Νόμος 207 ΦΕΚ Α΄240/30.10.1975
Περί αναθεωρήσεως ή ανακλήσεως εγκριτικών πράξεων και αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεων της δικτατορικής περιόδου, πέραν των υπό του νόμου 141/1975 προβλεπομένων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε

Άρθρον 1

1. Εγκριτικαί πράξεις, εφ`οιονδήποτε νομοθετικόν ή διοικητικόν τύπον, εκδοθείσαι κατά το χρονικόν διάστημα από 21 Απριλίου 1967 μέχρι και 23 Ιουλίου 1974, αφορώσαι εις επενδύσεις βάσει του νόμου 4171/ 1961 “περί λήψεως γενικών μέτρων διά την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της χώρας”, ως συνεπληρώθη και ετροποποιήθη, ή βάσει ετέρων διατάξεων, δύναται να αναθεωρηθούν ή να ανακληθούν εν όλω ή εν μέρει, υπό τους όρους του παρόντος νόμου και κατά την κατωτέρω οριζομένηνδιαδικασίαν.

2. Εις αναθεώρησιν ή ανάκλησιν δύναται να υπαχθούν αι διατάξεις των ως άνω εγκριτικών πράξεων, εφ`όσον αύται αντίκεινται εις το Σύνταγμα ή τους νόμους ή περιέχουν χαρακτίκας διατάξεις ή είναι αντίθετοι προς τα χρηστά ήθη ή, γενικώτερον, είναι οπωσδήποτε επιβλαβείς είς τα συμφέροντα του Δημοσίου ή του καταναλωτικού κοινού ή της Εθνικής Οικονομίας.

3. Η αναθεώρησις εκάστης των ως άνω εγκριτικών πράξεων προτείνεται δι`εγγράφου του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού εκδιδομένου εντός τριμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, μετ`απόφασιν της Οικονομικής Επιτροπής, απευθυνομένου προς το εις ο αφορά αυτή φυσικόν ή νομικόνπρόσωπον και κοινοποιουμένου εις τούτο επί αποδείξει ή αν τούτο δεν έχει κατοικίαν ή διαμονήν ή γραφείον εν Ελλάδι, προς τον εν Ελλάδι αντίκλητον αυτού ή εκπροσωπούντα τούτο. Αν ουδείς εκπροσωπή εν Ελλάδι το ως άνω φυσικόν ή νομικόνπρόσωπον, το έγγραφονκοινοποείται προς αυτό εις την δηλωθείσανυπ`αυτού εν τη αλλοδαπή διεύθυνσιν του επί αποδείξει διά του οικείου Ελληνικού Προξενείου. Εάν τούτο δεν ανευρίσκεται εις την εν λόγω διεύθυνσιν, και δεν είναι γνωστή η διεύθυνσις του, το έγγραφον επιδίδεται κατά τας περί επιδόσεως εις αγνώστου διαμονής πρόσωπα κειμένας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Η μετά την πάροδον της ως άνω τριμήνου προθεσμίας κοινοποιήσις του εγγράφου εις τον ενδιαφερόμενον ή τον εκπροσωπόν του δεν βλάπτει το κύρος του εγγράφου, αρκεί τούτο να έχει εκδοθή εμπροθέσμως.

4. Διά του ως άνω εγγράφου καλείται ο ενδιαφερόμενος προς συζήτησιν επί των αναθεωρήσεων όρων της εγκριτικής πράξεως. Εν τω εγγράφω περιλαμβάνονται αριθμητικώς ή περιληπτικώς οι αναθεωρητέοι όροι της εγκριτικής πράξεως, μη απαιτουμένης αιτιολογήσεως της προτεινομένης αναθεωρήσεως.

5. Ο προς ον απευθύνεται το έγγραφον ενδιαφερόμενος δικαιούται όπως δηλώση εάν κατ`αρχήναποδέχηται την αναθεώρησιν της εγκριτικής πράξεως, προσφερόμενος εις διαπραγματεύσεις προς τούτο. Η δήλωσις γίνεται διά δικαστικού επιμελητού είς το Υπουργείον Συντονισμού και Προγραμματισμού εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από της κατά την παρ. 3 κοινοποιήσεως της προτάσεως προς αναθεώρησιν, παρατεινομένης επί ένα εισέτι μήνα, εάν η μόνιμος κατοικία του ενδιαφερομένου ή η έδρα προκειμένου περί νομικού προσώπου, ευρίσκεται εις το εξωτερικόν.

6. Εάν ο ενδιαφερόμενος αποδεχθή κατά τα ανωτέρω, την πρότασιν προς αναθέωρησιν της εγκριτικής πράξεως, επακολουθούν διαπραγματεύσεις μεταξύ εκπροσώπων του Δημοσίου οριζομένων υπό του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού και αυτού, ή του υπ`αυτούοριζομένου πληρεξουσίου, εφ`όσον δε αύται καταλήξουν εις συμφωνίαν, συντάσσεται πρακτικόν, υπογραφόμενον υπό των μερών και, εν συνεχεία, εκδίδεται η κατ`αναθεώρησιν των όρων της αρχικής, νέα εγκριτική πράξις, εντός τριμήνου προθεσμίας από της υπογραφής του οικείου πρακτικού.

7. Εάν η εν παρ. 5 προθεσμία παρέλθη άπρακτος ή ο ενδιαφερόμενος δηλώση ότι δεν αποδέχεται την αναθεώρησιν ή κατά την ελευθέραν κρίσιν του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού, δυναμένου να παραπέμψη το θέμα προς λήψιν αποφάσεως εις την ΟικονομικήνΕπιτροπήν, διαπιστωθήδι`αποφάσεως του, ή, εν περιπτώσει παραπομπής εις αυτήν, δι`αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, ότι αι εν παρ. 6 διαπραγματεύσεις δεν ευδώθησαν λόγω μη προσελεύσεως του ενδιαφερομένου καίτοι κληθέντος ή λόγω προκυψάσης εξ αυτών διαφοράς απόψεων, εφαρμόζονται τα εις τας επομένας παραγράφους 8 και 9 του παρόντος άρθρου οριζόμενα.

8. Συντρεχούσης μίας των εν παρ. 7 του παρόντος άρθρου περιπτώσεων, η Οικονομική Επιτροπή, σταθμίζουσα και τας τυχόν διατυπωθείσας απόψεις του ενδιαφερομένου, δύναται να προβήδι`απαφάσεως της, εις αναθεώρησιν και αναδιατύπωσιν της εγκριτικής πράξεως, ήτις του λοιπού ισχύει ως αναθεωρήθη. Διά της αναθεωρήσεως δύναται να απαλείφωνται, αντικαθίστανται, τροποποιώνται ή συμπληρώνται οι περιληφθέντες εις την προς αναθεώρησινπρότασιν κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου όροι της αρχικής εγκριτικής πράξεως κατά την ελευθέραν κρίσιν της Οικονομικής Επιτροπής, δικαιουμένης ωσαύτως όπως, αντί αναθεωρήσεως ή εν συνδυασμώ προς ταύτην, προβή εις ανάκλησιν της εγκριτικής πράξεως εν όλω ή καθ`ωρισμένας αυτής διατάξεις.

9. Η κατά την παρ. 8 του παρόντος άρθρου απόφασις της Οικονομικής Επιτροπης, δέον όπως εκδόθη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών από της παρόδου απράκτου της κατά την παρ. 5 του παρόντος άρθρου προθεσμίας ή αρνήσεως του ενδιαφερομένου να δεχθή την αναθεώρησιν ή διαπιστώσεως αρμοδίως κατά την παρ. 7 του παρόντος άρθρου της μη προσελεύσεως του ενδιαφερομένου εις τας διαπραγματεύσεις ή της αποτυχίας αυτών. Η απόφασις της Οικονομικής Επιτροπής, δημοσιεύεται διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εντός μηνός από της παρόδου της κατά την παρούσανπαράγραφον τριμήνου προθεσμίας.

10. Η αναθεωρηθείσα εγκριτική πράξις ισχύει του λοιπού ως ανεθεωρήθη

Άρθρον 2

1. Συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου είτε αφορώσαι εις επενδύσεις υπαχθείσας εις τον νόμον 4171/1961 ή εις ετέρας διατάξεις, είτε οίουδήποτε άλλου περιεχομένου, συναφθείσαι κατά το χρονικόν διάστημα από 21 Απριλίου 1967 μέχρι και 23 Ιουλίου 1974, δύναται να αναθεωρηθούν ή να λυθούν υπό τους όρους του παρόντος νόμου και αν έτι εκυρώθησαν νομοθετικώς ή διοικητικώς.

2. Διά την κατά την προηγουμένηνπαράγραφοναναθεώρησιν, εφαρμόζεται αναλογως ή εν άρθρω 1 προβλεπομένη διαδικασία και όταν η οικεία σύμβασιςέχη υπογραφή και υπό ετέρων πλην του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού, Υπουργών. Εάν, αυτή δεν έχει υπογραφή υπό του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού, αρμόδιος διά την κίνησιν της διαδικασίας της αναθεωρήσεως είναι ο υπογράψας ταύτην ο Υπουργός ή, επί πλειόνων υπογραψάντων ο δι`αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής οριζόμενος Υπουργός.

3. Εφ`όσον ο ενδιαφερόμενος δεν συμφωνεί εις την διά της κατά την παρ.8 του άρθρου 1 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, αναθεώρησιν, δύναται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από της δημοσιεύσεως αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να ζητήση εγγράφως την λύσιν της συμβάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η σύμβασις θεωρείται λελυμένη από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτικής της λύσεως αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού ή του, κατά περίπτωσιν, ετέρου αρμοδίου Υπουργού. Η δημοσίευσις της αποφάσεως ταύτης ενεργείται υποχρεωτικώς εντός μηνός από της εις το αρμόδιονΥπουργείον πρωτοκολλήσεως ή επιδόσεως του εγγράφου, δι`ου ζητείται η λύσις της συμβάσεως.

4. Το Δημόσιον διά της κατά την παρ. 8 του άρθρου 1 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, δύναται, αντί αναθεωρήσεως, να κηρύξηλελυμένην την σύμβασιν.

5. Επερχομένης της λύσεως της Συμβάσεως κατά τας παρ. 3 ή 4 του παρόντος άρθρου, επέρχονται αι εξής συνέπειαι:
Α) Εάν η σύμβασις αφορά εις επένδυσιν ή εις ίδρυσιν, λειτουργίαν ή ανάπτυξιν, εν γένει επιχειρήσεως βάσει του Ν. 4171/1961 ή ετέρων διατάξεων, παύουν εφεξής τα προνόμια και αι ειδικαί ρυθμίσεις, αι προκύπτουσαι εκ της εφαρμογής του Ν. 4171/1961 ή ετέρων διατάξεων και η περί ης πρόκειται επιχείρησις ή επένδυσις, εν γένει, υπόκεινται διά το μέλλον εις τους κανόνας δικαίου, τους διέποντας τας κοινάς επιχειρήσεις.
Β) Εάν η σύμβασις αφορά εις έτερα αντικείμενα, παύει η ισχύς της διά το μέλλον.

6. Εάν διά την πραγματοποιήσιν της επενδύσεως, περί ης η ληθείσασύμβασις, έχει κηρυχθή αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου, αυτή παραμένει ισχυρά, εάν κατά την κρίσιν των Υπουργών Συντονισμού και Προγραμματισμού, Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, το έργον εις ο αφορά η απαλλοτρίωσιςεπραγματοποιήθη ήδη εν όλω ή κατά σημαντικόν μέρος επί τη αναγκαστικώς απαλλοτριωθείσης, εκτάσεως ή αυτή είναι αναγκαία διά την πραγματοποιήσιν αυτού ή την κατά τας κοινάς διατάξεις, λειτουργίαν της επιχειρήσεως, άλλως ή απαλλοτριώσις, συντελελεσμένη ή μη, ανακαλείται επί τη αιτήσεις του καθ`ου η απαλλοτρίωσις, υποβαλλομένη εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το προηγούμενον εδάφιον κοινής υπουργικής αποφάσεως και υπό τον όρον της συγχρόνου επιστροφής της τυχόν εισπραχθείσης αποζημιώσεως.

Άρθρον 3

1. Εκ της κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεωρήσεως εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως ή εξ αιτίας συναφούς προς την αναθεώρησιν ή λύσιν, ουδεμία δύναται να γεννηθήαξίωσις του ενδιαφερομένου οιουδήποτε, τρίτου κατά του Δημοσίου.

2. Τυχόν προκαταβολαί παρά του Δημοσίου αφορώσαι εις το μη εκτελεσθέν μέρος λυομένης, κατά τας διατάξεις του παρόντος, συμβάσεως, αναζητούνται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

3. Ανάληψις υποχρεώσεων παρά του Δημοσίου ιδία δι`εκδόσεως, αποδοχής, οπισθογραφήσεως, τριτεγγυήσεως, κατά περίπτωσιν, χρεωστικών ομολόγων, συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγήν ή άλλων αξιογράφων, αφορώσα εις το μη εκτελεσθέν μέρος λυομένης, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, συμβάσεως, είναι άκυρος, ουδεμίας υφισταμένης ή δημιουργουμένης εντεύθεν αξιώσεως του αντισυμβληθέντος ή οιουδήποτε τρίτου κατά του Δημοσίου, εκτός εάν ο τρίτος ευρίσκετο εν καλή πίστει κατά την έναντι αυτού ανάληψιν της υποχρεώσεως παρά του Δημοσίου ή την περιέλευσιν εις αυτόν του οικείου αξιογράφου επιφυλασσομένων, εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει των κατά του αντισυμβληθέντος ή των κακής πίστεως τρίτων δικαιωμάτων του Δημοσίου.

4. 1) Επί λύσεως πάσης συμβάσεως κατά τα άρθρα 2 έως 5 του παρόντος νόμου, δύναται, διά πράξεως του Υπουργού Οικονομικού, αποτελούσης το κατά το άρθρον 2 του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) τίτλον και εκδιδομένης εις εκτέλεσιν σχετικής αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, να καταλογισθή εν όλω ή εν μέρει εις βάρος του αντισυμβληθέντος και να εισπραχθή υπό του Δημοσίου ως δημόσιον έσοδον κατά τας διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., παν ποσόν, όπερ ο αντισυμβληθείςωφελήθη, εκ της συνολογήσεως ή της εφαρμογής της συμβάσεως, εις βάρος του δημοσίου ή τινός των κατΆρθρον 5 νομικών προσώπων ή του καταναλωτικού κοινού ή της εθνικής οικονομίας εν γένει, λόγω του ότι είτε η συμφωνηθείσα παροχή του δημοσίου ή του κατΆρθρον 5 νομικού προσώπου ήτο υπερβολική εν σχέσει προς την αντιπαροχήν, είτε τα εκ της συμβάσεως ή της εφαρμογής της ωφελήματα του αντισυμβληθέντοςήσαν υπερβολικά εις βάρος του Δημοσίου ή του κατΆρθρον 5 νομικού προσώπου ή του καταναλωτικού κοινού ή της εθνικής οικονομίας, εν γένει κατά τας αρχάς της καλής πίσεως και των συναλλακτικών ηθών και εν όψει των αντιστοίχων συνθηκών του χρόνου της συνάψεως της συμβασεως ή των διαφόρων χρονικών σημείων ή περιόδων της εφαρμογής της. Η Οικονομική Επιτροπή δύναται δι`αποφάσεως της να άρη τον καταλογισμόν εν όλω ή εν μέρει.
2) Το Δημόσιον δύναται, αντί του κατά την προηγουμένηνπαράγραφον καταλογισμού, να ασκήση τα κατά την παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 141/1975 εφαρμοζομένην και επί των εγκριτικών πράξεων και συμβάσεων, των ρυθμιζομένων υπό του παρόντος νόμου, δικαιώματα του.

Άρθρον 4

1. Εκ της αναθεωρήσεως ή ανακλήσεως εν όλω ή εν μέρει εγκριτικής πράξεως ή της αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, κατόπιν συμφωνίας ή μη μετά του ενδιαφερομένου, ουδόλως αίρονται αι ποινικαί , πειθαρχικαί ή αστικαίσυνέπειαι εκ της τελέσεως, κατά την έκδοσιν της αναθεωρηθείσης εγκριτικής πράξεως ή της διαπραγμάτευσιν ή σύναψιν της αναθεωρηθείσης ή λυθείσης συμβάσεως ή κατά την εφαρμογήν αυτών, οιουδήποτε ποινικού αδικήματος ή πειθαρχικού παραπτώματος ή πράξεως ή παραλείψεως ζημιογόνου διά το Δημόσιον ή το καταναλωτικόν κοινόν ή την ΕθνικήνΟικονομίαν, εν γένει.

2. Η κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεώρησις ή ανάκλησις εν όλω ή εν μέρει, εγκριτικής πράξεως ή αναθεώρησις ή λύσις συμβάσεως δεν κωλύεται ουδέ οπωσδήποτε επηρεάζεται εκ της τυχόν μη εφαρμογής όρων της εγκριτικής πράξεως ή της συμβάσεως παρά του ενδιαφερομένου και των επελθουσών ή δυναμένων να επέλθουν εντεύθεν είς βάρος αυτού πάσης φύσεως συνεπειών, ουδέ η επέλευσις των συνεπειών τούτων κωλύεται η οπωσδήποτε επηρεάζεται εκ της κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεωρήσεως ή ανακλήσεως εν όλω ή εν μέρει εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως.

3. Εν περιπτώσει αναθεωρήσεως ή ανακλήσεως εν όλω ή εν μέρει εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως, ή λύσεως συμβάσεως κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, δύναται δι`αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, να αίρωνται ή περιορίζονται αι αστικής φύσεως συνέπειαι εκ της κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου μη εφαρμογής όρων της οικείας εγκριτικής πράξεως ή συμβάσεως παρά του ενδιαφερομένου.

Άρθρον 5

1. Αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 4, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των συμβάσεων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και δημοσίων επιχειρήσεων, συναφθεισών κατά το εν παρ. 1 του άρθρου 1 χρονικόν διάστημα.

2. Επί των περιπτώσεων του παρόντος άρθρου, τας κατά τας παρ. 3 έως 7 του άρθρου 1, και τας παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 αρμοδιότητος του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού ασκεί ο εποπτεύων το νομικόνπρόσωπον ή την δημοσίανεπιχείρησιν Υπουργός.

Άρθρον 6

1. Εάν διά συμβάσεως συναφθείσης κατά το εν τη παρ. 1 του άρθρου 1 χρονικόν διάστημα μεταξύ ελληνικής τραπέζης και οιουδήποτε τρίτου πλην του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και ετέρων Τραπεζών, συνωμολογήθησανπαροχαί υπό της Τραπέζης, αι οποίαι, λαμβανομένης υπ`όψιν της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, είναι προφανώς δυσανάλογοι προς τας του αντισυμβαλλομένου ή υπερμέτρως επωφελείς διά τον αντισυμβαλλόμενον, το δικαστήριονδι`αποφάσεως του κατόπιν αιτήσεως της Τραπέζης δύναται είτε να αναγάγη την σύμβασιν εις το προσήκον, μέτρον μεταρρυθμίζονόρον ή όρους αυτής, είτε να λύση ταύτην εξ ολοκλήρου ή κατά το μήπωεκτελεσθέν μέρος.

2. Αι κατά την παράγραφον 1 αιτήσεις υπάγονται εις την αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων και δικάζονται κατά την ειδικήνδιαδικασίαν των άρθρων 714-781 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας καλουμένου του αντισυμβαλλομένου. Το Δικαστήριον επί των υπ`αυτού εκδικαζομένων υποθέσεων κατά την πρώτην, επ`ακροατηρίω συζήτησιν υποχρεούται προ πάσης συζητήσεως να συμβιβάση τους διαδίκους. Η συζήτησις επί της υποθέσεως χωρεί μόνον αν αποτύχη η απόπειρα προς συμβιβασμόν. Η παράλειψις ταύτης επιφέρει απαράδεκτον ή ακυρότητα. Προς επίτευξιν του συμβιβασμού δύναται ν`αναβληθήεφαπαξ η συζήτησις της υποθέσεως και ουχί διά διάστημα πέραν του ενός μηνός.

3. Αποφασισθείσης της λύσεως της συμβάσεως, αποσβέννυνται αι εξ αυτής υποχρεώσεις προς παροχήν και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως να αποδώσουν τας ληφθείσαςπαροχάς κατά τας περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.

4. Η λύσις της συμβάσεως δεν θίγει την υποχρέωσιν του καθ`ου η αίτησις προς καταβολήν των συμφωνηθέντων τόκων, προμηθειών και λοιπών επιβαρύνσεων διά τον χρόνον ισχύος αυτής.

5. Επί λύσεως της συμβάσεως, τα προς εξασφάλισιν των εξ αυτών απαιτήσεων εμπράγματα δικαίωματα ως και εγγυήσεις τρίτων διατηρούνται και ασφαλίζουν τας κατά τας διατάξεις του παρόντος απαιτήσεις της αιτησαμένης την λύσιν Τραπέζης.

6. Το δικαίωμα, όπως εητηθή η αναγωγή της συμβάσεως εις το προσήκον μέτρον ή η λύσις αυτής, αποσβέννυνται μετά παρέλευσιν τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου.

Άρθρον 7
Αι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται επί εγκριτικών πράξεων ή συμβάσεων αφορωσών εις νηολόγησιν πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν.

Άρθρον 8
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 23 Οκτωβρίου 1975

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ