Νόμος 1828 ΦΕΚ Α΄2/3.1.1989

Αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρο 1
Εισόδημα και εξεύρεση του

1. Το άρθρο 2 του Ν.Δ. 3323/1985 (ΦΕΚ Α΄ 214) αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 2
Εισόδημα
1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το από κάθε πηγή προερχόμενο εισόδημα ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτηση του όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 17 έως 48. Ο φόρος του παρόντος, τα πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι δεν αναγνωρίζονται γιο έκπτωση από το εισόδημα αυτό.
2. Το εισόδημα ανάλογα με την πηγή της προέλευσης του διακρίνεται κατά τις επόμενες κατηγορίες:
Α΄ Εισόδημα από ακίνητα
Β΄ Εισόδημα από κινητές αξίες
Γ΄ Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις
Δ΄ Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις
Ε΄Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
ΣΤ΄ Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή”.

2. Το άρθρο 4 του Ν.Δ./τος 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 4 Εξεύρεση εισοδήματος
1. Για να βρεθεί το συνολικό εισόδημα, αθροίζονται τα επιμέρους εισοδήματα των κατηγοριών Α΄ ως ΣΤ΄ της παρ. 2 του άρθρ. 2 τα οποία αποκτούνται από κάθε φυσικό πρόσωπο είτε από το προηγούμενο της φορολογίας οικονομικό έτος είτε κατά το ημερολογιακό ή διαχειριστικό ή γεωργικό έτος το οποίο έληξε μέσα στο προηγούμενο της φορολογίας οικονομικό έτος. Κατά την άθροιση αυτή συμψηφίζονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των επιμέρους εισοδημάτων. Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις και γεωργικές επιχειρήσεις που προκύπτει από τα βιβλία του υπόχρεου που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοίχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφιστεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη προκειμένου για εμπορικές επιχειρήσεις και στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη όταν πρόκειται για βιομηχανικές, γεωργικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υπόχρεου τηρούνται επαρκώς και ακριβώς.
2. Αρνητικό στοιχείο εισοδήματος από πηγή που βρίσκεται στην αλλοδαπή συμψηφίζεται μόνο με θετικά εισοδήματα του φορολογουμένου που προκύπτουν στην αλλοδαπή.
3. Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που αποκτήθηκαν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και τα οποία αποδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μην συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημα του, εφ΄ όσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υπόχρεου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης, και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή”.

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955, καθώς και η παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νομοθετικού διατάγματος καταργούνται.

4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομα του. Στην περίπτωση που οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, τότε το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομα του. Αν ο υπόχρεος γονέας δεν έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου γονέα και φορολογείται στο όνομα του».

5. Οι παράγραφοι 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955 αριθμούνται σε 2, 3, 4, 5 και 6 αντίστοιχα

6. Η υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση της κύριας κατοικίας του φορολογουμένου, εμβαδού μέχρι διακοσίων (200) τετραγωνικών μέτρων. ΄ Όταν το εμβαδόν της ιδιοκατοικούμενης κύριας κατοικίας είναι μικρότερο από διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα, η διαφορά, μέχρι τα 200 (διακόσια) τετραγωνικά μέτρα, λαμβάνεται υπόψη για απαλλαγή μιας μόνο ιδιοκατοικούμενης δευτερεύουσας κατοικίας. Αν η ιδιοκατοικούμενη κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία ανήκει στη σύζυγο ή τα τέκνα του φορολογουμένου, το απαλλασσόμενο ποσό που αναλογεί αφαιρείται από το δικό τους ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων ή μεταξύ αυτών και των ανήλικων τέκνων τους, το συνολικό ποσό που απαλλάσσεται αφαιρείται αναλογικά από το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση του καθενός, με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για το τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο αποκτούν ομογενείς ή έλληνες μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού, από ιδιοκατοίκηση μιας μόνο κατοικίας που βρίσκεται στην Ελλάδα».

7. Η υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Τα έξοδα παράστασης που παρέχονται στους νομάρχες μέχρι ποσού ίσου με τα 2/3 (δύο τρίτα) των ετήσιων κύριων αποδοχών (μισθών) αυτών, καθώς και τα έξοδα παράστασης στο σύνολο τους που παρέχονται στους δημάρχους, αντιδημάρχους και προέδρους κοινοτήτων του Κράτους».

8. Η υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης Γ΄ της παραγράφου 1, η περίπτωση Δ΄ της παραγράφου 1 και η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργούνται και η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου αριθμείται σε 5.

Άρθρο 2
Αφορολόγητα ποσά
Το άρθρο 8 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8 Πρόσωπα που βαρύνουν τους φορολογουμένους και αφορολόγητα ποσά
1. Θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο:
α) ο ή η σύζυγος που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα
β) τα ανήλικα άγαμα τέκνα,
γ) Τα ενήλικα άγαμα τέκνα, τα οποία δεν έχουν υπερβεί το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές ή σχολεία του εσωτερικού ή του εξωτερικού και εκείνα τα οποία δεν έχουν υπερβεί το δέκατο ένατο έτος της ηλικίας τους και παρακολουθούν δημόσια μεταλυκειακά προπαρασκευαστικά κέντρα,
δ) τα άγαμα τέκνα τα οποία δεν υπάγονται στην προηγούμενη περίπτωση, εφόσον παρουσιάζουν αναπηρία 67% (εξήντα εφτά τα εκατό) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία,
στ) οι ανιόντες και των δύο συζύγων,
ζ) οι αδελφοί και οι αδελφές και των δύο συζύγων που είναι άγαμοι ή διαζευγμένοι ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφ΄ όσον παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα εφτά τα εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία,
η) οι ανήλικοι ορφανοί από πατέρα και μητέρα, συγγενείς μέχρι τον τρίτο βαθμό οποιουδήποτε από τους συζύγους.

2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ έως η της προηγούμενης θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο εφ΄ όσον συνοικούν με αυτόν και το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα τους δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) δραχμών ή το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) δραχμών αν αυτά παρουσιάζουν αναπηρία 67% (εξήντα εφτά τα εκατό) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία. Τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, που κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 προστίθενται στο συνολικό εισόδημα του γονέα, δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

3. Τα προσωπικά αφορολόγητα ποσά. χωρίς δικαιολογητικά, του φορολογουμένου και των προσώπων που τον βαρύνουν κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου, ορίζονται ως ακολούθως:
α) Για το φορολογούμενο, τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές. Το ποσό αυτό περιορίζεται στο ύψος του συνολικού καθαρού φορολογούμενου εισοδήματος του, όχι όμως κάτω των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών, όταν το εισόδημα αυτό είναι μικρότερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές.
β) Για τον ή τη σύζυγο, που δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα, εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές.
γ) Για το πρώτο και δεύτερο τέκνο από εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, για το τρίτο τέκνο εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) δραχμές, για το τέταρτο τέκνο διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές, για το πέμπτο τέκνο και για καθένα μετά το πέμπτο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές.
δ) Για κάθε τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές.
ε) Για καθένα από τα λοιπά πρόσωπα σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές.

4. Τα αφορολόγητα ποσά της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνονται με 300.000 δρχ. (τριακόσιες χιλιάδες δραχμές), για καθένα πρόσωπο που παρουσιάζει αναπηρία εξήντα εφτά τα εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία και για τους τυφλούς που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών που τηρείται στην οικεία νομαρχία.
Στο αφορολόγητο αυτό ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενους τυφλούς που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών που τηρείται στην οικεία νομαρχία και για πρόσωπα που παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα εφτά τα εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, εφ΄ όσον αποκτούν εισόδημα από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης, από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, καθώς και από αμοιβές από παροχή ατομικώς υπηρεσιών ελευθέριου επαγγέλματος. ΄Οταν το συνολικό καθαρό εισόδημα από τις πηγές αυτές είναι μικρότερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές, τότε το αφορολόγητο αυτό ποσό μειώνεται κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ των τριακοσίων διλιάδων (300.000) δραχμών και του ποσού του συνολικού αυτού εισοδήματος.

5. Στους φορολογουμένους που αποκτούν εισοδήματα των ακόλουθων κατηγοριών παρέχεται πρόσθετο αφορολόγητο ποσό χωρίς δικαιολογητικά, ως εξής:
α) Για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, αφορολόγητο ποσό ίσο με το ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών. Κατ΄ εξαίρεση το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης ορίζεται σε ποσό ίσο με το:
αα. Ποσοστό εβδομήντα τα εκατό (70%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις που αποκτούν μισθωτοί γενικά, οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες ή κατοικούν για έξι (6) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησαν το εισόδημα αυτό καθώς και συνταξιούχοι, οι οποίοι κατοικούν μόνιμα για ολόκληρο το έτος στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Χίου, Λέσβου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας. Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή. Αν κάποια πόλη ή χωριό βρίσκεται κατά τμήμα μόνο μέσα στη ζώνη των είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, δικαίωμα του αφορολόγητου αυτού ποσού έχουν όσοι παρέχουν υπηρεσίες ή κατοικούν στην πόλη αυτή ή το χωριό.
ββ. Ποσοστό εβδομήντα τα εκατό (70%) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών από κύριες αποδοχές που αποκτούν αποκλειστικά από την άσκηση του επαγγέλματος τους οι συντάκτες οι οποίοι είναι μέλη της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου – Νήσων, της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας -Εύβοιας και της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου, καθώς και οι δημοσιογράφοι που έχουν ασφαλιστική κάλυψη, ως δημοσιογράφοι, στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία για 5 (πέντε) τουλάχιστο, συνεχή έτη και ο χρόνος ασφάλισης βεβαιώνεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίοι εργάζονται στις εφημερίδες και στα περιοδικά, στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ειδήσεων, στη Γενική γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και στα γραφεία τύπου των κρατικών υπηρεσιών και δεν έχουν την ιδιότητα του μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου, οι ηθοποιοί, καθώς και οι εκτελεστές μουσικών έργων των κρατικών ορχηστρών, των ορχηστρών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής καί της Ελληνικής Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης.
Το πρόσθετο αφορολόγητο ποσό της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να είναι συνολικά ανώτερο από το ποσό των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) δραχμών κατά φορολογούμενο. –
β) Για εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις, αφορολόγητο ποσό μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος 400.000 δρχ. (τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών) για όσους ασχολούνται προσωπικά ή με τα μέλη της οικογένειας τους και κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, έστω κι αν αυτοί χρησιμοποιούν και εργάτες. Για τις γεωργικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν με μορφή προσωπικής ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή κοινοπραξίας, δικαίωμα για το παραπάνω αφορολόγητο ποσό έχει καθένας από τους εταίρους ή τα μέλη της κοινοπραξίας, εφ΄ όσον ασχολείται προσωπικά και κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Στην περίπτωση αυτήν το αφορολόγητο ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τις οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) δραχμές συνολικά για όλα τα μέλη της εταιρίας ή κοινοπραξίας. Αν τα μέλη της εταιρίας ή κοινοπραξίας δικαιούνται, συνολικά, μεγαλύτερο αφορολόγητο ποσό, τούτο περιορίζεται ανάλογα.
γ) Για τα κέρδη από την πρωτογενή παραγωγή που διανέμονται με τη μορφή μερίσματος σε μέλη αγροτικού συνεταιρισμού με αντικείμενο την εκτέλεση δασικών εργασιών, την παραγωγή αλιευτικών και μελισσοκομικών προϊόντων, την καλλιέργεια και εκμετάλλευση γεωργικών εκτάσεων, καθώς και τη λειτουργία κτηνοτροφικών, πτηνοτροφικών ή σηροτροφικών εκμεταλλεύσεων, αφορολόγητο ποσό μέχρι ποσού μερίσματος τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών για τα τακτικά μέλη του συνεταιρισμού, τα οποία απασχολούνται αυτοπροσώπως, επαγγελματικά και αποκλειστικά με τις πιο πάνω αγροτικές εργασίες του συνεταιρισμού και μέχρι ποσού μερίσματος 100.000 (εκατό χιλιάδων) δραχμών για τα λοιπά μέλη του συνεταιρισμού.

6. Τα αφορολόγητα ποσά, με δικαιολογητικά, του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν ορίζονται ως ακολούθως:
α) Το ποσό των δαπανών για επισκευή και συντήρηση της κύριας και της δευτερεύουσας κατοικίας και ειδικότερα:
αα. Δαπάνες για εργασίες επισκευής και συτήρησης ηλεκτρικής και υδραυλικής εγκατάστασης, εγκατάστασης κεντρικής θέρμανσης, καθώς και για την αγορά ηλεκτρολογικού υλικού, υδραυλικών ειδών, ειδών υγιεινής και σωμάτων κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ).
ββ. Το ποσό της δαπάνης για αγορά επίπλων, ηλεκτρικού και ηλιακού θερμοσίφωνα, ηλεκτρικής κουζίνας. ψυγείου, καταψύκτη, πλυντηρίου, απορροφητήρα, σκούπας, θερμάστρας, ηλεκτρικών θερμοπομπών (καλοριφέρ), καθώς και ηλεκτρικών μικροσυσκευών, συσκευών υγραερίου και θερμαστρών υγραερίου, στερεών καυσίμωνκαι πετρελαίου, για την κατοικία του φορολογουμένου.
γ) Το ποσό της δαπάνης για εγκατάσταση, σύνδεση, επισκευή και συντήρηση των συσκευών της προηγούμενης περίπτωσης, καθώς και των ηλεκτρονικών συσκευών της κατοικίας του φορολογουμένου.
δ) Το ποσό της δαπάνης για αγορά έτοιμων ενδυμάτων γενικά, για υπόδηση, καθώς και για την αγορά τσαντών και ειδών ταξιδιού των δύο συζύγων και των τέκνων τους τα οποία τους βαρύνουν. Εξαιρείται η δαπάνη για την αγορά γουναρικών.
ε) Το ποσό της δαπάνης για επισκευή, συντήρηση και για ανταλλακτικά και εξαρτήματα των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων, εφ΄ όσον δεν ανήκουν κατά κυριότητα, κατοχή ή χρήση σε πρόσωπο που τα χρησιμοποιεί κατά την άσκηση επιχείρησης ή ελευθέριου επαγγέλματος. Εξαιρείται η δαπάνη για την αγορά ραδιοφώνων, κασσετοφώνων, ενισχυτών και ηχείων.
στ) Ποσοστό της δαπάνης του ενοικίου που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του φορολογουμένου και της οικογένειας του οριζόμενο σε πενήντα τα εκατό (50%) μέχρι το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών και είκοσι τα εκατό (20%) για το ποσό από εκατόν είκοσι χιλιάδες μία δραχμή (120.001) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές. Τα ποσοστά αυτά προσαυξάνονται με πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο. Δεν δικαιούνται το αφορολόγητο αυτό ποσό όσοι παίρνουν στεγαστικό επίδομα. Επίσης δικαιούνται αφορολόγητο ποσό ίσο με το 50%(πενήντα τα εκατό) μέχρι το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών του ενοικίου που καταβάλλει ετησίως για κάθε τέκνο του ο φορολογούμενος που μισθώνει κατοικία για την ικανοποίηση στεγαστικών αναγκών των τέκνων του που φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του εσωτερικού, εφ΄ όσον αυτά τον βαρύνουν και εφ΄ όσον οι κατοικίες που μισθώνονται βρίσκονται στην πόλη ή το χωριό που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα τέκνα του φορολογουμένου και αυτός ή τα τέκνα του αυτά δεν έχουν άλλη κατοικία σ΄ αυτήν την περιοχή. Η περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτεύουσας θεωρείται ως μία πόλη. Τα αφορολόγητα ποσά της παρούσας περίπτωσης χορηγούνται μόνο όταν ο φορολογούμενος αναγράψει στις οικείες ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης φόρου εισοδήματος τον αριθμό του φορολογικού μητρώου του εκμισθωτή ή τον αριθμό της ταυτότητας αυτού όταν δεν του έχει χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου. Προκειμένου για εκμισθωτές που δεν κατοικούν ούτε διαμένουν στην Ελλάδα μπορεί να αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου ή ταυτότητας του πληρεξουσίου ή νόμιμου εκπροσώπου αυτών. Για τους ανήλικους εκμισθωτές, που δεν έχουν αριθμό ταυτότητας ή φορολογικού μητρώου αναγράφονται τα αντίστοιχα στοιχεία του προσώπου που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να χορηγεί τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή ταυτότητας του εκμισθωτή ή του ενοικιαστή κατά περίπτωση, ύστερα από αίτηση του προσώπου που είνα υπόχρεο για την αναγραφή του αριθμού στην ετήσια δήλωση φόρου εισοδήματος ή στα οικεία έντυπα που συνυποβάλλονται με αυτή.
ζ) Ποσό ίσο με ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%) (μέχρι το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών της ετήσιας δαπάνης ενοικίου θερινής κατοικίας, ή διαμονής του φορολογουμένου και της οικογένειας του σε παραθεριστικό κέντρα ή εξοχές. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές για κάθε τέκνο το οποίο το βαρύνει.
η) Ποσό ίσο με ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%) μέχρι το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για ασφάλιστρα ζωής ή θανάτου ή για κάλυψη κινδύνων από τυχαία γεγονότα, που αφορούν αυτόν προσωπικά ή τον άλλον σύζυγο ή τα τέκνα του τα οποία τον βαρύνουν.
θ) Ποσό ίσο με ποσοστό 50% (πενήντα τα εκατό) μέχρι το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλεται για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο σε νηπιαγωγεία ή παιδικούς ή βρεφονηπιακούς σταθμούς για τη φύλαξη αυτών, καθώς και για δίδακτρα για την παρακολούθηση φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ή μαθημάτων οποιασδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης, ωδείων, μπαλέτων και γυμναστηρίων.
Το σύνολο των αφορολόγητων ποσών της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενο χωρίς σύζυγο ή των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών προκειμένου για φορολογούμενο με σύζυγο, προσαυξανόμενο κατά εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο. Το συνολικό αυτό αφορολόγητο ποσό μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογούμενου εισοδήματος του καθενός όπως αυτά δηλώθηκαν με την αρχική δήλωση τους ή αν δεν έχει υποβληθεί δήλωση όπως αυτά προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.

7. Τα προσωπικά αφορολόγητα ποσά, με δικαιολογητικά, του φορολογουμένου ορίζονται ως ακολούθως:
α) Το συνολικό ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογουμένου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν. Ως έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται μόνο:
αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, γενικά, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, καθώς και η δαπάνη για οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική, (ββ) τα έξοδα νοσηλείας, που καταβάλλονται σε ιδιωτικές κλινικές ή νοσηλευτικά ιδρύματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη στο νοσοκομείο ή στην κλινική, γγ) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο, για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή, κατά τη νοσηλεία αυτού σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι, δδ) η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη καθώς και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώμα του ασθενή οργάνων, τα οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού. εε) τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφ΄ όσον το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) δραχμών και πάσχουν από ανίατο νόσημα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις η δαπάνη για την περίθαλψη με οποιοδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφαλάλων ή διανοητικά καθυστερημένων τέκνων του φορολογουμένου, όπως και η δαπάνη αυτών για δίδακτρα ή τροφεία που καταβάλλονται για αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την πάθηση τους σχολές ή θεραπευτήρια, στστ) ποσό ίσο με το πενήντα τα εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου που ισχύει κάθε φορά.
β) Το συνολικό ετήσιο ποσό που επιδικάζεται ή συμφωνείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταβάλλεται λόγω διατροφής στο σύζυγο ή στη σύζυγο ή τα ανήλικα τέκνα. Επίσης το ποσό που επιδικάζεται και καταβάλλεται λόγω διατροφής στα ενήλικα τέκνα.
γ) Το συνολικό ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο σε ταμεία ασφάλισης του, εφ΄ όσον η καταβολή τους είναι υποχρεωτική από το νόμο, καθώς και το ποσό των καταβαλλομένων εισφορών στις περιπτώσεις προαιρετικής ασφάλισης του σε ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο.
δ) Η αξία των ακινήτων, που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Η αξία των ακινήτων καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του νόμου 1249/1982 (ΦΕK Α΄ 43) ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον οικονομικό έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματεία που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τις Ιερές Μονές του Αγίου ΄ Όρους και όταν τα ποσά αυτά υπερβαίνουν τις 50.000 (πενήντα χιλιάδες) δραχμές ετησίως, εφ΄ όσον κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επίσης, ποσό ίσο με το πενήντα τα εκατό (50%) των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από ποσοστό δεκαπέντε τα εκατό (15%) του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος που δηλώθηκε, στα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σ΄ οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο που έχει συσταθεί νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, εφ΄ όσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και ανάπτυξη των εραστιτεχνικών τους τμημάτων. Τα χρηματικά αυτά ποσά των δωρεών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.
ε) Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων που καταβάλλονται από το φορολογούμενο για: αα. στεγαστικά δάνεια που χορηγούνται από τράπεζες, το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς, ββ. χρέη προς το Δημόσιο από φόρο κληρονομιάς, δωρεάς και γονικής παροχής που οφείλονται απ΄ αυτόν, γγ. προκαταβολές που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 398/1974 (ΦΕΚ Α΄ 116), για απόκτηση στέγης από τους βοηθηματούχους αυτών, δδ. δάνεια που έχουν συναφθεί από τράπεζες ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ή από τον Ε.Ο.Τ., εφ΄ όσον αποδεικνύεται η διάθεση των χρημάτων του δανείου αυτού μέσα σε ένα έτος από τη σύναψη του για την αγορά περιουσιακού στοιχείου, το οποίο δεν αποτελεί πάγιο στοιχείο ή αντικείμενο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ή για τη συμμετοχή του φορολογουμένου σε επιχείρηση και εφ΄ όσον από την εκμετάλλευση του περιουσιακού στοιχείου ή τη συμμετοχή του στην επιχείρηση προκύπτει εισόδημα κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο το οποίο φορολογείται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Το αφορολόγητο ποσό για τους τόκους αυτής της υποπερίπτωσης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του εισοδήματος, που προκύπτει από το περιουσιακό στοιχείο που αγοράστηκε ή από τη συμμετοχή του φορολογουμένου στην επιχείρηση, και φορολογείται.
Το συνολικό αφορολόγητο ποσό για τόκους που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να είναι ανώτερο από το πενήντα τα εκατό (50%) του δηλούμενου συνολικού οικογενειακού εισοδήματος. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για τόκους δανείων για απόκτηση πρώτης κατοικίας.
στ) Ποσό μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές για έξοδα κηδείας του συζύγου ή της συζύγου και προσώπων που συνοικούν με το φορολογούμενο και τον βαρύνουν, εφ΄ όσον τα πρόσωπα αυτά δεν αφήνουν κανένα περιουσιακό στοιχείο. Ως έξοδα κηδείας θεωρούνται οι δαπάνες που καταβάλλονται για την τελετή και την ταφή του νεκρού, εκτός από τις δαπάνες για την κατασκευή του τάφου.
ζ) Το ποσό της δαπάνης που καταβάλλεται από συνταξιούχο ή μισθωτό ως ετήσια συνδρομή ή ως δικαίωμα εγγραφής σε επαγγελματικούς συλλόγους και επιμελητήρια και για συνδρομή σε επαγγελματικά περιοδικά μέχρι το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών ετησίως. Το αφορολόγητο αυτό ποσό δεν το δικαιούνται όσοι παίρνουν επίδομα βιβλιοθήκης.
η) Το ποσό της κράτησης που βαρύνει το μισθό ή τη σύνταξη του μισθωτού ή συνταξιούχου, εφόσον αυτή καταβάλλεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που λειτουργούν σύμφωνα με το νόμο, καθώς και τα ποσά που κατατίθενται από τα πρόσωπα αυτά σε λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί σε Τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον, στις περιπτώσεις αυτές, το προϊόν που σχηματίζεται διατίθεται αποκλειστικά στην ημεδαπή, σε συνεργασία με δημόσιες υπηρεσίες, για την αρωγή σεισμοπαθών ή πλημμυροπαθών ή δωρίζονται αυτούσια ή σε είδος στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σε ιερούς ναούς, για την αποκατάσταση ή την παροχή βοήθειας σε σεισμοπαθείς ή πλημμυροπαθείς.

8. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, το αφορολόγητο ποσό αυτής των παρ. 3 και 4 αποτελείται από το δικό της αφορολόγητο ποσό και τα αφορολόγητα ποσά για τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, για τα χωρίς γάμο τέκνα της για τους ανιόντες αυτής, τους αδελφούς και τις αδελφές που είναι άγαμοι ή διαζευγμένοι ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφ΄ όσον παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα εφτά τα εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, καθώς και για τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι του τρίτου βαθμού.

9. Όταν οι σύζυγοι υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, να υποβάλλουν κοινή δήλωση και όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει φορολογούμενο εισόδημα ή αυτό είναι κατώτερο από το άθροισμα των αφορολόγητων ποσών που αφορούν τις δαπάνες των παραγράφων 5 και 7, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν προστίθεται στα αφορολόγητα ποσά του άλλου συζύγου. Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις αυτές προστίθενται στα αφορολόγητα ποσά του άλλου συζύγου τα αφορολόγητα ποσά που αφορούν:
α) Τα έξοδα νοσοκομειακής και ιατρικής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν.
β) Τις εισφορές που καταβάλλονται από τον ένα σύζυγο σε ταμεία ασφάλισης που έχει ασφαλιστεί λόγω συμμετοχής του σε επιχείρηση στην οποία συμμετέχει και ο άλλος σύζυγος και μέχρι το ποσό του εισοδήματος του που σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου για να φορολογηθεί.
γ) Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων των υποπεριπτώσεων αα΄, ββ΄ και γγ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 7 αυτού του άρθρου.

10. Όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει είναι κατώτερο από το άθροισμα των αφορολόγητων ποσών των παραγράφων 3, 4 και 6, που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό αυτών ή η διαφορά προστίθεται στα αφορολόγητα ποσά του άλλου συζύγου. Όταν το συνολικό αφορολόγητο ποσό του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημα του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των αφορολόγητων ποσών των παρ. 3, 4 και 6 και των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, προστίθεται στα αφορολόγητα ποσά του άλλου συζύγου.

11. Το αφορολόγητο ποσό για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, τα οποία συνοικούν με το φορολογούμενο και παρουσιάζουν αναπηρία 67% (εξήντα εφτά τα εκατό) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν αποκτήσει ετήσιο εισόδημα πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες (350.000) δραχμές, κατά το ποσό που τα έξοδα αυτά υπερβαίνουν το πραγματικό φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο ετήσιο καθαρό εισόδημα των προσώπων αυτών, προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του φορολογουμένου τον οποίο βαρύνουν. Αν αυτός δεν έχει εισόδημα ή το εισόδημα του είναι κατώτερο από το άθροισμα των δαπανών των παρ. 5 και 7, το ποσό αυτό προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.

12. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα δε δικαιούνται τα αφορολόγητα ποσά των παραγράφων 3 έως και 6. Επίσης, δαπάνες που γίνονται στην αλλοδαπή δεν αναγνωρίζονται ως αφορολόγητο ποσό εκτός από τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης.
Κατά την εκκαθάριση του φόρου στη σχολάζουσα κληρονομιά, επιδικία ή μεσεγγύηση δεν υπολογίζονται αφορολόγητα ποσά.

13. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τον υπολογισμό των αφορολόγητων ποσών που ορίζονται από το άρθρο αυτό. Επίσης, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη του ποσοστού της αναπηρίας. Με τις αποφάσεις των προηγούμενων εδαφίων ορίζεται επίσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

14. Το συνολικό αφορολόγητο ποσό των παραγράφων 3 έως και 6 τιμαριθμοποιείται κάθε έτος, σύμφωνα με το δείκτη τιμών καταναλωτή, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το ποσοστό της τιμαριθμοποίησης προσαυξάνει τα αφορολόγητα ποσά χωρίς δικαιολογητικά ή το ανώτατο όριο των αφορολόγητων ποσών με δικαιολογητικά ή κατανέμεται στα αφορολόγητα αυτά ποσά. Κατά την τιμαριθμοποίηση τα αφορολόγητα ποσά στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη χιλιάδα”.

Άρθρο 3
Υπολογισμός και καταβολή του φόρου

1. Το συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογούμενου αποτελεί το φορολογούμενο εισόδημα του το οποίο υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:
Κλιμάκιο Εισοδήματος
Φορολογικός Συντελεστής (%)
Φόρος Κλιμακίου
Σύνολο
Εισοδήματος
Φόρου
300.000
18
54.000
300.000
54.000
400.000
21
84.000
700.000
138.000
400.000
24
96.000
1.100.000
234.000
400.000
28
112.000
1.500.000
346.000
500.000
33
155.000
2.000.000
511.000
500.000
38
190.000
2.500.000
701.000
900.000
43
387.000
3.400.000
1.080.000
1.300.000
49
637.000
4.700.000
1.725.000
Υπερβάλλον 50
Τα κλιμάκια εισοδήματος της κλίμακας της παραγράφου αυτής τιμαριθμοποιούνται κάθε έτος, σύμφωνα με το δείκτη τιμών καταναλωτή με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά την τιμαριθμοποίηση τα ποσά των κλιμακίων στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη χιλιάδα.

2. Το ποσό του φόρου, που κατά την κλίμακα της προηγούμενης παραγράφου προκύπτει για το συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου, μειώνεται με το φόρο που με βάση την ίδια κλίμακα προκύπτει για το συνολικό αφορολόγητο ποσό αυτού, το οποίο προσδιορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 8. Το υπόλοιπο αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου. Στην περίπτωση που προκύπτει πιστωτικό ποσό, αυτό δεν επιστρέφεται, ούτε συμψηφίζεται.

3. Όταν στο φορολογούμενο εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από κινητές αξίες ή από κέρδη μεριδίων εταιριών περιορισμένης ευθύνης ή από κέρδη ετερόρρυθμων εταίρων, το εισόδημα αυτό υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο ο οποίος ορίζεται σε ποσοστό 3% (τρία τα εκατό). Επίσης όταν στο φορολογούμενο εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από το εισόδημα που προέρχεται από ιδιοκατοίκηση και εκμίσθωση οικοδομών οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, το καθαρό ποσό αυτού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

Κλιμάκιο Εισοδήματος
Φορολογικός Συντελεστής (%)
Φόρος Κλιμακίου
Σύνολο
Εισοδήματος
Φόρου
100.000

100.000
2.
2.000
100.000

200.000
3.
6.000
200.000
2.000
Υπερβάλλον
4

400.000
8.000
Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου αυτής της παραγράφου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4. Ειδικά, ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία ή σε αεροσκάφη, κατά περίπτωση, υπολογίζεται ως εξής: α) στις αμοιβές που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε ξένο νόμισμα, με αναλογικό συντελεστή πέντε τα εκατό (5%). β) στις αμοιβές που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε δραχμές, με αναλογικό συντελεστή τρία τα εκατό (3%). Σε περίπτωση που ο φόρος που εξευρίσκεται μ΄ αυτό τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 και 2, το επί πλέον ποσό φόρου επιστρέφεται, ύστερα από την υποβολή στον αρμόδιο οικονομικό έφορο της σχετικής ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από το δικαιούχο.

5. Προκειμένου να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα των αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού και του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός από τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία ή ως ιπτάμενοι, αντίστοιχα, και εισοδήματα από τις κατηγορίες Α΄ έως ΣΤ΄ του όρθρου 2 του παρόντος, το ποσό του φόρου που αναλογεί με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου. Για την εξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του, με βάση τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού των εμπορικών πλοίων ή ως ιπτάμενων προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α΄, έως ΣΤ΄.

6. Από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα εκπίπτουν:
α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15. 29, 37α, 43 και 48 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στο ίδιο οικονομικό έτος.
β) Ο φόρος που αποδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτήν μέχρι όμως του ποσού του φόρου που αναλογεί για αυτό το εισόδημα στην Ελλάδα.
Για την εξεύρεση του ποσού αυτού του φόρου, το ποσό του φόρου που προκύπτει στην Ελλάδα στο συνολικό εισόδημα ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 και μερίζεται. ανάλογα με τα δύο τμήματα του εισοδήματος στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή.
Εάν το ποοό του φόρου που καταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.

7. Ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα ή το υπόλοιπο που απομένει μετά τις εκπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες δίμηνες δόσεις εντός των μηνών Μαΐου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους και μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των μηνών αυτών. Αν το συνολικό ποσό της οφειλής η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου είναι μέχρι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών, για τον ίδιο και για τη σύζυγο του, αθροιστικά λαμβανόμενο, τούτο μπορεί να καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες, του μήνα Σεπτεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους. Όταν ο φόρος βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής μιας από τις δόσεις που ορίζονται από την παρούσα, τότε οι ληξιπρόθεσμες δόσεις καταβάλλονται μέσα στην προθεσμία καταβολής της δίμηνης δόσης που ακολουθεί το μήνα στον οποίο βεβαιώνεται ο φόρος και οι υπόλοιπες στις προθεσμίες που ορίζονται στην παράγραφο αυτήν. Όταν για οποιοδήποτε λόγο ο φόρος βεβαιώνεται μετά το μήνα Νοέμβριο του οικείου οικονομικού έτους, ο φόρος καταβάλλεται σε 2 (δύο) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση του φόρου μήνα και η άλλη μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα.

8. Οταν ο οφειλόμενος, με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση, φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης όπως αυτές ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, παρέχεται έκπτωση δέκα τα εκατό (10%) στο συνολικό ποσό αυτού και των λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν οφειλών. Στην περίπτωση που η βεβαίωση ενεργείται ύστερα από το μήνα Νοέμβριο του οικείου οικονομικού έτους, παρέχεται έκπτωση πέντε τα εκατό (5%) στην εφάπαξ καταβολή της οφειλής μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, μόνο όταν αυτή προέρχεται από εμπρόθεσμη δήλωση και η βεβαίωση γίνει μέχρι το μήνα Οκτώβριο του επόμενου οικονομικού έτους.

9. Ο φορολογούμενος μπορεί να καταβάλλει μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο του οικείου οικονομικού έτους το συνολικό ποσό της οφειλής του, που προκύπτει βάσει της εμπρόθεσμης αρχικής δήλωσης του, εφ΄ όσον το ποσό αυτό είναι μέχρι το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) δραχμών. Πιστωτικό ποσό φόρου μικρότερο των 10. Σε περίπτωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης διαγράφεται το ποσό της οφειλής που βεβαιώθηκε με βάση την προηγούμενη εκκαθάριση της οικείας δήλωσης του υπόχρεου και γίνεται νέα εκκαθάριση και βεβαίωση του ποσού που προκύπτει, Κατά την εφαρμογή αυτής της διάταξης παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τα εκατό (10%) ή πέντε τα εκατό (5%) κατά περίπτωση στο τριακοσίων (300) δραχμών δεν επιστρέφεται. σύνολο της νέας οφειλής, εφ΄ όσον αυτή είναι μικρότερη της αρχικής και ο υπόχρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσοστό το ενενήντα τα εκατό (90%) ή ενενήντα πέντε τα εκατό (95%) κατά περίπτωση της νέας οφειλής. Όταν το ποσό της νέας οφειλής είναι μεγαλύτερο της αρχικής οφειλής, παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τα εκατό (10%) ή πέντε τα εκατό (5%) κατά περίπτωση μόνο για ποσό ίσο με το ποσό της αρχικής οφειλής, εφ΄ όσον αυτό καταβλήθηκε με έκπτωση ποσοστού 10%(δέκα τα εκατό) ή 5% (πέντε τα εκατό) κατά περίπτωση».

Άρθρο 4
Επιδότηση ενοικίου
Το άρθρο 10 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10
Μείωση φόρου. Επιδότηση ενοικίου κύριας κατοικίας των μισθωτών και των συνταξιούχων
1. Από το φόρο που αναλογεί κατά το άρθρο 9 στο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων αφαιρείται το μισό της θετικής διαφοράς που προκύπτει μετά την αφαίρεση από το ετήσιο ποσό που καταβλήθηκε για ενοίκιο της κύριας οικογενειακής κατοικίας του δικαιούχου του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπέντε τα εκατό (15%) του φορολογούμενου και απαλλασσόμενου εισοδήματος το οποίο αποκτήθηκε από τον υπόχρεο, τη σύζυγο του, καθώς και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

2. Οι δικαιούχοι που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν, αντί για τη, μείωση του φόρου που ορίζεται σε αυτή, το αφορολόγητο ποσό που ορίζεται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8. Αν σε αυτούς τους δικαιούχους καταβάλλεται στεγαστικό επίδομα μικρότερο από τη μείωση του φόρου που προκύπτει, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, καταβάλλεται σε αυτούς η διαφορά.

3. Για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη ποσό καταβαλλόμενου ενοικίου, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου, ως εξής:
α) μέχρι τις εκατόν σαράντα χιλιάδες (140.000) δραχμές, προκειμένου για αγάμους, χήρους ή διαζευγμένους χωρίς παιδιά,
β) μέχρι τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες (170.000) δραχμές, προκειμένου για εγγάμους χωρίς παιδιά ή αγάμους και χήρους με ένα παιδί, καθώς και διαζευγμένους με ένα παιδί, εφ΄ όσον όμως τους έχει ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών τους.
γ) μέχρι τις 210.000 (διακόσιες δέκα χιλιάδες) δραχμές, προκειμένου για εγγάμους με ένα παιδί.
Τα ποσά που ορίζονται στις πιο πάνω β΄ και γ΄ περιπτώσεις προσαυξάνονται κατά σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές, για το δεύτερο και καθένα από τα επόμενα παιδιά. –
Αν το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου υπερβαίνει το ανώτατο όριο του ενοικίου που ορίζεται στην παράγραφο αυτή, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού ως ποσό της μείωσης της παραγράφου 1 λαμβάνεται το τυχόν θετικό ποσό που θα προκύψει αν, στο ποσοστό 10% της διαφοράς μεταξύ του ενοικίου που καταβλήθηκε και του ανώτατου ορίου του ενοικίου, προστεθεί το ήμισυ της αλγεβρικής (θετικής ή αρνητικής) διαφοράς μεταξύ του ετήσιου ποσού που καταβλήθηκε για το ενοίκιο της κύριας οικογενειακής κατοικίας του δικαιούχου, το οποίο περιορίζεται στο ανώτατο όριο ενοικίου ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου και του δεκαπέντε τα εκατό (15%) του φορολογούμενου και απαλλασσόμενου εισοδήματος το οποίο αποχτήθηκε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος.

4. Το ποσό της μείωσης, η οποία προκύπτει με βάση τις παραγράφους 1 και 3, δεν μπορεί να υπερβεί τις εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) δραχμές το έτος ή τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές το έτος για τους δικαιούχους που έχουν από τέσσερα παιδιά και πάνω.

5. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα παιδιά που βαρύνουν τους δικαιούχους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

6. Η μείωση αυτή παρέχεται εφ΄ όσον ο φορολογούμενος ή, προκειμένου για εγγάμους, και οι δύο σύζυγοι, καθώς και τα πρόσωπα που συνοικούν με αυτούς και τους βαρύνουν:
α) αποκτούν αποκλειστικά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ή συντάξεις μέχρι το ποσό του ενός εκατομμυρίου εξακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.650.000) δραχμών. Για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, το εισόδημα από διατροφή που αποκτά πρόσωπο που συνοικεί με το φορολογούμενο δεν επηρεάζει τη θεμελίωση αυτού του δικαιώματος του,
β) δεν έχουν δικαίωμα κυριότητας, επικαρπίας, χρήσης, οίκησης ή νομής σε διαμέρισμα ή οικία ή σε αστικό οικοδόμημα, γενικώς σε πόλη με πληθυσμό πάνω από 5000 (πέντε χιλιάδες.) κατοίκους ή σε περιοχή που χαρακτηρίζεται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία ως τουριστικός τόπος ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της. Ειδικά, προκειμένου για τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., εφ΄ όσον αυτοί δεν έχουν δικαίωμα κυριότητας, επικαρπίας, χρήσης, οίκησης, νομής ή κατοχής σε διαμέρισμα ή οικία ή σε αστικό οικοδόμημα γενικά σε οποιαδήποτε περιοχή της χώρας, ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της,
γ) δεν είχαν δηλωθεί ως προστατευόμενα μέλη από άλλο φορολογούμενο με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος των δύο ετών που προηγούνται, κάθε φορά, του οικείου οικονομικού έτους.

7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και για εκείνους που είναι άνεργοι. Για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων ως άνεργοι θεωρούνται εκείνοι που, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, έχουν τις προϋποθέσεις επιδότησης λόγω ανεργίας, και κατά το κρίσιμο ημερολογιακό έτος παρέμειναν χωρίς εργασία, καθώς και εκείνοι που δεν έπαιρναν επίδομα ανεργίας, λόγω λήξης του χρόνου επιδότησης τους, αλλά παραμένουν χωρίς εργασία και είναι γραμμένοι στα οικεία μητρώα ανέργων.

8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η μίσθωση του ακινήτου έχει συναφθεί μεταξύ προσώπων που είναι συγγενείς πρώτου βαθμού ή ο δικαιούχος είναι μισθωτός και αποκτά εισόδημα από την παροχή εξαρτημένης εργασίας σε πρόσωπο με το οποίο είναι συγγενής πρώτου βαθμού ή το ποσό της διαφοράς που προκύπτει κατά την παράγραφο 1 είναι κατώτερο από χίλιες (1.000) δραχμές.

9. Αν στο εισόδημα των δικαιούχων δεν προκύπτει φόρος ή αν το ποσό του φόρου που αναλογεί με βάση το άρθρο 9 είναι μικρότερο από τη μείωση που ορίζεται στην παράγραφο 1, ολόκληρο το ποσό αυτής της μείωσης ή η διαφορά που απομένει, κατά περίπτωση, επιστρέφεται στους δικαιούχους κατά την εκκαθάριση των ετήσιων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους που υποβάλλονται από αυτούς.

10. Όσοι κατοικούν στο εξωτερικό, καθώς και οι αλλοδαποί που διαμένουν στν Ελλάδα και αποκτούν εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις δεν δικαιούνται τη μείωση του φόρου που ορίζεται στην παράγραφο 1.

11. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία, τα δικαιολογητικά για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη διενέργεια της μείωσης και της επιδότησης, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου».

12. Το άρθρο 9α του Ν.Δ. 3323/1955 καταργείται.

Άρθρο 5
Προσδιορισμός φορολογητέας ύλης βάσει δαπανών
Το άρθρο 5 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 5 Προσδιορισμός φορολογητέας ύλης βάσει δαπανών
1. Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ΄ εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν όταν η δαπάνη που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους είναι ανώτερη από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α΄ έως Στ΄. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 7 έως 9.
2. Για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και τους βαρύνουν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Το ετήσιο τεκμαρτό ή καταβαλλόμενο μίσθωμα για δευτερεύουσα κατοικία γενικά πάνω από εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα το οποίο πολλαπλασιάζεται με συντελεστή δύο (2). Εξαιρετικά, δε λαμβάνεται υπόψη, η τεκμαρτή δαπάνη για δευτερεύουσα κατοικία που βρίσκεται σε χωριό ή πόλη με πληθυσμό κάτω από 5.000 (πέντε χιλιάδες) κατοίκους και η οποία περιήλθε στο φορολογούμενο ή τη σύζυγο του από κληρονομιά, προίκα ή γονική παροχή, εκτός των κατοικιών που βρίσκονται σε περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά την κείμενη νομοθεσία ως τουριστικοί τόποι.
β) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που υπολογίζεται με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων συντήρησης και κυκλοφορίας επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης που προσδιορίζεται ανάλογα με τους φορολογήσιμους ίππους του αυτοκινήτου και της συμμετοχής της τεκμαρτής αυτής δαπάνης στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ως ακολούθως:
Φορολογίσιμοι ίπποι αυτοκινήτου
Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη αυτοκινήτου σε δραχμές
Μέχρι 7
400.000
8
480.000
9
580.000
10
680.000
11
790.000
12
920.000
13
1.100.000
14
1.350.000
15
1.650.000
16
2.000.000
17
2.350.000
18
2.700.000
19
3.050.000
20
3.400.000
21
3.750.000
22
4.100.000
23 και άνω
4.500.000
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη από κάθε επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητα, η οποία υπολογίζεται από το έτος που για πρώτη φορά κυκλοφόρησε στην Ελλάδα κατά ποσοστό: αα. δέκα πέντε τα εκατό (15%) για χρονικό διάστημα πάνω από (5) μέχρι δέκα(10) έτη, ββ. είκοσι τα εκατό (20%) πάνω από δέκα (10) έως δεκαπέντε (15) έτη, γγ. τριάντα τα εκατό (30%) πάνω από δεκαπέντε (15) έτη ή για αγορά επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ. Δ.Υ.), και δδ. σε 50% (πενήντα τα εκατό), όταν πρόκειται για επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης το οποίο είναι ειδικά διασκευασμένο για να χρησιμοποιείται από αναπήρους.
Στις περιπτώσεις ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών που έχουν στην κυριότητα ή κατοχή τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που αναλογεί σ΄ αυτά λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη των ομόρρυθμων εταίρων φυσικών προσώπων μεριζομένη κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός.
Η τεκμαρτή αυτή δαπάνη που αναλογεί σε κάθε εταίρο δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και για τα φυσικά πρόσωπα
ι. μέλη εταιρίας περιορισμένης ευθύνης όταν οι διαχειριστές αυτής δεν είναι εταίροι της, ιι. διαχειριστές εταιρίας περιορισμένης ευθύνης οι οποίοι είναι εταίροι αυτής και ιιι. διευθύνοντες και εντεταλμένους συμβούλους. διοικητές ανώνυμων εταιρειών και προέδρους των διοικητικών συμβουλίων τους.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος, η σύζυγος του και τα προστατευόμενα μέλη είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλων επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει για τα αυτοκίνητα αυτά λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής τεκμαρτής δαπάνης.
Η τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης του οποίου κύριος ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, λογίζεται ως τεκμαρτή δαπάνη του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και αν αυτός έχασε τη γονική μέριμνα του άλλου γονέα. Σε περίπτωση απόκτησης ή μεταβίβασης με οποιοδήποτε τρόπο επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους, η τεκμαρτή δαπάνη περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα όσοι και οι μήνες κυριότητας ή κατοχής του αυτοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερο από δεκαπέντε (15) μέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. Τα ίδια εφαρμόζονται και στην περίπτωση ακινησίας ή ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου από οποιαδήποτε αιτία. Σε περίπτωση εικονικής μεταβίβασης αυτοκινήτου της περίπτωσης αυτής ή εικονικής κτήσης αυτών από περισσότερα πρόσωπα, το τεκμήριο της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του ισχύει αυτοτελώς στο σύνολο της για κάθε έναν από τους συμβαλλομένους. Ως εικονική θεωρείται ιδίως η μεταβίβαση ή η κτήση όταν πραγματοποιείται μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ΄ ευθείαν γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι και τον τρίτο βαθμό, οπότε επιτρέπεται και η ανταπόδειξη. ΄Οταν η συγκυριότητα είναι πραγματική, η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη μερίζεται κατά το λόγο των ιδανικών μεριδίων καθενός συγκυρίου. Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, για τον υπολογισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη.
γ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη βάσει του κυβισμού δίτροχου ιδιωτικής χρήσης αυτοκινούμενου οχήματος, η οποία καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) δραχμών για μοτοσυκλέτα πεντακοσίων (500) κυβικών εκατοστών, προσαυξανόμενη με το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά προκειμένου για μοτυσυκλέτες με κυβισμό πάνω από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση.
δ) Η ετήσια δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή δύο (2). Αν ο φορολογούμενος απασχολεί ένα μόνο οικιακό βοηθό, η καταβαλλόμενη γι΄ αυτόν ετήσια δαπάνη δεν αποτελεί τεκμήριο, όταν έχει τέκνο ηλικίας μέχρι 12 (δώδεκα) ετών που τον βαρύνει, με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος και ο άλλος σύζυγος αποκτούν εισόδημα από παροχή εξαρτημένης εργασίας, άσκηση εμπορικής ή γεωργικής επιχείρησης ή επαγγέλματος από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 ατομικώς, ή από συμμετοχή σε κοινοπραξία, κοινωνία, αστική κερδοσκοπική εταιρία ή σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία ως ομόρρυθμο μέλος, ή όταν ο ίδιος ή πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει παρουσιάζει αναπηρία εξήντα εφτά τα εκατό (67%) και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, ή έχει ηλικία πάνω από εξήντα πέντε (65) ετών.
ε) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη σκαφών αναψυχής ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που τους βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα. Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου ταχύπλοα και μη ολικού μήκους μέχρι πέντε (5) μέτρα στο ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών, που προσαυξάνεται με το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τα πέντε (5) μέτρα.
ββ. Προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη με χώρο ενδιαίτησης η τεκμαρτή δαπάνη υπολογίζεται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους ως ακολούθως:
Μήκος σκάφους
Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη
Μέχρι 8 μέτρα
500.000
Πάνω από 8 μέτρα
800.000
« 10
1.000.000
« 12
1.300.000
« 14
1.700.000
« 16
2.200.000
« 18
2.800.000
« 20
3.500.000
« 22
4.300.000
« 24
5.200.000
« 26
6.200.000
Η τεκμαρτή δαπάνη από κάθε σκάφος μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητα τους κατά ποσοστό: ι. δεκαπέντε τα εκατό (15%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από (5) έτη και μέχρι δέκα (10)ετών από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά, ιι. είκοσι τα εκατό (20%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη και μέχρι δεκαπέντε (15) ετών και ιιι. τριάντα τα εκατό (30%), αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δεκαπέντε (15) έτη.
Προκειμένου για σκάφη με μόνιμο πλήρωμα ναυτολογημένο για ολόκληρο ή μέρος του έτους, στην παραπάνω δαπάνη προστίθεται και η αμοιβή του πληρώματος πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή δύο (2). Τα σκάφη επαγγελματικής χρήσης δε λαμβάνονται υπόψη για το τεκμήριο της δαπάνης.
Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις συγκυριότητας, εικονικής κτήσης ή μεταβίβασης σκαφών αναψυχής.
στ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για αεροσκάφη, ελικόπτερα και ανεμόπτερα κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου τους ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους και τους βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα. Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα στο ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών για τους εκατό (100) πρώτους ίππους, που προσαυξάνεται με το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχμών (10.000 δρχ.) για κάθε ίππο πάνω από τους εκατό (100) ίππους του κινητήρα αυτών.
ββ. Για αεροσκάφη αεριωθούμενα (JΕΤ) στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) δραχμών για κάθε λίμπρα ώθησης.
γγ. Για τα ανεμόπτερα στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών.
ζ) Η ετήσια δαπάνη για δωρεές χρηματικών ποσών, εκτός από τις δωρεές προς το δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα κοινωφελή ιδρύματα, καθώς και το ταμείο αρχαιολογικών πόρων.
3. Το συνολικό ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν, όπως αυτό προσδιορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο, προσαυξάνεται κατά δέκα τα εκατό (10%) για κάθε ένα στοιχείο προσδιορισμού της δαπάνης αυτής πέρα από το δεύτερο.
Δεν προσαυξάνεται με κανένα ποσοστό η δαπάνη που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, όταν το ποσό αυτής δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές.
4. Το ετήσιο συνολικό ποσό τεκμαρτής διαβίωσης που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο:
α) Όταν έγινε λανθασμένος υπολογισμός της τεκμαρτής δαπάνης.
β) Όταν η πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των μελών που τον βαρύνουν είναι μικρότερη από την τεκμαρτή δαπάνη, όπως αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά.
Η επίκληση των περιστατικών αυτών μπορεί να γίνει μόνο από τους υπόχρεους οι οποίοι:
αα. Υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις ένοπλες δυνάμεις
ββ. Είναι φυλακισμένοι.
γγ. Νοσηλεύονται σε νοσοκομείο ή κλινική.
δδ. Μετοικούν μόνιμα στην Ελλάδα και οι οποίοι ήσαν μετανάστες ή πολιτικοί πρόσφυγες στο εξωτερικό και μετέφεραν επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης για το οποίο κατέβαλαν κατά την εισαγωγή του μειωμένους δασμούς. Οι υπόχρεοι αυτοί μπορούν να επικαλούνται το περιστατικό αυτό για 3 (τρία) έτη από το έτος του εκτελωνισμού του αυτοκινήτου.
Εε. Είναι άνεργοι και για το χρονικό διάστημα που δικαιούνται βοήθημα ανεργίας.
στ. Συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης γιατί αποδεικνύεται ότι στις δαπάνες συμβάλλουν οι συγγενείς αυτοί οι οποίοι πραγματοποιούν εισόδημα από εμφανείς πηγές.
ζζ. Είναι ορφανοί ανήλικοι οι οποίοι έχουν στην κυριότητα τους επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης από κληρονομιά του πατέρα ή της μητέρας τους.
ηη. Όσοι προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι από γεγονότα ανώτερης βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την τεκμαρτή.
Στην περίπτωση λανθασμένου υπολογισμού της τεκμαρτής δαπάνης ο οικονομικός έφορος προβαίνει στη διόρθωση του λάθους.
Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις υποπεριπτώσεις αυτής της παραγράφου, ο φορολογούμενος υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση του και τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των ισχυρισμών και τα αποδεικτικά στοιχεία του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
5. Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:
α) Αγορά αυτοκινήτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας. Εξαιρούνται όσα αποτελούν το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας, τα μηχανήματα και τα αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης.
β) Αγορά επιχειρήσεων, εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικά. Εξαιρείται η αγορά ομολόγων του δημοσίου και μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο.
γ) Αγορά ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών. Εξαιρείται η δαπάνη για αγορά ή ανέγερση πρώτης κατοικίας, εφ΄ όσον το εμβαδά αυτής δεν υπερβαίνει τα εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα.
δ) Χορήγηση δανείων στις εταιρίες που μετέχουν ως εταίροι ή και προς την ατομική επιχείρηση με τη μορφή προσωρινών καταθέσεων.
Όσοι δεν αναγράφουν στη δήλωση την αγορά ή ανέγερση των ακινήτων υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 73α.
6. Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται:
α) Στην περίπτωση που στη συνολική ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και τών προσώπων που τους βαρύνουν δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.200.000 (ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων) δραχμών.
β) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
γ) Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δε διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολούνται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1957 (ΦΕΚ Α΄ 132), του Α.Ν. 378/1958 (ΦΕΚ Α΄ 82) και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α΄ 77) , για το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή του ενοικίου.
δ) Προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που ανήκουν σε δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχουν κατά ποσοστό πάνω από το πενήντα τα εκατό (50%) το δημόσιο και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ε) ΄Οταν η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγο του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτών είναι μικρότερη από ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) του δηλωθέντος ή προσδιορισθέντος εισοδήματος του ίδιου έτους.
7. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγο του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης τους, των παραγράφων 2 έως 5 προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογουμένου ή της συζύγου του, κατά περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων και αν δε δηλώνεται εισόδημα από τις κατηγορίες αυτές η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παρ. 3 του άρθρ. 45.

Άρθρο 6
Εισόδημα από ακίνητο

1. Ο τίτλος του δεύτερου μέρους και το κεφάλαιο Α΄ αυτού, του Ν.Δ. 3323/1955, αντικαθίσταται ως εξής:
«ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΑΚΙΝΗΤΑ
Άρθρο 17
Εισόδημα και απόκτηση του
1. Εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά περίπτωση γεωργικό έτος είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από ιδικατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση μιας ή περισσότερων οικοδομών είτε από εκμίσθωση μιας ή περισσοτέρων γαιών, το οποίο αποκτιέται από κάθε ιδιοκτήτη, νομέα, επικαρπωτή ή από αυτόν στον οποίο μεταβιβάστηκε η άσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας ή από αυτόν που έχει το δικαίωμα χρήσης ή οίκησης είτε, αν πρόκειται για επιφάνειες και εμφυτεύσεις, που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941 (ΦΕΚ Α΄ 29), καθώς επίσης και για οικοδομές που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το δικαίωμα το οποίο αποκτιέται από τον κύριο του εδάφους.
2. Για εισοδήματα από εκμίσθωση ακινήτων που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση, χρόνος απόκτησης αυτών θεωρείται ο χρόνος στον οποίο ανάγονται τα μισθώματα.
3. Προκειμένου για εκμίσθωση τμήματος ή ολόκληρης οικοδομής μαζί με έπιπλα ή μηχανήματα, στο εισόδημα συνυπολογίζεται και το τυχόν μίσθωμα των συνεκμισθούμενων επίπλων ή μηχανημάτων.
4. Στην έννοια του όρους «γαίες», που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνονται οι γαίες που καλλιεργούνται ή είναι φυτεμένες, τα δάση και οι δενδρώδεις εκτάσεις, τα λειβάδια και οι κάθε είδους βοσκήσιμες γαίες, τα μεταλλεία και λατομεία, οι πηγές, τα φρέατα, οι λίμνες και οι δεξαμενές, τα ιχθυοτροφεία, καθώς και κάθε άλλη έκταση γης μαζί με τα στοιχεία που είναι στην επιφάνεια του εδάφους και τις κάθε είδους ύλες που είναι κάτω από αυτό.
Άρθρο 18
Εισόδημα ειδικών περιπτώσεων
1. Ως εισόδημα από ακίνητα λογίζεται:
α) Το εισόδημα από γήπεδα, ιδιαίτερα όταν αυτά χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, εργοστάσια ή εργαστήρια ή ως χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων θεαμάτων, καφενείων, γυμναστηρίων και γενικά για κάθε άλλη χρήση.
β) Η αξία που έχει κατά το χρόνο της ανέγερσης της η οικοδομή που ανεγέρθηκε με δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος του οποίου την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής αν μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης του εδάφους η οικοδομή παραμένει στην κυριότητα του εκμισθωτή. Το ετήσιο εισόδημα εξευρίσκεται με διαίρεση του υπολοίπου, που προκύπτει μετά την αφαίρεση του τυχόν ανταλλάγματος, που έχει ορισθεί στη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας της οικοδομής, από την αξία αυτής, κατά το χρόνο της ανέγερσης της, σε μέρη ίσα με τον αριθμό των ετών κατά τα οποία διαρκεί η μίσθωση του εδάφους. Ως αξία της οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου λαμβάνεται η πραγματική αξία της οικοδομής, η οποία εξευρίσκεται από τα επίσημα βιβλία και λοιπά στοιχεία εκείνου που ανήγειρε την οικοδομή. Σε περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία ή αυτά που τηρούνται κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή, καθώς και σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον ενδιαφερόμενο της αξίας που υπολογίσθηκε μ΄ αυτό τον τρόπο, αυτή καθορίζεται ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και σε συνέχεια από τα διοικητικά δικαστήρια.
γ) Σε περίπτωση υπεκμίσθωσης αυτό που αποκτιέται από το μισθωτή.
δ) Στις περιπτώσεις μισθώσεων διάρκειας μεγαλύτερης από 9 (εννέα) έτη, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση μεταγραφής τους σύμφωνα με το άρθρο 1208 του Αστικού Κώδικα ή των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις οικοδομών που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το εισόδημα που αποκτιέται από το μισθωτή ή επιφανειούχο ή εμφυτευτή ή από αυτόν που ανήγειρε τα κτίσματα της οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, είτε άμεσα από υπεκμίσθωση είτε έμμεσα από ιδιοχρησιμοποίηση.
ε) Σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο, ενός ή περισσότερων ακινήτων, σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, το αντάλλαγμα που αποκτά ο κύριος ή ο επικαρπωτής του ακινήτου από τη μεταβίβαση αυτή.
Για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος το αντάλλαγμα αυτό διαιρείται σε μέρη ίσα προς τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειας της επικαρπίας. Σε περίπτωση που το αντάλλαγμα αυτό είναι μικρότερο τουλάχιστον κατά δέκα τα εκατό (10%) από τη πραγματική αξία του δικαιώματος της επικαρπίας, όπως αυτή προσδιορίζεται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973 (ΦΕΚ, Α΄ 202), κατά το χρόνο της μεταβίβασης της, για τον προσδιορισμό του ετήσιου εισοδήματος λαμβάνεται η πραγματική αξία της επικαρπίας, διαιρούμενη σε μέρη ίσα με τον αριθμό των πραγματικών ετών διάρκειας της.
στ) Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται κατόπιν συμφωνίας στον ιδιοκτήτη, νομέα κ.λπ. δάσους για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης του, σε ποσοστό της δασικής παραγωγής, το οποίο υπολογίζεται κατά μονάδα βάρους ή όγκου επί της παραγωγής ή με άλλη παρόμοια αναλογία.
ζ) Το αντάλλαγμα το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο υπολογίζεται και καταβάλλεται κατά συνήθεια ή κατά συμφωνία στον ιδιοκτήτη, νομέα κτλ. σε ποσοστό της παραγωγής, για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των γαιών, εφ΄ όσον αυτός δε συμμετέχει στις δαπάνες καλλιέργειας ή συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων.
η) Στις περιπτώσεις των επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν. 2783/1941, το εισόδημα που αποκτιέται από τον επιφανειούχο ή τον εμφυτευτή από την εκμίσθωση των γαιών στις οποίες έχει το δικαίωμα του.
θ) Το αντάλλαγμα που καταβάλλεται για την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση φωτεινών επιγραφών και κάθε είδους διαφημίσεων.
2. Δε λογίζεται ως εισόδημα από ακίνητα αυτό που προκύπτει:
α) Από βιομηχανοστάσια που ιδιοχρησιμοποιούνται, μαζί με τα παραρτήματα τους, και τα εξαρτήματα καθώς και με τις αποθήκες και τα οικόπεδα που είναι συνεχόμενα μ΄ αυτά και χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση πρώτων υλών και για την πρώτη εναπόθεση των βιομηχανικών προϊόντων. Ως βιομηχανοστάσια θεωρούνται τα οικοδομήματα που έχουν ειδικά ανεγερθεί για τη λειτουργία βιομηχανίας, στα οποία έχουν μόνιμα προσαρμοστεί μηχανικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα οικοδομήματα επεξεργασίας και συν/τήρησης καπνών σε φύλλα ή άλλων εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων.
β) Από οικοδομήματα που ιδιοχρησιμοποιούνται και τα οποία βρίσκονται μέσα ή έξω από τα αγροτικά κτήματα και χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των έργων της γεωργικής εν γένει επιχείρησης.
Άρθρο 19
Ακαθάριστο εισόδημα
1. Ακαθάριστο εισόδημα, προκειμένου για οικοδομή που εκμισθώνεται, είναι το μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που δεν προσάγεται το συμφωνητικό ή άλλο στοιχείο που μπορεί ν΄ αποδείξει τη συμφωνία ή αν τα αποδεικτικά στοιχεία ή τα συμφωνητικά που προσάγονται εμφανίζουν μίσθωμα που είναι δυσαναλόγως κατώτερο σε σχέση με τη μισθωτική αξία της οικοδομής, ο προσδιορισμός του εισοδήματος που προκύπτει από αυτή γίνεται αφού αυτή συγκριθεί με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση δυσανάλογου μισθώματος, σε σχέση με τη μισθωτική αξία της οικοδομής, όταν η μισθωτική αξία της είναι ανώτερη από το μίσθωμα που δηλώνεται σε ποσοστό δεκαπέντε τα εκατό (15%) τουλάχιστον του μισθώματος αυτού. Ειδικώς, το εισόδημα αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάμισι τα εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου, που εκμισθώνεται και χρησιμοποιείται ως κατοικία, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, για τις περιοχές που ισχύει κάθε φορά το σύστημα αυτό. Ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τον καθορισμό της μισθωτικής αξίας αυτού του ακινήτου, εφ΄ όσον από εξαιρετικούς λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στους παράγοντες που επηρεάζουν τη μισθωτική αξία του, αυτή είναι μικρότερη από το τριάμισι τα εκατό (3,5%) της πιο πάνω αξίας του. Η επίκληση των λόγων αυτών, καθώς και η προσαγωγή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων γίνεται με την προσφυγή η οποία ασκείται από το φορολογούμενο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους. Αν ο φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η προσφυγή ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 77 του Ν. 4125/1960 (ΦΕΚ, Α΄ 202).
Ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στην προσφυγή αυτή δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου εκτός αν η όψιμη προβολή τους κρίνεται από το διοικητικό πρωτοδικείο αποχρώντος δικαιολογημένη.
2. Σε περίπτωση που η οικοδομή κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με άλλο τρόπο από τον ιδιοκτήτη, τον επιφανειούχο, το νομέα, τον επικαρπωτή κ.λπ. ή με τη συγκατάθεση αυτού, κατοικήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με άλλο τρόπο από τρίτο χωρίς αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα βρίσκεται ύστερα από τη σύγκριση της με άλλες οικοδομές που εκμισθώνονται πάντως, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα που καθορίζεται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το πέντε τα εκατό (5%) ούτε μικρότερο από το τριάμισι τα εκατό (3,5%) της αξίας του ακινήτου, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το τέσσερα τα εκατό (4%) της πραγματικής αξίας της οικοδομής κατά το χρόνο της φορολογίας.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου.
Για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, η αξία της οικοδομής που ιδιοκατοικείται προσδιορίζεται κάθε 3 (τρία) έτη. Το οικονομικό έτος 1989 λαμβάνεται ως έτος βάσης για την πρώτη τριετία.
3. Προκειμένου για γαίες που εκμισθώνονται, ως ακαθάριστο εισόδημα λαμβάνεται αυτό που προκύπτει με βάση τη συμφωνία.
Αν το μίσθωμα ή αντάλλαγμα έχει συμφωνηθεί σε είδος, αυτό αποτιμάται σε χρήμα, με βάση τη μέση τιμή χονδρικής πώλησης του είδους αυτού, κατά το χρόνο και στον τόπο παραγωγής του.
Σε περίπτωση που δεν προσάγεται συμφωνητικό ή άλο στοιχείο που αποδεικνύει τη συμφωνία ή όταν το μίσθωμα που συμφωνήθηκε σε χρήμα ή σε είδος είναι δυσανάλογο, καθ΄ όσον είναι καταφανώς κατώτερο από τη μισθωτική αξία των γαιών το ακαθάριστο εισόδημα, εξευρίσκεται με σύγκριση των γαιών με άλλες γαίες που εκμισθώνονται, θεωρείται ότι υπάρχει περίπτωση δυσαναλόγου μισθώματος σε σχέση με τη μισθωτική αξία των γαιών, κάθε φορά που η μισθωτική αξία είναι ανώτερη του συμφωνημένου μισθώματος κατά είκοσι πέντε τα εκατό (25%) του μισθώματος αυτού.
Άρθρο 20
Καθαρό εισόδημα
1. Από το κατά το προηγούμενο άρθρο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα εκπίπτουν:
α) Πάγιο ποσοστό είκοσι πέντε τα εκατό (25%) για κάθε φόρο τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου που βαρύνει την οικοδομή, για τα ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαϊάς ή άλλων κινδύνων, καθώς και για αποσβέσεις και έξοδα επισκευής για τη συντήρηση οικοδομών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, σταθμοί αυτοκινήτων, ξενοδοχεία, κλινικές και σανατόρια.
Το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται αα. σε 10% (δέκα τα εκατό) για το εισόδημα που προκύπτει από οικοδομές οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις, καθώς και για το εισόδημα που προκύπτει από τη διαφορά του μισθώματος και του υπομισθώματος οικοδομών που εκμισθώνονται για οποιαδήποτε χρήση και ββ. σε πέντε τα εκατό (5%) για το εισόδημα που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄, β΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, από γήπεδα, από την αξία της οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε ξένο έδαφος η οποία θεωρείται εισόδημα, καθώς και από την παραχώρηση χώρων τοποθέτησης επιγραφών και κάθε είδους διαφημίσεων, όπως επίσης και για το εισόδημα που προκύπτει από τη διαφορά του μισθώματος και του υπομισθώματος γηπέδων ή γαιών που εκμισθώνονται για οποιαδήποτε χρήση.
Το ποσό της έκπτωσης, που προκύπτει από την εφαρμογή της διάταξης του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής, προσαυξάνεται κατά το ποσό που η πραγματική συνολική δαπάνη για την επισκευή, συντήρηση καθώς και την αμοιβή δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου, που αφορούν οικοδομές που εκμισθώνονται και χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, υπερβαίνει το δεκατρία τα εκατό (13%) του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτά ο δικαιούχος από εκμίσθωση οικοδομών που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες.
Το πρόσθετο αυτό ποσό έκπτωσης δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό είκοσι πέντε τα εκατό (25%) του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτά ο δικαιούχος από εκμίσθωση οικοδομών που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες.
Για την έκπτωση αυτή υποβάλλονται, μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος, τα πρωτότυπα των σχετικών δικαιολογητικών που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2238/1994.
Επίσης, από το ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές που εκμισθώνονται ως κύρια κατοικία σε πολυμελή οικογένεια, εκπίπτει πρόσθετο πάγιο ποσοστό επί του εισοδήματος αυτού, το οποίο υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των παιδιών που βαρύνουν τον ενοικιαστή της οικοδομής ή τον άλλο σύζυγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 και ορίζεται σε πέντε τα εκατό (5%) για το τέταρτο και καθένα μετά το τέταρτο παιδί.
β) Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης ή ιδιοχρησιμοποίησης οικοδομών που έχουν ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου, το δικαίωμα που παρέχεται ετησίως στον ιδιοκτήτη της γης, καθώς και η αξία της οικοδομής που ανεγέρθηκε σε έδαφος κυριότητας τρίτου η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, λογίζεται ως εισόδημα.
γ) Στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης, πολυετούς μίσθωσης μεταγραπτέας και δικαιώματος επιφανείας ή εμφύτευσης, το μίσθωμα ή δικαίωμα που καταβάλλεται.
δ) Κάθε φόρος, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου που βαρύνει τις γαίες.
ε) Ποσοστό πέντε τα εκατό (5%) για αποσβέσεις και έξοδα συντήρησης των γαιών και γενικά για κάθε συναφές βάρος.
στ) Ποσοστό δέκα τα εκατό (10%) των δαπανών αντιπλημμυρικών έργων και έργων αποξήρανσης ελών για απόσβεση τους, όχι όμως και για έξοδα βελτίωσης και επέκτασης των γαιών,
2. Το ποσό που απομένει, μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί το καθαρό εισόδημα από ακίνητα.

2. Τα άρθρα 21, 22, 23 και 24 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργούνται.

Άρθρο 7
Εισόδημα από κινητές αξίες

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται περιπτώσεις δ΄ και ε΄, οι οποίες έχουν ως εξής:
“δ) Από κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων.
ε) Από κέρδη ανώνυμων εταιριών που διανέμονται με τη μορφή μετρητών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους».

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 25 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Όταν το εισόδημα των περιπτώσεων α΄, β΄, δ΄ και ε” της προηγούμενης παραγράφου ορίζεται ότι θα καταβάλλεται στο δικαιούχο του ελεύθερο από φόρο, εισόδημα που υπόκεσαι σε φόρο είναι το ποσό από το οποίο, αν αφαιρεθεί ο φόρος που του αναλογεί, προκύπτει το χωρίς φόρο ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο».

3. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται περιπτώσεις δ΄ και ε΄ οι οποίες έχουν ως εξής:
«δ) ΓΊα τα κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρ.25, ο χρόνος έγκρισης τους από την Α.Ε. «Διαχειρίσεως».
ε) Για τα ποσά της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 25, ο χρόνος έγκρισης του ισολογισμού από τη γενική συνέλευση των μετόχων».

4. Στο άρθρο 27 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται παράγραφοι 3 και 4, οι οποίες έχουν ως εξής:
«3. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 26, χρόνος κτήσεως είναι ο χρόνος που εγκρίθηκαν από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
4. Για τα εισοδήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 26, χρόνος κτήσεως είναι ο χρόνος διάλυσης της ανώνυμης εταιρίας».

Άρθρο 8
Εισόδημα από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 31 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργείται.

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 31 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Τα κατά το άρθρο αυτό εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων που λειτουργούν με τη μορφή ομόρρυθμης, ετερρόρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας, κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα καθώς και συνεταιρισμών, θεωρείται ότι αποκτήθηκαν:
α) Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα από κάθε ένα εταίρο ή μέλος, για το ποσοστό των κερδών που του αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρία, κοινοπραξία ή κοινωνία.
Ως χρόνος κτήσης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, θεωρείται η ημερομηνία στην οποία κλείστηκε η διαχείριση και προκειμένου για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η ημερομηνία που εγκρίθηκε ο ισολογισμός της από τη συνέλευση των εταίρων. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί ο ισολογισμός της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την τελευταία ημέρα αυτού του τριμήνου. Σε περίπτωση λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής κατά περίπτωση. Αν η λύση, συγχώνευση ή μετατροπή επέρχεται πριν από την πάροδο 3 (τριών) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου και εφ΄ όσον ο ισολογισμός δεν έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των εταίρων, το εισόδημα και των δύο διαχειριστικών περιόδων λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας.
β) Στην περίπτωση της συμμετοχής (αφανούς) εταιρίας, από τον εμφανή εταίρο για το σύνολο των κερδών της εταιρίας.
γ) Στις περιπτώσεις των συνεταιρισμών που έχουν συσταθεί νόμιμα, από κάθε συνεταίρο για το μέρισμα ή την αμοιβή που του καταβλήθηκε. Η ύπαρξη των εταιριών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ αποδεικνύεται με έγκυρο συστατικό έγγραφο δημοσιευμένο, σύμφωνα με όσα ορίζει ο εμπορικός νόμος. Η κοινοπραξία αναγνωρίζεται, εφ΄ όσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ,ώδικα Φορολογικών Στοιχείων. Αντέγραφα για την εικονικότητα είτε των σχέσεων αυτών, είτε των όρων που συνδέουν τα μέρη τούτων γενικά, δεν αναγνωρίζονται».

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 32 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα:
α) Με συντελεστή τριάντα τα εκατό (30%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από την εκχώρηση ή μεταβίβαση αυτοτελώς κάθε δικαιώματος το οποίο είναι συναφές με την άσκηση της επιχείρησης ή του επαγγέλματος, όπως του δικαιώματος της μίσθωσης ή υπομίσθωσης ή του προνομίου ή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και άλλων παρόμοιων δικαιωμάτων, καθώς και της άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσυκλετών δημόσιας χρήσης που μεταβιβάζονται. Με εκχώρηση εξομοιώνεται και η παραίτηση από μισθωτικά δικαιώματα.
β) Με συντελεστή 20% (είκοσι τα εκατό) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης επιχείρησης με τα άϋλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία, σήμα, προνόμιο κτλ.».

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 33 β΄ του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή εφ΄ όσον ο υπόχρεος ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα πάνω από πέντε (5) έτη και σε πόλη με πληθυσμό πάνω από δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ή σε πόλεις με πληθυσμό από δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους, και κάτω, εφ΄ όσον στην περίπτωση αυτή ο υπόχρεος α) διατηρεί ένα τουλάχιστο υποκατάστημα σε άλλη πόλη ή β) εκμεταλλεύεται εστιατόρια, καφετέριες, χορευτικά και εξοχικά κέντρα και συναφείς επιχειρήσεις με την προϋπόθεση ότι οι πόλεις αυτές έχουν χαρακτηρισθεί τουριστικοί τόποι σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία».

5. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 33β του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται νέο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
«Για τον υπολογισμό της πενταετίας στην περίπτωση που το μέλος αν και υπόχρεο δεν έχει υποβάλει δήλωση έναρξης επαγγέλματος, ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου μέσα στο οποίο η εταιρία ή η κοινωνία γνωστοποίησε με δήλωση της στον αρμόδιο οικονομικό έφορο την έναρξη των εργασιών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ, Α΄ 125)».

6. Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρ. 34 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Για επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την προσθήκη του μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των έτοιμων προϊόντων που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ίδια χρήση. Το μικτό εμπορικό ή βιομηχανικό κέρδος, κατά περίπτωση, βρίσκεται με σύγκριση των τιμών κτήσης και πώλησης των αγαθών που διατέθηκαν από την επιχείρηση. Σε περίπτωση που για την κρινόμενη επιχείρηση δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής μικτού κέρδους άλλων ομοειδών επιχειρήσεων. Όταν το μικτό κέρδος καθορίζεται από το Υπουργείο Εμπορίου, προκειμένου να προσδιοριστούν τα ακαθάριστα έσοδα, ως ποσοστό μικτού κέρδους, λαμβάνεται το ανώτατο όριο του συντελεστή που έχει καθοριστεί από το Υπουργείο αυτό.
Σε περίπτωση που το Υπουργείο Εμπορίου έχει καθορίσει δραχμικό μικτό κέρδος γίνεται αναγωγή αυτού σε ποσοστιαίο. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, θεωρείται ότι τα εμπορεύσιμα αγαθά πουλήθηκαν όλα μέσα στη χρήση και ότι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες μεταποιήθηκαν και πουλήθηκαν μέσα στη χρήση ως έτοιμα προϊόντα, ανεξάρτητα από το αν η διάθεση τους γίνεται χονδρικώς ή λιανικώς. Στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και εφ΄ όσον το επόμενο έτος συνεχίζουν να τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, θεωρείται ότι πουλήθηκαν μέσα στη χρήση από τα εμπορεύσιμα αγαθά, τόσα δωδέκατα αυτών όσοι οι μήνες της πραγματικής λειτουργίας της επιχείρησης. Τμήμα του μήνα λογίζεται ως ακέραιος μήνας.
Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις αγορές του αμέσως επόμενου έτους και λογίζεται ως αγορά του έτους αυτού.Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από τη ν επιχείρηση:
αα. Από την πρώτη στη δεύτερη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης κατηγορίας, δεν μπορούν να υπερβούν τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα μέσα σ΄ αυτήν την περίοδο.
Όταν όμως τα ακαθάριστα έσοδα αυτής της περιόδου που προκύπτουν με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων, μειωμένα κατά τα ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία είχαν τηρηθεί βιβλία πρώτης κατηγορίας, είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα της ίδιας περιόδου που βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, τότε τα μεγαλύτερα αυτά ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται ως έσοδα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
ββ. Από την πρώτη στην τρίτη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την τελευταία πριν από την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων διαχειριστική περίοδο βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, μειωμένα κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζονται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων.
γγ. Από τη τρίτη ή δεύτερη στην πρώτη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία πρώτης κατηγορίας βρίσκονται με βάση την αξία των αγορασθέντων κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων προϊόντων, η οποία προσαυξάνεται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων ετοίμων προϊόντων που αποδειγμένα δε διατέθηκαν ή δε χρησιμοποιήθηκαν, εφ΄ όσον τηρήθηκαν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή που εμφανίζονται στη ν απογραφή, εφ΄ όσον τηρήθηκαν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κωδικά Φορολογικών Στοιχείων».

7. Οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄ ε΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«α) Τα γενικά έξοδα διαχείρισης στα οποία περιλαμβάνονται και: αα. Τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής του προσωπικού, εφ΄ όσον έχουν καταβληθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού εκτός αν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται μερική ή ολική απαλλαγή από την υποχρέωση για την καταβολή εισφορών. Επίσης, τα έξοδα μισθοδοσίας του υπαλληλικού προσωπικού της επιχείρησης που συνδέεται με τον εργοδότη με συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό, εφ΄ όσον καταβλήθηκαν ή βεβαιώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κύριας ή επικουρικής υποχρεωτικής ασφάλισης στο ΙΚΑ ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Προκειμένου για τις ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες και περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, τις κοινοπραξίες, κοινωνίες και αστικές εταιρίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η διάταξη εφαρμόζεται στην περίπτωση που η συγγενική σχέση υπάρχει μεταξύ εργαζομένου και κάποιου από τα μέλη της εταιρίας, κοινοπραξίας ή κοινωνίας.
ββ. Το τεκμαρτό ενοίκιο των ακινήτων, που ανήκουν στον επιχειρηματία και χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση, εφ όσον αυτό υπολογίστηκε στο εισόδημα από ακίνητα.
γγ. Η αξία των ακινήτων, που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς στο δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το ταμείο αρχαιολογικών πόρων. Η αξία των ακινήτων καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του νόμου 1249/1982 ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον οικονομικό έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ιδρύματα, εφ΄ όσον τα ποσά αυτά καταθέτονται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Επίσης, τα χρηματικά ποσά μέχρι ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%) αυτών, που καταβάλλονται λόγω δωρεάς, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από ποσοστό δεκαπέντε τα εκατό (15%) του συνολικού καθαρού κέρδους που δηλώθηκε, στα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και σ΄ οποιοδήποτε αθλητικό σωματείο που έχει συσταθεί, νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, εφ΄ όσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για την καλλιέργεια και ανάπτυξη τωνερασιτεχνικών τους τμημάτων.
δδ. Τα ποσά τα οποία διατίθενται από τις επιχειρήσεις έκδοσης:
ι. ημερήσιων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών εφημερίδων.
ιι. εβδομαδιαίων, δεκαπενθήμερων και μηνιαίων εφημερίδων, ή περιοδικών για την κάλυψη ειδικών δαπανών, για τις οποίες, λόγω της φύσεως τους, δεν είναι εφικτή η λήψη στοιχείων που αποδεικνύουν την πραγματοποίηση τους. Το εκπιπτόμενο ποσό ορίζεται σε ποσοστό 4% (τέσσερα τα εκατό) προκειμένου, για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης ι και σε ένα τα εκατό (1%) για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης ιι και υπολογίζεται στο σύνολο των ακαθάριστων εσόδων αυτών των επιχειρήσεων από την πώληση εντύπων και καταχωρίσεων σ΄ αυτά γενικώς.
β) Οι δαπάνες για τη συντήρηση και επισκευή των επαγγελματικών γενικά εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και αυτοκινήτων οχημάτων.
Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής. κυκλοφορίας και αποσβέσεων των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 1.600 κυβικών εκατοστών που έχουν την κυριότητα τους οι επιχειρήσεις, εκπίπτουν μέχρι ογδόντα τα εκατό (80%) του συνολικού ύψους αυτών, εφ΄ όσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.
Αν τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης έχουν κυλινδρισμό κινητήρα άνω των 1600 κυβικών εκατοστών, εκπίπτουν με τις ίδιες προϋποθέσεις μέχρι τριάντα τα εκατό (30%) του ύψους των πιο πάνω δαπανών. Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, καθώς και στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητα αποκλειστικά για την εκπαίδευση των υποψήφιων οδηγών.
γ) Η αξία των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ειδικές δαπάνες επεξεργασίας, αποθήκευσης, μεταφοράς, ασφάλειας κτλ.
δ) Οι δεδουλευμένοι κάθε είδους τόκοι δανείων ή πιστώσεων, γενικά, της επιχείρησης. Εξαιρούνται οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων προς το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ε) Τα ποσά των κάθε είδους φόρων, τελών και δικαιωμάτων που βαρύνουν την επιχείρηση. Δεν εκπίπτουν οι τυχόν καταβαλλόμενοι από την επιχείρηση κάθε είδους φόροι που βαρύνουν τρίτους.
θ) Τα μικροέξοδα, μικροδωρεές, μικροβοηθήματα και μικροέξοδα κοινωνικής παράστασης της επιχείρησης, το ποσό των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί κατά μήνα τις 8.000 (οκτώ χιλιάδες) και 12.000 (δώδεκα χιλιάδες) δραχμές αντίστοιχα για επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν χωρίς να απαιτείται απόδειξη πληρωμής. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται να αναπροσαρμόζεται το ύψος των εξόδων αυτών κατά κατηγορία τηρούμενων βιβλίων».

8. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Εξαιρετικά, για τις εξαγωγές κάθε είδους προϊόντων που πραγματοποιούνται από 1.1.1988 μέχρι 31.12.1991 η αναγνωριζόμενη χωρίς δικαιολογητικά έκπτώση από τα ακαθάριστα έσοδο για την αντιμετώπιση ειδικών δαπανών εξαγωγών υπολογίζεται στα ακαθάριστα έσοδα που προέρχονται από εξαγωγές, με βάση την πιο κάτω κλίμακα:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι 1 δισεκατομμύριο ποσοστό έκπτωσης 3%, σε ακαθάριστα έσοδα από 1 δισεκατομμύριο μέχρι 3 δισεκατομμύρια ποσοστό έκπτωσης 2% και σε ακαθάριστα έσοδα άνω των 3 δισεκατομμυρίων ποσοστό έκπτωσης 1%. Τα ποσοστά αυτά δεν εφαρμόζονται σε εξαγωγές πετρελαιοειδών, για τις οποίες εξακολουθεί να ισχύει η προβλεπόμενη από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής έκπτωση ποσοστού 1% στα ακαθάριστα έσοδα. Για τις εξαγωγές προϊόντων που πραγματοποιούνται από την 1η /1/1988 μέχρι 31/12/1991, καταργείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 31 του Ν. 1326/1983 (ΦΕΚ Α” 19), διάθεση ποσοστού για την αντιμετώπιση ειδικών δαπανών εξαγωγών».

9. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Η διαδικασία αυτή ακολουθείται ανάλογα και στις επιχειρήσεις που τα καθαρά κέρδη εξευρίσκονται κατά ένα μέρος λογιστικώς και κατά το άλλο εξωλογιστικώς και οι δαπάνες αφορούν το σύνολο της δραστηριότητας».

10. Μεταξύ τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται δύο εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:
«Προκειμένου για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33α, όταν τα καθαρά κέρδη αυτών προσδιορίζονται εξωλογιστικά, συντελεστής καθαρού κέρδους λαμβάνεται αυτός που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος αυτών με την προϋπόθεση ότι είναι μεγαλύτερος από τον οικείο συντελεστή του πίνακα. Ο συντελεστής που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα».

11. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Επίσης οι ατομικές και εταιρικές επιχειρήσεις με τον τύπο της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, καθώς και οι επιχειρήσεις με τη μορφή της κοινωνίας του αστικού δικαίου που προκύπτουν από τη λύση ή τη μετατροπή υφιστάμενης ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας ή ατομικής επιχείρησης ή κοινωνίας του αστικού δικαίου, δε θεωρούνται νέες επιχειρήσεις για τη μείωση του συντελεστή καθαρού κέρδους εφ΄ όσον οι επιχειρήσεις αυτές λειτουργούν στην ίδια ή σε διαφορετική επαγγελματική εγκατάσταση και στο αντικείμενο των εργασιών τους περιλαμβάνεται και εκείνο της επιχείρησης που λύθηκε ή μετατράπηκε».

12. Η παράγραφος 1 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων πολυκατοικιών, γραφείων, καταστημάτων, αποθηκών και λοιπών χώρων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
α) Το τίμημα από τις πωλήσεις των πιο πάνω ακινήτων που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.
β) Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας, κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Ως πωλήσεις θεωρούνται και αυτές που έγιναν απευθείας από τον οικοπεδούχο για λογαριασμό του εργολήπτη.
Η αντικειμενική αξία ή η πραγματική, κατά περίπτωση, των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών, και λοιπών χώρων που περιέρχονται κατά το χρόνο της διάλυσης στα μέλη της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή κοινοπραξίας ή κοινωνίας ή αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο της εταιρίας ή κοινοπραξίας ή κοινωνίας κατά το χρόνο της διάλυσης αυτής. Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα έσοδα αυτά φορολογείται στο όνομα των μελών ή εταίρων της κοινοπραξίας ή κοινωνίας και κατά το υπόλοιπο στο αμέσως επόμενο έτος. Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που ορίζονται στην παράγραφο αυτή εξευρίσκονται με τη χρήση συντελεστή δεκαπέντε τα εκατό (15%) στα ακαθάριστα έσοδα τους.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή τηρεί βιβλία κατώτερης κατηγορίας από αυτά που ορίζονται από τον ίδιο Κώδικα, ο πιο πάνω συντελεστής προσαυξάνεται κατά πενήντα τα εκατό (50%). Επίσης, αν οι δαπάνες κατασκευής που εμφανίζονται στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης ότι πραγματοποιήθηκαν για τις ανεγειρόμενες οικοδομές, βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το πραγματικό κόστος, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να προσαυξήσει τον πιο πάνω συντελεστή καθαρού κέρδους μέχρι τριάντα τα εκατό (30%). Δε θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία όταν η διαφορά μεταξύ των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν και του πραγματικού κόστους είναι μέχρι είκοσι τα εκατό (20%) του πραγματικού κόστους».

13. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 55 του Ν. 1041/1980 (ΦΕΚ Α΄ 75) προστίθενται δύο νέα εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:
«Οι διατάξεις των άρθρων 52, 53 και 59 του Ν.Δ. 3323/1955 και του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242) εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή. Αντικείμενο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς δε δύναται να αποτελέσει το ποσοστό του επιβαλλόμενου προστίμου».

14. Το άρθρο 39 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 39 Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος από γεωργικές επιχειρήσεις, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 5, 32, 33, 34, 35 καθώς και της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 (ΦΕΚΑ΄ 173). της παρ. 6 του άρθρ. 6 του Ν. 1473/1984 (ΦΕΚ, Α΄ 127), του άρθρου 55 του Ν. 1041/1980 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ Α΄ 50).
2. Σε περίπτωση που το καθαρό εισόδημα δε μπορεί να προσδιοριστεί λογιστικώς, αυτό προσδιορίζεται τεκμαρτώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων —ρ επιχείρησης με ειδικούς, κατά κλάδο εκμεταλλεύσεων, συντελεστές καθαρού εισοδήματος. Ως ακαθάριστο εισόδημα λαμβάνεται η αξία των παραγόμενων προϊόντων. Για την εξεύρεση της αξίας τους τα προϊόντα αποτιμώνται σε δραχμές, με βάση τη μέση τιμή χονδρικής πώλησης τους στο χρόνο και στον τόπο της παραγωγής τους. Σ΄ αυτά τα ακαθάριστα έσοδα δε συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά εσόδων:
α) Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις.
β) Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης
γ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν αποσβεστεί, εφ΄ όσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, τέλη και εισφορές της επιχείρησης εφ΄ όσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
Τα ποσά των πιο πάνω περιπτώσεων α΄ έως δ΄ προστίθενται στο καθαρό εισόδημα της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή καθαρού εισοδήματος.
3. Για κάθε κλάδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρού εισοδήματος, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα. Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού εισοδήματος περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τις γεωργικές επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κ,ώδικα Φορολογικών Στοιχείων, αλλά δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού εισοδήματος προσαυξάνεται κατά σαράντα τα εκατό (40%)
4. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας ζημιών από γεγονότα απρόβλεπτα ή οφειλόμενα σε ανώτερη βία, μειώθηκε το εισόδημα του από τη γεωργική εκμετάλλευση, το καθαρό εισόδημα μπορεί να προσδιοριστεί με τη χρήση του συντελεστή κατώτερου από εκείνους που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Στην περίπτωση αυτήν ο συντελεστής δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το μηδέν.

Άρθρο 9
Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες

1. Η περίπτωση δ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους με βάση μηνιαίο μισθό, σύμφωνα με το Ν. 2112/1920 (ΦΕΚ; Α΄ 67) και το άρθρο 94 του Ν.Δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α΄ 235), όπως ισχύουν, κατά το τμήμα αυτής το οποίο αντιστοιχεί στο πολλαπλάσιο των εξήντα χιλιάδων (60.000) δραχμών το μήνα, δε θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεσαι σε φόρο. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τα εκατό (10%) και ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης γ΄, οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση, που παρέχεται οπό οποιοδήποτε φορέα και για οποιοδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης.
Όταν το ποσό της αποζημίωσης, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια υπόκειται σε φόρο, ξεπερνάει το ποσό του 1.000.000 (ενός εκατομμυρίου) δραχμών, το πάγω από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές ποσό αυτής υπόκειται σε φόρο με συντελεστή δεκαπέντε τα εκατό (15%) που παρακρατείται κατά την πληρωμή αυτής».

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται και προστίθεται νέα παράγραφος 7, οι οποίες έχουν ως εξής:
«6. Στο μηνιαίο εισόδημα από αμοιβές για υπηρεσία ενεργού εφημερίας, που αποκτούν οι ιατροί που είναι ενταγμένοι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.), οι πανεπιστημιακοί ιατροί που δεν ασκούν ελευθέριο επάγγελμα και οι ειδικευόμενοι ιατροί που διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 1397/1983 (ΦΕΚ,: Α΄ 143), για το ποσό αυτών που αντιστοιχεί σε δύο (2) ημέρες ενεργού κατά μήνα εφημερίας, ο φόρος παρακρατείται με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 όταν αυτές συνεντέλλονται σε μισθοδοτική κατάσταση μαζί με τις άλλες αποδοχές του δικαιούχου και με βάση τους συντελεστές της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 όταν αυτές εντέλλονται με χωριστή κατάσταση, για το υπόλοιπο ποσό με συντελεστή είκοσι τα εκατό (20%), εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης για το ποσό αυτών. Δύναται όμως ο φορολογούμενος το ποσό των ετήσιων αμοιβών του προηγούμενου εδαφίου, για τις οποίες παρακρατήθηκε φόρος με συντελεστή είκοσι τα εκατό (20), να το περιλάβει στη δήλωση του, του οικείου οικονομικού έτους και να υπαχθεί σε φόρο με βάση την κλίμακα του άρθρου 9. Στην περίπτωση αυτή για το συμψηφισμό του φόρου που παρακρατήθηκε εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 9.
7. Οι αποδοχές των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή την ελληνική και τη γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη γερμανική ή είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και πληρώνονται από το ελληνικό Δημόσιο ή φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού, υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή 5% (πέντε τα εκατό) στο ποσό των αποδοχών πριν από κάθε κράτηση που τις βαρύνει, και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τις αποδοχές αυτές. Ο φόρος που αναλογεί με βάση το συντελεστή αυτό παρακρατείται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών κατά την εκκαθάριση αυτών και αποδίδεται με εξαμηνιαίες δηλώσεις στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία. Οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του δικαιούχου, το ποσό αποδοχών, το φόρο που αναλογεί ο΄ αυτές, καθώς και τον αριθμό και την ημερομηνία του τίτλου εξόφλησης και του εμβάσματος ή της επιταγής. υποβάλλονται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους και μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους. Τα ποσά που παρακρατήθηκαν στέλνονται στο Ταμείο Πληρωμών Αθηνών κάθε μήνα με επιταγές, εμβάσματα, κλπ. το οποίο, στη συνέχεια εκδίδει γραμμάτιο συμψηφισμού επί του Ταμείου Γενικών Εσόδων Αθηνών. Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν τις δηλώσεις αυτές, μέσω της Προξενικής Αρχής, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Γ Αθηνών, ο οποίος συντάσσει τους οικείους χρηματικούς καταλόγους τους οποίους αποστέλλει στο Δημόσιο Ταμείο Γενικών Εσόδων Αθηνών. Στους δικαιούχους χορηγούνται βεβαιώσεις αποδοχών στις οποίες, εκτός από τα στοιχεία του δικαιούχου, αναγράφεται το σύνολο των ακαθάριστων και καθαρών αποδοχών, οι κρατήσεις που βάρυναν αυτές, ο φόρος που αναλογεί, καθώς και ο φόρος που παρακρατήθηκε. Οι δικαιούχοι των αποδοχών αυτών υποβάλλουν δήλωση εισοδήματος, η οποία συνοδεύεται από την οικεία βεβαίωση αποδοχών, μέχρι τη 10η /4 κάθε οικονομικού έτους. Αρμόδιος οικονομικός έφορος και δημόσιο ταμείο για τις περιπτώσεις αυτές ορίζεται ο Γ΄ προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και το Δημόσιο Ταμείο Γενικών Εσόδων Αθηνών, αντίστοιχα.
Εξαιρούνται της παρούσας οι αμοιβές των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις, της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 22 του Ν. 817/1978 (ΦΕΚ,`Α 170)».

3. Στο άρθρο 41 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 3, που έχουν ως ακολούθως:
«1. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξης του. Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά σε μισθωτούς ή συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος κτήσης αυτών θεωρείται ο χρόνος στον οποίο ανάγονται οι αποδοχές ή οι συντάξεις.
3. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος εισπράττει καθυστερημένα δεδουλευμένες αποδοχές λόγω ολοφάνερης οικονομικής αδυναμίας του εργοδότη του και εφ΄ όσον έγινε επίσχεση της εργασίας από τους μισθωτούς, ή αν ο εργοδότης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, χρόνος απόκτησης αυτών των αποδοχών είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγονται».

Άρθρο 10
Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή

1. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων είναι οι αμοιβές από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού, μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή σκιτσογράφου ή ζωγράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού, καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου και εμπειρογνώμονα.
3. Ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων λογίζεται και κάθε εισόδημα που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Α΄ έως ΣΤ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2».

2. Μεταξύ του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 45 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: «Εξαιρετικά προκειμένου για διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικά με δικαστική απόφαση, χρόνος απόκτησης της είναι αυτός τον οποίο αφορά».

3. Τα άρθρα 46 και 47 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 46 Ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα
1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων λαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος, όπως αυτό προκύπτει από τα επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία που τηρεί ο φορολογούμενος.
2. Από το ακαθάριστο εισόδημα εκπίπτουν οι επαγγελματικές δαπάνες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 35, μόνο εφ΄ όσον αποδεικνύεται η καταβολή τους από νόμιμο φορολογικό στοιχείο και έχουν αναγραφεί στα βιβλία του υπόχρεου. Ειδικά για τις δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, και αποσβέσεων επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες του ελευθέριου επαγγελματία, εκπίπτει ποσό μέχρι επτά χιλιάδες (7.000) δραχμές για κάθε μήνα.
3. Εξαιρετικά, οι κάθε είδους επαγγελματικές δαπάνες των συγραφέων που επιβαρύνουν το κόστος του έργου τους, ανεξάρτητα από το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, κατανέμονται ισομερώς στο πρώτο έτος απόκτησης του εισοδήματος από το έργο αυτό και στα αμέσως τρία επόμενα έτη.
4. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αποτελεί το καθαρό εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων.
5. Κατεξαίρεση, για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για τη σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσης τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του έργου) και την ενέργεια πραγματογνωμόνων και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα, το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται με τη χρήση συντελεστή στις ακαθάριστες αμοιβές τους ως εξής:
α) Τριάντα πέντε τα εκατό (35%) για μελέτη – επίβλεψη κτιριακών έργων.
β) Δεκαεφτά τα εκατό (17%) για μελέτη – επίβλεψη χωροταξικών, πολεοδομικών, συγκοινωνιακών, υδραυλικών έργων και για ακαθάριστες αμοιβές από διεύθυνση εκτέλεσης έργου.
γ) Είκοσι ένα τα εκατό (21 %) για μελέτη – επίβλεψη ηλεκτρομηχανολογικών έργων.
δ) Δεκατρία τα εκατό (13%) για μελέτη – επίβλεψη τοπογραφικών έργων.
ε) Πενήντα πέντε τα εκατό (55%) για ακαθάριστες αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών που προσφέρουν ανεξάρτητες υπηρεσίες σε οργανωμένα γραφεία και για την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με αυτά τα έργα.
Στο κατά τα ανωτέρω, προσδιοριζόμενο καθαρό εισόδημα προστίθενται τα ποσά των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του επόμενου άρθρου.
Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου προκύπτει ότι οι δαπάνες της χρήσης βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με το υπόλοιπο των ακαθάριστων αμοιβών (τεκμαρτές δαπάνες) που προκύπτουν από την εφαρμογή του συντελεστή, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να προσαυξήσει το συντελεστή αυτόν μέχρι ποσοστό 30% (τριάντα τα εκατό). Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία όταν η διαφορά μεταξύ δαπανών, που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία, και τεκμαρτών δαπανών, κατά τα ανωτέρω, είναι μέχρι ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) των τεκμαρτών δαπανών.
Άρθρο 47
Τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος
1. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή αυτά που τηρεί είναι ανεπαρκή ή ανακριβή, το ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα προσδιορίζεται τεκμαρτώς.
2. Για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων αμοιβών λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματος, ο τόπος που ασκείται αυτό, η ειδικότητα, ο επιστημονικός τίτλος, ο κύκλος των εργασιών, το ύψος της αμοιβής που εισπράττεται κατά περίπτωση, το προσωπικό το οποίο απασχολείται, τα μέσα που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση του φορολογουμένου.
3. Για τον προσδιορισμό των καθαρών αμοιβών οι ακαθάριστες αμοιβές πολλαπλασιάζονται με ειδικούς συντελεστές καθαρών αμοιβών ανάλογα με την κατηγορία του επαγγέλματος. Στις καθαρές αμοιβές που προσδιορίζονται με τεκμαρτό τρόπο προστίθενται:
α) Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις:
β) Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου του ελεύθερου επαγγελματία.
γ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν αποσβεστεί, εφ΄ όσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από τον ελεύθερο επαγγελματία για εισφορές φόρους, και τέλη, εφ΄ όσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
4. Για κάθε κατηγορία επαγγέλματος προβλέπεται ένας συντελεστής καθαρών αμοιβών ο οποίος εφαρμόζεται στις ακαθάριστες αμοιβές. Οι συντελεστές καθαρών αμοιβών περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όταν οι καθαρές αμοιβές προσδιορίζονται εξωλογιστικά. συντελεστής καθαρών αμοιβών λαμβάνεται αυτός που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό των καθαρών αυτών αμοιβών με την προϋπόθεση ότι είναι μεγαλύτερος από τον οικείο συντελεστή του πίνακα. Ο συντελεστής που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Κατ΄ εξαίρεση, στις ακαθάριστες αμοιβές των αρχιτεκτόνων και μηχανικών εφαμρόζονται οι συντελεστές που ορίζονται από την παρ. 5 του προηγούμενου άρθρου. Σε περίπτωση που εκείνος που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι΄ αυτόν από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή αυτά που τηρεί κρίνονται ανακριβή, ο συντελεστής καθαρών αμοιβών που εφαρμόζεται προσαυξάνεται κατά 40% (σαράντα τα εκατό).
5. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα ότι από γεγονότα ανώτερης βίας οι πραγματικές καθαρές αμοιβές είναι κατώτερες από αυτές που προσδιορίζονται με την εφαρμογή του συντελεστή, οι αμοιβές αυτές μπορεί να καθορίζονται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.
6. Ειδικά, προκειμένου για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για τη σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών έργων και την επίβλεψη της εκτέλεσης τους, καθώς και την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών σχετικά μ΄ αυτά τα έργα, ο τεκμαρτός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος τους γίνεται με εφαρμογή του συντελεστή, ο οποίος υπολογίζεται:
α) Στο ποσό της συμβατικής αμοιβής, προκειμένου για την εκπόνηση σχεδίων ή μελετών και επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων.
β) Στο ποσό της νόμιμης αμοιβής, προκειμένου για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.
7. Επίσης, τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος μπορεί να γίνει και σε περίπτωση που ο οικονομικός έφορος κρίνει με αιτιολογημένη απόφαση του ότι, το τεκμαρτό εισόδημα, που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 5 και τις λοιπές δαπάνες διαβίωσης γενικά του φορολογουμένου, της συζύγου και των προσώπων που τον βαρύνουν, καθώς και τα στοιχεία της παραγράφου 9, είναι ανώτερο του καθαρού εισοδήματος από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος που δηλώθηκε. Αν το εισόδημα που προσδιορίζεται μ΄ αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές και είναι ανώτερο του εισοδήματος που δηλώθηκε σε ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) τουλάχιστον, η υπόθεση παραπέμπεται σε τριμελή επιτροπή του άρθρου 53.
8. Πριν από την παραπομπή της υπόθεσης στην επιτροπή, ο οικονομικός έφορος οφείλει να ανακοινώσει με έγγραφο, το οποίο επιδίδεται νόμιμα μαζί με αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου, την πρόθεση του για την παραπομπή. Ο φορολογούμενος δικαιούται, μέσα σε 15 (δεκαπέντε) ημέρες από την κοινοποίηση του εγγράφου, να αποδεχτεί το εισόδημα από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος το οποίο προσδιορίστηκε από τον οικονομικό έφορο, υποβάλλοντας σχετική αρχική ή συμπληρωματική δήλωση. Σ΄ αυτήν την περίπτωση επιβάλλονται οι προσαυξήσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
9. Η επιτροπή προσδιορίζει το ακαθάριστο και το καθαρό εισόδημα που απέκτησε κάθε υπόχρεος από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, αφού λάβει υπόψη της για το σχηματισμό γνώμης τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Τη δήλωση του υπόχρεου, το υπόμνημα που τυχόν υπέβαλε, καθώς και τα στοιχεία που προσκομίζει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μαζί με την έκθεση ελέγχου προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.
β) Το είδος, τον τόπο και το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος, τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται και την έκταση των εργασιών του υπόχρεου.
γ) Το προσωπικό που απασχολεί και τα ποσά που καταβάλλει ο υπόχρεος για αποδοχές γενικά, καθώς και το ύψος των επαγγελματικών δαπανών.
δ) Κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει το σχηματισμό ορθής κρίσης για το πραγματικό εισόδημα που αποκτήθηκε από τον υπόχρεο.
Η επιτροπή κρίνει και αποφασίζει κατά πεποίθηση, χωρίς να δεσμεύεται από τον προσδιορισμό του εισοδήματος που έγινε από τον οικονομικό έφορο, και μπορεί να ενεργεί αυτοψία με όλα ή με μερικά από τα μέλη της.
10. Αν ο υπόχρεος αποδεχτεί το εισόδημα που προσδιορίστηκε από την επιτροπή, υποβάλλει αρχική ή συμπληρωματική δήλωση, κατά περίπτωση, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτόν της απόφασης της επιτροπής και επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 67. Στην αντίθετη περίπτωση ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει και κοινοποιεί στον υπόχρεο φύλλο ελέγχου με το ποσό του εισοδήματος που προσδιόρισε η επιτροπή. Για το φύλλο ελέγχου που εκδίδεται με αυτό τον τρόπο δε χωρεί διοικητική επίλυση της διαφοράς».

4. Το άρθρο 7 της από 18/5/1977 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, που κυρώθηκε με το Ν. 625/1977 (ΦΕΚ`Α΄ 180) καταργείται.

Άρθρο 11
Προκαταβολή, παρακράτηση και απόδοση φόρου

1. Το άρθρο 15 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15 Προκαταβολή του φόρου
1. Με βάση τη δήλωση του άρθρου 11 και λοιπών τίτλων βεβαίωσης του άρθρου 59 βεβαιώνεται ποσό ίσο με το μισό του φόρου που προκύπτει από τους βεβαιωτικούς αυτούς τίτλους, για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου οικονομικού έτους. Σε περίπτωση κατά την οποία στους βεβαιωτικούς αυτούς τίτλους περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται στην πηγή ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από το φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το παρόν άρθρο. Στην περίπτωση υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος για πρώτη φορά το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο μισό. Για την καταβολή του φόρου της βεβαίωσης αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9.
2. Οι διατάξεις του πρώτου και τέταρτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν:
α) Το ποσό που πρέπει να βεβαιωθεί δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές.
β) Στους βεβαιωτικούς τίτλους περιλαμβάνονται μόνο εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες γενικά και από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας.
3. Σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκε δήλωση, ο οικονομικός έφορος προβαίνει στη βεβαίωση του προκαταβλητέου ποσού φόρου, με βάση την υπάρχουσα εγγραφή για το εγγύτερο, πριν από την παράλειψη υποβολής της δήλωσης, οικονομικό έτος, εφ΄ όσον διαπιστώνεται ότι ο υπόχρεος εξακολουθεί να αποκτά το εισόδημα.
4. Ειδικά, προκειμένου για αρχιτέκτονες και μηχανικούς ο προκαταβλητέος φόρος υπολογίζεται στη νόμιμη αμοιβή ως ακολούθως:
α) Σε 4% (τέσσερα τα εκατό) προκειμένου για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν λιμενικά έργα κάθε είδους στα οποία περιλαμβάνονται οι ανωδομές πάνω σε αυτά, υδραυλικά έργα οδοποιίας και σιδηροδρόμων, καθώς και τοπογραφικές γενικά εργασίες.
β)Σε δέκα τα εκατό (10%) προκειμένου για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν οποιασδήποτε άλλης φύσεως έργα και για την επίβλεψη αυτών καθώς και των έργων της προηγούμενης περίπτωσης και της ενέργειας πραγματογνωμοσυνών κ.λπ. για τα έργα αυτά.
Εξαιρετικά, προκειμένου για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για την επίβλεψη της εκτέλεσης κάθε είδους τεχνικών έργων που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο προκαταβλητέος φόρος επιβάλλεται πριν από τη θεώρηση των οικείων εργασιών από την αρμόδια Αρχή στο ποσό της αμοιβής επίβλεψης του δικαιούχου, όπως αυτή καταθέτεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Δ. 242/1984 (ΦΕΚ Α΄ 96) και προκειμένου για εκπόνηση μελετών ή σχεδίων και επιβλέψεων έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων, ο προκαταβλητέος φόρος κατά τα ποσοστά της παρούσας υπολογίζεται στο ποσό της συμβατικής αμοιβής. Το ποσό του φόρου που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην παρούσα αποδίδεται στο δημόσιο ταμείο της περιφέρειας, της επαγγελματικής έδρας του δικαιούχου των αμοιβών αρχιτέκτονα ή μηχανικού με την υποβολή δήλωσης πριν από τη θεώρηση των μελετών ή σχεδίων ή από τη χορήγηση της σχετικής άδειας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, η οποία περιλαμβάνει τη νόμιμη ή συμβατική κατά περίπτωση αμοιβή, τον προκαταβλητέο φόρο, το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου της αμοιβής, τη διεύθυνση του, την αρμόδια για τη φορολογία δημόσια οικονομική υπηρεσία αυτού και εκείνου που του ανέθεσε τη σύνταξη της μελέτης ή των σχεδίων ή την επίβλεψη, πλην των περιπτώσεων που την ανάθεση έκαμε το Δημόσιο. Η δημόσια οικονομική υπηρεσία υποχρεούται να αποστείλει στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μετά από τη βεβαίωση του αποδοθέντος φόρου τη δήλωση η οποία του επιδόθηκε, πάνω στο σώμα της οποίας πρέπει απαραιτήτως να αναγράψει τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης του οικείου τριπλοτύπου, καθώς και το ποσό που εισπράχθηκε. Η υπηρεσία του Δημοσίου, που είναι αρμόδια για τη θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή για τη χορήγηση της άδειας, απαγορεύεται να προβεί στη θεώρηση ή στη χορήγηση της άδειας, αν δεν καταβληθεί προηγουμένως στη δημόσια οικονομική υπηρεσία το οφειλόμενο ποσό του προκαταβλητέου φόρου. Η καταβολή αποδεικνύεται με την προσκόμιση του οικείου τριπλοτύπου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης, όπως και κόθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται:
α) Να ορίζεται όπως, προκειμένου για εισόδημα από εμπορία καπνού σε φύλλα, αντί για τη ν προ καταβολή σε ποσό ίσο με το μισό του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα του προηγούμενου οικονομικού έτους, προκαταβάλλεται για το φόρο του εισοδήματος του οικονομικού έτους που έχει αρχίσει, πριν από την έκδοση από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της άδειας, μεταφοράς ή μεταβίβασης του καπνού, ποσοστό δύο τα εκατό (2%) στην αξία του τιμολογίου των εξαγόμενων στην αλλοδαπή και ένα τα εκατό (1%) στα πωλούμενα στο εσωτερικό καπνά σε φύλλα.
β) Να ορίζεται όπως η προκαταβολή υπολογίζεται με άλλο τρόπο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος»».

2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 16 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργείται.

3. Το άρθρο 29 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29 Παρακράτηση και απόδοση φόρου
1. Έναντι του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα από κινητές αξίες των άρθρων 25 και 26 ενεργείται παρακράτηση ποσοστού είκοσι πέντε τα εκατό (25%). Κατ΄ εξαίρεση, για το εισόδημα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα από τόκους, μερίσματα από ονομαστικές μετοχές και τοκομερίδια από ονομαστικές ομολογίες, κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων και μερίσματα που διανέμονται στους ασφαλισμένους κλάδου ζωής από τη συμμετοχή τους στα κέρδη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και για τις αμοιβές και ποσοστά των διοικητικών συμβούλων και τις εκτός μισθού αμοιβές και ποσοστά των διευθυντών και διαχειριστών των ανώνυμων εταιριών και για κάθε ποσό που καταβάλουν οι ανώνυμες εταιρίες από τα καθαρά τους κέρδη στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό αυτών, ο παρακρατούμενος φόρος υπολογίζεται με βάση τους φορολογικούς συντελεστές των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 9, χωρίς να λαμβάνονται υπόιμη τα αφορολόγητα ποσά του άρθρου 8.
Ειδικά, για τα μερίσματα από μετοχές, κοινές ή προνομιούχες, ανεξάρτητα αν ο μέτοχος είναι ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η παρακράτηση του φόρου γίνεται κατά τα ακόλουθα:
α) Στα μερίσματα που προέρχονται από μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο τέσσερις (4) τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη της χρήσης στην οποία αναφέρεται το μέρισμα, παρακρατείται ο φόρος με συντελεστή σαράντα δύο τα εκατό (42%), αν τα μερίσματα προέρχονται από μετοχές, οι οποίες έγιναν ονομαστικές πριν από τη λήξη της χρήσης στην οποία αναφέρεται το μέρισμα και σαράντα πέντε τα εκατό (45%) αν προέρχονται από ανώνυμες μετοχές, χωρίς καμιά άλλη επιβάρυνση.
Στους δικαιούχους των πιο πάνω μερισμάτων παρέχεται αφορολόγητο ποσό πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών το χρόνο για κάθε μέτοχο για τα μερίσματα που εισπράττει από την ίδια ανώνυμη εταιρία. Το αφορολόγητο ποσό για κάθε μέτοχο δεν μπορεί να ξεπεράσει συνολικά τις 200.000 (διακόσιες χιλιάδες) δραχμές, όταν τα μερίσματα προέρχονται από περισσότερες ανώνυμες εταιρίες.
Για τον υπολογισμό του παρακρατούμενου φόροι σύμφωνα με τα πιο πάνω, η έκπτωση του αφορολόγητο ποσού για μερίσματα που προέρχονται από μετοχές ονομαστικές γίνεται από την ανώνυμη εταιρία κατά τη καταβολή ή πίστωση των μερισμάτων στους μετόχους. εφ΄ όσον ο μέτοχος που εισπράττει το μέρισμα δηλώνει με υπεύθυνη δήλωση του στην εταιρία ότι δεν έχε΄ απαλλαγεί από την προείσπραξη του φόρου με βάση τη διάταξη αυτήν, κατά την είσπραξη μερισμάτων όνομα στικών μετοχών από άλλες ανώνυμες εταιρίες που αναφέρονται στην ίδια χρήση για ποσό μερισμάτων μεγαλύτερο από διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές, στο οποίο περιλαμβάνεται και το αφορολόγητο ποσό που ζητάει ο μέτοχος, με τη δήλωση του αυτή.
Προκειμένου για μερίσματα που προέρχονται από μετοχές ανώνυμες, ο υπολογισμός του παρακρατούμενου φόρου από την εταιρία θα γίνεται χωρίς καμία έκπτωση αφορολόγητου ποσού.
Η έκπτωση των αφορολόγητων ποσών πενήντα χιλιάδων (50.000) ή διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, κατά περίπτωση, θα ενεργείται από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία κατά την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, που υποβάλλεται από το μέτοχο αφού συμπεριλάβει στη δήλωση του και τα ποσά των μερισμάτων από τυχόν ονομαστικές μετοχές που κατέχει εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, που αναφέρονται στην ίδια χρήση, προκειμένου να προσδιορισθεί το ύψος του αφορολόγητου ποσού που δικαιούται να λάβει ο μέτοχος για τα μερίσματα των ανώνυμων μετοχών.
Η πιο πάνω παρεχόμενη έκπτωση του αφορολόγητου ποσού θα ενεργείται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα αν ο μέτοχος επιθυμεί ή όχι να φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων.
β) Στα μερίσματα που προέρχονται από μετοχές που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, παρακρατείται φόρος, χωρίς καμιά έκπτωση αφορολόγητου ποσού με συντελεστή σαράντα εφτά τα εκατό (47%), αν τα μερίσματα προέρχονται από μετοχές οι οποίες έγιναν ονομαστικές πριν από τη λήξη της χρήσης στην οποία αναφέρεται το μέρισμα και 50% (πενήντα τα εκατό), αν προέρχονται από ανώνυμες μετοχές, χωρίς καμιά άλλη επιβάρυνση.
2. Ο μέτοχος που έχει μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο ή ο μέτοχος που έχει ονομαστικές μετοχές που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται να ζητήσει όπως το συνολικό εισόδημα από μερίσματα από τις πιο πάνω μετοχές συναθροιστεί με τα λοιπά εισοδήματα του στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και φορολογηθεί με βάση τις γενικές διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος, αλλιώς θεωρείται ότι εξαντλήθηκε η φορολογική του υποχρέωση με την παρακράτηση του φόρου σ΄ αυτά. Ο μέτοχος που έχει ανώνυμες μετοχές, που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, δε δικαιούται να συναθροίσει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος το εισόδημα από τα μερίσματα αυτών των μετοχών, με τα λοιπά εισοδήματα του που υπόκεινται σε φορολογία, αλλά εξαντλείται η φορολογική του υποχρέωση για το εισόδημα από αυτά τα μερίσματα με την παρακράτηση του φόρου σ΄ αυτά.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που η διανομή του μερίσματος γίνεται με παροχή νέων μετοχών από την εταιρία προς τους μετόχους.
4. Τα μερίσματα που εισπράττονται κάθε χρόνο από τους μετόχους μιας ή περισσοτέρων εταιριών επενδύσεων – χαρτοφυλακίου μέχρι του συνολικού ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος. Κατά τον υπολογισμό του απαλλασσόμενου συνολικού ποσού μερισμάτων συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά μερισμάτων τα απαλλαγέντα από το φόρο με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1. Η απαλλαγή αφορά το μέρισμα ολόκληρης της χρήσης, εφ΄ όσον οι μετοχές ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο μέσα στην ίδια χρήση, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 120 (εκατόν είκοσι) ημερών. Σε διαφορετική περίπτωση το μέρισμα φορολογείται ολόκληρο. Για τον υπολογισμό του παρακρατούμενου φόρου στα καταβαλλόμενα αυτά μερίσματα, η έκπτωση του πιο πάνω απαλλασσόμενου ποσού θα ενεργείται, για τα μερίσματα που προέρχονται από μετοχές ονομαστικές, από την καταβάλλουσα εταιρία επενδύσεων – χαρτοφυλακίου, κατόπιν υποβολής από το μέτοχο υπεύθυνης δήλωσης για το αφορολόγητο ποσό που τυχόν δικαιώθηκε κατά την είσπραξη μερισμάτων ονομαστικών μετοχών από άλλες ανώνυμες εταιρίες, ενώ για τα μερίσματα από μετοχές ανώνυμες, από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία κατά την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλεται από το μέτοχο, εφαρμοζομένων ανάλογα αυτών που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1.
5. Πέρα από την απαλλαγή της προηγούμενης παραγράφου το μέρισμα που διανέμεται από εταιρίες επενδύσεων – χαρτοφυλακίου απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, μέχρι του ποσοστού κατά το οποίο το μέρισμα αυτό προέρχεται από πώληση μετοχών ή χρεογράφων σε τιμή ανώτερη από την τιμή κτήσης αυτών ή από χρεόγραφα, μετοχές ή καταθέσεις, των οποίων το εισόδημα απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
6. Κέρδη που διανέμονται σε μεριδιούχους αμοιβαίων κεφαλαίων απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος μέχρι του ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών ετησίως κατά μεριδούχο. Για να τύχει απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου ο μεριδιούχος, θα πρέπει να δηλώσει με υπεύθυνη δήλωση του στην Α.Ε. «Διαχειρίσεως». αν κατά την ίδια χρήση έτυχε όμοιας απαλλαγής από άλλο αμοιβαίο κεφάλαιο, καθώς και το ποσό αυτής ή αν έτυχε ανάλογης απαλλαγής με βάση τη διάταξη της παραγράφου 1.
Απαλλάσσονται οι μεριδιούχοι της υποχρέωσης υποβολής υπεύθυνης δήλωσης, αν τα λαμβανόμενα από καθένα μεριδιούχο κέρδη από το αμοιβαίο κεφάλαιο δεν υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών.
7. Πέρα από την απαλλαγή της προηγούμενης παραγράφου, τα κέρδη που διανέμονται από το αμοιβαίο κεφάλαιο απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, κατά το μέρος που προκύπτουν από πηγές των οποίων το εισόδημα απαλλάσσεται με βάση άλλες διατάξεις ή από την πώληση χρεογράφων ή μετοχών σε τιμές ανώτερες από την τιμή κτήσης.
8. Ο μέτοχος που έχει μερίσματα από μετοχές ανώνυμες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και ζητεί την έκπτωση με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του αφορολόγητου ποσού για τα μερίσματα αυτά, στην περίπτωση που δε θα συμπεριλάβει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος το συνολικό ποσό των μερισμάτων από ονομαστικές μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο ή των κερδών στα αμοιβαία κεφάλαια, για τα οποία έχει τύχει της προβλεπόμενης από το νόμο έκπτωσης αφορολόγητου ποσού, με βάση την υπεύθυνη δήλωση που υπέβαλε στις εταιρίες κατά την είσπραξη των εισοδημάτων αυτών, υπόκειται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73.
9. Απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος τα μερίσματα που διανέμονται στους ασφαλισμένους κλάδου ζωής από τη συμμετοχή τους στα κέρδη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων μέχρι ποσού 15.000 (δεκαπέντε χιλιάδων) δραχμών ετησίως για κάθε ασφαλισμένο και για το σύνολο των μερισμάτων που λαμβάνονται απ΄ αυτόν από τυχόν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
10. Η παρακράτηση του φόρου ενεργείται:
α) Για εισοδήματα από προμερίσματα, μερίσματα και τόκους από ιδρυτικούς τίτλους και μετοχές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, κατά την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου και το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού της ανώνυμης εταιρίας από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
β) Για εισοδήματα από αμοιβές και ποσοστά διοικητικών συμβούλων, καθώς και εκτός μισθού αμοιβές και ποσοστά των διευθυντών και διαχειριστών των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών, και από κέρδη που διανέμονται από ανώνυμες εταιρίες στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό τους, κατά την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου και το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του· ισολογισμού από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
γ) Για εισοδήματα από ομολογίες και χρεόγραφα γενικά του ελληνικού Δημοσίου ή ημεδαπών νομικών προσώπων δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και από κινητές αξίες γενικά αλλοδαπής προέλευσης, κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων ή την είσπραξη των μερισμάτων από το δικαιούχο.
δ) Για τόκους, από την εγγραφή του ή την καταβολή του στα βιβλία του οφειλέτη σε πίστωση του δανειστή.
ε) Για κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια, κατά την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου.
στ) Για εισοδήματα των παραγράφων 1, 3 και 6 του άρθρου 26, κατά την καταβολή ή την εγγραφή τους σε πίστωση του δικαιούχου και το αργότερο μέσα σ΄ ένα μήνα από την έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
ζ) Για εισοδήματα της παραγράφου 2 του άρθρου 26, κατά τη διάλυση της ανώνυμης εταιρίας.
11. Υπόχρεος σε παρακράτηση του φόρου ορίζεται:
α) Προκειμένου για τα εισοδήματα των περιπτώσεων α΄, β΄ στ΄ και ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η ημεδαπή ανώνυμη εταιρία που τα καταβάλλει.
β) Προκειμένου για τα εισοδήματα της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους.
γ) Προκειμένου για τόκους, ο χρεώστης που τους καταβάλλει.
δ) Προκειμένου για κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια, η Α.Ε. «Διαχειρίσεως» που τα καταβάλλει.
12. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με την υποβολή δήλωσης στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας, έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος, μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα. Ο φόρος καταβάλλεται σε 3 (τρεις) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης προκειμένου για τα εισοδήματα των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 10 και προκειμένου για τα εισοδήματα των περιπτώσεων γ΄ έως ζ΄ της ίδιας παραγράφου ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης.
13. Οι προϊστάμενοι των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις δηλώσεις που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, υποχρεούνται αμέσως μετά την βεβαίωση του φόρου που αποδόθηκε να αποστέλλουν στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της περιφέρειας που έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος, τη δήλωση που τους επιδόθηκε, στο σώμα της οποίας πρέπει να αναγράφουν απαραιτήτως τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού τριπλοτύπου και το ποσό που εισπράχθηκε.
14. Οι διαχειριστές πάγιας προκαταβολής και οι υπόλογοι χρηματικών ενταλμάτων γενικά αποδίδουν το φόρο με μηνιαίες δηλώσεις που υποβάλλονται στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας τους μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα από το μήνα της παρακράτησης.
15. Σε περίπτωση θανάτου του προσώπου που ενήργησε την παρακράτηση του φόρου, υπόχρεοι σε απόδοση τούτου κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους στη δημόσια οικονομική υπηρεσία και σε επίδοση της δήλωσης στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας είναι οι κληρονόμοι αυτού και ο καθένας ανάλογα με την κληρονομική μερίδα που περιήλθε σ΄ αυτόν.
16. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής των δηλώσεων του παρόντος άρθρου πρέπει απαραιτήτως πριν από την απόδοση του φόρου να θεωρείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της περιφέρειας που έγινε η καταβολή των ποσών, ο οποίος υπολογίζει και τον πρόσθετο φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 67. Επίσης, όταν συντρέχει περίπτωση, επιβάλλονται και οι λοιπές κυρώσεις του παρόντος.
17. Όταν δεν υποβάλλεται δήλωση ή υποβάλλεται ανακριβής δήλωση, επιβάλλονται οι κυρώσεις του παρόντος.
18. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
19. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτού του άρθρου, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του».

4. Στο Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται νέο άρθρο 37α, που έχει ως εξής:
«Άρθρο 37α Παρακράτηση και απόδοση φόρου
1. Στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις η παρακράτηση του φόρου ενεργείται κατά τα ακόλουθα:
α) Στο εισόδημα των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρoυ 31 με βάση την κλίμακα του άρθρου 9.0 φόρος παρακρατείται από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης ή την ανώνυμη εταιρία κατά την καταβολή και υπολογίζεται στο ακαθάριστο ποσό.
β) Στα εισοδήματα εργοληπτών κατασκευής κάθε είδους τεχνικών έργων και ενοικιαστών δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή λιμενικών προσόδων με συντελεστή 2% (δύο τα εκατό) που υπολογίζεται στην αξία του κατασκευαζόμενου έργου ή του μισθώματος. Υπόχρεος σε παρακράτηση ορίζεται το Δημόσιο γενικά και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί εκκαθάριση ή καταβολή για τις περιπτώσεις αυτές. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν παρακρατήθηκε ο φόρος, τότε αυτός αποδίδεται με δήλωση του δικαιούχου της αμοιβής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
γ) Στα εισοδήματα αντιπροσώπων, πρακτόρων, μεσιτών κ.λπ., οι οποίοι αποκτούν αμοιβές ή προμήθειες που καταβάλλονται σ΄ αυτούς για τη σύναψη σύμβασης προμήθειας από αλλοδαπά εργοστάσια ή αλλοδαπούς οίκους οποιασδήποτε φύσης υλικού με συντελεστή δεκαπέντε τα εκατό (15%) που υπολογίζεται στο ποσό της αμοιβής ή της προμήθειας τους. Το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι τράπεζες υποχρεούνται να παρακρατούν το φόρο κατά την εκκαθάριση ή καταβολή των προμηθειών ή αμοιβών.
δ) Στα εισοδήματα και κέρδη από συμμετοχή σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με συντελεστή δεκαπέντε τα εκατό (15%). Ο φόρος παρακρατείται από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης κατά την έγκριση του ισολογισμού. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί ο ισολογισμός της εταιρίας μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου αυτής, η παρακράτηση ενεργείται την τελευταία ημέρα αυτού του τριμήνου. Τα καθαρά κέρδη εταιρίας περιορισμένης ευθύνης κατά το ποσό αυτών που προέρχεται από τη συμμετοχή της σε άλλη εταιρία περιορισμένης ευθύνης δεν υπόκεινται σε παρακράτηση.
ε) Δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις τους. σύλλογοι γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρ. 1 του Π.Δ. 99/1977 (ΦΕΚ Α΄ 34), προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφ΄ όσον σ΄ αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το Π.Δ. 99/1977 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής, φόρο ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τα εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό αυτής. Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους γενικούς ή απλούς πράκτορες τους.
2. Στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου ο δικαιούχος των αμοιβών δύναται να ζητήσει την παρακράτηση του φόρου με μεγαλύτερο συντελεστή.
3. Ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα της παρ. 1 του άρθρ. 32 παρακρατείται από τον υπόχρεο για την καταβολή του κέρδους ή της ωφέλειας κατά την πίστωση ή την καταβολή αυτών στο δικαιούχο.
4. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και ε΄ της παραγράφου 1 υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας στην οποία έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία έγινε η παρακράτηση, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου των μηνών Απριλίου. Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο και τον παρακρατηθέντα φόρο. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται αμέσως μετά τη βεβαίωση του αποδοθέντος φόρου να αποστείλει στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της περιφέρειας, που έγινε η καταβολή των ποσών αυτών, η δήλωση που του επιδόθηκε, στο σώμα της οποίας πρέπει να αναγράφει απαραιτήτως τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού τριπλοτύπου και το ποσό που εισπράχθηκε. Η εκπρόθεσμη δήλωση πρέπει απαραιτήτως πριν από την απόδοση του φόρου να θεωρείται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι εκείνος στην περιφέρεια του οποίου έγινε η καταβολή των ποσών, ο οποίος υπολογίζει τον πρόσθετο φόρο.
5. Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β , γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με την υποβολή δήλωσης στη δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας που έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα με εφάπαξ καταβολή του.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 13, 14, 15, 16, 17, 18 & 19 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλόγως».

5. Το άρθρο 43 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 43 Παρακράτηση φόρου
1. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον που απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό είτε καταβάλλει συντάξεις, επιχορηγήσεις, μερίσματα και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται:
α) Με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αόριστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομίσθιου ή της αμοιβής, που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο εισόδημα.
β) Στους αμειβόμενους με ημερομίσθο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου χρόνου αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, με συντελεστή στο ακαθάριστο ποσό του ημερομισθίου, ο οποίος ορίζεται σε δύο τα εκατό (2%) για τα ημερομίσθια από δύο χιλιάδες πεντακόσιες (2.500) έως 3.000 (τρεις χιλιάδες) δραχμές, σε τέσσερα τα εκατό (4%) για τα ημερομίσθια από τρεις χιλιάδες μία (3.001) έως τρεις χιλιάδες πεντακόσιες (3.500) δραχμές, σε έξι τα εκατό (6%) για τα ημερομίσθια από τρεις χιλιάδες πεντακόσιες μία (3.501) έως τέσσερις χιλιάδες (4.000) δραχμές και σε οκτώ τα εκατό (8%) για τα ημερομίσθια από τέσσερις χιλιάδες μία (4.001) και πάνω δραχμές.
γ) Στις ακαθάριστες αμοιβές για υπερωριακή εργασία. υπερεργασία, επιχορηγήσεις, επιδόματα, αποζημιώσεις και σε κάθε άλλου είδους πρόσθετες αμοιβές ή παροχές, οι οποίες καταβάλλονται τακτικά ή έκτακτα, με συντελεστή ο οποίος ορίζεται σε δέκα τα εκατό (10%) όταν το καταβαλλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές σε μηνιαία βάση υπολογιζόμενο, και σε είκοσι τα εκατό (20%) όταν το καταβαλλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από τις πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές στο σύνολο του. Ο δικαιούχος μισθωτός μπορεί να ζητήσει να παρακρατηθεί φόρος με μεγαλύτερο συντελεστή.
δ) Στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά. όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 41, με συντελεστή είκοσι τα εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.
ε) Στα χρηματικά ποσά της παραγράφου 5 του άρθρου 40, με συντελεστή είκοσι τα εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό, ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν αυτά.
στ) Στις αμοιβές των αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού, τις οποίες αυτοί δικαιούνται για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε πλοία ως και για τις αμοιβές του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 9. Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής μειώνεται κατά ποσοστό δέκα τα εκατό (10%) κατά την παρακράτηση του.
2. Σε περίπτωση μη υποβολής προσωρινής δήλωσης ή εκπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς προσωρινής δήλωσης, επιβάλλεται πρόσθετος φόρος και πρόστιμο κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 67 με ενιαίο φύλλο ελέγχου, που εκδίδεται μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της οριστικής δήλωσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 50α΄ για τον προσωρινό έλεγχο. Επίσης, όταν συντρέχει περίπτωση, επιβάλλονται και οι λοιπές κυρώσεις του παρόντος.
3. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
4. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, δύναται, προκειμένου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, να μεταβάλλονται ο συντελεστής του παρακρατούμενου φόρου και το ποσό του ημερομισθίου.
5. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται λεπτομερέστερα ο τρόπος παρακράτησης και ιδιαίτερα ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών σε ετήσιο εισόδημα, ο υπολογισμός του φόρου σε περίπτωση που ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος εισπράττει μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις ή συντάξεις ή μερίσματα και λοιπά βοηθήματα ή οποιαδήποτε παροχή από περισσότερους από ένα εργοδότες ή φορείς, και γενικά ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού”.

6. Η παράγραφος 7 του άρθρου 44 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να μεταφέρεται, για ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων, η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος την 16η, 17, και 18η του μήνα απόδοσης του φόρου και να κατανέμονται σ΄ αυτές οι υπόχρεοι με βάση την αλφαβητική σειρά της επωνυμίας ή του τίτλου τους. Επίσης με τις ίδιες αποφάσεις δύναται να ορίζεται ως αρμόδιο για την είσπραξη του φόρου που παρακρατούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί από μισθούς, ημερομίσθια ή κάθε είδους παροχές ή αμοιβές που καταβάλλουν σε πρόσωπα που απασχόλησαν σε υποκαταστήματα, πρατήρια ή σε άλλες μονάδες τους που λειτουργούν εκτός έδρας τους, τη δημόσια οικονομική υπηρεσία της έδρας τους και να καθορίζεται το περιεχόμενο της προσωρινής και οριστικής δήλωσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού”.

7. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% (δεκαπέντε τα εκατό) στο ακαθάριστο ποσό αυτών. Ο φόρος παρακρατείται από τις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς, τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους, συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων κατά την καταβολή των αμοιβών. Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους γενικούς ή απλούς πράκτορες τους.
2. Ο φορολογούμενος δύναται να ζητήσει να παρακρατηθεί φόρος με μεγαλύτερο συντελεστή”.

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
“Ο κατά τα ανωτέρω παρακρατούμενος φόρος εισοδήματος αποδίδεται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου των μηνών Οκτωβρίου Απριλίου, Ιουλίου, και Ιανουαρίου κάθε έτους με δήλωση που περιλαμβάνει τα εντός του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού τριμήνου παρακρατηθέντα ποσά φόρου».

9. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 40 και η παράγραφος 3 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 3323/1955 καταργούνται.

Άρθρο 12
Δήλωση. Αρμοδιότητα

1. Το άρθρο 11 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο11 Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης
1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση, εφ΄ όσον το φορολογούμενο εισόδημα του υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών. Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου είναι μικρότερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές, αλλά στο εισόδημα αυτό περιλαμβάνεται και ζημία από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική εκμετάλλευση, την οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει με εισοδήματα των επόμενων οικονομικών ετών. Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει εμπρόθεσμα τη δήλωση του, η οποία αναγράφει τη ζημία που προέκυψε στο ίδιο ή τα προηγούμενα αυτού οικονομικά έτη, του στερεί το δικαίωμα να τη συμψηφίσει. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι, αλληλεγγύως, με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορες του στην Ελλάδα. Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης για τα εισοδήματα τους, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται ή όχι σε φόρο κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου, είναι και:
α) Οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, ή ημιφορτηγού – εκτός από αγροτικό ημιφορτηγό – ή μοτοσυκλέτας από 500 κ. ε. και πάνω ή κότερου ή θαλαμηγού ή ακάτου ή αεροσκάφους, καθώς και όσοι έχουν στη διάθεση τους για τις ατομικές ή οικογενειακές τους ανάγκες τέτοιου είδους μεταφορικά μέσα, τα οποία ανήκουν είτε στη σύζυγο τους είτε στα μέλη που τους βαρύνουν είτε σε εταιρίες στις οποίες αυτοί μετέχουν ως εταίροι, διαχειριστές εταίροι ή είναι πρόεδροι και ασκούν πραγματική διοίκηση ή ως διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι.
β) Όσοι διατηρούν στην προσωπική τους υπηρεσία ένα ή και περισσότερα πρόσωπα ως μισθωτούς.
γ) Όσοι ασκούν ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.
δ) Όσοι μετέχουν σε προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία.
ε) Όσοι έχουν εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων πάνω από πενήντα χιλιάδες (50.000) δραχμές το χρόνο.
στ) ΄ Όσοι αγοράζουν ακίνητα ή ανεγείρουν οικοδομή.
ζ) Οποιοσδήποτε, εφ΄ όσον θα προσκληθεί γι΄ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
2. Προκειμένου για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 6. υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του.
Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημα του οι σύζυγοι όταν:
α) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
β) Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει τεθεί σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση ή τελεί υπό δικαστική αντίληψη.
Στην περίπτωση της παρ. 6 του άρθρ. 6, για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο πατέρας, ή, αν αυτός δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η μητέρα.
3. Ειδικά, υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης, στις πιο κάτω περιπτώσεις, είναι:
α)Σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομιάς ή επιδικίας ή μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος.
β) Για τους ανήλικους ή τους δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένους ή αυτούς που βρίσκονται υπό δικαστική αντίληψη, κατά περίπτωση ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο αντιλήπτορας.
γ) Σε περίπτωση θανάτου του φορολογουμένου, οι κληρονόμοι αυτού για το σύνολο του εισοδήματος που αυτός απέκτησε μέχρι τη χρονολογία του θανάτου του.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτής της παραγράφου.
4. Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο. Δύναται όμως αυτός, ένεκα συγγνωστής πλάνης, να ανακαλέσει αυτήν εν όλω ή εν μέρει φέροντας και το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τη συνιστούν. Η ανάκληση ενεργείται με την υποβολή δήλωσης εντός του οικείου οικονομικού έτους στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την οποία ανακαλείται φορολογητέα ύλη ή τεκμαρτή και πραγματική δαπάνη ή οποιοδήποτε προσδιοριστικό της δαπάνης στοιχείο, προκειμένου προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση τα τεκμήρια. Στην περίπτωση απόρριψης της ανάκλησης επιδίδεται, από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με απόδειξη γνωστοποίηση αυτής στο φορολογούμενο, ο οποίος δύναται, να την προσβάλει προσφεύγοντας, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση, ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αν η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο του οικείου οικονομικού έτους, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο φορολογούμενο, επί αποδείξει, ότι η ανάκληση δε γίνεται δεκτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού έτους και ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει μέσα σε προθεσμία 20 (είκοσι) ημερών από την επίδοση κατά της γνωστοποίησης αυτής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, το οποίο αποφαίνεται στην ουσία. Η συζήτηση της προσφυγής προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κατάθεση της προσφυγής. Ανάκληση δήλωσης με σκοπό την ανατροπή οριστικής και αμετάκλητης φορολογικής εγγραφής είναι ανεπίτρεπτη.
5. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες αναφορικά με την υποχρέωση επίδοσης δήλωσης για ορισμένα στοιχεία φορολογητέας ύλης, παρέχεται το δικαίωμα της υποβολής δήλωσης στην οποία γίνεται ρητή γι΄ αυτό επιφύλαξη, η οποία πρέπει να είναι ειδική και αιτιολογημένη. Κάθε γενική και αόριστη επιφύλαξη θεωρείται ανύπαρκτη και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα.
Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να απαντήσει στην επιφύλαξη μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης ως ακολούθως:
α) Να δεχθεί την επιφύλαξη και να διαγράψει το ποσό της φορολογητέας ύλης για το οποίο έγινε η επιφύλαξη.
β) Να μην αποδεχθεί την επιφύλαξη και να γνωστοποιήσει αυτό στο φορολογούμενο είτε με ιδιαίτερη ανακοίνωση την οποία θα του επιδώσει με απόδειξη είτε με το κοινοποιούμενο για άλλες ανακρίβειες της δήλωσης φύλλο ελέγχου ή με το φύλλο ελέγχου που εκδόθηκε μετά από τη διενέργεια ελέγχου. Στην περίπτωση αυτήν, αν δεν επέλθει διοικητική επίλυση της διαφοράς, ο φορολογούμενος δικαιούται να ζητήσει από το διοικητικό πρωτοδικείο είτε, με την προσφυγή που ασκεί για τυχόν άλλες διαφορές που προέκυψαν από τον έλεγχο είτε με αυτοτελή αίτηση που υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία για την υποβολή της προσφυγής, τη διαγραφή του ποσού της φορολογητέας ύλης για την οποία έγινε η επιφύλαξη. Η συζήτηση για την αίτηση ή την προσφυγή αυτήν ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κατάθεση της προσφυγής ή της αίτησης.
Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει επιφύλαξη αναφορικά με το χαρακτηρισμό της φορολογητέας ύλης και την υπαγωγή της σε άλλη φορολογία ή σε άλλη κατηγορία ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή ή στις εκπτώσεις από το φορολογούμενο εισόδημα κ.λπ. Ειδικώς, όταν πρόκειται για υπαγωγή σε άλλη φορολογία ή κατηγορία και γίνει δεκτή η επιφύλαξη, η δήλωση λογίζεται ότι υποβλήθηκε για τη φορολογία ή την κατηγορία αυτήν. Η επιφύλαξη δε συνεπάγεται αναστολή της βεβαίωσης και είσπραξης του αμφισβητούμενου φόρου. Όταν η επιφύλαξη γίνει δεκτή από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή το διοικητικό δικαστήριο, ενεργείται νέα εκκαθάριση του φόρου της δήλωσης και το επί πλέον ποσό αυτού που βεβαιώθηκε ή καταβλήθηκε εκπίπτει ή συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει με βάση τα οριστικά στοιχεία, όταν αυτός είναι μεγαλύτερος από το φόρο που προέκυψε με βάση τα στοιχεία της δήλωσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο επί πλέον φόρος επιστρέφεται».

2. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίστανται και προστίθενται περιπτώσεις γ΄ και δ΄, οι οποίες έχουν ως εξής:
«Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο και σε κάθε περίπτωση πριν από την καταχώριση στο οικείο βιβλίο του φύλλου ελέγχου που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51, επιτρέπεται η επίδοση αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης για την οποία επιβάλλεται και ο οριζόμενος από τις διατάξεις του άρθρου 67 πρόσθετος φόρος. Αρχική ή συμπληρωματική δήλωση για τα εισοδήματα τα οποία έχουν περιληφθεί στο φύλλο ελέγχου που επιδίδεται μετά την καταχώριση του στα τηρούμενα από τον οικονομικό έφορο βιβλία είναι απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
γ) Για τα εισοδήματα αα. από μισθώματα ακινήτων εν γένει που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση ββ. από κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και από πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 41 και γγ. από διατροφή που καταβάλλεται αναδρομικά με βάση δικαστική απόφαση, μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται από την παράγραφο αυτή για τα από κάθε πηγή εισοδήματα του δικαιούχου του έτους είσπραξης ή κτήσης των εισοδημάτων της παρούσας περίπτωσης.
δ) Στην περίπτωση που κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 31 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 33, η διαχειριστική περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη δωδεκάμηνη περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται για τη δήλωση της δωδεκάμηνης περιόδου».

3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα, έχοντας γνώση των συνεπειών του παρόντος, την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων».

4. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 3. που έχουν ως ακολούθως:
«α) Προκειμένου για τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο επάγγελμα καθώς και για πρόσωπα που συμμετέχουν σε ετερόρρυθμη ή περιορισμένης ευθύνης εταιρία ή κοινωνία ή αστική εταιρία κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αρμόδιος είναι, κατά περίπτωση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας της κύριας επιχείρησης τους ή του κύριου επαγγέλματος τους ή της έδρας της εταιρίας ή κοινωνίας στην οποία κατά κύριο λόγο συμμετέχουν.
3. Αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για την παραλαβή και τον έλεγχο προκειμένου για εκπρόθεσμη δήλωση είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στην περιφέρεια του οποίου ο φορολογούμενος έχει την κατοικία ή τη διαμονή του ή την έδρα της επιχείρησης του κατά το χρόνο της υποβολής της δήλωσης, εκτός αν έχει επιληφθεί της φορολογίας ο πριν από την υποβολή της αρμόδιος. κατά την προηγούμενη παράγραφο, προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας».

5. Στο άρθρο 16α. στο τέλος της παραγράφου 1 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο και στην παράγραφο 2 αντικαθίσταται η περίπτωση δ΄ και προστίθεται περίπτωση στ΄. που έχουν ως εξής:
«Η δήλωση επιδίδεται από το νόμιμο εκπρόσωπο ή το πρόσωπο που έχει οριστεί γι΄ αυτό στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
δ) Μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έγκρισης του ισολογισμού της ή αν δεν εγκριθεί ο ισολογισμός, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία λήξης του τριμήνου που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρ. 31 προκειμένου για εταιρία περιορισμένης ευθύνης.
στ) Στην περίπτωση που κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 31 και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 33, η διαχειριστική περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη, υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μία για τη δωδεκάμηνη περίοδο και μία για τη μικρότερη περίοδο, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται για την δήλωση της δωδεκάμηνης περιόδου».

6. Στο άρθρο 16α του Ν.Δ. 3323/1955 οι παράγραφοι 3 και 7 αντικαθίστανται, προστίθεται νέα παράγραφος 8 και η παράγραφος 8 αριθμείται σε 9, ως εξής:
«3.Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας των πιο πάνω επιχειρήσεων ύστερα από σχετικό έλεγχο εκδίδει και κοινοποιεί σ΄ αυτές, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας πράξη προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Η πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων της κοινοπραξίας ή κοινωνίας κοινοποιείται στον εκπρόσωπο της. ο οποίος αναγράφεται στη δήλωση ή, σε περίπτωση μη ορισμού του, σ΄ οποιοδήποτε μέλος της κοινοπραξίας ή κοινωνίας. Σε περίπτωση λύσης της εταιρίας ή κοινοπραξίας ή κοινωνίας η πράξη εκδίδεται στο όνομα αυτών και κοινοποιείται σε όλα τα μέλη τους και όταν πρόκειται για πτώχευση η πράξη εκδίδεται στο όνομα της πτωχεύσασας και κοινοποιείται στα μέλη και στο σύνδικο.
7. Την πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλει ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας και προκειμένου για κοινοπραξία ή κοινωνία εκείνος που ορίζεται για το σκοπό αυτόν, ο οποίος και υπογράφει την πράξη της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Ειδικά. προκειμένου για εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που έχει λυθεί η πρόταση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται και η πράξη υπογράφεται από κάθε μέλος χωρίς αυτό να δεσμεύει τα λοιπά μέλη.
8. Στις περιπτώσεις μη υποβολής της δήλωσης ή εκπρόθεσμης υποβολής της, επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73».

7. Η παρ. 1 του άρθρ. 49 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι δηλώσεις που επιδίδονται στον οικονομικό έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καταχωρίζονται από αυτόν σε βιβλία μεταγραφής δηλώσεων».

Άρθρο 13
Φορολογικός έλεγχος
Το άρθρο 50 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται και προστίθεται μετά από αυτό άρθρο με αριθμό 50α, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Άρθρο 50 Φορολογικός έλεγχος
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδομένων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτόν δικαιούται:
α) Να ζητεί από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλλει ή όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο το οποίο του αποστέλλει επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
β) Να ζητεί από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, βιομηχανική, εμπορική, γεωργική κ.λπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
γ) Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητεί από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.
δ) Να ενεργεί είτε μόνος είτε μέσω υπαλλήλου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας η άλλου δημόσιου υπαλλήλου είτε μέσω άλλης Αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα μ΄ αυτές τις διατάξεις.
ε) Να ενεργεί είτε ο ίδιος είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώσει την ακρίβεια των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας. Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης, ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και των στοιχείων του. Για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 45 του Π.Δ. 99/1977.
2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δε λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη, εφ΄ όσον δε συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων, με βάση όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί. που αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του.
Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου αυτής της παραγράφου μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο κάθε αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του διοικητικού πρωτοδικείου κατά τα οριζόμενα από τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Το δικαίωμα αυτό του φορολογούμενου ασκείται από την ημερομηνία έκδοσης του οικείου χρηματικού καταλόγου μέχρι την 31η/12 (Δεκεμβρίου) του οικείου οικονομικού έτους. Αν ο φορολογούμενος λάβει αυτό το σημείωμα μετά την 31η Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 77 του Ν. 4125/1960. Η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή.
3. Ο έλεγχος των δηλώσεων, ο οποίος προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, γίνεται δειγματοληπτικά και σε αριθμό υποθέσεων που απαιτούνται κάθε φορά, ώστε να είναι πλήρης και ουσιαστικός. Επίσης, δειγματοληπτικά μπορεί να γίνεται και επανέλεγχος ορισμένων από τις δηλώσεις που έχουν ελεγχθεί με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου. Για την επιλογή του δείγματος, που μπορεί να είναι τυχαίο, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη ο κλάδος ή η κατηγορία των επιχειρήσεων ή επαγγελμάτων και στοιχεία ή χαρακτηριστικά του αριθμού φορολογικού μητοώου ή της ταυτότητας των υπόχρεων.
4. Κατ΄ εξαίρεση των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, ο έλεγχος των δηλώσεων ο οποίος προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 διενεργείται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα για όλες τις χρήσεις που εκκρεμούν όταν:
α) Έχουν κατασχεθεί ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία ή όταν υπάρχουν ουσιαστικές παραβάσεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων που έχουν οριστικοποιηθεί:
β) Ζητείται έλεγχος από τους κληρονόμους του αποβιώσαντος.
γ) Υπόχρεοι παρέλειψαν να υποβάλουν δήλωση.
δ) Από έγγραφα στοιχεία που περιέρχονται με οποιοδήποτε τρόπο στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι οι δηλώσεις των άρθρων 11 και 16α είναι ανακριβείς ως προς το εισόδημα των κατηγοριών Α΄, Β΄, Ε΄ και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45.
ε) Από έγγραφα στοιχεία που διαθέτει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ή περιέρχονται σ΄ αυτόν με οποιοδήποτε τρόπο ή από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων του υπόχρεου, προκύπτει ότι δε δηλώθηκε ή δηλώθηκε ανακριβώς η τεκμαρτή δαπάνη του άρθρου 5.
Τα εισοδήματα που προέρχονται από συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις δεν περιλαμβάνονται στον έλεγχο που ορίζεται από την παράγραφο αυτή.
5. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δε δικαιούται να ελέγχει άλλες δηλώσεις εκτός από αυτές που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, καθώς και αυτές που καθίστανται υποχρεωτικά ελεγκτέες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 50α.
6. Για τις δηλώσεις που δεν υπόκεινται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε έλεγχο, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δεν υπέχει ευθύνη σε περίπτωση παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου.
7. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
α) Καθορίζονται τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες για την επιλογή του δείγματος, ο τρόπος διενέργειας αυτού του ελέγχου ή του επανελέγχου, τα οικονομικά έτη από τα ανέλεγκτα για τα οποία θα διενεργείται ο έλεγχος. καθώς και΄ κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3.
β) Συνιστώνται ειδικά ελεγκτικά κέντρα, στα οποία παρέχεται η αρμοδιότητα για το φορολογικό έλεγχο ορισμένων επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή ή τον τύπο με τον οποίο λειτουργούν ή το είδος τους ή της κατηγορίας των βιβλίων που τήρησαν και καθορίζεται ο αριθμός αυτών, η χωρική τους αρμοδιότητα, η οργάνωση, η στελέχωση και ο τρόπος λειτουργίας τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης.
γ) Δύναται να αναθέτεται η διενέργεια ελέγχου σε προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που δεν είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιος. Όλη η υπόλοιπη, εκτός από τη διενέργεια του ελέγχου, διαδικασία επιβολής του φόρου ενεργείται από τον καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
8. Τα δικαιώματα ελέγχου που αναφέρονται στις παρ. 1, 3, 4 και 7 έχουν και οι επιθεωρητές οικονομικών εφοριών. Επίσης, ο αρμόδιος επιθεωρητής των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών μπορεί να διατάσσει επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση με υπαλλήλους της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει, οι οποίοι μετακινούνται για το σκοπό αυτόν με απόφαση του.
9.Όσοι καλούμενοι σύμφωνοι με τις διατάξεις του παρόντος αρνούνται ή παραλείπουν ανασιολογήτως να δώσουν πληροφορίες για την εξακρίβωση του εισοδήματος και να διευκολύνουν το ελεγκτικό έργο του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, υπόκεινται στο πρόσημο που ορίζεται από το άρθρο 73.
10. Σε δίκες για αδικήματα που διαπράχθηκαν εναντίον υπαλλήλων ή επιθεωρητών Υπουργείων Οικονομικών οι οποίοι ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας, δύναται, ύστερα από προηγούμενη έγκριση του Υπουργού των Οικονομικών, να παρίστανται για την υπεράσπιση τους, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, εκπρόσωπος της νομικής διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών.
Άρθρο 50α
Προσωρινός φορολογικός έλεγχος
1. Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33α και του άρθρου 46 αντίστοιχα και δεν έχουν υπαχθεί σε οριστικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, δύνανται να υπαχθούν σε προσωρινό έλεγχο για το μερικό προσδιορισμό του εισοδήματος τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και αντικείμενα του πλήρους και οριστικού φορολογικού ελέγχου.
2. Επίσης ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, δικαιούται να διενεργεί έλεγχο στα στοιχεία των δηλώσεων, στα βιβλία και τα στοιχεία που τηρήθηκαν, καθώς και στην επαγγελματική εγκατάσταση κάθε υπόχρεου προκειμένου να διαπιστώνει:
α) Αν οι εκπτώσεις από το εισόδημα και τα αφορολόγητα ποσά υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
β) Το αντικείμενο εργασιών του υπόχρεου και αν το εισόδημα που δηλώθηκε ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα που προκύπτουν από τα βιβλία που τηρήθηκαν, τα στοιχεία που εκδόθηκαν και τα στοιχεία που λήφθηκαν, καθώς και αν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις τους νόμου αυτού. ΄Οταν από τον προσωρινό έλεγχο διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρηθεί ή έχουν καταχωρηθεί ανακριβώς στα τηρούμενα βιβλία, τότε η υπόθεση καθίσταται υποχρεωτικά ελεγκτέα για όλες τις δηλώσεις που εκκρεμούν. σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 50.
γ) Αν με ανακλητική δήλωση που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 11 μειώθηκαν νόμιμα οι φορολογικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις γενικά.
3. Ο προσωρινός έλεγχος για τις περιπτώσεις που ορίζεται από τις προηγούμενες παραγράφους διενεργείται μία μόνο φορά για κάθε οικονομικό έτος και δεν επιτρέπεται να διενεργηθεί και άλλος προσωρινός έλεγχος της ίδιας χρήσης, μέχρι τον οριστικό έλεγχο του ίδιου οικονομικού έτους.
4. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 16α, 51,52.53,59,67,70.73.73β΄ και των άρθρων 1 του Ν.Δ. 4600/1966, 32 του Ν. 820/1978 (ΦΕΚΑ΄ 174) και 31 του Ν. 1591/1986

Άρθρο 14
Έκδοση και κοινοποίηση φύλλων ελέγχου.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 51 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται και προστίθενται νέες παράγραφοι 5, 6 και 7, που έχουν ως εξής:
«1.Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει φύλλα ελέγχου προσδιορισμού του φόρου, τόσο γι΄ αυτούς που έχουν επιδώσει δηλώσεις, όσο και γι΄ αυτούς που παρέλειψαν να επιδώσουν δήλωση.
Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 11 το φύλλο ελέγχου εκδίδεται:
α) Προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά στο όνομα του θανόντος, για επιδικία ή μεσεγγύηση στο όνομα του τελευταίου πριν από την επιδικία ή μεσεγγύηση νομέα ή επικαρπωτή.
β) Προκειμένου για ανήλικους, δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένους ή υπό δικαστική αντίληψη τελούντες. στο όνομα του προσώπου που τελεί σε μια από τις νομικές αυτές καταστάσεις.
γ) Προκειμένου για πτωχεύσαντα στο όνομα του πτωχού.
δ) Προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο στο όνομα του για τα εισοδήματα που απέκτησε μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του.
Φύλλο ελέγχου εκδίδεται και σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ζημία από εμπορική επιχείρηση, γεωργική εκμετάλλευση ή ελευθέριο επάγγελμα, εφ΄ όσον η ζημία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 39 και 46 και προκύπτει από τα βιβλία που τηρεί ο υπόχρεος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου δεν εκδίδεται φύλλο ελέγχου, αν το ποσό που τελικά οφείλεται, δεν υπερβαίνει τις 1.500 (χίλιες πεντακόσιες) δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
5. Στις περιπτώσεις προσωρινού φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών, από κάθε άλλο σχετικό στοιχείο, προκύπτει ότι ο φορολογούμενος παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα βιβλία ή στοιχεία, ή παρέλειψε να παρακρατήσει ή να αποδώσει ή παρακράτησε ή απέδωσε ανακριβώς το φόρο, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει προσωρινό φύλλο ελέγχου προσδιορισμού του φόρου. Το προσωρινό φύλλο ελέγχου πρέπει να περιέχει τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και το φόρο που αναλογεί σ΄ αυτή με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Οι τυχόν δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται για τα προσωρινά φύλλα ελέγχου αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν την κύρια δίκη.
6. Η περαίωση των δηλώσεων που κρίνονται ειλικρινείς ενεργείται με περιληπτικό φύλλο ελέγχου.
7. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των φύλλων ελέγχου».

2. Το άρθρο 52 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 52 Κοινοποίηση φύλλων ελέγχου
Αντίγραφο του φύλλου ελέγχου που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 κοινοποιείται στον υπόχρεο μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Αν ο φορολογούμενος έχει διορίσει αντίκλητο στην έδρα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η κοινοποίηση μπορεί να γίνει στον αντίκλητο. Για την επίδοση του φύλλου ελέγχου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις .του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Ειδικά, η κοινοποίηση του φύλλου ελέγχου γίνεται στην περίπτωση πτώχευσης στο σύνδικο και τον πτωχό και στην περίπτωση θανάτου του φορολογουμένου στους κληρονόμους αυτού. Όταν η δήλωση περαιωθεί ως ειλικρινής, η γνωστοποίηση του φύλλου ελέγχου στον υπόχρεο γίνεται με απλή ταχυδρομική επιστολή».

Άρθρο 15
Συμβιβασμός και βεβαίωση του φόρου

1. Το άρθρο 53 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 53 Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητα του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
2. Στις ακόλουθες περιπτώσεις η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον ένα από αυτούς ή από τον επίτροπο για δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένο ή υπό δικαστική αντίληψη από τον επίτροπο ή αντιλήπτορα κατά περίπτωση και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα που κατά το προηγούμενο εδάφιο προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησης του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.
4.0 προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται απ΄ αυτόν προφορικώς ή εγγράφως, καθώς και κάθε άλο στοιχείο, μπορεί, εφ΄ όσον κρίνει το αίτημα βάσιμο, ν΄ αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή τη διαγραφή των εισοδημάτων μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου ή μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του φόρου ή άλλου δικαιώματος. Ειδικά, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα είτε από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος είτε αποκλειστικά μόνο τέτοια εισοδήματα που προέρχονται από βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, να περιορίζει την αμφισβητούμενη διαφορά μέχρι ποσοστό είκοσι πέντε τα εκατό (25%) αυτής.
5. Όταν δεν επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση της διαφοράς κατά τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, η φορολογική διαφορά παραπέμπεται δια διοικητική επίλυση της, σε τριμελή επιτροπή η οποία κατά την κρίση της δε δεσμεύεται από την προηγούμενη κρίση του προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
6. Όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα είτε από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος είτε αποκλειστικά μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται από βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από τριμελή επιτροπή η οποία μπορεί να περιορίζει την αμφισβητούμενη διαφορά μέχρι ποσοστό σαράντα τα εκατό (40%) αυτής.
7. Για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών των παραγράφων 5 και 6, συνιστάται στην έδρα κάθε νομαρχίας τριμελής επιτροπή η οποία αποτελείται:
α) Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει διοικητικό πρωτοδικείο της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής ειρηνοδίκης ή πρωτοδικών ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β) Από τον αρμόδιο επιθεωρητή δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών ή το νόμιμο αναπληρωτή τους ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ΠΕ κατηγορίας με βαθμό Α΄ που ορίζει με απόφαση του ο επιθεωρητής των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
Προκειμένου για την περιοχή της τέως διοίκησης πρωτευούσης δύναται να μετέχει στην επιτροπή αντί του επιθεωρητή των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, υπάλληλος της ΠΕ κατηγορίας μς βαθμό Α΄ της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
γ) Από έναν εκπρόσωπο, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή από έναν οικονομικό υπάλληλο του νομού.
Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος ΠΕ κατηγορίας με βαθμό Β΄ τουλάχιστον της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ΠΕ κατηγορίας της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας του νομού και για την περιοχή της τέως διοίκησης πρωτευούσης και της πόλης της θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη. Η επιτροπή κρίνει χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπ. των Οικονομικών.
Η θητεία της επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου.Σε περίπτωση αναδιορισμού του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που έχει ορισθεί για τη συνεδρίαση ή αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή, καλούνται για αναπλήρωση τους, δύο δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην έδρα του νομού που συνεδριάζει η επιτροπή από τον Πρόεδρο της επιτροπής ο οποίος ορίζει τον έναν αναπληρωτή του άλλου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών αυτών καθώς και η συγκρότηση τους η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες.
8. Αν συμπέσουν οι απόψεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του υπόχρεου ή της επιτροπής και του υπόχρεου συντάσσεται και υπογράφεται και από τα δύο μέρη σχετική πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και ο πρόσθετος φόρος καθώς και το πρόστιμο που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 67 περιορίζονται στο 1/3 (ένα τρίτο) αυτού. Με την πράξη αυτή, που είναι αμετάκλητη, θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η προσφυγή που ενδεχόμενα ασκήθηκε, θεωρείται ότι δεν έγινε ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
9. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υπόχρεου. εφ΄ όσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πληρεξουσιότητας. Στο έγγραφο αυτό, όταν είναι ιδιωτικό, το γνήσιο της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική Αρχή ή από συμβολαιγράφο.
10. Αν ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου είναι αγράμματος, το ιδιωτικό έγγραφο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών τους βεβαιώνεται όπως στην προηγούμενη παράγραφο ή αναπληρώνεται από έγγραφο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο που δε γνωρίζει γραφή για το διορισμό πληρεξουσίου του».

2. Στο άρθρο 1 του Ν.Δ. 4600/1966, προστίθεται παράγραφος 1 και οι παράγραφοι του άρθρου αυτού 1. 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αριθμούνται αντίστοιχα σε 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 και η παράγραφος 8 όπως αυτή αριθμείται αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Δικαστικός συμβιβασμός χωρεί μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας έχει δικαίωμα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και εφ΄ όσον η υπόθεση δεν είχε παραπεμφθεί για διοικητική επίλυση στην τριμελή επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 53 του Ν.Δ. 3323/1955.
8. Όταν καταργηθεί η δίκη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ο πρόσθετος φόρος ή η προσαύξηση λόγω ανακρίβειας της δήλωσης ή παράλειψης υποβολής δήλωσης που επιβλήθηκε, περιορίζεται στο ένα δεύτερο (1/2) του ποσοστού επί του οφειλόμενου κύριου φόρου που προβλέπεται από το νόμο και όπου η επιβολή αυτού προβλέπεται μεταξύ ανώτατου και κατώτατου ορίου, στο 1/2 (ένα δεύτερο) του κατώτατου ορίου».

3. Το άρθρο 59 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 59 Βεβαίωση του φόρου
1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο. αρχικό ή πρόσθετο, κατά περίπτωση που προκύπτει:
α) βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται,
β) βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 51, εφ΄ όσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.
2. Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει και αποστέλλει στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρία (3) έτη από το τέλος του έτους στο οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου στην προθεσμία των δύο (2) μηνών αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα.
3. Αμελείται η βεβαίωση του ποσού που τελικά οφείλεται με βάση οποιονδήποτε τίτλο βεβαίωσης, εφ΄ όσον τούτο δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες (1.500) δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
Επίσης, αμελείται η βεβαίωση και η καταβολή του ποσού της οφειλής η οποία προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου, εφ΄ όσον τούτο δεν υπερβαίνει το ποσό των 600.000 (εξακοσίων χιλιάδων) δραχμών και ο φορολογούμενος έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών. Αν το συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές, το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει σ΄ αυτόν, μετά την αφαίρεση, της οφειλής η οποία προκύπτει από το εισόδημα του για κύριο και συμπληρωματικό φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με το φόρο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις εξακόσιες χιλιάδες (600.000) δραχμές.
4. Προκειμένου για τους εγγάμους, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 6. η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα, καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά.
Επίσης, εφ΄ όσον συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2, ή 3 του άρθρου 6, για την καταβολή της οφειλής η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προσθέτεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται σε ολόκληρο και ο άλλος σύζυγος.
Σε περίπτωση που με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να ανακοινώσει με σχετικό έγγραφο του το ποσό αυτής της οφειλής στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής. Οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης, στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 11, ευθύνονται σε ολόκληρο με τους υπόχρεους για την καταβολή του φόρου και έχουν δικαίωμα αναγωγής.
5. Φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή μεταγενέστερα από τη λήξη του α) ύστερα από διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό και β) με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται ως ακολούθως:
α) Για οφειλή μέχρι 30.000 δραχμές σε μία (1) δόση.
β) Για οφειλή από 30.001 -100.000 δραχμές σε 3 (τρεις) ίσες μηνιαίες δόσεις.
γ) Για οφειλή από 100.001 – 1.000.000 δραχμές σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
δ) Για οφειλή από 500.001 – 1.000.000 δραχμές σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
ε) Για οφειλή από 1.000.001 και άνω δραχμές σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να μεταβάλλονται τα κλιμάκια και ο αριθμός των δόσεων στις οποίες καταβάλλεται ο φόρος.
Φόρος που βεβαιώνεται με βάση απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
6. Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό 20% (είκοσι τα εκατό) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών. Το ποσοστό αυτό βεβαιώνεται στα μέλη της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην περίπτωση που δεν επσεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων εμπρόθεσμη προσφυγή κατά της πράξης που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 16α. Για τον προσδιορισμό που βεβαιώνεται μ΄ αυτό τον τρόπο καταβάλλεται, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
7. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση. Τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των ποσών που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.
8. Βάσει των αποφάσεων των διοικητικών εφετείων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προβαίνει σε νέα εκκαθάριση φόρου και ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επί πλέον φόρου που τυχόν οφείλεται η έκπτωση του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.
9. Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου που εκδόθηκε μετά από τον προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 18 του άρθρου 7 του Ν. 1160/1981 (ΦΕΚ Α΄ 147) καταβάλλονται εφάπαξ. Η τυχόν άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει την προσωρινή βεβαίωση του φόρου. Από το φόρο, εισφορές και τέλη που βεβαιώνονται τελεσίδικα βάσει του οριστικού φύλλου ελέγχου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκπίπτει τα ποσά που καταλογίστηκαν με το προσωρινό φύλλο ελέγχου».

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 65 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για την ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αποφαίνεται το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο, το οποίο αποφασίζει, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ύστερα από αίτηση του φορολογούμενου για όλες τις περιπτώσεις ή του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για τις περιπτώσεις γ΄, δ΄, ε΄ της ίδιας παραγράφου. Εξαιρετικά, για τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ η ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου δύναται να γίνει από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα σε διάστημα 3 (τριών) ετών από την οριστική βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αργότερο από την κατάθεση της αίτησης, ή τη διαβίβαση του φακέλου σ΄ αυτό όταν η ακύρωση ή τροποποίηση ζητείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας».

Άρθρο 16
Υποχρεώσεις

1. Το άρθρο 14 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:….
«Άρθρο 14 Αλλαγή κατοικίας ή έδρας

2. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 3 του Ν. 4045/1960 (ΦΕΚ Α΄ 47) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων ασχέτως ποσού μισθώματος ή γεωργικών ακινήτων εφ΄ όσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30) μέρες από τη σύνταξη τους. στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του. Τα έγγραφα αυτά δύναται και ο μισθωτής να τα προσκομίζει για θεώρηση στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο (2) αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σ΄ αυτόν που τα προσκόμισε.
3. Στην περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου ο νέος κύριος είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνος με τον προκάτοχο για την πληρωμή του φόρου τριών (3) πριν από τη μεταβίβαση ετών, που αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα του ακινήτου που μεταβιβάστηκε και προκύπτει από την εγγραφή που υπάρχει κατά την ημέρα της μεταβίβασης. Ιδια υποχρέωση υπάρχει για το χαρτόσημο και τα τέλη ύδρευσης. Οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση να υπενθυμίζουν τη διάταξη αυτή στους συμβαλλόμενους και να αναγράφουν τούτο ρητά στο συμβόλαιο της αγοραπωλησίας.
Όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση ή τα προσκομίζουν εκπρόθεσμα καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 του Ν.Δ. 3323/1955».

3. Το άρθρο 9 του Ν. 820/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 9 Υποχρεώσεις μισθωτών θαλάσσιων σκαφών αναψυχής και ακινήτων
1. Οι μισθωτές ακινήτων πάσης φύσεως καθώς και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής έχουν υποχρέωση να δηλώσουν αναλυτικά κάθε οικονομικό έτος, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, τα ενοίκια που κατέβαλαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό έτος για τις μισθώσεις αυτές, το ονοματεπώνυμο του εκμισθωτή, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας αυτού. Επίσης, έχουν υποχρέωση να δηλώνουν και το ποσό που κατέβαλαν για την ανέγερση οικοδομής σε έδαφος ξένης κυριότητας, όταν η οικοδομή μετά τη λήξη της μίσθωσης έχει συμφωνηθεί να περιέλθει στον εκμισθωτή.
2. Οι μισθωτές αγροτικών ακινήτων δεν μπορούν να πάρουν δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για την εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, αν το ιδιωτικό έγγραφο μίσθωσης δεν είναι θεωρημένο από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
3. Όσοι παραλείπουν να δηλώσουν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 του Ν.Δ. 3323/1955».

4. Το άρθρο 70 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 70 Υποχρεώσεις εκείνων που ενεργούν παρακράτηση φόρων
1. Σε περίπτωση που ο φόρος παρακρατείται από τρίτα πρόσωπα, τα οποία έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση αντί του πραγματικού φορολογούμενου, τα πρόσωπα αυτά έχουν και όλες τις ευθύνες που απορρέουν από αυτό το νόμο, όσον αφορά τη μη ακριβή τήρηση των σχετικών διατάξεων του για τις δηλώσεις, αλλά και τις άλλες διατάξεις του.
2. ΄ Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, έχουν υποχρέωση να χορηγούν σ΄ αυτούς από τους οποίους έγινε η παρακράτηση, βεβαίωση στην οποία αναγράφουν το φορολογούμενο εισόδημα και το φόρο που παρακρατήθηκε. ΄Ιδια υποχρέωση υπάρχει και στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει φόρος για παρακράτηση. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται στους δικαιούχους μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του οικείου οικονομικού έτους.
3. Προκειμένου για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ο υπόχρεος χορηγεί μία μόνο βεβαίωση σε κάθε δικαιούχο στην οποία αναγράφει τις κάθε είδους αποδοχές τόσο από τακτικές όσο και από πρόσθετες αμοιβές, φορολογούμενες ή απαλλασσόμενες. Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται σε δύο αντίτυπα. Το δεύτερο αντίτυπο υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μαζί με την ετήσια οριστική δήλωση μισθωτών υπηρεσιών.
4. Ο υπόχρεος σε κατακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 οφείλει. εφ΄ όσον η εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, να επισυνάπτει αντίγραφο τούτου στη δήλωση καταβολής του φόρου. Στο ιδιωτικό έγγραφο πρέπει απαραιτήτως να αναγράφεται το κέρδος ή η ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης.
5. Όσοι αρνούνται να χορηγήσουν τις βεβαιώσεις που ορίζονται από το άρθρο αυτό ή τις χορηγούν εκπρόθεσμα καθώς και αυτοί που χορηγούν αναληθή βεβαίωση ή αναγράφουν τις συνολικές αποδοχές σε περισσότερες βεβαιώσεις, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73. Επίσης, στο ίδιο πρόστιμο υπόκεινται και όσοι δεν εφαρμόζουν τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου».

5. Το άρθρο 72 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 72 Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων, υποθηκοφυλάκων, Τραπεζών κ.λ.π.
1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρ. 73α, αν δεν προσκομιστεί πιστοποιητικό του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας από το οποίο να προκύπτει ότι τα μισθώματα του μεταβιβαζόμενου ή υποθηκευόμενου ακινήτου δηλώθηκαν στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης. Δεν απαιτείται η προσκόμιση του πιο πάνω πιστοποιητικού. αν ο μεταβιβάζων ή αυτός που παραχωρεί υποθήκη υποβάλει στον αρμόδιο για τη φορολογία του εισοδήματος του προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα βεβαιώνει ότι το μεταβιβαζόμενο ή υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος, επικαρπωτής ή νομέας αυτού και πάντως όχι πέρα των πέντε (5) ετών από το χρόνο της μεταβίβασης ή της εγγραφής της υποθήκης. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο μεταβιβάζοντα. Το πιο πάνω πιστοποιητικό ή η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, μνημονεύονται στο σχετικό συμβόλαιο. Δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης όταν η εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή από το νόμο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού και της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και άλλη λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και του άρθρου 73α.
2. Οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή των δικαιοπραξιών για τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρ. 73α, καθώς και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή του κληρονομητηρίου, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Δεν απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού ή η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης, όταν το κληρονομητήριο εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από αίτηση τρίτου.
3. Τα δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το πιστοποητικό αυτό ή η υπεύθυνη δήλωση μνημονεύονται στη σχετική απόφαση.
4. Οι Τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και οι λοιποί Οργανισμοί απαγορεύεται να χορηγούν στεγαστικά δάνεια για τα ακίνητα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 73α, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
5. Οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων εξόφλησης τόκων ή κεφαλαίου δανείου ή οποιασδήποτε απαίτησης γενικά στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν τους προσκομίσει θεωρημένο από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας αντίγραφο της υπεύθυνης δήλωσης που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρ. 71. Αντίγραφα των συμβολαίων εξόφλησης τόκων οφείλουν οι συμβολαιογράφοι να στέλνουν, μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξη τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του πιστωτή.
6. Προκειμένου να γίνει εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης με βάση δικαστική απόφαση, ο αρμόδιος υποθηκοφύλακας εφ΄ όσον διαπιστώσει ότι η εμπράγματος ασφάλεια αφορά απαίτηση έντοκη από σύμβαση, νόμο ή δικαστική απόφαση, οφείλει ν΄ αρνηθεί την εξάλειψη της σχετικής υποθήκης ή προσημείωσης με βάση τη δικαστική απόφαση, αν δεν του προσκομιστεί και βεβαίωση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από την οποία να προκύπτει ότι υποβλήθηκε σ΄ αυτόν αντίγραφο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης.
7. Τράπεζες και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργούν εξαργύρωση μερισμάτων και τοκομεριδίων, υποχρεούνται να εξακριβώνουν την ταυτότητα και τη διεύθυνση της κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του εξαργυρούντος και να τηρούν ακριβή σημείωση του ποσού των εξαργυρωθέντων μερισμάτων και τοκομεριδίων καθώς και του ποσού και του είδους των μετοχών και ομολογιών που ανήκουν σ΄ αυτούς.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
8. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσουν για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 να μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από την εκχώρηση του δικαιώματος ή του εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης της επιχείρησης. Επίσης έχουν υποχρέωση να υπενθυμίζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 στους συμβαλλόμενους και να αναγράφουν τούτο ρητά στο συμβόλαιο της εκχώρησης. Αντίγραφα των συμβολαίων, οφείλουν οι συμβολαιογράφοι να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξη τους, στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του υπόχρεου για παρακράτηση.
9. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις παρ. 1, 2, 4 έως 8, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73. Στο ίδιο πρόστιμο υπόκειται και ο υπόχρεος που θα υποβάλει ψευδή υπεύθυνη δήλωση».

Άρθρο 17
Παραγραφή, Απόρρητο

1. Το άρθρο 68 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 68 Παραγραφή
1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 52, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Για τις δηλώσεις που υπάγονται κάθε φορά στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 50, καθώς και γι΄ αυτές που καθίστανται υποχρεωτικά ελεγκτέες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 50α, μπορεί να κοινοποιηθεί φύλλο ελέγχου μέσα στο επόμενο ημερολογιακό έτος από το έτος που συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της δεκαετίας.
2. Εξαιρετικά, η βεβαίωση του φόρου μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο δεκαετίας αν η εγγραφή στο όνομα της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης, περιορισμένης ευθύνης εταιρίας, κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 15α, έγινε οριστική μετά την πάροδο αυτής, όχι όμως και πέρα από 6 (έξι) μήνες από την κοινοποίηση στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, ή από την οριστικοποίηση της εγγραφής με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
3. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την ενέργεια συμπληρωματικής ή αρχικής φορολογικής εγγραφής και την επιβολή φόρων, πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων για φορολογικές παραβάσεις, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπενταετίας, εφ΄ όσον η μη ενάσκηση αυτού, έστω και κατά ένα μέρος, οφείλεται:
α) Στην από πρόθεση πράξη ή παράλειψη του φορολογουμένου με τη σύμπραξη του αρμόδιου φορολογικού οργάνου.
β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 51.
Όταν τα συμπληρωματικά στοιχεία περιέρχονται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής, ο χρόνος αυτής παρατείνεται για ένα ακόμη ημερολογιακό έτος.
4.Όταν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης παρακρατούμενων φόρων, ή δήλωση αποτελεσμάτων από ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες, περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, κοινοπραξίες, κοινωνίες και αστικές εταιρίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα του Δημοσίου για να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου ή την πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων παραγράφεται μετά την πάροδο προθεσμίας δεκαπέντε (15) ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης. Σε περίπτωση υποβολής των πιο πάνω δηλώσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους πριν από την ημερομηνία λήξης του χρόνου παραγραφής, το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης.
5. Όταν το φύλλο ελέγχου ακυρωθεί για τυπικούς λόγους με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου η οποία κοινοποιείται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής του ή μετά τη λήξη του χρόνου της παραγραφής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δύναται να κοινοποιήσει νέο φύλλο ελέγχου μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίηση της απόφασης.
6. Στην περίπτωση υποβολής ανακλητικής δήλωσης ή δήλωσης με επιφύλαξη η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από τη με οποιοδήποτε τρόπο αποδοχή της δήλωσης».

2. Το άρθρο 69 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 69 Φορολογικό απόρρητο
1. Οι δηλώσεις του φόρου του παρόντος χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και απαγορεύεται η χρησιμοποίηση τους για δίωξη εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση ή του προσώπου από το οποίο αυτός απέκτησε το εισόδημα, για παράβαση των κειμένων διατάξεων.
2. Οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι πράξεις, οι εκθέσεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου οι αποφάσεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητο και απαγορεύεται η γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το φορολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά.
3. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει κάθε έτος με βάση τις δηλώσεις που του επιδίδονται κατάλογο φορολογουμένων, ο οποίος περιέχει το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τον τίτλο και τα λοιπά στοιχεία αυτών που υπέβαλαν δήλωση, το καθαρό εισόδημα από τις κατηγορίες Δ΄ και ΣΤ΄, το συνολικό καθαρό εισόδημα το οποίο υπόκειται σε φορολογία. καθώς και το φόρο που αναλογεί σ΄ αυτό. Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων και συμπληρώνεται με τα αντίστοιχα στοιχεία της οριστικοποίησης της εγγραφής του υπόχρεου. Τοποθετείται σε πρόσφορη θέση στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και των δήμων ή κοινοτήτων, όπου εδρεύει δημόσια οικονομική υπηρεσία ώστε να μπορεί να λαμβάνει γνώση αυτού οποιοσδήποτε. Επιτρέπεται η έκδοση καταλόγων των φορολογουμένων όλης της Χώρας, καθώς και η δημοσίευση τους στις εφημερίδες.
4. Τα στοιχεία για τα οποία η δημοσίευση τους είναι επιτρεπτή στους καταλόγους των φορολογουμένων δεν αποτελούν απόρρητο και ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να χορηγεί, ύστερα από αίτηση, βεβαίωση γι΄ αυτά σε οποιονδήποτε τρίτο ο οποίος έχει έννομο συμφέρον και το αποδεικνύει.
5. Εξαιρετικά επιτρέπεται, αποκλειστικά και μόνο:
α) Η χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του υπουργείου οικονομικών και στους ορκωτούς εκτιμητές για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 1445 του Αστικού Κώδικα στις περιπτώσεις που ορίζονται από αυτό.
β) Σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) να λαμβάνουν στοιχεία από το φάκελο του εργοδότη για την επαλήθευση των ημερομισθίων και μισθών που αυτός κατέβαλε στο προσωπικό που απασχολεί.
γ) Σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης να λαμβάνουν τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες για την επιβολή φόρων, τελών, δικαιωμάτων ή εισφορών τους ή για τον έλεγχο των δηλώσεων των επιβαρύνσεων αυτών.
δ) Σε δίκες για διαφορές εμπορικών μισθώσεων ακινήτων η χορήγηση στους ενδιαφερόμενους για χρήση στο δικαστήριο αντιγράφων των μισθωτηρίων συμβολαίων καθώς και βεβαιώσεων για το καταβαλλόμενο μίσθωμα οποιουδήποτε ακινήτου. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να ζητήσει υπεύθυνη δήλωση Ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών θα δηλώνει ότι τα χορηγούμενα στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για δίκες του προηγούμενου εδαφίου.
6. Η παραβίαση του φορολογικού απορρήτου του άρθρου αυτού συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για παράβαση καθήκοντος.
7. Τις ευθύνες της προηγούμενης παραγράφου έχουν και τα πρόσωπα, που είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία νόμιμα λαμβάνουν γνώση φορολογικών απορρήτων και χρησιμοποιούν αυτά για σκοπό διάφορο εκείνου που ο νόμος επιτρέπει ή τα ανακοινώνουν με κάθε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, σε τρίτους. Τα λοιπά πρόσωπα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες μετά από έγκληση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του αρμόδιου επιθεωρητή προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η δημόσια οικονομική υπηρεσία και με πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 το οποίο επιβάλλεται με πράξη του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μετά την τελεσιδικία της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου.
8. Εκείνοι που με οποιαδήποτε ιδιότητα συμπράττουν στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και από το λόγο αυτό λαμβάνουν γνώση των τραπεζικών ή άλλων συναλλαγών, υποχρεούνται να τηρούν το απόρρητο των συναλλαγών τούτων, υποκείμενοι σε αντίθετη περίπτωση στις ποινές και τα πρόστιμα των παραγράφων 6 και 7.
9. Με αποφάσεις του Υπ. Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα ης Κυβερνήσεως ορίζεται για όλη τη χώρα ή για ορισμένες μόνο περιφέρειες, ανάλογα με τον πληθυσμό, το ύψος του εισοδήματος πάνω από το οποίο, οι φορολογούμενοι που το αποκτούν θα περιλαμβάνονται στους καταλόγους των φορολογουμένων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3».

Άρθρο 18
Διοικητικές κυρώσεις

1. Το άρθρο 67 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 67 Διοικητικές κυρώσεις
1. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν εκπρόθεσμη δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου, για κάθε μήνα εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης ως εξής:
α) σε τέσσερα τα εκατό (4%) για κάθε ένα από τους τρεις (3) πρώτους μήνες και
β) σε πέντε τα εκατό (5%) για κάθε ένα μήνα μετά από τους τρεις πρώτους μήνες.
Ο πρόσθετος αυτός φόρος δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση.
2. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ανακριβή δήλωση υπόκεινται:
α)Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε 75% (εβδομήντα πέντε τα εκατό) του φόρου του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω της ανακρίβειας.
β) Σε πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό, ανάλογα με το ποσό της διαφοράς του φόρου του οποίου ο υπόχρεος θα απέφευγε την πληρωμή λόγω της ανακρίβειας και εφ΄ όσον η διαφορά αυτή υπερβαίνει κατά είκοσι τα εκατό (20%) το φόρο που οφείλεται με βάση τη δήλωση ως εξής:
αα) είκοσι τα εκατό (20%), αν το ποσό της διαφοράς κυμαίνεται από 100.000 έως 1.000.000 δραχμές,
ββ) είκοσι πέντε τα εκατό (25%), αν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές.
3. Οι υπόχρεοι που δεν υποβάλλουν δήλωση υπόκεινται:
α) Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε εκατό πενήντα τα εκατό (150%) του φόρου του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω της μη υποβολής της δήλωσης.
β) Σε πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό, ανάλογα με το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου, ως εξής:
αα) τριάντα τα εκατό (30%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου κυμαίνεται από 10.000 έως 200.000 δραχμές,
ββ) σαράντα τα εκατό (40%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου κυμαίνεται από 200.001 έως 1.000.000,
γγ) πενήντα τα εκατό (50%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές.
4. Προκειμένου για υπόχρεους σε παρακράτηση φόρων, τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετων φόρων διπλασιάζονται και τα ποσά των προστίμων προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%), σε κάθε περίπτωση. Απαγορεύεται η με κάθε τρόπο επίρριψη του βάρους από τους πρόσθετους φόρους και τα πρόστιμα των προηγούμενων παραγράφων από τον υπόχρεο σε παρακράτηση στον πραγματικό φορολογούμενο.
5. Οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού και του άρθρου 73 καθώς και του άρθρου 32 του Ν. 820/1978 επιβάλλονται χωρίς να εξετάζεται η ύπαρξη αμέλειας ή δόλου ή αν ο υπόχρεος παρερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις.
6. Όσοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 11, ευθύνονται αλληλεγγύως με τους φορολογουμένους για την καταβολή των πρόσθετων φόρων και των προστίμων που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Ειδικά, η ευθύνη των κληρονόμων του φορολογουμένου εκτείνεται μόνο μέχρι το ποσό της κληρονομικής μερίδας που περιήλθε σε καθένα από αυτούς.
7. Κατά τον καθορισμό του πρόσθετου φόρου και του προστίμου, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, ως δηλούμενο θεωρείται το ποσό του συνολικού καθαρού εισοδήματος του φορολογουμένου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση του φόρου που προκύπτει στο εισόδημα σύμφωνα με το άρθρο 9, είτε το εισόδημα αυτό εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 με την άθροιση των επί μέρους εισοδημάτων από τις κατηγορίες Α΄ έως ΣΤ΄ είτε καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5».

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 32 του Ν. 820/1978 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ελλιπή δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε εβδομήντα πέντε τα εκατό (75%) της διαφοράς του κύριου φόρου. Στην περίπτωση αυτή δεν επιβάλλονται πρόστιμα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 67 και 73β του Ν.Δ. 3323/1955 και του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986».

3.Το άρθρο 73 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 73 Άλλα πρόσημα
1. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 5, 12, 14, 16α, 29, 30, 50α, 69 παρ. 7 και 8, 70, 71 και 72 υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές.
2. Τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 67 και του παρόντος άρθρου επιβάλλονται με το οικείο φύλλο ελέγχου ή με ιδιαίτερη πράξη του αρμόδιου προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά περίπτωση, Κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς το πρόστιμο που επιβλήθηκε περιορίζεται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού.
3. Για την κοινοποίηση της πράξης και για την εν γένει διαδικασία βεβαίωσης του προστίμου εφαρμόζουνται ανάλογα οι διατάξεις του παρόντος».

4. Στο Ν.Δ. 3323/1955 μετά το άρθρο 73 προστίθενται άρθρα με αριθμούς 73α΄ και 73β΄. τα οποία έχουν ως εξής:
«Άρθρο 73α Κυρώσεις σε όσους δε δηλώνουν το εισόδημα από ακίνητα
1. Όσοι αποκτούν εισόδημα από ακίνητα και είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, αν δεν δηλώσουν το εισόδημα αυτό δε δικαιούνται:
α) Να εγείρουν αγωγή έξωσης ή να μεταβιβάσουν την κυριότητα με οποιοδήποτε τρόπο ή να συστήσουν εμπράγματα δικαιώματα, για μια πενταετία από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, στα ακίνητα για τα οποία δεν έχουν δηλωθεί τα μισθώματα.
β) Να παραχωρήσουν υποθήκη για μία δεκαετία από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, σε ακίνητα για οποία δεν έχουν δηλωθεί τα μισθώματα.
γ) Να πάρουν στεγαστικό δάνειο από τις τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και λοιπούς οργανισμούς, οι οποίοι χορηγούν στεγαστικά δάνεια, για τα ακίνητα για τα οποία δεν έχουν δηλωθεί τα μισθώματα.
2. Τα εισοδήματα από εκμίσθωση ακινήτων, που δηλώνονται. Εκπρόθεσμα, φορολογούνται αυτοτελώς, χωρίς καμία έκπτωση ή μείωση, με συντελεστή 50% (πενήντα τα εκατό), εφ΄ όσον μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης ζητηθεί το πιστοποιητικό που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 72. Για την καταβολή του φόρου αυτού ευθύνεται στο ακέραιο και ο τελευταίος, από σύμβαση, διακάτοχος του ακινήτου. Για τη διαδικασία της βεβαίωσης του φόρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 59.
Άρθρο 73β
Κυρώσεις για τη μη υποβολή ή ανακριβή υποβολή δήλωσης
1. Αν ο υπόχρεος δεν έχει υποβάλλει δήλωση και ο οφειλόμενος κύριος φόρος, με βάση τελεσίδικη απόφαση, υπερβαίνει σε μία διαχειριστική περίοδο το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών ή έχει υποβάλει δήλωση, αλλά μεταξύ του οφειλόμενου κύριου φόρου με βάση τη δήλωση και του φόρου που προσδιορίστηκε τελεσίδικα υπάρχει διαφορά μεγαλύτερη από το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών και το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από το είκοσι πέντε τα εκατό (25%) του κύριου φόρου που αναλογεί με βάση τη δήλωση, το Διοικητικό Εφετείο απαγγέλλει σε βάρος του υπόχρεου με την ίδια απόφαση με την οποία προσδιορίστηκε ο φόρος τις πιο κάτω ποινές:
α) Την απώλεια του δικαιώματος να καταβληθεί σε δόσεις ο φόρος που βεβαιώθηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης και ο φόρος που βεβαιώνεται με βάση την απόφαση αυτή. Εξαιρούνται οι δόσεις προκαταβολής του φόρου.
β) Την απώλεια του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοπρασίες του δημόσιου τομέα γενικά, για χρονικό διάστημα από 6 (έξι) μήνες έως ένα (1) έτος.
γ) Την απώλεια του δικαιώματος λήψης πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας για χρονικό διάστημα από έξι (6) μήνες έως 1 (ένα) έτος.
2. Αν οριστικοποιηθεί το φύλλο ελέγχου με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό ή λόγω μη άσκησης προσφυγής ή μετά από άσκηση προσφυγής που κρίθηκε τελεσίδικα εκπρόθεσμη ή που έγινε τελεσίδικη με απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται μέσα σε τρεις (3) μήνες να επιβάλλει με απόφαση του τις κυρώσεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος.
Η τρίμηνη αυτή προθεσμία αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, αν η οριστικοποίηση του φύλλου ελέγχου έγινε λόγω μη άσκησης προσφυγής και από την κοινοποίηση στον οικονομικό έφορο της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης αν η οριστικοποίηση αυτή έγινε μετά από άσκηση προσφυγής που κρίθηκε τελεσίδικα εκπρόθεσμη ή που έγινε τελεσίδικη με απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου ή από την ημερομηνία που επιτεύχθηκε η διοικητική επίλυση της διαφοράς ή που κοινοποιήθηκαν τα πρακτικά του δικαστικού συμβιβασμού.
3. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας την απόφαση του ή την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου με τις οποίες επιβάλλονται α κυρώσεις της παραγράφου 1 οφείλει να τις ανακοινώσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές.
4. Οι κυρώσεις, τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, επιβάλλονται ανεξάρτητα από τους πρόσθετους φόρους και τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου».

Άρθρο 19
Ποινικές κυρώσεις

1. Οι περιπτώσεις α΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«α) Όποιος δεν υποβάλλει δηλώσεις ή υποβάλλει ανακριβείς δηλώσεις για φόρους, τέλη ή εισφορές που σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις υποχρεούται να παρακρατεί και να αποδίδει στο Δημόσιο ή για το φόρο προστιθέμενης αξίας ή για το φόρο κύκλου εργασιών ή την ειδική εισφορά ειδών πολυτελείας της υποπερίπτωσης β΄ της περίπτωσης Ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 4169/1961 (ΦΕΚ Α΄ 81) εφ΄ όσον το συνολικό ποσό των παραπάνω φόρων, τελών και εισφορών που είχε υποχρέωση να δηλώσει και να αποδώσει στο Δημόσιο, από συναλλαγές ή άλλες πράξεις που πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα ενός ημερολογιακού εξαμήνου υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) δραχμών ή το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών για διάστημα ενός ημερολογιακού έτους.
ε) Όποιος τηρεί ανακριβή βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, εφ΄ όσον η ανακρίβεια διαπιστωθεί από τακτικό έλεγχο του οποίου το αποτέλεσμα οριστικοποιήθηκε είτε με διοικητική επίλυση της διαφοράς, είτε λόγω παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής, είτε με οριστική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, εφ΄ όσον στη διαχειριστική περίοδο που ελέγχθηκε προκύπτει διαφορά ακαθάριστων εσόδων πάνω από 20% (είκοσι τα εκατό) σε σχέση με αυτά που δηλώθηκαν και πάντως όχι μικρότερη από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Επίσης τα αδικήματα που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και ε΄της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 55 του Ν. 1041/1980 τιμωρούνται και με
α) στέρηση της παρεχόμενης από το νόμο «περί εμπορικών μισθώσεων» ειδικής προστασίας της επαγγελματικής στέγης και
β) απώλεια του δικαιώματος λήψης διαβατηρίου ή με στέρηση αυτού που εκδόθηκε, για χρονικό διάστημα από έξι (6) μήνες μέχρι ενός έτους».

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του Ν. 1591/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο δικαστήριο αυτό διαβιβάζονται η μηνυτήρια αναφορά της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και, εφ΄ όσον υπάρχουν στη δικογραφία, η έκθεση ελέγχου και τα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα, το φύλλο ελέγχου ή η πράξη καταλογισμού τέλους ή εισφοράς, η απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ., ως και η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο το δικαστήριο μπορεί να κλητεύσει ως μάρτυρες τα αρμόδια φορολογικά όργανα μόνο στην περίπτωση που θα κρίνει αναγκαίες και άλλες αποδείξεις. Στην ίδια περίπτωση μπορεί να διατάξει και οποιαδήποτε άλλη απόδειξη. Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων με τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή τον υπάλληλο της υπηρεσίας του που ορίζεται από αυτόν.
Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται. Ο αρμόδιος εισαγγελέας γνωστοποιεί στην αρμόδια φορολογική αρχή, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση, την αρχική δικάσιμο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρο 20
Εισόδημα και υπολογισμός του φόρου

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3843/1958 (ΦΕΚ Α΄ 148) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Προκειμένου να προσδιοριστεί το καθαρό κέρδος που προκύπτει στην Ελλάδα από τη μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης, η επιβάρυνση της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα με γενικά έξοδα διαχείρισης και διάφορα άλλα έξοδα οργάνωσης και λειτουργίας αυτής, που πραγματοποιούνται από την έδρα της επιχείρησης που βρίσκεται στην αλλοδαπή, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από δύο τα εκατό (2%) των ακαθάριστων εσόδων που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα από την αλλοδαπή επιχείρηση».

2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 αντικαθίστανται ως εξής:
«α) Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, τις αλλοδαπές εταιρίες και οργανισμούς που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, καθώς και για τις δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα, σαράντα έξι τα εκατό (46%).
Εξαιρετικά, ο φόρος αδιανέμητων κερδών ορισμένων κατηγοριών ημεδαπών ανώνυμων εταιριών υπολογίζεται με μειωμένους συντελεστές ως ακολούθως:
αα. Για τις ημεδαπές βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ατομικές ανώνυμες εταιρίες, με συντελεστή φορολογίας σαράντα τα εκατό (40%).
ββ. Για τις ημεδαπές βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και λατομικές ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες είτε έχουν μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο είτε πραγματοποιούν από την 1η/1/1987 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1262/1982 (ΦΕΚ Α΄ 70) ύψους άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000. 000) δραχμών, καθώς και για εκείνες που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1985 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα από το ύψος της πραγματοποιηθείσας επένδυσης, με συντελεστή φορολογίας τριάντα πέντε τα εκατό (35%).
Επί μικτών επιχειρήσεων των πιο πάνω υποπεριπτώσεων αα΄ και ββ΄, ο μειωμένος συντελεστής σαράντα τα εκατό (40%) ή τριάντα πέντε τα εκατό (35%), κατά περίπτωση, εφαρμόζεται μόνο στα αδιανέμητα κέρδη που προέρχονται από το βιομηχανικό, βιοτεχνικό, μεταλλευτικό και λατομικό κλάδο.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο λογιστικός διαχωρισμός των κερδών που προκύπτουν από κάθε κλάδο, τα αδιανέμητα κέρδη που θα φορολογηθούν με το μειωμένο συντελεστή θα προσδιοριστούν με επιμερισμό του συνόλου των αδιανέμητων κερδών της ανώνυμης εταιρίας με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε κλάδου.
γγ. Για τις λοιπές ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες που πραγματοποιούν από 1.1.1987 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων του νόμου 1262/1982 ύψους πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές, καθώς και για εκείνες που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1986 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα από το ύψος της πραγματοποιηθείσας επένδυσης, με συντελεστή φορολογίας σαράντα τα εκατό (40%).
Επί μικτών επιχειρήσεων ο μειωμένος συντελεστής φορολογίας αδιανέμητων κερδών εφαρμόζεται μόνο στα αδιανέμητα κέρδη του κλάδου στον οποίο έχει πραγματοποιηθεί ή πραγματοποιείται η παραγωγική επένδυση.
Για τον προσδιορισμό του ποσού των αδιανέμητων κερδών, τα οποία θα φορολογηθούν με το μειωμένο συντελεστή σαράντα τα εκατό (40%) εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ΄.
Ως χρόνος έναρξης εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή αδιανέμητων κερδών, για τις ανώνυμες εταιρίες που αναφέρονται στις πιο πάνω υποπεριπτώσεις, ββ΄ και γγ΄ και οι οποίες από 1.1.1987 και μετά άρχισαν την πραγματοποίηση επενδύσεων που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1262/1982 (λαμβάνεται ο χρόνος της πραγματοποίησης συνολικού κόστους επένδυσης ύψους τουλάχιστον πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, η διαπίστωση του οποίου γίνεται από τα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και προκειμένου για τις ανώνυμες εταιρίες που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1986 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ίδιου νόμου, λαμβάνεται ο χρόνος της ολοκλήρωσης της επένδυσης.
2. Όταν στο φορολογητέο εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από το εισόδημα που προέρχεται από την εκμίσθωση οικοδομών οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, το συνολικό αυτό ακαθάριστο εισόδημα υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο ο οποίος ορίζεται σε ποσοστό τρία τα εκατό (3%).

3. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 προστίθενται δύο εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:
«Εάν όμως ζητηθεί, κατά την υποβολή της δήλωσης, η επί πλέον αυτή διαφορά συμψηφίζεται στο υπόλοιπο ποσό που προκύπτει για βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή κατά την έκδοση του τριπλοτύπου είσπραξης θα χορηγείται έκπτωση 10% (δέκα τα εκατό) μόνον όταν η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα και εξοφλείται ταυτόχρονα το ποσό που απομένει μετά το συμψηφισμό».

4. Οι διατάξεις του άρθρου 13 το Ν.Δ. 3843/1958 αριθμούνται ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2, η οποία έχει ως εξής:
«2. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή του φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα».

Άρθρο 21
Προκαταβολή και παρακράτηση φόρου.

1. Η περίπτωση β ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Ν.Δ. 3843/1958 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Του φόρου που παρακρατεί η ανώνυμη εταιρία στα μερίσματα που διανέμει, στα ποσοστά και τις αμοιβές των διοικητικών συμβούλων, στις εκτός μισθού αμοιβές και ποσοστά των διευθυντών και διαχειριστών αυτών, καθώς και στις αμοιβές του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού αυτών ή του φόρου που παρακρατεί ο συνεταιρισμός στα ποσά που διανέμει στα μέλη του».

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του Ν.Δ. 3843/1958 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Δεν εκπίπτουν τα ποσά του φόρου που έχουν παρακρατηθεί σε εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο, εφ΄ όσον η επιχείρηση επιθυμεί για τα εισοδήματα αυτά να έχει εξάντληση φορολογικής υποχρέωσης».

3. Τα εδάφια τρίτο και τέταρτο της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 αντικαθίστανται ως ε΄ξής:
«Εξαιρετικά, αν ο δικαιούχος του εισοδήματος από κινητές αξίες εκτός των μερισμάτων από κοινές ή προνομιούχες μετοχές είναι πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3. που δεν έχει όμως μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, το ποσοστό, του παρακρατούμενου φόρου ορίζεται ίσο με σαράντα έξι τα εκατό (46%) στο εισόδημα αυτό και ο δικαιούχος του εισοδήματος δεν υποχρεούται στην υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης για το εισόδημα αυτό».

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 αντικαθίσταται ως ακολούθως και η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου καταργείται:
«2. Οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα, οι οποίοι διανέμουν στα μέλη τους κέρδη, υποχρεούνται
να παρακρατούν για φόρο εισοδήματος ποσοστό 8% (οκτώ τα εκατό) και να τον αποδίδουν στο Δημόσιο κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα από την παρακράτηση. Εξαιρούνται από την παρακράτηση τα κέρδη από την πρωτογενή παραγωγή που διανέμουν στα μέλη τους οι αγροτικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 και μέχρι το αφορολόγητο ποσό που ορίζεται στην ίδια περίπτωση για κάθε δικαιούχο. Για την εξαίρεση από την παρακράτηση του φόρου ο δικαιούχος του μερίσματος υποχρεούται να δηλώσει στο συνεταιρισμό με υπεύθυνη δήλωση του ότι δεν έτυχε απαλλαγής κατά την είσπραξη μερισμάτων από άλλο συνεταιρισμό κατά την ίδια χρήση για ποσό μερισμάτων μεγαλύτερο από το αφορολόγητο αυτό ποσό».

5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Στις αποζημιώσεις ή τα δικαιώματα που καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ή σε φυσικά πρόσωπα κατοίκους αλλοδαπής που δεν ασκούν επάγγελμα ή επιχείρηση στην Ελλάδα:
α) για τη χρήση ή παραχώρηση της χρήσης τεχνικών μεθόδων παραγωγής, τεχνικής ή τεχνολογικής βοήθειας, δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, προνομίων και σημάτων, σχεδίων ή προτύπων γενικά, αποτελεσμάτων ερευνών, κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για ραδιοφωνικές εκπομπές, αναπαραγωγής βιντεοκασσετών, πνευματικής ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσης άρθρων και μελετών.
β) για την εκμίσθωση μηχανημάτων, εγκαταστάσεων και γενικά κινητών πραγμάτων, την επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού, την οργάνωση επιχειρήσεων, την εκπαίδευση προσωπικού και για την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας και κάθε είδους συμβουλών στην Ελλάδα, καθώς και στις αμοιβές που καταβάλλονται σε ξένα καλλιτεχνικά συγκροτήματα ή μεμονωμένους καλλιτέχνες κατοίκους ξένων χωρών για τη συμμετοχή τους σε διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα, ενεργείται από τον υπόχρεο για την καταβολή, παρακράτηση φόρου εισοδήματος που βαρύνει το δικαιούχο της αποζημίωσης ή του δικαιώματος ή της αμοιβής.
Ο φόρος αυτός υπολογίζεται στο ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης ή του δικαιώματος ή της αμοιβής, ανεξάρτητα αν για την καταβολή αυτή απαιτείται ή όχι απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του Ν. 4171/1961 (ΦΕΚ Α΄93), όπως ισχύει, με συντελεστή:
α) Δέκα τα εκατό (10%) για αποζημιώσεις ή δικαιώματα που καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα για τη χρήση ή παραχώρηση χρήσης στην Ελλάδα κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για ραδιοφωνικές εκπομπές και για την αναπαραγωγή βιντεοκασετών.
β) Είκοσι πέντε τα εκατό (25%) για αποζημιώσεις ή δικαιώματα ή αμοιβές των λοιπών περιπτώσεων της παραγράφου αυτής.
Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αλλοδαπού δικαιούχου από το φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματα του αυτά.
Σε όλες τις περιπτώσεις, στον αλλοδαπό δικαιούχο καταβάλλεται η διαφορά μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης, δικαιώματος ή αμοιβής που δικαιούται να λάβει και του /παρακρατούμενου φόρου που αναλογεί στο ποσό αυτής.
Η παρακράτηση του φόρου που οφείλεται ενεργείται κατά την πίστωση ή την καταβολή της αποζημίωσης ή του δικαιώματος ή της αμοιβής στο δικαιούχο και η απόδοση του γίνεται με σχετική δήλωση στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία το βραδύτερο μέσα στον επόμενο μήνα από την παρακράτηση.
Οι τράπεζες υποχρεούνται να αρνηθούν την παροχή του ποσού συναλλάγματος που αναλογεί για την αποστολή στο εξωτερικό των δικαιωμάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, αν δεν προσκομισθεί σε αυτές αποδεικτικό καταβολής στο Δημόσιο του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα αυτά»

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 7,8 και 9 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 εφαρμόζονται ανάλογα και στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων του Ν.Δ. 3323/1955.

7. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 2 και 3, 73α και 73β του Ν.Δ. 3323/1955 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3843/1958.

Άρθρο 22
Κίνητρα επενδύσεων. Μετατροπές, συγχωνεύσεις.

1. Απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος ποσό μέχρι και είκοσι πέντε τα εκατό (25%) των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών χρήσεων 1988 έως 1991 (οικονομικά έτη 1989 έως 1992) που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν. 1252/1982 για το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού με σκοπό να χρησιμοποιηθεί σε παραγωγικές επενδύσεις που θα αρχίσουν μέσα στα έτη 1989 έως 1992, αντίστοιχα και θα ολοκληρωθούν εντός τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού.
Εξαιρετικά προκειμένου για επιχειρήσεις του άρθρου 2 του Ν. 1262/1982 που θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας για την παραγωγή προϊόντων ή υπηρεσιών απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος ποσό μέχρι και τριάντα πέντε τα εκατό (35%) των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών χρήσεων 1988 έως 1991. Ως αδιανέμητα καθαρά κέρδη, για τον υπολογισμό των απαλλασσόμενων του φόρου εισοδήματος κερδών, λαμβάνονται για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, των κερδών που διανέμονται αναλαμβάνονται από τους εταίρους των προσωπικών εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης ή του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρηση του, καθώς και των αφορολόγητων εκπτώσεων επενδύσεων που σχηματίζονται με βάση τις διατάξεις διαφόρων αναπτυξιακών νόμων.
Προκειμένου για επιχειρήσεις που έχουν κι άλλο κλάδο εκμετάλλευσης που δεν αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 1262/1982 (μικτές επιχειρήσεις), για τον υπολογισμό των απαλλασσόμενων του φόρου εισοδήματος κερδών λαμβάνονται τα αδιανέμητα κέρδη που προέρχονται από τον κλάδο που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου 1262/1982.
Στην περίπτωση αυτή τα αδιανέμητα καθαρά κέρδη κάθε κλάδου προσδιορίζονται με επιμερισμό του συνόλου των αδιανέμητων κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε κλάδου.

2. Παραγωγικές επενδύσεις για την εφαρμογή του άρθρου αυτού είναι οι επενδύσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 1262/1982.

3. Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού θα εφαρμόσουν εναλλακτικά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή τις διατάξεις του Ν. 1262/1982, εφ΄ όσον έχουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο Ν. 1262/1982.

4. Το συνολικό ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που χρησιμοποιήθηκε σε παραγωγικές επενδύσεις στο διάστημα των τριών (3) ετών από το χρόνο σχηματισμού του αφορολόγητου αποθεματικού μεταφέρεται σε αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης και απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος.

5. Οι πιο πάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται όπως μέσα στον πρώτο χρόνο της τριετίας δαπανήσουν για την πραγματοποίηση της επένδυσης ποσό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 (ένα τρίτο) του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού.
Σε περίπτωση που δε δαπανήθηκε το πιο πάνω ποσό του αποθεματικού για κάθε χρόνο χωριστά, υποχρεούται η επιχείρηση να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας, εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους στο οποίο ανάγεται το μέρος των καθαρών κερδών που απηλλάγησαν από τη φορολογία εισοδήματος. Η δήλωση αυτή είναι εκπρόθεσμη και επιβάλλονται, επί του φόρου που προκύπτει από τη δήλωση αυτήν, οι προσαυξήσεις που προβλέπονται για την εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης.

6. Αν η επιχείρηση εντός της πιο πάνω τριετίας δε δαπάνησε ολόκληρο το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, το μέρος του αποθεματικού αυτού που δε δαπανήθηκε προτίθεται στα καθαρά κέρδη του οικείου οικονομικού έτους που αφορά προσαυξανόμενου του αναλογούντος φόρου κατά εξήντα τα εκατό (60%). Προς τούτο υποχρεούται η επιχείρηση όπως εντός μηνός από τη λήξη της τριετίας υποβάλλει σχετική δήλωση στον αρμόδιο οικονομικό έφορο καταβάλλοντας τον οφειλόμενο φόρο εφάπαξ.

7. Σε περίπτωση πώλησης των επενδυτικών αγαθών, με την αξία των οποίων μειώθηκαν τα αδιανέμητα καθαρά κέρδη, μετά την παρέλευση τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού και εντός τριών ετών από τη λήξη του χρόνου αυτού, το ποσό που εκπέσθηκε θα προστίθεται στα καθαρά κέρδη του τους εκποίησης, προσαυξημένο κατά εκατό τα εκατό (100%). Τα πιο πάνω δεν εφαρμόζονται αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα μηχανήματα που πουλήθηκαν μέσα σε έξι μήνες από την πώληση τους με νέα καινούργια μηχανήματα ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία αποτελούν παραγωγική επένδυση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1262/1982.

8. Το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προστίθεται στα καθαρά κέρδη της επιχείρησης και φορολογείται στη διαχειριστική χρήση για την οποία τα βιβλία της επιχείρησης κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή και κατά το ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που σχηματίσθηκε στη χρήση αυτή. Τα αυτά ισχύουν και για τα αφορολόγητα αποθεματικά που σχημάτισαν οι επιχειρήσεις από τα κέρδη της διαχειριστικής περιόδου 1987 (οικονομικό έτος 1988).

9. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 1297/1972 (ΦΕΚ Α΄ 217) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και σε περίπτωση εισφοράς από οιασδήποτε μορφής λειτουργούσα επιχείρηση, τμήματος ή κλάδου αυτής σε λειτουργούσα ή συνιστώμενη ανώνυμη εταιρία»».

11. Οι απαλλαγές των άρθρων 2 και 3 του Ν.Δ. 1297/1972. οι οποίες παρέχονται σε περίπτωση απόσχισης κλάδου με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του νομοθετικού αυτού διατάγματος, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 9 του Ν. 1731/1987 (ΦΕΚ Α΄ 151) και των άρθρων 5 και 6 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, παρέχονται και σε κάθε περίπτωση διάσπασης ανώνυμης, εταιρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 498/1987 (ΦΕΚ Α΄ 236), εφ΄ όσον το μετοχικό κεφάλαιο καθεμίας από τις επωφελούμενες από τη διάσπαση εταιρίες δεν είναι μικρότερο του καθοριζόμενου στο άρθρο 4 του Ν.Δ. 1297/1972 ελάχιστου ορίου κεφαλαίου.

12. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1297/1972 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση διάλυσης της με το παρόν συνιστώμενης ή συγχωνευόμενης εταιρίας για το σκοπό περαιτέρω συγχώνευσης με άλλη επιχείρηση ή διάσπασης ανώνυμης εταιρίας βάσει του Π.Δ. 498/1987 ή απόσχισης κλάδου κατά το άρθρο 7 του παρόντος για ίδρυση ανώνυμης εταιρίας, εφ΄ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 6 και 7 και του άρθρου 4 του παρόντος».

13. Στο άρθρο 6 του Ν.Δ. 1297/1972 προστίθεται παρ.3 που έχει ως εξής:
«3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταφοράς και παραγωγικής λειτουργίας των επί του εισφερθέντος ακινήτου μηχανημάτων και εξοπλισμού γενικά από την Α΄ Περιοχή του άρθρου 3 σε άλλη περιοχή του Ν. 1262/1982 όπως ισχύει ή σε περιοχή από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του παραπάνω νόμου πριν από την πάροδο της πενταετίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 του παρόντος, η δε επιχείρηση έχει το δικαίωμα στην περίπτωση αυτή να χρησιμοποιήσει το ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκαν τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις γενικά για οποιοδήποτε άλλο σκοπό περιλαμβανομένης και της εκποιήσεως.
Το δικαίωμα αυτό έχει η επιχείρηση κι όταν συνεχίσει τη λειτουργία της εκτός της Περιοχής Α΄ του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982 τουλάχιστο μέχρι συμπληρώσεως πενταετίας από το χρόνο της συγχώνευσης ή της διάσπασης ή της απόσχισης με νέες μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις είτε ιδιόκτητες, είτε μισθωμένες βάσει κοινής μίσθωσης ή σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Άρθρο 23
Φορολογία Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών παροχών.

1. Το ποσό που απαλλάσσεται από το φόρο της αιτία θανάτου κτήσης, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 27 του Ν.Δ. 118/1973, όπως ισχύει, αυξάνεται σε τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες (450.000) δραχμές.

2. Τα ποσά μείωσης του φόρου (ΤΑΧ CREDITS) του άρθρου 29 του Ν.Δ. 118/1973, όπως ισχύει, ορίζονται:
α) Για την Α΄ κατηγορία, σε δραχμές 120.000,
β) για τη Β΄ κατηγορία, σε δραχμές 90.000,
γ) για τη Γ΄ κατηγορία, σε δραχμές 60.000,
δ) για τη Δ΄ κατηγορία, σε δραχμές 45.000 και
ε) για την Ε΄ κατηγορία σε δραχμές 30.000.
Όταν δικαιούχοι της αιτία θανάτου κτήσης είναι ανήλικα παιδιά του κληρονομουμένου, το ποσό του φόρου που προκύπτει με τη φορολογική κλίμακα της Α΄ κατηγορίας, αντί των 120.000 (εκατόν είκοσι χιλιάδων) δραχμών, μειώνεται σε δραχμές:
α) 300.000, αν ο δικαιούχος της κτήσης είναι ηλικίας μέχρι 13 ετών,
β) 270.000, αν ο δικαιούχος της κτήσης διανύει το 14ο έτος της ηλικίας του,
γ) 240.000. αν ο δικαιούχος της κτήσης διανύει το 15ο έτος της ηλικίας του,
δ) 210.000. αν ο δικαιούχος της κτήσης διανύει το 16ο έτος της ηλικίας του,
ε) 180.000, αν ο δικαιούχος της κτήσης διανύει το 17ο έτος της ηλικίας του,
στ) 150.000. αν ο δικαιούχος της κτήσης διανύει το 18ο έτος της ηλικίας του.
Η αυξημένη αυτή μείωση του φόρου δεν εφαρμόζεται σε μεταβιβάσεις με δωρεά εν ζωή ή αιτία θανάτου γονικής παροχής ή προίκας.

3. Τα ποσά των 120.000 και 90.000 δραχμών των κλιμάκων της Α΄ και Β΄ κατηγορίας, αντίστοιχα, διπλασιάζονται. εφ΄ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 Ν.Δ. 118/1973, όπως θεσπίστηκε με το άρθρο 16 του Ν. 1473/1984.
Όταν ο κληρονόμος – κληροδόχος παρουσιάζει αναπηρία 67% τουλάχιστον από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία κατά τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του πιο πάνω άρθρου 29, το ποσό μείωσης του φόρου ορίζεται σε δραχμές:
α) 375.000, αν εντάσσεται στην κλίμακα της Α΄ κατηγορίας
β) 270.000. αν εντάσσεται στην κλίμακα της Β΄ κατηγορίας
γ) 120.000. αν εντάσσεται στην κλίμακα της Γ΄ κατηγορίας
δ) 90.000, αν εντάσσεται στην κλίμακα της Δ΄ κατηγορίας
ε) 60.000, αν εντάσσεται στην κλίμακα της Ε΄ κατηγορίας

4. Το ποσό των 5.000 δραχμών, που ορίζεται με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του δεύτερου άρθρου του Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ A΄ 25) αυξάνεται σε 8.000.000 δραχμές.

5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Ν. 1591/1988 αντικαθίσταται, ως εξής:
«Η κατά το προηγούμενο εδάφιο απαλλαγή παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.0000) δραχμές για καθένα κληρονόμο (κληροδόχο).
Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου, έστω και αν αυτά δεν τυγχάνουν κληρονόμοι ή κληροδόχοι, εφ΄ όσον στο δικαιούχο κληροδόχο – κληρονόμο περιέρχεται μία μόνο κατοικία κατά πλήρες κυριότητας δικαίωμα και όχι ποσοστό αυτής εξ αδιαιρέτου. Το κατά τα άνω ποσό απαλλαγής σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο εκείνου που αντιστοιχεί σε εμβαδά διαμερίσματος ή κατοικίας, που κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Ν. 1591/1986, καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του κληρονόμου -κληροδόχου».

6. Σε περίπτωση μεταβίβασης με γονική παροχή οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα με τους πόρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 του Ν. 1591/1986, το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ο φόρος (ΤΑΧ CREDIT) προσαυξάνεται κατά σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές για το δικαιούχο και για καθένα από τα λοιπά μέρη της οικογένειας αυτού, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 το ίδιου άρθρου και νόμου.

7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 118/1973, όπως τούτο θεσπίστηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 61 του Ν. 1041/1980 και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την επιβολή του φόρου στις ανωτέρω περιπτώσεις, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας του ακινήτου, κατά το χρόνο θανάτου του επικαρπωτή και ανάλογα με την ηλικία του κατά το χρόνο τούτο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου».

8. Οι διατάξεις της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«ε) Όταν ο ψιλός κύριος, με δήλωση που θα υποβάλει στον αρμόδιο οικονομικό έφορο οποτεδήποτε, ζητήσει την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή χρόνος φορολογίας είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης».

9. Η παράγραφος 5 του άρθρου 102 του Ν.Δ. 118/1973, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31/12/1971, θεωρείται παραγραμμένο. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 105 έως και 112, αλλά αντί γι΄ αυτό, μπορεί να προσκομίζεται:
α) προκειμένου για κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θανάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε μέχρι και την 31.12.1971 καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υπόχρεου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
β) προκειμένου για δωρεές εν ζωή και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε μέχρι και την 31.12.1971 ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι τούτο συντάχθηκε μέχρι και την 31.12.1971 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης».

10. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αρχίζει από 22 Αυγούστου 1988.

Άρθρο 24
Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α΄ 238), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) δραχμών. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές για καθένα από τα τρία πρώτα παιδιά του αγοραστή, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και κατά δύο εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες (2.250.000) δραχμές για το τέταρτο και καθένα από τα επόμενα παιδιά του.
Εφ΄ όσον η οικία ή το διαμέρισμα βρίσκεται εκτός της διοικητικής περιφέρειας των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης η απαλλασσόμενη κατά τα προηγούμενα εδάφια αξία προσαυξάνεται κατά ποσοστό δέκα τα εκατό (10%).
Σε καμιά περίπτωση δεν οφείλεται φόρος για αξία ακινήτου που αντιστοιχεί σε εμβαδόν διαμερίσματος ή κατοικίας, που, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Ν. 1591/1986 θεωρείται ότι καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή.
Προκειμένου για αγορά οικοπέδου η απαλλαγή παρέχεται για ποσό της αξίας αυτού μέχρι ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές, εφ΄ όσον το οικόπεδο βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια οποιουδήποτε νομού της Χώρας, εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης και για ποσό μέχρι ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) δραχμές, εφ΄ όσον το οικόπεδο βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια των νομών αυτών».

2. Η παράγραφος 14 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980. όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«14. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατά την αγορά πρώτης κατοικίας από ενήλικους άγαμους με εξαίρεση τα τέκνα των προσώπων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του ίδιου άρθρου τα οποία σπουδάζουν. Στην περίπτωση αυτήν η απαλλαγή παρέχεται για ποσό αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες (3.300.000) δραχμές ή μέχρι ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) δραχμές προκειμένου για αγορά οικοπέδου».

3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του Ν. 1078/1980 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση, για αγορά οικίας ή διαμερίσματος, παρέχεται απαλλαγή για μία ακόμη φορά και με τις ίδιες προϋποθέσεις, μετά πάροδο διετίας τουλάχιστον από της αρχικής αγορά, εφ΄ όσον εκποιήθηκε η παλαιά οικία ή διαμέρισμα το οποίο δεν πληρούσε τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας του, όχι όμως σε συγγενείς αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του πρώτου βαθμού».

4. Στο άρθρο 1 του Α.Ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α΄ 245) προστίθεται παράγραφος 6 η οποία έχει ως εξής:
«6. Η επανάληψη συμβολαίου μεταξύ των αυτών προσώπων ή των ειδικών ή καθολικών διαδόχων τους. για το αυτό ακίνητο, για οποιοδήποτε λόγο, καθώς και η διόρθωση συμβολαίου, εφ΄ όσον δεν αναφέρεται στο όνομα του αγοραστή και πωλητή, στο τίμημα, στην έκταση ή στη θέση και στην περιγραφή του ακινήτου, δεν δημιουργεί υποχρέωση καταβολής φόρου.
Αν με μεταγενέστερο συμβόλαιο διευκρινίζεται μόνο ότι η έκταση που αγοράστηκε είναι μεγαλύτερη από αυτή που περιγράφεται στο αρχικό συμβόλαιο, φόρος οφείλεται μόνο για την αξία της επί πλέον έκτασης. Αντίθετα αν με μεταγενέστερο συμβόλαιο διευκρινίζεται μόνο ότι η έκταση που αγοράστηκε είναι μικρότερη από αυτήν που περιγράφεται στο αρχικό συμβόλαιο, δεν οφείλεται φόρος.»

5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση μεταβίβασης, ιδανικού μεριδίου, οικοπέδου, στο οποίο πρόκειται να ανεγερθεί ή ανεγείρεται πολυκατοικία, με σχέδιο εγκεκριμένο από την πολεοδομική υπηρεσία πριν από τη μεταβίβαση, θεωρείται κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι μαζί με το ιδανικό μερίδιο του οικοπέδου μεταβιβάζεται αποπερατωμένο διαμέρισμα της πολυκατοικίας που αντιστοιχεί σ΄ αυτό, εφ΄ όσον η πολυκατοικία πρόκειται να ανεγερθεί από αυτόν τον ίδιο τον πωλητή του ιδανικού μεριδίου του οικοπέδου ή από τον εργολάβο ο οποίος ανέλαβε με αντιπαροχή την ανέγερση της πολυκατοικίας ή από τρίτον που ενεργεί για λογαριασμό τους».

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 16 του Α.Ν. 1521/1950 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις ματαίωσης ή ακύρωσης πλειστηριασμού.

7. Το πρόστιμο της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 820/1978, όπως ισχύει, σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης επιβαρύνει τους συμβαλλομένους που συνυπογράφουν τη φορολογική δήλωση.

8. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων.

9. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της δήλωσης ο υπόχρεος σε φόρο δύναται, χωρίς φορολογική επιβάρυνση, εφ΄ όσον διαπιστώσει ότι έγινε οποιοδήποτε λογιστικό λάθος κατά τη σύνταξη του φύλλου υπολογισμού της αξίας των ακινήτων ή εσφαλμένη επιλογή των προκαθορισμένων τιμών εκκίνησης ή των συντελεστών αυξομείωσης τους, να υποβάλει νέα δήλωση και να ζητήσει επαναπροσδιορισμό του φόρου, εφ΄ όσον δεν καταρτίσθηκε οριστικό συμβόλαιο με βάση την αρχική δήλωση. Στην περίπτωση αυτήν, εάν ο φόρος που προκύπτει με τη νέα δήλωση είναι μεγαλύτερος, συμψηφίζεται με τον καταβληθέντα, εάν είναι μικρότερος, η επί πλέον διαφορά επιστρέφεται. Αν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στην προθεσμία του 20ημέρου από της υποβολής της δήλωσης διαπιστώσει εσφαλμένο υπολογισμό του φόρου, από υπαιτιότητα της υπηρεσίας, δύναται να προσκαλέσει το φορολογούμενο για την υποβολή, μέσα στην ίδια 20ήμερη προθεσμία, συμπληρωματικής δήλωσης και επαναπροσδιορισμό του φόρου».

10. Στην παρ. 7 του άρθρ. 7 του Α.Ν. 1521/1950 μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο. που έχει ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση αν στην περιφέρεια, στην οποία βρίσκεται το ακίνητο, εφαρμόζεται το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ο αναρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στον οποίο επιδίδεται η δήλωση του φόρου μεταβίβασης χορηγεί αντίγραφο της δήλωσης για τη σύνταξη συμβολαίου και στη συνέχεια τη μεταβιβάζει στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για έλεγχο των προσδιοριστικών στοιχείων του ακινήτου που δηλώθηκαν».

11. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Α.Ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο συμβολαιογράφος δεν μπορεί να συντάξει συμβόλαιο αν από την ημέρα έκδοσης του αντιγράφου της δήλωσης έχει περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών.
Σε όσες περιοχές εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, συντάσσεται συμβόλαιο με βάση το αντίγραφο της δήλωσης που κατατέθηκε και πέρα από την προθεσμία που ορίζεται με το προηγούμενο εδάφιο, εφ΄ όσον μέχρι τη σύνταξη του συμβολαίου δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών που να τροποποιεί το αντικειμενικό σύστημα στη συγκεκριμένη περιοχή».

12. Στο άρθρο 6 του Α.Ν. 1521/1950 προστίθεται περίπτωση θ΄, που έχει ως εξής:
«θ) Η αγορά ακινήτου κατά το ποσοστό που καλύπτεται η αγοραία αξία του με κεφάλαια που αποδειγμένα εισάγονται από την αλλοδαπή:
α) από έλληνες που εργάζονται ή εργάστηκαν με οποιαδήποτε ιδιότητα στο εξωτερικό για 3 (τρία) τουλάχιστο χρόνια.
β) από έλληνες ναυτικούς που εργάζονται ή εργάστηκαν σε πλοία με ελληνική ή ξένη σημαία για τρία (3) τουλάχιστο χρόνια που εκτελούσαν πλόες εξωτερικού έστω και αν προσεγγίζουν και σε ελληνικά λιμάνια και ο βασικός μισθός τους προβλέπεται από το μισθολόγιο που ισχύει κάθε φορά ότι καταβάλλεται σε ξένο νόμισμα και
γ) από ομογενείς εγκαταστημένους στο εξωτερικό τουλάχιστον τρία (3) χρόνια.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται κάθε φορά οι λεπτομέρειες διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων του παρόντος.

13. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1084/1971 (ΦΕΚ Α΄ – 277) και οι διατάξεις της παραγράφου 1 Βδ του άρθρου 4 του Α.Ν. 1521/1950 καταργούνται.

14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 634/1977 (ΦΕΚ – Α΄ 186). όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Συμβάσεις αγοράς ή ανταλλαγής κυριότητας γεωργικών και κτηνοτροφικών εκτάσεων, μαζί με τις εγκαταστάσεις τους που εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευση τους, εφ΄ όσον η κατά στρέμμα αγοραία αξία τους δεν υπερβαίνει τις 300.000 (τριακόσιες χιλιάδες) δραχμές, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων για το μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές τμήμα της κατά στρέμμα αγοραίας αξίας τους και μέχρι εμβαδόν σαράντα (40) στρεμμάτων συνολικά για κάθε αγοραστή, είτε αυτές συντελούνται με μία είτε με περισσότερες συμβολαιογραφικές πράξεις. Η απαλλαγή παρέχεται εφ΄ όσον ο δικαιούχος δεν έχει γεωγραφική ή κτηνοτροφική έκταση μεγαλύτερη από 100 στρέμματα».

15. Η διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Για προσύμφωνα που καταρτίζονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η μέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, αν το οριστικό συμβόλαιο συντάσσεται μέσα σε δύο (2) χρόνια από την κατάρτιση του προσυμφώνου».

16. Η διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 καταργείται.
Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει για προσύμφωνα που υπογράφτηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφ΄ όσον το οριστικό συμβόλαιο υπογραφεί μέχρι 30 Απριλίου 1989.

17. Σε περίπτωση μεταβίβασης με αντάλλαγμα, κατά την έννοια των διατάξεων του Α.Ν. 1521/1950, όπως αυτός ισχύει, της κυριότητας ή άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα, που πραγματοποιείται μέχρι 30 Απριλίου 1989, σε εκτέλεση συμβολαιογραφικού προσυμφώνου το οποίο καταρτίστηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, ο φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται:
α) Στη φορολογητέα αξία του ακινήτου κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, όπως αυτή προκύπτει με εφαρμογή του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού, εφ΄ όσον κατά το χρόνο τούτο ίσχυε στην περιοχή του ακινήτου το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας.
β) Στη φορολογητέα αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης εφαρμογής του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας στην περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο, μειωμένης κατά ποσοστό 5% για κάθε προγενέστερο χρόνο μέχρι του χρόνου κατάρτισης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου και μέχρι 40% (σαράντα τα εκατό), κατ΄ ανώτατο όριο της αξίας του χρόνου της πρώτης εφαρμογής του συστήματος. αν κατά το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου δεν ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα στην περιοχή του ακινήτου. Χρονικό διάστημα μέχρι και έξι (6) μήνες δεν υπολογίζεται, ενώ μεγαλύτερο τούτου λογίζεται ως έτος.
γ) Στην αξία κατά το χρόνο σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, προκειμένου για ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές όπου. μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας.

18. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού αρχίζει από 22 Αυγούστου 1988.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Άρθρο 25
Έσοδα δήμων και κοινοτήτων

1. Τα τακτικά έσοδα των δήμων και κοινοτήτων είναι αυτά που προέρχονται από:
α) θεσμοθετημένους υπέρ αυτών πόρους,
β) τα εισοδήματα της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους,
γ) ανταποδοτικά τέλη και δικαιώματα,
δ) φόρους, τέλη, δικαιώματα και εισφορές,
ε) τοπικά δυνητικά τέλη και εισφορές.

2. Τα έκτακτα έσοδα των δήμων και κοινοτήτων είναι αυτά που προέρχονται από: α) δάνεια, δωρεές, κληροδοτήματα και κληρονομιές, β) εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και γ) κάθε άλλη πηγή.

3. Οι κεντρικοί αυτοτελείς πόροι των δήμων και κοινοτήτων προέρχονται από τις παρακάτω πηγές εσόδων:
α) φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων,
β) τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων,
γ) φόρο ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π),
δ) φόρους που έχουν θεσπιστεί υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης και δεν καταργούνται με τον παρόντα νόμο.
Από τα έσοδα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής το ένα τρίτο (1/3) εγγράφεται στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων και διατίθεται για τη χρηματοδότηση επενδυτικών δραστηριοτήτων των δήμων, κοινοτήτων και αναπτυξιακών συνδέσμων. Τα υπόλοιπα δύο τρία (2/3) εγγράφονται στον τακτικό προϋπολογισμό και διατίθενται για γενικές δαπάνες δήμων, κοινοτήτων και αναπτυξιακών συνδέσμων.
Η απόδοση των πόρων αυτών καλύπτει το κόστος των υπηρεσιών για τις αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβαστεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Στους πόρους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι χρηματοδοτήσεις προς την τοπική αυτοδιοίκηση για τη λειτουργία και μισθοδοσία του προσωπικού των Κ.Α.Π.Η. από τα Υπουργεία Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Αιγαίου και τη λειτουργία σχολείων από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

4. Τα έσοδα της προηγούμενης παραγράφου, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 8, 9 και 10 του άρθρου αυτού, κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε ειδικό λογαριασμό με τίτλο «Κεντρικοί αυτοτελείς πόροι των δήμων και κοινοτήτων».

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Εσωτερικών και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος, καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία κατανομής των εσόδων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων.

6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος, καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία κατανομής των εσόδων που εγγράφονται στον τακτικό προϋπολογισμό.

7. Η κατανομή των εσόδων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου στους δήμους και τις κοινότητες γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με τα κριτήρια των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου.

8. Πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 74 του Ν. 1622/1986 (ΦΕΚ Α΄ 92), καθώς και άλλες πιστώσεις που αποκεντρώνονται από κεντρικούς φορείς στην τοπική αυτοδιοίκηση κατανέμονται σύμφωνα με προϋποθέσεις, κριτήρια και διαδικασία που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εσωτερικών, που εκδίδεται μετά πρόταση της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.

9. Από τις συνολικές καθαρές ετήσιες εισπράξεις του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων αποδίδεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%).

10. Από τα ποσά που εισπράττονται για τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων ποσοστό πενήντα τα εκατό (50%) αποδίδεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

11. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34 και 35 του Ν. 1249/1982, αποτελεί τοπικό φόρο των δήμων και κοινοτήτων. Από τα εισπραττόμενα έσοδα ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) αποτελεί κεντρικό πόρο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και κατατίθεται στον ειδικό λογαριασμό της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Το υπόλοιπο ογδόντα τα εκατό (80%) αποδίδεται στους δήμους και τις κοινότητες ανάλογα με την αντικειμενική αξία των ακινήτων της περιφέρειάς τους που υπόκεινται στο φόρο.
Για τη βεβαίωση και είσπραξη και ενικά τη διαχείριση του φόρου της παραγράφου αυτής συνιστάται στην Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος ειδική υπηρεσία.
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη σύσταση, την οργάνωση, τη στελέχωση, τη λειτουργία της ειδικής υπηρεσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονται ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και οι διαδικασίες βεβαίωσης, είσπραξης και απόδοσης του φόρου.

12. Τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του β.δ. 24-9/20.10.1958 (ΦΕΚ Α΄ 171) και του άρθρου 4 του Ν. 1080/1980 (ΦΕΚ Α΄ 246), ενοποιούνται σε ενιαίο ανταποδοτικό τέλος. Το τέλος αυτό επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για την αντιμετώπιση των δαπανών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από παγίως παρεχόμενες στους πολίτες δημοτικές ή κοινοτικές υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα. Για τον καθορισμό του συντελεστή του τέλους και τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του τέλους αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 25/1975 (ΦΕΚ Α΄ 74) όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 429/1976 (ΦΕΚ Α΄ 235) και του άρθρου 5 του Ν. 1080/1980.

13. Ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 1080/1980 συντελεστής του φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων ορίζεται από 6 μέχρι 25 δραχμές. Ο συντελεστής αυτός μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μέχρι είκοσι τα εκατό (20%) για κάθε οικονομικό έτος.

14. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να επιβάλλονται τέλη ή εισφορές για υπηρεσίες ή τοπικά έργα της περιοχής τους, που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στην ανάπτυξη της περιοχής και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Τα τέλη αυτά ή οι εισφορές αυτές έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Το ύψος των τελών ή εισφορών, οι υπόχρεοι στην καταβολή τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ορίζονται με την ίδια απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

15. Η κατανομή των πιστώσεων της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού για γενικές δαπάνες γίνεται προς:
α) Δήμους καθώς και κοινότητες που αποτελούν αυτοτελώς γεωγραφική ενότητα του Ν. 1622/1986.
β) Δήμους που δημιουργούνται από συνένωση ο.τ.α. σύμφωνα με τις διαδικασίες του Ν. 1622/1986.
γ) Κοινότητες.
δ) Αναπτυξιακούς συνδέσμους.
Με την κοινή απόφαση της παραγράφου 5 του άρθορυ αυτού ορίζονται:
αα) Η ποσοστιαία κατανομή της συνολικής χρηματοδότησης στις κατηγορίες α΄, β΄, γ΄, δ΄ της παραγράφου αυτής.
ββ) Τα κριτήρια κατανομής των ποσών αυτών στους ο.τ.α. κάθε κατηγορίας.
Με σταθερό το ποσοστό του αθροίσματος των κατηγοριών β΄ και γ΄ στο σύνολο της χρηματοδότησης εφαρμόζονται τα κριτήρια του Ν. 1622/1986 για τις συνενώσεις των ο.τ.α., με διπλάσιο συντελεστή για τους ο.τ.α. της περίπτωσης β΄.

Άρθρο 26
Τροποποιήσεις της νομοθεσίας για τα έσοδα των δήμων και κοινοτήτων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1080/1980, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η εμπορία των ποσίμων ιαματικών ή μη ιαματικών νερών, που διατίθενται είτε σε φυσική κατάσταση είτε με ανάμειξη με χημικές ή άλλες ουσίες ή χυμούς και με οποιαδήποτε ονομασία, κατάσταση και συσκευασία, επιτρέπεται μόνον έπειτα από αίτηση του ενδιαφερομένου.
Στην απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται μετά προηγούμενη γνώμη του προϊσταμένου της υγειονομικής υπηρεσίας του νομού για την καταλληλότητα του νερού, προσδιορίζεται και η χρονική διάρκεια της άδειας».

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1080/1980, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Όταν τα νερά που διατίθενται ανήκουν σε δήμους ή κοινότητες, στην ίδια απόφαση με την οποία χορηγείται η άδεια προσδιορίζεται η ελάχιστη ποσότητα νερού, για την οποία θα καταβάλλεται το ανάλογο δικαίωμα, ανεξάρτητα από τη λήψη ή μη της ποσότητας αυτής, ο χρόνος καταβολής του δικαιώματος και κάθε όρος που διασφαλίζει τα συμφέροντα του δήμου ή της κοινότητας και του καταναλωτικού κοινού. Όταν τα νερά που διατίθενται δεν ανήκουν σε δήμους ή κοινότητες, αρμόδιος να χορηγήσει την άδεια και να προσδιορίσει το δικαίωμα είναι ο δήμος ή η κοινότητα, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η υδροληψία».

3. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1080/1980 και την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Ν. 1518/1985 (ΦΕΚ Α΄ 30), αντικαθίσταται ως εξής:
«β) να καταβάλλει υπέρ του δήμου ή της κοινότητας δικαίωμα μία (1) δραχμή ανά λίτρο νερού και 0,80 δραχμές όταν γίνεται πρόσμιξη του νερού με χυμούς. Το δικαίωμα αυτό είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα ύδρευσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Β.Δ. από 24-9/20.10.1958.

4. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρυ 13 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1080/1980, αντικαθίσταται ως εξής: «β) Ειδικά σε περιπτώσεις κατάληψης πεζοδρομίου ή οδού από αυτούς που εκτελούν οποιασδήποτε φύσεως τεχνικοοικοδομικές εργασίες, το τέλος ορίζεται μηνιαίο κατά ζώνες με απόφαση του συμβουλίου και κατά τετραγωνικό μέτρο. Για την πληρωμή αυτού του τέλους ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρο εκείνος που πήρε την άδεια οικοδομής καθώς και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου».

5. Η παράγραφος 8 του άρθρου 3 του Ν. 1080/1980 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Σε περίπτωση αυθαίρετης χρήσης κοινόχρηστων χώρων των οποίων έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης, καταλογίζεται σε βάρος του υπόχρεου με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας, εκτός από το αναλογούν τέλος και χρηματικό πρόστιμο διπλάσιο προς το αναλογούν τέλος, ανεξάρτητα από το διάστημα της αυθαίρετης χρήσης. Με όμοια απόφαση επιβάλλεται πρόστιμο, σε βάρος εκείνου που κάνει αυθαίρετη χρήση του χώρου του οποίου η παραχώρηση της χρήσης δεν έχει επιτραπτεί, ίσο με το τριπλάσιο του μεγαλύτερου κατά τετραγωνικό μέτρο ποσού που καθορίστηκε με απόφαση του οικείου συμβουλίου, για τους χώρους για τους οποίους έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης. Η διαπίστωση της αυθαίρετης χρήσης ενεργείται από το δήμο ή την κοινότητα ή την αστυνομική αρχή. Σε περίπτωση που γίνεται αυθαίρετη χρήση του χώρου, καθ΄ υποτροπή, οι δήμοι ή οι κοινότητες με συνεργεία τους προέρχονται στην αφαίρεση των κάθε είδους αντικειμένων με τη συνδρομή της δημοτικής αστυνομίας ή της οικείας αστυνομικής αρχής και επιβάλλουν ειδικό πρόστιμο για τα έξοδα μεταφοράς και αποθήκευσης, ίσο με το διπλάσιο του μεγαλύτερου κατά τετραγωνικό μέτρο ποσού που καθορίστηκε με απόφαση του οικείου συμβουλίου, για τους χώρους για τους οποίους έχει επιτραπτεί η παραχώρηση της χρήσης».

6. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του Ν. 339/1976 (ΦΕΚ 136), όπως αντικαταστάθηκε με το εδάφιο β΄ του άρθρου 3 του Ν. 658/1977 (ΦΕΚ Α΄ 214) αντικαθίσταται ως εξής: «β) τέλος σε ποσοστό πέντε τα εκατό (5%) στα ακαθάριστα έσοδα των: α. κέντρων διασκέδασης και των κάθε είδους μορφής και ονομασίας καταστημάτων Γ΄ κατηγορίας και ανωτέρας, στα οποία προσφέρονται φαγητά, ποτά, καφές, αναψυκτικά, γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκίσματα, β) ζυθοπωλείων ανεξαρτήτως κατηγορίας μπαρ ανεξαρτήτως ιδιαίτερης ονομασίας και κατηγορίας και γ) κέντρων πολυτελείας. Στο τέλος αυτό υπάγονται και τα κέντρα και καταστήματα των πιο πάνω περιπτώσεων που λειτουργούν μέσα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας». Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μμπορεί το ανωτέρω τέλος να επιβάλλεται και σε καταστήματα κατώτερης από την Γ΄ κατηγορία.

7. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν. 1080/1980 και η παράγραφος 6 του άρθρου 54 του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ Α΄ 18) καταργούνται.

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του Α.Ν. 344/1968 (ΦΕΚ Α΄ 71), αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα χρέη προς τους δήμους και τις κοινότητες υπόκεινται σε προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής, η οποία υπολογίζεται από την πρώτη ημέρα του τρίτου από τη βεβαίωση μήνα, ο οποίος θεωρείται ως πρώτος. Η προσαύξηση ορίζεται σε δύο τα εκατό (2%) για κάθε μήνα καθυστέρησης, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβεί το πενήντα τα εκατό (50%) του χρέους που βεβαιώθηκε αρχικά».

9. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα Π.Δ. 76/1985 (ΦΕΚ Α΄ 27) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Με όμοιες επίσης διατάξεις μπορεί να καθορίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα για τη μη τήρηση της καθαριότητας στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας και να ορίζεται και το ύψος του προστίμου για κάθε περίπτωση. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 1080/1980».

10. Οι διατάξεις του Ν.Δ. 1098/1972 (ΦΕΚ Α΄ 11), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 677/1977 (ΦΕΚ Α΄ 245), επαναφέρονται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους 1992.

11. Ο δήμος υποχρεούται να βεβαιώνει και να εισπράττει από τους υπόχρεους σε καταβολή αποζημίωσης, λόγω προσκύρωσης ή ρυμοτόμησης εκτάσεων, σε εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, το ποσό που κατέβαλε για λογαριασμό τους στους δικαιούχους της αποζημίωσης. Η εξόφληση των οφειλών της παραγράφου αυτής γίνεται ατόκως σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, σε διάστημα μέχρι δεκαπέντε (15) ετών που ορίζεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Το ποσό της κάθε δόσης επιβαρύνεται, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής ολόκληρου του ποσού της οφειλής παρέχεται έκπτωση είκοσι τοις εκατό (20%).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 67 του ν. 4483/2017

12. Οι διατάξεις: α) της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Ν. 5269/1931 (ΦΕΚ Α΄ 274) και β) της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Ν.Δ. 4260/1962 (ΦΕΚ Α΄ 186) καταργούνται.

13. Επιτρέπεται η επιβολή τέλους υπέρ των δήμων και κοινοτήτων στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λιμάνια, για κάθε είδους όχημα που επιβιβάζεται σε οχηματαγωγό πλοίο, που προορίζεται για λιμάνι του εξωτερικού. Το τέλος που επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και το οποίο μπορεί να αυξάνεται με την όμοια απόφαση μέχρι δέκα τα εκατό (10%) ετησίως ορίζεται ως εξής για κάθε κατηγορία οχημάτων:
α. Για φορτηγά αυτοκίνητα κάθε κατηγορίας από 500 μέχρι 1.000 δραχμές.
β. Για επιβατηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης από 300 μέχρι 600 δραχμές.
γ. Για επιβατηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως (Ι.Χ.) από 100 μέχρι 300 δραχμές.
δ. Για δίκυκλα από 50 μέχρι 200 δραχμές. Το ανωτέρω τέλος βαρύνει αυτόν που καταβάλλει το νάυλο και αναγράφεται από αυτόν που εκδίδει το παραστατικό και αποδίδεται από τον ίδιο στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα. Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα ο υπόχρεος αποδίδει στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό ταμείο τα ποσά του τέλους που εισέπραξε τον προηγούμενο μήνα, υποβάλλοντας συγχρόνως στο δικαιούχο δήμο ή κοινότητα δήλωση, στην οποία αναγράφονται όλα τα στοιχεία του, ο μήνας τον οποίο αφορά η δήλωση, ο συνολικός αριθμός των οχημάτων που επιβιβάσστηκαν και το ποσό του τέλους. Ο έλεγχος της κανονικής απόδοσης του τέλους γίνεται από όργανα του δήμου ή της κοινότητας. Σε περίπτωση μη απόδοσης ή ελλιπούς ή εκπρόθεσμης απόδοσης του τέλους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 73 του β.δ. από 24-9/20.10.1958, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του Ν. 1080/1980. Από τα ποσά που εισπράττονται από το τέλος αυτό υπέρ του Δήμου Βόλου, ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) αποδίδεται στο Δήμο Νέας Ιωνίας Μαγνησίας. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

14. Το άρθρο 8 του Ν. 1080/1980 καταργείται.

15. Οι εκμεταλλευτές λατομείων βιομηχανικών ορυκτών, που λειτουργούν στην περιφέρεια της Επαρχίας Μήλου, υποχρεούνται να καταβάλλουν ετησίως ειδικό τέλος υπέρ των ο.τ.α., στην περιφέρεια των οποίων λειτουργεί το λατομείο.
Το τέλος ορίζεται σε δύο τα εκατό (2%) επί της αξίας των λατομικών προϊόντων που εξάγονται στην εσωτειρκή και εξωτερική αγορά. Ο προσδιορισμός των ποσοτήτων που εξάγονται μπορεί να γίνεται με βάση τα τιμολόγια και κάθε άλλη πρόσφορη μέθοδος καταμέτρησης.
Τα ποσά που προέρχονται από το ανωτέρω τέλος διατίθενται για την προστασία του περιβάλλοντος και την εκτέλεση κοινωφελών έργων.

Άρθρο 27
Διαδικαστικές διατάξεις

1. Το άρθρο 3 του Ν. 505/1976 (ΦΕΚ Α΄ 353) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3
1.Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής από φορολογούμενο. βεβαιώνεται σε βάρος του ποσοστό σαράντα τα εκατό (40%) επί του αμφισβητούμενου ποσού.
2. Η βεβαίωση του ποσοστού σαράντα τα εκατό (40%) της προηγούμενης παραγράφου δεν ενεργείται, όταν η βεβαίωση και η είσπραξη των προσόδων έχει ανατεθεί σε ενοικιαστή».

2. Φορολογικές διαφορές μεταξύ δήμων και κοινοτήτων και φορολογουμένων, ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν, για τις οποίες ασκήθηκαν ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων προσφυγές, οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί στην ουσία τους. σε πρώτο βαθμό μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, μπορεί να περαιωθούν με διακανονισμό της οφειλής από τις αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων και κοινοτήτων. Ο διακανονισμός γίνεται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, που υποβάλλεται στον οικείο δήμο ή κοινότητα μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Μαζί με την αίτηση ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει και βεβαίωση του γραμματέα του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου, με την οποία βεβαιώνεται οπή υπόθεση του δεν έχει συζητηθεί στην ουσία της σε πρώτο βαθμό κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του, καθώς επίσης και ότι παραιτήθηκε από την προσφυγή του ενώπιον του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές μειώνεται υποχρεωτικά το ποσό του φόρου ή τέλους που έχει βεβαιωθεί κατά ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) και διαγράφεται το πρόστιμο, η δε υπόθεση θεωρείται ότι περαιώθηκε οριστικά. Το τέλος ή ο φόρος που βεβαιώνεται με τη διαδικασία της παραγράφου αυτής καταβάλλεται σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εφ΄ όσον το βεβαιούμενο ποσό είναι ανώτερο των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών. Σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης παρέχεται έκπτωση δέκα τα εκατό (10%).

3. Συνιστάται στο Υπ. Εσωτερικών επιτροπή για την αναμόρφωση της νομοθεσίας «περί οικονομικής διοίκησης και λογιστικού των δήμων και κοινοτήτων». Η επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελείται από:
α. Τους προϊσταμένους των διευθύνσεων οικονομικών τοπικής αυτοδιοίκησης και οργάνωσης και λειτουργίας οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
β. Τους προϊσταμένους των τμημάτων οικονομικής διοίκησης και φορολογικού και περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
γ. Έναν υπάλληλο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
δ. Ένα δημοτικό υπάλληλο, που προτείνεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
ε. Έναν υπάλληλο του Δήμου Αθηναίων, που προτείνεται από το Δήμο.
στ. Έναν ειδικό επιστήμονα, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.
Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της διεύθυνσης οικονομικών τοπικής αυτοδιοίκησης του Υπουργείου. Με την πιο πάνω απόφαση ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη λειτουργία της επιτροπής, τον αριθμό των ημερών και ωρών συνεδριάσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Στα μέλη και το γραμματέα της ανωτέρω επιτροπής καταβάλλεται αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του νόμου 1505/1984 (ΦΕΚ Α΄ 194). όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1810/1988 (ΦΕΚ Α΄ 223).

Άρθρο 28
Μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις

1. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις, οι οποίες δεν καταργούνται ρητά με τον παρόντα νόμο και αναφέρονται στην τακτική επιχορήγηση των ο.τ.α., για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών λαμβάνεται υπόψη το 1/3 των κεντρικών αυτοτελών πόρων της παραγράφου 4 του άρθρου 25.

2. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας για το έτος 1989 αποδίδεται συνολικά στους κεντρικούς αυτοτελείς πόρους.

3. Η κατανομή των κεντρικών αυτοτελών πόρων στους ο.τ.α. για το έτος 1989 γίνεται με βάση κριτήρια και διαδικασία που ανταποκρίνονται στην αναγκαιότητα της προσαρμογής στο νέο σύστημα χρηματοδότησης
της τοπική αυτοδιοίκησης και καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μετά γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.

4. Με την απόφαση της παραγράφου 3 μπορεί να ορίζεται ποσό αποκλειστικά για την καταβολή αποδοχών των γραμματέων από τους πόρους της παραγράφου 4 του άρθρου 25 για την ενίσχυση των κοινοτήτων, των οποίων οι γραμματείς υπάγονται στις διατάξεις του δεύτερου μέρους του Ν. 1188/1981 (ΦΕΚΑ΄ 204).

5. Το ποσό της προηγούμενης παραγράφου μεταφέρεται και κατατίθεται κάθε χρoνο σε ειδικό λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με τίτλο «πληρωμές αποδοχών κοινοτικών υπαλλήλων» και αποδίδεται κατά δωδεκαρτημόρια την 1η κάθε μήνα. Ο τρόπος κίνησης του λογαριασμού αυτού ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

6. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α. Ο φόρος ακάλυπτων χώρων (άρθρο 1 Ν. 127/1975ΦΕΚ Α 175).
β. Η εισφορά ωφελουμένων από την εκτέλεση κοινοτικών ή δημοτικών έργων (άρθρο 52 β.δ. 24-9/20.10.1958).
γ. Η εισφορά λόγω επέκτασης σχεδίου πόλεως (άρθρο 53 β.δ. 24-9/20.10.1958).
δ. Η εισφορά λόγω τροποποίησης του σχεδίου πόλεως (άρθρο 54 β.δ. 24-9/20.10.1958).
ε. Το τέλος λαϊκών αγορών (άρθρο 25 παρ. 1 Β.Δ. 3913/1958 (ΦΕΚ Α΄ 199), όπως ισχύει σήμερα).
στ. Το τέλος ρύπανσης χώρων (άρθρο 2 Ν.Δ. 31/1968 ΦΕΚΑ΄ 281).
ζ. Τα τέλη χρήσεως έργων που εκτελούνται με δανεισμό (άρθρο 33 Ν.Δ. 4260/1962).
η. Η τακτική οικονομική ενίσχυση των Ο.Τ.Α, από τον κρατικό προϋπολογισμό (άρθρα 37 Ν.Δ. 4260/1962 και 16 Ν.Δ. 703/1970 ΦΕΚ Α 219).
θ. Ποσοστό του δασμού στα εισαγόμενα από την αλλοδαπή εμπορεύματα (άρθρα 40 παρ. 5 β.δ. 24-9/20.10.1958 και 2 παρ. 1 Ν.Δ. 4088/1960 ΦΕΚ Α΄ 120).
ι. Ποσοστό από το φόρο δωρεών, κληρονομιών και γονικών παροχών (άρθρα 50 β.δ. 24-9/20.10.1958, 16 Ν. 1473/1984 ΦΕΚ Α΄ 127 και 10 Ν. 1428/1982 ΦΕΚ Α΄ 43).
ία. Αναπλήρωση εσόδου από τα εισιτήρια λεωφορείων (άρθρο 3 Ν. 33/1975 ΦΕΚ Α΄ 84).
ιβ. Η οικονομική ενίσχυση Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. από την τακτική οικονομική ενίσχυση των δήμων και κοινοτήτων (άρθρο 25 παρ. 3 Ν. 1080/1980).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 29
Μεταβατικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος

1. Παρέχεται αφορολόγητο ποσό χωρίς δικαιολογητικά ίσο με το σαράντα τα εκατό (40%) του αφορολόγητου ποσού που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 στους φορολογούμενους που αποκτούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες για τη χρήση 1988 και είκοσι τα εκατό (20%) για τη χρήση 1989:
α) Για το εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος που αποκτά δικηγόρος από την παροχή υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, σύμφωνα με τους όρους της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του Ν.Δ. 3026/1954 και ιατρός, που έχει προσληφθεί από το Ι.Κ.Α. με ειδική σύμβαση έργου αόριστης χρονικής διάρκειας και παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή.
β) Για τα εισοδήματα από αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών ελευθέριου επαγγέλματος που αποκτούν στα πρώτα πέντε χρόνια άσκησης του επαγγέλματος τους:
αα) οι δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, ιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, διπλωματούχοι μηχανικοί όλων των κλάδων, χημικοί, γεωπόνοι και δασολόγοι,
ββ) οι πτυχιούχοι ανώτατης οικονομικής σχολής, οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα του οικονομολόγου, ερευνητή ή σύμβουλου επιχειρήσεων, φοροτέχνη ή λογιστή ή εμπειρογνώμονα,
γγ) οι πτυχιούχοι των τμημάτων πολιτικών, τοπογραφίας, μηχανολογίας, ηλεκτρολογίας, ηλεκτρονικής, προγραμματισμού και ανάλυσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, ζωικών προϊόντων, φυτικών προϊόντων, λογιστικής, διοίκησης επιχειρήσεων, ιατρικών εργαστηρίων, φυτικής παραγωγής, ζωικής παραγωγής, διοίκησης γεωργικών εκμεταλλεύσεων, γεωργικών μηχανών και αρδεύσεων, δασοπονίας και μαιευτικής των κέντρων ανώτερης τεχνολογικής επαγγελματικής εκπαίδευσης ή των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για τον υπολογισμό της πενταετίας, ως πρώτο έτος θεωρείται αυτό που κατά τη διάρκεια του τα πρόσωπα της υποπερίπτωσης αα΄ γράφτηκαν στον οικείο επαγγελματικό σύλλογο ή το οικείο επαγγελματικό επιμελητήριο. Προκειμένου για τα πρόσωπα των υποπεριπτώσεων ββ΄ και γγ΄ ως πρώτο έτος θεωρείται το έτος μέσα στο οποίο αυτά απέκτησαν το πτυχίο τους, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας τους, που εκπληρώθηκε μετά τη λήξη του πτυχίου. Το αφορολόγητο ποσό αυτής της παραγράφου προστιθέμενο στο τυχόν αφορολόγητο ποσό του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ. 5 του άρθρ. 8 του Ν.Δ. 3323/1955 δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από το αφορολόγητο ποσό του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ίδιου αποθεματικού διατάγματος.

2. Με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 δεν καταργούνται, για όσο χρόνο και για όσα ποσά επιτρέπουν οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1591/1986, οι με τα άρθρα 4 και 31 του Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπόμενες για τις λοιπές, πλην των ανωτέρω, κατηγορίες φορολογουμένων διαφοροποιήσεις στη φορολογία εισοδήματος και μέχρι την ολική κατάργηση τους οι διαφοροποιήσεις αυτές μετατρέπονται σε αφορολόγητα ποσά.

3. Το ποσό της εισφοράς, το οποίο καταβάλλεται κάθε έτος από φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 44/1974 (ΦΕΚ`Α΄ 254) και του άρθρου 1 του Ν. 816/1978 (ΦΕΚ Α΄ 156), καθώς και το ποσό των καταβαλλόμενων ετήσιων δόσεων του δανείου που λήφθηκε για την πληρωμή της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 257/1976 (ΦΕΚ Α΄ 26) από φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. λογίζεται ως πρόσθετο προσωπικό αφορολόγητο ποσό.

4. Ορίζονται προσωπικά αφορολόγητα ποσά, με δικαιολογητικά, του φορολογουμένου ως ακολούθως:
α) Το ποσό των τόκων που καταβάλλεται από το φορολογούμενο για δάνεια τα οποία έχει συνάψει με τράπεζες ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ή με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.). Το αφορολόγητο αυτό ποσό παρέχεται εφόσον αποδεικνύεται η διάθεση των χρημάτων του δανείου, μέσα σ΄ ένα χρόνο από τη σύναψη του, για την αγορά περιουσιακού στοιχείου ή για τη συμμετοχή του φορολογουμένου σε επιχείρηση και εφόσον από τις δραστηριότητες αυτές προκύπτει εισόδημα κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο, το οποίο φορολογείται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955.
β) Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων, ενυπόθηκων χρεών επί οικοδομών ή γαιών του ιδιοκτήτη, νομέα κ.λπ. ή της συζύγου και των μέχρι της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας τους τέκνων, των συναφθέντων ή οφειλομένων παρ΄ αυτών.
γ) Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων προκαταβολών που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 398/1974, για απόκτηση στέγης από τους βοηθηματούχους αυτών.
δ) Το ποσό των δεδουλευμένων τόκων οικοδομικών δανείων που χορηγούνται από τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και βαρύνουν την οικοδομή του ιδιοκτήτη, νομέα κ.λπ. που έλαβε το δάνειο, με εγγραφή επ΄ αυτής προσημείωσης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται για δάνεια που έχουν συναφθεί και προκαταβολές που έχουν χορηγηθεί μέχρι τις 31/12/1988. Η περίπτωση γ της παραγράφου 9 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 εφαρμόζεται ανάλογα και προκειμένου για αφορολόγητα ποσά των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ αυτής της παραγράφου.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ. 1473/1984 εξακολουθούν να ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1990.

6. Προκειμένου για αποδοχές οικονομικών ετών 1988 και προηγουμένων των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 η καταβολή του ποσού του φόρου, που προβλέπεται από την ίδια διάταξη, θα γίνει με δήλωση φορολογίας εισοδήματος, η οποία θα υποβληθεί από τους υπόχρεους στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Γ΄ Αθηνών μέχρι τις 10 Μαρτίου 1989. Η δήλωση αυτή θα περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του δικαιούχου, το ποσό των αποδοχών, το φόρο που αναλογεί σ΄ αυτές και πρέπει να αποδοθεί στο Δημόσιο. Με την ίδια δήλωση ο υπόχρεος οφείλει να διορίσει ως αντιπρόσωπο και αντίκλητο του στην Ελλάδα πρόσωπο φερέγγυο για την εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων.
Με βάση αυτές τις δηλώσεις ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το ποσό της οφειλής που προκύπτει στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία με τη συνηθισμένη διαδικασία.
Το πέραν του 5% ποσό φόρου που τυχόν παρακρατήθηκε από τις πιο πάνω αποδοχές θα επιστραφεί στους δικαιούχους από τον αρμόδιο εκκαθαριστή, ο οποίος θα χορηγήσει σ΄ αυτούς βεβαιώσεις για τις αποδοχές κάθε έτους στο οποίο ανάγονται. Επίσης, ο ίδιος εκκαθαριστής θα συντάξει καταστάσεις για κάθε έτος χωριστά. τις οποίες θ΄ αποστείλει στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Γ΄ Αθηνών. Στις καταστάσεις αυτές αναγράφονται τα στοιχεία των δικαιούχων (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής, καθαρό και ακαθάριστο ποσό αποδοχών) και ο φόρος που παρακρατήθηκε από αυτές σε περίπτωση παρακράτησης ή ο φόρος που οφείλεται σ΄ αυτές αν δεν έχει γίνει παρακράτηση.

Άρθρο 30
Αποζημίωση για την Επιτροπή Κωδικοποίησης της φορολογίας εισοδήματος
Στον πρόεδρο και τα μέλη της επιτροπής για την κατάρτιση κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και των διατάξεων που μεταγενέστερα άμεσα ή έμμεσα τροποποιούν ή συμπληρώνουν αυτές. καθώς και των συναφών διατάξεων και τη διατύπωση τους στη δημοτική γλώσσα καταβάλλεται κατ΄ αποκοπή αμοιβή οριζόμενη με απόφαση του Υπ. Οικονομιών

Άρθρο 31
Διατάξεις που καταργούνται
Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος καταργούνται:
α) Οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 820/1978 , για τις υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος.
β) Οι διατάξεις των άρθρων 10, 11,12,13 και 14, 37, 38 και 41 του Ν. 820/1978.
γ) Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του Π.Δ. 99/1977.
δ) Οι διατάξεις των άρθρων 10 παράγραφοι 1 και 2 και 11 παράγραφος 2 του Α.Ν 148/1967.
ε) Οι διατάξεις των άρθρων 8 παράγραφοι 4 και 5 και 25 παράγραφοι 4 και 5 του Ν.Δ. 608/1970 (ΦΕΚ Α΄ 170).
στ) Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 52 του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ, Α΄ 10).
ζ) Οι διατάξεις της απόφασης του Υπ.Οικονομικών Π. 17986/1.9.1955, που κυρώθηκε με το τέταρτο άρθρο του Ν.Δ. 4553/1966 (ΦΕΚ Α΄ 206).
η) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 44/1974.
θ) Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 257/1976.
ι) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 816/1978.
ία) Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται απ΄ αυτές.

Άρθρο 32
Επιτρέπεται όπως με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών παρατείνεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Ειδικών Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών και Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, που έχουν συσταθεί με προεδρικά διατάγματα, καθώς και να καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ή λήξης λειτουργίας των κατά τις κείμενες διατάξεις συνιστώμενων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών. Επίσης με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών επιτρέπεται να καθορίζεται μερικά ή ολικά ή κατά τόπο και καθ΄ ύλη αρμοδιότητα των κατά το προηγούμενο εδάφιο υπηρεσιών.

Άρθρο 33
Για τη στελέχωση των κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του Ν. 1735/1987 (ΦΕΚ 195/Α/11.11.1987) συνιστώμενων περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, χωρίς ταυτόχρονη κατάργηση υφιστάμενων υπηρεσιών, επιτρέπεται κατά την έκδοση των συστατικών αυτών προεδρικών διαταγμάτων η αύξηση των οργανικών θέσεων του προσωπικού το πολύ μέχρι είκοσι πέντε (25) θέσεων που με τα ίδια προεδρικά διατάγματα κατανέμονται κατά κατηγορίες.

Άρθρο 34

1. Το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό, που υπηρετεί στο Υπουργείο Οικονομικών, εφ΄ όσον είχε συμπληρώσει υπηρεσία ενός έτους τουλάχιστον μέχρι 31.3.1988, μπορεί να διορισθεί σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων, εφαρμοζομένων ανάλογα των διατάξεων του Ν. 1476/1984 (ΦΕΚ 136/Α/1984)

2. ΄ Όσοι από τους κατά την προηγούμενη παράγραφο συμβασιούχο επιθυμούν να διορισθούν κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων πρέπει να υποβάλουν αίτηση μέσα σε 2 (δύο)μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 35
Το άρθρο 1 του Ν. 583/1977 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις τα τέλη τηλεπικοινωνιακών ανταποκρίσεων ιδιοκτητών εφημερίδων» αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Από τους λογαριασμούς των τελών της τηλεφωνικής επικοινωνίας που διεξάγεται αυτόματα ως και με το χειροκίνητο υπεραστικό σύστημα εσωτερικού και από τους λογαριασμούς βασικών τελών των τηλεφωνικών συνδέσεων α) των πολιτικού ή οικονομικού περιεχομένου ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης β) των ημερήσιων και μη ημερήσιων επαρχιακών εφημερίδων τακτικών μελών της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερήσιων Επαρχιακών Εφημερίδων (Ε.Ι.Η.Ε.Ε.) και της Ένωσης Ιδιοκτητών Επαρχιακού Τύπου (Ε.Ι.Ε.Τ.) και γ) των περιοδικών και μη ημερήσιων εφημερίδων τακτικών μελών της Ένωσης Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου (Ε.Δ.Ι.Π.Τ.) εκπίπτεται μηνιαίως συνολικό ποσό που αντιστοιχεί στα εκάστοτε ισχύοντα τέλη μονάδων αστικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κατά τις ακόλουθες κλίμακες:
Α. Κλίμακα οικονομικών ή πολιτικών ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Φύλλα μηνιαίας κυκλοφορίας
Ανώτατο όριο μηνιαίων τηλεφωνικών μονάδων
200.000 – 500.000
17.5000
500.000 – 1.200.000
35.000
1.200.001 – 4.200.000
52.000
`Ανω των 4.200.000
105.000
Β. Κλίμακα επαρχιακών εφημερίδων τακτικών μελών Ε.Ι.Η.Ε.Ε. και Ε.Ι.Ε.Τ.
Φύλλα ημερήσιας κυκλο Ανώτατο όριο φορίας ημερήσιων εφη-τηλεφωνικών μονάδων μερίδων ή φύλλα κυκλο κατά μήνα φορίας μη ημερήσιων εφημερίδων κατά την ημέρα της έκδοσης τους
Φύλλα ημερήσιας κυκλοφορίας ημερήσιων εφημερίδων ή φύλλα κυκλοφορίας μη ημερήσιων εφημερίδων κατά την ημέρα της έκδοσής τους
Ανώτατο όριο μηνιαίων τηλεφωνικών μονάδων
Ημερήσιες
Μη ημερήσιες
Μέχρι 300
1000
500
301 – 500
2500
1000
501 – 1000
7500
2500
`Ανω των 1000
15000
5000
Γ: Κλίμακα περιοδικών και μη ημερήσιων εφημερίδων τακτικών μελών ΕΔ.Ι.Π.Τ.
Ανώτατο όριο τηλεφωνικών μονάδων κατά μήνα
300 350 400 500
Μέχρι 300 301-500 501-1000 . `Ανω των 1000
Φύλλα περιοδικών και μη ημερήσιων εφημερίδων κατά την ημέρα της έκδοσης τους
Ανώτατο όριο μηνιαίων τηλεφωνικών μονάδων
Μέχρι 300
300
301 – 500
350
501 – 1000
400
`Ανω των 1000
500
2. Η έκπτωση της παρ. 1 παρέχεται α) προκειμένου περί των Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών – Θεσσαλονίκης μόνο σε αυτές των οποίων η μηνιαία κυκλοφορία υπερβαίνει τα εκατόν δέκα χιλιάδες (110.000) φύλλα, β) προκειμένου περί Επαρχιακών Εφημερίδων ημερήσιων και μη τακτικών μελών της Ε.Ί.Η.Τ. ή της Ε.Ι.Έ.Τ. μόνο σε αυτές των οποίων η μηνιαία κυκλοφορία υπερβαίνει τα 1.000 φύλλα και γ) προκειμένου περί Περιοδικών και μη Ημερήσιων Εφημερίδων τακτικών μελών της Ε.Δ.Ι.Π.Τ. μόνο σε αυτά και αυτές των οποίων η μηνιαία κυκλοφορία υπερβαίνει τα 1.000 τεύχη ή φύλλα αντίστοιχα. Η έκπτωση παρέχεται αυτοτελώς για το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών λήψεων των ενδείξεων των μετρητών των τηλεφωνικών συνδέσεων, βάσει του εκάστοτε προγράμματος του ΟΤΕ και δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός αυτής με άλλα χρονικά διαστήματα.
3. Για τον υπολογισμό της παραπάνω παρεχομένης έκπτωσης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της κυκλοφορίας των εφημερίδων και περιοδικών του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, τα στοιχεία της οποίας παρέχονται στον ΟΤΕ από τη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. Για τις εφημερίδες και περιοδικά που για πρώτη φορά εκδίδονται ή επανεκδίδονται η έκπτωση υπολογίζεται επί των παραπάνω παρεχομένων στον ΟΤΕ στοιχείων του πρώτου μήνα από την έκδοση των ή την επανέκδοση των μέχρι την ύπαρξη στοιχείων κυκλοφορίας του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.
4. Οι παραπάνω εφημερίδες και περιοδικά καταβάλλουν τα εκάστοτε ισχύοντα κατά μονάδα τέλη επικοινωνιών ΤΕLΕΧ εσωτερικού από τη χρήση μόνο μιας δηλούμενης τηλετυπικής συσκευής μειωμένα στο 1/2 (ήμισυ)».

Άρθρο 36
Η περίπτωση δ ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 1540/1985 “Ρυθμίσεις περιουσιών πολιτικών προσφύγων” αντικαθίσταται ως εξής:
“Για τα ακίνητα που περιήλθαν στο Δημόσιο ή το Δημόσιο έχει εισπράξει συμπληρωματικό τίμημα, ύστερα από υποκατάσταση του στα δικαιώματα του πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1323/1949 (ΦΕΚ 323), για το λόγο ότι ο πωλητής είχε στερηθεί το δικαίωμα να επανακτήσει τα ακίνητα που είχε πουλήσει, για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3 και 5 του Γ΄ Ψηφίσματος (ΦΕΚ 203/1946) ή του άρθρου 2 του Α.Ν. 509/1947 (ΦΕK 293,) ή για συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο, ή στερήθηκε την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ΛΖ΄ Ψηφίσματος (ΦΕK 267/1947) ή κατέφυγε σε ξένη χώρα για την οργάνωση του εμφυλίου πολέμου»,

Άρθρο 37
Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου η αριθμ. 76742/1397/23.8.1988 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπ. Εξωτερικών και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας Έγκριση 1) της Διακυβερνητικής Συμφωνίας για την ισοσκέλιση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού 1988 και 2) της από 24ης Ιουνίου 1988 απόφασης του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων», η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 622/25.8.1988, τεύχος Β΄ και έχει ως εξής:
«Αριθμ. 76742/1397
Έγκριση 1) της Διακυβερνητικής Συμφωνίας για την ισοσκέλιση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού 1988 και 2) της από 24ης Ιουνίου 1988 απόφασης του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το σύστημα των ιδίων Πόρων των Κοινοτήτων.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ. ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν. 945/1979 που δημοσιεύτηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης – τεύχος Α΄ της 27.7.1979 «για την κύρωση της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και της Συμφωνίας για την προσχώρηση της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα `Ανθρακα και Χάλυβα».
2. Τις διατάξεις του Ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» που δημοσιεύτηκε στο αριθμ. 137 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης τεύχος Α΄ της 26.7.1985.
3. Την αριθμ. 457 Κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εσωτερικών «για τον καθορισμό αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών» (ΦΕΚ 494/Β/13.8.85).
4. Υην αριθμ. Α· 9211/ΔΙΟΝΟΣΕ 1737/3.12.87/88 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπ. Εθνικής Οικονομίας «ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Εθνικής Οικονομίας» (ΦΕΚ 702/Β΄).
5. Το περιεχόμενο 1) της Διακυβερνητικής Συμφωνίας για την ισοσκέλιση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού 1988 και 2) της από 24 Ιρυνίου 1988 Απόφασης του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, αποφασίζούμε:
1. Εγκρίνουμε, όπως έχουν στο σύνολο τους τη Διακυβερνητική Συμφωνία για την ισοσκέλιση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού 1988

και την από 24 Ιουνίου 1988 Απόφαση του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων των οποίων τα κείμενα σε πρωτότυπο στην Ελληνική γλώσσα έχουν ως εξής:
ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Μετά τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 11ης – 13ης Φεβρουαρίου 1988. οι αντιπρόσωποι των Κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνέρχονται στα πλαίσια του Συμβουλίου, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλουν στην Κοινότητα, για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού 1988, ποσό που δεν θα υπερβαίνει τα 7 113 737 522 ΕCU.
Η κατανομή του ποσού μεταξύ των κρατών μελών έχει ως εξής:

Ποσά που δεν περιλαμβάνονται στο νομισματικό αποθεματικό
Ποσά για το νομισματικό αποθεματικό
ΣΥΝΟΛΟ
Βέλγιο
215705631
34310784
250016415
Δανία
146490121
23329191
169819312
Γερμανία
1457922419
2707632481
728685667
Ελλάδα
71115661
1151728
82632942
Ιρπανια
426449594
72130322
498579916
Γαλλία
1228885493
2091859691
438071462
Ιρλανδία
35684063
6160406
41844469
Ιταλία
1188527881
1833122631
371840144
Λουξεμβούργο
11962066
2062397
14024463
Κάτω Χώρες
303793184
50461763
354254947
Πορτογαλία
53704695
8651353
62356048
Ηνωμ. Βασίλειο
929066793
1725449441
101611737
Σύνολα
6069307601
10444299217
113737522

2. Τα ποσά που καταβάλλει κάθε κράτος μέλος αποτελούν μη επιστρέψιμες προκαταβολές επί των πληρωμών που οφείλονται μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης για τους ίδιους πόρους.
3. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται σε μηνιαίες δόσεις. Ο συντελεστής μετατροπής που θα εφαρμόζεται για τις καταβολές αυτές αντιστοιχεί στο συντελεστή που προβλέπεται για την καταβολή των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
4. Οι αντιπρόσωποι των Κυβερνήσεων των κρατών μελών σημειώνουν ότι ο” πόροι που απαιτούνται για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών νομισματικής προέλευσης (= νομισματικό αποθεματικό) θα καταβληθούν μόνο μετά την έγκριση της μεταφοράς πιστώσεων προς τις επιχειρησιακές γραμμές του ΕΓΤΠΕ-ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ με συνυπολογισμό της υποτίμησης του δολλαρίου και θα περιορίζονται στο ποσό των μεταφερόμενων πιστώσεων.
5. Οι αντιπρόσωποι των Κυβερνήσεων των κρατών μελών σημειώνουν ότι η καταβολή αυτών των ποσών προς εκτέλεση της υποχρέωσης που έχει αναληφθεί, προϋποθέτει την ολοκλήρωση ορισμένων εσωτερικών διαδικασιών (1).
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 24ης Ιουνίου 1988 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων
(88/376/ΕΟΚ. ΕΥΡΑΤΟΜ)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 199 και 201,
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 17, παράγραφος 1 και το άρθρο 173,
την πρόταση της Επσροπής (1)
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2)
τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3).
(1) Οι δώοεκα αντιπροσωπείες δηλώνουν ότι στις ««εσωτερι-κές διαδικασίες» περιλαμβάνεται κοινοβουλευτική έγκριση.
(1) ΕΕαριθ. L 128 της 14.5.1985, σ. 15
(2) ΕΕ αριθ. L 94 της 28.4.1970 σ. 19
(1) ΕΕ αριθ. c 102 της 16.4.1988 σ. 8
(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 15 Ιουνίου 1988 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα),
(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 27 Απριλίου 1988 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα)
Εκτιμώντας:
ότι, με την απόφαση 85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ, του Συμβουλίου, της 7ης /5/1985, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, αυξήθηκε σε 1.4% το ανώτατο όριο του συντελεστή που εφαρμόζεται στην ενιαία βάση του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), για κάθε κράτος μέλος, το οποίο έχει οριστεί σε 1% με την απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης
Απριλίου 1970, για την αντικατάσταση των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών από τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων(2), στο εξής καλούμενη «απόφαση της 21ης Απριλίου 1970»,ότι, το ανώτατο όριο του 1,4% δεν αρκεί πλέον για να καλύψει τις προβλεπόμενες δαπάνες της Κοινότητας,
ότι, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ανοίγονται νέες προοπτικές για την Κοινότητα.
ότι, το άρθρο 8Α΄ της συνθήκης για την ίδρυση της Ε.Ο.Κ. προβλέπει την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στις 31 Δεκεμβρίου 1992.
ότι, η Κοινότητα πρέπει να διαθέτει σταθερά και εγγυημένα έσοδα τα οποία θα της επιτρέπουν την εξυγίανση της σημερινής κατάστασης και την υλοποίηση των κοινών πολιτικών ότι τα έσοδα αυτά πρέπει να βασίζονται στις δαπάνες οι οποίες έχουν κριθεί αναγκαίες για το σκοπό αυτό και οι οποίες έχουν καθοριστεί στις δημοσιονομικές προοπτικές της διοργανικής συμφωνίας μεταύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την 1η Ιουλίου 1988, συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε στις 11, 12 και 13 Φεβρουαρίου 1988 στις Βρυξέλλες.
ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτά η Κοινότητα μπορεί να έχει μέχρι το 1992 στη διάθεση της μέγιστο ποσό ιδίων πόρων αντίστοιχο προς το 1,2% του συνολικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος του έτους σε τιμές αγοράς, στο εξής καλούμενο «ΑΕΠ», των κρατών μελών,
ότι για να τηρηθεί το ανώτατο αυτό όριο το συνολικό ύψος των ιδίων πόρων τους οποίους διαθέτει η Κοινότητα για την περίοδο 1988 -1992 δεν πρέπει να υπερβαίνει, για κανένα έτος, το καθοριζόμενο ποσοστό του αθροίσματος των ΑΕΠ της Κοινότητας για το συγκεκριμένο έτος ότι το ποσοστό αυτό θα αντιστοιχεί στην εφαρμογή των κατευθυντήριων αρχών που ορίστηκαν για την αύξηση των κοινοτικών δαπανών στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διαχείριση του προϋπολογισμού, με περιθώριο ασφάλειας 0.03% του κοινοτικού ΑΕΠ ώστε να καλυφθούν οι απρόβλεπτες δαπάνες.
ότι καθορίζεται συνολικό ανώτατο όριο 1,30 (ένα κόμμα τριάντα) % των ΑΕΠ των κρατών μελών για τις πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων και ότι πρέπει να διασφαλιστεί η εύρυθμη εξέλιξη των πιστώσεων αναλήψεως υποχρεώσεων και των πιστώσεων πληρωμών, ότι τα ανώτατα αυτά όρια θα πρέπει να εφαρμόζονται μέχρι να τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση,
ότι, προκειμένου οι ίδιοι πόροι που καταβάλλει κάθε κράτος μέλος να συμπίπτουν καλλίτερα με τη φοροδοτική του ικανότητα, πρέπει να τροποποιηθεί και να διευρυνθεί η σύνθεση των ιδίων πόρων της Κοινότητας” ότι για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο:
– να καθοριστεί σε 1,4% ο ανώτερος συντελεστής που εφαρμόζεται στην ενιαία βάση του φόρου προστιθέμενης αξίας, κάθε κράτους μέλους, προσαρμοζόμενη κατά περίπτωση ώστε να μην υπερβαίνει το 55% του ΑΕΠ του,
– να θεσπιστεί ένας συμπληρωματικός ίδιος πόρος που θα επιτρέπει να εξασφαλίζεται η δημοσιονομική ισορροπία μεταξύ εσόδων και δαπανών ο οποίος θα βασίζεται στο άθροισμα των ΑΕΠ των κρατών μελών για το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο θα εκδώσει οδηγία για την εναρμόνιση του καθορισμού του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τιμές αγοράς,
ότι, πρέπει να περιληφθούν στους ιδίους πόρους της Κοινότητας οι δασμοί που επιβάλλονται στα προϊόντα που υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας `Ανθρακα και Χάλυβα, ότι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης και 26ης/6/1984 για τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών εξακολουθούν να ισχύουν εφ΄ όσον εξακολουθεί να ισχύει η παρούσα απόφαση ότι ωστόσο, ο ισχύων μηχανισμός αντιστάθμισης πρέπει να προσαρμοστεί, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την προσαρμογή της βάσης του ΦΠΑ και την εισαγωγή ενός συμπληρωματικού πόρου και να προβλέπει χρηματοδότηση της διόρθωσης βάσει μιας κλίμακας ΑΕΠ ότι η προσαρμογή αυτή πρέπει να εξασφαλίσει ότι το μερίδιο του Ηνωμένου Βασίλειου στους πόρους ΦΠΑ θα αντικατασταθεί από το μερίδιο των πληρωμών του Ηνωμένου Βασιλείου για τον τρίτο και τέταρτο πόρο (τους πόρους που προέρχονται από το ΦΠΑ και το ΑΕΠ αντίστοιχα και ότι το αποτέλεσμα που θα προκύψει για ένα δεδομένο έτος για το Ηνωμένο Βασίλειο από τη θέσπιση του τέταρτου πόρου, το οποίο δεν αντισταθμίζεται από την αλλαγή αυτή, θα διορθωθεί με προσαρμογή της επιστροφής του σχετικού έτους ότι πρέπει να μειωθούν οι συνεισφορές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 187 και 374 της πράξης προσχώρησης του 1985,
ότι. πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε οι δημοσιονομικές ανισορροπίες να διορθώνονται κατά τρόπο που δεν θα επηρεάζει τους ίδιους πόρους που διατίθενται για τις κοινοτικές πολιτικές,
ότι, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 11ης. 12ης και 13ης Φεβρουαρίου 1988 προβλέπουν τη δημιουργία, στον προϋπολογισμό της Κοινότητας, νομισματικού αποθεματικού, στο εξής καλούμενου «νομισματικό αποθεματικό ΕΓΤΠΕ» για να αντισταθμιστούν οι συνέπειες των σημαντικών και απρόβλεπτων διακυμάνσεων της ισοτιμίας μεταξύ του ΕCU και του δολαρίου στις δαπάνες του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) Τμήμα Εγγυήσεων ότι, για το αποθεματικό αυτό, ισχύουν ειδικές διατάξεις, ότι, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν διατάξεις οι οποίες να εξασφαλίζουν τη μετάβαση από το καθεστώς που θεσπίστηκε με την απόφαση85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ, στο καθεστώς που θα προκύψει από την παρούσα απόφαση, ότι. το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 11ης. 12ης και 13ης/2/1988 έχει προβλέψει ότι η παρούσα απόφάση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την 1η Ιανουαρίου 1988.
ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛH
Άρθρο 1
Οι ίδιοι πόροι χορηγούνται στις Κοινότητες προκειμένου να εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού τους σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζουν τα επόμενα άρθρα.
Ο προϋπολογισμός των Κοινοτήτων χρηματοδοτεί εξ ολοκλήρου με την επιφύλαξη άλλων εσόδων, από τους ίδιους πόρους των Κοινοτήτων.
Άρθρο 2
1. Συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων τα έσοδα που προέρχονται από:
α) εισφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματική ή εξισωτικά ποσά, προσθετά ποσά ή στοιχεία φόρων και λοιπά τέλη που θεσπίζονται ή θα θεσπισθούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως και από εισφορές και άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης,
β) τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που θεσπίζονται ή θα θεσπισθούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη και από τους δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα τα οποία υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Χάλυβα και `Ανθρακα,
γ) την εφαρμογή ομοιόμορφου συντελεστή για όλα τα κράτη μέλη στη βάση του ΦΠΑ. η οποία καθορίζεται με ομοιόμορφο τρόπο για τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες ωστόσο, η βάση ενός κράτους μέλους η οποία λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 55% του ΑΕΠ του,
δ) την εφαρμογή συντελεστή που θα καθοριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας προϋπολογισμού, λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων εσόδων, στο άθροισμα των ΑΕΠ όλων των κρατών μελών, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες που θα αποτελέσουν αντικείμενο οδηγίας που θα εκδοθεί βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης.
2. Εξάλλου, συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων τα έσοδα που προέρχονται από άλλους φόρους, θεσπιζόμενους στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, εφ΄ όσον έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 201 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.
3. Τα κράτη μέλη παρακρατούν, ως έξοδα είσπραξης, το 10% των ποσών που πρέπει να καταβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1στοιχεία α) και β).
4. Ο ομοιόμορφος συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ), αντιστοιχεί στο συντελεστή που προκύπτει από
α) την εφαρμογή του 1,4% στη βάση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για τα κράτη μέλη
β) μείον το ακαθάριστο ποσό του συμψηφισμού αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2. Το ακαθάριστο ποσό είναι το ποσό της αντιστάθμισης, προσαρμοσμένο λόγω του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της αντιστάθμισης προς αυτό το ίδιο και διότι το μερίδιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μειώνεται κατά το ένα τρίτο. Υπολογίζεται δε σαν να χρηματοδοτείται το ποσό του συμψηφισμού αναφοράς από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις βάσεις του ΦΠΑ τους. οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ). Για το έτος 1988, το ακαθάριστο ποσόν του συμψηφισμού αναφοράς θα μειωθεί κατά 780 εκατομμύρια ΕΟυ.
5. Ο συντελεστής που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) εφαρμόζεται στο ΑΕΠ κάθε κράτους μέλους.
6. Αν κατά την έναρξη του οικονομικού έτους δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός, και μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι νέοι συντελεστές, εξακολουθούν να εφαρμόζονται ο ομοιόμορφος συντελεστής του ΦΠΑ και ο συντελεστής που εφαρμόζεται στα ΑΕΠ των κρατών μελών, που είχαν καθοριστεί προγενέστερα, με την επιφύλαξη των διατάξεων που θα αποφασιστούν ενδεχομένως σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, λόγω της δημιουργίας νομισματικού αποθεματικού του ΕΓΤΠΕ στον προϋπολογισμό.
7. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, στοιχείο γ), εάν κατά την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω οικονομικού έτους, δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα σε όλα τα κράτη μέλη οι κανόνες που καθορίζουν την ομοιόμορφη βάση υπλογισμού του ΦΠΑ. η χρηματική συνεισφορά που πρέπει να καταβάλλει αντί του ΦΠΑ στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων ένα κράτος μέλος που δεν εφαρμόζει ακόμη αυτήν την ομοιόμορφη βάση. προσδιορίζεται σε συνάρτηση με το μερίδιο του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος του κράτους αυτού σε τρέχουσες τιμές των τριών πρώτων ετών της πενταετίας που προηγείται του εν λόγω έτους στο σύνολο των ακαθάριστων εθνικών προϊόντων των κρατών μελών σε τρέχουσες τιμές. Η παρέκκλιση αυτή παύει να παράγει αποτελέσματα μόλις εφαρμοστούν σε όλα τα κράτη μέλη οι κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της ομοιόμορφης βάσης για τον καθορισμό του ΦΠΑ.
8. Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, ως ακαθάριστο εθνικό προϊόν νοείται το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του έτους σε τρέχουσες τιμές
Άρθρο 3
1. Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χορηγείται στις Κοινότητες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1.20% του συνόλου του ΑΕΠ της Κοινότητας για τις πιστώσεις πληρωμών.
Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χορηγείται στις Κοινότητες δε μπορεί να υπερβαίνει, για κάθε έτος της περιόδου 1988-1992, τα ακόλουθα ποσοστά του συνόλου του ΑΕΠ της Κοινότητας για το αντίστοιχο έτος:
1988: 1.15%
1989: 1.17%
1990: 1.18%
1991:. 1.19%
1992: 1.20%

2. Οι εγγεγραμμένες στο γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων πιστώσεις για αναλήψεις υποχρεώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1988 -1992 πρέπει να έχουν εύρυθμη εξέλιξη που να καταλήγει σε συνολικό κονδύλι που να μην υπερβαίνει το 1,30% του συνόλου του ΑΕΠ της Κοινότητας το 1992 θα διατηρηθεί αυστηρή σχέση μεταξύ πιστώσεων αναλήψεων υποχρεώσεων και πιστώσεων πληρωμών, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμβατότητα τους και να μπορέσουν να τηρηθούν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ανώτατα όρια για τα επόμενα έτη.
3. Τα συνολικά ανώτατα όρια, που αναφέρονται στις παρ. 1 & 2, εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρις ότου τροποποιηθεί η παρούσα απόφαση.
Άρθρο 4
Εγκρίνεται η χορήγηση διάρθρωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η διόρθωση αυτή συνίσταται σε ένα βασικό ποσό και μία προσαρμογή. Η προσαρμογή διορθώνει το βασικό ποσό σε επίπεδο συμψηφισμού αναφοράς.
1) Το βασικό ποσό συνάγεται:
α) υπολογίζοντας τη διαφορά, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, μεταξύ
– του ποσοστού του Ηνωμένου Βασιλείου στο άθροισμα των καταβολών που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) που έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατά το έτος αυτό, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών στον ενιαίο συντελεστή για τα προηγούμενα οικονομικά έτη, και
– του ποσοστού συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί.
β) εφαρμόζοντας τη διαφορά που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
γ) πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα επί 0,66.
2) Ο συμψηφισμός αναφοράς είναι η διόρθωση που προκύπτει από την εφαρμογή των στοιχείων α), β) και γ) διορθωμένη κατά το αποτέλεσμα που προκύπτει, για το Ηνωμένο Βασίλειο, από την προσαρμογή του ΦΠΑ και τις καταβολές που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο.
δ). Αυτός ο συμψηφισμός αναφοράς συνάγεται:
α) υπολογίζοντας τη διαφορά, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους, μεταξύ
– του ποσοστού συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολο των καταβολών ΦΠΑ που έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια του οικονομικού αυτού έτους, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών για τα προηγούμενα οικονομικά έτη, για τα ποσά που χρηματοδοτούνται από τους ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρ. 2 παρ. 1 στοιχεία γ) και δ), ως εάν εφαρμοζόταν ενιαίος συντελεστής ΦΠΑ στις μη προσαρμοσμένες βάσεις και
– του ποσοστού συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
β) εφαρμόζοντας τη διαφορά που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν στο σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί,
γ) πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα επί 0,66.
δ) αφαιρώντας τις καταβολές του Ηνωμένου Βασιλείου που λαμβάνονται υπόψη στο σημείο 1, στοιχείο α), πρώτη περίπτωση από τις καταβολές που λαμβάνονται υπόψη στην παράγραφο 2, στοιχείο α), πρώτη περίπτωση,
ε) αφαιρώντας το ποσό του στοιχείου δ) από το ποσό του στοιχείου γ)
3. Το βασικό ποσό προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στο ποσό του συμψηφισμού αναφοράς.
Άρθρο 5
1. Η οικονομική επιβάρυνση της διόρθωσης κατανέμεται στα άλλα κράτη με τον ακόλουθο τρόπο:
Η κατανομή της επιβάρυνσης υπολογίζεται καταρχάς ανάλογα με το αντίστοιχο μερίδιο των κρατών μελών στις καταβολές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εξαιρουμένου του Ηνωμένου Βασιλείου προσαρμόζεται στη συνέχεια κατά τρόπο ώστε να περιορίζεται η συμμετοχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα δυο τρίτα του ποσοστού που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτόν.
2. Η διόρθωση χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο με μείωση των καταβολών του που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ). Η οικονομική επιβάρυνση στην οποία υποβάλλονται τα άλλα κράτη μέλη προστίθεται στις καταβολές τους που απορρέουν από την εφαρμογή, για κάθε κράτος μέλος. του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), μέχρι ποσοστό 1,4% της βάσης του ΦΠΑ και του άρθρ. 2, παρ. 1. στοιχείο δ).
3. Η Επιτροπή προβαίνει στους αναγκαίους υπολογισμούς για την εφαρμογή του άρθρου 4 και του παρόντος άρθρου.
4. Αν, κατά την έναρξη του οικονομικού έτους δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός, εξακολουθούν να ισχύουν η διόρθωση που χορηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και η οικονομική επιβάρυνση των άλλων κρατών μελών που έχουν εγγραφεί στον τελευταίο προϋπολογισμό που είχε εγκριθεί οριστικά.
Άρθρο 6
Τα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 2 χρησιμοποιούνται αδιακρίτως για τη χρηματοδότηση όλων των δαπανών που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Ωστόσο, τα έσοδα που είναι απαραίτητα για την πλήρη ή μερική κάλυψη του νομισματικού αποθεματικού του ΕΓΤΠΕ και είναι εγγεγραμμένα στον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη, παρά μόνον κατά την εφαρμογή του αποθεματικού. Οι διατάξεις σχετικά με τη λειτουργία του αποθεματικού αυτού θα αποφασιστούν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, εφ΄ όσον χρειαστεί.
Το πρώτο εδάφιο δεν προδικάζει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστούν οι συνεισφορές ορισμένων κρατών μελών για τα συμπληρωματικά προγράμματα που προβλέπονται στο άρθρο 130 Κ της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Άρθρο 7
Το ενδεχόμενο πλεόνασμα των εσόδων των Κοινοτήτων από τις συνολικές πραγματικές δαπάνες κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους μεταφέρεται στο επόμενο οικονομικό έτος. Ωστόσο, πλεόνασμα που προκύπτει από μεταφορά από κεφάλαια ΕΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων προς το νομισματικό απόθεμα θα θεωρηθεί ότι αποτελεί ίδιους πόρους.
Άρθρο 8
1. Οι κοινοτικοί ίδιοι πόροι, που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), εισπράττονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προσαρμοσμένες, ενδεχομένως, στις αποπτώσεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή προβαίνει, σε τακτά διαστήματα σε εξέταση των εθνικών διατάξεων που της ανακοινώνουν τα μέλη-κράτη, ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις προσαρμογές που θεωρεί αναγκαίες για τη διασφάλιση της συμβατότητας προς τις κοινοτικές ρυθμίσεις και υποβάλει έκθεση στη δημοσιονομική αρχή. Τα κράτη μέλη θέτουν τους πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) στη διάθεση της Επιτροπής.
2. Με την επιφύλαξη του ελέγχου των λογαριασμών και των ελέγχων συμβατότητας και κανονικότητας που προβλέπονται από το άρθρο 206α της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, αυτός ο έλεγχος καθώς και αυτοί οι έλεγχοι που αφορούν κυρίως την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των εθνικών συστημάτων και διαδικασιών προσδιορισμού της βάσης για τους ίδιους πόρους οι οποίοι προέρχονται από το ΦΠΑ και το ΑΕΠ και με την επιφύλαξη των ελέγχων που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 209 στοιχείο, γ) της συνθήκης αυτής, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, επί προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τις διατάξεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, καθώς και τις διατάξεις για τον έλεγχο της είσπραξης, την απόδοση στην Επιτροπή και την καταβολή των εσόδων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 5.
Άρθρο 9
Ο μηχανισμός της προοδευτικά μειούμενης επιστροφής των ιδίων πόρων που προέρχονται από το ΦΠΑ ή των χρηματικών συνεισφορών βάσει του ΑΕΠ. που έχει θεσπισθεί μέχρι το 1991 υπέρ του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας με τα άρθρα 187 και 374 της πράξης προσχώρησης του 1985 εφαρμόζεται στους ιδίους πόρους που προέρχονται από το ΦΠΑ και στον ίδιο πόρο που βασίζεται στο ΑΕΠ και οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 1 σοιχεία γ) και δ) της παρούσας απόφασης. Ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται και στις καταβολές των δύο αυτών κρατών μελών που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 της παρούσας Απόφασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το ποσοστό της επιστροφής είναι το ποσοστό που εφαρμοζόταν κατά το έτος για το οποίο χορηγείται η διόρθωση.
Άρθρο 10
Η επιτροπή υποβάλλει, πριν από το τέλος του 1991, έκθεση για τη λειτουργία του συστήματος που θεσπίζεται με την παρούσα απόφαση, επανεξετάζοντας ταυτόχρονα τη διόρθωση των ανισορροπιών του προϋπολογισμού που χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Άρθρο 11
1. Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται στα κράτη μέλη από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν αμελλητί στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την ολοκλήρωση των διαδικασιών που επιβάλλουν οι ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις τους για την έγκριση της παρούσας απόφασης.
Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη μέρα του μήνα που έπεται της παραλαβής της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από 1η /1/1988.
2. α) Υπό την επιφύλαξη των στοιχείων β) και γ) η απόφαση 85/257/ΕΟΚ. Ευρατόμ, καταργείται από την 1η Ιρνουαρίου 1988. Οποιαδήποτε αναφορά στην απόφαση της 21ης Απριλίου 1970 ή στην απόφαση 85/257/ΕΟΚ. Ευρατόμ, θεωρείται ως αναφορά στην παρούσα απόφαση.
β) Το άρθρο 3 της απόφασης 85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ, εξακολουθεί να ισχύει για τον υπολογισμό και τις προσαρμογές των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή του συντελεστή στη βάση του ΦΠΑ, η οποία ορίζεται κατά ομοιόμορφο τρόπο και χωρίς προσαρμογή, όσον αφορά το οικονομικό έτος 1987 και τα προηγούμενα οικονομικά έτη. Η μείωση υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου.που θα γίνει το 1988 για τα προηγούμενα οικονομικά έτη, θα υπολογισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου β) σημεία (i), (ii) και (iii) του άρθρου 3 παράγραφος 3 της προσαναφερθείσας απόφασης. Η κατανομή της χρηματοδότησης της θα υπολογισθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης. Τα ποσά που αντιστοιχούν στη μείωση και τη χρηματοδότηση της θα καταλογισθούν σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 2 παρ. 7. κατά τους υπολογισμούς που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι χρηματικές συνεισφορές, αντικαθίστανται από τις καταβολές του ΦΠΑ για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, καθώς και από την πληρωμή των προσαρμογών των διορθώσεων για τα προηγούμενα οικονομικά έτη.
γ) Το άρθρο 4 παράγραφος 2 της απόφασης 85/257/ΕΟΚ, Ευρατόμ, εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις χρηματικές συνεισφορές που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η χρηματοδότηση του συμπληρωματικού προγράμματος 1984-1987 «Εκμετάλλευση του αντιδραστήρα ΗFR».
Λουξεμβούργο,
4 Ιουνίου 1988 Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Μ. ΒΑΝGΕΜΑΝΝ
2. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κυρωθεί με νόμο.

Άρθρο 38

1. α ) Κυρούται η υπ ΄ αριθ. 376/29.11.1988 (ΦΕΚ 864/Β΄ /1.12.1988) κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, η οποία έχει ως εξής:
«Αριθ. 376/29/11/1988
`Αρσις του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
Τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 του Ν. 1558/1985
«Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα», τα άρθρα 1,4 του Α.Ν. 1665/1951 «περί λειτουργίας και ελέγχου Τραπεζών», άρθρο 1 επομ. του Ν. 1266/1982 «Όργανα ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής», άρθρο 1 και επομ. του Ν.Δ. 1059/1971 «περί απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων», το άρθρο 40 παρ. 2 και 3 του Ν. 1806/1988 «τροποποίηση της νομοθεσίας για τα Χρηματιστήρια Αξιών και άλλες διατάξεις», αποφασίζουμε:
1. Σε περίπτωση ορισμού επιτρόπου ή Επιτρόπου σε Τράπεζα, αίρεται το απόρρητο των καταθέσεων που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, για καταθέσεις που έγιναν κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο έλεγχος, εφ΄ όσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα σχετιζόμενο με τη διοίκηση και τη λειτουργία της Τράπεζας και από το οποίο έχει προκληθεί το κοινό αίσθημα.
2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, ο Διοικητής της Τράπεζας τη Ελλάδος και κάθε άλλο αρμόδιο όργανο, οφείλει να παραδώσει αμέσως στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας όλα τα σχετικά στοιχεία τα οποία θα του ζητηθούν.
3. Η ανακοίνωση οποιουδήποτε από τα στοιχεία, που προκύπτουν από τον έλεγχο της παρ. 1 από τον Υπ. Εθνικής Οικονομίας, τον προσωρινό Επίτροπο ή τον Επίτροπο καθώς και από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας δεν αποτελεί αδίκημα.
Αθήνα. 29 Νοεμβρίου 1988
β) Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την ημέρα του διορισμού επιτρόπου στην Τράπεζα Κρήτης.

2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 19 Οκτωβρίου 1988.

Άρθρο 39
Σε περίπτωση διορισμού προσωρινού επιτρόπου ή επιτρόπου σε τράπεζα και κατά τη διάρκεια του χρόνου της επιτροπείας, η Τράπεζα της Ελλάδας χρηματοδοτεί τις ανάγκες λειτουργίας της τράπεζας αυτής.

Άρθρο 40
α) Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΣΤΑΔΙΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑΣ» (Σ.Ε.Φ.)., το οποίο εδρεύει στον Πειραιά (Ν. Φάληρο) και υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού υπουργού.
β) 1. Στο Σ.Ε.Φ. ανήκει η διαχείριση και εκμετάλλευση όλων των κύριων και βοηθητικών χώρων και εγκαταστάσεων (αθλητικών, γυμναστικών, αγωνιστικών) που υπάρχουν ή πρόκειται να κατασκευασθούν στην περιοχή του σταδίου.
2. Ιινητά πράγματα που βρίσκονται στις πιο πάνω εγκαταστάσεις και ανήκουν στο Δημόσιο περιέρχονται αυτοδικαίως κατά κυριότητα στο Σ.Ε.Φ.
3. Η διοίκηση των έργων που εκτελούνται στους πιο πάνω χώρους ανήκει στο Σ.Ε.Φ.
γ) 1. Το Σ.Ε.Φ. έχει διοικητική περιουσιακή αυτοτέλεια.
2. Οι αποφάσεις της διοίκησης του Σ.Ε.Φ. υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας από τον αρμόδιο για θέματα αθλητισμού υπουργό.
3. Πόροι του Σ.Ε.Φ. είναι: α) ετήσια τακτική επιχορήγηση, η οποία εγγράφεται στον προϋπολογισμό της Γ.Γ.Α., β) έσοδα από την εκμετάλλευση με οποιοδήποτε τρόπο των εγκαταστάσεων του, καθώς και έσοδα που προέρχονται από καλλιτεχνικές ή άλλες εκδηλώσεις στους χώρους του και γ) ειδικές έκτακτες επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων. Τυχόν πλεόνασμα του ετήσιου απολογισμού του Σ.Ε.Φ. λογίζεται έσοδο της εποπτεύουσας αρχής και αποδίδεται σε αυτή μέσα σ΄ ένα τρίμηνο από τη λήξη του οικονομικού έτους.
4. Για τη χορήγηση δανείων στο Σ.Ε.Φ. απαιτείται έγκριση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού υπουργού.
δ)1. Το Σ.Ε.Φ. διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από επτά (7) μέλη.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με τα ισάριθμα αναπληρωματικά τους διορίζονται για θητεία δύο (2) ετών με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ο αντιπρόεδρος και ο γραμματέας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 το υάρθρου 21 του ν.4049/2012
3. Το διοικητικό συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία αν είναι παρόντα τέσσερα τουλάχιστον μέλη του. Οι αποφάσεις του λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί άποψη με την οποία έχει συνταχθεί ο πρόεδρος. Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός αν πρόκειται για προσωπικά θέματα.
4. Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται τακτικώς (2) δύο φορές το μήνα, σε χρόνο τον οποίο καθορίζει ο πρόεδρος και εκτάκτως όταν αυτός το κρίνε ι απαραίτητο. Για συγκεκριμένα θέματα το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τη μερική άσκηση των αρμοδιοτήτων του ή την εποπτεία ορισμένων τομέων σε ένα ή περισσότερα μέλη του.
5. Τα θέματα στο διοικητικό συμβούλιο εισηγείται συντονιστής διευθυντής και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του αναπληρωτής συντονιστής διευθυντής, οι οποίοι συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς ψήφο.
6. Στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν καταβάλλεται αποζημίωση.
7. Η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου λήγει οποτεδήποτε με απόφαση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού υπουργού. Τα νέα μέλη διορίζονται για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του διοικητικού συμβουλίου.
3)1.Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπεί το Σ.Ε.Φ. ενώπιον των δικαστηρίων και κάθε άλλης δημόσιας αρχής, καθώς και έναντι των τρίτων. Τον πρόεδρο, όταν κωλύεται ή απουσιάζει ή δεν υπάρχει, τον αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος.
2. Ο συντονιστής διευθυντής και ο αναπληρωτής συντονιστής διευθυντής του Σ.Ε.Φ. προσλαμβάνονται με απόφσαη του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού υπουργού, η οποία καθορίζει την αμοιβή και τους όρους απασχόλησης τους.
στ) 1. Με κανονισμούς, οι οποίοι καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του Σ.Ε.Φ., εγκρίνονται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού υπουργού και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται ιδίως:
α) η οργάνωση, η συγκρότηση και λειτουργία των υπηρεσιών του Σ.Ε.Φ. β) ο αριθμός των προσλαμβανομένων κατά κατηγορίες υπαλλήλων, εργατών και βοηθητικού προσωπικού, τα προσόντα του, η αμοιβή του, καθώς και κάθε άλλο θέμα το οποίο έχει σχέση με την υπηρεσιακή του κατάσταση, γ) η διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων του Σ.Ε.Φ. και η πληρωμή των χρεών του. δ) η διαχείριση και τοποθέτηση των χρηματικών κεφαλαίων, ε) η εκμετάλλευση με οποιοδήποτε τρόπο των κυλικείων, εστιατορίων και καφενείων, στ) η διάθέση των χώρων για αθλητικές, ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, ζ) η κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων του Σ.Ε.Φ., του ισολογισμού και του απολογισμού και η) ο οικονομικός έλεγχος του Σ.Ε.Φ.
2. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του Σ.Ε.Φ. εγκρίνεται από τον αρμόδιο για θέματα αθλητισμού υπουργό.
3. Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 οι κανονισμοί εγκρίνονται και από τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης.
4. Το προσωπικό, που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου με οποιαδήποτε σχέση εργασίας από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμό (Ε.Π.Α.) 1985 ή άλλους φορείς και εξυπηρετεί τη λειτουργία του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, εντάσσεται σε τακτικές θέσεις που θα δημιουργηθούν με τον οργανισμό λειτουργίας του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Η ένταξη του θα γίνει μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και απόφαση της επιτροπής διοίκησης του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας.
5. Το ν.π.δ.δ. που ιδρύθηκε με το Π.Δ. 512/16.7.1976 (ΦΕΚ Α΄ 181/1976), όπως μετονομάστηκε με το Π.Δ. 238/1985 (ΦΕΚ Α΄ 88/1985), από τη δημοσίευση του νομού αυτού καταργείται και το μόνιμο προσωπικό μεταφέρεται μαζί με τις θέσεις σε άλλα γυμναστήρια του νομού Αττικής και εντάσσεται στο μόνιμο προσωπικό των γυμναστηρίων που μετατάσσεται. Το προσωπικό με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου εντάσσεται στο προσωπικό του νέου φορέα και καταλαμβάνει οργανικές θέσεις του οργανισμού του Σ.Ε.Φ. Επίσης η κινητή και ακίνητη περιουσία του καταργούμενου ν.π.δ.δ. περιέρχεται στο νέο νομικό πρόσωπο.

Άρθρο 41

1. Στο άρθρο 25 του Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 37 Α΄) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων γενικών γραμματέων υπουργείων, γενικών γραμματέων προϊσταμένων γενικών γραμματειών και γενικών γραμματέων περιφερειών σε υπαλλήλους και σε δικηγόρους με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα δύο ετών, που μπορεί να παρατείνεται. Για την ανάθεση των παραπάνω καθηκόντων εφαρμόζονται και οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1320/1983 (ΦΕΚ 6 Α΄).

2. Πράξεις διορισμού γενικών γραμματέων υπουργείων, γενικών γραμματέων προϊσταμένων γενικών γραμματειών και γενικών γραμματέων περιφερειών. που εκδόθηκαν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1558/1985 και εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, θεωρούνται ως πράξεις ανάθεσης καθηκόντων γενικού γραμματέα.

3. Η παρ.1 του άρθρ. 14 του Ν. 1351/1983 καταργείται.

Άρθρο 42
Ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων.

1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1038/1980, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, για τα παρακάτω πετρελαιοειδή προϊόντα ορίζεται από 14.11.1988 ως εξής:

ΕΙΔΟΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΥΝΔΥΑΣΜ. ΟΝΟΜΑΤΟΛ. ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΔΡΧ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

(1)

(2)

(3)

(4)

α. Βενζίνη αεροπλάνων

27.10.00.31

45.000

Χιλιόλιτρο

β. Βενζίνη υψηλής συμπίεσης 96 οκτανίων ΜΙΝ. (PREMIUM) 0,15 γραμ. μολύβδου στο λίτρο ΜΑΧ 27.10.00.35

27.10.00.35

31.369

Χιλιόλιτρο

γ. Βενζίνη χωρίς μόλυβδο

27.10.00.33

28.190

Χιλιόλιτρο

δ. Βενζίνη κοινή 90 οκτανίων ΜΙΝ (REGULAR) 0,40 γραμ. μολιίιβδου στο λίτρο ΜΑΧ.

27.10.00.35

31.283

Χιλιόλιτρο

ε. Βενζίνη για γεωργικές χρήσεις άρθρου 16 του Ν. 3686/1957 (ΦΕΚ Α΄/64) και δασικών συνεταιρισμών άρθρου 5 του Ν. 827/1978 (ΦΕΚ Α /194)

27.10.00.35

15,106

Χιλιόλιτρο

στ. Ειδικό καύσιμο αεριωθουμένων τύπου βενζίνης.

27.10.00.37

45.000

Χιλιόλιτρο

ζ. Βενζίνη εκχύλισης (εξάνιο που παραλαμβάνεται με τους όρους των διατάξεων του Β.Δ. 57/24.1.67 (ΦΕΚ 14/67/Α΄).

27.10.00.25

3.000

Μετρ. Τον.

η. φωτιστικό πετρέλαιο

27.10.00.55

52.737

Μετρ. Τον.
θ. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), με Περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.3% κατά βάρος

27.10.00.69

13.800

Χιλιόλιτρο

ι. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), με Περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.5% κατά βάρος

27.10.00.69

13.605

Χιλιόλιτρο

ια. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), άλλο από εκείνο των περιπτώσεων θ΄ και ι΄.

27.10.00.69

16.000

Χιλιόλιτρο

ιβ. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης ΄΄AUTOMOTIVE DIESEL΄΄

27.10.00.59

13.605

Χιλιόλιτρο

ιγ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο1 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0,7% κατά βάρος.

27.10.00.79

10.153

Μετρ. Τον.

ιδ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο1 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 3.5% κατά βάρος.

27.10.00.79

13.488

Μετρ. Τον.

ιε. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο 2 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.7% κατά βάρος.

27.10.00.79

9.449

Μετρ. Τον.

ιστ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο 2 με περιεκτικότητα σε θείο max 3,5% κατά βάρος.

27.10.00.79

12.785

Μετρ. Τον.

ιζ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο3 με ΜΑΧ 0,7% κατά βάρος

27.10.00.79

9.854

Μετρ. Τον.

ιη. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο 3 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 4% κατά βάρος.

27.10.00.79

13.290

Μετρ. Τον.

ιθ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης άλλο από εκείνο των περιπτώσεων ιγ, ιδ. ιέ, ιστ,ιζ και ιη.

27.10.00.79

16.000

Μετρ. Τον.

κ. Προπάνιο

27.11.12.11 και 27.11.12.99

8.000

Μετρ. Τον.

κα. Βουτάνιο

27.11.13.90

8.418

Μετρ. Τον.

κβ. Υγραέριο μίγμα (προπανίουκαι βουτανίου)

27.11.12.99

27.11.13.90

27.11.19.00

8.000

Μετρ. Τον.

κγ. Προπάνιο που παραλαμβάνεται απ΄ ευθείας Από βιομηχανίες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για καύσιμη ύλη (άρθρο 2 του Ν.Δ. 4359/64 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 5 του Ν. 1038/80).

27.11.12.11

4.960

Μετρ. Τον.

κδ. Υγραέριο μίγμα (προπανίου και βουτανίου) που παραλαμβάνεται με τις αναφερόμενες στο υπό στοιχ. κγ διατάξεις.

27.11.12.99

27.11.13.90

27.11.19.00

4.998

Μετρ. Τον.

κε. `Ασφαλτος οδοστρωσίας.

27.13.20.00

6.642

Μετρ. Τον.

κστ. Απασφαλτωμένο μαζούτ.

27.10.00.79

12.001

Μετρ. Τον.

2. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα είδη των παρ.1β, 1γ και 1δ εισπράττεται για τα τελωνιζόμενα στην περιοχή Δωδεκανήσου μειωμένος κατά 1.200 δρχ. το χιλιόλιτρο.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 14 Νοεμβρίου 1988.

Άρθρο 43
Ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων

1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1038/1980, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα για τα παρακάτω πετρελαιοειδή προϊόντα ορίζεται από 6.12.1988 ως εξής:

ΕΙΔΟΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΥΝΔΥΑΣΜ. ΟΝΟΜΑΤΟΛ. ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΔΡΧ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

(1)

(2)

(3)

(4)

α. Βενζίνη αεροπλάνων

27.10.00.31

45.000

Χιλιόλιτρο

β. Βενζίνη υψηλής συμπίεσης 96 οκτανίων ΜΙΝ. (PREMIUM) 0,15 γραμ. μολύβδου στο λίτρο ΜΑΧ 27.10.00.35

27.10.00.35

31.369

Χιλιόλιτρο

γ. Βενζίνη χωρίς μόλυβδο

27.10.00.33

28.190

Χιλιόλιτρο

δ. Βενζίνη κοινή 90 οκτανίων ΜΙΝ (REGULAR) 0,40 γραμ. μολιίιβδου στο λίτρο ΜΑΧ.

27.10.00.35

31.283

Χιλιόλιτρο

ε. Βενζίνη για γεωργικές χρήσεις άρθρου 16 του Ν. 3686/1957 (ΦΕΚ Α΄/64) και δασικών συνεταιρισμών άρθρου 5 του Ν. 827/1978 (ΦΕΚ Α 7194)

27.10.00.35

15.108

Χιλιόλιτρο

στ. Ειδικό καύσιμο αεριωθουμένων τύπου βενζίνης.

27.10.00.37

45.000

Χιλιόλιτρο

ζ. Βενζίνη εκχύλισης (εξάνιο που παραλαμβάνεται με τους όρους των διατάξεων του Β.Δ. 57/24.1.67 (ΦΕΚ 14/67/Α”).

27.10.00.25

3.000

Μετρ. Τον.

η. φωτιστικό πετρέλαιο

27.10.00.55

50.548

Μετρ. Τον.

θ. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (diesel), με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.3% κατά βάρος

27.10.00.69

12.061

Χιλιόλιτρο

ι. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.5% κατά βάρος

27.10.00.69

11.862

Χιλιόλιτρο

ια. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), άλλο από εκείνο των περιπτώσεων θ΄ και ι΄.

27.10.00.69

14.580

Χιλιόλιτρο

ιβ. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης “AUTOMOTIVE DIESEL

27.10.00.59

11.662

Χιλιόλιτρο

ιγ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο1 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0,7% κατά βάρος.

27.10.00.79

7.915

Μετρ. Τον.

ιδ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο1 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 3.5% κατά βάρος.

27.10.0079

12.732

Μετρ. Τον.

ιε. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο 2 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 0.7% κατά βάρος.

27.10.00.79

7.206

Μετρ. Τον.

ιστ. Πετρέλαιο εξωτερική ς καύσης Νο 2 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 3,5% κατά βάρος.

27.10.00.79

12.026

Μετρ. Τον.

ιζ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο3 με ΜΑΧ 0,7% κατά βάρος

27.10.00.79

7.596

Μετρ. Τον.

ιη. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης Νο 3 με περιεκτικότητα σε θείο ΜΑΧ 4% κατά βάρος.

27.10.00.79

12.663

Μετρ. Τον.

ιθ. Πετρέλαιο εξωτερικής καύσης άλλο από εκείνο των περιπτώσεων ιγ, ιδ. ιέ, ιστ,ιζ και ιη.

27.10.00.79

15.000

Μετρ. Τον.

κ. Προπάνιο

27.11.12.11 και 27.11.12.99

8.000

Μετρ. Τον.

κα. Βουτάνιο

27.11.13.90

8.418

Μετρ. Τον.

κβ. Υγραέριο μίγμα (προπανίουκαι βουτανίου)

27.11.12.99

27.11.13.90

27.11.19.00

8.000

Μετρ. Τον.

κγ. Προπάνιο που παραλαμβάνεται απ΄ ευθείας Από βιομηχανίες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για καύσιμη ύλη (άρθρο 2 του Ν.Δ. 4359/64 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 5 του Ν. 1038/80).

27.11.12.11

4.960

Μετρ. Τον.

κδ. Υγραέριο μίγμα (βουτανίου και προπανίου) που παραλαμβάνεται με τις αναφερόμενες στο υπό στοιχ. κγ διατάξεις.

27.11.12.11

27.11.12.99

27.11.13.90

27.11.19.00

4.998

Μετρ. Τον.

κε. `Ασφαλτος οδοστρωσίας.

27.13.20.00

6.037

Μετρ. Τον.

κστ. Απασφαλτωμένο μαζούτ.

27.10.00.79

11.381

Μετρ. Τον.

 

2.Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα είδη των παραγράφων 1β, 1γ και 1δ εισπράττεται για τα τελωνιζόμενα στην περιοχή Δωδεκανήσου μειωμένος κατά 1.200 δρχ. το χιλιόλετρο.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 6 Δεκεμβρίου1988.

Άρθρο 44
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει:
α) των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5 εκτός των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του παρόντος, 6, 7, 8 εκτός της παραγράφου 3, 9 εκτός του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955. όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του παρόντος, 10 από 1 Ιανουαρίου 1988 για τα εισοδήματα που αποκτούν και τα ποσά που δαπανούν οι δικαιούχοι από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
β) των διατάξεων των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του παρόντος, για ποσά που δαπανώνται από 1 Ιανουαρίου 1993 και μετά,
γ) του συντελεστή 50% (πενήντα τα εκατό) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 του παρόντος, από 1 Ιανουαρίου 1989
για τα μερίσματα και προμερίσματα που αποκτούν οι μέτοχοι από την ημερομηνία αυτήν και μετά.
δ) των διατάξεων των παραγράφων 1 περίπτωση α΄, 4 και 7 του άρθρου 29 του ν.δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 του παρόντος, από 1 Ιανουαρίου 1988 και μετά για μερίσματα, προμερίσματα ή κέρδη προκειμένου για αμοιβαία κεφάλαια, που αποκτούν οι δικαιούχοι από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
ε) των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρ.11 του παρόντος, εκτός των περιπτώσεων γ΄, δ΄ και ε΄ αυτής, από 1 Ιανουαρίου 1988 για αμοιβές που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
στ) των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 12. εκτός των παραγράφων 1 περίπτωση στ΄, 4 και 5 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του παρόντος από το οικονομικό έτος 1989.
ζ) των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο του άρθρου 12 του παρόντος, από 1 Ιανουαρίου 1994 και μετά.
η)των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 12 από 1 Ιανουαρίου 1989 και μετά,
θ) των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 15 από 1 Μαρτίου 1989 για υποθέσεις των οποίων η διοικητική επίλυση της διαφοράς θα προταθεί από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
ι) των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του παρόντος, από 1 Ιανουαρίου 1988 για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
ία) των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρ. 17 για φορολογικές υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
ιβ) των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 18 για φορολογικές υποθέσεις οικονομικού έτους 1989 και μετά,
ιγ των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18 από το οικονομικό έτος 1989,
ιδ) των διατάξεων του άρθρου 19 από 1 Ιανουαρίου 1989,
ιέ) των διατάξεων της παραγράφου 2, του άρθρου 20 για καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30 Δεκεμβρίου 1988,
ιστ) των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 25 από 1 Ιανουαρίου 1989 για ποσά που καταβάλλονται από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
ιζ) οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 26 ισχύουν από την 1η/1/1990,
ιη) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 1989
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ.ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

Οι Υπουργοί