Νόμος 221 ΦΕΚ Α΄263/22.11.1975
Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ν. 4125/1960 “περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας κλπ” του Ν.Δ. 3845/1958 “περί Κώδικος Οργανισμού των Φορολογικών Δικαστηρίων” και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε
Άρθρον 1
Η παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν. 4125/1960(1)”περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας κλπ” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Το δικαστήριον, κατ` αίτησιν του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου και μη αποδεικνύοντος την πληρεξουσιότητα, εκτιμών τας περιστάσεις, αναβάλλει την συζήτησιν δι` ετέραν δικάσιμον, αμέσως οριζομένην ή χορηγεί εύλογον προθεσμίαν δια την νομιμοποίησιν αυτού. Εάν ανακύψη μεταγενεστέρως αμφιβολία ως προς την νομιμοποίησιν του υπογράφοντος το δικόγραφον, το δικαστήριον δύναται να διατάξη την συμπλήρωσιν των αποδεικτικών νομιμοποιήσεως, τάσσον προς τούτο εύλογον προθεσμίαν, ης παρερχομένης απράκτου, η προσφυγή ή το ένδικον μέσον απορρίπτεται”.
Άρθρον 2
Η παράγραφος 1 του άρθρου 77 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1275/1972 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής είναι είκοσι ημερών, αρχομένη από της επομένης της επιδόσεως της πράξεως. Κατ` εξαίρεσιν επί πράξεως προσδιορισμού υπό Τελωνειακών Αρχών δασμών και λοιπών φόρων, ενεργουμένης παρουσία του φορολογουμένου ή του νομίμου αντιπροσώπου του και υπογραφομένης υπ`αυτού, η προθεσμία άρχεται από της επομένης της καταβολής των δασμών και λοιπών φόρων, μη απαιτουμένης ιδιαιτέρας επιδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, εκτός αν τούτο ζητηθή εγγράφως υπό του φορολογουμένου, οπότε η προθεσμία άρχεται από της επομένης της επιδόσεως. Επί περιπτώσεων, καθ` ας, κατά τας κειμένας διατάξεις, η οριστική χρέωσις ενεργείται εν απουσία του παραλήπτου, η προθεσμία προσφυγής άρχεται από της επομένης της κοινοποιήσεως εις τον παραλήπτην ή τον νόμιμον αυτού αντιπρόσωπον, του αποτελέσματος της οριστικής χρεώσεως”.
Άρθρον 3
Το άρθρον 171 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Δια το παραδεκτόν της εφέσεως του καθ` ου η πράξις δέον να καταβληθήυπ`αυτού, μέχρι της επ` ακροατηρίου συζητήσεως, εις το Δημόσιον Ταμείον ή εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων παράβολονίσον προς δύο επί τοις εκατόν (2%) του ποσού του αμφισβητουμένου φόρου άνευ των προσθέτων.
2. Εάν μέχρι της πρώτης επ`ακροατηρίου συζητήσεως, δεν καταβληθήπαντάπασιπαράβολον ή καταβληθή ελλιπές, το δικαστήριον κατ` αίτησιν του εμφανιζομένου κατ` αυτήν υποχρέου προς τούτο διαδίκου, χορηγεί αυτώ προθεσμία μέχρι πέντε (5) ημερών, αρχομένην από της επομένης της συζητήσεως της υποθέσεως, δια την καταβολήν ή την συμπλήρωσιν του παραβόλου και την προσκόμισιν του αποδεικτικού καταθέσεως του. Εάν η συζήτησις χωρήσηαπολειπομένου του υποχρέου, το παράβολον δύναται να καταβληθή και προσκομισθή το αποδεικτικόν καταθέσεως του, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών αρχομένης από της επομένης της συζητήσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην το παράβολον καταβάλλεται προσηυξημένον κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%). Εάν εντός των ως άνω προθεσμιών δεν καταβληθή το παράβολον ή καταβληθή ελλιπές ή άνευ της οφειλομένης προσαυξήσεως η έφεσις απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
3. Εάν αντικείμενον της δίκης είναι η επιβολή προστίμου δια παράβασιν του φορολογικού νόμου, το καταβλητέονπαράβολον ορίζεται ίσον προς πέντε επί τοις εκατόν (5%) του δια της εκκαλουμένης αποφάσεως ορισθέντος ποσού του προστίμου. Το παράβολον εις πάσαν άλλην περίπτωσιν είναι δραχμαίπεντακόσιαι (500) εξαιρουμένων των εφέσεων κατ` αποφάσεων μονομελούς δικαστηρίου, αίτινες εις την περίπτωσιν ταύτην δεν υπόκεινται εις παράβολον.
4. Επί πλειόνων εκκαλούντων, εάν μεν ούτοι ευθύνωνται εις ολόκληρον προς εκπλήρωσιν της υποχρεώσεως, κατατίθεται εν μόνον παράβολον υπό πάντων και αν έτι έκαστος ασκή κατά της αυτής αποφάσεως ιδιατέρανέφεσιν, εάν δεν έχωσιν ιδίαν έκαστος υποχρέωσιν αυτού παράβολον, ή, όπου συντρέχει περίπτωσις, το πάγιον τοιούτον και αν πάντες ασκώσικοινήνέφεσιν κατά της αυτής αποφάσεως.
5. Εάν η έφεσιςαπορριφθή, το κατατεθέν παράβολον περιέρχεται εις το Δημόσιον. Εάν γίνη δεκτή εξ ολοκλήρου αποδίδεται εις τον εκκαλούντα και αν το δικαστήριον δεν διέταξε την απόδοσιν αυτού. Εάν γίνη εν μέρει δεκτή αποδίδεται μέρος τούτου, καθοριζόμενον κατά την κρίσιν του δικαστηρίου.
6. Υπό της αρμοδίας Φορολογικής Αρχής συντάσσεται σημείωμα περί του καταβλητέου ποσού παραβόλου και αποστέλλεται εις την γραμματείαν του παρ` ω η έφεσις δικαστηρίου δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρας προς της επ`ακροατηρίου συζητήσεως, αντίγραφον του οποίου δύναται να λάβη ατελώς, ο εις καταβολήνυπόχρεως διάδικος. Εν περιπτώσει δε καθ` ην το επί τη βάσει του σημειώματος τούτου καταβληθέν παράβολον είναι ελλιπές, το δικαστήριον χωρεί εις την κατ` ουσίαν κρίσιν της υποθέσεως και η επί έλαττον διαφορά τούτου, εάν μεν απορριφθή η έφεσις καταλογίζεται δι`αποφάσεως του δικαστηρίου και βεβαιούται υπό της αρμοδίας Φορολογικής Αρχής εις βάρος του υποχρέου, εάν δε αύτη γίνη εν μέρει δεκτή συμψηφίζεται με το αποδιδόμενον εις τον φορολογούμενον μέρος του παραβόλου κατά τα εν παρ. 5 του παρόντος”.
Άρθρον 4
Το άρθρον 184 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 3 του Ν.Δ. 4600/1966 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 184
1. Αι αποφάσεις των Φορολογικών Δικαστηρίων υπόκεινται εις αναίρεσιν κατά τας περί του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάξεις.
2. Η προθεσμία προς άσκησιν αναιρέσεως, κατά την προηγουμένηνπαράγραφον, εκ μέρους του Δημοσίου, ορίζεται εις εξήκοντα (60) ημέρας, από της κοινοποιήσεως προς τούτο της καθ`ης η αναίρεσις αποφάσεως. Η ασκηθείσα αίτησις αναιρέσεως κοινοποιείται επιμελεία του αναιρεσείοντος, εις τον έτερον διάδικον εντός τριάκοντα (30) ημερών από της καταθέσεως”.
Άρθρον 5
Το άρθρον εικοστόν πρώτον του Ν. 4125/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον εικοστόν πρώτον
1. Επί των εγγράφων της ενώπιον των Φορολογικών Δικαστηρίων διαδικασίας επιβάλλονται τα κάτωθι τέλη χαρτοσήμου:
α) Προσφυγής 100
β) Εφέσεως 250
γ) Ανακοπής 40
δ) Αιτήσεως αναθεωρήσεως 60
ε) Αιτήσεως διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως 40
στ) Παρεμβάσεως 60
ζ) Εκθέσεως καταθέσεως των εν τοις εδαφοίς β` έως στ` δικογράφων 60
η) Προσθέτων λόγων 20
θ) Υπομνημάτων 20
ι) Αιτήσεων αναβολής συζητήσεως 40
Τα κατά συνέχειαν φύλλα των ανωτέρω εγγράφων υπόκειται εις δρχ. 10. Πάντα τα λοιπά έγγραφα και εν γένει η διαδικασία μέχρις εκδόσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως εις ουδέν τέλος υπόκεινται.
2. Τα τέλη της προηγουμένης παραγράφου καταβάλλονται δι` επικολλήσεως κινητού επισήματος επί των αντιστοίχων δικογράφων ή δι`αποδεικτικού πληρωμής του Δημοσίου Ταμείου.
3. Αι διατάξεις της παρ. 1 εδ. δ` του άρθρου 24 του Κ.Ν.Τ.Χ. ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 24 του Ν. 12/1975 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, εφαρμόζονται και επί της ενώπιον των Φορολογικών Πρωτοδικείων διαδικασίας”.
Άρθρον 6
Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3845/1958 “περί Κώδικος Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων” ως αύτη αντικατεστάθη δια του άρθρου 17 του Ν.Δ. 10/1968(6) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Το ΦορολογικόνΠρωτοδικείον δικάζει υπό μονομελή σύνθεσιν τας εις την αρμοδιότητα αυτού υπαγομένας υποθέσεις,
α) οσάκις ο αμφισβητούμενος ή αξιούμενος προς επιστροφήν φόρος, δασμός, τέλος ή έτερον δικαίωμα του Δημοσίου δεν υπερβαίνη τας τριάκοντα χιλιάδας δραχμάς (30.000) μη συνυπολογιζομένων των προσθέτων ή προσαυξήσεως,
β) οσάκις το επιβαλλόμενονπρόστιμον ή άλλη χρηματική κύρωσις δεν υπερβαίνη τας δραχμάς δέκα πέντε χιλιάδας (15.000) γ) οσάκις, επί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων ο αμφισβητούμενος φόρος δεν υπερβαίνη τας δραχμάςεκατόν είκοσι χιλιάδας (120.000), μη συνυπολογιζομένων των προσθέτων ή προσαυξήσεων. Η εκδίκασις των υποθέσεων τούτων γίνεται υπό του Προέδρου ή του υπ`αυτούοριζομένου Πρωτοδικείου Φορολογικών Δικαστηρίων”.
Άρθρον 7
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Επί υποθέσεων φορολογιών κληρονομιών δωρεών, προικών και μεταβιβάσεως ακινήτων, εκκρεμών εις πρώτον βαθμόν κατά την δημοσίευσιν του παρόντος ενώπιον των Φορολογικών Πρωτοδικείων, ο φορολογούμενος δύναται δια δηλώσεως του υποβαλλομένης εις τον Γραμματέα του αρμοδίου Δικαστηρίου, εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, να αποδεχθή το εβδομήκοντα τοις εκατόν (70%) της διαφοράς μεταξύ του ποσού του δια της πράξεως της φορολογούσης αρχής καταλογισθέντος εις τούτον κυρίου φόρου μετά των φόρων και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων και του ποσού της υπ` αυτού υποβληθείσης εις την φορολογούσαν αρχήν δηλώσεως.
2. Εάν η πρώτη επ` ακροατηρίου συζήτησις ήθελε διεξαχθή εντός της τριμήνου προθεσμίας, η δήλωσις γίνεται κατά την συζήτησιν ταύτην, καταχωριζομένη εις τα πρακτικά.
3. Εις απάσας τας περιπτώσεις η δήλωσις δεν υπόκεινται εις ανάκλησιν και η υπόθεσις θεωρείται περατωθείσα, καταργουμένης της δίκης άνευ εκδόσεως αποφάσεως.
4. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και επί των πάσης φύσεως αυτοτελών προστίμων.
5. Η υπό της παρ. 1 προβλεπομένη προθεσμία δύναται να παραταθή επί εν (1) εισέτι τρίμηνον δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών δικαιοσύνης και Οικονομικών.
6. Εν περιπτώσει περατώσεως της υποθέσεως κατά τας προηγουμένας παραγράφους, διαγράφεται ο τυχόν καταλογισθείς πρόσθετος φόρος λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, το δε οφειλόμενονσυνολικόν ποσόν του φόρου ή προστίμου καταβάλλεται εις δώδεκα (12) ισοπόσους μηνιαίας δόσεις της πρώτης καταβαλλομένης εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός και προκειμένου περί κληρονομιών, δωρεών και προικών εις τας υπό του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων” οριζομένας δόσεις και υπό τας εν αυτώ τιθεμένας προϋποθέσεις.
7. Στοιχεία προκύπτοντα εκ της κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου περατώσεως εκκρεμών υποθέσεων δεν δύνανται να αποτελέσουν συγκριτικά στοιχεία δια τον υπό του Οικονομικού Εφόρου προσδιορισμόν της αξίας των αντικειμένων της δίκης προς επιβολήν οιουδήποτε φόρου.
Άρθρον 8
Εφέσεις ασκηθείσαι κατά οριστικών αποφάσεων των Φορολογικών Πρωτοδικείων και συζητηθείσαι από 1ης Ιανουαρίου 1972 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εφ` ων εξεδόθησαν ή θέλουσινεκδοθήαπορριπτικαί αποφάσεις των αρμοδίων φορολογικών δικαστηρίων, άνευ κρίσεως επί της ουσίας, λόγω μη καταβολής παντάπασιν ή καταβολής ελλιπούς παραβόλου ή λόγω εκπροθέσμου καταβολής τούτου ή δι` έλλειψιν νομιμοποιήσεως του υπογράψαντος το δικόγραφον, εισάγονται ενώπιον του αυτού δικαστηρίου προς νέαν συζήτησιν, δια την κατ` ουσίαν κρίσιν αυτών, αιτήσει των ενδιαφερομένων, υποβαλλομένη ομού μετά του κατά τον χρόνον της υποβολής της προβλεπομένουπαραβόλου, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της ισχύος του παρόντος δια τας κοινοποιηθείσας ήδη αποφάσεις, δια δε τας εφεξής κοινοποιουμένας από της κοινοποιήσεως των. Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου έχουν εφαρμογήν και επί προσφυγών κατά πράξεων των οικονομικών αρχών, ασκηθεισών κατά το αυτό χρονικόν διάστημα, εφ` ων εξεδόθησαν ή θέλουσινεκδοθήαπορριπτικαί αποφάσεις ελλείψει νομιμοποιήσεως του υπογράψαντος το δικόγραφον.
Άρθρον 9
1. Παρά τω ΓενικώΕπιτρόπω της Επικρατείας εν τω ΕλεγκτικώΣυνεδρίω τάσσεται Αντεπίτροπος, όστιςεξομοιούται βαθμολογικώς και μισθολογικώς προς Σύμβουλον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και επικουρεί τον ΓενικόνΕπίτροπον εν τη ενασκήσει των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του, αναπληροί δε τούτον απόντα, κωλυόμενον ή μη υπάρχοντα.
2. Αντεπίτροπος διορίζεται δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών, κατόπιν αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή ο Πάρεδρος ο έχων τα προσόντα προς προαγωγήν εις θέσιν Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο Αντεπίτροπος δύναται να διορίζηται εις θέσιν Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας ή να προάγηται εις Αντιπρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετά διετή υπηρεσίαν εις θέσινΑντεπιτρόπου ή Αντεπιτρόπου και Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συντρέχων μετά των λοιπών εχόντων τα προσόντα προς κατάληψιν των θέσεων τούτων.
3. Απασαι αι κείμεναι διατάξεις αι αναφερόμεναι εις τον ΓενικόνΕπίτροπον της Επικρατείας έχουν εφαρμογήν και δια τον Αντεπίτροπον.
4. Η διάταξις της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του Δ/τος της 29/ 31 Δεκεμβρίου 1954 “περί κωδικοποιήσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων” αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Απόντων κωλυομένων ή μη υπαρχόντων Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας και Αντεπιτρόπου, αναπληροί τούτους ο κατά σειράν διορισμού αρχαιότερος Σύμβουλος”.
Άρθρον 10
1. Εις την παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας” προστίθεται εν τέλει το ακόλουθον εδάφιον:
“Αίτησις ακυρώσεως υπογεγραμμένη υπό μόνου του αιτούντος, θεωρείται νομίμως ασκηθείσα εφ` όσον κατά την συζήτησιν αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας παρίσταται δικηγόρος”.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και επί των κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εκκρεμουσών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεων ακυρώσεων των υπογεγραμμένων υπό μόνου του αιτούντος.
Άρθρον 11
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 21 Νοεμβρίου 1975
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ