Νόμος 1972 ΦΕΚ α΄173/20.11.1991
Κύρωση Συμφωνίας μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας για την ενθάρρυνση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας για την ενθάρρυνση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, η οποία υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 1989 και της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας.
ΕΠΙΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύουν την οικονομική συνεργασία προς αμοιβαίο όφελος των δύο χωρών,
ΑΠΟΣΚΟΠΩΝΤΑΣ στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για επενδύσεις από επενδυτές του ενός Μέρους στο έδαφος του άλλου μέρους,
και
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η ενθάρρυνση και προστασία των επενδύσεων στη βάση της παρούσας Συμφωνίας τονώνει την πρωτοβουλία στον τομέα αυτόν,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ
Άρθρο 1.
Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας:
1. Ο όρος “επενδύσεις” περιλαμβάνει κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε εταιρίες και μικτές επιχειρήσεις και ειδικότερα, αν και όχι αποκλειστικά,
α) δικαιώματα κυριότητας επί κινητών και ακινήτων, καθώς και οποιαδήποτε άλλα εμπράγματα δικαιώματα αναφορικά με κάθε είδος περιουσιακού στοιχείου,
β) δικαιώματα που πηγάζουν από μετοχές, ομολογίες και άλλες μορφές εταιρικών δικαιωμάτων,
γ) χρηματικές απαιτήσεις, απαιτήσεις που απορρέουν από επιχειρηματική φήμη και άλλα στοιχεία ενεργητικού και απαιτήσεις από παροχή που έχει οικονομική αξία,
δ) δικαιώματα στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας,
2. Ο όρος “επενδυτής” περιλαμβάνει αναφορικά με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος:
α) φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους σύμφωνα με τη νομοθεσία του
β) νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους.
Άρθρο 2.
1. Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη προωθεί στο έδαφος τους επενδύσεις από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και κάνει δεκτές τέτοιες επενδύσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
2. Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται για επενδύσεις που έγιναν από επενδυτές του ενός Συμβαλλόμενο Μέρους σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του τελευταίου από 1ης Ιανουαρίου 1973.
Άρθρο 3.
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ίση και δίκαιη μεταχείριση των επενδύσεων επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και δεν παραβλάπτει, με παράλογα ή διακριτικά μέτρα, τη λειτουργία, διαχείριση, διατήρηση, χρήση, απόλαυση ή εκχώρηση τούτων από τους παραπάνω επενδυτές.
2. Ειδικότερα, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει στις επενδύσεις αυτές πλήρη ασφάλεια και προστασία, η οποία σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν πρέπει να είναι μικρότερη απ` αυτήν που παρασχέθηκε επενδύσεις επενδυτών οποιουδήποτε τρίτου κράτους.
3. Εάν είναι Συμβαλλόμενο Μέρος έχει παραχωρήσει ειδικά προνόμια σε επενδυτές οποιουδήποτε τρίτου κράτους με βάση συμφωνίες συστάσεως τελωνειακών ενώσεων, οικονομικών ενώσεων ή παρεμφερών θεσμικών οργάνων ή στη βάση ενδιάμεσων συμφωνιών που οδηγούν σε τέτοιες ενώσεις ή οργανισμούς, το Συμβαλλόμενο αυτό Μέρος δεν θα έχει την υποχρέωση παραχώρησης τέτοιων προνομίων σε επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
4. Η μεταχείριση που επιφυλάσσεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν επεκτείνεται σε φόρους, τέλη, επιβαρύνσεις, καθώς και φορολογικές μειώσεις και απαλλαγές που παρέχονται από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος σε επενδυτή τρίτου Κράτους με βάση μια συμφωνία διπλής φορολογίας ή άλλες συμφωνίες που αφορούν θέματα φορολογίας ή στη βάση της αμοιβαιότητας με ένα τρίτο Κράτος.
Άρθρο 4.
1. Κανένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν λαμβάνει μέτρα που αποστερούν, αμέσως ή εμμέσως, τους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους των επενδύσεών τους, εκτός εάν τηρηθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) τα μέτρα λαμβάνονται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο:
β) τα μέτρα δεν κάνουν διακρίσεις και δεν είναι αντίθετα προς οποιαδήποτε υποχρέωση έχει ενδεχομένως αναληφθεί από το προηγούμενο Συμβαλλόμενο Μέρος,
γ) τα μέτρα συνοδεύονται από όρους για την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης. Μια τέτοια αποζημίωση καταβάλλεται και μεταφέρεται χωρίς καθυστέρηση.
2. Οι επενδυτές οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Μέρους, των οποίων οι επενδύσεις υφίστανται ζημίες στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξεγέρσεων ή ταραχών, απολαμβάνουν μεταχείρισης από αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος όχι λιγότερο ευνοϊκής από εκείνης που το Μέρος αυτό επιφυλάσσει στους επενδυτές οποιουδήποτε τρίτου κράτους σχετικά με επανορθώσεις, αποζημιώσεις ή άλλες χρηματικές καταβολές. Τέτοιου είδους πληρωμές μεταφέρονται ελευθέρως μεταξύ δύο Συμβαλλομένων Μερών.
Άρθρο 5.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη εγγυώνται τη μεταφορά των πληρωμών που αφορούν μια επένδυση. Οι μεταφορές γίνονται σε ελευθέρως μετατρέψιμο νόμισμα, χωρίς αδικαιολόγητους περιορισμούς και καθυστερήσεις σύμφωνα με τους ισχύοντες κατά την ημερομηνία της μεταφοράς στο έδαφος της φιλοξενούσας χώρας νόμους και κανονισμούς. Τέτοιες μεταφορές περιλαμβάνουν ειδικότερα, αν και όχι αποκλειστικά:
α) κεφάλαιο και επιπρόσθετα ποσά για συντήρηση ή αύξηση της επένδυσης,
β) κέρδη, τόκους, μερίσματα και άλλο τρέχον εισόδημα,
γ) χρηματικούς πόρους για αποπληρωμή δανείων,
δ) δικαιώματα ή αμοιβές,
ε) προϊόντα πώλησης ή ρευστοποίησης της επένδυσης.
Άρθρο 6.
Εάν οι επενδύσεις επενδυτού του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους ασφαλίζονται κατά μη εμπορικών κινδύνων σύμφωνα με νομοθετική ρύθμιση, οποιαδήποτε υποκατάσταση του ασφαλιστή ή αντασφαλιστή στα δικαιώματα του προαναφερόμενου επενδυτή σύμφωνα με τους όρους μιας τέτοιας ασφάλισης αναγνωρίζεται από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 7.
Εάν οι διατάξεις της νομοθεσίας οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Μέρους ή οι υφιστάμενες ή οι μέλλουσες να καθιερωθούν μεταξύ των Συμβαλλομένων παράλληλα προς την παρούσα Συμφωνία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, υποχρεώσεις περιέχουν ρύθμιση, γενική ή ειδική, που παρέχει το δικαίωμα σε επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους για ευνοϊκότερη μεταχείριση από ό,τι προβλέπεται από την παρούσα Συμφωνία, μια τέτοια ρύθμιση, στο βαθμό που είναι ευνοϊκότερη, υπερισχύει της παρούσας Συμφωνίας.
Άρθρο 8.
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να προτείνει διαβουλεύσεις στο άλλο Μέρος πάνω σε οποιοδήποτε θέμα αφορά τη λειτουργία της παρούσας Συμφωνίας. Το άλλο Μέρος εξετάζει το αίτημα ευνοϊκά και παρέχει επαρκείς ευκαιρίες για τέτοιες διαβουλεύσεις.
Άρθρο 9.
1. Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας, διευθετείται, όσο αυτό είναι δυνατόν, από τις Κυβερνήσεις των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.
2. Εάν η διαφορά δεν δύναται να διευθετηθεί ως ανωτέρω μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, παραπέμπεται μετά από αίτηση του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου.
3. Η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου έχει ως εξής: Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διορίζει ένα διαιτητή και οι δύο αυτοί διαιτητές συμφωνούν για το διορισμό υπηκόου τρίτου κράτους ως προέδρου. Ο διορισμός των διαιτητών πραγματοποιείται εντός τριών μηνών, του δε προέδρου εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία γνωστοποιήσεως του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος της πρόθεσής του να υποβάλλει τη διαφορά σε διαιτητικό διακανονισμό.
4. Εφ` όσον ένα των Μερών δεν διορίσει το διαιτητή ή δεν προχωρήσει στο διορισμό του εντός της καθορισμένης χρονικής περιόδου, το άλλο Μέρος δύναται να προσκαλέσει το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να προβεί στον αναγκαίο διορισμό.
Σε περίπτωση αδυναμίας των δύο διαιτητών να καταλήξουν σε συμφωνία μέσα στα πλαίσια της προδιαγεγραμμένης περιόδου, όσον αφορά την επιλογή του τρίτου διαιτητή, οποιοδήποτε Μέρος δύναται να προσκαλέσει το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να προβεί στον αναγκαίο διορισμό.
5. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει με βάση το σεβασμό προς το νόμο, συμπεριλαμβανομένης ειδικότερα της παρούσας Συμφωνίας και άλλων σχετικών συμφωνιών, που υφίστανται μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών, καθώς και των γενικά παραδεκτών κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου.
6. Εκτός εάν τα Μέρη αποφασίζουν άλλως, το δικαστήριο καθορίζει την εσωτερική του διαδικασία.
7. Το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του με πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή είναι οριστική και δεσμευτική για τα Μέρη.
8. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει τη δαπάνη του διορισμένου από το ίδιο διαιτητού, καθώς και της εκπροσώπησής του. Τα έξοδα του Προέδρου, καθώς επίσης και άλλα έξοδα, αναλαμβάνονται κατ` ισομοιρία από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Άρθρο 10.
1. Διαφορά που αναφύεται μεταξύ οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Μέρους και του επενδυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σχετικά με την απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση μιας επένδυσης, διευθετείται κατά το δυνατό από τα διάδικα μέρη με φιλικό τρόπο.
2. Σε περίπτωση αδυναμίας διευθέτησης διαφορών αυτών εντός έξι μηνών από την ημερομηνία που το ένα ή το άλλο Μέρος ζήτησε φιλικό διακανονισμό, παραπέμπονται μετά από αίτηση του επενδυτή:
α) στο Ινστιτούτο Διαιτησίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Στοκχόλμη,
β) στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Παρίσι,
γ) στο Διεθνές Κέντρο για το Διακανονισμό Διαφορών που προκύπτουν από επενδύσεις σε περίπτωση που και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν γίνει μέλη της Σύμβασης της 18ης Μαρτίου 1965 περί Διακανονισμού Διαφορών εξ Επενδύσεων μεταξύ Κρατών και Υπηκόων `Άλλων Κρατών.
Άρθρο 11.
1. Η παρούσα Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την ημερομηνία εγγράφου γνωστοποιήσεως του ενός Μέρους προς το άλλο ότι τηρήθηκαν οι συνταγματικά απαιτούμενες διαδικασίες στις αντίστοιχες χώρες τους και θα παραμείνει σε ισχύ για περίοδο 15 ετών.
2. Εκτός εάν το ένα ή το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος προβεί σε καταγγελία τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την παρούσα Συμφωνία θα παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους 10 ετών, κάθε δε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διατηρεί, κατόπιν γνωστοποιήσεως, το δικαίωμα της καταγγελίας της Συμφωνίας τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την ημερομηνία λήξης της παρούσας περιόδου ισχύς της.
3. Αναφορικά με επενδύσεις που έγιναν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσας Συμφωνίας, τα παραπάνω άρθρα αυτής θα συνεχίσουν να ισχύουν για παραπέρα άρθρα αυτής θα συνεχίσουν να ισχύουν για παραπέρα περίοδο 10 ετών από εκείνη την ημερομηνία.
Έγινε σε δύο αντίγραφα στην Αθήνα, στην αγγλική γλώσσα στις 26 Μαΐου 1989.
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε κυρούμενης Συμφωνίας από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 11 αυτής.