ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2275 ΦΕΚ Α’ 238/ 29.12.1994
Κύρωση των από 31.12.1993 και 6.7.1994 πέντε δανειακών Συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή

Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από 31.12.1993 οι κατωτέρω πέντε (5) Συμβάσεις που υπογράφηκαν μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα κείμενα των οποίων ακολουθούν:

α) ΣΥΜΒΑΣΗ
Μετατροπής μακροπρόθεσμων αορίστου διάρκειας δανείων της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο σε μακροπρόθεσμο δάνειο ορισμένης διάρκειας ύψους δραχμών οκτώ δισεκατομμυρίων διακοσίων τριάντα οκτώ εκατομμυρίων διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα πέντε (8.238.293.665 δραχμών).
Στην Αθήνα, σήμερα την 31η Δεκεμβρίου του έτους 1993 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υφυπουργό Οικονομικών κ. Δημήτριο Γεωργακόπουλο και της Ανώνυμης Εταιρείας με έδρα την Αθηνά και επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εκπροσωπείται από το Διοικητή της κ. Γιάννη Μπούτο, συμφωνούνται τα ακόλουθα: Άρθρο 1 α. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ/τος 631/1970, όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 113/1974, ως και του ν. 1440/1984, έχει υπογράψει με το Ελληνικό Δημόσιο συμβάσεις άτοκων μακροπρόθεσμων δανείων για την κάλυψη της συμμετοχής του τελευταίου σε Διεθνείς Οργανισμούς ως το συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης αυτής. β. Η συνολική απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος εκ των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο και το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ δανείων ανέρχεται στο ποσό των 8.238.293.665 δραχμών.
Οι ανωτέρω απαιτήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος τηρούνται ως χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών υπό γενικό κωδικό “520”.
γ. Για τη ρύθμιση των μακροπρόθεσμων απαιτήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος εκ των ανωτέρω δανείων προς το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με την απόφαση Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος 24/28.12.1993, τα ως άνω δάνεια ενοποιούνται σε ένα δάνειο αντίστοιχου ποσού 8.238.293.665 δραχμών. Το δάνειο αυτό θα τηρείται του λοιπού σε ειδικό λογαριασμό υπό τον κωδικό “520”. Άρθρο 2 Το ετήσιο επιτόκιο του δανείου ορίζεται σε ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Το επιτόκιο αυτά δύναται να αναπροσαρμόζεται ανά τριετία, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 3
Συμφωνείται ότι ανά τριετία, θα υπάρχει δυνατότητα μετατροπής, με κοινή συμφωνία των Συμβαλλομένων, του παρόντος δανείου σε ισοδύναμο ομολογιακό δάνειο.
Άρθρο 4
Το δάνειο θα έχει διάρκεια τριάντα (30) χρόνια (31.12.1993 έως 31.12.2023).
Το κεφάλαιο θα εξοφληθεί σε είκοσι πέντε (25) ίσες ετήσιες χρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα αρχίσουν να λήγουν μετά από μια πενταετή περίοδο χάριτος κατά την οποία θα καταβάλλονται μόνο τόκοι. Η πρώτη χρεωλυτική δόση θα καταβληθεί την 31.12.1999. Οι πρώτες είκοσι τέσσερις (24) χρεωλυτικές δόσεις θα ανέρχονται στο ποσό των 329.531.746 δραχμών εκάστη, ενώ η τελευταία στο ποσό των 329.531.761 δραχμών.
Οι τόκοι θα λογίζονται ετησίως, επί του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου με βάση έτος 360 ημερών (360/360) και θα καταβάλλονται δεδουλευμένοι, με πρώτη ημερομηνία καταβολής την 31.12.1994.
Άρθρο 5
α. Εάν μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ημερομηνίας καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις κεφαλαίου ή τόκων δεν έχει περιέλθει στην Τράπεζα της Ελλάδος το σχετικό έγγραφο του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο τίθεται στη διάθεσή της το ποσό που χρειάζεται για την πληρωμή των δόσεων κεφαλαίου και τόκων που λήγουν, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται και εξουσιοδοτείται ανέκκλητα με την παρούσα να προβαίνει αυτή και μόνη, κατά την τακτή ημέρα πληρωμής των παραπάνω υποχρεώσεων, στη χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” που τηρείται σε αυτήν. β. Τις παραπάνω χρεώσεις του λογαριασμού Κ.Α. 2Ν – “Ε.Δ. Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η – Δημόσιου Χρέους και 24η – Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 6
Η Σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από σήμερα και η οποία θα κυρωθεί με νόμο, συντάχθηκε σε δύο όμοια πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε Συμβαλλόμενος από ένα.
Για το Ελληνικό Για την Τράπεζα Δημόσιο της Ελλάδος
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Δημ. Γεωργακόπουλος Γιάννης Μπούτος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (Δ.Τ.Α.Α.)
Σύμβαση από 6.11.59 Δρχ. 112.000.000
Σύμβαση από 5.04.66 Δρχ. 45.090.000
Σύμβαση από 23.06.72 Δρχ. 20.226.852
Σύμβαση από 28.12.72 Δρχ. 15.240.718
Σύμβαση από 11.07.74 Δρχ. 22.821.928
Σύμβαση από 29.12.78 Δρχ. 81.759.443
Σύνολο Δρχ. 297.138.941
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (Δ.Ο.Α.)
Σύμβαση από 29.11.61 Δρχ. 68.040.000
Σύμβαση από 28.12.72 Δρχ. 2.915.967
Σύμβαση από 11.07.74 Δρχ. 4.104.010
Σύμβαση από 11.07.74 Δρχ. 3.549.560
Σύμβαση από 11.11.76 Δρχ. 2.792.088
Σύμβαση από 22.03.79 Δρχ. 1.428.277
Σύμβαση από 1.10.81 Δρχ. 220.850.000
Σύμβαση από 14.04.86 Δρχ. 73.610.000
Σύμβαση από 5.06.87 Δρχ. 408.640.000
Σύμβαση από 4.02.92 Δρχ. 810.310.000
Σύμβαση από 31.12.93 Δρχ. 619.000.000 Σύνολο Δρχ. 2.215.239.902
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (Ε.Κ.Α.Χ.)
Σύμβαση από 25.11.85 Δρχ. 203.522.600
Σύμβαση από 31.12.93
Σύνολο Δρχ. 242.604.419
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ (EURATOM)
Σύμβαση από 25.11.85 Δρχ. 576.000
Σύνολο Δρχ. 576.000
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (Ε.Τ.Ε.)
Σύμβαση από 25.11.85 Δρχ. 2.551.172.300
Σύμβαση από 13.03.87 Δρχ. 1.364.792.675
Σύμβαση από 4.03.88 Δρχ. 745.047.143 Σύμβαση από 31.12.93 Δρχ. 821.722.285 Σύνολο Δρχ. 5.482.734.403
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΑΤΟΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ Δρχ. 8.238.293.665
β) ΣΥΜΒΑΣΗ
Μετατροπής αορίστου διάρκειας δανείων σε συνάλλαγμα της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο σε δύο δάνεια ορισμένης διάρκειας, ύψους δολαρίων Η.Π.Α. τεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν εβδομήντα επτά χιλιάδων ογδόντα έξι και ογδόντα πέντε εκατοστών (USD 4.177.086.85) και Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων είκοσι επτά εκατομμυρίων οκτακοσίων ενενήντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα έξι και εβδομήντα εκατοστών (USD 27.892.436,70).
Στην Αθήνα σήμερα την 31η Δεκεμβρίου του έτους 1993 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υφυπουργό Οικονομικών κ. Δημήτριο Γεωργακόπουλο και της Ανώνυμης Εταιρείας με έδρα την Αθήνα και επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εκπροσωπείται από το Διοικητή της κ.Γιάννη Μπούτο, συμφωνούνται τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
α. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ/τος 631/1970, όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 113/1974, ως και το ν.δ. 1440/1984, έχει υπογράψει με το Ελληνικό Δημόσιο συμβάσεις άτοκων δανείων σε συνάλλαγμα για την κάλυψη της συμμετοχής του τελευταίου στο κεφάλαιο των κάτωθι Διεθνών Οργανισμών:
1. M.I.G.A. Σύμβαση από 31.12.93 ποσού USD 302.960,00
2. I.F.C. Σύμβαση από 27.07.79 ποσού USD Σύμβαση από 07.04.87 ποσού USD 2.122.000,00
3. Διεθνής Τράπεζα Σύμβαση από 29.12.78 ποσού Ανασυγκρότησης USD 252.126,85 και Ανάπτυξης
4. Ευρωπαϊκή Σύμβαση από 31.12.93 ποσού Τράπεζα USD 18.142.436,70 Επενδύσεων
5. Ευρωπαϊκή Σύμβαση από 31.12,93 ποσού Τράπεζα USD 9.750.000,00 Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης
β. Η συνολική απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος εκ των υπό στοιχεία 1,2 και 3 δανείων ανέρχεται στο ποσό των USD 4.177.086,85, ενώ εκ των υπό στοιχεία 4 και 5 δανείων στο ποσό των ECU 27.892.436,70.
Οι ανωτέρω απαιτήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος τηρούνται ως χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών υπό γενικό κωδικό “523”.
γ. Για τη ρύθμιση των απαιτήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος εκ των ανωτέρω δανείων προς το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με την απόφαση Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας 24/28.12.1993, τα μεν ως άνω δάνεια σε USD ενοποιούνται σε ένα δάνειο αντίστοιχου ποσού USD 4.177.086,85, τα δε δάνεια σε ECU ενοποιούνται σε ένα δάνειο αντίστοιχου ποσού 27.892.438,70. Τα νέα αυτά δάνεια θα τηρούνται του λοιπού σε ενιαίους, κατά νόμισμα, λογαριασμούς, υπό γενικό κωδικό “523”.
Άρθρο 2
Τα ανωτέρω δάνεια θα εκτοκίζονται ετησίως προς το εκάστοτε ισχύον στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου επιτόκιο (LIBOR) για δάνεια διάρκειας δώδεκα (12) μηνών.
Άρθρο 3
Η διάρκεια των δανείων ορίζεται σε τριάντα (30) έτη (31.12.1993 – 31.12.2023).
Το κεφάλαιο θα εξοφληθεί σε είκοσι πέντε (25) ίσες ετήσιες χρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα αρχίσουν να λήγουν μετά από μία πενταετή περίοδο χάριτος κατά την οποία θα καταβάλλονται μόνο τόκοι. Η πρώτη χρεωλυτική δόση θα καταβληθεί την 31.12.1999. Οι πρώτες είκοσι τέσσερις (24) χρεωλυτικές δόσεις θα ανέρχονται αντιστοίχως στο ποσό των USD 167.083 και ECU 1.115.697- εκάστη ενώ η τελευταία σε USD 167.094,85 και ECU 1.115.708,70 αντίστοιχα.
Οι τόκοι θα λογίζονται ετησίως επί του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου με βάση έτος 360 ημερών (360/360) και θα καταβάλλονται δεδουλευμένοι, με πρώτη ημερομηνία καταβολής την 31.12.1994.
Άρθρο 4
Κατά τη λήξη των χρεωλυτικών δόσεων και των τόκων, το Ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλει σε εξόφλησή τους στην Τράπεζα της Ελλάδος το ισότιμο σε δραχμές των οφειλόμενων, κατά τα ανωτέρω, ποσών συναλλάγματος με βάση την ισοτιμία της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα που διαμορφώνεται στο FINIX Αθηνών κατά την ημερομηνία εξόφλησης.
Εάν μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ημερομηνίας καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις κεφαλαίου ή τόκων δεν έχει περιέλθει στην Τράπεζα της Ελλάδος το σχετικό έγγραφο του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο τίθεται στη διάθεση της το ποσό που χρειάζεται για την πληρωμή των δόσεων κεφαλαίου και τόκων που λήγουν, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται και εξουσιοδοτείται ανέκκλητα με την παρούσα να προβαίνει αυτή και μόνη, κατά την τακτή ημέρα πληρωμής των παραπάνω υποχρεώσεων στη χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” που τηρείται σε αυτήν.
Τις παραπάνω χρεώσεις του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Ε.Δ. Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η -Δημόσιου Χρέους και 24η – Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 5
Η Σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από σήμερα και η οποία θα κυρωθεί με νόμο, συντάχθηκε σε δύο όμοια πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε Συμβαλλόμενος από ένα.
Για το Ελληνικό Για την Τράπεζα Δημόσιο της Ελλάδος
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Δημ. Γεωργακόπουλος Γιάννης Μπούτος
γ) ΣΥΜΒΑΣΗ
Δανείου χρυσού, ύψους μονάδων λογαριασμού (ουγγιών) δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα δύο και οκτακοσίων πενήντα επτά χιλιοστών (13.942,857 ουγγιών) της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Στην Αθήνα σήμερα την 31η Δεκεμβρίου του έτους 1993 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υφυπουργό Οικονομικών κ. Δημήτριο Γεωργακόπουλο και της Ανώνυμης Εταιρείας με έδρα την Αθήνα και επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εκπροσωπείται από το Διοικητή της κ. Γιάννη Μπούτο, συμφωνούνται τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
Με τις από 29.11.1961, 5.4.1966 και 23.6.1972 Συμβάσεις μεταξύ των ως άνω δύο Συμβαλλόμενων Μερών, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει χορηγήσει προς το Ελληνικό Δημόσιο άτοκα δάνεια σε χρυσό για την πληρωμή του μεριδίου συμμετοχής της Ελλάδος στο Διεθνή Οργανισμό Ανάπτυξης (το πρώτο εξ αυτών) και στη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (το δεύτερο και τρίτο εξ αυτών).
Οι ανωτέρω απαιτήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος τηρούνται ως χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών υπό γενικό κώδικα “580”.
Η συνολική απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος εκ των ανωτέρω τριών δανείων ανέρχεται σήμερα σε 13.942,857 μονάδες λογαριασμού (ουγγιές).
Ηδη οι ανωτέρω υποχρεώσεις του Δημοσίου ενοποιούνται σε ένα άτοκο δάνειο χρυσού, ύψους 13.942,857 μονάδων λογαριασμού (ουντιές), τηρούμενο του λοιπού σε ειδικό λογαριασμό υπό το γενικό κωδικό “580”.
Άρθρο 2
– Το δάνειο θα έχει διάρκεια τριάντα (30) έτη (31.12.1993 έως 31.12.2023) και θα εξοφληθεί εφάπαξ την 31.12.2023.
Άρθρο 3
α. Κατά τη λήξη του δανείου, το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στην τράπεζα της Ελλάδος σε δραχμές την αξία των 13.942,857 μονάδων λογαριασμού, αφού προηγουμένως αποτιμηθούν σε δολάρια Η.Π.Α. με βάση την ισχύουσα στην αγορά Λονδίνου, κατά την 13.00 ώρα Ελλάδος, ισοτιμία δολαρίου προς χρυσό, του δολαρίου Η.Π.Α. αποτιμώμενου εν συνεχεία, με βάση την ισοτιμία δραχμής προς δολάριο Η.Π.Α., που θα διαμορφωθεί στο FINIX Αθηνών κατά την ημερομηνία εξόφλησης.
β. Εάν μέχρι την προηγούμενη ημέρα της καταβολής, κατά τα άνω, του κεφαλαίου, δεν έχει περιέλθει στην Τράπεζα της Ελλάδος έγγραφο του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο να τίθεται στη διάθεση της το ποσό δραχμών που απαιτείται για την εξόφληση του δανείου, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται και εξουσιοδοτείται ανέκκλητα με την παρούσα να προβαίνει αυτή και μόνη, κατά την τακτή ημέρα εξόφλησης του κεφαλαίου, στη χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Ε.Δ. – Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών”, που τηρείται σε αυτήν.
γ. Την παραπάνω χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Ε.Δ. – Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών, η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η – Δημόσιου Χρέους και 24η – Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 4
Η Σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από σήμερα και η οποία θα κυρωθεί με νόμο, συντάχθηκε σε δύο όμοια πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε Συμβαλλόμενος από ένα.
Για το Ελληνικό Για την Τράπεζα Δημόσιο της Ελλάδος
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Δημ. Γεωργακόπουλος Γιάννης Μπούτος
δ) ΣΥΜΒΑΣΗ
Δανείου δραχμών εννιακοσίων εβδομήντα έξι δισεκατομμυρίων πεντακοσίων οκτώ εκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα μιας χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο (δρχ. 976.508.941.672) της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Στην Αθήνα σήμερα την 31η Δεκεμβρίου του έτους 1993 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υφυπουργό Οικονομικών κ. Δημήτριο Γεωργακόπουλο και της Ανώνυμης εταιρίας με έδρα την Αθήνα και επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”. που εκπροσωπείται από το Διοικητή της κ. Γιάννη Μπούτο, συμφωνούνται τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί προς το αντισυμβαλλόμενο Ελληνικό Δημόσιο δάνειο δρχ. 976.508.941.672.
Το δάνειο αυτό χορηγείται:
1) προς διακανονισμό των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεών της κατ` αυτού, εκ της χορηγήσεως βάσει του άρθρου 55 παρ. 11 του Καταστατικού της, ως ισχύει μέχρι σήμερα, προσωρινών προκαταβολών σε δραχμές προς το Δημόσιο που αποτελούν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού Κ.Α. 200 -“Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών”, ανερχόμενο κατά την 31.12.1993 σε δρχ. 826.535.950.000 και
2) για το διακανονισμό των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεών της κατά του Δημοσίου εκ της από 15.3.1983 Συμβάσεως μεταξύ των αυτών ως άνω Συμβαλλομένων, που αποτελούν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού Κ.Α. 203 – “Ε.Δ. Λογαριασμός Χρηματοδότησης Πετρελαιοειδών”, που κατά την 31.12.1993 ανέρχεται σε δρχ. 149.972.991.672.
β) Το δάνειο αυτό χορηγείται σύμφωνα με την απόφαση Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος 24/ 28.12.1993.
Άρθρο 2
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώσει με το ποσό του δανείου το λογαριασμό υπό γενικό κωδικό “520” μεταφέροντας εις αυτόν εκ των λογαριασμών Κ.Α. 200 και Κ.Α. 203 ποσά δρχ. 826.535.950.000 και δρχ. 149.972.991.672, αντίστοιχα, χωρίς να απαιτείται ειδική εντολή προς τούτο του Υπουργού Οικονομικών.
Άρθρο 3
Το ετήσιο επιτόκιο του δανείου ορίζεται σε 3,5%. Το επιτόκιο αυτό δύναται να αναπροσαρμόζεται ανά τριετία, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 4
Συμφωνείται ότι ανά τριετία θα υπάρχει δυνατότητα να μετατρέπεται, με κοινή συμφωνία των Συμβαλλομένων, μέρος ή ολόκληρο το ποσό του παρόντος δανείου σε ισοδύναμο ομολογιακό δάνειο.
Άρθρο 5
Το δάνειο θα έχει διάρκεια τριάντα (30) έτη (31.12.1993 έως 31.12.2023).
Το κεφάλαιο του δανείου θα εξοφληθεί σε είκοσι πέντε (25) ίσες ετήσιες χρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα αρχίσουν να λήγουν μετά από μια πενταετή περίοδο χάριτος, κατά την οποία θα καταβάλλονται μόνο τόκοι. Η πρώτη χρεωλυτική δόση θα καταβληθεί την 31.12.1999. Οι πρώτες είκοσι τέσσερις (24) χρεωλυτικές δόσεις θα ανέρχονται στο ποσό των δρχ. 39.060.357.666 εκάστη, ενώ η τελευταία στο ποσό των δρχ. 39.060.357.688.
Οι τόκοι λογίζονται ετησίως επί του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου με βάση έτος 360 ημερών (360/360) και θα καταβάλλονται δεδουλευμένοι, με πρώτη ημερομηνία καταβολής την 31.12.1994.
Άρθρο 6
1. Εάν μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ημερομηνίας καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις κεφαλαίου ή τόκων δεν έχει περιέλθει στην Τράπεζα της Ελλάδος το σχετικό έγγραφο του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο τίθεται στη διάθεσή της το ποσό που χρειάζεται για την πληρωμή των δόσεων, κεφαλαίου και τόκων, που λήγουν, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται και εξουσιοδοτείται ανέκκλητα με την παρούσα να προβαίνει αυτή και μόνη κατά την τακτή ημέρα πληρωμής των παραπάνω υποχρεώσεων στη χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” που τηρείται σε αυτήν.
2. Τις παραπάνω χρεώσεις του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Ε.Δ. Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η – Δημ. Χρέους και 24η – Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 7
Η Σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από σήμερα και η οποία θα κυρωθεί με νόμο, συντάχθηκε σε δύο όμοια πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε Συμβαλλόμενος από ένα.
Για το Ελληνικό Για την Τράπεζα Δημόσιο της Ελλάδος
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Δημ. Γεωργακόπουλος Γιάννης Μπούτος
ε) ΣΥΜΒΑΣΗ
Δανείου της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο δρχ. 2.042.167.568.518 (δύο τρισεκατομμυρίων σαράντα δύο δισεκατομμυρίων εκατόν εξήντα επτά εκατομμυρίων πεντακοσίων εξήντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων δεκαοκτώ δραχμών) με ρήτρα ξένων νομισμάτων.
Στην Αθήνα σήμερα την 6η Ιουλίου του έτους 1994 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών κ. Αλέξανδρο Παπαδόπουλο και της Ανώνυμης Εταιρείας με έδρα την Αθήνα (Πανεπιστημίου 21) και επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εκπροσωπείται από το Διοικητή της κ. Γιάννη Μπούτο συμφωνούνται τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί προς το αντισυμβαλλόμενο Ελληνικό Δημόσιο δάνειο για το διακανονισμό του, κατά την 31.12.1993, χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού “Συναλλαγματικές Διαφορές του ν. 1083/1980, άρθρο 8 παρ. 1”.
Το ποσό του δανείου ανέρχεται σε δρχ. 2.042.167. 568.518 ή το ισόποσο των USD 2.048.374.727,67 και 10.662.524.322,23 γερμανικών μάρκων, με βάση την ισοτιμία FINIX της δραχμής προς τα ανωτέρω νομίσματα κατά την 31.12.1993.
Άρθρο 2
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώσει με το ποσό του δανείου λογαριασμό μακροπρόθεσμης απαίτησης υπό γενικό κωδικό Κ.Α. “521” μεταφέροντας εις αυτόν, από το λογαριασμό Συναλλαγματικές Διαφορές του ν. 1083/1980, άρθρο 8 παρ. 1″ το ανωτέρω ποσό, χωρίς ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών.
Άρθρο 3
3.1. Εκ του ανωτέρω ποσού, δρχ. 1.342.672.478.518 ή το ισόποσο αυτού εκ δολαρίων Η.Π.Α. 1.346.874.727,67 και γερμανικών μάρκων 7.010.124.322,23, χορηγούνται ως δάνειο, εξυπηρετούμενο με τους παρακάτω όρους:
3.2. Επιτόκιο
Το επιτόκιο του δανείου για το πρώτο έτος ορίζεται σε 5%. Το επιτόκιο αυτό, θα αναπροσαρμόζεται ετησίως με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι τόκοι θα υπολογίζονται ετησίως επί του, κατά την αρχή εκάστης τοκοφόρου περιόδου ανεξόφλητου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου, εκφραζόμενου σε δολάρια Η.Π..Α. και γερμανικά μάρκα, κατά την αντιστοιχία την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και με βάση έτος 365 ημερών (365/365). Οι κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας λογιζόμενοι τόκοι θα κεφαλαιοποιούνται κάτ. έτος και θα προσαυξάνουν το κεφάλαιο του δανείου.
Η πρώτη καταβολή τόκων θα γίνει την 31.12.1997 και θα αφορά την περίοδο 1.1.1997 – 31.12.1997.
3.3. Διάρκεια
Το δάνειο θα έχει διάρκεια τριάντα (30) έτη με επτά (7) έτη περίοδο χάριτος για το κεφάλαιο.
Το δάνειο, όπως θα έχει διαμορφωθεί μετά την κεφαλαιοποίηση των τόκων της πρώτης τριετίας (1.1.1994 – 31.12.1996), θα εξοφληθεί σε είκοσι τρεις (23) ίσες ετήσιες χρεωλυτικές δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη θα είναι καταβλητέα την 31.12.2001.
3.4. Δυνατότητα μετατροπής
Συμφωνείται ότι ανά έτος θα υπάρχει δυνατότητα με κοινή συμφωνία των Συμβαλλομένων:
α. είτε μετατροπής τμήματος του κατά το παρόν άρθρο δανείου σε ισοδύναμο ομολογιακό δάνειο,
β. είτε αλλαγής των νομισμάτων στα οποία εκφράζεται η ρήτρα ή και της ποσοστιαίας σύνθεσης αυτών, είτε τέλος και της κατάργησης της ρήτρας ξένου νομίσματος, ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, η δημιουργία στην Τράπεζα της Ελλάδος εσόδων ή ζημιών που θα οφείλονται σε σημαντικές αποκλίσεις των στοιχείων του τρέχοντος συναλλαγματικού ισοζυγίου της και εκείνου επί του οποίου βασίσθηκε ο καθορισμός του επιτοκίου της τελευταίας τοκοφόρου περιόδου.
Συμφωνείται ότι κατά τον καθορισμό του επιτοκίου του δανείου που θα ισχύει σε κάθε τοκοφόρο περίοδο (άρθρο 3.2), καθώς και για την τυχόν πραγματοποίηση των μεταβολών που προβλέπονται ανωτέρω (παρ. 3.4β), θα λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία του ισολογισμού της Τράπεζας της Ελλάδος που εκφράζονται σε συνάλλαγμα, περιλαμβανομένων και των δανείων (συνολικού ποσού ισότιμου δρχ. 2.042.167.568.518) με ρήτρα ξένου νομίσματος, που συνάπτονται στα πλαίσια της παρούσας Σύμβασης.
Για το σκοπό αυτόν θα συγκροτηθεί, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών. Τα μέλη της επιτροπής θα ορισθούν από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και τον Υπουργό Οικονομικών αντίστοιχα.
Έργο της Επιτροπής θα είναι:
ί) να παρακολουθεί, κατά τη διάρκεια εκάστου έτους, τις εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών που έχει συμφωνηθεί κατά τα παραπάνω προβλεπόμενα να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό, κατ` έτος, των όρων εξυπηρέτησης του δανείου, (ύψος επιτοκίου και μεταβολές της παρ. 3,4 β).
ίί) Να εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών και στο Διοικητή της τράπεζας της Ελλάδος, στην αρχή εκάστης τοκοφόρου περιόδου το ύψος του επιτοκίου που θα ισχύει για την ίδια περίοδο, καθώς και τις μεταβολές των λοιπών όρων εξυπηρέτησης (παρ. 3,4β) παραθέτοντας ταυτόχρονα τόσο τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν όσο και τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τον προσδιορισμό τους.
3.5. Εξόφληση
Κατά τη λήξη των χρεωλυηκών δόσεων και των τόκων, που εκφράζονται σε δολάρια Η.Π.Α. και γερμανικά μάρκα, κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενα, το Ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλει, σε εξόφλησή τους, στην τράπεζά της Ελλάδος, το ισότιμο σε δραχμές, με βάση τις ισοτιμίες της δραχμής προς το δολάριο Η.Π.Α. και το γερμανικό μάρκο που διαμορφώνονται στο Finix Αθηνών (μέση τιμή), με αξία την ημερομηνία λήξεως της οφειλής.
Εάν μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ημερομηνίας λήξεως οποιασδήποτε από τις δόσεις του κεφαλαίου ή και των τόκων δεν έχει περιέλθει στην Τράπεζα της Ελλάδος το σχετικό έγγραφο του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο τίθεται στη διάθεσή της το ποσό που χρειάζεται για την πληρωμή των δόσεων κεφαλαίου και των τόκων που λήγουν, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται και εξουσιοδοτείται ανέκκλητα με την παρούσα, να προβαίνει αυτή και μόνη, κατά την τακτή ημέρα πληρωμής των παραπάνω υποχρεώσεων, στη χρέωση του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” που τηρείται σε αυτήν.
Τις παραπάνω χρεώσεις του λογαριασμού Κ.Α. 200 – “Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών” η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η – Δημ. Χρέους και 24η Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 4
4.1. Το απομένον υπόλοιπο, δρχ. 699.495.090.000. – ή το ισόποσο αυτού εκ δολαρίων Η.Π.Α. 701.500.00 και γερμανικών μάρκων 3.652.400.000. – χορηγούνται υπό μορφή Ομολογιακών Δανείων (ένα για κάθε νόμισμα). Προς το σκοπό αυτόν, μέχρι 31.12.1994 θα εκδοθούν οι ακόλουθες κατηγορίες ομολογιακών τίτλων στον κομιστή, με ημερομηνία έκδοσης την 31.12.1993, τους οποίους θα αναλάβει η Τράπεζα της Ελλάδος:
α) 1.955 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 143.650.000 ή DEM 1.000.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 280.835.750.000 ή DEM 1.955.000.000
β) 2.300 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 71.825.000 ή DEM 500.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 165.197.500.000 ή DEM 1.150.000.000
γ) 2.737 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 28.730.000 ή DEM 200.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 78.634.010.000 ή DEM 547.400.000
δ) 805 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 124.610.000 ή USD 500.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 100.311.050.000 ή USD 402.500.000
ε) 1.012 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 49.844.000 ή USD 200.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 50.442.128.000 ή USD 202.400.000
στ) 966 τίτλοι ονομαστικής αξίας εκάστου δρχ. 24.922.000 ή USD 100.000 και συνολικής ονομ. αξίας δρχ. 24.074.652.000 ή USD 96.600.000
ΣΥΝΟΛΟ ΔΡΧ. 699.495.090.000 ή DEM 3.652.400.000
και USD 701.500.000
4.2. Λήξεις τίτλων
Οι τίτλοι καθεμιάς από τις ανωτέρω κατηγορίες κατανέμονται σε είκοσι τρεις (23) ίσες ομάδες αντιστοιχούσες σε διαδοχικές κατ` έτος ημερομηνίες λήξεως των τίτλων. Ειδικότερα, η πρώτη ομάδα τίτλων θα έχει ημερομηνία λήξεως την 31.12.2001 και η τελευταία την 31.12.2023.
4.3. Επιτόκιο
Τα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ομολογιακά δάνεια θα εκτοκίζονται ετησίως προς το εκάστοτε ισχύον στη χρηματαγορά του Λονδίνου διατραπεζικό επιτόκιο (LIBID) για καταθέσεις ετήσιας διάρκειας στα αντίστοιχα νομίσματα.
4.4. Κάθε ομόλογο θα έχει προσαρτημένα τόσα τοκομερίδια όσα η συνολική διάρκειά του (από 7-30 τοκομερίδια). Στα τρία (3) πρώτα τοκομερίδια, που δεν θα αποκόπτονται από το σώμα του ομολόγου μέχρι τη λήξη του, θα αναγράφεται ότι ο τόκος που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο τοκομερίδιο δεν καταβάλλεται στο τέλος της τοκοφόρου περιόδου αλλά προσαυξάνει το αρχικό κεφάλαιο του δανείου (κεφαλαιοποίηση τόκων).
Τα υπόλοιπα τοκομερίδια θα αντιπροσωπεύουν καταβλητέους τόκους επί της συνολικής ονομαστικής αξίας του ομολόγου όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την κεφαλαιοποίηση των τόκων της πρώτης τριετίας.
4.5. Σε περίπτωση διάθεσης μέρους ή του συνόλου των τίτλων των ανωτέρω ομολογιακών δανείων από την Τράπεζα της Ελλάδος σε τρίτους, η εξόφληση των τίτλων και των τοκομεριδίων, κατά τη λήξη τους, θα γίνεται μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Το Ελληνικό Δημόσιο παρέχει την ανέκκλητη εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να χρεώνει το λογαριασμό του Κ.Α. 200 – “Ε.Δ. Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών”, που τηρείται σε αυτή, με το δραχμικό ισότιμο της αξίας των τοκομεριδίων και των τίτλων (είτε αυτοί βρίσκονται στην κατοχή της είτε προσκομίζονται από τρίτους), όπως αυτό θα υπολογίζεται κατά την ημέρα της λήξεως, με βάση τις ισοτιμίες της δραχμής προς το δολάριο Η.Π.Α. και το γερμανικό μάρκο που διαμορφώνονται στο Finix Αθηνών (μέση τιμή), με αξία την ίδια ημερομηνία (λήξεως των τίτλων).
Τις παραπάνω χρεώσεις του λογαριασμού του Δημοσίου η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναγγέλλει αυθημερόν και με ιδιαίτερο έγγραφό της προς τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (20η – Προϋπολογισμού, 23η – Δημοσίου Χρέους και 24η – Λογαριασμών του Δημοσίου).
Άρθρο 5
Η Σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από 31 Δεκεμβρίου 1 993 και θα κυρωθεί με νόμο, συντάχθηκε σε δύο όμοια πρωτότυπα και έλαβε ο κάθε Συμβαλλόμενος από ένα:
Για το Ελληνικό Για την Τράπεζα Δημόσιο της Ελλάδος
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αλέξ. Παπαδόπουλος Γιάννης Μπούτος

Οι πληρωμές των κεφαλαίων και των τόκων των παραπάνω δανείων απαλλάσσονται γενικά από κάθε φόρο, τέλος, κράτηση ή άλλη επιβάρυνση που υπάρχει τώρα ή πρόκειται να επιβληθεί στο μέλλον από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιονδήποτε τρίτο στην Ελλάδα.

1. Επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και των κατόχων του συνόλου των ομολογιών ειδικών ομολογιακών δανείων, με τις οποίες μεταβάλλεται η διάρκεια, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι έκδοσης των δανείων αυτών. Μετά τη σύναψη της σύμβασης εκδίδεται αντίστοιχη υπουργική απόφαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32 του ν. 1914/1990.
2. Οφειλές προς το Δημόσιο, που πρέπει να καταβληθούν, μέχρι και 15.11.1994 από τόκους ομολογιών μετατρέψιμων σε μετοχές που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιό του και έχουν εκδοθεί από τραπεζικά ιδρύματα, δεν αναζητούνται.
3. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών η σύναψη ειδικών συμβάσεων με την Τράπεζα της Ελλάδος, τις λοιπές Τράπεζες και Πιστωτικά Ιδρύματα για τη διαχείριση, διάθεση, κάλυψη και εξόφληση των τίτλων του Δημοσίου. Με τις συμβάσεις αυτές καθορίζεται και το ύψος των κατά περίπτωση χορηγούμενων προμηθειών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Οι σχετικές συμβάσεις απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.
4. Το παρόν άρθρο τίθεται σε ισχύ από 21 Νοεμβρίου 1993.

Αντικαθίσταται το εδάφιο α` της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α`/22.3.1994), ως εξής:
“1. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται: α) να συνιστά έντοκους λογαριασμούς σε εμπορικές Τράπεζες ή άλλα Πιστωτικά Ιδρύματα για την κατάθεση των διαθεσίμων του σε δραχμές, β) να αναθέτει τη διεξαγωγή των συναλλαγών του όσο και τη διαχείριση των διαθεσίμων του σε δραχμές βάσει συμβάσεων μεταξύ αυτού και των εμπορικών Τραπεζών ή Πιστωτικών Ιδρυμάτων”.

Ρύθμιση χρεών πλημμυροπαθών Άρθρο πέμπτο 1. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις Δ.Ο.Υ., καθώς και χρέη προς τρίτους, που συμβεβαιώνονται και συνεισπράττονται με τα χρέη προς το Δημόσιο, τα οποία έγιναν ή θα γίνουν ληξιπρόθεσμα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994 και οφείλονται από κατοίκους των περιοχών που υπέστησαν ζημιές από τις πλημμύρες των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 1994, ρυθμίζονται και καταβάλλονται σε είκοσι τέσσερις (24), κατ` ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς να επιβαρύνονται με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν σε αυτά κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών.
2. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου απαιτούνται:
α. Κατάθεση σχετικής αίτησης από τον οφειλέτη, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., στην οποία είναι βεβαιωμένα τα χρέη, μέχρι 16 Ιανουαρίου 1995.
β. Προσκόμιση βεβαίωσης της οικείας νομαρχίας από την οποία να προκύπτει η ζημία και το ύψος αυτής, που υπέστη ο οφειλέτης από τις πλημμύρες αυτές.
γ. Καταβολή της πρώτης δόσης της ρύθμισης μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μηνός Ιανουαρίου 1995 και καταβολή των υπόλοιπων δόσεων την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών.
3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 8 έως και 11 του άρθρου 15 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α`).
4. Χρέη προς το Δημόσιο των οφειλετών της παραγράφου 1, στους οποίους χορηγήθηκε η βεβαίωση του εδαφίου β` της παρ. 2, τα οποία έπρεπε να καταβληθούν στις Δ.Ο.Υ. από 10 Οκτωβρίου 1994 μέχρι 31 Ιανουαρίου 1995 με βάση δήλωση των υποχρέων, η προθεσμία υποβολής της οποίας παρατάθηκε με την αριθ. 1121866/9116-20/0016/31.10.1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μέχρι 20 Απριλίου 1995, μπορούν να καταβληθούν σε έξι (6) ίσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μηνός Απριλίου 1995 και οι υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών.
Η παράλειψη καταβολής δύο (2) δόσεων έχει ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος καταβολής σε δόσεις και την καταβολή του υπόλοιπου ποσού της οφειλής εφάπαξ, επιβαρυνομένου με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής από τη λήξη της ημερομηνίας καταβολής της πρώτης δόσης.
Ειδικότερα, για το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) πρέπει να υποβληθούν ισάριθμες με τις φορολογικές περιόδους δηλώσεις, η προθεσμία υποβολής των οποίων λήγει από 10 Οκτωβρίου 1994 μέχρι και 31 Ιανουαρίου 1995.
Σχετικό:  με αριθμ. 1145053/10968-20/πολ-1294/29-12-1994 εγκύκλιος του Υπ. Οικον.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών ή άλλων θεομηνιών, από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό φορολογουμένων, να αναστέλλεται στις πληγείσες περιοχές, η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών και να ρυθμίζεται η καταβολή των χρεών αυτών μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις, με μερική ή ολική απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε..
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών ή άλλων θεομηνιών, από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό οφειλετών χρεών υπέρ των ειδικών δημοσίων υπηρεσιών, των ειδικών ταμείων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου και τρίτων, η είσπραξη των οποίων έχει ανατεθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 106του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών να αντιμετωπίζεται όπως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σε ανάλογες περιπτώσεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.11 Ν.2954/2001,ΦΕΚ Α 255/2.11.2001.
Σχετικό: ΥΑ 1009387/534-20/0016/30.1.2006 (ΦΕΚ 146 Β΄/8.2.2006).
Σχετικό:  ΥΑ 1012131/639/0016/2006 (ΦΕΚ 178 Β΄/2006)
Σχετικό: το άρθρο 81 Ν.3746/2009,ΦΕΚ Α 27/16.2.2009
6. Κατ` εξαίρεση των άρθρων 28 του ν. 1165/1918 “περί τελωνειακού κώδικος” (ΦΕΚ 73 Α`), όπως ισχύει και 56, 58, 60, 80, δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 89 του ν. 2127/1993 “εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 48 Α`), όπως ισχύει, επιτρέπεται η αναστολή είσπραξης των φόρων που οφείλονται επί των εμπορευμάτων, τα οποία τίθενται σε ανάλωση μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1994. Η αναστολή αυτή χορηγείται ύστερα από αίτηση των προσώπων της παραγράφου 1 στο όνομα των οποίων έχουν απευθείας αφιχθεί μέχρι 4.11.1994 εμπορεύματα και προσκόμιση στο τελωνείο της υπό της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενης βεβαίωσης.
Η καταβολή των βεβαιωμένων επι του οικείου τελωνειακού παραστατικού φόρων, ενεργείται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς επιβάρυνση αυτών με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται με την έκδοση από το τελωνείο της άδειας παράδοσης των εμπορευμάτων. Οι υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
Το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών.
Η μη καταβολή δύο (2) δόσεων συνεπάγεται την απώλεια δικαιώματος καταβολής του χρέους σε δόσεις και την άμεση καταβολή ολόκληρου του υπόλοιπου ποσού επιβαρυνομένου τούτου με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής από την ημερομηνία αποδοχής του οικείου παραστατικού εγγράφου.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται από την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή.

Διευκρινίσεις για τη ρύθμιση χρεών πλημμυροπαθών οφειλετών προς το Δημόσιο, σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 5, παρ. 1-4 του Ν.2275/94, έδωσε το υπουργείο Οικονομικών με την εγκύκλιο 1145053/10968-20/ΠΟΛ- 1294/29.12.94:
“Σας κοινοποιούμε, ως έχουν, τις διατάξεις των παραγράφων 1-4 του άρθρου 5 της τροπολογίας – προσθήκης στο σχέδιο νόμου ακύρωση των από 31.12.1993 και 6.7.1994 πέντε (5) δανειακών συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες διατάξεις”, που κατατέθηκε και ήδη ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων, με τις οποίες γίνονται ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, για να λάβετε γνώση και να ενεργήσετε σύμφωνα με αυτές. Για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες:
Ι. Των βεβαιωμένων χρεών Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου αυτού έγινε ρύθμιση των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και ληξιπρόθεσμων μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994 χρεών προς το Δημόσιο, καθώς επίσης και των χρεών που συμβεβαιώνονται και συνεισπράττονται με αυτά, τα οποία οφείλονται από κατοίκους των περιοχών που υπέστησαν ζημιές από τις πλημμύρες που έγιναν τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 1994 σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Τα χρέη που υπάγονται στη ρύθμιση αυτή δεν επιβαρύνονται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) και καταβάλλονται σε είκοσι τέσσερις (24), κατ` ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις, που το ποσό της κάθε μιας δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριάντα χιλιάδων (30.000) δρχ. Για την υπαγωγή στην παραπάνω ρύθμιση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο σχετική αίτηση στην αρμόδια ΔΟΥ, στην οποία είναι βεβαιωμένα τα χρέη του, το αργότερο μέχρι 16 Ιανουαρίου 1995 (ημέρα Δευτέρα). β) Να προσκομισθεί από αυτόν βεβαίωση της οικείας Νομαρχίας από την οποία να προκύπτει ότι υπέστη ζημίες από τις πλημμύρες αυτές, καθώς επίσης και το ύψος των ζημιών αυτών. γ. Να καταβληθεί η πρώτη δόση της ρύθμισης μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μηνός Ιανουαρίου 1995 και οι υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη ημέρα των επομένων μηνών.
Διευκρινίζουμε ότι αν υποβληθεί αίτηση του ενδιαφερομένου και προσκομισθεί η σχετική βεβαίωση της οικείας Νομαρχίας χωρίς όμως να καταβληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της ρύθμισης, δεν επέρχονται τα αποτελέσματα της ρύθμισης καθόσον δεν πληρούνται όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Σημειώνουμε ότι στην έννοια των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής δεν υπάγονται και οι τυχόν συμβατικοί τόκοι, που υπολογίζονται επί των φόρων κεφαλαίου που καταβάλλονται σε 3 μηνιαίες ή 6μηνιαίες δόσεις.
Για την πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω σας παραθέτουμε παραδείγματα φορολογουμένων που θα υπαχθούν στη ρύθμιση αυτή.
i) Οι φορολογούμενοι Α και Β οφείλουν στις αρμόδιες ΔΟΥ ληξιπρόθεσμα χρέη το ύψος των οποίων (κεφάλαιο) ανέρχεται στις 31.12.1994 στις 600.000 δρχ. και 7.200.000 δρχ. αντίστοιχα. Επειδή τα χρέη αυτά δεν επιβαρύνονται με τις αναλογούσες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής θα ρυθμιστούν και θα καταβληθούν του μεν πρώτου σε 20 ίσες μηνιαίες δόσεις των 30.000 δρχ. εκάστη (600.000:20 = 30.000) και του δεύτερου σε 24 ίσες μηνιαίες δόσεις των 300.000 δρχ. εκάστη (7.200.000:24 = 300.000).
ii) Ο φορολογούμενος Γ έχει ληξιπρόθεσμες δόσεις φόρων κεφαλαίου ύψους 4.000.000 δρχ., στις οποίες αναλογούσαν συμβατικοί τόκοι ύψους 800.000 δρχ. Ο φορολογούμενος αυτός θα ρυθμίσει και θα καταβάλει το συνολικό ποσό των παραπάνω χρεών του σε 24 μηνιαίες δόσεις των 200.000 δρχ. εκάστη (4.000.000 + 800.000 = 4.800.000 : 24 = 200.000).
Επισημαίνουμε ότι στην παραπάνω ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, και οι δόσεις των χρεών των πλημμυροπαθών οφειλετών που έχουν ήδη ρυθμιστεί με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.2198/94, οι οποίες δεν έχουν λήξει ακόμη, ύστερα από την κατάθεση σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου, χωρίς να γεννάται αξίωση κατά του Δημοσίου για τυχόν καταβληθέντα μέχρι σήμερα ποσά προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.
Για τις εξαιρέσεις από τη ρύθμιση, την απώλεια του δικαιώματος αυτής, τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας και τα λοιπά ευεργετήματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 8 έως και 11 του άρθρου 15 του ν.2198/94, όπως σας έχουν κοινοποιηθεί με τις ανωτέρω α` και β` σχετικές εγκύκλιες διαταγές μας.
II Των χρεών που έπρεπε να καταβληθούν με δήλωση
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του κοινοποιούμενου άρθρου ρυθμίζονται τα χρέη των παραπάνω πλημμυροπαθών οφειλετών της χώρας, που έπρεπε να καταβληθούν, με βάση δήλωση των υπόχρεων, στο χρονικό διάστημα από 10 Οκτωβρίου 1994 μέχρι και 31 Ιανουαρίου 1995 και των οποίων έχει παραταθεί η προθεσμία υποβολής μέχρι 20 Απριλίου 1995 με την αριθμ. 1121866/9116-20/0016/31.10.1994 απόφαση του υπουργού Οικονομικών.
Τα χρέη της κατηγορίας αυτής δεν επιβαρύνονται με προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης του υποχρέου και καταβάλλονται σε έξι (6) ίσες άτοκες μηνιαίες δόσεις.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή πρέπει:
α Να προσκομισθεί από τους ενδιαφερόμενους οφειλέτες η προαναφερθείσα βεβαίωση της οικείας Νομαρχίας, από την οποία να προκύπτει ότι έχουν υποστεί ζημίες από τις πλημμύρες των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 1994, καθώς επίσης και το ύψος των ζημιών αυτών, ύστερα από εκτίμηση της αρμόδιας Επιτροπής και β Να υποβληθεί σχετική δήλωση στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μηνός Απριλίου 1995.
Ειδικά για τη φορολογία εισοδήματος (δηλώσεις παρακρατούμενων φόρων) πρέπει να υποβληθεί μια ενιαία δήλωση κατά φορολογία και κατά χρήση.
Επισημαίνουμε ότι, για το φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) πρέπει να υποβληθούν τόσες δηλώσεις όσες είναι και οι αντίστοιχες φορολογικές περίοδοι από 10 Οκτωβρίου 1994 μέχρι και 31 Ιανουαρίου 1995, για τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί οι προβλεπόμενες δηλώσεις λόγω της χορηγηθείσας παράτασης. Σημειώνεται όμως ότι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να υποβληθεί κανονικά η εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ έτους 1994, μέχρι την 20η Απριλίου 1995.
γ Να καταβληθεί ταυτόχρονα με την υποβολή της σχετικής δήλωσης και η πρώτη δόση της ρύθμισης, οι δε υπόλοιπες δόσεις την αντίστοιχη ημέρα των επόμενων μηνών.
Σημειώνεται ότι, η παράλειψη καταβολής δύο (2) δόσεων της ρύθμισης αυτής έχει ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος της ρύθμισης και την καταβολή του υπόλοιπου ποσού της οφειλής εφάπαξ, επιβαρυνομένου αυτού του ποσού με τις αναλογούσες σ` αυτό κατά του ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής από τη λήξη της ημερομηνίας καταβολής της πρώτης δόσης της ρύθμισης, δηλαδή από 30 Απριλίου 1995″.

Κυρώνεται η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 31ης Οκτωβρίου 1994 “για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων”, της οποίας το κείμενο έχει ως εξής:
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 31.10.1994
για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 201, τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 173,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
τη γνώμη της οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,
Εκτιμώντας:
ότι, με την απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων έχει διευρυνθεί και μεταβληθεί η σύνθεση των ιδίων πόρων δια του περιορισμού της βάσης του πόρου φόρος προστιθεμένης αξίας (Φ.Π.Α.) στο 55% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος του έτους σε τιμές αγοράς (Α.Ε.Π.), διατηρουμένου του ανώτατου συντελεστή καταβολής στο 1,4% και θεσπιζομένου συμπληρωματικού ιδίου πόρου βασισμένου στο άθροισμα των Α.Ε.Π. των κρατών μελών, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1992 στο Εδιμβούργο,
ότι οι Κοινότητες πρέπει να διαθέτουν κατάλληλους πόρους για τη χρηματοδότηση των πολιτικών τους,
ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτά, οι Κοινότητες θα μπορέσουν να διαθέσουν, μέχρι το 1999, μέγιστο ποσό ιδίων πόρων αντίστοιχο προς το 1,27% του συνόλου των Α.Ε.Π. των κρατών μελών,
ότι, για να τηρηθεί το ανώτατο αυτό όριο, το συνολικό ύψος των ιδίων πόρων οι οποίοι τίθενται στη διάθεση των Κοινοτήτων για την περίοδο 1995-1999, δεν μπορεί να υπερβαίνει, για κανένα έτος, ένα καθορισμένο ποσοστά του αθροίσματος των Α.Ε.Π. των κρατών μελών για το συγκεκριμένο έτος, ότι καθορίζεται συνολικό ανώτατο όριο 1,335% των Α.Ε.Π. των κρατών μελών για τις πιστώσεις για αναλήψεις υποχρεώσεων και ότι θα πρέπει να διασφαλισθεί η εύρυθμη εξέλιξη των πιστώσεων για αναλήψεις υποχρεώσεων και των πιστώσεων για πληρωμές,
ότι τα ανώτατα αυτά όρια θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται μέχρις ότου τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση,
ότι προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ικανότητα συνεισφοράς των διαφόρων κρατών μελών στο σύστημα των ιδίων πόρων και να διορθωθούν, για τα λιγότερο ευημερούντα κράτη μέλη, τα φθίνοντα στοιχεία που υφίστανται στο σημερινό σύστημα των ιδίων πόρων, σύμφωνα με το πρωτόκολλο σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδείκνυται να γίνει νέα τροποποίηση των κανόνων χρηματοδότησης των Κοινοτήτων:
– μειώνοντας το προβλεπόμενο ανώτατο όριο για τον ενιαίο συντελεστή που εφαρμόζεται στην ενιαία βάση του Φ.Π.Α. κάθε κράτους μέλους, από 1,4 % σε 1,0% σε ίσα στάδια κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995-1999,
– περιορίζοντας, από το 1995, σε 50% του Α.Ε.Π. τους, τη βάση του Φ.Π.Α. των κρατών μελών των οποίων το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. το 1991 ήταν κατώτερο του 90 % του κοινοτικού μέσου όρου, δηλαδή της Ελλάδος, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, και μειώνοντας τη βάση από 55% σε 50% σε ίσα στάδια κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995-1999, για τα άλλα κράτη μέλη,
ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέτασε, επανειλημμένα, το θέμα της διόρθωσης των διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού, ιδίως κατά τη σύνοδό του της 25ης και 26ης Ιουνίου 1984,
ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1992 επιβεβαίωσε τη μέθοδο υπολογισμού της διόρθωσης των διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού, που ορίζεται στην απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ,
ότι θα πρέπει οι διαταραχές στην ισορροπία του προϋπολογισμού να διορθώνονται κατά τρόπο που να μην επηρεάζει τους διαθέσιμους για τις κοινοτικές πολιτικές ιδίους πόρους,
ότι το νομισματικό αποθεματικό, εφεξής καλούμενο “νομισματικό αποθεματικό ΕΓΤΠΕ”, αποτελεί αντικείμενο ειδικών διατάξεων,
ότι, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έχει προβλεφθεί η δημιουργία, στον προϋπολογισμό, δύο αποθεματικών, δηλαδή του αποθεματικού για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Εγγύησης Δανείων και του αποθεματικού για επείγουσα βοήθεια σε τρίτες χώρες” ότι τα αποθεματικά αυτά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών διατάξεων,
ότι η Επιτροπή θα υποβάλει, πριν από το τέλος του 1999, έκθεση για τη λειτουργία του συστήματος, στην οποία θα περιλαμβάνεται και επανεξέταση της διόρθωσης των διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού που χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι θα υποβάλει επίσης, μέχρι το τέλος του 1999, έκθεση για τα αποτελέσματα της μελέτης όσον αφορά τις δυνατότητες δημιουργίας νέου ιδίου πόρου, καθώς και για τις λεπτομέρειες εισαγωγής σταθερού ενιαίου συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στη βάση Φ.Π.Α.,
ότι θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις οι οποίες να εξασφαλίζουν τη μετάβαση από το καθεστώς που έχει θεσπιστεί με την απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ στο καθεστώς που προκύπτει από την παρούσα απόφαση,
ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέβλεψε ότι η παρούσα απόφαση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την 1η Ιανουαρίου 1995,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ:
Άρθρο 1
Οι ίδιοι πόροι χορηγούνται στις Κοινότητες προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού τους, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζουν τα επόμενα άρθρα.
Ο προϋπολογισμός των Κοινοτήτων χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου, με την επιφύλαξη των άλλων εσόδων, από τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων.
Άρθρο 2
1. Συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων, τα έσοδα που προέρχονται από:
α) εισφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματικά ή εξισωτικά ποσά, πρόσθετα ποσά ή στοιχεία και λοιπά τέλη που έχουν θεσπιστεί ή θα θεσπιστούν από τα Όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη, στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως και από εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης,
β) τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπιστεί ή θα θεσπιστούν από τα Όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη και από τους δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα τα οποία υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα,
γ) την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή που ισχύει για όλα τα κράτη μέλη στη βάση του Φ.Π.Α., η οποία καθορίζεται με ενιαίο τρόπο για τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Ωστόσο, η βάση η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης περιορίζεται, από το 1995, στο 50% του Α.Ε.Π. τους για τα κράτη μέλη των οποίων το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. το 1991 ήταν κατώτερο του 90% του κοινοτικού μέσου όρου Μα τα άλλα κράτη μέλη η βάση που λαμβάνεται υπόψη περιορίζεται σε:
– 54% το 1995,
– 53% το 1996,
– 52% το 1997,
– 51 % το 1998,
– 50% το 1999 του Α.Ε.Π. τους.
Ο συντελεστής περιορισμού του 50% του Α.Ε.Π. τους, που προβλέπεται για όλα τα κράτη μέλη το 1999 εξακολουθεί να εφαρμόζεται μέχρις ότου τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση,
δ) την εφαρμογή συντελεστή, που θα καθοριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού, λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων εσόδων, στο άθροισμα των Α.Ε.Π. όλων των κρατών μελών, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ.
2. Εξάλλου, συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων τα έσοδα που προέρχονται από άλλους φόρους, οι οποίοι τυχόν θεσπίζονται στα πλαίσια μιας κοινής πολιτικής, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή τη συνθήκη για την ίδρυση της ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, εφόσον έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 201 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή του άρθρου 173 της συνθήκης για την ίδρυση της ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.
3. Τα κράτη μέλη παρακρατούν, ως έξοδα είσπραξης, το 10% των ποσών που πρέπει να καταβληθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία α) και β).
4. Ο ενιαίος συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ) αντιστοιχεί στο συντελεστή που προκύπτει από:
α) την εφαρμογή του
– 1,32 % το 1995,
– 1,24% το 1996,
– 1,16% το 1997,
– 1,08% το 1998,
– 1,00% το 1999,
στη βάση του Φ.Π.Α. για τα κράτη μέλη. Ο συντελεστής 1,00% που προβλέπεται για το 1999 εξακολουθεί να εφαρμόζεται μέχρις ότου τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση,
β) μείον το ακαθάριστο ποσό της αντιστάθμισης αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 4, σημείο 2). Το ακαθάριστο ποσό είναι το ποσό της αντιστάθμισης, προσαρμοσμένο λόγω του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της αντιστάθμισης προς αυτό το ίδιο και λόγω του ότι το μερίδιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μειώνεται κατά το ένα τρίτο. Υπολογίζεται δε, σαν να χρηματοδοτείται το ποσό της αντιστάθμισης αναφοράς από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις βάσεις του Φ.Π.Α. τους, οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ).
5. Ο συντελεστής, που καθορίζεται στην παράγραφο 1, στοιχείο δ), εφαρμόζεται στο Α.Ε.Π. κάθε κράτους μέλους.
6. Αν, κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός, ο ενιαίος συντελεστής του Φ.Π.Α. και ο συντελεστής που εφαρμόζεται στα Α.Ε.Π. των κρατών μελών, που είχαν καθοριστεί προγενέστερα, με την επιφύλαξη των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 όσον αφορά το νομισματικό αποθεματικό ΕΓΤΠΕ, το αποθεματικό για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Εγγύησης Δανείων και το αποθεματικό για επείγουσα βοήθεια σε τρίτες χώρες, εξακολουθούν να εφαρμόζονται, μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι νέοι συντελεστές.
7. Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, ως Α.Ε.Π. νοείται το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν του έτους σε τιμές αγοράς.
Άρθρο 3
1. Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χορηγείται στις Κοινότητες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,27% του συνόλου του Α.Ε.Π. των κρατών μελών για τις πιστώσεις για πληρωμές.
Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χορηγείται στις Κοινότητες δεν μπορεί να υπερβαίνει, για κάθε έτος της. Περιόδου 1995-1999, τα ακόλουθα ποσοστά του συνόλου του Α.Ε.Π. των κρατών μελών για το αντίστοιχο έτος:
– 1995 : 1,21,
– 1996 : 1,22,
– 1997 : 1,24,
– 1998 : 1,26,
– 1999 : 1,27
2. Οι εγγεγραμμένες στο γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων πιστώσεις για αναλήψεις υποχρεώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995-1999 πρέπει να εξελίσσονται εύρυθμα ώστε να καταλήξουν σε συνολικό ποσό μη υπερβαίνον το 1,335% του συνόλου του Α.Ε.Π. των κρατών μελών το 1999. Θα διατηρηθεί εύρυθμη σχέση μεταξύ πιστώσεων για αναλήψεις υποχρεώσεων και πιστώσεων για πληρωμές, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητά τους και να μπορέσουν να τηρηθούν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ανώτατα όρια για τα επόμενα έτη.
3. Τα συνολικά ανώτατα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρις ότου τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση.
Άρθρο 4
Παραχωρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο διόρθωση των Α διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού. Η διόρθωση αυτή συνίσταται σε ένα βασικό ποσό και μια αναπροσαρμογή. Η αναπροσαρμογή διορθώνει το βασικό ποσό στο επίπεδο αντιστάθμισης αναφοράς.
1. Το βασικό ποσό καθορίζεται κατόπιν:
α) υπολογισμού της διαφοράς, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους, μεταξύ:
– του ποσοστιαίου μεριδίου του Ηνωμένου Βασιλείου στο άθροισμα των καταβολών που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ), που θα είχαν πραγματοποιηθεί κατά το οικονομικό αυτό έτος, συμπεριλαμβανομένων των αναπροσαρμογών με ενιαίο συντελεστή για τα προηγούμενα οικονομικά έτη, και
– του ποσοστιαίου μεριδίου του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
β) εφαρμογής της διαφοράς που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
γ) πολλαπλασιασμού του αποτελέσματος επί 0,66.
2. Η αντιστάθμιση αναφοράς είναι η διόρθωση που προκύπτει από την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου, στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος σημείου, διορθωμένη κατά το αποτέλεσμα που προκύπτει για το Ηνωμένο Βασίλειο, από τη μετάβαση στον περιορισμένο Φ.Π.Α. και ης καταβολές που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ).
Αυτή καθορίζεται κατόπιν
α) υπολογισμού της διαφοράς, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους, μεταξύ:
– του ποσοστιαίου μεριδίου του Ηνωμένου βασιλείου στο σύνολο των καταβολών Φ.Π.Α. που θα είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού αυτού έτους, συμπεριλαμβανομένων των αναπροσαρμογών για τα προηγούμενα οικονομικά έτη, για τα ποσά που χρηματοδοτούνται από τους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ), εάν ο ενιαίος συντελεστής Φ.Π.Α. είχε εφαρμοστεί στις μη περιορισμένες βάσεις, και
– του ποσοστιαίου μεριδίου του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
β) εφαρμογής της διαφοράς που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
γ) πολλαπλασιασμού του αποτελέσματος επί 0,66,
δ) αφαιρέσεως των καταβολών του Ηνωμένου Βασιλείου που λαμβάνονται υπόψη στο σημείο 1), στοιχείο
α), πρώτη περίπτωση από τις καταβολές που λαμβάνονται υπόψη στην πρώτη περίπτωση, του στοιχείου α) του παρόντος εδαφίου,
ε) αφαιρέσεως του ληφθέντος ποσού του στοιχείου
δ) από το ληφθέν ποσό του στοιχείου γ). 3. Το βασικό ποσό αναπροσαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να αντιστοιχεί στο ποσό της αντιστάθμισης αναφοράς.
Άρθρο 5
1. Τα άλλα κράτη αναλαμβάνουν την οικονομική επιβάρυνση της διόρθωσης σύμφωνα με τον ακόλουθο τρόπο.
Η κατανομή της επιβάρυνσης υπολογίζεται κατ` αρχάς σε συνάρτηση με το αντίστοιχο μερίδιο των κρατών μελών στις καταβολές που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ), εξαιρουμένου του Ηνωμένου Βασιλείου αναπροσαρμόζεται στη συνέχεια έτσι ώστε να περιοριστεί η συμμετοχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα δύο τρίτα του μεριδίου που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτόν.
2. Η διόρθωση χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο με μείωση των καταβολών του που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ) Η οικονομική επιβάρυνση στην οποία υποβάλλονται τα άλλα κράτη μέλη προστίθεται στις καταβολές τους που απορρέουν από την εφαρμογή, για κάθε κράτος μέλος, του άρθρου 2, Παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ).
3. Η Επιτροπή προβαίνει στους αναγκαίους υπολογισμούς για την εφαρμογή του άρθρου 4 και του παρόντος άρθρου.
4. Αν, κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός, εξακολουθούν να ισχύουν η διόρθωση που χορηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και η οικονομική επιβάρυνση που ανέλαβαν τα άλλα κράτη μέλη, οι εγγεγραμμένες στον τελευταίο προϋπολογισμό που έχει εγκριθεί οριστικά.
Άρθρο 6
Τα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 2 χρησιμοποιούνται αδιακρίτως για τη χρηματοδότηση όλων των δαπανών που εγγράφονται στον προϋπολογισμό. Τα έσοδα που είναι απαραίτητα για την πλήρη η μερική κάλυψη του νομισματικού αποθεματικού του ΕΓΤΠΕ, το αποθεματικό για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Εγγύησης Δανείων και το αποθεματικό για επείγουσα βοήθεια σε τρίτες χώρες, που είναι εγγεγραμμένοι στον προϋπολογισμό δεν ζητούνται από τα κράτη μέλη παρά μόνο κατά τη χρησιμοποίηση των αποθεματικών. Οι διατάξεις σχετικά με τη λειτουργία των αποθεματικών αυτών θεσπίζονται, εφόσον χρειαστεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.
Το πρώτο εδάφιο δεν θίγει τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις συνεισφορές ορισμένων κρατών μελών για τα συμπληρωματικά προγράμματα που προβλέπονται στο άρθρο 130Λ της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής κοινότητας.
Άρθρο 7
Το ενδεχόμενο πλεόνασμα των εσόδων των Κοινοτήτων επί του συνόλου των πραγματικών δαπανών κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους μεταφέρεται στο επόμενο οικονομικό έτος.
Τα ενδεχόμενα πλεονάσματα που προκύπτουν από μεταφορά από κεφάλαια του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων προς το νομισματικό αποθεματικό ή τα πλεονάσματα του Ταμείου Εγγυήσεων για εξωτερικές δράσεις, τα καταβαλλόμενα στην κατάσταση των εσόδων του προϋπολογισμού, θεωρούνται ότι αποτελούν ίδιους πόρους.
Άρθρο 8
1. Οι κοινοτικοί ίδιοι πόροι, που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), εισπράττονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες προσαρμόζονται ενδεχομένως, στις απαιτήσεις των κοινοτικών ρυθμίσεων. Η Επιτροπή προβαίνει σε τακτά διαστήματα, σε εξέταση των εθνικών διατάξεων που της γνωστοποιούν τα κράτη μέλη, ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις προσαρμογές που θεωρεί αναγκαίες για τη διασφάλιση της πιστότητάς τους προς τις κοινοτικές ρυθμίσεις και υποβάλλει έκθεση στην αρμόδια για τον Προϋπολογισμό Αρχή. Τα κράτη μέλη θέτουν τους πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως δ), στη διάθεση της Επιτροπής.
2. Με την επιφύλαξη της επαλήθευσης των λογαριασμών και των ελέγχων πιστότητας και κανονικότητας που προβλέπονται από το άρθρο 188 Γ της συνθήκης για την ίδρυση της ευρωπαϊκής κοινότητας και αφορούν κυρίως την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των εθνικών συστημάτων και διαδικασιών προσδιορισμού της βάσης για τους ίδιους πόρους, οι οποίοι προέρχονται από το Φ.Π.Α. και το Α.Ε.Π. και με την επιφύλαξη των ελέγχων που οργανώνονται δυνάμει του άρθρου 209, στοιχείο γ) της συνθήκης αυτής, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, επι προτάσεως της επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, καθώς και τις διατάξεις για τον έλεγχο της είσπραξης, την απόδοση στην Επιτροπή και την καταβολή των εσόδων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 5.
Άρθρο 9
Ο μηχανισμός της φθίνουσας επιστροφής των ιδίων πόρων, που προέρχονται από του Φ.Π.Α. ή από τις χρηματικές συνεισφορές που βασίζονται στο Α.Ε.Π. που είχε θεσπιστεί μέχρι το 1985 υπέρ της Ελλάδος με το άρθρο 127 της πράξης προσχώρησης του 1979 και μέχρι το 1991 υπέρ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας με τα άρθρα 187 και 374 της πράξης προσχώρησης του 1985, εφαρμόζεται στους ίδιους πόρους που προέρχονται από τον Φ.Π.Α. και στον ίδιο πόρο που βασίζεται στο Α.Ε.Π., οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ) της παρούσας απόφασης. Ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται και στις καταβολές των δύο τελευταίων αυτών κρατών μελών τις προκύπτουσες από την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο συντελεστής επιστροφής είναι ο συντελεστής που εφαρμόσθηκε κατά το έτος για το οποίο χορηγείται η διόρθωση.
Άρθρο 10
Η Επιτροπή υποβάλλει, πριν από το τέλος του 1999, έκθεση για τη λειτουργία του συστήματος, η οποία συμπεριλαμβάνει επανεξέταση της διόρθωσης των διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού που χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, που θεσπίζει η παρούσα απόφαση. Υποβάλλει επίσης, πριν από το τέλος του 1999, έκθεση για τα αποτελέσματα μελέτης σχετικά με τις δυνατότητες δημιουργίας νέου ίδιου πόρου, καθώς και για τις λεπτομέρειες εισαγωγής σταθερού ενιαίου συντελεστή, ο οποίος εφαρμόζεται στη βάση Φ.Π.Α..
Άρθρο 11
1. Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται στα κράτη μέλη από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τα Κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου την ολοκλήρωση των διαδικασιών που επιβάλλουν οι αντίστοιχοι συνταγματικοί τους κανόνες για την έγκριση της παρούσας απόφασης.
Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της παραλαβής της τελευταίας από τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την 1η Ιανουαρίου 1995.
2. α) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β) η απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 1995. Οποιαδήποτε παραπομπή στην απόφαση του Συμβουλίου, της 21 ης Απριλίου 1970, περί αντικαταστάσεως των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών από ίδιους πόρους των Κοινοτήτων στην απόφαση 85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για το σύστημα των ίδιων πόρων των Κοινοτήτων ή στην απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ, νοείται ως παραπομπή στην παρούσα απόφαση.
β) Το άρθρο 3 της απόφασης 85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ εξακολουθεί να ισχύει για τον υπολογισμό και τις αναπροσαρμογές των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή συντελεστή στη βάση του Φ.Π.Α., η οποία καθορίζεται κατά ενιαίο τρόπο και χωρίς περιορισμό όσον αφορά το οικονομικό έτος 1987 και τα προηγούμενα οικονομικά έτη.
Τα άρθρα 2, 4 και 5 της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ εξακολουθούν να ισχύουν για τον υπολογισμό και τις αναπροσαρμογές των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή, ισχύοντος για όλα τα κράτη μέλη, στη βάση του Φ.Π.Α., η οποία προσδιορίζεται με ενιαίο τρόπο και περιορίζεται στο 55% του Α.Ε.Π. κάθε κράτους μέλους, καθώς και για τον υπολογισμό της διόρθωσης των διαταραχών της ισορροπίας του προϋπολογισμού η οποία χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 1988-1994. Εφόσον ενδείκνυται η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7 της εν λόγω απόφασης, στους υπολογισμούς που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι χρηματικές συνεισφορές αντικαθιστούν τις καταβολές του Φ.Π.Α., για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, καθώς και την πληρωμή των αναπροσαρμογών των διορθώσεων που αφορούν τα προηγούμενα οικονομικά έτη.
Έγινε στο Λουξεμβούργο, στις 3 Οκτωβρίου 1994.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος (υπογραφή)
K.KINKEL

Συμπληρώσεις και τροποποιήσεις διατάξεων του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α`) και του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α`).

1. Μετά το άρθρο 36 του ν. 1642/1986 προστίθενται νέα άρθρα 36α και 368, που έχουν ως εξής:
“Άρθρο 36α
Ειδικό καθεστώς φορολογίας των υποκειμένων στο φόρο μεταπωλητών που παραδίδουν μεταχειρισμένα αγαθά και αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας
1. Η παράδοση μεταχειρισμένων αγαθών, όπως αυτά ορίζονται με τις διατάξεις της περίπτωσης α` της παραγράφου 8 του άρθρου 368, καθώς και αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, υπάγεται σε ειδικό καθεστώς φορολόγησης, του περιθωρίου κέρδους του υποκειμένου στο φόρο μεταπωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών που εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς, θεωρείται η παράδοση των αγαθών αυτών, που πραγματοποιείται από υποκείμενο στο φόρο μεταπωλητή, κατά την έννοια της περίπτωσης β` της παραγράφου 8 του άρθρου 368, εφόσον τα αγαθά αυτά του παραδόθηκαν:
Στο εσωτερικό της Κοινότητας, από:
– Πρόσωπο μη υποκείμενο στο φόρο ή
– Πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο, εφόσον πρόκειται για παράδοση η οποία απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης λ) της παραγράφου 1 του άρθρου 18 ή αντίστοιχης διάταξης άλλου κράτους μέλους ή
– Πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο, το οποίο υπάγεται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32, εφόσον πρόκειται για αγαθά που αποτελούσαν γι` αυτόν αγαθά επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 26 ή αντίστοιχης διάταξης άλλου κράτους μέλους ή
– Άλλον υποκείμενο στο φόρο μεταπωλητή, εφόσον η παράδοση του αγαθού από αυτόν έχει υπαχθεί στο φόρο, σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του περιθωρίου κέρδους του παρόντος άρθρου ή αντίστοιχης διάταξης άλλου κράτους μέλους.
3. φορολογητέα αξία της παράδοσης αγαθών είναι το περιθώριο κέρδους που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής.
– Ως περιθώριο κέρδους λαμβάνεται η θετική διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του αγαθού από τον υποκείμενο στο φόρο μεταπωλητή και της τιμής αγοράς του, μειωμένο με το φόρο προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στη θετική αυτή διαφορά και ο οποίος εξευρίσκεται με τους κανόνες της εσωτερικής υφαίρεσης.
Σε περίπτωση που η τιμή πώλησης του αγαθού είναι μικρότερη από την τιμή αγοράς του, η αρνητική αυτή διαφορά δεν μπορεί να συμψηφιστεί με τη θετική διαφορά που προκύπτει από άλλες παραδόσεις αγαθών του υποκείμενου στο φόρο μεταπωλητή.
– Ως τιμή πώλησης λαμβάνεται το σύνολο του αντιτίμου που έλαβε ή πρόκειται να λάβει ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής από τον αγοραστή, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 15, περιλαμβανομένου και του φόρου προστιθέμενης αξίας.
– Ως τιμή αγοράς λαμβάνεται το σύνολο του αντιτίμου που κατέβαλε ή θα καταβάλει ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής στον προμηθευτή του.
4. Ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής μπορεί να επιλέξει την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του άρθρου αυτού και στις παρακάτω παραδόσεις:
α) Αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, τα, οποία εισήγαγε ο ίδιος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10.
β) Αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας που του παραδόθηκαν από τον ίδιο το δημιουργό ή τους διαδόχους του.
γ) Αντικειμένων καλλιτεχνικής αξίας που του παραδόθηκαν από άλλο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, εκτός του υποκείμενου στο φόρο μεταπωλητή, εφόσον η παράδοση από το άλλο αυτό πρόσωπο φορολογήθηκε με το μειωμένο συντελεστή που προβλέπεται για τα αγαθά αυτά ή παρασχέθηκε στον υποκείμενο πλήρες δικαίωμα έκπτωσης του φόρου.
Η παραπάνω επιλογή γίνεται με υποβολή δήλωσης, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι 10 Ιανουαρίου κάθε έτους. Η δήλωση αυτή ισχύει τουλάχιστον για δύο πλήρεις διαχειριστικές περιόδους μετά την πάροδο των οποίων μπορεί να ανακληθεί. Η ανάκληση ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.
Σε περίπτωση άσκησης της επιλογής της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να υπολογιστεί το περιθώριο κέρδους, κατά την έννοια της παραγράφου 3, ως τιμή αγοράς λαμβάνεται η φορολογητέα αξία κατά την εισαγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 ή η φορολογητέα αξία της παράδοσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, κατά περίπτωση, προσαυξημένη με το φόρο προστιθέμενης αξίας με τον οποίο επιβαρύνθηκαν οι πράξεις αυτές.
5. Απαλλάσσονται από το φόρο οι παραδόσεις αγαθών της παραγράφου 1, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 22, για τις οποίες η φορολογητέα αξία υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.
6. Ο υποκείμενος στο φόρο, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3, δεν δικαιούται να εκπίπτει από το φόρο τον οποίο οφείλει, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί τα αγαθά της παραγράφου 1, εφόσον πρόκειται για αγαθά που παραδόθηκαν σε αυτόν από υποκείμενο στο φόρο μεταπωλητή, ο οποίος εφήρμοσε το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού.
7. Ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής, που εφαρμόζει το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού, δεν μπορεί να εκπίπτει από το φόρο που οφείλει για τις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, το φόρο προστιθέμενης αξίας που κατέβαλλε ή πρόκειται να καταβάλλει για απόκτηση αντικειμένων σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.
8. Ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής, που εφαρμόζει το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού, υποχρεούται:
α) Να τηρεί ειδικό βιβλίο, στο οποίο να καταχωρεί την ημερομηνία, το είδος του παραστατικού, το είδος, την ποσότητα και την αξία, κατά την απόκτηση και κατά την πώληση των αγαθών για παραδόσεις αγαθών που φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.
Σε περίπτωση συγκεντρωτικών αγορών ή πωλήσεων, υποχρεούται να επιμερίζει την αξία των αγαθών, στο βαθμό που κρίνεται απαραίτητο, για τον προσδιορισμό του περιθωρίου κέρδους εκάστης παράδοσης.
β) Στα φορολογικά στοιχεία που εκδίδει, κατά τις διατάξεις του Κ.θ.Σ., να ενσωματώνει, στην τιμή, το φόρο που αναλογεί στις παραδόσεις αγαθών, οι οποίες φορολογούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.
9. Σε περίπτωση, κατά την οποία, ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής πραγματοποιεί παράλληλα πράξεις, τόσο του άρθρου αυτού, όσο και του κανονικού καθεστώτος, υποχρεούται να καταχωρεί σε ιδιαίτερες στήλες ή σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία του Κ.Β.Σ., τις πράξεις που υπάγονται σε καθένα από τα δύο αυτά καθεστώτα.
10. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 3, στις περιπτώσεις όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το περιθώριο κέρδους για κάθε παράδοση χωριστά, λόγω κυρίως συγκεντρωτικών αγορών ή πωλήσεων ή μικρής αξίας αγαθών, η φορολογητέα αξία προσδιορίζεται συνολικά ανά φορολογική περίοδο.
Στην περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου, η φορολογητέα αξία, για παραδόσεις αγαθών που υπάγονται στον ίδιο συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας, είναι το συνολικό περιθώριο κέρδους, που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο.
Το συνολικό περιθώριο κέρδους ισούται με τη διαφορά μεταξύ των συνολικών ημών πωλήσεων και των συνολικών τιμών αγορών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής κατά τη διάρκεια της φορολογικής περιόδου, για κάθε συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας χωριστά, μειωμένη κατά το ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στο συνολικό αυτό περιθώριο κέρδους, το οποίο βρίσκεται με τους κανόνες της εσωτερικής υφαίρεσης.
Σε περίπτωση που η διαφορά μεταξύ των συνολικών τιμών πωλήσεων και συνολικών ημών αγορών, σε μια φορολογική περίοδο είναι αρνητική, η διαφορά αυτή προσαυξάνει τις αγορές της επόμενης φορολογικής περιόδου και συμψηφίζεται με τυχόν θετική διαφορά επόμενης φορολογικής περιόδου, μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο. Τυχόν προκύπτουσα αρνητική διαφορά στην τελευταία φορολογική περίοδο δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό σε επόμενη διαχειριστική περίοδο.
Όταν η φορολογητέα αξία υπολογίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής δεν δικαιούται επιστροφής του φόρου που προκύπτει από αρνητικό περιθώριο στη συγκεκριμένη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο.
Ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής που υπάγεται στο καθεστώς της προγράφου αυτής μπορεί να επιλέξει, για ορισμένες παραδόσεις που πραγματοποιεί, να υπαχθεί στις γενικές διατάξεις του φόρου.
Στην περίπτωση που κάνει χρήση της ευχέρειας του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και σε κάθε περίπτωση πραγματοποίησης πράξεων που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η αξία κτήσης των εν λόγω αγαθών που διατίθενται για την πραγματοποίηση των πράξεων αυτών, αφαιρείται από τις συνολικές αγορές της συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου, κατά την οποία πραγματοποιούνται οι παραπάνω πράξεις, προκειμένου να εξευρεθεί το συνολικά περιθώριο κέρδους της φορολογικής αυτής περιόδου.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του άρθρου αυτού, οι υποκείμενοι στο φόρο μεταπωλητές μπορούν να εφαρμόσουν το απλοποιημένο καθεστώς της παραγράφου αυτής, μετά από έγκριση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.. Προς το σκοπό αυτό, οφείλουν μέχρι 25.1.1995 να υποβάλλουν σχετική αίτηση, προσκομίζοντας τα απαραίτητα στοιχεία, τα οποία κατά την κρίση τους δικαιολογούν την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού. Ο αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ., μετά από αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων άσκησης της δραστηριότητας, εγκρίνει ή απορρίπτει το εν λόγω αίτημα εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης.
Οι παραδόσεις κάθε είδους μεταχειρισμένων μεταφορικών μέσων δεν μπορούν να υπαχθούν στο απλοποιημένο καθεστώς της παραγράφου αυτής, εκτός από τα μεταχειρισμένα μεταφορικά μέσα που προορίζονται να διαλυθούν και να πωληθούν ως ανταλλακτικά.
11. Ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής μπορεί να εφαρμόζει το κανονικό καθεστώς φορολογίας για παραδόσεις αγαθών της παραγράφου 1, έστω και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου αυτού, για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του περιθωρίου κέρδους. Στην περίπτωση αυτή, ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής δύναται να εκπίπτει από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις, το φόρο που επιβάρυνε τα αγαθά σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Το δικαίωμα έκπτωσης, κατά τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, γεννάται κατά το χρόνο που ο φόρος καθίσταται απαιτητός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14.
12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται προκειμένου, για παραδόσεις καινούργιων μεταφορικών μέσων, κατά την έννοια των διατάξεων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 3 του άρθρου 10α, εφόσον πραγματοποιούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 22α.
13. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται σαφέστερα κριτήρια για την εφαρμογή της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού. Επίσης με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών είναι δυνατόν να καθοριστούν κατώτατα όρια περιθωρίου κέδρους, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, μετά από εξέταση των πραγματικών δεδομένων σε ορισμένους κλάδους δραστηριοτήτων και μετά από συνεννόηση με τις ενδιαφερόμενες παραγωγικές τάξεις.
14. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
“Άρθρο 36β
Ειδικό καθεστώς φορολογίας για τις πωλήσεις σε Δημοπρασία
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36α, στις περιπτώσεις παράδοσης μεταχειρισμένων αγαθών και αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, από το διοργανωτή δημοπρασίας, ο οποίος ενεργεί κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 5, η φορολογητέα αξία προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, εφόσον η παράδοση των αγαθών σε δημοπρασία ενεργείται για λογαριασμό των προσώπων που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 36α.
2. Ως φορολογητέα αξία, για κάθε παράδοση αγαθών της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται η αξία με την οποία ο διοργανωτής της δημοπρασίας χρεώνει τον αγοραστή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, μειωμένη:
α) Κατά το καθαρό ποσό που κατέβαλε ή θα καταβάλει ο διοργανωτής της δημοπρασίας στον εντολέα του και
β) Κατά το ποσό του φόρου που εμπεριέχεται στην προμήθεια που εισπράττει ο διοργανωτής της δημοπρασίας από τον εντολέα του, βάσει της σύμβασης προμήθειας για πώληση.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α), ως καθαρό ποσό, που κατέβαλε ή πρόκειται να καταβάλει ο διοργανωτής της δημοπρασίας στον εντολέα του, λαμβάνεται το ποσό της κατακύρωσης του αγαθού, μειωμένο κατά το ποσό της προμήθειας που εισπράττει ή πρόκειται να εισπράξει από τον εντολέα του ο διοργανωτής της δημοπρασίας, βάσει της σύμβασης προμήθειας για πώληση.
3. Ο διοργανωτής της δημοπρασίας υποχρεούται, στο φορολογικό στοιχείο που εκδίδει προς τον αγοραστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., να αναγράφει χωριστά:
α) την τιμή κατακύρωσης του αγαθού περιλαμβανομένου και του φόρου προστιθέμενης αξίας,
β) τους τυχόν φόρους, τέλη, δικαιώματα ή εισφορές υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων,
γ. Τα παρεπόμενα έξοδα, όπως τα έξοδα προμήθειας, συσκευασίας, μεταφοράς και ασφάλισης, με τα οποία ο διοργανωτής επιβαρύνει τον αγοραστή του αγαθού.
4. Ο διοργανωτής της δημοπρασίας εκδίδει προς τον εντολέα του εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ..
Στην εν λόγω εκκαθάριση, η οποία επέχει θέση τιμολογίου για τον εντολέα υποκείμενο στο φόρο, αναγράφεται χωριστά η τιμή κατακύρωσης του αγαθού, μειωμένη κατά το ποσό της προμήθειας το οποίο εισπράττει ή πρόκειται να εισπράξει ο διοργανωτής της δημοπρασίας από τον εντολέα του για κάθε συγκεκριμένη παράδοση αγαθού.
Στην περίπτωση αυτή, στην προμήθεια που εισπράττει ο διοργανωτής της δημοπρασίας εμπεριέχεται και ο φόρος προστιθέμενης αξίας που αναλογεί σε αυτήν.
5. Ο διοργανωτής της δημοπρασίας, ο οποίος παραδίδει αγαθά με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, οφείλει να καταχωρεί σε προσωρινούς λογαριασμούς στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία του Κ.Β.Σ. τα παρακάτω ποσά, τα οποία πρέπει να αιτιολογούνται:
α) τα ποσά που εισέπραξε ή θα εισπράξει από τον αγοραστή των αγαθών,
β) τα ποσά που αποδόθηκαν ή θα αποδοθούν στον πωλητή των αγαθών.
6. Ως χρόνος παράδοσης των αγαθών, στον υποκείμενο στο φόρο διοργανωτή δημοπρασίας από τον εντολέα του, θεωρείται ο χρόνος της πώλησης των αγαθών αυτών στη δημοπρασία.
7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται, προκειμένου για παραδόσεις καινούργιων μεταφορικών μέσων κατά την έννοια των διατάξεων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 3 του άρθρου 10α, εφόσον πραγματοποιούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 22α.
8. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και του άρθρου 36α, θεωρούνται ως:
α) Μεταχειρισμένα αγαθά, τα κινητά ενσώματα αγαθά τα οποία δύνανται να επαναχρησιμοποιηθούν στην κατάσταση που βρίσκονται ή μετά από επισκευή και συντήρηση, εκτός των αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας και εκτός των ευγενών μετάλλων ή πολύτιμων λίθων. β) “Υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής”, ο υποκείμενος στο φόρο κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3, ο οποίος στα πλαίσια άσκησης της οικονομικής του δραστηριότητας εισάγει, αγοράζει ή διαθέτει για τις ανάγκες της επιχείρησής του, με σκοπό τη μεταπώλησή τους, μεταχειρισμένα αγαθά ή και αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, είτε ενεργεί για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό τρίτου, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 5.
γ) “Διοργανωτής δημοπρασίας”, ο υποκείμενος στο φόρο κατά την έννοια του άρθρου 3, ο οποίος στα πλαίσια άσκησης της οικονομικής του δραστηριότητας, θέτει ένα αγαθό προς πώληση σε δημοπρασία με σκοπό την παράδοσή του, στον πλειοδότη.
δ) “Εντολέας διοργανωτή δημοπρασίας”, το πρόσωπο το οποίο μεταβιβάζει αγαθό σε διοργανωτή δημοπρασίας, με σκοπό την παράδοσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
2. Στην παράγραφο 2α του άρθρου 10α του ν. 1642/1986 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:
Ομοίως, δεν θεωρείται ως ενδοκοινοτική απόκτηση η απόκτηση μεταχειρισμένων αγαθών και αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας, εφόσον ο πωλητής, είναι υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής ή διοργανωτής δημοπρασίας, που ενεργεί με την ιδιότητα του αυτή και το αποκτηθέν αγαθό φορολογήθηκε στο κράτος μέλος αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους αυτού για τη φορολόγηση των μεταχειρισμένων αγαθών και των αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας”.
3. Οι υποπεριπτώσεις αα` και ββ` της περίπτωσης γ` της παραγράφου 3 του άρθρου 10α του ν.1642/1986 αντικαθίστανται ως εξής:
“αα) Η παράδοση έχει πραγματοποιηθεί μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία της πρώτης θέσης σε κυκλοφορία. Ειδικά για τα χερσαία οχήματα η ανωτέρω χρονική διάρκεια αυξάνεται σε έξι μήνες.
ββ) Το μεταφορικό μέσο έχει διανύσει περισσότερα από 6.000 χιλιόμετρα αν πρόκειται για χερσαίο όχημα, έχει πραγματοποιήσει άνω των 100 ωρών πλεύσης αν πρόκειται για σκάφος και άνω των 40 ωρών πτήσης αν πρόκειται για αεροσκάφος”. 4. Στο άρθρο 11 του ν. 1642/1986 προστίθεται νέα παράγραφος 6 και η παράγραφος 6 αριθμείται ως παράγραφος 7, ως εξής:
“6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις παραδόσεις αγαθών που υπάγονται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36α και 368. Για τις παραδόσεις αγαθών των άρθρων 36α και 368 ως τόπος παράδοσης τους θεωρείται ο τόπος εγκατάστασης του υποκείμενου στο φόρο μεταπωλητή και του διοργανωτή της δημοπρασίας.”
5. Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 22α του ν. 1642/1986, προστίθεται νέα παράγραφος 1α, που έχει ως εξής:
“1 α. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις παραδόσεις αγαθών που υπάγονται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36α και 368”.
6. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για ακίνητα, η άδεια κατασκευής των οποίων εκδίδεται από 1.1.1997.”
7. Η παράγραφος 8 του άρθρου 56 του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής:
“8. Στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπάγονται και τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, τα οποία συντάχθηκαν μετά την 21.8.1986 και η σχετική άδεια εκδίδεται μετά την 1.1.1997.”
8. Διαγράφεται η παράγραφος 56 του Κεφαλαίου Α` “ΑΓΑΘΑ” του Παραρτήματος ΙΙΙ του ν. 1642/1986.
9. Η παράγραφος 9 του Κεφαλαίου Α` “ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ” του Παραρτήματος ΙΙΙ του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής: “9. Υπηρεσίες γραφείων κηδειών και επιχειρήσεων αποτέφρωσης νεκρών, καθώς και παράδοση των συναφών ειδών.” 10. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από 25.11.1992. Στην περίπτωση που έχει επιβληθεί φόρος με υψηλότερο συντελεστή, ο φόρος αυτός καταβάλλεται στο Δημόσιο. 11. Για τα οχήματα που περιγράφονται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν. 2093/1992 για τα οποία, παρότι υπάρχει υποχρέωση, δεν έγινε μέχρι 31 Μαρτίου κάθε έτους προμήθεια του οριζόμενου, από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ειδικού σήματος τελών κυκλοφορίας του προηγούμενου έτους ή έγινε προμήθεια ειδικού σήματος μικρότερης κατηγορίας, η ονομαστική αξία του σήματος που αντιστοιχεί στο όχημα, καθώς και το κατά περίπτωση προβλεπόμενο πρόσημο εκπρόθεσμης προμήθειας του σήματος βεβαιώνονται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταβάλλονται εφάπαξ από τα πρόσωπα που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 2367/1953 (ΦΕΚ 82 Α`) μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου. Στην περίπτωση που είχε γίνει προμήθεια σήματος μικρότερης κατηγορίας, δεν αφαιρείται το ποσό που καταβλήθηκε για την προμήθεια του σήματος αυτού.
Εφόσον γίνει βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, για όχημα για το οποίο είχαν αφαιρεθεί οι πινακίδες ή και η άδεια κυκλοφορίας, επειδή δεν έφερε το ειδικό σήμα του έτους στο οποίο αφορά η βεβαίωση, για την επιστροφή των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας απαιτείται η προσκόμιση στην αρμόδια αστυνομική αρχή του αποδεικτικού καταβολής ολόκληρου του απαιτούμενου ποσού.
Στην περίπτωση που η προμήθεια του σήματος γίνει από 1ης Απριλίου μέχρι την κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο βεβαίωση, τα ποσά που βεβαιώθηκαν διαγράφονται.
Τα οριζόμενα από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου αφορούν τέλη κυκλοφορίας έτους 1994 και επομένων.

12. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 36 του ν. 2093/1992 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την περίπτωση 6, εδάφια α και β, υποπερίπτ. iv), της υποπαραγράφου Ε.7. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄222/12.11.2012).
Σχετικό:  περίπτωση 6, εδάφιο γ, της υποπαραγράφου Ε.7. , του άρθρου πρώτου, του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄222/12.11.2012),
13. Παρατείνεται μέχρι 30.6.1995 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών, που παραγράφονται εντός του έτους 1994.
14. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.1995, εκτός των παραγράφων 9 και 11 αυτού.

Διαδικασία μετοτροπής ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές των εισηγμένων στο χρηματιστήριο ανωνύμων εταιριών και λοιπές ρυθμίσεις
1. Ανώνυμες εταιρίες που έχουν μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο και των οποίων τα αρμόδια όργανα έχουν λάβει την απόφαση για την ονομαστικοποίηση των μετοχών τους κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α`). υποχρεούνται να ολοκληρώσουν τη διαδικασία μετατροπής των ανώνυμων μετοχών σε ονομαστικές μέχρι τη 16η Φεβρουαρίου 1995. Προς τούτο, η Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων καταρτίζει πρόγραμμα που κοινοποιεί στις υπόχρεες εταιρείες και ορίζει την ακριβή ημερομηνία μετατροπής των μετοχών τους, η οποία θα είναι και η τελευταία ημερομηνία διαπραγμάτευσης των μετοχών τους ως ανώνυμες.
Στο διάστημα αυτό που θα έχει καθοριστεί για κάθε εκδότρια εταιρία, καλούνται οι κάτοχοί τους να καταθέσουν τις μετοχές τους και να δώσουν τα στοιχεία τους βάσει των οποίων θα εκδοθούν τα ονομαστικά αποθετηρία έγγραφα. Οι μετοχές, των οποίων οι κάτοχοι δεν θα εμφανιστούν, θα εκδοθούν σε αποθετήριο έγγραφο στο όνομα της εκδότριας εταιρίας το οποίο θα είναι τίτλος μη μεταβιβάσιμος.
Οι εκδότριες εταιρίες θα παραδώσουν το μετοχολόγιο αυτά στην Α.Ε. Αποθετηρίων τίτλων, δύο (2) ημέρες πριν την ημερομηνία μετατροπής. Από την επομένη της ημερομηνίας μετατροπής αρχίζει η διαπραγμάτευση των ονομαστικών μετοχών. Μέτοχοι θεωρούνται όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο βιβλίο μετόχων της εταιρίας.
Η Α.Ε. Αποθετηρίων τίτλων εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών θα παραδώσει τα αποθετήρια έγγραφα στην εκδότρια εταιρία, η οποία έχει και την ευθύνη της διανομής τους στους μετόχους της.
Για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την ημερομηνία μετατροπής, μπορούν μέτοχοι που έχουν στην κατοχή τους ανώνυμες μετοχές και οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στη Γενική Συνέλευση, που λήφθηκε απόφαση για την ονομαστικοποίηση των μετοχών της εταιρίας, να καταθέσουν τις μετοχές στην εκδότρια εταιρία προκειμένου να τις μετατρέψει σε ονομαστικές.
Μετά τη λήξη της προθεσμίας των έξι (6) μηνών που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο οι μετοχές, των οποίων οι κάτοχοι δεν εμφανίστηκαν να τις μετατρέψουν σε ονομαστικές, θα διατεθούν στην αγορά προς εκποίηση. Το αντίτιμο κατατίθεται από την εκδότρια εταιρεία στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στη διάθεση των δικαιούχων. Οι δικαιούχοι, προκειμένου να εισπράξουν το αντίτιμο των μετοχών, θα προσκομίζουν βεβαίωση από την εκδότρια εταιρία ότι παρέδωσαν τους ανώνυμους τίτλους. “Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως σε ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α`) τελούσαν σε καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης, εφόσον τα αρμόδια όργανα των εταιριών αυτών έχουν λάβει απόφαση για την ονομαστικοποίηση των μετοχών τους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α`) εκτός των εκεί οριζόμενων προθεσμιών αλλά σε κάθε περίπτωση μέχρι 31.12.1995.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 108 του Ν.2533/1997 (Α 228)
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία εκποίησης των μετοχών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 15 του άρθρου 33 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α`),όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις Ανωνύμων Εταιρειών που ζητούν την εισαγωγή των ονομαστικών μετοχών τους στο Χρηματιστήριο, καθώς και εισηγμένων εταιρειών που ζητούν την αντικατάσταση των ονομαστικών τους μετοχών ή τη μετατροπή των ανωνύμων μετοχών τους σε ονομαστικές.”
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του π.δ/τος 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“Οι ανώνυμες εταιρίες τηρούν βιβλίο πρακτικών γενικών συνελεύσεων των μετόχων, βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου και βιβλίο μετόχων “.
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 16 και της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α`), όπως αυτές τέθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 23 του ν. 2214/1994, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτούν οι Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και τα αμοιβαία κεφάλαια από την 1η Ιουλίου 1994 και μετά, καταργουμένων των διατάξεων της περίπτωσης θ` του άρθρου 66 του ν. 2214/1994, ως προς το χρόνο έναρξης ισχύος των ως άνω διατάξεων.
6. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 48 του ν.1969/1991 προστίθενται τρία νέα εδάφια, που έχουν ως εξής:
“Για τα έσοδα που προέρχονται από τάκους ομολογιών και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου, η Α.Ε. Διαχειρίσεως λογίζει καθημερινά φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Η απόδοση στο Δημόσιο του φόρου, που προκύπτει από την εφαρμογή του προηγούμενου εδάφιου, γίνεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου για τους τόκους του προηγούμενου εξαμήνου, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 90 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α`). Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων αυτού για τα πιο πάνω εισοδήματα”.
7. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής των ως άνω διατάξεων για τα εισοδήματα που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την κατάθεση της παρούσας στη Βουλή προς ψήφιση.
8. Η οριζόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`) ισχύς των διατάξεων του Άρθρου αυτού παρατείνεται για τις χρήσεις 1994 και 1995 (οικονομικά έτη 1995 και 1996) για το σχηματισμά του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων, που θα χρησιμοποιηθεί σε παραγωγικές επενδύσεις του Άρθρου 1 του ν. 1892/1990, οι οποίες θα αρχίσουν μέσα στα έτη 1995 και 1996 αντίστοιχα και θα ολοκληρωθούν εντός τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α`), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 του ν. 1892/1990.
9. Προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12.1994, μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνονται για ένα έτος από τη λήξη τους.
Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου.

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1994

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ι. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ

θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1994

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Γ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ