Νόμος 1986 ΦΕΚ Α΄189/10.12.1991
Κύρωση Σύμβασης μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Δανίας, για αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος του κεφαλαίου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή
Άρθρο 1
Πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται η σύμβαση
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο 2
Φόροι που καλύπτονται
1. Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ή των πολιτικών του υποδιαιρέσεων ή των τοπικών του αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εισπράττονται.
2. Φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο, ή σε στοιχεία του εισοδήματος ή του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας καθώς και των φόρων στην υπεραξία που προκύπτει από την ανατίμηση του κεφαλαίου.
3. Οι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση ειδικότερα είναι:
α) Στην περίπτωση της Δανίας:
(i) ο κρατικός φόρος εισοδήματος (indkomstskatten til staten)
(ii) ο δημοτικός φόρος εισοδήματος (den Kommunale indkomstskat)
(iii) φόρος εισοδήματος των Κομητειακών δημοτικών αρχών (amtskommunale indkomstskat)
(iv) ο φόρος ναυτικών (somandsskatten)
(v) ο ειδικός φόρος εισοδήματος (den saerlige indkomstskat)
(vi) ο εκκλησιαστικός φόρος (kirkeskatten)
(vii) ο φόρος μερισμάτων (udbytteskatten)
(viii) ο φόρος υδρογονανθράκων (kulbrinteskatten)
(ix) ο κρατικός φόρος κεφαλαίου (formueskatten til staten) (στο εξής αναφερόμενοι ως «φόρος Δανίας»).
β) στην περίπτωση της Ελλάδας:
(i) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των φυσικών προσώπων
(ii) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των νομικών προσώπων
(iii) η εισφορά υπέρ του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων που υπολογίζεται επί του φόρου εισοδήματος και
(iv) η εισφορά για τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές (στο εξής αναφερόμενοι ως «ελληνικός φόρος»).
4. Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Στο τέλος κάθε έτους οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη τις ουσιώδεις μεταβολές που έχουν επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομοθεσία τους.
Άρθρο 3
Γενικοί ορισμοί
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός εάν ορίζει διαφορετικά το κείμενο:
α) Οι όροι «ένα Συμβαλλόμενο Κράτος» και «το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος» σημαίνουν τη Δανία ή την Ελλάδα όπως το κείμενο απαιτεί.
β) Ο όρος «Δανία» σημαίνει το Βασίλειο της Δανίας συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε περιοχής, έξω από τα χωρικά ύδατα της Δανίας, η οποία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχει ή μπορεί, από τώρα και στο εξής, να καθορισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δανίας σαν μια περιοχή μέσα στην οποία η Δανία μπορεί να ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα όσον αφορά την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της υφαλοκρηπίδας της (του θαλάσσιου βυθού ή του υπεδάφους του): ο όρος δεν περιλαμβάνει τις Φερόες Νήσους και τη Γροιλανδία.
γ) Ο όρος «Ελλάδα» σημαίνει τα εδάφη της Ελληνικής Δημοκρατίας και μέρος της υφαλοκρηπίδας της (του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του) κάτω από τη Μεσόγειο θάλασσα, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία έχει κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
δ) Ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων.
ε) Ο όρος «εταιρία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μία εταιρία.
στ) Οι όροι «επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου
Συμβαλλόμενου Κράτους» υποδηλώνουν αντίστοιχα την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
ζ) Ο όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με πλοίο ή αεροσκάφος, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ τόπων στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
η) Ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει:
(i) στη Δανία: τον Υπουργό Εσωτερικών Εσόδων, Δασμών και Εμμέσων φόρων ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
2. Όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάθε όρος, που δεν καθορίζεται σε αυτό το άρθρο, θα έχει, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο, την έννοια που έχει σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους τη σχετική με τους φόρους στους οποίους έχει εφαρμογή η Σύμβαση.
Άρθρο 4
Κάτοικος
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, υπόκειται σε φορολογία σε αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή έδρας διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου. Αλλά ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο Κράτος αυτό, μόνον όσον αφορά εισόδημα από πηγές μέσα σ΄ αυτό το Κράτος ή κεφάλαιο που βρίσκεται σε αυτό.
2. Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:
α) θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Αν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).
β) Αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί, ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους στο οποίο έχει την συνήθη διαμονή του.
γ) Αν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) Αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.
3. Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Κράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του.
Άρθρο 5
Μόνιμη εγκατάσταση
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει έναν καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες μιας επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.
2. Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:
α) έδρα διοίκησης
β) υποκατάστημα
γ) γραφείο
δ) εργοστάσιο
ε) εργαστήριο
στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο (PROJECT) κατασκευής ή εγκατάστασης συνιστά μόνιμη εγκατάσταση μόνον εάν διαρκεί περισσότερο από εννέα μήνες.
4. Ανεξάρτητα από τις ανωτέρω διατάξεις αυτού του άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» δε θεωρείται ότι περιλαμβάνει:
α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,
β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,
γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,
δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για το σκοπό της αγοράς αγαθών, εμπορευμάτων, ή της συγκέντρωσης πληροφοριών, για την επιχείρηση,
ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό διεξαγωγής για την επιχείρηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα,
στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό διεξαγωγής συνδυασμένων δραστηριοτήτων από τις αναφερόμενες στις υποπαραγράφους α΄ έως ε΄, εφόσον η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου που απορρέει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.
5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 όταν ένα πρόσωπο, -εκτός από ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 6 – ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση που την ασκεί συστηματικά σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη για να συνάπτει συμβάσεις στο όνομα της επιχείρησης, η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος αυτό σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση εκτός αν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται σε εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 4, οι οποίες, καίτοι ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθορισμένο αυτόν τόπο μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις της αυτής παραγράφου.
6. Μία επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σε αυτό το Κράτος μέσω μεσίτη, γενικού αντιπρόσωπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.
7. Το γεγονός ότι εταιρεία που είναι κάτοικος σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ή διεξάγει εργασίες σε αυτό το άλλο κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο) δεν μπορεί αυτό και μόνο να καθιστά την καθεμία από τις εταιρείες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.
8. Ανεξάρτητα από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου αυτού και τις διατάξεις του άρθρου 14 (μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες), ένα πρόσωπο που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και διεξάγει δραστηριότητες σχετικά με προκαταρκτικές μελέτες, έρευνα, εξόρρυξη ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων που βρίσκονται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος θα θεωρείται ότι διεξάγει, όσον αφορά αυτές τις δραστηριότητες εργασίας σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης ή μιας καθορισμένης βάσης που βρίσκεται μέσα σ΄ αυτό.
9. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 δεν εφαρμόζονται όταν οι δραστηριότητες διεξάγονται για περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 30 ημέρες μέσα σε διάστημα 12 μηνών. Εν τούτοις για το σκοπό αυτής της παραγράφου οι δραστηριότητες που διεξάγονται από μία επιχείρηση η οποία συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 9 (συνδεόμενες επιχειρήσεις) θεωρούνται ότι διεξάγονται από την επιχείρηση με την οποία συνδέεται αν η εν λόγω δραστηριότητες είναι ουσιωδώς ίδιες με εκείνες οι οποίες διεξάγονται από την τελευταία αναφερόμενη επιχείρηση.
Άρθρο 6
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία
1. Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ο όρος «ακίνητη περιουσία» καθορίζεται με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η περιουσία αυτή. Ο όρος περιλαμβάνει εν πάσει περίπτωση τα παραρτήματα της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία ακίνητης περιουσίας και δικαιώματα τα οποία παρέχουν προσόδους μεταβαλλόμενες ή πάγιες ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση, ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων, πλοία, πλοιάρια και αεροπλάνα δε θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακίνητης περιουσίας.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών
Άρθρο 7
Κέρδη επιχειρήσεων
1. Τα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ΄ αυτό. Εάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορεί να φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο προέρχεται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.
2. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, όταν μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ΄ αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη θεωρούνται ως κέρδη της μόνιμης αυτής εγκατάστασης τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε, αν αυτή ήταν μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και συναλλάσσεται με την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση κατά ανεξάρτητο τρόπο.
3. Κατά τον καθορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης αφαιρούνται τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης είτε στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.
4. Εφ΄ όσον συνηθίζεται σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος τα κέρδη που προέρχονται από κάποια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Κράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη μ΄ αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται παρ΄ όλα αυτά, όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.
5. Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
6. Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που προέρχονται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι για το αντίθετο.
7. Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σ΄ άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8
Ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές
1. Εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο είναι νηολογημένο το πλοίο ή από το οποίο έχει εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 το εισόδημα που αποκτά μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκμετάλλευση πλοίου σε διεθνείς μεταφορές φορολογείται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Το εισόδημα που αποκτά επιχείρηση αεροπορικών μεταφορών του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκμετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς μεταφορές φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.
4. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση σε διεθνείς μεταφορές πλοίων ή αεροσκαφών περιλαμβάνουν κέρδη που προκύπτουν από την εκμίσθωση πλήρως ή μη εξοπλισμένων πλοίων ή αεροσκαφών δρομολογημένων σε διεθνείς μεταφορές από το μισθωτή ή αν τέτοια κέρδη από εκμίσθωση αποκτώνται ευκαιριακά σε σχέση με άλλα κέρδη που περιγράφονται στις παραγράφους 1, 2 ή 3 ανάλογα με την περίπτωση.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 θα εφαρμόζονται επίσης στα κέρδη από τη συμμετοχή σε «POOL» κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε πρακτορείο, που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδα.
6. Όσον αφορά τα κέρδη που αποκτώνται από την κοινοπραξία (consortium) των Δανικών, Νορβηγικών και Σουηδικών αερομεταφορών, γνωστό σαν σύστημα Σκανδιναβικών αερογραμμών (SAS), η διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 θα εφαρμόζονται μόνο στο μέρος εκείνο των κερδών που αντιστοιχεί στο μερίδιο που κατέχει στην κοινοπραξία Det Danske Luftfartsselskab (DDL), η Δανική εταίρος του Συστήματος Σκανδιναβικών αερογραμμών (SAS).
Άρθρο 9
Συνδεόμενες επιχειρήσεις
1. Αν:
α) Επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή
β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.
2. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος περιλαμβάνει στα κέρδη μιας επιχειρήσεως του Κράτους αυτού – και φορολογεί αναλόγως – κέρδη για τα οποία μια επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους έχει φορολογηθεί στο άλλο τούτο κράτος και κατ΄ αυτόν τον τρόπο περιληφθέντα κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα επιδίδοντο στην επιχείρηση του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους εάν οι τιθέμενοι μεταξύ των δύο επιχειρήσεων όροι ήταν οι ίδιοι, οι οποίοι θα ετίθεντο μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε το άλλο τούτο Κράτος προσαρμόζει αναλόγως το ποσόν του φόρου, ο οποίος έχει επιβληθεί μέσα σ΄ αυτό πάνω σε εκείνα τα Κέρδη. Κατά τον καθορισμό μιας τέτοιας προσαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι υπόλοιπες διατάξεις αυτής της Σύμβασης και οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών να συμβουλεύονται η μία την άλλη αν παραστεί ανάγκη.
Άρθρο 10
Μερίσματα
1. Μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία η οποία είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Όμως τα «μερίσματα» αυτά μπορούν να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, αλλά αν ο εισπράτων είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο, δεν πρέπει να υπερβαίνει:
α) το 38% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων εάν η εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος της Ελλάδας και
β) το 18% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων εάν η εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος της Δανίας.
Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτών των περιορισμών.
Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογία της εταιρείας σε σχέση με τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.
3. Ο όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σ΄ αυτό το άρθρο, σημαίνει το εισόδημα από μετοχές, μετοχές «επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», μετοχές μεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη (κεφαλαιουχικής εταιρείας) τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση όπως και το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του Κράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή είναι κάτοικος.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, ή αν παρέχει σ΄ αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ΄ αυτό και η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά μ΄ αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ΄ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
5. Αν μία εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους πραγματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισοδήματα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το άλλο αυτό Κράτος δεν μπορεί να επιβάλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Κράτους ή αν η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με μία μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη σε φόρο επί αδιανέμητων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται εν όλω ή εν μέρει από τα κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
Άρθρο 11
Τόκοι
1. Τόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σ΄αυτό το άλλο Κράτος εάν αυτός ο κάτοικος είναι ο δικαιούχος των τόκων.
2. Μπορεί, όμως αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατά αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 8% του ακαθαρίστου ποσού των τόκων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. Ο όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις χρεών κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται είτε όχι με υποθήκη και είτε παρέχουν είτε όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, ιδιαίτερα δε εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες με ή χωρίς ασφάλεια συμπεριλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων τα οποία συνεπάγονται τέτοιου είδους χρεόγραφα και ομολογίες. Πρόστιμα για καθυστερημένη πληρωμή δεν θεωρούνται ως τόκοι σύμφωνα με την έννοια αυτού του άρθρου.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ΄ αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση σ΄ αυτό και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά μ΄ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ΄ αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 η του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
5. Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Κράτους αυτού. Αν όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε αυτό είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, έχει σ΄ ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μία μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση, που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ΄ αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με την νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 12
Δικαιώματα
1. Δικαιώματα που προκύπτουν από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος εάν αυτός ο κάτοικος είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων.
2. Μπορεί, όμως, αυτά τα δικαιώματα να φορολογούνται επίσης και στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο εισπράτων είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ΄ αυτό τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 5% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. Ο όρος «δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, σημαίνει: πληρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση, ή το δικαίωμα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής, φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή για το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ΄ αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ΄ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά μ΄ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ΄ αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
5. Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, διατηρεί σ΄ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων, που καταβλήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα χρήσης ή τις πληροφορίες για τις οποίες αυτά καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ΄ αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με την νομοθεσία καθενός Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 13
Ωφέλεια από κεφάλαιο
1. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από την εκποίηση ακινήτου περιουσίας που καθορίζεται στο άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογηθεί σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της άσκησης μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
3. Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που ανήκει στην επιχείρηση που εκμεταλλεύεται αυτά τα πλοία ή αεροσκάφη φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Σύμβασης αυτής.
4. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από εκείνη που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί την εν λόγω περιουσία.
Άρθρο 14
Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες μη εξαρτημένου χαρακτήρα φορολογείται μόνο σ΄ αυτό το Κράτος, εκτός αν:
α) αυτός διατηρεί κατά συνήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της άσκησης των δραστηριοτήτων του. Αν αυτός διατηρεί μια τέτοια καθορισμένη βάση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αλλά μόνο κατά το ποσό που ανήκει σ΄ αυτήν την καθορισμένη βάση, ή
β) αυτός βρίσκεται στο άλλο Κράτος για μία περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν συνολικά τις 183 μέρες για οποιαδήποτε από τα δύο συνεχόμενα ημερολογιακά έτη, σε μία τέτοια περίπτωση το εισόδημα που αποκτάται από ένα φυσικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου ή περιόδων μπορεί να φορολογείται στο άλλο Κράτος.
Εν τούτοις στο μέτρο που οι ανωτέρω αναφερόμενη αμοιβή δεν φορολογείται στο κράτος του οποίου ο αποδέκτης είναι κάτοικος, η αμοιβή μπορεί να φορολογείται στο άλλο κράτος.
2. Ο όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ειδικά μη εξαρτημένες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες, όπως επίσης και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες των γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.
Άρθρο 15
Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19 μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό εκτός αν η εν λόγω εργασία ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Αν η εργασία αυτή ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται απ΄ αυτή μπορεί να φορολογείται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αν:
α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Κράτος, για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν, συνολικά, τις 183 μέρες κατά το οικείο ημερολογιακό έτος και
β) η αποζημίωση καταβάλλεται από, ή για λογαριασμό, εργοδότη ο οποίος δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους, και
γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση την οποία ο εργοδότης διατηρεί στο άλλο Κράτος.
3. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, αμοιβή που αποκτάται για εξαρτημένη εργασία που ασκείται πάνω σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας Σύμβασης.
4. Όταν ένας κάτοικος της Δανίας αποκτά αμοιβή για εξαρτημένη εργασία που ασκείται σε αεροσκάφος δρομολογημένο σε διεθνείς μεταφορές από την Κοινοπραξία Σύστημα Σκανδιναβικών αερογραμμών (SΑS), αυτή η αμοιβή φορολογείται μόνο στη Δανία.
Άρθρο 16
Αμοιβές Διοικητικού Συμβουλίου
Αμοιβές διοικητικού συμβουλίου και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους με την ιδιότητά του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, φορολογούνται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
Άρθρο 17
Καλλιτέχνες και αθλητές
1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή μουσικός ή ως αθλητής, από τις προσωπικές δραστηριότητές του που ασκούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, φορολογείται σ΄ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Όταν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, ή ενός αθλητή, με την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σ΄ αυτό το ίδιο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή, αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσία ψυχαγωγίας ή του αθλητή.
Άρθρο 18
Συντάξεις πληρωμές κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές (annuities) και διατροφή
1. α) Συντάξεις και παροχές (annuities) που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, φορολογούνται μόνο σε αυτό το άλλο Κράτος.
β) Εν τούτοις, τέτοιου είδους συντάξεις και παροχές (annuities) φορολογούνται μόνο στο κράτος στο οποίο προκύπτουν, εάν ο λήπτης είναι υπήκοος αυτού του Κράτους.
2. Πληρωμές κοινωνικών ασφαλίσεων φορολογούνται μόνο στο Κράτος στο οποίο προκύπτουν.
3. Διατροφή και άλλες παρόμοιες φύσης πληρωμές, που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ο οποίος υπόκειται σε φόρο σε αυτό σχετικά με αυτές τις πληρωμές, φορολογούνται μόνο σε αυτό το άλλο Κράτος.
Άρθρο 19
Κυβερνητικές υπηρεσίες
1. α) αμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από το ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού σε ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρέχονται προς αυτό το Κράτος ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογούνται μόνο σ΄αυτό το Κράτος.
β) Εν τούτοις, τέτοιες αμοιβές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, αν οι υπηρεσίες παρέχονται εντός αυτού του Κράτους και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Κράτους και:
(ι) είναι υπήκοος του Κράτους αυτού, ή
ιι) δεν έγινε κάτοικος του Κράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 15 και 16 εφαρμόζονται σε αμοιβές για υπηρεσίες που παρέχονται σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
Άρθρο 20
Σπουδαστές
Χρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν από τη μετάβασή του στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του λαμβάνει για το σκοπό της συντήρησης, εκπαίδευσης ή εξάσκησής του δε φορολογούνται σ΄ αυτό το Κράτος, με την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός του Κράτους αυτού.
Άρθρο 21
Άλλα εισοδήματα
1. Εισοδήματα κατοίκου ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν αναφέρθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης μ΄ αυτό εγκατάστασης ή παρέχει σ΄ αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ΄ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
Άρθρο 22
Κεφάλαιο
1. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από ακίνητη περιουσία όπως ορίζεται στο άρθρο 6, η οποία ανήκει σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από κινητή περιουσία η οποία αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μίας μόνιμης εγκατάστασης την οποία έχει επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με καθορισμένη βάση, την οποία έχει κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.
3. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από πλοία και αεροσκάφη σε διεθνείς μεταφορές ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτών των πλοίων και αεροσκαφών, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Σύμβασης αυτής.
4. Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.
Άρθρο 23
Μέθοδοι για την αποφυγή της διπλής φορολογίας
Η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως ακολούθως:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, όταν ένας κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους αποκτά εισόδημα ή κατέχει κεφάλαιο το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης μπορεί να φορολογηθεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το πρώτο μνημονευόμενο κράτος χορηγεί:
α) σαν έκπτωση από το φόρο εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου ένα ποσό ίσο με τον καταβληθέντα φόρο εισοδήματος σε αυτό το άλλο κράτος,
β) σαν έκπτωση από το φόρο κεφαλαίου του εν λόγω κατοίκου, ένα ποσό ίσο με τον καταβληθέντα φόρο κεφαλαίου σε αυτό το άλλο κράτος.
Μία τέτοια έκπτωση δεν μπορεί, εντούτοις, να υπερβαίνει και στις δύο περιπτώσεις το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή το τμήμα του φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίστηκε προτού δοθεί η έκπτωση, του οποίου αντιστοιχεί, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο που μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο κράτος.
2. Όταν ένας κάτοικος της Δανίας αποκτά εισόδημα ή κατέχει κεφάλαιο, το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης φορολογείται μόνο στην Ελλάδα, η Δανία μπορεί να περιλαμβάνει αυτό το εισόδημα ή το κεφάλαιο στη φορολογική βάση, αλλά θα αναγνωρίζει σαν έκπτωση από το φόρο εισοδήματος ή το φόρο κεφαλαίου εκείνο το μέρος του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, το οποίο αποδίδεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα που προέρχεται από την Ελλάδα, ή στο κεφάλαιο που κατέχει σ΄ αυτή.
Άρθρο 24
Μη διακριτική μεταχείριση
1. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε καμία φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Κράτους κάτω από τις αυτές συνθήκες. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1 η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.
2. Ο όρος υπήκοοι σημαίνει:
α) όλα τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν την εθνικότητα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους,
β) όλα τα νόμιμα πρόσωπα, προσωπικές εταιρείες και ενώσεις που αποκτούν τη νομική μορφή που έχουν, βάσει της νομοθεσίας που ισχύει σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Η φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία, επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκή, στο άλλο αυτό κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού κράτους που διεξάγουν τις αυτές δραστηριότητες. Η παρούσα διάταξη δεν ερμηνεύεται ότι υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 9, της παραγράφου 6 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, αφαιρούνται με τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου κράτους. Επίσης οποιαδήποτε χρέη επιχείρησης του ενός συμβαλλόμενου Κράτους προς κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους αφαιρούνται για τον υπολογισμό του φορολογητέου κεφαλαίου της επιχείρησης αυτής, με τους ίδιους όρους σαν να είχαν συναχθεί με κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου Κράτους.
5. Επιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους τον οποίον το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, δεν υπόκειται στο πρώτο μνημονευόμενο κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθείς από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις, στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου κράτους.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και μορφής.
Άρθρο 25
Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού
1. Στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι αυτόν σαν αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της σύμβασης, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία αυτών των Κρατών, να θέσει την περίπτωσή του υπόψη της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους, του οποίου είναι κάτοικος ή αν περίπτωσή του εμπίπτει στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 υπόψη της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Η περίπτωση αυτή πρέπει να τεθεί υπόψη μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου, η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της σύμβασης.
2. Η αρμόδια αρχή προσπαθεί, αν θεωρήσει βάσιμη την ένσταση και αν η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση.
3. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης. Οι ίδιες επίσης, μπορούν να συσκέπτονται για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στη Σύμβαση.
4. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απ΄ ευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μία συμφωνία με την έννοια των προηγούμενων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη συμφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Επιτροπής που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρμόδιων αρχών των Συμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο 26
Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Οι αρμόδιες Αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης η των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Κρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από το άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες, που λαμβάνονται από Συμβαλλόμενο Κράτος, θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με την βεβαίωση ή είσπραξη την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη ή την εκδίκαση προσφυγών αναφορικά με του φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ΄ ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.
2. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη την υποχρέωση:
α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική τακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,
γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ORDER PUBLIC).
Άρθρο 27
Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί υπάλληλοι
Τίποτα σ΄ αυτήν τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των διπλωματικών αντιπροσώπων ή των προξενικών υπαλλήλων τα οποία έχουν βάσει των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.
Άρθρο 28
Εδάφη στα οποία επεκτείνεται η Σύμβαση
1. Η Σύμβαση αυτή μπορεί να επεκτείνεται όπως έχει η μετά από αναγκαίες τροποποιήσεις σε οποιοδήποτε μέρος του εδάφους των Συμβαλλόμενων Κρατών, το οποίο ρητά εξαιρείται από την εφαρμογή της Σύμβασης και το οποίο επιβάλλει φόρους στην ουσία όμοιας φύσης με εκείνους στους οποίους εφαρμόζεται η εν λόγω Σύμβαση. Οποιαδήποτε τέτοια επέκταση ισχύει από αυτήν την ημερομηνία και υπόκειται σε τέτοιες τροποποιήσεις και όρους, οι οποίοι περιλαμβάνουν και τους όρους λήξης, όπως είναι δυνατό να καθορίζονται και να συμφωνούνται μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών με την ανταλλαγή διακοινώσεων μέσω διπλωματικής οδού ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές τους διαδικασίες.
2. Εκτός αν συμφωνείται διαφορετικά και από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη, η καταγγελία της Σύμβασης από ένα από αυτά τα Κράτη σύμφωνα με το άρθρο 30 θα επιφέρει επίσης τη λήξη, κατά τον προβλεπόμενο σ΄ αυτό το Άρθρο τρόπο της εφαρμογής της Σύμβασης σ΄ οποιοδήποτε μέρος του εδάφους των Συμβαλλόμενων Κρατών στο οποίο, είχε επεκταθεί σύμφωνα με το παρόν Άρθρο.
Άρθρο 29
Θέση σε ισχύ
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα γνωστοποιούν το ένα στο άλλο την πλήρωση απαραίτητων συνταγματικών διαδικασιών για την θέση σε ισχύ αυτής της Σύμβασης.
2. Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι διατάξεις αυτής έχουν εφαρμογή:
i) όσον αφορά το εισόδημα που προκύπτει κατά το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί το έτος, στο οποίο δίδεται η τελευταία από τις γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά τα συνεχόμενα έτη
ii) όσον αφορά το κεφάλαιο το προσδιοριζόμενο κατά το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί το έτος, στο οποίο δίδεται η τελευταία από της γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και κατά τα συνεχόμενα έτη.
Άρθρο 30
Λήξη
Η παρούσα Σύμβαση παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί από ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Το καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση, μέσω της διπλωματικής οδού, επιδίδοντας έγγραφη καταγγελία για τη λήξη τουλάχιστον έξι μήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά από το έτος θέσης σε ισχύ αυτής της Σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή η Σύμβαση παύει να ισχύει:
α) όσον αφορά το εισόδημα που προκύπτει κατά το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί εκείνο εντός του οποίου έχει δοθεί η ειδοποίηση λήξεως και κατά τα επόμενα έτη,
β) όσον αφορά το κεφάλαιο το προσδιοριζόμενο κατά το ημερολογιακό έτος, που ακολουθεί εκείνο εντός του οποίου έχει δοθεί η ειδοποίηση λήξεως και κατά τα επόμενα έτη.
Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι αυτό, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Έγινε στην Κοπεγχάγη σήμερα 18 Μαΐου 1989, σε δύο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα.
Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας Για την Κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας
(υπογραφή) (υπογραφή)
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
Η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας και η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας συμφώνησαν κατά την υπογραφή της Σύμβασης μεταξύ των δύο Κρατών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες θα αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω Σύμβασης.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 10 των σχολίων του άρθρου 8 του Σχεδίου Συμβάσεως του Ο.Ο.Σ.Α. για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου (1977) πληρωμές που λαμβάνονται από την ενοικίαση εμπορευματοκιβωτίων, αναφορικά με την παράγραφο 3 του άρθρου 12, θεωρούνται σαν πληρωμές από ενοικίαση βιομηχανικού εξοπλισμού. Εντούτοις, τέτοιου είδους πληρωμές, θα αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την σύσταση του Ο.Ο.Σ.Α. μετά την αναθεώρηση του Σχεδίου Συμβάσεως του Ο.Ο.Σ.Α. πάνω σ΄ αυτό το θέμα.
Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω οι υπογράφοντες νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι αυτό, υπέγραψαν το παρόν πρωτόκολλο.
Έγινε στην Κοπεγχάγη σήμερα στις 18 Μαίου 1989, σε δύο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα.
Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας Για την Κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας
(υπογραφή) (υπογραφή)
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε κυρούμενης Συμβάσεως από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 29, παρ. 2 αυτής.