ΝΟΜΟΣ 1914/1990
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 1
Φορολογία του εισοδήματος των εργαζομένων σε ελληνικά σχολεία της Γερμανίας
Στο άρθρο 29 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ Α΄ 2) προστίθεται νέα παράγραφος 7, ως εξής:
«7. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση, που τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 έχουν υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 1988 και παλαιοτέρων και βεβαιώθηκε φόρος σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις και ανεξάρτητα αν ο φόρος αυτός έχει καταβληθεί ή όχι.
Ποσό φόρου πέραν του 5%, που παρακρατήθηκε η βεβαιώθηκε και καταβλήθηκε, θα επιστραφεί στους δικαιούχους, εφαρμοζομένων των σχετικών διατάξεων περί επιστροφής, από τον αρμόδιο εκκαθαριστή ή τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που διενήργησε τη βεβαίωση, κατά περίπτωση».
Άρθρο 2
Εξαιρέσεις από την επιβολή της έκτακτης εισφοράς
1. Στην περίπτωση α΄ του άρθρου 14 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ Α΄ 81) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
“Στις ακόλουθες περιπτώσεις η επιβαλλόμενη εισφορά δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ποσό του φόρου, κύριου και συμπληρωματικού, που αναλογεί στο συνολικό καθαρό οικογενειακό εισόδημα του φορολογουμένου:
αα) Στις αμοιβές που καταβάλλονται στη σύζυγο ή στο σύζυγο και τα τέκνα λόγω διατροφής, η οποία επιδικάστηκε σ΄ αυτούς ή συμφωνήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη.
ββ) Στις αμοιβές που λαμβάνουν οι άνεργοι από τη συμμετοχή τους σε επιδοτούμενα σεμινάρια. διαφόρων φορέων”.
2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου τα ποσά της εισφοράς, που βεβαιώθηκαν ή καταβλήθηκαν, διαγράφονται ή επιστρέφονται, κατά περίπτωση.
Άρθρο 3
Φορολογία εισοδήματος ειδικών περιπτώσεων
1. Η ισχύς των διατάξεων της περίπτωσης ε΄ παρ. 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 (ΦΕΚ Α 204), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 35 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ Α΄81), αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 1990, για τα ποσά των αποδοχών, πρόσθετων αμοιβών, αποζημιώσεων και συντάξεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτήν και μετά, εφ” όσον η απαίτηση για τα ποσά αυτά ανάγεται σε προγενέστερο έτος και η καταβολή τους επιβάλλεται λόγω συνδρομής ενός τουλάχιστον από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.
2. Η προθεσμία υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 37 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ Α΄ 81) παρατείνεται, αφότου έληξε, μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 4
Αφορολόγητα ποσά. Φορολογική κλίμακα
1. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται περίπτωση β΄, όπως διαμορφώθηκε στην παράγραφο 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 της 1105403/2049/Α 0012 από 3 Οκτωβρίου 1989 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με την περίπτωση θ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 51 του Ν. 1882/1990, οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ αυτής αριθμούνται σε γ΄ και δ΄ αντιστοίχως και η περίπτωση β΄ αντικαθίσταται ως εξής:
“β) Για το εισόδημα από μερίσματα και άλλα βοηθήματα, τα οποία παρέχονται σε συνταξιούχους από ταμεία μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας, αφορολόγητο ποσό ίσο ή με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του καθαρού αυτού εισοδήματος. Το αφορολόγητο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών”.
2. Οι παράγραφοι 3 και 4 και οι περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
“3. Τα προσωπικά αφορολόγητα ποσά, χωρίς δικαιολογητικά, του φορολογουμένου και των προσώπων που τον βαρύνουν κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου ορίζονται ως ακολούθως:
α) Για το φορολογούμενο, τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες (470.000) δραχμές. Το ποσό αυτό περιορίζεται στο ύψος του συνολικού καθαρού φορολογούμενου εισοδήματος του, όχι όμως κάτω των εκατόν εξήντα χιλιάδων (160.000) δραχμών, όταν το εισόδημα αυτό είναι μικρότερο από τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες (470.000) δραχμές.
β) Για τον ή τη σύζυγο, που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα, εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) δραχμές.
γ) Για το πρώτο και δεύτερο τέκνο από εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) δραχμές, για το τρίτο τέκνο διακόσιες εξήντα χιλιάδες (260.000) δραχμές, για το τέταρτο τέκνο τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές, για το πέμπτο τέκνο και για καθένα μετά το πέμπτο από τετρακόσιες ογδόντα χιλιάδες (480.000) δραχμές.
δ) Για κάθε τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία εξήντα πέντε χιλιάδες (65.000) δραχμές.
ε) Για καθένα από τα λοιπά πρόσωπα εξήντα πέντε χιλιάδες (65.000) δραχμές.
4. Τα αφορολόγητα ποσά της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνονται με τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες (470.000) δραχμές, για: α) καθένα πρόσωπο που παρουσιάζει αναπηρία εξήντα εφτά τοις εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, β) για τους τυφλούς που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών που τηρείται στην οικεία νομαρχία, γ) τους ανάπηρους αξιωματικούς και οπλίτες, οι οποίοι με την ιδιότητα του αναπήρου παίρνουν σύνταξη από-το δημόσιο ταμείο, αξιωματικούς που εξαιτίας πολεμικού τραύματος ή νοσήματος βρίσκονται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου ή πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 1579/1950 (ΦΕΚ Α΄ 286) και του Ν.Δ. 330/1947 (ΦΕΚ Α΄ 84), δ) τα θύματα πολέμου, θύματα πολέμου κατά την έννοια του παρόντος είναι τα πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από πολεμική αιτία. Με τα θύματα πολέμου εξομοιώνονται και τα πρόσωπα, τα οποία, ως μέλη οικογενειών αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας σε ειρηνική περίοδο, δικαιούνται σύνταξη από το δημόσιο ταμείο.
Στο αφορολόγητο αυτό ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (470.000) δραχμές προστίθεται ποσό τετρακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (470.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενους τυφλούς που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών που τηρείται στην οικεία νομαρχία και για πρόσωπα που παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα εφτά τοις εκατό (67%) και άνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, εφ΄ όσον αποκτούν εισόδημα από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης, από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, καθώς και από αμοιβές από παροχή ατομικώς υπηρεσιών ελευθέριου επαγγέλματος. Όταν το συνολικό καθαρό εισόδημα από τις πηγές αυτές είναι μικρότερο από τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες (470.000) δραχμές, τότε το αφορολόγητο αυτό ποσό μειώνεται κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ των τετρακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (470.000) δραχμών και του ποσού του συνολικού αυτού εισοδήματος.
5. Στους φορολογούμενους που αποκτούν εισοδήματα των ακόλουθων κατηγοριών παρέχεται πρόσθετο αφορολόγητο ποσό, χωρίς δικαιολογητικά, ως εξής:
α) Για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, αφορολόγητο ποσό ίσο με το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών. Κατ΄ εξαίρεση το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης ορίζεται σε ποσό ίσο με το:
αα. Ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις που αποκτούν μισθωτοί γενικά, οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες ή κατοικούν για έξι (6) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησαν το εισόδημα αυτό καθώς και συνταξιούχοι, οι οποίοι κατοικούν μόνιμα για ολόκληρο το έτος στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή. Αν κάποια πόλη ή χωριό βρίσκεται κατά τμήμα μόνο μέσα στη ζώνη των είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, δικαίωμα του αφορολόγητου αυτού ποσού έχουν όσοι παρέχουν υπηρεσίες ή κατοικούν στην πόλη αυτή ή το χωριό.
ββ. Ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.000) δραχμών από κύριες αποδοχές που αποκτούν αποκλειστικά από την άσκηση του επαγγέλματος τους οι συντάκτες, οι οποίοι είναι μέλη της ΄ Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου -Νήσων, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας -Εύβοιας και της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου, καθώς και οι δημοσιογράφοι που έχουν ασφαλιστική κάλυψη, ως δημοσιογράφοι, στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία για πέντε (5) τουλάχιστον συνεχή έτη και ο χρόνος ασφάλισης βεβαιώνεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίοι εργάζονται στις εφημερίδες και στα περιοδικά, στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και στα γραφεία τύπου των κρατικών υπηρεσιών και δεν έχουν την ιδιότητα του μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου, οι εικονολήπτες επικαίρων τηλεόρασης που είναι μέλη της Ένωσης Εικονοληπτικών Επικαίρων και Τηλεόρασης, οι ηθοποιοί, καθώς και οι εκτελεστές μουσικών έργων των κρατικών ορχηστρών, των ορχηστρών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Ελληνικής Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης.
Το πρόσθετο αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να είναι συνολικά ανώτερο από το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.750.000) δραχμών κατά φορολογούμενο.
γ) Για εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις, αφορολόγητο ποσό μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (520.000) δραχμών για όσους ασχολούνται προσωπικά ή με τα μέλη της οικογένειας τους και κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, έστω. και αν αυτοί χρησιμοποιούν και εργάτες. Για τις γεωργικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν με μορφή προσωπικής ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή κοινοπραξίας, δικαίωμα για το παραπάνω αφορολόγητο ποσό έχει καθένας από τους εταίρους ή τα μέλη της κοινοπραξίας, εφ΄ όσον ασχολείται προσωπικά και κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Στην περίπτωση αυτήν το αφορολόγητο ποσό δεν μπορεί να υπερβεί το ένα εκατομμύριο σαράντα χιλιάδες (1.040.000) δραχμές συνολικά για όλα ατά μέλη της εταιρίας ή κοινοπραξίας. Αν τα μέλη της εταιρίας ή κοινοπραξίας δικαιούνται, συνολικά, μεγαλύτερο αφορολόγητο ποσό, τούτο περιορίζεται ανάλογα.
δ) Για τα κέρδη από την πρωτογενή παραγωγή, που διανέμονται με τη μορφή μερίσματος σε μέλη αγροτικού συνεταιρισμού με αντικείμενο την εκτέλεση δασικών εργασιών, την παραγωγή αλιευτικών και μελισσοκομικών προϊόντων, την καλλιέργεια και εκμετάλλευση γεωργικών εκτάσεων, καθώς και τη λειτουργία κτηνοτροφικών. πτηνοτροφικών ή σηροτροφικών εκμεταλλεύσεων, αφορολόγητο ποσό μέχρι ποσού μερίσματος πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (520.000) δραχμών για τα τακτικά μέλη του συνεταιρισμού, τα οποία απασχολούνται αυτοπροσώπως, επαγγελματικά και αποκλειστικά με τις πιο πάνω αγροτικές εργασίες του συνεταιρισμού και μέχρι ποσού μερίσματος εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) δραχμών για τα λοιπά μέλη του συνεταιρισμού.
3. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
“Το σύνολο των αφορολόγητων ποσών της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των διακοσίων εξήντα χιλιάδων (260.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενο χωρίς σύζυγο ή των τριακοσίων ενενήντα χιλιάδων (390.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενο με σύζυγο, προσαυξανόμενο κατά εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο”.
4. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
“Τα αφορολόγητα ποσά με δικαιολογητικά, που αναφέρονται στην παράγραφο αυτήν, αναγνωρίζονται, μόνο αν επί των, κατά περίπτωση, εκδιδομένων αποδείξεων λιανικής πώλησης αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του αγοραστή φορολογούμενου και τίθεται η σφραγίδα του πωλητή”.
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου αποτελεί το φορολογούμενο εισόδημα του, το οποίο υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Κλιμάκιο εισοδήματος | Φορ/κός συν/τής (%) | Φόρος κλιμακίου | Σύνολο | |
εισοδήματος | φόρου | |||
1.200.000 | 18 | 216.000 | 1.200.000 | 216.000 |
1.800.000 | 30 | 540.000 | 3.000.000 | 756.000 |
4.500.000 | 43 | 1.935.000 | 7.500.000 | 2.691.000 |
Υπερβάλλον | 50 |
1. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955, μετά το πρώτο εδάφιο αυτής, προστίθεται εδάφιο ως εξής:”Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης”.
2. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο ως εξής:”Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφ΄ όσον υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από αυτόν”.
3. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:”δ) Εισαγωγή συναλλάγματος, που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφ΄ όσον δικαιολογείται η απόκτηση του στην αλλοδαπή”.
4. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:”ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη διαφοράς δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που προέρχεται από δαπάνη της παραγράφου 5 αυτού του άρθρου, το ποσό του δανείου λαμβάνεται υπόψη εφ΄ όσον από το οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν από τη πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης”.
1. Στο άρθρο 41 του Ν. 1249/1982 (ΕΚ Α΄ 43), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) και το άρθρο 14 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43), προστίθεται παράγραφος 7, ως εξής:”7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για τον προσδιορισμό της εισφοράς του Ν. 960/1979 (ΦΕΚ Α΄ 194)”.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως και στις υποθέσεις, για τις οποίες η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς γεννήθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφ΄ όσον, κατ΄ αυτήν, εκκρεμούν στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). Για την περαίωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου, συμπληρωματική δήλωση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, όπως ισχύουν, και χρόνο εκείνον της αρχικής δήλωσης ή, αν αυτός είναι προγενέστερος του χρόνου της πρώτης εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος στην περιοχή του ακινήτου το χρόνο της πρώτης εφαρμογής τούτου στην περιοχή.Η εισφορά που θα προκύψει με βάση τη συμπληρωματική δήλωση μειώνεται κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και καταβάλλεται χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου, προσαύξησης ή άλλης κύρωσης.
1. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:”Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής λογίζονται, ως αστικά ακίνητα, όσα βρίσκονται εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης, κωμόπολης, κοινότητας, οικισμού ή εντός ζώνης αυτών, όπως αυτή προσδιορίζεται κάθε φορά από τις κείμενες διατάξεις ή εντός ζώνης, είτε μερικώς είτε ολικώς, ακτίνας μέχρι 500 μέτρων από το χειμέριο κύμα και ως αγροτικά ακίνητα όλα τα άλλα”.
2. Στη διάταξη της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 1882/1990 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:”Στις μεταβιβάσεις του προηγούμενου εδαφίου η φορολογική υποχρέωση γεννιέται με τη μεταβίβαση των τελευταίων μεταβιβαστέων ποσοστών και πάντως με τη συμπλήρωση: α) δύο (2) ετών, από την υπογραφή του εργολαβικού προσυμφώνου, αν πρόκειται για οικοδομή συνολικής έκτασης μέχρι 1.500 μ2, β) τριάντα (30) μηνών, για οικοδομή έκτασης μέχρι 3.000 μ2. και γ) σαράντα (40) μηνών για οικοδομή έκτασης πάνω από 3.000 μ2. Τυχόν χρόνος αναστολής, για οποιαδήποτε αιτία, των εργασιών αποπεράτωσης της οικοδομής, νομίμως αποδεικνυομένη, δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες αυτές”.
3. Στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Ν. 1882/1990 προστίθεται περίπτωση στ΄, ως εξής:”στ. μεταβιβάσεις ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου, που γίνονται σε εκτέλεση εργολαβικού προσυμφώνου, που καταρτίστηκε μέχρι και την 22 Μαρτίου 1990″.
Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 24 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α΄ 43). όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:”α) Τα φυσικά πρόσωπα, που η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Σε περίπτωση συζύγων θα πρέπει το άθροισμα της αξίας της ακίνητης περιουσίας και των δύο συζύγων να είναι μεγαλύτερο από 100.000.000 δραχμές”.
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α΄ 125), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:”4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα ακίνητα, η άδεια κατασκευής των οποίων εκδίδεται από 1η Ιανουαρίου 1992″.
2. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 56 του Ν. 1642/1986, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:”8. Στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπάγονται και τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, τα οποία συντάχθηκαν μετά την 21.8.1986 και η σχετική άδεια θα εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1992″.
4. Η παράγραφος 5 του παραρτήματος ΙΙΙ/Α-ΑΓΑΘΑ του Ν. 1642/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:”5. Χουρμάδες, ανανάδες, μάγγες, μαγούστες, αχλάδια της ποικιλίας “GOYAVES” καρύδια κοκκοφοινίκων, καρύδια Βραζιλίας, καρύδια ανακαρδιοειδών, νωπά ή ξερά, με ή χωρίς κέλυφος ή αλλιώς παρασκευασμένα ή διατηρημένα, με ή χωρίς προσθήκη ζάχαρης ή αλκοόλης (Δ.Κ. ΕΧ. 08.01 και ΕΧ 20.06)”.
5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν. 1798/1988 (ΦΕΚ Α΄ 166) αντικαθίσταται ως εξής:”2. Ο φόρος που επιβάλλεται, σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, ανέρχεται σε εκατόν ενενήντα πέντε (195) δραχμές ανά χιλιόγραμμο”.
6. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50) προστίθεται εδάφιο δεύτερο, που έχει ως εξής:”Επίσης απαλλάσσεται από το φόρο αυτόν το αλάτι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ή τη διατήρηση ειδών, τα οποία στη συνέχεια εξάγονται στο εξωτερικό, εφ΄ όσον η εξαγωγή πραγματοποιείται από τα πρόσωπα, τα οποία αγόρασαν το αλάτι απευθείας από τον παραγωγό”.
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
1. Σε περιπτώσεις μετασκευής ή διασκευής οχημάτων σε επιβατικά ή μικτής μεταφοράς αυτοκίνητα, χωρίς την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του πρόσθετου ειδικού τέλους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Ν. 1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α΄) και του άρθρου 3 του Ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α΄) αντίστοιχα, οι επιβαρύνσεις αυτές περιορίζονται στο ποσό των πεντακοσίων (500) δραχμών ανά κυβικό εκατοστό του κυλινδρισμού του κινητήρα του αυτοκινήτου, εφ΄ όσον σωρευτικά τα αυτοκίνητα αυτά, εντός τριμήνου από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος:α) επαναφερθούν στην αρχική μορφή που είχαν κατά το χρόνο του τελωνισμού τους, β) υποβληθούν στην άνω επιβάρυνση των πεντακοσίων (500) δραχμών ανά κυβικό εκατοστό.
Σε ενάντια περίπτωση, καθώς και μετά την πάροδο της άνω τρίμηνης προθεσμίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας.
1. Στο τέλος της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν. 363/1976, όπως ισχύει, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:”Το ποσοστό μείωσης της τιμής λιανικής πώλησης λόγω ποιοτικών διαφορών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το 20%, προκειμένου περί αυτοκινήτων συμβατικής τεχνολογίας”.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται για τα επιβατικά αυτοκίνητα, για τα οποία μέχρι και 7.11.90 είχαν καθορισθεί ποσοστά ή είχαν υποβληθεί στοιχεία για τον καθορισμό υπό του αρμόδιου οργάνου της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 363/1976 ποσοστών μείωσης της τιμής λιανικής πώλησης, λόγω ποιοτικών διαφορών και πληρούσαν μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:α) είχαν κομισθεί στη χώρα,
β) είχαν φορτωθεί σε μεταφορικό μέσο με τελικό προορισμό τους τη χώρα,
γ) είχε ανοιχτεί ενέγγυα ανέκκλητη πίστωση σε ποσοστό 20% τουλάχιστον του τιμήματος.
Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι τα αυτοκίνητα θα κομισθούν στη χώρα μέχρι 31-12-1990.
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ Α΄ 222) προστίθεται νέο εδάφιο και αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, ως εξής:”Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 7 του νόμου αυτού, μπορεί:
α) να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ταμειακών συστημάτων δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών – ταμειακών μηχανών, αντί της χρησιμοποίησης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών, για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών,
β) να υποχρεώνονται οι επιτηδευματίες, που εκδίδουν τις αποδείξεις λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών σε θεωρημένα μηχανογραφικά έντυπα με χρήση Η/Υ, να εκδίδουν τις αποδείξεις αυτές με ηλεκτρονική ταμειακή μηχανή του νόμου αυτού, η οποία να έχει δυνατότητα σύνδεσης με Η/Υ. Στην περίπτωση αυτήν η ταμειακή μηχανή αποτελεί συμπλήρωμα του υφιστάμενου συστήματος, για την κάλυψη των απαιτήσεων του νόμου και των τεχνικών προδιαγραφών.
3. Ανεξάρτητα από το αντικείμενο των εργασιών τους οι επιτηδευματίες της παραγράφου 1, οι οποίοι κάνουν έναρξη των εργασιών τους ύστερα από τη χρονολογία που άρχισε η πρώτη σταδιακή χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών σε περιοχές που εφαρμόζεται το μέτρο αυτό, υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τις μηχανές αυτές ή να εκδίδουν τις αποδείξεις λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με όσα ορίζονται στην ίδια παράγραφο”.
2. Το τέταρτο εδάφιο (πρόταση) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1809/1988 αντικαθίσταται ως εξής:”Για να είναι δυνατός ο πιο πάνω έλεγχος πρέπει οι ταμειακές μηχανές να εισάγονται σε τμήματα και τουλάχιστον το 35% του κόστους αυτών να καλύπτεται από εγχώρια προστιθέμενη αξία. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύουν για μηχανές, εξαρτήματα και ανταλλακτικά αυτών που προέρχονται από κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, θεωρούμενα τα είδη αυτά ως εγχώρια για τον υπολογισμό της εγχώριας προστιθέμενης αξίας”.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1-1-1993.
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:”Ο χρήστης ηλεκτρονικής ταμειακής μηχανής οφείλει να τηρεί και να διαφυλάσσει το βιβλιάριο συντήρησης, που παραδίδεται από τον προμηθευτή κατά την αγορά της καθώς και την ταμειακή μηχανή με τα ενταμιευμένα σ΄ αυτή δεδομένα για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο, που κάθε φορά ορίζεται από τις αντίστοιχες διατάξεις του Κ.Φ.Σ., για τη διαφύλαξη φορολογικών στοιχείων”.
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του Ν. 1809/1988 αντικαθίσταται ως εξής:”1. Η σφράγιση της κεφαλής της βίδας, που συνδέει το περίβλημα με τη βάση της μηχανής, με τον τρόπο που αναφέρεται στις τεχνικές προδιαγραφές, γίνεται από την επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλληλότητας στο χώρο της παραγωγής ή συναρμολόγησης και ελέγχεται από εξουσιοδοτημένο φοροτεχνικό υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών. Πριν από τον έλεγχο αυτόν για τη διαπίστωση της κανονικής σφράγισης, που μπορεί να γίνεται δειγματοληπτικά, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε διακίνηση ή πώληση των μηχανών. Η αποσφράγιση της μηχανής, όταν αυτό κριθεί απαραίτητο για τη συντήρηση ή επισκευή, γίνεται στο χώρο συντήρησης ή επισκευής από την επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλληλότητας ή από εξουσιοδοτημένο τεχνικό αντιπρόσωπό της, καθώς και η επανασφράγισή της, όταν εκλείψει ο λόγος της αποσφράγισης”.
5. Οι παράγραφοι 1, 2 και 4 του άρθρου 10 του Ν. 1809/1988 αντικαθίστανται ως εξής:”1. Όποιος παραβιάζει ή παραποιεί ηλεκτρονικές ταμειακές μηχανές του νόμου αυτού, που έχουν άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια επιτροπή του άρθρου 7 ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία της μηχανής ή διαθέτει ή χρησιμοποιεί παραβιασμένη ή παραποιημένη τέτοια μηχανή και γενικά οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του νόμου αυτού και των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται με βάση αυτόν το νόμο τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου έως πέντε εκατομμυρίων δραχμών, ή μόνο με χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, διαφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
2. Αν υπαίτιος αδικήματος της προηγούμενης παραγράφου είναι η επιχείρηση που έχει λάβει την άδεια καταλληλότητας των ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών ή εξουσιοδοτημένος από αυτήν αντιπρόσωπος της, ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί να ανακληθεί από την επιτροπή του άρθρου 7 η άδεια καταλληλότητας για τη διάθεση των μηχανών του συγκεκριμένου τύπου”.
“4. Για κάθε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 και του άρθρου 5 επιβάλλεται με απόφαση του αρμόδιου προϊστάμενου Δ.Ο.Υ. και με τη διαδικασία του άρθρου 47 του Κ.Φ.Σ. πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες δραχμές ή και μεγαλύτερο, εφ΄ όσον προβλέπεται από διατάξεις του Κ.Φ.Σ.”.
6. Στο άρθρο 11 του Ν. 1809/1988 προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής:”Όπου αναφέρεται στον παρόντα νόμο η λέξη κατασκευαστής, νοείται η επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια επιτροπή για συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους τύπους ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών”.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 63 του Ν. 1249/1982 προστίθενται τρία νέα εδάφια, ως εξής:”Κατ΄ εξαίρεση ο παραπάνω περιορισμός δεν ισχύει για εξέταση αιτήσεων επιχειρήσεων που ανήκουν στο δημόσιο τομέα εν όλω ή κατά την πλειοψηφία του κεφαλαίου τους. Στην περίπτωση αυτήν η επιτροπή του άρθρου 17 του Ν. 5940/1933, εφ΄ όσον υφίσταται αδυναμία των παραπάνω επιχειρήσεων για οποιαδήποτε καταβολή, μπορεί να γνωμοδοτεί για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο χωρίς προηγούμενη καταβολή. Εάν το αποδεικτικό ενημερότητας πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για είσπραξη χρημάτων, αυτό χορηγείται με παρακράτηση μέρους της απαίτησης του δικαιούχου, που δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 10% αυτής”.
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:”Συνιστάται επταμελής ειδική επιτροπή για να συντάξει κώδικα πτωχευτικού δικαίου, αποτελούμενη από:
2. Η περίπτωση α` της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:”α. έναν ανώτατο ή ανώτερο δικαστικό λειτουργό και ένα νομικό σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”.
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 του ν. 1892/1990 προστίθεται περίπτωση δ`, η οποία έχει ως εξής:”δ. έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών με ειδική ενημέρωση σε θέματα εφαρμογής του πτωχευτικού δικαίου, ο οποίος ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών”
Η παράγραφος 5 του άρθρου 11 του ν.δ. 65/1974 αντικαθίσταται ως εξής:”Στην πρόταση επισυνάπτεται για κάθε υποψήφιο γραμμάτιο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για κατάθεση χρηματικού ποσού 50.000 δραχμών. Το χρηματικό αυτό ποσό αποτελεί έσοδο του Τακτικού προϋπολογισμού και είναι δυνατό να αυξομειώνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.
Τα χρηματικά ποσά, που έχουν συγκεντρωθεί από της καθιερώσεως των εν λόγω γραμματίων μέχρι σήμερα στο λογαριασμό που συστήθηκε για το σκοπό αυτόν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 11 του ν.δ. 65/1974, περιέρχονται ως έσοδα στο “Λογαριασμό Αλληλοβοηθείας Βουλευτών και Ευρωβουλευτών” και κατατίθενται αμέσως σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, που ανοίγεται προς τούτο στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, που εδρεύει στη Βουλή, στο όνομα “Βουλή των Ελλήνων”.
Ο Υπουργός των Οικονομικών ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του συνεργάζεται με τις αρμόδιες φορολογικές αρχές των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 – 23 του παρόντος.Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 25 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 17/23.1.2013
1. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του παρέχει προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μετά από αίτησή τους και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 21, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες σε αυτές για τον ορθό καθορισμό του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, του φόρου κεφαλαίου, του φόρου υπεραξίας κεφαλαίου, των φόρων επί των ασφαλίστρων και ειδικότερα του φόρου κύκλου εργασιών και των τελών χαρτοσήμου, όπως και παρόμοιων ή ανάλογου χαρακτήρα φόρων, που ενδεχομένως προστίθενται ή αντικαθιστούν τους εν λόγω φόρους, καθώς και για τον προσδιορισμό τελών και ειδικών φόρων και των φόρων οι οποίοι υπάγονται στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μέχρι την 1η Ιουλίου 2005, οπότε τίθεται σε εφαρμογή ο Kανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2004 για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης (L 359/1/4.12.2004). Η παροχή πληροφοριών από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του, σχετικά με το φόρο προστιθέμενης αξίας, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1798/2003/ΕΚ του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2003, για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (L 264/15.10.2003).” Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.3312/2005, ΦΕΚ Α 35/16.2.2005.Ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου7 Οκτωβρίου 2003
4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχονται και χωρίς προηγούμενη αίτηση από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών – μελών στις ακόλουθες περιπτώσεις:α) αν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε ένα κράτος – μέλος ενεργείται φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή.
β) αν ένα πρόσωπο απαλλάσσεται από τη φορολογία στην Ελλάδα ή φορολογείται με μειωμένο φορολογικό συντελεστή και το γεγονός αυτό δημιουργεί αξίωση σε ένα άλλο κράτος – μέλος να φορολογήσει το πρόσωπο αυτό.
γ) αν ένα πρόσωπο υποκείμενο σε φόρο στην Ελλάδα συναλλάσσεται με ένα πρόσωπο υποκείμενο σε φόρο σε ένα άλλο κράτος – μέλος και οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιούνται μέσω μιας ή περισσότερων χωρών κατά
τρόπο, ώστε να ενεργείται φοροδιαφυγή στο άλλο κράτος – μέλος,
δ) αν υπάρχουν ενδείξεις ότι ενεργείται φοροδιαφυγή λόγω πλασματικής μεταφοράς κερδών μέσα σε ομάδες επιχειρήσεων,
ε) αν οι ελληνικές φορολογικές αρχές, έπειτα από πληροφορίες που έχουν χορηγηθεί σ` αυτές από ένα κράτος – μέλος, συλλέξουν πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να είναι χρήσιμες για το εν λόγω κράτος – μέλος.
6.Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται η Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών που ενεργούν σε συνεργασία με την αρμόδια Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού.
Σημ.: όπως η παρ.6 προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 Ν.3312/2005, ΦΕΚ Α 35/16.2.2005(Ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ 2003/93/ΕΚ ) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 περ 1) Ν.3453/2006, ΦΕΚ Α 74/7.4.2006 (Ενσώματωση με 77/799/ΕΟΚ Οδηγία,όπως έχει τροποποιηθεί με την 2004/56/ΕΚ Οδηγία).
7.Ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους, κατά την πρώτη φορά που της παρέχει πληροφορίες που εμπίπτουν στις σχετικές με το φορολογικό απόρρητο διατάξεις, ότι οι πληροφορίες αυτές είναι απόρρητες κατά την ελληνική φορολογική νομοθεσία και χρησιμοποιούνται μόνο για φορολογικούς σκοπούς.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος του εγγράφου, με το οποίο ανταλλάσσονται οι πληροφορίες αυτές.
Σημ.: όπως ηπαρ.7 προστέθηκe με το άρθρο 4 περ.2) Ν.3453/2006, ΦΕΚ Α 74/7.4.2006 (Ενσώματωση με 77/799/ΕΟΚ Οδηγία,όπως έχει τροποποιηθεί με την 2004/56/ΕΚ Οδηγία).
8.Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, προς τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση πληροφοριών ή η φορολογική αρχή προς την οποία ο τελευταίος παρέπεμψε το θέμα, ενεργεί προκειμένου να λάβει αυτές τις πληροφορίες, όπως θα ενεργούσε σύμφωνα με την ελληνική φορολογική νομοθεσία, για δικό του λογαριασμό ή μετά από αίτηση άλλης ημεδαπής φορολογικής αρχής.Σημ.: όπως η παρ. 8 προστέθηκe με το άρθρο 4 περ.2) Ν.3453/2006, ΦΕΚ Α 74/7.4.2006 (Ενσώματωση με 77/799/ΕΟΚ Οδηγία,όπως έχει τροποποιηθεί με την 2004/56/ΕΚ Οδηγία).
Ο Υπουργός των Οικονομικών ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του παρόντος στις ακόλουθες περιπτώσεις:α) αν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους – μέλους δεν έχει εξαντλήσει τις δικές της συνήθεις πηγές πληροφόρησης, τις οποίες θα μπορούσε κατά τις περιστάσεις να χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος,
β) αν η αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους – μέλους δεν εφαρμόζει για τις πληροφορίες της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του παρόντος, τις οποίες της χορηγεί η Ελλάδα, τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με το απόρρητο, εφ` όσον οι διατάξεις αυτές είναι αυστηρότερες των αντίστοιχων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας του αιτούντος κράτους – μέλους, η, σε αντίθετη περίπτωση, τις διατάξεις της δικής του φορολογικής νομοθεσίας,
γ) αν βάσει της ελληνικής νομοθεσίας απαγορεύεται η συλλογή ή η διεξαγωγή ερευνών για τη συλλογή ή η χρησιμοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς,
δ) αν η χορήγηση των αιτούμενων πληροφοριών θα είχε ως συνέπεια την αποκάλυψη εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού μυστικού ή εμπορικής μεθόδου ή θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη,
ε) αν το κράτος – μέλος, το οποίο ζητά τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 του παρόντος, δεν είναι σε θέση για λόγους πραγματικούς ή νομικούς να παρέχει στην ελληνική αρμόδια αρχή πληροφορίες παρόμοιας φύσης
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 25 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 17/23.1.2013
2. Οι πληροφορίες αυτές:α) Δεν είναι προσβάσιμες παρά μόνο στα πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη βεβαίωση ή την είσπραξη του φόρου ή την εκτέλεση του ελέγχου.
β) Δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο με την ευκαιρία δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας που επισύρει την επιβολή κυρώσεων όταν η διαδικασία αυτή συνδέεται με τη βεβαίωση ή την είσπραξη του φόρου. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω πληροφορίες αποκαλύπτονται μόνον στα πρόσωπα που μετέχουν άμεσα στη δικαστική ή τη διοικητική διαδικασία.
γ) Μπορούν να αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια δημόσιων ακροάσεων ή σε δικαστικές αποφάσεις, μόνον υπό τον όρο ότι έχει προηγουμένως παρασχεθεί η σχετική συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες.
δ) Δεν χρησιμοποιούνται κατ` άλλον τρόπο σε καμία περίπτωση, αλλά μόνον για σκοπούς φορολογικούς ή για σκοπούς δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας που επισύρει την επιβολή κυρώσεων όταν οι διαδικασίες αυτές συνδέονται με τη βεβαίωση ή την είσπραξη του φόρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 Ν.3312/2005, ΦΕΚ Α 35/16.2.2005.Ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου 7 Οκτωβρίου 2003
2. Αν η αρμόδια ελληνική φορολογική αρχή διαπιστώνει, από τις πληροφορίες που λαμβάνει ή παρέχει, ότι αυτές είναι απαραίτητες και σε άλλα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ή της φοροαποφυγής, τότε μπορεί, μετά από σχετική αίτησή της προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να προβεί σε διαβουλεύσεις με εκπροσώπους των αρμόδιων φορολογικών αρχών των άλλων κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 Ν.3312/2005, ΦΕΚ Α 35/16.2.2005.Ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου 7 Οκτωβρίου 2003
3. Ο Υπουργός των Οικονομικών ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του υποχρεούται να ανακοινώνει στην Επιτροπή (COMMISSION) οποιαδήποτε διευθέτηση επιτυγχάνεται μεταξύ της Ελλάδας και ενός από τα κράτη μέλη σε θέματα γενικής φύσης που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 20 23 του παρόντος.Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.6 Ν.3312/2005,ΦΕΚ Α 35/16.2.2005.Ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου 7 Οκτωβρίου 2003
1. Τραπεζικές και άλλες επιχειρήσεις, που ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 1892/1990 και που λειτουργούν υπό τον τύπο της ανώνυμης εταιρίας, με αποκλειστικό μέτοχο το ελληνικό Δημόσιο, μπορούν να αυξάνουν το εταιρικό κεφάλαιό τους με την έκδοση νέων μετοχών, που αντιστοιχούν στην αύξηση αυτήν και να αναμορφώνουν παράλληλα τον αριθμό και την αξία των μετοχών τους που ανήκουν στο Δημόσιο και στις οποίες εκφράζεται το μέχρι τότε κεφάλαιό τους. “Τις μετοχές των πιο πάνω επιχειρήσεων μπορούν να αποκτούν και πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα. Προκειμένου περί των μετοχών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.) και της Ολυμπιακής Αερπορίας, αυτές μπορούν να αποκτώνονται και από πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, με τον περιορισμό, ότι το ποσοστό 51% (απόλυτη πλειοψηφία) του συνόλου των μετοχών καθεμιάς από τις επιχειρήσεις αυτές, θα ανήκει και θα παραμένει πάντοτε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου”. Στην έννοια των κατά το παρόν άρθρο επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και φορείς του δημόσιου τομέα, που ενδεχομένως δεν λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας, εξαιρουμένων των οργανισμών λιμένων, των λιμενικών ταμείων και των φορέων υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και παιδείας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α` 206).
4. Το ποσό της πιο πάνω αυξήσεως του κεφαλαίου προσαυξάνεται υποχρεωτικά: α) με το ποσό δραχμών υφιστάμενης μέχρι τότε απαιτήσεως του ελληνικού Δημοσίου κατά της επιχειρήσεως, που γεννήθηκε διότι τούτο εξεπλήρωσε καταπεσούσα εγγύησή του υπέρ αυτής προς οποιονδήποτε τρίτο και για οποιαδήποτε αιτία, εφ` όσον τούτο, με πράξη του Υπουργού Οικονομικών, που θα εκδοθεί χωρίς την τήρηση της διαδικασίας παραιτήσεως του Δημοσίου από απαιτήσεις του, θα δηλώσει, προ της λήψεως της αποφάσεως για την αύξηση του κεφαλαίου, ότι παραιτείται από την πιο πάνω απαίτησή του για το σκοπό τούτο και β) με το ποσό δραχμών της προκυπτούσης από τον πιο πάνω προσδιορισμό της καθαρής θέσεως της επιχειρήσεως διαφοράς. “Στις δύο αυτές περιπτώσεις ειδικά, ο αριθμός των μετοχών, που θα αντιστοιχούν στο ποσό της απαιτήσεως του Δημοσίου και στην από την καθαρή θέση διαφορά, ανήκουν υποχρεωτικά στο Δημόσιο, που δύναται να πωλεί και αυτές, χωρίς καμμία προηγούμενη διαδικασία, διατύπωση, οποτεδήποτε, σε οποιονδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, με την επιφύλαξη πάντοτε και με ποινή ακυρότητος κάθε μεγαλύτερης πωλήσεως, της διατηρήσεως υπέρ αυτού της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των μετοχών, προκειμένου περί μετοχών της Δ.Ε.Η., του Ο.Τ.Ε. και της Ολυμπιακής.Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ Α 206)
6.Για τα προβλεπόμενα με το άρθρο αυτό θέματα, εφαρμόζονται συμπληρωματικά, εφ` όσον δεν παρακωλύεται η εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, οι συναφείς διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών και του π.δ. 409/1986 (ΦΕΚ 191 Α`), κατά τα λοιπά όμως οι πιο πάνω επιχειρήσεις εξακολουθούν να διέπονται από τις περί αυτών γενικές ή ειδικές διατάξεις, όπως μέχρι σήμερα.***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 19 του ν. 1957/1991 (Α 114): “Το άρθρο 25 του ν. 1914/1990 ισχύει και για τις επιχειρήσεις, των οποίων αποκλειστικοί μέτοχοι είναι το Δημόσιο και άλλες ανώνυμες εταιρείες, των οποίων το σύνολο των μετοχών ανήκει στο Δημόσιο”.
1. Καταργούνται:α) η παράγραφος 2 εδάφια 1, 2 και 3 του άρθρου 26 του καταστατικού νόμου της Α.Τ.Ε. (ν. 4332/1929), όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 5 του ν.δ. 3874/1958, όπως ισχύει,
β) η παρ. 3 του άρθρου 26 του καταστατικού νόμου της Α.Τ.Ε. (ν. 4332/1929), που είχε προστεθεί με την παρ. 22 της με το ν. 4454/1930 κυρωθείσης συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 της δια του ν. 5277/1931 κυρωθείσης συμβάσεως και αντικαταστάθηκε αρχικά με την παρ. 2 του άρθρου 5 του α.ν. 271/1936 και στη συνέχεια με την παρ. 2 άρθρο 8 του ν. 1697/1987 και
γ) η παρ. 4 εδάφια 1, 2, 3 και 4 του αυτού άρθρου 26 του καταστατικού νόμου της Α.Τ.Ε. (ν. 4332/1929), που προστέθηκε με την παρ. 2 άρθρου 5 του α.ν. 271/1936, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 2 του ν.δ. 2555/1953 και το άρθρο 6 του ν.δ. 3874/1958, όπως ισχύει.
4.Οι παράγραφοι 2.1 , 2.2, 2.3, και 2.4 του άρθρου 26 του ν.4332/1929 αντικαθίστανται ως εξής:”2.1. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να μεταβιβάζει την άσκηση των, με στοιχεία γ`, δ` και ε` της παρ. 1 του άρθρου τούτου, όπως ισχύει, αρμοδιοτήτων του, καθώς και τον καθορισμό των ορίων και των όρων των πιστώσεων στο γενικό συμβούλιο χορηγήσεων και στα συμβούλια χορηγήσεων που θα λειτουργούν στις κεντρικές διευθύνσεις με κύριο αντικείμενο τη χορήγηση και διασφάλιση των δανείων.
Οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η συγκρότηση του γενικού συμβουλίου χορηγήσεων και των συμβουλίων χορηγήσεων καθορίζονται με αποφάσεις του Δ.Σ. της Α.Τ.Ε.
2.2. Το Γενικό Συμβούλιο Χορηγήσεων συγκαλείται από τον Πρόεδρο, συνεδριάζει παρόντων τριών τουλάχιστο μελών αυτού και αποφασίζει κατά πλειοψηφία.
Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προεδρεύοντος”.
2. Η παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 1858/1989 αντικαθίσταται ως εξής:”5. Οι νέες κοινές μετοχές θα διατεθούν χωρίς την τήρηση καμίας άλλης διατύπωσης ή διαδικασίας, ως εξής:
α. Ο προσωρινός επίτροπος της Τράπεζας Κρήτης απευθύνει πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να υποβάλει αίτηση για την απόκτηση μετοχών εντός τακτής προθεσμίας όχι βραδύτερης των δέκα ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Η πρόσκληση δημοσιεύεται δι` όλων των ημερήσιων πολιτικών καθώς και όλων των οικονομικών εφημερίδων που εκδίδονται στην Αθήνα. Της προσκλήσεως προηγείται η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με το π.δ. 348/1985, το οποίο εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
β. Ενα εκατομμύριο (1.000.000) από τις παραπάνω μετοχές διατίθεται στην ονομαστική τους αξία. Κάθε υποψήφιος μέτοχος δεν δικαιούται να λάβει περισσότερες από εκατό (100) μετοχές. Το αντίτιμο των μετοχών κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει τάξει ο προσωρινός επίτροπος, οι μετοχές κατανέμονται σε όσους εξεδήλωσαν ενδιαφέρον κατά την αναλογία της προσφοράς τους επί του συνολικού αριθμού των μετοχών που ζητήθηκαν, εφ όσον υπερκαλυφθεί ο αριθμός του ενός εκατομμυρίου μετοχών. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας Κρήτης, που είναι εν ενεργεία κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αγοράς μετοχών αυτής, προτιμούνται έναντι κάθε άλλου στην απόκτηση του πιο πάνω μέγιστου αριθμού των εκατό μετοχών καθένας.
γ. Το υπόλοιπο του ενός εκατομμυριου (1.000.000) μετοχών διατίθεται σε δέσμες, καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει τουλάχιστον πενήντα χιλιαδες (50.000) μετοχών με ανώτατο όριο τις τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) μετοχών.
Κάθε ενδιαφερόμενος για τις μετοχές αυτές υποβάλλει στον προσωρινό επίτροπο σφραγισμένη προσφορά, στην οποία αναγράφεται ο αριθμός των μετοχών, τις οποίες επιθυμεί να λάβει και η τιμή στην οποία επιθυμεί να τις αποκτήσει με κατώτατο όριο την ονομαστική αξία της μετοχής. Ο φάκελος με την προσφορά περιέχει επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς και εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα για ποσό ίσο με το σύνολο του αντιτίμου το οποίο προσφέρει για τις μετοχές που επιθυμεί να αποκτήσει. Ευθύς ως εκπνεύσει η προθεσμία που έχει τάξει ο προσωρινός επίτροπος, ανοίγονται οι προσφορές και καταρτίζεται ο πλειοδοτικός πίνακας με βάση τοις προσφερόμενες τιμές. Ο προσωρινός επίτροπος ανακοινώνει τον πίνακα στους ενδιαφερόμενους, που περιέχει κατά σειρά ύψους τις προσφερθείσες τιμές, με τις ποσότητες μετοχών, στις οποίες αυτές αναφέρονται.
Σε περίπτωση υπερκάλυψης των προς διάθεση μετοχών από προσφορές περισσότερων του ενός ενδιαφερομένου, με προσφερόμενες τιμές του ίδιου ύψους, το αίτημα των ενδιαφερομένων αυτών ικανοποιείται αναλογικά από το υπόλοιπο των διαθέσιμων μετοχών μαζί με τις αδιάθετες μετοχές της προηγούμενης παραγράφου.
δ. Ευθύς ως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για την έγκυρη κτήση των μετοχών, η Τράπεζα Κρήτης παραδίδει σε κάθε νέο μέτοχο προσωρινό τίτλο των μετοχών του και εισπράττει το αντίτιμο από τον ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος ή από την Τράπεζα που εξέδωσε την παραπάνω υπό στοιχ. γ` εγγυητική επιστολή, ανάλογα με την περίπτωση.
ε. Μετοχές που δεν Θα καλυφθούν με την παραπάνω διαδικασία διατίθενται στην ονομαστική αξία τους σε τράπεζες και κάθε μορφής πιστωτικούς οργανισμούς με κοινή κατανεμητική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου μετά πρόταση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Οι τράπεζες που τηρούν άτοκες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος μπορούν να καταβάλλουν την αξία των μετοχών που αναλαμβάνουν χρησιμοποιώντας κεφάλαια από τις καταθέσεις αυτές.
Τα ποσά που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτόν επανακατατίθενται αμέσως στην Τράπεζα της Ελλάδος στο μέτρο που οι τράπεζες απεκδύονται των παραπάνω μετοχών, εν πάση δε περιπτώσει το αργότερο σε τέσσερα έτη από τη χρησιμοποίησή τους.
στ. Τυχόν λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου αυτής καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος”.
3. Η παρ. 10 του άρθρου 11 του ν. 1858/1989 αντικαθίσταται ως εξής:”10. Ο προσωρινός επίτροπος πιστοποιεί την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας και ενημερώνει σχετικά τον πρόεδρο του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Μετά δέκα ημέρες από τη γνωστοποίηση αυτή στον πρόεδρο του Χρηματιστηρίου η κοινή μετοχή της τράπεζας επαναδιαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση. Ευθύς ως πιστοποιηθεί η ολοσχερής κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης, ο προσωρινός επίτροπος καλεί τους μετόχους σε έκτακτη συνέλευση με θέμα την εκλογή διοικητικού συμβουλίου”.
2. Στους φορείς της προηγούμενης παραγράφου εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 25 για χρονικό διάστημα δύο ετών μετά την εξαίρεσή τους από το δημόσιο τομέα.Με τον τρόπο που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να επαναφερθεί, ολικά ή μερικά, στο δημόσιο τομέα φορέας που βγήκε απ` αυτόν.
Οσες οργανωτικές ή άλλες διατάξεις, που αναφέρονται γενικά ή ειδικά στους φορείς που βγαίνουν από το δημόσιο τομέα και αφορούν στην έγκριση από οποιαδήποτε, ατομικά ή συλλογικά, κυβερνητικά ή άλλα κρατικά όργανα, αποφάσεων για προμήθειες, κάθε φύσης συμβάσεις, δάνεια και γενικά δαπάνες ή άλλες ενέργειες της διοίκησης των φορέων τούτων, καταργούνται από την έξοδο των φορέων αυτών από το δημόσιο τομέα, εκτός αν με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 12 του παρόντος προβλεφθεί, ολικά ή μερικά, κάτι άλλο”.
Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια,καθώς και λαχειοφόρα ομολογιακά δάνεια, για την κάλυψη αναγκών τουΔημοσίου, την εξυγίανση και σταθεροποίηση της οικονομίας και με τη δυνατότητα συνομολόγησης μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών ρητρών και δη ρήτρας εξωτερικού συναλλάγματος ή ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας (Ε.C.U.). Επίσης επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδειομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα.”Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 24 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ Α 137)
Οι όροι, το επιτόκιο, σταθερό ή κυμαινόμενο, η τιμή διάθεσης, ο τρόπος και ο ειδικότερος σκοπός έκδοσης, η διάρκεια, η ενδεχόμενη περίοδος χάριτος, ο τρόπος καταβολής των τόκων και εξοφλήσεως του κεφαλαίου και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την έκδοση ομολογιακών δανείων ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Η αξίωση υπόκειται για μεν το κεφάλαιο σε δεκαετή παραγραφή που αρχίζει από την ημερομηνία λήξεως του τίτλου, για δε τους τόκους σε πενταετή παραγραφή από την ημερομηνία πληρωμής που αναγράφεται στα τοκομερίδια, ή σε περίπτωση μη υπάρξεως τοκομεριδίων επί του τίτλου, την ορισθείσα ημερομηνία καταβολής τους.
Οι τίτλοι των κατά τα ανωτέρω ομολογιακών δανείων δύνανται να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα Χρηματιστήρια Αξιών εσωτερικού και εξωτερικού και εισάγονται σε αυτά με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
Οι τόκοι των εκδιδόμενων ομολογιακών δανείων και η υπεραξία που τυχόν προκύπτει κατά την εξόφληση των ομολόγων με ρήτρα απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης. Οι τίτλοι και η μεταβίβασή τους απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου. Επίσης απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης και οι εξοφλήσεις των τόκων.
Οι τίτλοι των ομολογιακών δανείων γίνονται δεκτοί στην ονομαστική τους αξία για σύσταση εγγυοδοσιών, συμμετοχή σε διαγωνισμούς έργων ή προμηθειών του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Ως λαχνοί των λαχειοφόρων ομολογιακών δανείων, δύναται να προβλέπονται είτε χρηματικά ποσά είτε τίτλοι έντοκων γραμματίων ή ομολόγων, που εκδίδει το Δημόσιο, είτε κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, τα οποία απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης κατά τη μεταβίβαση τους στους τυχερούς δικαιούχους.
Κάθε άλλη λεπτομέρεια, ρυθμίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δημοσιευομένων στην Εφημερίδα της Κυβερνησεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 24 του Ν.2166/1993 (ΦΕΚ Α 137)
Το ελληνικό Δημόσιο δύναται να χρησιμοποιεί τα έντοκα γραμμάτια, τα ομόλογα και κάθε άλλο τίτλο δανεισμού που εκάστοτε εκδίδει, για την εξόφληση παντός είδους υποχρεώσεώς του σε δραχμές προς φορείς του δημόσιου τομέα, τράπεζες και πιστωτικά εν γένει ιδρύματα.Τους τίτλους αυτούς δύναται επίσης να χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την καταβολή του συνόλου ή μέρους της επιδοτήσεως σε οργανισμούς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.
Οι τίτλοι δανεισμού του Δημοσίου δύνανται να διατίθενται και με δημοπρασία, της οποίας η σχετική διαδικασία και οι όροι ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται με απόφασή του να συνιστά επιτροπές ή ομάδες εργασίας με σκοπό τη σύνταξη μελετών, την κατάρτιση σχεδίων νόμων ή προεδρικών διαταγμάτων, ως και την κατάρτιση διοικητικών ή νομοθετικών κωδικοποιήσεων.Η παρ. 5 του άρθρου 105 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101) εφαρμόζεται ανάλογα και για τις επιτροπές ή ομάδες εργασίας του άρθρου αυτού.
Το μηνιαίο επίδομα ειδικοτήτων των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που καθιερώθηκε με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών Δ1/Α/4203/ 14609/1.5.1975, διατηρήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1505/1984 και αναπροσαρμόσθηκε τελευταία με την απόφαση 2016615/1885/0022/ 6.3.1990, που κυρώθηκε με το άρθρο 24 του ν. 1884/1990, αναπροσαρμόζεται ως ακολούθως:α) Στους κατόχους ειδικότητας Ελεγκτού Αεροδρομίου ή Ελεγκτού περιοχής Β` τάξεως ή Ελεγκτού Προσεγγίσεως και εφ` όσον δεν έχουν συμπληρώσει τρία (3) χρόνια άσκησης της ειδικότητας δρχ. 8.000.
β) Στους κατόχους ειδικότητας Ελεγκτού Αεροδρομίου ή Ελεγκτού Προσεγγίσεως που έχουν συμπληρώσει τρία χρόνια άσκησης της ειδικότητας και στους κατόχους ειδικότητας Ελεγκτού περιοχής Α` τάξεως δρχ. 30.500.
γ) Στους κατόχους ειδικότητας RADAR δρχ. 39.500.
Η από το άρθρο 93 του π.δ. 284/1988 “Περί οργανισμού του Υπουργείου Οικονομικών προβλεπόμενη Επιτροπή Διοίκησης Κρατικών Λαχείων επικουρείται στο έργο της κατά τη διενέργεια των κληρώσεων και από υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών, των οποίων ο αριθμός δεν θα υπερβαίνει τους είκοσι πέντε (25).Στον Πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα της Επιτροπής Διοίκησης Κρατικών Λαχείων καταβάλλεται αποζημίωση πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών κατά συνεδρίαση και κατά κλήρωση, στους δε υπαλλήλους που επικουρούν το έργο της Επιτροπής τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές κατά κλήρωση.
Η κατά τα ανωτέρω αποζημίωση αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
Οι παράγραφοι 2 και 4 του άρθρου 10 του ν. 1902/1990, αντικαθίστανται αφότου ίσχυσαν ως εξής:”2. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 ισχύουν και για τους ασφαλισμένους στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου αυτού, ανεξάρτητα από τα καταστατικά τους προβλέπεται συνταξιοδότηση με όριο ηλικίας ή χωρίς όριο ηλικίας”.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων γ`, δ` και ε` της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου καθώς και των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3 αυτού του νόμου.
Ειδικά στις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων του εδαφ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, οι άνδρες που υπάγονται στην ασφάλιση του προσωπικού της Δ.Ε.Η. δεν δικαιούνται σύνταξη πριν από τη συμπλήρωση του 50ού έτους ηλικίας τους”.
1. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται να συγκροτούνται ειδικά συνεργεία ελέγχου από εφοριακούς υπαλλήλους για τη διενέργεια ελέγχων και επανελέγχων, “καθώς και για την έκδοση των καταλογιστικων πράξεων, τη βεβαίωση και την επιδίωξη είσπραξης των εσόδων,” με αρμοδιότητα σε όλη τη χώρα.Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.5α του Ν.3833/2010 (ΦΕΚ Α 40/15.3.2010)
2. Προιστάμενοι των συνεργείων αυτών τοποθετούνται οικονομικοί Επιθεωρητές ή εφοριακοί υπάλληλοι που τους ανατίθενται καθήκοντα οικονομικών Επιθεωρητών ή που έχουν διατελέσει Επιθεωρητές ή Προιστάμενοι υπηρεσίας Υπουργείου Οικονομικών επιπέδου Διεύθυνσης για μια τουλάχιστον τριετία, καθώς και Προιστάμενοι Διευθύνσεων ή Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, “οι οποίοι κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης εξομοιούνται με τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. και των περιφερειακών διευθύνσεων της ΥΠ.Ε.Ε. για όλες τις αρμοδιότητες που αφορούν έλεγχο, επανέλεγχο, καταλογισμό, βεβαίωση και επιδίωξη της είσπραξης των εσόδων και έχουν τα αυτά δικαιώματα και υποχρεώσεις με αυτούς. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού. Προϊστάμενοι των συνεργείων δύναται να τοποθετούνται και οι προϊστάμενοι διευθύνσεων και τμημάτων των δημοσίων οικονομικών Υπηρεσίων και των περιφερειακών διευθύνσεων του Σώματος Δίωξης Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρ.26 Ν.2579/1998,ΦΕΚ Α 31/17.2.1998 και με το άρθρο 5 παρ.5β του Ν.3833/2010 (ΦΕΚ Α 40/15.3.2010)
6. Για την πλήρωση των οργανικών θέσεων της ΥΠ.Ε.Δ.Α. και των παραρτημάτων της, τοποθετούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου φοροτεχνικοί υπάλληλοι με υπηρεσία τουλάχιστον πενταετή, εμπειρία και γνώσεις αναφορικά με το έργο και την αποστολή της ΥΠ.Ε.Δ.Α.Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.16 του άρθρου 32 του Ν.2190/1994 (ΦΕΚ Α 28), του οποίου η ισχύς αρχίζει τριάντα (30) ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
7. Στο άρθρο 33 του Ν. 1591/1986 προστίθεται παράγραφος 8, η οποία έχει ως εξής:”8. Κατά της απόφασης του νομάρχη, που προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου αυτού, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου περιφερειάρχη, ο οποίος κρίνει για τη νομιμότητα έκδοσης της απόφασης. Η προσφυγή ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών απάτης κοινοποιήσεως και δεν επιτρέπεται να αναφέρεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σε θέματα φορολογικής ενοχής.
Η προσφυγή κατατίθεται στον αρμόδιο νομάρχη ή περιφερειάρχη.
“Ο αρμόδιος περιφερειάρχης οφείλει να αποφασίσει εντός τριάντα (30) ημερών από της υποβολής της προσφυγής.
Σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης του νομάρχη και υποβληθεί ταυτόχρονα και αίτηση αναστολής δύναται με απόφαση του νομάρχη να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι τριάντα ημέρες”.
1. Η περίπτωση α` της παραγράφου Ι.4. του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α`/1985) αντικαθίσταται ως εξής:”α) Η εταιρία, της οποίας οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε Χρηματιστήριο άλλου κράτους μέλους, δεσμεύεται εγγράφως ότι θα διαθέσει σε δημόσια εγγραφή μετοχές που θα προέρχονται μόνο από αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και θα αντιπροσωπεύουν, σε ονομαστική αξία, το 25% τουλάχιστον του ποσού που προκύπτει από το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας και του τυχόν ποσού της αυξήσεως που δεν διατίθενται σε δημόσια εγγραφή. Η δια δημόσιας εγγραφής έκδοση μετοχών πραγματοποιείται μόνο από τράπεζες ή ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες, που προσφέρουν υπηρεσίες αναδόχου εκδόσεως κινητών αξιών δια δημόσιας εγγραφής για λογαριασμό των εκδοτών πελατών τους και εγγυώνται την πλήρη κάλυψη του διατιθέμενου από την αύξηση δια δημόσιας εγγραφής κεφαλαίου της εταιρίας. Η τιμή εισαγωγής των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών θα προσδιορίζεται από τον ή τους αναδόχους εκδόσεως μετοχών δια δημόσιας εγγραφής που αναλαμβάνουν την έκδοση. Ο ανάδοχος εκδόσεως μετοχών υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατάσταση των νέων μετόχων (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμ. αστυν. ταυτότητας, αριθμό και ποσό μετοχών), από την οποία θα εμφαίνεται η επαρκής διασπορά των μετοχών”.
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου ΙΙ.4 του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α`/1985) αντικαθίσταται ως εξής:”Θεωρείται ως επαρκής διασπορά των μετοχών μιας εταιρίας που ζητά των εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο Αξιών, όταν οι μετοχές που σύμφωνα με την παράγραφο Ι,4α αυτού του άρθρου διατέθηκαν σε δημόσια εγγραφή είναι κατανεμημένες στο ευρύ κοινό και σε αριθμό τουλάχιστον εκατό (100) φυσικών ή νομικών προσώπων”.
Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.δ. 608/1970 (ΦΕΚ 170 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:3. Η Εταιρία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου έχει την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών της έδρας της εντός εξαμήνου από τη σύστασή της. Η εισαγωγή των μετόχων αυτών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για την εισαγωγή μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών με εξαίρεση την παράγραφο Ι.3 του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α`/1985) και με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι το 50% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου θα έχει τοποθετηθεί σε αξίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε σχετικά με την υποχρεωτική τοποθέτηση των διαθεσίμων των Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου .
1. Η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 608/1970 (ΦΕΚ 170 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:”2. Απαγορεύεται στην Εταιρία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου τοποθετήσεις σε χρεόγραφα ή μετοχές της αυτής ανώνυμης εταιρίας οι οποίες υπερβαίνουν, σε τιμές κτήσεως, το ένα δέκατο των ιδίων κεφαλαίων της Εταιρίας Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου “.
Η παρ. Α2 του άρθρου 4 του π.δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α`/1985) αντικαθίσταται ως εξής: “2. Ελάχιστο μέγεθος εταιρίας.
Η εκδότρια εταιρία πρέπει να έχει λογιστική καθαρή περιουσία, με βάση τον τελευταίο προ της εκδόσεως του ομολογιακού δανείου δημοσιευθέντα ισολογισμό, τουλάχιστον “ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δρχ.” Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του αρμόδιου για την εποπτεία των χρηματιστηρίων Υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για την εισαγωγή ομολογιών στο χρηματιστήριο ισχύουν και τα προβλεπόμενα στην παράγραφο Ι.3 του άρθρου 3″.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την υπ`αριθμ.33738/1301-Β/1994 απόφαση του Υπουργού Εθν.Οικονομίας (ΦΕΚ Β`630
1. Η παρ. Ι.2 του άρθρου 3 του π.δ. 350/1985 αντικαθίσταται ως εξής: “2. Ελάχιστο μέγεθος εταιρίας. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένων και των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσεως, πρέπει να είναι τουλάχιστον “ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δραχμές.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την υπ`αριθμ. 33739/1302-Β/1994 απόφαση του Υπουργού Εθν.Οικονομίας (ΦΕΚ Β`630). Η ανωτέρω προϋπόθεση δεν εφαρμόζεται για την εισαγωγή συμπληρωματικής σειράς μετοχών της ίδιας κατηγορίας με τις ήδη εισηγμένες.
Αν, συνεπεία μεταβολής της αντιστοιχίας της ευρωπαϊκής λογιστικής μονάδας έναντι της δραχμής, το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο ποσό είναι κατώτερο ή ανώτερο κατά 10% τουλάχιστον της αξίας σε δραχμές των “τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (3.500.000)” ευρωπαϊκών λογιστικών μονάδων κατά τη διάρκεια περιόδου ενός έτους, ο αρμόδιος για την εποπτεία των Χρηματιστηρίων Αξιών Υπουργός, με απόφασή του, που εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δώδεκα μηνών από τη λήξη αυτής της περιόδου, προσαρμόζει ανάλογα το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο ποσό.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την υπ`αριθμ. 33739/1302-Β/1994 απόφαση του Υπουργού Εθν.Οικονομίας (ΦΕΚ Β`630). Με απόφαση του αρμόδιου για την εποπτεία των Χρηματιστηρίων Αξιών Υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα παραπάνω ποσά δραχμών και ευρωπαϊκών λογιστικών μονάδων”.
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 20 του ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137) αντικαθίσταται ως εξής:”Επί αγοραπωλησίας τοις μετρητοίς η παράδοση του πράγματος και η πληρωμή του τιμήματος γίνεται μέσα στις δύο εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την ημέρα κατάρτισης της χρηματιστηριακής συναλλαγής”.
Οποιαδήποτε μεταβολή του χρόνου εκκαθαρίσεως των συναλλαγών μετρητοίς γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Στο τέλος του εδαφίου ε` της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 1806/1988 προστίθεται: “ή να έχει άδεια, κατόπιν εξετάσεων, γενικού χρηματιστηριακού εκπροσώπου μετοχών και χρεογράφων από αρμόδια όργανα της αλλοδαπής και να έχει εργαστεί σαν χρηματιστής σε χρηματιστηριακή εταιρία.Επίσης άνευ εξετάσεων μετά από γνώμη της επιτροπής Κεφαλαιαγοράς οι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος (MASTER) ή Διδακτορικού στη χρηματοοικονομική ή τη διοίκηση επιχειρήσεων, εφ` όσον έχουν τουλάχιστον 5ετή εμπειρία στα χρηματιστηριακά ή σε θέματα κεφαλαιαγοράς στο εξωτερικό ή το εσωτερικό”.
1. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσαν οι κατωτέρω αποφάσεις:α) “Αριθ.,Πρωτ.: 1016168/221/Α.0012 ΠΟΛ. 1040 Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 1990.
ΘΕΜΑ: “Φορολογική μεταχείριση των αναδρομικών των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 2, 9, 41 και 43 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως ισχύουν.
2. Τις διατάξεις του Ν. 1517/1985 και του Ν. 1587/1986.
3. Την 2020269/2134/0022/3 Μαρτίου 1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
4. Την ταυτότητα του λόγου που επέβαλε την έκδοση της 1046962/477/Α.0012/ΠΟΛ. 1111/18.4.1989 απόφασης του Υπ. Οικονομικών.
Αποφασίζουμε:
1. Οι διαφορές συντάξεων δικαστικών λειτουργών που προέκυψαν από 1ης Ιανουαρίου 1985 έως 31ης Δεκεμβρίου 1986 λόγω εφαρμογής του ν. 1517/1985 και καταβλήθηκαν αναδρομικά μέσα στη χρήση 1989, λογίζονται ότι αποτελούν εισόδημα που αποκτάται κατά τη χρήση 1989.
2. Ποσοστό 20% (είκοσι τοις εκατό) από τις πιο πάνω διαφορές, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος.
3. Φόρος εισοδήματος που έχει παρακρατηθεί ή καταβληθεί για τις διαφορές αυτές δεν επιστρέφεται.
4. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
β) “Αριθ. Πρωτ. 1015922/222/0012Α ΠΟΛ. 1041 Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 1990.
ΘΕΜΑ: Παράταση της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και του φόρου ακίνητης περιουσίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.
2- Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1249/1982.
3. Την ανάγκη παράτασης της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και του φόρου ακίνητης περιουσίας, η οποία λήγει στις 25 Φεβρουαρίου, ειδικώς και κατ΄ εξαίρεση, λόγω της καθυστέρησης χορήγησης βεβαιώσεων οι οποίες συνυποβάλλονται με την ετήσια δήλωση των υπόχρεων, καθώς επίσης και λόγω καθυστερημένης αποστολής των αναγκαίων εντύπων.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι και τις 8 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, η οποία προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12, καθώς και την παράγραφο 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 η οποία έληγε στις 25 Φεβρουαρίου 1990. Επίσης, μέχρι την ίδια ημερομηνία παρατείνεται η προθεσμία υποβολής δηλώσεως φόρου ακίνητης περιουσίας.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ) “Αριθ. Πρωτ. 1020208/288/Α0012 ΠΟΛ. 1050 Αθήνα. 8 Μαρτίου 1990.
ΘΕΜΑ: “Παράταση της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, των οριστικών δηλώσεων φόρου μισθωτών υπηρεσιών, καθώς και των δηλώσεων φόρου ακίνητης περιουσίας”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου και της α΄ περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 44 του Ν.Δ. 3323/1955.
3. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1249/1982.
4. Την ανάγκη νέας παράτασης, ειδικής και κατ΄ εξαίρεση της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και των δηλώσεων φόρου ακίνητης περιουσίας, η οποία έληγε στις 25 Φεβρουαρίου 1990 και παρατάθηκε μέχρι και τις 8 Μαρτίου 1990 με την 1015922/222/Α0012/ΠΟΛ. 1041/23.2.1990 απόφαση, λόγω των απεργιακών κινητοποιήσεων των τελευταίων ημερών των φοροτεχνικών υπαλλήλων.
5. Την ανάγκη παράτασης, ειδικής και κατ΄ εξαίρεση, της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των,, μισθωτών και των οριστικών δηλώσεων φόρου μισθωτών υπηρεσιών, η οποία λήγει στις 10 Μαρτίου 1990, λόγω της καθυστέρησης χορήγησης των βεβαιώσεων αποδοχών ή συντάξεων στους υπόχρεους και της καθυστερημένης αποστολής των οριστικών δηλώσεων φόρου μισθωτών υπηρεσιών στις Δ.Ο.Υ.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι και τις 14 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φόρου ακίνητης περιουσίας, η οποία προβλέπεται αντίστοιχα από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955, την παράγραφο 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1249/1982, και η οποία έληγε στις 25 Φεβρουαρίου 1990 και παρατάθηκε αρχικά, με την 1015922/222/Α0012/ΠΟΛ. 1041/23.2.1990 απόφαση, μέχρι και τις 8 Μαρτίου 1990.
2. Παρατείνεται μέχρι και τις 20 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών, καθώς και των οριστικών δηλώσεων φόρου μισθωτών υπηρεσιών, η οποία προβλέπεται αντίστοιχα από την α΄ περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 12 και την παράγραφο 2 του άρθρου 44 του Ν.Δ. 3323/1955 και η οποία λήγει στις 10 Μαρτίου 1990.
3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
δ) “Αριθ. Πρωτ. 1022432/364/Α0012
Αθήνα, 19 Μαρτίου 1990
ΘΕΜΑ: “Παράταση μέχρι και τις 27.3.90 της προθεσμίας υποβολής φορολογικών δηλώσεων και φορολογικών στοιχείων όλων των αντικειμένων που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν, σε δημόσια οικονομική υπηρεσία των Νομών Δράμας και Φλώρινας, των οποίων η προθεσμία έληξε ή θα λήξει κατά το χρονικό διάστημα από 25 Φεβρουαρίου 1990 μέχρι και 20 Μαρτίου 1990».
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου καθώς και της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12, της παραγράφου 1 του άρθρου 16α, της παραγράφου 12 του άρθρου 29, της παραγράφου 5 του άρθρου 37α΄ και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 44 του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/1958.
3. Τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1249/1982.
4. Τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31 του Ν. 1642/1986 όπως ισχύουν.
5. Τις αποφάσεις Υπουργού Οικονομικών 1015922/222/Α0012/ΠΟΛ. 1041/23 Φεβρουαρίου 1990 και 1020208/288/Α0012/ΠΟΛ 1050/8 Μαρτίου 1990 με τις οποίες παρατάθηκε η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων σε ορισμένα φορολογικά αντικείμενα.
6. Τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 49 του π. δ/τος 99/77 «περί Κωδικός Φορολογικών Στοιχείων», όπως ισχύει.
7. Την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Σ. 1082/51/8.4.86 (ΦΕΚτ.Β΄ 330).
8. Την κατάσταση που δημιουργήθηκε στους Νομούς Δράμας και Φλώρινας από τις κινητοποιήσεις κατοίκων τους, που καθιστούσαν δυσχερή ή και αδύνατη την υποβολή φορολογικών δηλώσεων ή φορολογικών στοιχείων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες των Νομών αυτών.
Αποφασίζουμε:
Άρθρο 1.
Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων στη φορολογία εισοδήματος.
Παρατείνονται μέχρι και τις 27 Μαρτίου 1990 οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου καθώς και της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12, της παραγράφου 1 του άρθρου 16α, της παραγράφου 12 του άρθρου 29, της παραγράφου 5 του άρθρου 37α και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 44 του Ν.Δ. 3323/1955, καθώς και των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προβλέπεται από τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/1958, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης αυτών ύστερα από την παράταση ορισμένων από αυτές με τις 1015922/222/Α-0012/ΠΟΛ. 1041/23 Φεβρουαρίου 1990 και 1020208/288/Α. 0012/ΠΟΛ. 1050/8 Μαρτίου 1990 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
Άρθρο 2
Παράταση υποβολής δηλώσεων φόρου ακίνητης περιουσίας.
Παρατείνεται μέχρι και τις 27 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων Κ.Φ.Σ. που λήγει στις 20 Μαρτίου, σύμφωνα με την απόφαση Σ. 1082/8.4.1986.
Άρθρο 4
Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων φόρου προστιθέμενης αξίας.
Παρατείνεται μέχρι και τις 27 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής δηλώσεων φόρου προστιθέμενης αξίας φυσικών και νομικών προσώπων, η οποία προβλέπεται από τις διατάξεις 29, 30 και 31 του Ν. 1642/1982 όπως ισχύουν.
Άρθρο 5
Η απόφαση αυτή, που ισχύει για τις φορολογικές δηλώσεις και στοιχεία που προαναφέρθηκαν και υποβάλλονται με τις διατάξεις που ισχύουν σε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία των Νομών Δράμας και Φλώρινας, και των οποίων η προθεσμία υποβολής έληξε ή θα λήξει κατά το χρονικό διάστημα από 25 Φεβρουαρίου 1990 μέχρι και 20 Μαρτίου 1990, να κυρωθεί με νόμο και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ε) «Αριθ. Πρωτ. 1022100/315/Α0012 ΠΟΛ. 1056 Αθήνα 19 Μαρτίου 1990
ΘΕΜΑ: Καθορισμός αντιστοιχίας των κατηγοριών μελετών αρχιτεκτόνων και μηχανικών προς τις μελέτες των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τις διατάξεις του Π.Δ. 541/1978.
3. Την ανάγκη καθορισμού αντιστοιχίας των μελετών αρχιτεκτόνων και μηχανικών που περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Π.Δ. 541/1978 προς τις μελέτες που αναφέρονται στις περιπτώσεις των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αυτή αναφέρεται στην από 22 Ιανουαρίου 1990 εισήγηση της ομάδας εργασίας, η οποία συγκροτήθηκε με την 1117879/2227/Α.0012 από 9 Νοεμβρίου 1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για την υποβολή πρότασης σε θέματα φορολογίας εισοδήματος αρχιτεκτόνων και μηχανικών.
Αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Καθορίζουμε την αντιστοιχία συντελεστών των μελετών που περιλαμβάνονται στο Π.Δ. 541/1978 προς τους συντελεστές των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως ισχύει μετά το Ν. 1828/1989 (βλ. άρθρ. 41 παρ. 5 του Π.Δ. 129/1989), ως ακολούθως:
1) Ο συντελεστής τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955 που αφορά μελέτη
– επίβλεψη κτιριακών έργων, εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
α) Αρχιτεκτονικές μελέτες κτιριακών έργων.
β) Ειδικές αρχιτεκτονικές μελέτες (διαμόρφωση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, μνημείων, αποκατάσταση – διατήρηση παραδοσιακών κτιρίων και οικισμών και τοπίου).
γ) Μελέτες φυτοτεχνικής διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου και έργων πρασίνου.
2) Ο συντελεστής δεκαεφτά τοις εκατό (17%) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, που αφορά μελέτη -επίβλεψη χωροταξικών, πολεοδομικών, συγκοινωνιακών, υδραυλικών έργων και ακαθάριστες αμοιβές από διεύθυνση εκτέλεσης έργου, εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
α) Χωροταξικές και ρυθμιστικές μελέτες
β) Πολεοδομικές και ρυμοτομικές μελέτες
γ) Μελέτες συγκοινωνιακών έργων (οδών, σιδηροδρομικών γραμμών, μικρών τεχνικών έργων, έργων υποδομής αερολιμένων και κυκλοφοριακές)
δ) Μελέτες υδραυλικών έργων (εγγειοβελτιωτικών έργων, φραγμάτων, υδρεύσεων και αποχετεύσεων)
ε) Μελέτες οργάνωσης και επιχειρησιακής έρευνας
στ) Μελέτες λιμενικών έργων
ζ) Μελέτες γεωργικές (γεωργοοικονομικές – γεωργοτεχνικές εγγείων βελτιώσεων, γεωργοκτηνοτροφικού προγραμματισμού, γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων)
η) Μελέτες αλιευτικές.
3) Ο συντελεστής είκοσι ένα τοις εκατό (21%) της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, που αφορά μελέτη -επίβλεψη ηλεκτρομηχανολογικών έργων, εφαρμόζεται στις παρακάτω κατηγορίες μελετών:
α) Μελέτες μηχανολογικές – ηλεκτρολογικές.- ηλεκτρονικές
β) Μελέτες οικονομικές
γ) Μελέτες κοινωνικές
δ) Μελέτες μεταφορικών μέσων (χερσαίων, πλωτών, εναέριων)
ε) Ενεργειακές μελέτες (θερμοηλεκτρικές, υδροηλεκτρικές, πυρηνικές)
στ) Μελέτες βιομηχανιών (προγραμματισμός -. σχεδιασμός – λειτουργία)
ζ) Χημικές μελέτες και έρευνες
η) Χημικοτεχνικές μελέτες
θ) Μεταλλευτικές μελέτες και έρευνες
ι) Μελέτες και έρευνες γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωφυσικές
ια) Γεωτεχνικές μελέτες και έρευνες
ιβ) Εδαφολογικές μελέτες και έρευνες
ιγ) Μελέτες δασικές (διαχείριση δασών και ορεινών βοσκοτόπων, δασοτεχνική διευθέτηση ορεινών λεκανών χειμάρρων, αναδασώσεων, δασικών οδών και δασικών μεταφορικών εγκαταστάσεων).
ιδ) Στατικές μελέτες (μελέτες φερουσών κατασκευών κτιρίων και μεγάλων ή ειδικών τεχνικών έργων).
4) Ο συντελεστής δεκατρία τοις εκατό (13%) της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, που αφορά μελέτη -επίβλεψη τοπογραφικών έργων, εφαρμόζεται σε μελέτες τοπογραφίας (γεωδαιτικές, φωτογραμετρικές, χαρτογραφικές, κτηματογραφικές και τοπογραφικές).
Άρθρο 2
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
στ) “Αριθ. Πρωτ. 1022465/365/Α0012 ΠΟΛ. 1057 Αθήνα, 20 Μαρτίου 1990.
ΘΕΜΑ: “Παράταση της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου και της α΄ περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Την ανάγκη νέας παράτασης, ειδικώς και κατ΄ εξαίρεση της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων η οποία έληγε στις 10 Μαρτίου 1990 και παρατάθηκε μέχρι και 20 Μαρτίου 1990 με την 1020208/288/Α0012/ΠΟΛ. 1050/8.3.1990 απόφαση, λόγω της καθυστέρησης χορήγησης βεβαιώσεων των συντάξεων στους υπόχρεους.
Αποφασίζουμε
1. Παρατείνεται μέχρι και τις 27 Μαρτίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις, η οποία προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955, και παρατάθηκε αρχικά με την 1020208/288/Α0012/ΠΟΛ. 1050/8.3.1990 απόφαση, μέχρι και τις 20 Μαρτίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ζ) «Αριθ. Πρωτ. 1024092/381/Α.0012 ΠΟΛ. 1064 Αθήνα, 26 Μαρτίου 1990.
ΘΕΜΑ: Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Έχοντας υπόψη τις διατάξεις των εδαφίων τρίτο, τέταρτο και πέμπτο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 καθώς και τις διατάξεις των εδαφίων τρίτο και τέταρτο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του Π.Δ. 129/1989 (ΦΕΚ Α΄ 62), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, της 1105403/2049/Α-0012/ΠΟΛ. 1224/3.10.1989 προηγούμενης απόφασης (ΦΕΚ Β΄ 743).
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 8 της παραπάνω απόφασης και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την πρώτη εφαρμογή της, καθώς και τα εύλογα αιτήματα των φορολογουμένων.
Αποφασίζουμε:
1. Ειδικά για τη χρήση 1989, όταν τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν λόγω δωρεάς σε Ιερούς Ναούς, σε ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σε οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο που έχει συσταθεί νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού εφ΄ όσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τους τμημάτων, υπερβαίνουν ετησίως τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) δραχμές απαιτείται να έχουν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από 1 Νοεμβρίου 1989 και μετά. Επίσης, από την ίδια ημερομηνία πρέπει να παρακαταθέτονται οι δωρεές χρηματικών ποσών που υπερβαίνουν τις 80.000 δραχμές που δωρίζονται προς τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση τα κοινωφελή ιδρύματα και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματεία που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, για τα οποία η υποχρέωση παρακατάθεσης ίσχυε μέχρι 3 Ιανουαρίου 1989.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
η) «Αριθ. Πρωτ. 1027096/461/Α.0012 ΠΟΛ. 1079 Αθήνα, 5 Απριλίου 1990»
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και δηλώσεων φόρου προστιθέμενης αξίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12, καθώς και την παρ. 2 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 (ΦΕΚ Α΄ 214).
2. Τις διατάξεις της Ε. 14946/ΠΟΛ. 326 από 14 Νοεμβρίου 1986 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1642/1986 και της απόφασης Π. 1181/9.2.88.
4. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και στους φορολογούμενους λόγω των επικειμένων εκλογών της 8ης Απριλίου 1990, καθώς και των εορτών του Πάσχα,
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι και τις 25 Απριλίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων η οποία προβλέπεται από την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955, καθώς και από την Ε. 14946/ΠΟΛ. 326 από 14 Νοεμβρίου 1986 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία λήγει στις 10 Απριλίου 1990.
2. Επίσης παρατείνεται μέχρι και τις 25 Απριλίου 1990 η προθεσμία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α, έτους 1989 από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ΄ Κατηγορίας Κ.Φ.Σ. η οποία λήγει, σύμφωνα με την απόφαση Π. 1181/520/ΠΟΛ. 57/9.2.88, από 10.4.1990 μέχρι 23.4.1990.
3. Η παρούσα απόφαση να κυρωθεί με νόμο.
θ) «Αριθ. Πρωτ. 1027304/462/Α0012 ΠΟΛ. 1080 Αθήνα, 6 Απριλίου 1990.
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων απόδοσης παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων».
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και στους φορολογουμένους λόγω των επικείμενων εκλογών της 8ης Απριλίου 1990, καθώς και των εορτών του Πάσχα, Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι και τις 25 Απριλίου 1990 η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων απόδοσης παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων η οποία έληγε στο τέλος Μαρτίου 1990 και κατά παράταση στις 10 Απριλίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
ι) “Αριθ. Πρωτ. 1028281/483/Α.0012 ΠΟΛ. 1085 – Αθήνα, 12 Απριλίου 1990
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων απόδοσης παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και δηλώσεων απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1642/1986.
3. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και στους φορολογούμενους λόγω των εκλογών της 8ης Απριλίου 1990, καθώς και των εορτών του Πάσχα.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνονται μέχρι και τις 25 Απριλίου 1990 οι προθεσμίες:
α) υποβολής των δηλώσεων απόδοσης των φόρων εισοδήματος εμπορικών επιχειρήσεων, μισθωτών υπηρεσιών και ελευθερίων επαγγελμάτων που παρακρατήθηκαν κατά την καταβολή αμοιβών στους δικαιούχους, οι οποίες λήγουν από 12 έως και 20 Απριλίου 1990.
β) υποβολής της προσωρινής δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) Α΄ τριμήνου 1990, από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α΄ κατηγορίας του Κ.Φ.Σ., η οποία λήγει στις 15 Απριλίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
ια) “Αριθ. Πρωτ. 1037842/10188/80012/ΠΟΛ. 1106 Αθήνα, 23 Μαΐου 1990
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας για αύξηση κεφαλαίου νέων εταιριών που προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση επιχειρήσεων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περ. α΄ του άρθρου 4 του Ν.Δ. 1297/1972, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 90 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43), σύμφωνα με τις οποίες η προερχόμενη από τη συγχώνευση ή μετατροπή εταιρία πρέπει να έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή σύστασης της ολοσχερώς καταβεβλημένο κεφάλαιο τουλάχιστον 60.000.000 δρχ., αν είναι ανώνυμη εταιρία και 30.000.000 δρχ. αν πρόκειται για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, έναντι των 10.000.000 δρχ. και 5.000.000.δρχ., αντίστοιχα, που προεβλέπετο προηγουμένως.
2. Τις διατάξεις της περ. ζ΄ του άρθρου 52 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με τις οποίες τα ανωτέρω αυξημένα όρια του καταβεβλημένου κεφαλαίου ισχύουν για συγχωνεύσεις ή μετατροπές επιχειρήσεων που γίνονται, με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972, μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση (23.3.1990) του Ν. 1882/1990 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Το χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών που έθεταν οι διατάξεις της περ. ζ΄ του άρθρου 52 του Ν. 1882/1990, προκειμένου να διευκολυνθούν οι συγχωνευόμενες ή μετατρεπόμενες επιχειρήσεις, των οποίων οι αιτήσεις εκκρεμούσαν στις Νομαρχίες του Κράτους, αποδείχθηκε ανεπαρκές λόγω του μεγάλου αριθμού των εκκρε-μουσών αιτήσεων.
3. Το γεγονός ότι οι περιφερειακές Υπηρεσίες δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως επί της ως άνω διατάξεως.
4. Την πρόσφατη απεργία των δημοσίων υπαλλήλων
Αποφασίζουμε:
1. Την παράταση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις της περ. ζ΄ του άρθρου 52 του Ν. 1882/1990 έναρξης ισχύος των διατάξεων γης παρ. 7 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, μέχρι τις 29 Ιουνίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
ιβ) “Αριθ. Πρωτ. 1071372/1323/Α.0012 ΠΟΛ. 1202 Αθήνα 15 Οκτωβρίου 1990
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας υποβολής προσωρινών δηλώσεων απόδοσης φόρων εισοδήματος, τελών κ.τ.λ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 37α, της παραγράφου 1 του άρθρου 44 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και στους φορολογουμένους λόγω των απουσιών προσωπικού για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, κατά τις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1990.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνουμε μέχρι 23 Οκτωβρίου 1990 την προθεσμία υποβολής προσωρινών δηλώσεων απόδοσης φόρων εισοδήματος, τελών κ.τ.λ., η οποία προθεσμία προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 37α της παραγράφου 1 του άρθρου 44 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955 και λήγει στις 15 Οκτωβρίου 1990
2. Οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ” της παραγράφου 1 της 1042715/407 από 10 Απριλίου 1989 απόφασης μας αρχίζουν από τις 18 και λήγουν στις 23 Οκτωβρίου. 1990, αντιστοίχως.
3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
ιγ) “Αριθ. Πρωτ. 1020002/374/0014 Αθήνα, 12 Μαρτίου 1990
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204 Α΄), όπως ισχύει.
β) Το γεγονός, ότι η Τράπεζα Πίστεως, εξ αιτίας της απεργίας του προσωπικού της, που άρχισε την 27.12.1989, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα στοιχεία εκείνα, που είναι απαραίτητα για τη σύνταξη της δήλωσης απόδοσης του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών του μηνός Δεκεμβρίου 1989.
Αποφασίζουμε:
Η προθεσμία, για την απόδοση από την Τράπεζα Πίστεως Α,Ε. του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών του μηνός Δεκεμβρίου 1989, που έληγε κανονικά στις 10 Φεβρουαρίου 1990, παρατείνεται μέχρι και τις 20 Μαρτίου 1990.
Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
ιδ) “Αριθ. Πρωτ. 1021109/1036/388/0014 ΠΟΛ. 1054 Αθήνα, 14 Μαρτίου 1990
ΘΕΜΑ: Παράτασηπροθεσμίαςυποβολήςτηςεκκαθαριστικήςδήλωσηςτουάρθρου 31 παρ. 1 περίπτ. β΄τουΝ. 1642/1986.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις κατωτέρω διατάξεις του Ν. 1642/1986 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125 Α΄) όπως ισχύουν:
α. Της περίπτ. β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 31.
β. Της παραγρ. 5 του άρθρου 31.
γ. Της παραγρ. 2 του άρθρου 54.
δ. Της παραγρ. 3 του άρθρου 58.
2. Την απόφαση Π. 1181 /520/ΠΟΛ. 57/10.2.88.
3. Την ανάγκη διευκόλυνσης των υποκειμένων στο φόρο των Δ.Ο.Υ., αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι την 26 Μαρτίου 1990 η προθεσμία που ορίζεται, για την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α, του έτους 1989 από τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 της Π. 1181/520/ΠΟΛ. 57/9.2.88 απόφασης μας. η οποία λήγει στις 15 Μαρτίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
ιε) “Αριθ. Πρωτ. 1018430/921/0014 ΠΟΛ. 1047 Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου 1990
ΘΕΜΑ: Μη είσπραξη διαφοράς Φ.Π.Α, των αλλοδαπών εμπορευμάτων που τελωνίζονται στη Δωδεκάνησο με μειωμένο συντελεστή και παραδίδονται στη λοιπή Ελλάδα.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 1642/86 (ΦΕΚ 125/Τ.Α΄/21.8.1986), όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα με το άρθρο 2 του Ν. 1676/86 (ΦΕΚ 204 Τεύχος ΠΡΩΤΟ/29.12.86), σύμφωνα με τις οποίες οι ισχύοντες συντελεστές του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μειώνονται κατά τριάκοντα τοις εκατό (30% με εξαίρεση τα αγαθά του παραρτήματος III που μειώνονται κατά δέκα πέντε τοις εκατό (15%), εφόσον πρόκειται για αγαθά τα οποία κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης βρίσκονται στη Δωδεκάνησο και παραδίδονται από υποκείμενο στο φόρο που είναι εγκατεστημένος στην περιοχή αυτή, ή για αγαθά που εισάγονται από το εξωτερικό.
2. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 655/1948 (άρθρο 1, παραγρ. 6 -ΦΕΚ 144/Α΄), σύμφωνα με τις οποίες μέχρι της πλήρους επέκτασης στη Δωδεκάνησο των εφαρμοζομένων στη λοιπή Ελλάδα φορολογιών κατά την εισαγωγή των αλλοδαπών εμπορευμάτων, τα μεταφερόμενα από τη Δωδεκάνησο στη λοιπή, Ελλάδα αλλοδαπά εμπορεύματα υποβάλλονται στην επί πλέον διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων στην περιοχή αυτή φόρων και εκείνων που ισχύουν στη λοιπή Ελλάδα.
3. Το γεγονός ότι, δημιουργήθηκαν στην πράξη προβλήματα εφαρμογής ή όχι των διατάξεων του άρθρου 1 παραγρ. 6 του Ν.Δ. 655/1948 με την ισχύ του Ν. 1642/86. “Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις”.
Αποφασίζουμε:
1. Τα παραδιδόμενα από τη Δωδεκάνησο στη λοιπή Ελλάδα αλλοδαπά εμπορεύματα, που είχαν τελωνισθεί στην περιοχή αυτή με μειωμένους συντελεστές Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), δεν υπόκεινται στην είσπραξη της επί πλέον διαφοράς μεταξύ του αρχικά καταβληθέντος ποσού Φ.Π.Α, και αυτού που ισχύει στη λοιπή Ελλάδα, εφόσον κατά το χρόνο παράδοσης των βρίσκονται στην Δωδεκάνησο και η παράδοση γίνεται από εγκατεστημένο στην περιοχή αυτή υποκείμενο στο φόρο.
2. Η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχει εισπραχθεί η επί πλέον διαφορά του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, καθώς επίσης και εκείνες για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί πρωτόδικες οριστικές δικαστικές αποφάσεις.
3. Η απόφαση αυτή, η ισχύς της οποίας αρχίζει από 1.3.90, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
ιστ) “Αριθ. Πρωτ.: 1128763/5819/0014 ΠΟΛ. 1289 Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 1989
ΘΕΜΑ: Αντικατάσταση, τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Ν. 1642/86.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις κατωτέρω διατάξεις του Ν. 1642/86 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125 Α΄ 21.8.1986):
α) Της παραγράφου 1 περ. α΄ του άρθρου 31,
β) των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 32,
γ) του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 32,
δ) της παραγράφου 3 του άρθρου 58.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 3 της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών 1003215/79/0014/10.1.1989 ΠΟΛ. 1003 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 31 Β΄ 17.1.1989.
3. Την απόφαση 1105195/725/0015/2.10.1989 ΠΟΛ. 1223 με την οποία τροποποιήθηκαν ορισμένες διατάξεις του ΚΦΣ (Π.Δ. 99/1977).
4. Την ανάγκη προσαρμογής ορισμένων διατάξεων του ΦΠΑ με αντίστοιχες διατάξεις του ΚΦΣ οι οποίες προσαρμόστηκαν στις σημερινές οικονομικές και συναλλακτικές συνθήκες, καθώς και με διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.
5. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του φόρου προστιθέμενης αξίας.
6. Την ανάγκη ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος του φόρου προστιθέμενης αξίας και της εξυπηρέτησης των υποκείμενων στο φόρο αυτό επιχειρήσεων, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Προθεσμία υποβολής προσωρινής δήλωσης.
1. Η διάταξη της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ εδάφιο πρώτο του άρθρου 31 του Ν. 1642/86 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125 Α΄ 21.8.1986), όπως ισχύει τροποποιείται ως εξής:
“΄Άρθρο 31
Δήλωση και συναφείς υποχρεώσεις.
1. Οι υπόχρεοι στο φόρο οφείλουν να επιδίδουν τις πιο κάτω δηλώσεις:
α) Προσωρινή δήλωση στο δημόσιο ταμείο που είναι αρμόδιο για την είσπραξη του φόρου εισοδήματος τους κάθε δύο (2) μήνες και μέχρι την 20ή ημέρα του μήνα που ακολουθεί το δίμηνο, εφόσον τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων και μέχρι την 25η ημέρα κάθε μήνα, εφόσον τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα αυτού.
Η δήλωση περιλαμβάνει χωριστά κατά συντελεστή τα ποσά που έχουν υπαχθεί στο φόρο το προηγούμενο δίμηνο ή μήνα, κατά περίπτωση, την αξία των εξαγωγών και λοιπών απαλλασσόμενων πράξεων, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 23, 24 και 25, καθώς και τη διαφορά φόρου που προκύπτει”.
2. Μετά τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ του άρθρου 31 του Ν. 1642/86 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125 Α΄ 21.8.1986), προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
“Το δημόσιο, που δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί βιβλία του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, όταν ασκεί δραστηριότητες για “Τις οποίες υπάγεται στο φόρο προστιθέμενης αξίας, επιδίδει την προσωρινή δήλωση μέσα στην ίδια προθεσμία που προβλέπεται για την επίδοση της δήλωσης αυτής από τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων”.
Άρθρο 2
Τροποποίηση διατάξεων του άρθρου 32
1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Ν. 1642/86 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125/21.8.1986) όπως ισχύουν, τροποποιούνται ως εξής:
α. “1. Επιχειρήσεις που σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία ή που τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου αυτού, εφόσον κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι του ποσού που αποτελεί στο ανώτατο όριο για την ένταξη των επιτηδευματιών στην πρώτη κατηγορία τήρησης βιβλίων σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους”.
β. Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Ν. 1642/86 τροποποιούνται ως εξής:
“2. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής φόρου:
α) Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1, οι οποίες κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι του ποσού, το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλλαγής των επιτηδευματιών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων”.
γ. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του Ν. 1642/86, τροποποιούνται ως εξής:
“4. Επιχειρήσεις που διατηρούν παράλληλα κλάδους παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών εντάσσονται:
α) στο κανονικό καθεστώς, εφόσον το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων όλων των κλάδων του υπερβαίνει το ποσό, το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλλαγής των επιτηδευματιών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων.
β) στις απαλλασσόμενες, εφόσον το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων όλων των κλάδων τους δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο, σύμφωνα με διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλλαγής των επιτηδευματιών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και για τον κλάδο παροχής υπηρεσιών δεν έχουν υποχρέωση και δεν τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας”.
2. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 32 του Ν. 1642/86 , όπως ισχύουν τροποποιούνται ως εξής:
“Στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων, εφόσον το επόμενο έτος συνεχίζουν να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς, θεωρούνται ως πωληθέντα μέσα στη χρήση από τα εμπορεύσιμα αγαθά, τόσα δωδέκατα αυτών όσοι οι μήνες της πραγματικής λειτουργίας της επιχείρησης. Τμήμα του μήνα λογίζεται ως ακέραιος μήνας. Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις αγορές του αμέσως επόμενου έτους και λογίζεται ως αγορά της πρώτης φορολογικής περιόδου του έτους αυτού.
Προκειμένου κατά την επόμενη διαχειριστική περίοδο να κριθεί αν οι επιχειρήσεις αυτές θα παραμείνουν στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή θα μεταταγούν στις απαλλασσόμενες ή στο κανονικό καθεστώς, τα ακαθάριστα έσοδα τους ανάγονται σε ετήσια.
Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις αυτές κατά το επόμενο έτος μεταταγούν στις απαλλασσόμενες ή στο κανονικό καθεστώς, τα υπόλοιπα δωδέκατα των εμπορεύσιμων αγαθών που δε φορολογήθηκαν στις προηγούμενες φορολογικές περιόδους, προστίθενται στις αγορές της τελευταίας φορολογικής περιόδου της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η έναρξη των εργασιών τους”.
Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος.
Η ισχύς των διατάξεων της απόφασης αυτής, που θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί με νόμο, αρχίζει από 1η Ιανουαρίου 1990.
ιζ) “Αριθ. Πρωτ. 1037596/2312/0014 ΠΟΛ. 1104 Αθήνα, 21 Μαΐου 1990
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις κατωτέρω διατάξεις του Ν. 1642/86 “για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 125 Α΄) όπως ισχύουν:
α. της περίπτ. α΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 31 και
β. της παραγρ. 3 του άρθρου 58.
2. Την ανάγκη διευκόλυνσης των υποκειμένων για την καταβολή του ΦΠΑ, λόγω της απεργίας των εργαζομένων στα ΕΛ.ΤΑ στις 21 και 22/5/90 καθώς και τη γενική εξαγγελθείσα απεργία κατά την 22.5.90 από την ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αποφασίζουμε:
1. Παρατείνεται μέχρι την 24 Μαΐου 1990, η προθεσμία που ορίζεται για την υποβολή της προσωρινής δήλωσης ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 1990 απ΄ όσους τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας Κ.Φ.Σ. που έληγε στις 20.5.1990.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
ιη) “Αριθ. Πρωτ. 1128309/2314/0013 ΠΟΛ. 1280 Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 1989
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη
1. Τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 17 του άρθρου 24 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2/τ.Α΄).
2. Το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός φορολογουμένων, ενώ υπέβαλαν τις οικείες φορολογικές δηλώσεις εμπρόθεσμα δεν κατήρτισαν και τα οριστικά συμβόλαια.
3. Την αριθ. 1098386/1725/0013/11.9.1989 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
4. Την ανάγκη κατάρτισης οριστικών συμβολαίων σε εκτέλεση προσυμφώνων.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνουμε μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1990 την προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 17Α του άρθρου 24 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 τ. Α΄).
2. Η απόφαση αυτή θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί με νόμο
ιθ) “Αρ.Πρώτ. 1007763/93/Γ0013 ΠΟΛ. 1018 Αθήνα, 24 Ιανουαρίου 1990
ΘΕΜΑ: Τύπος και περιεχόμενα της δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας, καθώς και τα δικαιολογητικά έγγραφα που συνυποβάλλονται με αυτή.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη τις διατάξεις της παραγρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1249/82 “Διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία, μισθολογικά θέματα και άλλες διατάξεις”.
Αποφασίζουμε:
1. Ορίζουμε, όπως για το οίκον, έτος 1990 ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φόρου ακίνητης περιουσίας, τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων, έχουν όπως το υπόδειγμα, που επισυνάπτεται ως παράρτημα της απόφασης αυτής.
2. Η δήλωση αυτή, που θα υποβάλλεται σε ένα αντίτυπο θα συνοδεύεται, κατά περίπτωση, με τα εξής δικαιολογητικά:
α) Τα αποδεικτικά έγγραφα της αντιπροσωπευτικής ή πληρεξουσιότητας, όταν η δήλωση υποβάλλεται από αντιπρόσωπο ή πληρεξούσιο του υπόχρεου, β) πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής, που να αποδεικνύει την ηλικία του επικαρπωτή, όταν δηλώνονται ακίνητα στα οποία ο φορολογούμενος έχει ισόβια ή αόριστου χρόνου επικαρπία ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα που εξομοιώνεται με την επικαρπία ή έχει ψιλή κυριότητα.
Δεν απαιτείται πιστοποιητικό, όταν το εμπράγματο δικαίωμα είναι ορισμένου χρόνου.
γ) όταν η δήλωση υποβάλλεται από τους κληρονόμους του υπόχρεου:
Στην περίπτωση της εκ διαθήκης διαδοχής αντίγραφο της διαθήκης και πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών, ότι δεν δημοσιεύθηκε νεότερη διαθήκη.
Στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής, πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής, για το είδος και το βαθμό συγγενείας τους με τον κληρονομούμενο ή κληρονομητήριο.
3. Επίσης, στη δήλωση πρέπει να επισυνάπτονται και:
α) όταν συντρέχει κατά το νόμο περίπτωση έκπτωσης ενυπόθηκου δανείου, βεβαίωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, Τράπεζας για το δάνειο αυτό, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο του συμβολαίου παροχής υποθήκης.
β) όταν συντρέχει κατά το νόμο περίπτωση απαλλαγής των 3/4 της αξίας γεωργικής ή κτηνοτροφικής ή δασικής έκτασης, βεβαίωσης της αρμόδιας Διεύθυνσης Γεωργίας ή του Δασαρχείου, ότι η έκταση που δηλώνεται είναι γεωργική ή κτηνοτροφική ή δασική κατά περίπτωση. Αν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης; οι βεβαιώσεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες, η δήλωση υποβάλλεται χωρίς τις βεβαιώσεις αυτές, οι οποίες προσκομίζονται αμέσως μετά τη χορήγηση τους.
4. Ο Οίκον. ΄ Έφορος μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση και οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου, όταν κατά τον έλεγχο της δήλωσης, το κρίνει απαραίτητο.
5. Η απόφαση αυτή θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
κ) “Αριθ. Πρωτ. 1027587/339/Β0013 ΠΟΛ. 1081 Αθήνα, 6 Απριλίου 1990
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 και πρώτου εδαφίου της παραγράφου 17 του άρθρου 24 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2/τ.Α΄).
2. Την αριθ. 1098386/1725/0013/11.9.1989 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
3. Την αριθ. 1128309/2314/0013/22.12.1989 (ΠΟΛ. 1280), απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
4. Το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός φορολογουμένων, ενώ υπέβαλαν τις οικείες φορολογικές δηλώσεις εμπρόθεσμα δεν κατήρτισαν και οριστικά συμβόλαια.
5. Την ανάγκη κατάρτισης οριστικών συμβολαίων σε εκτέλεση προσυμφώνου.
Αποφασίζουμε:
1. Παρατείνουμε μέχρι 30 Απριλίου 1990 την προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 16 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 17 του άρθρου 24 του Ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 τ. Α΄).
2. Η απόφαση αυτή θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί με νόμο.
κα) “Αριθ. Πρωτ. 1063567/2277/0019 Αθήνα, 27 Μαΐου 1989
ΘΕΜΑ: Παράταση των προθεσμιών αποταμίευσης εμπορευμάτων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 62 του Ν. 1165/1985 “Τελωνειακός Κώδικας” όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
β) της παρ. 1, εδ. δ΄, του άρθρου 148 του Π.Δ. 284/1988 “Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών” (ΦΕΚ 128 και 165/1988).
2. Την αριθμ. Τ. 1940/40/7,8.1978 Α.Υ.Ο. “περί αποταμιεύσεως εμπορευμάτων και χρόνου διάρκειας ταύτης”.
3. Την οδηγία 69/74/Ε.Ο.Κ. της 14ης Μαρτίου 1969, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
1. Μέχρι να τροποποιηθούν οι σχετικές διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, οι προθεσμίες εμπορευμάτων θα παρατείνονται για χρονικό διάστημα μέχρι και τη συμπλήρωση πενταετίας, από των Τελωνειακή Αρχή στην οποία αρχικά είχε υποβληθεί το παραστατικό αποταμίευσης.
Μετά τη συμπλήρωση της πενταετίας, οι προθεσμίες αυτές θα παρατείνονται από την αρμόδια Διεύθυνση Επιθεώρησης και Συντονισμού Τελωνείων.
2. Η απόφαση αυτή, που ισχύει αμέσως με την έκδοση της, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με Νόμο.
κβ) “Αρ.Πρωτ. 1106987/4111/0019 Αθήνα, 6 Οκτωβρίου 1989
ΘΕΜΑ: Τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Ν. 718/77.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν. 718/1977 “περί εκτελωνιστών”.
2. Τις προτάσεις της Επιτροπής Επεξεργασίας θεμάτων Εκτελωνιστών που συγκροτήθηκε με τις αριθμ. Τ. 3262/27/25.8.1987 και Τ. 1419/1311/3.12.1987 αποφάσεις.
3. Την από 10.8.1989 αναφορά της Ομοσπονδίας Εκτελωνιστών της Ελλάδος.
4. Την ανάγκη αναβάθμισης του εκτελωνιστικού Επαγγέλματος και την λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του υπερκορεσμού που παρατηρείται στο εκτελωνιστικό επάγγελμα, ειδικότερα εν όψει της ολοκλήρωσης της Εσωτερικής Αγοράς της ΕΟΚ του 1992.
Αποφασίζουμε:
Άρθρο μόνο.
1. Το εδάφιο β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 718/77 αντικαθίσταται ως εξής:
“β) Προκειμένου περί εμπορεύματος ανήκοντος εις εταιρίας, οργανισμούς ή ιδρύματα, υπό του εκάστοτε γενικού και όχι δι΄ ορισμένου είδους πράξεις, νομίμου εκπροσώπου των, ή υπό εξουσιοδοτημένου εκτελωνιστού”.
2. Το εδάφιο γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 718/77 αντικαθίσταται ως εξής:
“γ) Προκειμένου περί ειδών προοριζομένων δια ή ανηκόντων εις αα) το δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), ββ) τας Δημοσίας Επιχειρήσεις, τους Οργανισμούς και τα Κοινωφελή Ιδρύματα, εφόσον συνδέονται δια συμβάσεων μετά του Δημοσίου – εξαιρέσει των δια την επένδυσιν κεφαλαίων γενικώς υπογραφόμενων συμβάσεων – ή απολαύουν προνομίων χορηγηθέντων υπ΄ αυτού – εξαιρέσει των δια την επένδυσιν κεφαλαίων χορηγουμένων ειδικών προνομίων – ή καθ” οιονδήποτε τρόπον επιχορηγούνται υπό του Δημοσίου, υπό εξουσιοδοτημένου τακτικού υπαλλήλου των ή του εκτελωνιστού.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του Ν. 718/77 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Κατ΄ εξαίρεση, προκειμένου για μεταφορά και εξαγωγή εγχωρίων προϊόντων, ως επίσης και για εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών, μέχρι την παράδοση των εφοδίων σ΄ αυτά, τις εκτελωνιστικές εργασίες επιτρέπεται να εκτελεί, εκτός από τον εκτελωνιστή ή τον κατά τις διακρίσεις της προηγούμενης παραγράφου δικαιούχο του εμπορεύματος και υπάλληλος του τελευταίου τούτου, εφόσον είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία, και κατέχει απολυτήριο Λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου ή ισότιμης προς αυτά σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
Ειδικά, επί ανεφοδιασμού πλοίων και αεροσκαφών με εγχώρια προϊόντα ως επίσης με τρόφιμα, ποτά και καπνικά, γενικά είδη αλλοδαπής προέλευσης, ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας τους ή με άλλα αλλοδαπά είδη αξίας μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) δολαρίων ΗΠΑ, τις εκτελωνιστικές εργασίες μπορεί να εκτελεί, επί πλέον, και ο μεσολαβών εφοδιαστής, ή ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος αυτού, εφόσον είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία και κατέχει τον τίτλο σπουδών του προηγούμενου εδαφίου”.
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του Ν. 718/77 αντικαθίσταται ως εξής:
“1.0 διαγωνισμός προς απόκτησιν του πτυχίου εκτελωνιστού διενεργείται μία φορά κάθε τρία (3) χρόνια σε κάθε τελωνειακή περιφέρεια, η δε προκήρυξις αυτού δημοσιεύεται κατά τα εις την επομένην παράγραφο οριζόμενα, τουλάχιστον τρεις μήνες προ της διεξαγωγής του”.
5. Η παράγραφος 4 του άρθρου 11 του νόμου 718/77 αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους έγγραφες εντολές, εφόσον είναι αόριστης ή ορισμένης χρονικής διάρκειας και δεν αφορούν σ΄ ένα συγκεκριμένο και μόνο εκτελωνισμό, μπορούν στις περιπτώσεις που αφορούν εκτελωνιστές, ασκούμενους εκτελωνιστές στις περιπτώσεις του άρθρου 9 ή υπαλλήλους που αναφέρονται στα εδάφια (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος, να απευθύνονται και καταθέτονται στις αρμόδιες επιτροπές, οι οποίες εφοδιάζουν τους παραπάνω με ειδικό δελτίο εξουσιοδοτήσεων δεόντως θεωρημένου από την επιτροπή. Η διαδικασία αυτή τηρείται και όταν πρόκειται για υπαλλήλους εφοδιαστών, εξαγωγέων και εκπροσώπους εταιριών, ιδρυμάτων και οργανισμών, για τους οποίους η κατάθεση των παραπάνω εγγράφων εντολών είναι υποχρεωτική”.
6. Το εδάφιο (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής:
“ιζ) Να μην καθυστερούν την ολοκλήρωση των τελωνειακών και λοιπών εν γένει διατυπώσεων, ουδέ να δημιουργούν εξ αμελείας ή οιουδήποτε ετέρου λόγου εκκρεμότητας περί την τακτοποίησιν των παραστατικών εγγράφων ή να παρακρατούν εις χείρας των τελωνειακά παραστατικά έγγραφα άνευ αδείας του προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής”.
7. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
κγ) “Αριθ. Πρωτ. Τ. 2996/12278/0003 Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου 1990.
ΘΕΜΑ: Παράταση ισχύος διάταξης του Π.Δ. 127/89.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Π.Δ. 127/89 (ΦΕΚ 60 Α΄) “Κανονισμός δικαιωμάτων και καθηκόντων των Τελωνειακών Υπαλλήλων και της λειτουργίας των Τελωνειακών Αρχών του Υπουργείου Οικονομικών”.
2. Την αριθ. Τ. 621/2862/0003/19.2.90 απόφαση του ΥΠ.ΟΙΚ. με την οποία παρατάθηκε για ένα εξάμηνο η ισχύς της διάταξης του π.δ. 127/89.
3. Την ανάγκη παράτασης του χρόνου ισχύος της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 6 του Π.Δ. 127/89, λόγω αντικειμενικών δυσχερειών στην άμεση πρόσληψη Φυλακτικού Προσωπικού του Κλάδου Υπ. Φυλάκων – Νυχτοφυλάκων.
Αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε την ισχύ της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 6, του Π.Δ. 127/89 (ΦΕΚ 60/Α/22.2.89), για ένα εξάμηνο από τη λήξη της προηγούμενης απόφασης ήτοι μέχρι 21.2.1991.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
κδ) “Αριθ. Πρωτ. 2062600/7259/0016 Αθήνα, 27 Ιουλίου 89
ΘΕΜΑ: Εισαγωγή εσόδων Φ.Π.Α, στον Κρατικό προϋπολογισμό κατά ΚΑΕ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 321/1969 “περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού”.
2. Τις διατάξεις του Π.Δ. 16/5.1.89 “Περί κανονισμού λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) κ.λπ.
3. Τις διατάξεις του Ν. 1642/1986 “Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας” όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα.
4. Τις αποφάσεις μας 387/1/7.1.87, 2627/88/14.1.87 3571/22/16.1.87, 3572/81/16. 1.87 και
5. Την ανάγκη να δοθεί λύση στην εκκρεμότητα που έχει προκύψει από την μη λογιαστική τακτοποίηση των εισπραχθέντων εσόδων Φ.Π.Α, οίκον. έτους 1989.
Αποφασίζουμε:
1. θεωρούμε σαν συνολικό ποσό βεβαιωθέντος Φ.Π.Α, σε κάθε Δ.Ο.Υ. και Τοπικό Γραφείο για κάθε μήνα, το συνολικό ποσό είσπραξης Φ.Π.Α, όπως αυτό έχει καταχωρηθεί στο αναλυτικό ημερολόγιο εισπράξεων και στο λογαριασμό Τ.Ε.Δ.Δ. Φ.Π.Α. (Κωδικός αριθμός 754).
2. Η ανάλυση του ποσού αυτού στους αντίστοιχους Κ.Α. Εσόδων θα γίνει κατά προσέγγιση με βάση τις προσωρινές δηλώσεις Φ.Π.Α, (ταχυπληρωμές) από το ΚΕΠΥΟ.
3. Οι λογιστικές καταστάσεις που απαιτούνται για το λογιστικό κλείσιμο της κάθε Δ.Ο.Υ. και του Τοπικού Γραφείου δεν θα περιέχουν ποσά του μηνιαίου λογ/σμού Τ.Λ.Ε.Μ.Τ. (Κωδ. αριθ. 549).
4. Αναστέλλουμε για το οίκον, έτος 1989 την εφαρμογή του άρθρου 3 της απόφασης μας 3571 “22/16.1.1987 σε ό,τι αφορά την είσπραξη και έλεγχο του Φ.Π.Α.
5. Η απόφαση αυτή που ισχύει από 1.1.11.1989 θα κυρωθεί με νόμο.
κε) “Αριθ. Πρωτ.: 2057958/6280/0022
Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 190
Συμπλήρωση των διατάξεων του ΒΔ. 515/72 “Περί Κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων περί καθορισμού ημερησίας αποζημιώσεως αλλοδαπής κ.λ.π.”.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις του Ν.Δ. 321/69 “περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού”.
β) Τις διατάξεις του Ν.Δ. 721/70 “περί Οικονομικής Μερίμνης και Λογιστικών των Ενόπλων Δυνάμεων”.
γ) Τις διατάξεις του α.ν. 271/68 “περί καθορισμού ημερησίας αποζημιώσεως εξωτερικού κ.λπ.”.
δ) Τις διατάξεις του Β.Δ. 515/72 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων περί καθορισμού ημερησίας αποζημιώσεως αλλοδαπής κ.λ.π.”.
Αποφασίζουμε:
2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 515/72 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων περί καθορισμού ημερήσιας αποζημιώσεως αλλοδαπής κ.λ.π.” συμπληρώνεται ως εξής:
“Για το προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού που υπηρετεί σε Πολεμικά Πλοία αυτού, τα οποία συμμετέχουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σε ειδικές αποστολές για επιχειρήσεις, οι οποίες καθορίζονται με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής `Αμυνας και για τις ημέρες παραμονής τούτων εκτός των ορίων των ελληνικών θαλασσών, καταβάλλεται αποζημίωση εξωτερικού η προβλεπόμενη για τον πλησιέστερο λιμένα της χώρας στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή στην οποία κινείται το Πολεμικό ή τα Πολεμικά Πλοία.
3. Η παρούσα να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με Νόμο.
4. Η ισχύς της παρούσας από 2.9.1990.
κστ) “Αριθμ. Πρωτ. Γ4α/Φ. 15/921
ΘΕΜΑ: Ατελής εισαγωγή επιβατικών αυτοκινήτων από άτομα που πάσχουν από αιμορροφιλία.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 1882/90.
2. Την ανάγκη παραχώρησης του δικαιώματος ατελούς εισαγωγής επιβατικού αυτοκινήτου και στα άτομα εκείνα που πάσχουν από συγγενή αιμορραγική διάθεση (αιμορροφιλία), δεδομένου ότι τα άτομα αυτά τυγχάνουν της ίδιας ιατρικής περίθαλψης και κοινωνικής προστασίας και έχουν τα ίδια και πολλές φορές σοβαρότερα προβλήματα υγείας και διακίνησης με τα άτομα που πάσχουν από συγγενή αιμολυτική αναιμία (μεσογειακή κ.λπ.)
Αποφασίζουμε:
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 23 του Ν. 1882/1990, προστίθεται εδάφιο έχον ως εξής:
“ε. πάσχον από συγγενή αιμορραγική διάθεση (αιμορροφιλία)”.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και να κυρωθεί με νόμο
Αθήνα, 2 Απριλίου 1990
κζ) “Αρ.Πρωτ. 1070524/1326/Α0012 Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 1990
ΘΕΜΑ: Διαγραφή και επαναβεβαίωση ειδικής εφάπαξ εισφοράς.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του Ν. 1884/1990.
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του Ν. 1558/1985.
3. Το 4006191/461/0030 από 10.10.1990 έγγραφο του ΚΕΠΥΟ με το οποίο μας γνώρισε ότι από προφανή παραδρομή δε στάλθηκαν μηχανογραφικά τριπλότυπα για την καταβολή της ειδικής εφάπαξ εισφοράς σε φορολογούμενους ορισμένων δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών, αποφασίζουμε:
1. Εγκρίνουμε τη διαγραφή και επαναβεβαίωση της ειδικής εφάπαξ εισφοράς που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14, 15 και 16 του Ν. 1884/1990, η οποία είχε βεβαιωθεί στις 31.7.1990, με ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης στις 31.8.1990, επειδή δε στάλθηκαν από το ΚΕΠΥΟ τα οικεία εκκαθαριστικά σημειώματα στους υπόχρεους.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν οφειλές λόγω επιβολής της υπόψη έκτακτης εισφοράς στους υπόχρεους που ανήκουν στην αρμοδιότητα των ΔΟΥ Αμαρουσίου, Ηλιούπολης, Αμφιλοχίας, Αρεόπολης και ΄Εδεσσας.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 της απόφασης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως, σε περίπτωση που το οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα δεν περιέρχεται, αποδεδειγμένως, στον υπόχρεο, από λάθος της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή των ΕΛ.ΤΑ. Η σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου εξετάζεται από την Επιτροπή παροχής φορολογικών διευκολύνσεων που εδρεύει σε κάθε νομαρχία (άρθρο 109 Π.Δ. 284/1988).
4. Τα ως άνω ισχύουν και σε μηχανογραφημένα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οίκον, έτους 1990.
5. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
κη) “Αρ.Πρωτ. 1077482/1425/Α0012
Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1990
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμία -υποβολής προσωρινών δηλώσεων απόδοσης φόρων εισοδήματος, τελών κ.τ.λ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1 – Τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 7 του άρθρου 44 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955.
2. Τις διατάξεις της 1071372/1323/Α-0012/ΠΟΛ. 1202 από 15 Οκτωβρίου 1990 απόφασης μας.
3. Τη σύγχυση που δημιουργήθηκε στους φορολογουμένους ως προς την προθεσμία υποβολής των δηλώσεων απόδοσης φόρων εισοδήματος.
Αποφασίζουμε:
1. Η παράγραφος 2 της 1071372/1323/Α0012 από 15 Οκτωβρίου 1990 απόφασης μας αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Επίσης, παρατείνονται μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1990, οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ έως και δ΄ της παραγράφου 1 της 1042715/407 από 10 Απριλίου 1989 απόφασης μας. Τυχόν καταβληθέντα ποσά πρόσθετων φόρων, τελών και εισφορών λόγω εκπρόθεσμης υποβολής των οικείων δηλώσεων επιστρέφονται στους δικαιούχους ή συμψηφίζονται οίκοθεν με οφειλές αυτών από άλλη αιτία”.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
κθ) “Αρ.Πρωτ. 1078581/4930/0014 Αθήνα, 6 Νοεμβρίου 1990
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Την αδυναμία εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, λόγω προβλημάτων που δημιούργησε η πρόσφατη απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων.
β) Σχετικά με αιτήματα ενδιαφερομένων.
γ) Την τηλεγραφική διαταγή μας 1068638/1289/4.10.1990, αποφασίζουμε:
1. Οι δηλώσεις απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, που οι προθεσμίες υποβολής τους έληξαν από 10 Σεπτεμβρίου 1990 μέχρι και 9 Οκτωβρίου 1990 δεν υπόκεινται σε προσαυξήσεις και πρόστιμα εφόσον υποβλήθηκαν μέχρι και 11 Οκτωβρίου 1990.
2. Για τα τέλη χαρτοσήμου, που οι προθεσμίες καταβολής τους έληξαν από 10 Σεπτεμβρίου 1990 μέχρι και 9 Οκτωβρίου 1990, δεν επιβάλλονται προσαυξήσεις και πρόστιμα, εφόσον τα τέλη αυτά καταβλήθηκαν μέχρι και 11 Οκτωβρίου 1990.
3. Οι δηλώσεις αποδοχής φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, που προθεσμία υποβολής τους έληξε από 10 Σεπτεμβρίου 1990 μέχρι και 9 Οκτωβρίου 1990, λογίζονται εμπρόθεσμες, εφόσον υποβλήθηκαν μέχρι και 11 Οκτωβρίου 1990.
4. Οι μοναδικές βεβαιώσεις εισαγωγής συναλλάγματος για απαλλαγή από το φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων, που η προθεσμία υποβολής τους έληξε από 10 Σεπτεμβρίου 1990 μέχρι και 9 Οκτωβρίου 1990. λογίζονται εμπρόθεσμες, εφόσον υποβλήθηκαν μέχρι και 11 Οκτωβρίου 1990.
5. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο. 2. Κυρώνονται και αποκτούν ισχύ νόμου οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, 1007802/70/Α0012 από 26 Ιανουαρίου 1990 (ΦΕΚ Β΄, 83) και 1007 805/71/Α0012 από 26 Ιανουαρίου 1990 (ΦΕΚ Β΄, 83), οι οποίες έχουν ως εξής:
α) “Αρ.Πρωτ. 1007802/70/Α0012 Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1990
ΘΕΜΑ: Οριστική τιμαριθμοποίηση των αφορολόγητων ποσών του άρθρου 8, καθώς και των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989 (ΦΕΚ Α΄ 62), για τα εισοδήματα και τις δαπάνες του οίκον, έτους 1990 (χρήση 1989).
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 8, καθώς και των εδαφίων τρίτου και τέταρτου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989 (ΦΕΚ Α΄ 62).
2. Τις διατάξεις της 1005492/25/0012/16.1.1989 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με τη οποία τιμαριθμοποιήθηκαν προσωρινώς, με συντελεστή 14,1 % τα αφορολόγητα ποσά του άρθρου 8, καθώς και τα κλιμάκια της φορολογικής κλίμακας του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989, για τη χρήση 1989.
3. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 και της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με την απόφαση 1105403/2049/Α-0012/ΠΟΛ. 1224/3.10.1989 του Υπουργού Οικονομικών και τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, όπως αυτή προστέθηκε με την ίδια απόφαση.
4. Την ανάγκη οριστικής τιμαριθμοποίησης, με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή 1988, των πιο πάνω μεγεθών.
5. Ότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή που διαμορφώθηκε τελικά κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.88 ως 31.12.88, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, είναι ποσοστό δεκατέσσερα τοις εκατό (14%).
6. Ότι η διαφορά των συντελεστών της προσωρινής και της οριστικής τιμαριθμοποίησης δεν υπερβαίνει ποσοστό ένα τοις χιλίοις (1%ο).
Αποφασίζουμε:
Άρθρο 1.
Συντελεστής τιμαριθμοποίησης.
Καθορίζουμε σε ποσοστό δεκατέσσερα και ένα δέκατο τοις εκατό (14,1%) τον οριστικό συντελεστή τιμαριθμοποίησης των αφορολόγητων ποσών του άρθρου 8, καθώς και των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989, για τη χρήση 1989.
Άρθρο 2
Τιμαριθμοποίηση των αφορολόγητων ποσών.
Καθορίζουμε τα αφορολόγητα ποσά του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 ως εξής:
Ι. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 1 του άρθρου 8 Π.Δ. 129/1989).
1. Για τον ίδιο το φορολογούμενο 342.000 δρχ. Το ποσό αυτό περιορίζεται στο ύψος του συνολικού καθαρού φορολογούμενου εισοδήματος του, όχι όμως κάτω από τις 114.000 δρχ. όταν το εισόδημα του είναι κατώτερο από τις 342.000 δραχμές.
2. Για τον ή τη σύζυγο που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα 114.000 δρχ.
3. Για το πρώτο και δεύτερο τέκνο από 114.000 δρχ., για το τρίτο τέκνο 183.000 δρχ., για το τέταρτο τέκνο 285.000 δρχ., για το πέμπτο τέκνο και κάθε ένα μετά το πέμπτο τέκνο 342.000 δρχ.
4. Για κάθε τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία 46.000 δραχμές.
5. Για κάθε ένα από τα λοιπά πρόσωπα 46.000 δραχμές.
II. ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 2 άρθρου 8 Π.Δ. 129/1989).
1. Πρόσθετο αφορολόγητο ποσό 342.000 δραχμών στους δικαιούχους του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989.
2. Πρόσθετο αφορολόγητο ποσό 342.000 δρχ. στους δικαιούχους του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, για τις κατηγορίες εισοδημάτων που αναφέρονται εκεί.
“Όταν το συνολικό καθαρό εισόδημα από αυτές τις κατηγορίες είναι μικρότερο από 342.000 δρχ., τότε το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης μειώνεται κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ των 342.000 δραχμών και του ποσού του συνολικού αυτού εισοδήματος.
III. ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 3 άρθρου 8 Π.Δ. 129/1989).
1. Για το εισόδημα της περίπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 8 το Π.Δ 129/1989, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 50% μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 913.000 δρχ.
2. Για το εισόδημα της υποπερίπτωσης σα΄ της πιο πάνω περίπτωσης της ίδιας παραγράφου και του ίδιου νομοθετήματος, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 70% μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 913.000 δραχμές.
3. Για το εισόδημα της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 8 του πιο πάνω νομοθετήματος, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 70% μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 1.141.000 δρχ.
4. Το πρόσθετο αφορολόγητο ποσό των πιο πάνω 1 έως και 3 περιπτώσεων δεν μπορεί να είναι συνολικά ανώτερο από τις 798.700. δρχ.
5. Για το εισόδημα από γεωργικές επιχ/σεις το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται μέχρι τις 456.000 δραχμές, για τους δικαιούχους που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 .Όταν πρόκειται για γεωργικές επιχ/σεις που λειτουργούν με μία από τις μορφές που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο αυτής της περίπτωσης το αφορολόγητο ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τις 913.000 δραχμές, συνολικά για όλα τα μέλη της εταιρίας ή κοινοπραξίας.
6. Για τα κέρδη που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του π.δ. 129/1989 υπολογίζεται αφορολόγητο ποσό μέχρι τις 456.000 δρχ., ή τις 114.000 δρχ. εφόσον το μέρισμα παρέχεται σε δικαιούχους που, κατά περίπτωση, ασχολούνται προσωπικά με τη γεωργία, ή δεν ασχολούνται προσωπικά με αυτήν.
IV ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΔΑΠΑΝΑΝ (παρ. 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989).
1. Τα αφορολόγητα ποσά με βάση τα ποσά ενοικίου που αναφέρονται στην περίπτωση στ” της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζονται ως έξης:
α) Ενοίκιο κύριας οικογενειακής κατοικίας. Μέχρι το ποσό ενοικίου 137.000 δρχ. ποσοστό 50%.
Για το ποσό ενοικίου από 137.001 μέχρι 570.000 δρχ. ποσοστό 20%.
β) Ενοίκιο κατοικίας παιδιών που σπουδάζουν. Μέχρι ποσό ενοικίου 137.000 δραχμές, ποσοστό 50%.
2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται σε ποσοστό 50% μέχρι το ποσό των 114.000 δραχμών. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 11.000 δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
3. Το αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται στο ποσό των 80.000 δραχμών.
4. Το αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται σε ποσοστό 50% μέχρι το ποσό των 137.000 δραχμών, για κάθε τέκνο.
5. Το σύνολο των αφορολόγητων ποσών της παραγράφου 4 του Π.Δ. 129/1989 δεν μπορεί να υπερβεί τις 228.000 δραχμές, όταν πρόκειται για φορολογούμενο χωρίς σύζυγο, ή τις 342.000 δραχμές όταν πρόκειται για φορολογούμενο με σύζυγο, προσαυξανόμενο κατά 114.000 δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
Άρθρο 3.
Τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
1. Για τα εισοδήματα της χρήσης 1989 ο φόρος υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη οριστική φορολογική κλίμακα:
Κλιμάκιο εισοδήματος | Φορ/κός συντής (%) | Φόρος κλιμακίου | Σύνολο εισ/τος | Σύνολο φόρου |
342.000 | 18 | 61.560 | 342.000 | 61.560 |
456.000 | 21 | 95.760 | 798.000 | 157.320 |
456.000 | 24 | 109.440 | 1.254.000 | 266.760 |
456.000 | 28 | 127.680 | 1.710.000 | 394.440 |
571.000 | 33 | 188.430 | 2.281.000 | 582.870 |
571.000 | 38 | 216.980 | 2.852.000 | 799.850 |
1.027.000 | 43 | 441.610 | 3.879.000 | 1.241.460 |
1.483.000 | 49 | 726.670 | 5.362.000 | 1.968.130 |
Υπερβάλλον | 50 |
Άρθρο 4
Τελικές διατάξεις.
1. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 1989.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β) Αρ.Πρωτ. 1007805/71/Α0012 Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1990
ΘΕΜΑ: Προσωρινή τιμαριθμοποίηση των αφορολόγητων ποσών του άρθρου 8, καθώς και των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 8, καθώς και των εδαφίων τρίτου και τέταρτου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989 (ΦΕΚ Α” 62).
2. Τις διατάξεις της 1005492/25/0012/16.1. 1989 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών,
3. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 και της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με την απόφαση 1105403/2049/Α-0012/ΠΟΛ. 1224/3.10.1989 του Υπουργού Οικονομικών και τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, όπως αυτή προστέθηκε με την ίδια απόφαση.
4. Τις διατάξεις της 1007802/70/26.1.1990 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία τιμαριθμοποιήθηκαν με συντελεστή 14,1% τα αφορολόγητα ποσά του άρθρου 8, καθώς και τα κλιμάκια της φορολογικής κλίμακας του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989, για τη χρήση 1989.
5. Την ανάγκη προσωρινής τιμαριθμοποίησης, με βάση τον εγγύτερο δείκτη τιμών καταναλωτή, των αφορολόγητων ποσών του άρθρου 8 και των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989, επειδή από 1 Ιανουαρίου 1990 πρέπει να παρακρατείται φόρος κατά την καταβολή μισθών ή συντάξεων ή εισοδημάτων, γενικώς, από τα οποία παρακρατείται φόρος με βάση αυτήν την κλίμακα.
6. Ότι ο εγγύτερος δείκτης τιμών καταναλωτή είναι εκείνος που καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1.12.1988 έως 30.11.1989 ο οποίος σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι ποσοστό δεκατέσσερα τοις εκατό (14%).
Αποφασίζουμε:
Άρθρο 1.
Συντελεστής τιμαριθμοποίησης.
Καθορίζουμε για τη χρήση 1990 σε ποσοστό δεκατέσσερα τοις εκατό (14%) τον προσωρινό συντελεστή τιμαριθμοποίησης των αφορολόγητων ποσών του άρθρου 8, καθώς και των κλιμακίων της φορολογικής κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ. 129/1989. Ο συντελεστής αυτός θα υπολογιστεί αφού προηγουμένως τα μεγέθη που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο για τη χρήση 1989, τιμαριθμοποιηθούν με συντελεστή 13%.
Άρθρο 2.
Τιμαριθμοποίηση των αφορολόγητων ποσών.
Καθορίζουμε τα αφορολόγητα ποσά του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 ως εξής:
Ι. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 1 άρθρου 8 Π.Δ. 129/1989).
1. Για τον ίδιο το φορολογούμενο 390-000 δρχ. Το ποσό αυτό περιορίζεται στο ύψος του συνολικού καθαρού φορολογούμενου εισοδήματος του, όχι όμως κάτω από τις 130.000 δρχ.. όταν το εισόδημα του είναι κατώτερο από τις 390.000 δραχμές.
2. Για τον ή τη σύζυγο που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα 130.000 δρχ.
3. Για το πρώτο και δεύτερο τέκνο από 13?.000 δρχ., για το τρίτο τέκνο 208.000 δρχ., για το τέταρτο τέκνο 325.000 δρχ. για το πέμπτο τέκνο και κάθε ένα μετά το πέμπτο τέκνο 390.000 δρχ.
4. Για κάθε τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία 52.000 δραχμές.
5. Για κάθε ένα από τα λοιπά πρόσωπα 52.000 δραχμές.
II. ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 2 άρθρου 8 Π.Δ. 129/1984.
1. Πρόσθετο αφορολόγητο ποσό 390.000 δραχμών στους δικαιούχους του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989.
2. Πρόσθετο αφορολόγητο ποσό 390.000 δρχ. στους δικαιούχους του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, για τις κατηγορίες εισοδημάτων που αναφέρονται εκεί.
Όταν το συνολικό καθαρό εισόδημα από αυτές τις κατηγορίες είναι μικρότερο από 390.000 δρχ. τότε το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης μειώνεται κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ των 390.000 δραχμών και του ποσού του συνολικού αυτού εισοδήματος.
III ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ (παρ. 3 άρθρου 8 Π.Δ. 129/1989).
1. Για το εισόδημα της περίπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 50%, μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 1.040.000 δρχ.
2. Για το εισόδημα της υποπερίπτωσης αα΄ της πιο πάνω περίπτωσης της ίδιας παραγράφου και του ίδιου νομοθετήματος, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 70%, μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 1.040.000 δραχμές.
3. Για το εισόδημα της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α” της παρ. 3 του άρθρου 8 του πιο πάνω νομοθετήματος, το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται σε ποσοστό 70%, μέχρι το ποσό καθαρού εισοδήματος 1.300.000 δραχμές.
4. Το πρόσθετο αφορολόγητο ποσό των πιο πάνω 1 έως και 3 περιπτώσεων δεν μπορεί να είναι συνολικά ανώτερο από τις 910.000 δραχμές.
5. Για το εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις το αφορολόγητο ποσό υπολογίζεται μέχρι τις 520.000 δραχμές, για τους δικαιούχους που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989. Όταν πρόκειται για γεωργικές επιχ/σεις που λειτουργούν με μια από τις μορφές που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο αυτής της περίπτωσης το αφορολόγητο ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τις 1.040.000 δραχμές, συνολικά για όλα τα μέλη της Εταιρίας ή κοινοπραξίας.
6. Για τα κέρδη που αναφέρονται στην περίπτωση δ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται αφορολόγητο ποσό μέχρι τις 520.000 δρχ. ή τις 130.000 δρχ. εφόσον το μέρισμα παρέχεται σε δικαιούχους που, κατά περίπτωση ασχολούνται προσωπικά με τη γεωργία ή δεν ασχολούνται προσωπικά με αυτήν.
IV. ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΠΟΣΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΔΑΠΑΝΩΝ (παρ. 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989).
1. Τα αφορολόγητα ποσά με βάση τα ποσά ενοικίου που αναφέρονται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζονται ως εξής:
α. Ενοίκιο κύριας οικογενειακής κατοικίας.
Μέχρι το ποσό ενοικίου 156.000 δρχ. ποσοστό 50%.
Για το ποσό ενοικίου άπω 156.001 μέχρι 650.000 δρχ., ποσοστό 20%.
β. Ενοίκιο κατοικίας παιδιών που σπουδάζουν.
Μέχρι ποσό ενοικίου 156.000 δραχμές, ποσοστό 50%.
2. Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται σε ποσοστό 50% μέχρι το ποσό των 130.000 δραχμών. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 13.000 δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
3. Το αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται στο ποσό των 91.000 δραχμών.
4. Το αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 129/1989 υπολογίζεται σε ποσοστό 50% μέχρι το ποσό των 156.000 δραχμών, για κάθε τέκνο.
5. Το σύνολο των αφορολόγητων ποσών της παραγράφου 4 του Π.Δ. 129/1989 δεν μπορεί να υπερβεί τις 260.000 δραχμές, όταν πρόκειται για φορολογούμενο χωρίς σύζυγο, ή τις 390.000 δραχμές όταν πρόκειται για φορολογούμενο με σύζυγο, προσαυξανόμενο κατά 130.000 δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.
Άρθρο 3
Τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
1. Για τα εισοδήματα της χρήσης 1990 ο παρακρατούμενος φόρος υπολογίζεται προσωρινά με βάση την ακόλουθη φορολογική κλίμακα:
ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΦΟΡΟΥ
Κλιμάκιο εισοδήματος | Φορ/κός συντής {%) | Φόρος Κλιμακίου | Σύνολο εισ/τος | Σύνολο φόρου |
390.000 | 18 | 70.200 | 390.000 | 70.200 |
520.000 | 21 | 109.200 | 910.000 | 179.400 |
520.000 | 24 | 124.800 | 1.430.000 | 304.200 |
520.000 | 28 | 145.600 | 1.950,000 | 449.800 |
650.000 | 33 | 214.500 | 2.600.000 | 664.300 |
650.000 | 38 | 247.000 | 3.250.000 | 911 300 |
1.170.000 | 43 | 503.100 | 4.420.000 | 1.414.400 |
1.689.000 | 49 | 827.610 | 6.109.000 | 2.242.010 |
Υπερβάλλον | 50 |
2. Η φορολογική κλίμακα και τα αφορολόγητα ποσά θα τιμαριθμοποιηθούν οριστικώς με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή που θα διαμορφωθεί τελικώς κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος -Δεκέμβριος 1989.
Άρθρο 4
Τελικές διατάξεις.
1. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 1990.
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 – της 1007805/71/Α0012 από 16 Ιανουαρίου 1990 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών καταργείται και τα αφορολόγητα ποσά, καθώς και η φορολογική κλίμακα που ορίζεται με την απόφαση αυτήν ισχύουν για τον υπολογισμό του φόρου στα εισοδήματα που αποκτούνται από 1 Ιανουαρίου
1990 και μετά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 47
Οι παράγραφοι 4, 5 και 6 του άρθρου 8 του ν. 1771/1988 (ΦΕΚ Α` 71) αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“4. Στην Ακαδημία Αθηνών συνιστώνται τα εξής αυτοτελή γραφεία:
α) Δημοσίων Σχέσεων
β) Κληροδοτημάτων.
5. Για την εξυπηρέτηση των γραφείων της προηγούμενης παραγράφου και των λοιπών υπηρεσιών της Ακαδημίας Αθηνών συνιστώνται οι εξής θέσεις προσωπικού:
α) Μία θεση συμβούλου δημοσίων σχέσεων. Στη θέση αυτή προσλαμβάνεται, κατόπιν προκηρύξεως της θέσεως υπό της Ακαδημίας και αποφάσεως της Συγκλήτου, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και αποδοχές ειδικού συμβούλου υπουργείου του ν. 1558/1985, ειδικός επιστήμων επί των δημοσίων σχέσεων με προϋπηρεσία τουλάχιστο δέκα ετών σε αντίστοιχο τομέα κρατικής υπηρεσίας ή δημοσίου οργανισμού. Ο προσλαμβανόμενος οφείλει να είναι κάτοχος πτυχίου πολιτικών και κοινωνικών επιστημών ή φιλοσοφικής σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής και να κατέχει αποδεδειγμένως δύο τουλάχιστον διεθνείς γλώσσες. Η συγγραφική εργασία και η διδακτική πείρα αποτελούν ιδιαίτερα προσόντα για την κατάληψη της θέσεως. Η πλήρωση της θέσεως δύναται ωσαύτως να γίνει, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Συγκλήτου, με την απόσπαση υπαλλήλου που υπηρετεί σε δημόσια υπηρεσία ή οργανισμό και ο οποίος διαθέτει τα ως άνω προσόντα. Για την υπερωριακή αμοιβή του κατ`απόσπαση συμβούλου του γραφείου εφαρμόζονται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου 6.
β) Δύο θέσεις διοικητικών υπαλλήλων της κατηγορίας Π.Ε.
γ) Μία θεση οδηγού αυτοκινήτου της κατηγορίας Δ.Ε. οδηγών αυτοκινήτου.
6. Η δαπάνη λειτουργίας των γραφείων της παραγράφου 4 και η μισθοδοσία του προσωπικού της παραγράφου 5 καλύπτονται από τα έσοδα των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου”.
Άρθρο 48
Απαλλαγή εξαγωγικού εμπορίου από τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών.
1. Οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που προβλέπονται από τη διάταξη της περίπτωσης α` του άρθρου 7 του ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204) και με τις οποίες αποδεδειγμένα χρηματοδοτούνται εξαγωγές αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε λήπτες του εξωτερικού, τα ακαθάριστα έσοδα των τραπεζών που προκύπτουν από τις ανωτέρω συμβάσεις, καθώς και τα κάθε φύσης έσοδα αυτών από τη διεξαγωγή των εξαγωγικών εργασιών, απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών.
2. Σε περίπτωση μη χρησιμοποίησης των δανείων ή πιστώσεων της προηγούμενης παραγράφου για τη χρηματοδότηση εξαγωγών, οι σχετικές συμβάσεις και τα εξ αυτών κάθε φύσης έσοδα των τραπεζών υπόκεινται στον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών, με χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης το μήνα εντός του οποίου διαπιστώθηκε η μη πραγματοποίηση της εξαγωγής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ Α 181).
3. Συμβάσεις πιστώσεων της περίπτωσης α` του άρθρου 7 του ν. 1676/1986, που έχουν καταρτισθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1986 μεταξύ τραπεζών λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και πελατών τους, υπάγονται αυτοδικαίως, με την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, στο καθεστώς του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών, αντί των τελών χαρτοσήμου, από τη λήξη του χρόνου για τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν τέλη χαρτοσήμου. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τις πιστώσεις αυτές με τις ίδιες προϋποθέσεις.
Σημ.: όπως η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ Α 181) και οι επόμενες παρ. 4,5 και 6 αριθμήθηκαν 3, 4 και 5 αντί- στοιχα.
4.Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου καθορίζονται η διαδικασία και τα δικαιολογητικά καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
5.Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
***Η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ Α 181) και οι επόμενες παρ. 4,5 και 6 αριθμήθηκαν 3, 4 και 5 αντίστοιχα.
Άρθρο 49
Στο τέλος του άρθρου 6 του ν. 1418/1984 “Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων” (ΦΕΚ 23Α ) προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
“8. Οταν πρόκειται να εκτελεσθούν δημόσια έργα, προβλεπομένου συνολικού κόστους μεγαλύτερου των 10 δις. δραχμών είτε κατά το σύστημα της αντιπαροχής είτε κατά το σύστημα παροχής άλλων ανταλλαγμάτων είτε κατά οποιοδήποτε άλλο σύστημα προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων συμβούλου οποιασδήποτε ειδικότητας (τεχνικού, οικονομικού συμβούλου οργανώσεως κ.λπ.) σε ημεδαπά ή αλλοδαπά, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, που απαιτούνται για την υλοποίηση και εκτέλεση των έργων αυτών.
Η ανάθεση γίνεται με σύμβαση. Ο τρόπος ανάθεσης, οι παρεχόμενες από το σύνολο υπηρεσίες, οι όροι της σύμβασης και η αμοιβή καθορίζονται με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού χωρίς δέσμευση από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη. Η αμοιβή του συμβούλου θα βαρύνει το συγκεκριμένο προϋπολογισμό, που θα καθορίζεται εκάστοτε με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού. Η αμοιβή του συμβούλου μπορεί επίσης να βαρύνει τον προϋπολογισμό του Ειδικού Ταμείου Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.) ή τον προϋπολογισμό του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο.) κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων, μετά από σύμφωνη γνώμη των διοικητικών τους συμβουλίων”.
Σημ.: όπως το άρθρο 49 αντικαταστάθηκε από τότε που άρχισε να ισχύει με το άρθρο 47 του Ν. 1959/1991 (ΦΕΚ Α 123).
Άρθρο 50
Αναστολή καταβολής Φ.Π.Α. έργων αυτοχρηματοδοτούμενων από ιδιωτικούς φορείς και ρύθμιση συναφών θεμάτων
1. Για έργα κατασκευής χώρων στάθμευσης εκτελούμενα και αυτοχρηματοδοτούμενα εξ ολοκλήρου από ιδιωτικούς φορείς, σε εκτέλεση συμβάσεων με το Δημόσιο, έναντι ολικής ή μερικής παραχώρησης, για ορισμένο χρόνο, της εκμετάλλευσης αυτών στους παραπάνω φορείς, παρέχεται δικαίωμα αναστολής καταβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας επί των εισροών τους, που προορίζονται αποκλειστικά για την εκτέλεση των έργων αυτών και μέχρι του ποσού του ενδεικτικού προϋπολογισμού του έργου όπως ορίζεται στη διακήρυξη της δημοπρασίας. Στην αναστολή δεν περιλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας επί των δαπανών, που πραγματοποιούνται για την οργάνωση ή τον πάγιο εξοπλισμό γραφείου των φορέων αυτών.
2. Σε περίπτωση διαπίστωσης ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες, για τα οποία χορηγήθηκε αναστολή καταβολής του φόρου, δεν διατέθηκαν για το σκοπό για τον οποίο αρχικά προορίζονταν, εκτός από τις προβλεπόμενες από τον ν. 1642/1986 άλλες συνέπειες, επιβάλλεται σε βάρος του φορέα ειδικό πρόστιμο, που ανέρχεται στο πενταπλάσιο του φόρου για τον οποίο χορηγήθηκε η αναστολή καταβολής.
3. Η διαδικασία, η οριστικοποίηση της αναστολής, τα δικαιολογητικά και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού, ορίζονται, κατά περίπτωση,με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των αρμόδιων, κατά περίπτωση, υπουργών.
4.Η ισχύς των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 1991.
5.Στο άρθρο 97 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α` 101) προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής:
“5. Η απόσβεση του κόστους κατασκευής εκτελεσθέντων έργων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, διενεργείται ισόποσα εντός δέκα (10) ετών από το χρόνο αποπεράτωσης των έργων. Σε περίπτωση που η ανάδοχος επιχείρηση επιθυμεί την απόσβεση σε χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας, υποχρεούται όπως, εντός μηνός από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης εντός της οποίας αποπερατώθηκε το έργο, να υποβάλλει ανέκκλητη δήλωση στην αρμόδια για τη φορολογία αυτής δημόσια οικονομική υπηρεσία, με την οποία θα δηλώνεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου επιθυμεί, την ισόποση κάθε χρόνο απόσβεση του κόστους του έργου”.
6. Στην παράγραφο 10 του άρθρου 6 του ν. 960/1979 (ΦΕΚ Α` 194), όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 97 του ν. 1892/1990 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
“Οι ως αντάλλαγμα μεταβιβάσεις στον ανάδοχο διηρημένων ιδιοκτησιών του προηγούμενου εδαφίου απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων”.
Άρθρο 51
Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Συνιστάται δεύτερη θέση υποδιοικητή στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (Α.Τ.Ε.).
Για το διορισμό και τη διάρκεια της θητείας του εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 27 του Καταστατικού της Α.Τ.Ε. (ν. 4332/1929), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν σήμερα.
Οπου στο καταστατικό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 4332/1929) αναφέρεται η λεξη “ο υποδιοικητής” νοείται εφεξής “οι υποδιοικητές”.
Σε περίπτωση ισοψηφίας στα συμβούλια και τις επιτροπές της Α.Τ.Ε., στα οποία συμμετέχουν ο διοικητής και οι υποδιοικητές, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου”.
Άρθρο 52
1. Παρατείνεται μέχρι την 31.3.1991 η θητεία των αντιπροσώπων στις γενικές συνελεύσεις και των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ΤΟΕΒ, που έληξε ή λήγει μέχρι την αυτήν ημερομηνία.
2. Οι εκλογές στις τοπικές συνελεύσεις για την ανάδειξη νέων αντιπροσώπων ειδικά για τις πιο πάνω περιπτώσεις θα διεξαχθούν εντός του μηνός Μαρτίου 1991.
Άρθρο 53
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 1844/1989 (ΦΕΚ 100) “Κύρωση σύμβασης για τη ναυτική έρευνα και διάσωση και άλλες διατάξεις” προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφια, που έχουν ως εξής:
“Το ήμισυ της κατά τ` ανωτέρω παρεχόμενης αποζημίωσης στους εξεταστές υποψήφιων οδηγών ως καλύπτουσα έξοδα κίνησης προς αντιμετώπιση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται, λόγω των ειδικών συνθηκών ασκήσεως του πρόσθετου έργου που τους ανατίθεται, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
Για την καταβληθείσα από την 1η Μαϊου 1989 ή οφειλόμενη μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου αποζημίωση, δεν αναζητούνται κρατήσεις υπέρ τρίτων και φόροι, για το σύνολο της αποζημίωσης”.
Άρθρο 54
Η ειδική αμοιβή υπεραπόδοσης, που χορηγείται από 1.1.1990 στο προσωπικό των ΕΛ.ΤΑ. για την ταχεία διακίνηση της εκλογικής αλληλογραφίας και του πάσης φύσεως εκλογικού υλικού κατά την προεκλογική περίοδο βουλευτικών και δημοτικών εκλογών, θεωρείται ως έξοδα κινήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 6 του π.δ. 265/1989.
Άρθρο 55
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων πρώτου, δεύτερου και τρίτου του ν. 1172/1981 ΦΕΚ 177 Α` 9.7.81)
Άρθρο 56
Τροποποιούμε την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν.δ. 2961/1954 (ΦΕΚ 197 Α`) ως εξής: “Τα επιδόματα ανεργίας καταβάλλονται ανά μήνα”.
Άρθρο 57
Η διάταξη του εδαφ. β` της παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
“β. Συνεχίζεται για όλο το δωδεκάμηνο η ασφάλισή τους στους οικείους οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, βαρυνόμενοι οι ίδιοι με τις προς αυτούς εργατικές εισφορές και ο Ειδικός Λογαριασμός του άρθρου 35 με τις εργοδοτικές εισφορές”.
Άρθρο 58
Η διάταξη του εδαφ. γ` της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
“γ. Η καταβολή σ` αυτούς των ειδικών επιδομάτων του άρθρου 33 και των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών των άρθρων 33 και 34”.
Άρθρο 59
1. Οι κατά τις ισχύουσες διατάξεις υποβαλλόμενες αιτήσεις για τη χορήγηση ή τροποποίηση άδειας σκοπιμότητας δρομολογήσεως πλοίων πρέπει να συνοδεύονται από παράβολο υπέρ του Δημοσίου.
α) Προκειμένου περί επιβατηγών πλοίων:
1. δραχμών “130.000” για πλοία μεταφορικής ικανότητας μέχρι 300 επιβατών,
2. δραχμών “260.000” για πλοία μεταφορικής ικανότητας από 301 μέχρι 1.000 επιβατών και
3. δραχμών “650.000” για πλοία μεταφορικής ικανότητας από 1.001 επιβάτες και άνω.
β) προκειμένου περί φορτηγών οχηματαγωγών πλοίων:
1. δραχμών “130.000” για πλοία ολικής χωρητικότητας μέχρι 1.000 κόρων,
2. δραχμών “260.000” για πλοία ολικής χωρητικότητας 1.001 μέχρι 2.000 κόρων,
3. δραχμών “390.000” για πλοία ολικής χωρητικότητας 2.001 κόρων και άνω.
Σε περίπτωση μη καταβολής του πιο πάνω παραβόλου η σχετική αίτηση δεν εξετάζεται.
Σχετικό: υπ`αριθμ. 1316.5/1/93/20.12.1993 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β`3/1994).
2. Εφεξής για κάθε χορηγούμενη ή τροποποιούμενη άδεια σκοπιμότητας δρομολογήσεως πλοίου καταβάλλεται εισφορά υπέρ του Ν.Α.Τ.:
α) Προκειμένου περί επιβατηγών πλοίων ποσού δραχμών ίσου προς τον αριθμό επιβατών πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή 5.000 και όταν η άδεια αφορά δυναμικώς υποστηριζόμενα πλοία επί συντελεστή 20.000.
β) Προκειμένου περί φορτηγών οχηματαγωγών πλοίων ποσού δραχμών 2.000 ανά κόρο ολικής χωρητικότητας.
3. Με την υποβολή της αιτήσεως κατατίθεται το ήμισυ του δι` εκάστην περίπτωση οφειλόμενου ποσού υπό μορφή εγγυητικής επιστολής τραπέζης. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται με την έγκριση της χορηγήσεως της άδειας σκοπιμότητας. Σε περίπτωση μη χορηγήσεως άδειας σκοπιμότητας η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στο δικαιούχο.
4.Σε περίπτωση αναπροσαρμογής άδειας σκοπιμότητας, η προβλεπόμενη από την παρ. 2 εισφορά υπέρ του Ν.Α.Τ. καταβάλλεται για τη διαφορά από τυχόν αύξηση του αριθμού επιβατών ή της ολικής χωρητικότητας,ανάλογα αν πρόκειται για επιβατηγό ή για φορτηγό οχηματαγωγό πλοίο αντίστοιχα.
5.Τα ποσά των παραβόλων και οι συντελεστές της εισφοράς, που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, αντίστοιχα, μπορούν να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας.
6.Για τις αιτήσεις που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το παράβολο της παρ. 1 και η υπέρ του Ν.Α.Τ. εισφορά της παρ. 2 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται με την έγκριση της χορηγήσεως της άδειας σκοπιμότητας.
Άρθρο 60
1. Στην περίπτωση ΣΤ` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 3323/ 1955 και μετά τη φράση “καθώς και τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.)” προστίθεται η φράση “ή τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών”
2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 3323/1955 και μετά τη φράση “ή της Ακαδημίας Αθηνών” προστίθεται η φράση “ή του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Άρθρο 61
Στους μόνιμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου γιατρούς και οδοντιάτρους του Ι.Κ.Α., που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1397/1983 και ν. 1471/1984, χορηγείται επίδομα βιβλιοθήκης 20.000 δραχμών μηνιαίως.
Το ποσό τούτο μπορεί να αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Άρθρο 62
Στο άρθρο 3 του ν. 1559/1985 προστίθεται παράγραφος 4, ως ακολούθως:
“4. Εκτός από τους προβλεπόμενους από το παρόν άρθρο αυτόνομους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπεται η ίδρυση από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι θα λειτουργούν με οποιαδήποτε από τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο καύσιμα, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Εγκρίσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Δ.Ε.Η.
β) Επιυρώσεως της εγκρίσεως αυτής με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.
γ) Διαθέσεως της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικώς στη Δ.Ε.Η., σύμφωνα με σχετική σύμβαση που θα υπογράφεται μεταξύ Δ.Ε.Η. και παραγωγού. Η σύμβαση αυτή θα καθορίζει τους τεχνικούς και οικονομικούς όρους διασυνδέσεως και διαθέσεως της ηλεκτρικής ενέργειας στη Δ.Ε.Η., χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό που προβλέπεται σε άλλα άρθρα του παρόντος νόμου.
Άρθρο 63
1. Στο άρθρο 29 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α` 101) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Από την ανωτέρω διαδικασία, εξαιρούνται, από της ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι πωλήσεις προς το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ., οι συμβάσεις γονικής παροχής, μισθώσεως μέχρι έξι έτη, κανονισμού ορίων, διανομής κοινού και οι συμβάσεις μεταβίβασης ποσοστού εξ αδιαιρέτου μεταξύ συγκυρίων”.
2. Στο άρθρο 32 του ν. 1892/1990 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αμυνας και Εθνικής Οικονομίας δημοσιευόμενη μέχρι 31.12.1990 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο ανωτέρω πίνακας μπορεί να τροποποιείται με την αφαίρεση ορισμένων περιοχών ή με την προσθήκη νέων ή με την τροποποίηση των ορίων τους”.
3. Δικαιοπραξίες, που έχουν καταρτισθεί από 31 Ιουλίου μέχρι 31 Οκτωβρίου 1990 χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 29 του ν. 1892/1990, καθίστανται έγκυρες από την κατάρτισή τους, εφ` όσον η δικαιοπραξία εγκριθεί εκ των υστέρων από το νομάρχη με απόφασή του. Η απόφαση του νομάρχη κοινοποιείται από οποιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους στο συμβολαιογράφο και στο μεταγραφοφύλακα για να επισυναφθεί στην οικεία συμβολαιογραφική πράξη.
Άρθρο 64
1. Οι με αριθμούς:
α. Α.Π. 97209/3665/31.10.1988 (ΦΕΚ 809/88 τ.Β`).
β. Α.Π. 2035229/4414/19.4.1989 (ΦΕΚ 364/89 τ.Β`).
γ. Α.Π. 2048009/5933/0022/5.6.1989 (ΦΕΚ 436/89 τ.Β`).
δ. Φ. 8.11.9/3344/ΙΒ-9329/11.10.1989 (ΦΕΚ 802/89 τ.Β`) αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που αναφέρονται στον καθορισμό του ύψους και των όρων καταβολής του ειδικού επιμισθίου των αποσπασμένων και ομογενών εκπαιδευτικών στο εξωτερικό, ισχύουν από την ημερομηνία που αναφέρεται στις ίδιες αποφάσεις ως χρόνος έναρξης της εφαρμογής τους.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ορίζονται οι κατά τις κείμενες διατάξεις αποσπώμενοι εκπαιδευτικοί στο εξωτερικό, που δικαιούνται ειδικού επιμισθίου και καθορίζονται το ύψος, οι όροι και οι προϋποθέσεις καταβολής αυτού στους παραπάνω εκπαιδευτικούς, καθώς και στους ομογενείς εκπαιδευτικούς που διορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Άρθρο 65
Οι προμήθειες κάθε είδους των τραπεζών και οργανισμών, που ενεργούν πληρωμές αποδοχών προσωπικού των ανώτατων και τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, βαρύνουν τα ιδρύματα τα εντελλόμενα τις οικείες πληρωμές.
Άρθρο 66
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτές.