άρθρο 8α, όπως ισχύει, προστίθεται νέο άρθρο 8β, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 8β
Αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Αποφασίζει αν είναι ισχυρές, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 3, οι κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου απαγορευόμενες συμπράξεις.
β) Πιστοποιεί ότι δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1, του άρθρου 2 και του άρθρου 2α, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος νόμου.
γ) Απαγορεύει, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 4γ και 4δ του παρόντος νόμου, την πραγματοποίηση συγκέντρωσης επιχειρήσεων που γνωστοποιείται σε αυτή κατά το άρθρο 4β του παρόντος νόμου, αν η συγκέντρωση μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, και σε περίπτωση που η συγκέντρωση έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση των διατάξεων ή αποφάσεων μπορεί να λάβει μέτρα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4δ παρ. 4 του παρόντος νόμου.
δ) Μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από την υποχρέωση αναστολής της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης επιχειρήσεων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4δ παρ. 1-3 του παρόντος νόμου.
ε) Απειλεί και επιβάλλει τα πρόστιμα, τις χρηματικές ποινές και τις άλλες κυρώσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 4α παρ. 4, 4β παρ. 4, 4ε παρ. 1 και παρ. 4, 9 παρ. 1 και 2, 21 παρ. 2, 25 παρ. 2, 26 παρ. 6 του παρόντος νόμου.
στ) Λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 4 του παρόντος νόμου.
ζ) Τηρεί τα προσωρινά και οριστικά μητρώα συμπράξεων και συγκεντρώσεων και καταχωρεί τις γνωστοποιήσεις και αποφάσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 19 του παρόντος νόμου.
η) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, που επιτρέπει την εξαίρεση συμπράξεων κατά κατηγορίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του παρόντος νόμου.
θ) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, που προσδιορίζει κατηγορίες ή είδη συμπράξεων που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου.
ι) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη για την έκδοση του κανονισμού λειτουργίας της. ια) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη για τον ορισμό του Διευθυντή της Γραμματείας της.
ιβ) Διατυπώνει γνώμη, προκειμένου να εκδοθούν οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 του παρόντος νόμου. ιγ) Διατυπώνει γνώμη επί θεμάτων ανταγωνισμού και επί των προτάσεων τροποποίησης του παρόντος νόμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 8ε του παρόντος νόμου.
ιδ) Συλλέγει, επεξεργάζεται και αξιολογεί, τηρώντας το καθήκον της εχεμύθειας, τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της στοιχεία και πληροφορίες, όπως ειδικότερα ορίζεται στα άρθρα 25 και 26 του παρόντος νόμου.”

3. Μετά το άρθρο 8β, προστίθεται νέο άρθρο 8γ, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 8γ
Αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού έχει την ευθύνη της, σύμφωνα με το νόμο, τις κανονιστικές πράξεις και τις αποφάσεις της ολομέλειας, λειτουργίας αυτής και ασκεί τις προς τούτο αρμοδιότητες και ιδίως:
α) παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ενημερώνει την ολομέλεια και τον Υπουργό Εμπορίου,
β) συντονίζει και κατευθύνει τη Γραμματεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
γ) εκπροσωπεί την Επιτροπή Ανταγωνισμού στις Επιτροπές και Ομάδες, Συνεδριάσεις και Συνόδους στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και άλλων διεθνών οργανισμών, δυνάμενος να εξουσιοδοτήσει προς τούτο το Διευθυντή ή υπάλληλο της Γραμματείας,
δ) είναι ο διοικητικός προϊστάμενος του προσωπικού της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ασκεί την επ` αυτού πειθαρχική εξουσία.”

4. Μετά το άρθρο 8γ προστίθεται νέο άρθρο 8δ που έχει ως εξής:

“Άρθρο 8δ
Οργάνωση και προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού λειτουργεί Γραμματεία της Επιτροπής, της οποίας προΐσταται Διευθυντής, ο οποίος διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, μετά σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού για πενταετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται. Η θέση μπορεί να πληρωθεί και με μετάταξη ή απόσπαση. Ο Διευθυντής εποπτεύει τις εργασίες της Γραμματείας και μεριμνά για την ομαλή και αποδοτική της λειτουργία.
2. Η οργάνωση της Γραμματείας, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες, ο αριθμός των θέσεων προσωπικού, η κατανομή τους σε κλάδους και ειδικότητες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εμπορίου. Ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα (40). Η αύξηση του αριθμού των θέσεων γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εμπορίου, μετά από πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
3. Η πλήρωση των θέσεων γίνεται με διορισμό ή πρόσληψη, κατά τις κείμενες διατάξεις, καθώς και με μετάταξη ή απόσπαση, ύστερα από δημόσια ανακοίνωση για υποβολή υποψηφιοτήτων. Πλήρωση θέσεων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου γίνεται όταν πρόκειται για πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού για θέσεις που δεν καλύπτονται με μετάταξη ή απόσπαση. Για την άρση της απόσπασης απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη δημόσια ανακοίνωση και την υποβολή υποψηφιοτήτων.
4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να συμβουλεύεται ειδικούς και εμπειρογνώμονες για ιδιαίτερα θέματα και προβλήματα, εφόσον το κρίνει αναγκαίο και σκόπιμο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, ο τρόπος, η διαδικασία καταβολής και το ύψος της αποζημίωσης των ειδικών και των εμπειρογνωμόνων.
5. Το υπηρεσιακό συμβούλιο των υπαλλήλων της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού από δύο (2) μέλη της Επιτροπής, που εκλέγονται από την Ολομέλεια, το Διευθυντή της Γραμματείας και δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ισχύουσες για τα υπηρεσιακά συμβούλια διατάξεις.”

5. Μετά το άρθρο 8δ προστίθεται νέο άρθρο 8ε που έχει ως εξής:

“Άρθρο 8ε
Γνωμοδοτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνωμοδοτεί για θέματα ανταγωνισμού, ύστερα από αίτηση της Βουλής, κοινοβουλευτικών επιτροπών, του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, του Υπουργού Εμπορίου, ενώσεων επιμελητηρίων, ενώσεων βιομηχανικών και εμπορικών συλλόγων.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνωμοδοτεί επί των προτάσεων τροποποίησης του παρόντος νόμου, ύστερα από αίτηση του Υπουργού Εμπορίου.”

6. Το άρθρο 9 του ν. 703/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 9
Εξουσίες της Επιτροπής σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 1 παρ.1, 2 και 2α

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν διαπιστώσει, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας είτε κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Εμπορίου για διεξαγωγή σχετικής έρευνας, παράβαση των άρθρων 1 παρ.1, 2 και 2α, μπορεί με απόφασή της:
α) να απευθύνει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις να παύσουν την παράβαση,
β) να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να παύσουν την παράβαση και να παραλείψουν αυτή στο μέλλον,
γ) να απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή και τα δύο στην περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης,
δ) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή ή και τα δύο, όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη,
ε) να επιβάλλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση.
2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης. Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο προβλεπόμενη χρηματική ποινή ανέρχεται μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς την απόφαση και από την ημερομηνία που θα ορίσει η απόφαση.
3. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων υποχρεούνται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη γνωστοποίηση της απόφασης να ενημερώσουν τον πρόεδρο της επιτροπής Ανταγωνισμού για τις ενέργειες, στις οποίες προέβησαν ή πρόκειται να προβούν για την παύση της παράβασης. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, όταν πρόκειται για συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση που εκδόθηκε μετά από προσφυγή κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικά αρμόδια να λάβει ασφαλιστικά μέτρα αυτεπάγγελτα, κατόπιν αίτησης αυτού που έχει υποβάλει καταγγελία, κατά το άρθρο 24 του παρόντος νόμου, ή κατόπιν αίτησης του Υπουργού Εμπορίου, όταν πιθανολογείται παράβαση των άρθρων 1, 2 και 2α του παρόντος νόμου και συντρέχει επείγουσα περίπτωση προς αποτροπή άμεσα επικείμενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα ή στο δημόσιο συμφέρον.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να απειλήσει χρηματική ποινή μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς την απόφασή της και να θεωρήσει αυτή καταπεσούσα, όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η μη συμμόρφωση.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να αποφανθεί το αργότερο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης, αφού πρώτα ακουστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η απόφαση αυτή υπόκειται μόνο σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως.
5. Η λήψη των κατά την παράγραφο 1 αποφάσεων δεν εξαρτάται από την ενέργεια της γνωστοποίησης, κατά τα άρθρα 20 και 21, ή από την πάροδο της προθεσμίας γνωστοποίησης.”

7. Η παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:
“4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί, αφού ενημερώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή της περί εφαρμογής του άρθρου 1 παρ.3 όταν:
α) μεταβληθούν οι όροι και οι περιστάσεις που λήφθηκαν υπόψη για να κριθούν κατ` εξαίρεση ισχυρές οι κατά το άρθρο 1 παρ.1 του παρόντος νόμου απαγορευμένες αποφάσεις, συμφωνίες και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής ή οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων κάνουν κατάχρηση της εξαίρεσης που τους δόθηκε,
β) οι συμβαλλόμενοι δεν συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις που έθεσε η Επιτροπή στην απόφαση της και στα βάρη που αυτή επέβαλε,
γ) συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων. Στις περιπτώσεις β` και γ` της παρούσας παραγράφου μπορεί να προσδοθεί στην απόφαση περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως αναδρομική ισχύ.”

8. Επαναφέρεται σε ισχύ το άρθρο 11 του ν. 703/1977, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2000/1991, και τροποποιείται ως εξής:

“Άρθρο 11

Αρνητικές πιστοποιήσεις

1. Ύστερα από αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων που υποβάλλεται στη Γραμματεία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πιστοποιεί, εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης, ότι με βάση τα γνωστά σε αυτή στοιχεία δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 και 2α του παρόντος νόμου. Η πιστοποίηση αυτή μπορεί να ζητηθεί κι όταν πρόκειται για σύμπραξη επιχειρήσεων, εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης ή σχέσης οικονομικής εξάρτησης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο μέλλον.
2. Η έκδοση της πιστοποίησης, όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη έκδοση αντίθετης απόφασης για την ίδια υπόθεση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
3. Μέχρι την έκδοση απόφασης αντίθετης προς αρνητική πιστοποίηση που προηγήθηκε, οι οικείες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν υπόκεινται στις συνέπειες και κυρώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος, εκτός αν αυτές παραπλάνησαν την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην έκδοση αρνητικής πιστοποίησης με την παροχή ανακριβών στοιχείων ή την απόκρυψη αληθών.”

9. Το άρθρο 12 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 12
Επιβολή προστίμων

Τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, επιβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.”

10. Το άρθρο 13 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 13
Ανάκληση αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δικαιούται να ανακαλέσει απόφασή της σχετικά με τη μη ύπαρξη παράβασης των απαγορεύσεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2α του παρόντος νόμου, αν από αυτεπάγγελτη έρευνα, καταγγελία ή άλλο τρόπο περιέλθουν εις γνώση της στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της ή προέκυψαν σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της απόφασης και τα οποία αποδεικνύουν παράβαση των ανωτέρω αναφερομένων άρθρων.”

11. Μετά το άρθρο 13 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 13α ως εξής:

“Άρθρο 13α
Δημοσίευση αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διατάξει την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που παρέβη τον παρόντα νόμο να δημοσιεύσει την απόφαση σε εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί σε πανελλαδική ή τοπική κλίμακα, ανάλογα με την εμβέλεια της αγοράς, στην οποία εκδηλώνεται η παράβαση, τη σοβαρότητα και τα αποτελέσματα της τελευταίας. Αν η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιεύσει με έξοδά της την απόφαση του Δικαστηρίου στην ίδια εφημερίδα.”

12. Μετά το άρθρο 13α προστίθεται νέο άρθρο 138, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 13β
Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού, είναι αρμόδια για τη συνεργασία:
α) με τις αρχές ανταγωνισμού της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την παροχή στα εντεταλμένα όργανα αυτής της απαραίτητης συνδρομής για την πραγματοποίηση των ελέγχων, που προβλέπονται από κοινοτικές διατάξεις,
β) με τις αρχές ανταγωνισμού άλλων χωρών,
γ) με διεθνείς οργανισμούς.
2. Σε περίπτωση που επιχείρηση, η οποία έχει την έδρα της ή ασκεί τη δραστηριότητά της, στην Ελλάδα, αρνείται να δεχθεί τον έλεγχο που προβλέπεται από κοινοτικές διατάξεις, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και το εξουσιοδοτημένο από αυτή όργανο, ενεργώντας αυτεπάγγελτα ή μετά από σχετικό αίτημα των εντεταλμένων για τον έλεγχο από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργάνων, μεριμνά για την εν γένει ομαλή διεξαγωγή του ελέγχου, ιδιαίτερα με την παροχή απαραίτητης συνδρομής, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 26 του παρόντος νόμου.
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η Γραμματεία της ασκούν τις αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί στις αρχές των κρατών-μελών από τα άρθρα 88 και 89 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τους κανονισμούς, κατ` εφαρμογή του άρθρου 87 της ίδιας Συνθήκης, σε συνδυασμό με άλλες βάσεις εξουσιοδότησης δυνάμει της εν λόγω Συνθήκης. Για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων αυτών, η Επιτροπή και η Γραμματεία της διαθέτουν τις εξουσίες, που τους ανατίθενται στα πλαίσια της εφαρμογής του παρόντος νόμου.”

13. Μετά το άρθρο 13β προστίθεται νέο άρθρο 13γ, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 13γ
Ετήσια έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού

1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποβάλλει τον Απρίλιο κάθε έτους στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου και στον Πρόεδρο της Βουλής ετήσια έκθεση, η οποία περιέχει στοιχεία για τη δραστηριότητά της, τις αποφάσεις της και τις εκτιμήσεις της για την κατάσταση και τις εξελίξεις στον τομέα της αρμοδιότητάς της.
2. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται τον Απρίλιο του επόμενου, από την έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έτους.”

14. α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
“1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 4γ παρ. 3 του παρόντος νόμου, υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίησή τους.
β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
“3. Δικαίωμα προσφυγής έχουν:
α) οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, κατά των οποίων εκδόθηκε η απόφαση,
β) εκείνος που υπέβαλε καταγγελία για παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου,
γ) το Δημόσιο δια του Υπουργού Εμπορίου,
δ) οποιοσδήποτε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον.

15. Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
“3. Στις δίκες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να παρεμβαίνουν και επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συνέπραξαν, κατά την έννοια των άρθρων 1, 2 και 2α του παρόντος νόμου, με τη διάδικο επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον.”

16. Η παράγραφος 3 του άρθρου 18 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται.

Άρθρο 5
Μητρώα και γνωστοποιήσεις

1. Το άρθρο 19 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 19
Μητρώο και γνωστοποιήσεις

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού τηρεί:
1) Προσωρινό μητρώο συμπράξεων, στο οποίο καταχωρούνται οι κατά τα άρθρα 20 και 21 γνωστοποιήσεις. Το προσωρινό μητρώο συμπράξεων επιχειρήσεων είναι απόρρητο.
2) Οριστικό μητρώο συμπράξεων επιχειρήσεων, στο οποίο καταχωρούνται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευσή τους:
α) οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού επί θεμάτων ή διαφορών που ανάγονται στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3, εφόσον αυτές κατέστησαν αμετάκλητες,
β) οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί των αυτών θεμάτων ή διαφορών, εφόσον αυτές κατέστησαν αμετάκλητες,
γ) οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αυτών θεμάτων ή διαφορών.
Το οριστικό μητρώο συμπράξεων επιχειρήσεων είναι δημόσιο.
3) Μητρώο πραγματοποιηθεισών συγκεντρώσεων, στο οποίο καταχωρούνται οι κατά το άρθρο 4α γνωστοποιήσεις συγκεντρώσεων. Το μητρώο πραγματοποιηθεισών συγκεντρώσεων είναι δημόσιο.
4) Προσωρινό μητρώο συγκεντρώσεων υπαγομένων σε προληπτικό έλεγχο, στο οποίο καταχωρούνται οι κατά το άρθρο 4β γνωστοποιήσεις. Το προσωρινό μητρώο συγκεντρώσεων είναι απόρρητο.
5) Οριστικό μητρώο συγκεντρώσεων υπαγομένων σε προληπτικό έλεγχο, στο οποίο καταχωρούνται:
α) οι κατά τα άρθρα 4δ και 4ε αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, εφόσον αυτές κατέστησαν αμετάκλητες,
β) οι κατά το άρθρο 4δ αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου,
γ) οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εφόσον αυτές κατέστησαν αμετάκλητες,
δ) οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των ιδίων θεμάτων ή διαφορών. Το οριστικό μητρώο συγκεντρώσεων είναι δημόσιο.”

2. Το άρθρο 21 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 21
Γνωστοποιήσεις συμπράξεων

1. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1 παρ. 1 συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να γνωστοποιούνται από τις συμπράττουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη σύναψη, λήψη ή τέλεσή τους.
2. Παράλειψη της γνωστοποίησης συνεπάγεται εις βάρος της καθεμίας των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες συμπράττουν και παρέλειψαν τη γνωστοποίηση:
α) οριστική αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 3,
β) επιβολή προστίμου ύψους τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή προηγούμενης της παράβασης χρήσης.”

3. Το άρθρο 22 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 22
Περιεχόμενο γνωστοποίησης

1. Η γνωστοποίηση πρέπει να περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξέταση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της συγκεκριμένης περίπτωσης ή την ενέργεια ερευνών κατά τομείς ή τον έλεγχο των συμπράξεων επιχειρήσεων, οπωσδήποτε δε επί ποινή απαραδέκτου:
α) την επωνυμία και την έδρα όλων των επιχειρήσεων που συμπράττουν και τον ορισμό αντικλήτου στην Αθήνα,
β) τα έγγραφα με τα οποία καταρτίστηκε ή λήφθηκε η οικεία συμφωνία ή απόφαση και
γ) κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο προκύπτει η γνωστοποιούμενη σύμπραξη επιχειρήσεων.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφασή της να ζητήσει για το παραδεκτό της γνωστοποίησης την υποβολή και άλλων εγγράφων και στοιχείων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθορίζονται το περιεχόμενο, ο τύπος και ο τρόπος υποβολής και καταχώρισης:
α) των κατά τα άρθρα 20 και 21 γνωστοποιήσεων,
β) των κατά το άρθρο 11 αιτήσεων για έκδοση αρνητικών πιστοποιήσεων,
γ) των κατά το άρθρο 10 αιτήσεων περί εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 1,
δ) των κατά το άρθρο 24 παρ. 1 καταγγελιών παραβάσεως των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2α,
ε) κάθε άλλου συναφούς προς τις ανωτέρω γνωστοποιήσεις, αιτήσεις και καταγγελίες θέματος.
4. Με τη γνωστοποίηση υποβάλλονται ταυτόχρονα η κατά το άρθρο 11 παρ. 1 αίτηση αρνητικής πιστοποίησης ή η κατά το άρθρο 10 αίτηση περί εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 3.”

Άρθρο 6
Καταγγελίες, έρευνες, κυρώσεις και τέλη

1. α) Η παράγραφος 2 του άρθρου 24 του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:
“2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι εργαζόμενοι σε δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και οι εντεταλμένοι προσκαίρως δημόσια υπηρεσία οφείλουν να ανακοινώνουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι λαμβάνουν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο σχετικά με την παράβαση των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 2α και 4-4στ. Σε περίπτωση παράλειψης τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές.”
β) Στο άρθρο 24 του ν. 703/1977 προστίθεται η παράγραφος 4 ως εξής: “4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την ανωτέρω προθεσμία επί δίμηνο.”

2. Το άρθρο 25 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 25
Συλλογή στοιχείων

1. Όταν είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που ορίζονται στον παρόντα νόμο, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν Διευθυντής ή υπάλληλος της Γραμματείας μπορεί να ζητά με έγγραφο πληροφορίες από επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες ή άλλες αρχές. Στο έγγραφο πρέπει να αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των είκοσι (20) ημερών και οι κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής των πληροφοριών.
Αυτοί, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται. Όταν οι πληροφορίες ζητούνται από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, υποχρεούνται σε παροχή αυτών τα κατ` άρθρο 30 υπεύθυνα πρόσωπα και οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτών. Δεν υποχρεούνται σε παροχή πληροφοριών οι κατά το άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μη εξεταζόμενοι σε ποινικές δίκες, εφόσον τηρήσουν την εκ της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου υποχρέωση. Με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν θίγονται οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου.
2. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά την προηγούμενη παράγραφο πληροφοριών ή παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών, με την επιφύλαξη των κατ` άρθρον 29 του παρόντος νόμου ποινικών κυρώσεων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού:
α) όταν πρόκειται για επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, διευθυντές και υπαλλήλους τους, ως και ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, επιβάλλει πρόστιμο μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές στον καθένα από αυτούς και για κάθε παράβαση,
β) όταν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αναφέρεται αρμοδίως προς κίνηση της πειθαρχικής δίωξης για τις πιο πάνω παραβάσεις που συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα.”

3. Το άρθρο 26 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 26
Διεξαγωγή ερευνών κατά περίπτωση

1. Με την επιφύλαξη ειδικών νόμων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεμύθειας, όλες οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες και συνδρομή στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στους εντεταλμένους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2. Για τη διαπίστωση παραβάσεων του άρθρου 1 παρ. 1 και των άρθρων 2, 2α, 4-4στ οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχοντας εξουσίες φορολογικού ελεγκτή, μπορούν ιδίως:
α) να ελέγχουν τα πάσης φύσεως βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, λαμβάνοντας αντίγραφα ή αποσπάσματά τους,
β) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων,
γ) να ενεργούν κατ` οίκον έρευνες αφού τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος, δ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανώμοτες καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
3. Η σχετική εντολή παρέχεται εγγράφως από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν Διευθυντή της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού και περιέχει το αντικείμενο της έρευνας και τις συνέπειες της παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης αυτής ή άρνησης εμφάνισης των αιτούμενων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή χορήγησης αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους.
4. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν Διευθυντής της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να ζητά εγγράφως τη συνδρομή των αρμόδιων υπηρεσιών των Οργανισμών Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρονται στα στοιχεία α` έως δ` της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
5. Για τους ελέγχους και τις έρευνες που έγιναν, συντάσσεται από αυτόν που τις διεξήγαγε έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στις οικείες επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων.
6. Με την επιφύλαξη των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου, επιβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού πρόστιμο έως τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού, καθώς και σε αυτούς που αρνούνται να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους.
7. Σε περίπτωση άρνησης ή κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμπόδισης των εντεταλμένων υπαλλήλων της Γραμματείας στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητήσουν δια του αρμοδίου εισαγγελέως τη συνδρομή των κατά τόπους αστυνομικών αρχών.”

4. Το άρθρο 27 του ν. 703/1977 τροποποιείται ως εξής:

“Άρθρο 27

Υποχρέωση εχεμύθειας

1. Οι πληροφορίες, οι οποίες συλλέγονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό που επιδιώκεται με την αίτηση παροχής πληροφοριών, τον έλεγχο ή την ακρόαση.
2. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι υπάλληλοι της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι υπάλληλοι των αρμόδιων υπηρεσιών των Οργανισμών Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, στους οποίους παρέχεται εντολή κατά τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 26 και οι οποίοι λαμβάνουν, με αφορμή την υπηρεσία τους, γνώση απόρρητων στοιχείων επιχειρήσεων, ενώσεων επιχειρήσεων ή άλλων φυσικών η νομικών προσώπων που δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να τηρούν για τα στοιχεία αυτά εχεμύθεια.
3. Όταν πρόκειται για απόρρητα στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την εφαρμογή του νόμου, οι ως άνω υπάλληλοι, τηρούντες και γι` αυτά εχεμύθεια, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα ανακοινώνουν στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού με έκθεση, επισυνάπτοντας και τα σχετικά στοιχεία. Η έκθεση αυτή και τα συνημμένα σε αυτή στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν μέρος του φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τα οποία αποβάλλουν έκτοτε τον απόρρητο χαρακτήρα τους.
4. Όποιος παραβαίνει τις κατά τις προηγούμενες παραγράφους υποχρεώσεις:
α) τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 252 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και με χρηματική ποινή από διακόσιες χιλιάδες (200.000) μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές,
β) διώκεται πειθαρχικώς για την παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας που συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού που παραβαίνουν τις κατά τις προηγούμενες παραγράφους υποχρεώσεις τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 252 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές και με την ίδια απόφαση εκπίπτουν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.”

5. Το άρθρο 28 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 28
Υποχρέωση ανακοίνωσης παραβάσεων

Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, όταν διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 2α και 4-4στ οφείλει να την ανακοινώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή το αργότερο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την έκδοση της οικείας απόφασής της.”

6. Το άρθρο 29 του ν. 703/1977, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1934/1991, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 29
Ποινικές κυρώσεις

1. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου συνάπτει συμφωνίες, λαμβάνει αποφάσεις ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική, από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 1 παρ. 1 και όποιος ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 4-4στ, καθώς και όποιος με τις ιδιότητες αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 2 καταχράται τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά του ίδιου ή της επιχείρησης που εκπροσωπεί ή κατά παράβαση του άρθρου 2α καταχράται τη σχέση οικονομικής εξάρτησης προς αυτόν ή προς την επιχείρηση που εκπροσωπεί, τιμωρείται με χρηματική ποινή από ένα εκατομμύριο (1.000.000) έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Σε περίπτωση υποτροπής τα όρια αυτά διπλασιάζονται.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή από ένα εκατομμύριο (1.000.000) έως τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές τιμωρούνται:
α) Όποιος παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου εκ μέρους των κατά το άρθρο 26 αρμόδιων οργάνων, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων.
β) Όποιος αρνείται ή κωλυσιεργεί στην παροχή των κατά το άρθρο 25 πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή τα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα.
γ) Όποιος παρέχει, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς.
δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτόν από εντεταλμένο, κατά το άρθρο 26 παράγραφοι 1-3, υπάλληλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή άλλο αρμόδιο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανώμοτη κατάθεση ενώπιόν του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 2, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.
Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.”

7. Στο άρθρο 30 του ν. 703/1977 προστίθεται νέα παράγραφος 4, που έχει ως εξής:
“4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν ανάλογα και για την περίπτωση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης (άρθρο 2α) και την περίπτωση των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων (άρθρα 4-4στ).”

8. Οι παράγραφοι 1-3 του άρθρου 31 του ν. 703/1977 τροποποιούνται ως εξής:
“1. Οι κατά τα άρθρα 4α και 4β γνωστοποιήσεις, οι κατά τα άρθρα 4δ παρ. 7 και 4ε παρ. 3 αιτήσεις, οι κατά τα άρθρα 20 και 21 γνωστοποιήσεις, η κατά το άρθρο 10 αίτηση περί εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 3 ή ανανέωσης της αποφάσεως περί αυτής και η αίτηση χορήγησης της κατά το άρθρο 11 αρνητικής πιστοποίησης πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να συνοδεύονται από γραμμάτιο καταβολής στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο παραβόλου σαράντα χιλιάδων (40.000) δραχμών.
2. Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια, καθώς και η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού αίτηση επανασυζήτησης, πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να συνοδεύονται από γραμμάτιο καταβολής παραβόλου τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών και γραμμάτιο καταβολής τελών συζητήσεως δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών, που εκδίδονται από το αρμόδιο δημόσιο ταμείο. Ως προς την απόδοση του παραβόλου εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 171 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας και του άρθρου 36 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 170/1973 “περί Συμβουλίου Επικρατείας”. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται το Δημόσιο.
3. Τα υπέρ του Δημοσίου τέλη χαρτοσήμου στα δικόγραφα και τα προσαγόμενα έγγραφα, καθώς και τα υπέρ του Ταμείου Συντάξεων Νομικών, του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων και του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών τέλη, για την εγγραφή στο πινάκιο, την παράσταση δικηγόρου, την κατάθεση δικογράφων ή υπομνημάτων και την εν γένει συζήτηση των υποθέσεων ορίζονται για μεν την ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία ίσα προς τα της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου διαδικασίας, για δε τις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου και του Συμβουλίου Επικρατείας διαδικασίες στο διπλάσιο των τελών των συνήθων οικείων διαδικασιών.”

Άρθρο 7
Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

1. Το άρθρο 32 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 32
Έκταση εφαρμογής του νόμου

Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε όλους τους περιορισμούς του ανταγωνισμού, που επενεργούν ή μπορούν να επενεργήσουν στη χώρα, έστω και αν αυτοί οφείλονται σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, που πραγματοποιούνται ή λαμβάνονται έξω από αυτή ή σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, που δεν έχουν εγκατάσταση σε αυτή. Το ίδιο ισχύει και για την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης ή την κατάχρηση σχέσης οικονομικής εξάρτησης, που εκδηλώνεται στη χώρα.”

2. Το άρθρο 33 του ν. 703/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 33
Δημοσίευση αποφάσεων

Οι κοινές αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών, οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου και οι αποφάσεις, γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.

3. Η έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου. Μέχρι το διορισμό των μελών και τη συγκρότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπό τη νέα της σύνθεση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 703/1977 σχετικά με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τη Διεύθυνση Έρευνας Αγοράς – Ανταγωνισμού, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την παρούσα τροποποίηση του νόμου. Μέχρι τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών και την υπόδειξη του εκπροσώπου των καταναλωτών και του αναπληρωτή του στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού θα συμμετέχει εκπρόσωπος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από τη Συνομοσπονδία αυτή. “Από το διορισμό των μελών και τη συγκρότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και μέχρι την έναρξη λειτουργίας και την οργάνωση της Γραμματείας της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξυπηρετείται από προσωπικό που αποσπάται σε αυτή, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, του Υπουργού Εμπορίου και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η εκκαθάριση των δαπανών της γίνεται από τη Διεύθυνση Οικονομικού του Υπουργείου Εμπορίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2323/1995 (Α` 145), το κείμενο του οποίου, προφανώς από παραδρομή, αναφέρεται στο τροποποιημένο άρθρο 33 του Ν. 703/1977.

4. Με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργού Εμπορίου, επιτρέπεται η κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.
Κατά την κωδικοποίηση επιτρέπεται η μεταβολή της σειράς των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων, η διαγραφή, σύμπτυξη ή προσθήκη νέων άρθρων, ως και οποιαδήποτε αναγκαία φραστική μεταβολή χωρίς αλλοίωση της έννοιας του ισχύοντος κειμένου.

5. Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εμπορίου, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα όρια των προστίμων και των χρηματικών ποινών που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος
Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται αλλιώς στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 1995

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ  Ι. ΠΟΤΤΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Α. ΠΕΠΟΝΗΣ

ΕΜΠΟΡΙΟΥ Κ. ΣΗΜΙΤΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 1995

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Α. ΠΕΠΟΝΗΣ