Νόμος 180 ΦΕΚ Α΄207/29.9.1975
Περί επαναφοράς εν ισχύι διατάξεων του δια του Ν.Δ. 2888/1954 κυρωθέντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος,ωςετροποποιήθησανσυνεπληρώθησαν και αντικαστάθησαν μέχρι της 20ης Απριλίου 1967, συμπληρώσεων ενίων διατάξεων αυτού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε

Άρθρον 1
Επαναφέρονται εν ισχύι αι διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος του κυρωθέντος διά του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2888/1954 ως αύται ίσχυον κατά την 20ην Απριλίου 1967, ως και αι καταργηθείσαι διατάξεις του άρθρου 120 αυτού πλην των διατάξεων των άρθρων 23 ως και 76, 78, έως και 84, 86, 87, 100 έως και 107, 127, παρ. 1 εδ. γ` 152, 169 έως 171 και 181 παρ. 3.

Άρθρον 2
Το πρώτον εδάφιον του άρθρου 7 παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω: Παρ` εκάστη Νομαρχία συνίσταται συμβούλιοναποτελούμενον εκ του Νομάρχου ως προέδρου του προέδρου του οικείου Πρωτοδικείου, των διευθυντών εσωτερικών και τεχνικών υπηρεσιών του Νομού και του δημάρχου της έδρας του Νομού ως εκπροσώπου των δήμων και κοινοτήτων.

Άρθρον 3

1. Το εδάφιον θ` της παρ. 1 του άρθρου 21 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“θ) Η κατασκευή και συντήρησις ζωαγορών και η ρύθμισις της λειτουργίας αυτών”.

2. Εις το άρθρον 21 παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προστίθεται εδάφιον ιδ` έχον ούτω:
“ιδ) Η καταστευή παντός δημοτικού ή κοινοτικού κτιριακού έργου, προοριζομένου δι` οιονδήποτε κοινωφελή σκοπόν, ως και δημοτικών ή κοινοτικών καταστημάτων”.

3. Εις το άρθρον 21 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προστίθεται παράγραφος 3, έχουσα ούτω:
“3. Η απαλλοτρίωσις, διάθεσις, δέσμευσις ή οιοσδήποτε περιορισμός της διοικήσεως, διαχειρίσεως και διαθέσεως δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων, έργων, υπηρεσιών και υδάτων υδρεύσεως ή υδρεύσεως δεν επιτρέπεται άνευ προηγουμένης γνωμοδοτήσεως του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου”.

Άρθρον 4
Το άρθρον 77 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
Μετά την επικύρωσιν της εκλογής ο δήμαρχος, ο πρόεδρος της κοινότητος, οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι ομνύουν ενώπιον του νομάρχου ή της υπ` αυτού ορισθείσης αρχής τον εξής όρκον: Ορκίζομαι να φυλάττωπίστιν εις την Πατρίδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώ τιμίως και ευσυνειδήτως και καθήκοντά μου.

Άρθρον 5
Εις την παρ. 2 του άρθρου 93 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προστίθεται εδάφιον, έχον ούτω: “Απόλυτος πλειοψηφία του νομίμου αριθμού των μελών είναι ο αμέσως μεγαλύτερος ακέραιος του ημίσεος του αριθμού τούτου”.

Άρθρον 6
Το άρθρον 94 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
“1. Περί της συνεδριάσεως του κοινοτικού συμβουλίου τηρούνται πρακτικά καταχωριζόμενα υπό του γραμματέως εν ειδικώβιβλίωηριθμημένω και μονογραφημένω υπό του διευθυντού της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας ή του υπό τούτου εξουσιοδοτουμένου δημοσίου υπαλλήλου. Εις τα πρακτικά καταχωρίζονται αι αποφάσεις ως και η γνώμη της μειοψηφίας. Προς αποφυγήν ενδεχομένων εκ των υστέρων αμφισβητήσεων ως προς την ακρίβειαν των διαμειφθέντων τηρούνται και πρόχειρα συνοπτικά πρακτικά μονογραφούμενα υπό των συμμετασχόντων της συνεδριάσεως μελών.
2. Τα πρακτικά υπογράφονται υπό πάντων των μετασχόντων της συνεδριάσεως μελών. Αν τις των συμβούλων αρνηθή να υπογράψη γίνεται μνεία της αρνήσεως και του λόγου αυτής εν τω πρακτικώ. Ο αδικαιολόγητως αρνηθείς να υπογράψη τιμωρείται υπό του νομάρχου δια προστίμου μέχρι δύο χιλιάδων.
3. Τα δι` εκάστην συνεδρίασιν πρακτικά λαμβάνουν ίδιον αύξοντα αριθμόν, αρχομένης νέας αριθμήσεως, κατά την έναρξιν εκάστου έτους. Αριθμός τίθεται ανεξαρτήτως του αν κατ` αυτάς επετεύχθη ή όχι απαρτία. Επίσης εκάστη απόφασις λαμβάνει ίδιον αριθμόν, αρχομένης νέας αριθμήσεως κατά την έναρξιν εκάστου έτους.
4. Επιτρέπεται η χρήσιςμαγνητοφωνικής συσκευής κατά την συνεδρίασιν του κοινοτικού συμβουλίου. Εις την περίπτωσιν ταύτην δεν τηρείται ειδικόνβιβλίον περί ου η παράγραφος 1, αλλ` αντ` αυτού το κείμενον των απομαγνητοφωνουμένων ταινιών, καταχωρίζεται εις φύλλα χάρτουηριθμημένα και μονογραφημένα υπό του διεθυντού της διευθύνσεως εσωτερικών της Νομαρχίας, κατά τα εν παραγράφω 3 οριζόμενα. Προκειμένου περί των πρακτικών του δημοτικού συμβουλίου τα φύλλα χάρτου αριθμούνται υπό του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου. Τα φύλλα ταύτα του χάρτου υπογράφονται υπό των μετεχόντων της συνεδριάσεως μελών, ως εν παραγράφω 2 ορίζεται και εις το τέλος εκάστου έτους, ευθύνη του αρμοδίου υπαλλήλου, βιβλιοδετούνται και επέχουν θέσιν βιβλίων πρακτικών, περί ων η παράγραφος 1. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και αν ακόμη εις μίαν ή περισσοτέρας συνεδριάσεις δεν εγένετοχρήσιςμαγνητοφωνικής συσκευής.
5. Απόσπασμα των πρακτικών διαλαμβάνον κεχωρισμένως πάσαν εκδιδομένηναπόφασιν δημοσιεύεται εντός οκτώ ημερών από της συνεδριάσεως δι` αναρτήσεως εις τας πινακίδας της κοινότητος, εφ` όσον ειδικός τρόπος δημοσιεύσεως δεν ορίζεται υπό του νόμου και υποβάλλεται μετά του αποδεικτικού δημοσιεύσεως εις τον νομάρχην εντός δεκαημέρου από της ημέρας συνεδριάσεως.
6. Κατά του αδικαιολογήτως καθυστερήσαντος την υποβολήν της αποφάσεως εις την νομαρχίαν προέδρου κοινότητος ή άλλου υπευθύνου δύναται να επιβληθή υπό του νομάρχουπρόστιμον μέχρι δραχμών πεντακοσίων.
7. Πας κάτοικος ή φορολογούμενος δικαιούται να ζητήσηκεκυρωμένα αντίγραφα των πρακτικών και αποφάσεων. ”

Άρθρον 7
Το άρθρον 111 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Το δημοτικόνσυμβούλιον συνέρχεται υποχρεωτικώς προσκλήσει του προέδρου άπαξ του μηνός.
2. Το συμβούλιονσυγκαλείται υπό του προέδρου αυτού οσάκις ζητηθή τούτο υπό της δημαρχιακής επιτροπής ή του δημάρχου ή οσάκις ζητήση το εν τρίτον τουλάχιστον του νομίμου αριθμού των μελών αυτού δι` εγγράφου αιτήσεως προς τον πρόεδρον εν η ορίζεται και ο σκοπός της συνεδριάσεως.
3. Αν ο πρόεδρος εντός εξ ημερών από της κατά την παράγραφον 2 αιτήσεως δεν συγκαλέση το συμβούλιον εις συνεδρίασιν, τούτο συνέρχεται τη προσκλήσει των αιτησάντων.
4. Εις τας συνεδριάσεις του συμβουλίου καλείται ο δήμαρχος επί ποινή ακυρότητος και μετέχει των συζητήσεων αυτού άνευ ψήφου.
5. Εις την καταρτιζομένην υπό του προέδρου ημερησίανδιάταξιν αναγράφονται υποχρεωτικώς τα υπό του δημάρχου υποδεικνυόμενα θέματα. ”

Άρθρον 8

1. Διά την έκπτωσιν εκ του αξιώματος των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοικήσεως, εξαιρέσει των περιπτώσεων των συνεπαγομένων αυτοδικαίαν τοιαύτης, εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρ. 130 παρ. 2 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος.

2. `Εκπτωσις δεν απαγγέλλεται εάν η παράβασις οφείλεται εις ασθένειαν ή αναμφισβητήτους λόγους ανωτέρας βίας.

Άρθρον 9
Εις το άρθρον 120 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος προστίθεται παρ. 3 έχουσα ούτω:
“3. Εις την περίπτωσιν της παραγράφου 2 ο οριζόμενος δημοτικός σύμβουλος δέον υποχρεωτικώς να ανήκη εις τον συνδυασμόν της πλειοψηφίας”.

Άρθρον 10
Εις το πρώτον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρου 128 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος μετά τας λέξεις “της παραλαβής των” τίθενται αι λέξεις “κατά νόμον” και προστίθεται παράγραφος 2, έχουσα ούτω:
“2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν επί της εγκρίσεως οργανισμών εσωτερικής υπηρεσίας δήμων και δημοτικών ιδρυμάτων”.
Η παρ. 2 του άρθρου 128 λαμβάνει αριθμόν 3.

Άρθρον 11

1. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 130 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, προστίθεται εδάφιον δεύτερον, έχον ούτω:
“Διά την επιβολήν πειθαρχικής ποινής αργίας ή εκπτώσεως εξαιρέσει των περιπτώσεων των συνεπαγομένων αυτοδικαίανέκπτωσιν, απαιτείται και σύμφωνος γνώμη επιτροπής, αποτελουμένης εκ του προέδρου του οικείου πρωτοδικείου ή του νομίμου αναπληρωτού του, ενός πρωτοδίκου οριζομένου υπ` αυτού και του Διευθυντού Εσωτερικών της Νομαρχίας ή του νομίμου αναπληρωτού του . Ο εγκαλούμενος δύναται να υποβάλη έγγραφα και να εμφανίζεται αυτοπροσώπως ενώπιον της επιτροπής προς απόκρουσιν της κατηγορίας”.

2. Εις την παράγραφον 3 του άρθρου 130 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, προστίθεται εδάφιον β` έχον ούτω:
“β) Η έφεσις αναστέλλει την εκτέλεσιν της ποινής”.

Άρθρον 12
Το άρθρον 132, παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Δήμαρχοι πρόεδροι κοινοτήτων και δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι, δύναται διά σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος να απολυθούν του αξιώματος διά προεδρικού διατάγματος. Το διάταγμα προκαλείται υπό του Υπουργού Εσωτερικών μετ` απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου εκδιδομένην κατόπιν ητιολογημένης εκθέσεως του νομάρχου και συμφώνου γνώμης συμβουλίου, αποτελουμένου εκ του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Εσωτερικών και δύο αρεοπαγιτών οριζομένων υπό του προέδρου του Αρείου Πάγου μετά των αναπληρωτών των επί ενιαυσία θητεία, αρχομένη την 1ην Ιανουαρίου. Του συμβουλίου προεδρεύει ο Γενικός Γραμματεύς, καθήκοντα δε γραμματέως εκτελεί υπάλληλος της Διευθύνσεως Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οριζόμενος υπό του Υπουργού Εσωτερικών. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 130 περί κλήσεως εις απολογίαν υποβολής εγγράφων και αυτοπροσώπου εμφανίσεως του εγκαλουμένου ενώπιον της Επιτροπής έχουν και εν προκειμένω εφαρμογή”.

Άρθρον 13
Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 136 του Δημοτικού Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρου 110 ή των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 63 του Ν. 8/1975”.

Άρθρον 14
Το άρθρον 146 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
1. Δύο ή πλείονες δήμοι ή κοινότητες δύνανται δι` αποφάσεως λαμβανομένης υφ` εκάστου των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων να συστήσουν σύνδεσμον δήμων και κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων διά την από κοινού εκτέλεσιν και συντήρησιν έργων και την παροχήν υπηρεσιών αναγομένων εις τας αρμοδιότητας των δήμων και κοινοτήτων.
2. Η απόφασις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων αναφέρει τον σκοπόν της ιδρύσεως του συνδέσμου, την χρονικήνδιάρκειαν και την έδραν αυτού, ως και τας κατ` έτος καταβλητέας υφ` εκάστου δήμου ή κοινότητος εισφοράς.
3. Αι αποφάσεις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων περί συστάσεως συνδέσμου υποβάλλονται εις τον νομάρχην, όστις ελέγχων ταύτας από απόψεως νομιμότητος εκδίδει την σχετικήναπόφασιν, δημοσιευομένην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήεως. Διά της αποφάσεως ταύτης, εν περιπτώσει διαφωνίας, ορίζεται και η έδρα του συνδέσμου.
4. Δι` αποφάσεως λαμβανομένης ως ορίζει η παρ. 1 δύνανται τα συμβούλια των μετεχόντων εις τον σύνδεσμον δήμων και κοινοτήτων να ευρύνουν τον σκοπόν ή να παρατείνουν την διάρκειαν του συνδέσμου πέραν των όρων της συστατικής πράξεως. Η συμμετοχή νέου δήμου ή κοινότητος εις υφιστάμενονσύνδεσμον ή η αποχώρησις εκ τούτου μέλους αυτού είναι επιτρεπτή, εάν αποφασίση το συμβουλίον του ενδιαφερομένου δήμου ή κοινότητος και εν συνεχεία δεχθή ταύτην το διοικητικόνσυμβούλιον του συνδέσμου δι` αποφάσεώς του , λαμβανομένης διά πλειοψηφίας των δύο τρίτων (2/3) του νομίμου αριθμού των μελών αυτού.
5. Διά την σύστασιν συνδέσμου δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων υπαγομένων εις την περιφέρειανπλειόνων νομών, ως και διά την συμμετοχήν ή αποχώρησιν μέλους εκ του συνδέσμου τούτου, εκδίδεται κοινή απόφασις των οικείων νομαρχών, δι` ης ορίζεται και η έδρα του συνδέσμου. Εν περιπτώσει διαφωνίας αποφασίζει ο Υπουργός Εσωτερικών. Την εποπτείαν του συνδέσμου τούτου ασκεί ο νομάρχης εν τη περιφερεία του οποίου κείται η έδρα αυτού.

Άρθρον 15
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν.215/1975 (Α 260).

1. Ο σύνδεσμος διοικείται υπό συμβουλίου και επιτροπής.

2. Το Συμβούλιον συγκροτείται εξ αιρετών αντιπροσώπων εκάστου δήμου ή κοινότητος υποδεικνυομένων υπό των οικείων συμβουλίων και λαμβανομένων κατ` αναλογίαν του πληθυσμού των, με βάσιν τον πληθυσμόν του μικροτέρου δήμου ή κοινότητος, εκπροσωπουμένου δι` ενός αντιπροσώπου. Ο αριθμός των αντιπροσώπων εκάστου των λοιπών μετεχόντων του συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων εξευρίσκεται διά της διαιρέσεως του πληθυσμού του διά του πληθυσμού του μικροτέρου. Τυχόν απομένον κλάσμα μεγαλύτερον του ημίσεως της μονάδος λογίζεται μονάς.

3. Εις ας περιπτώσεις ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου υπολογιζόμενος κατά τα ανωτέρω υπερβαίνει τους είκοσι πέντε, έκαστον δημοτικόν και κοινοτικόνσυμβούλιον εκλέγει αντιπροσώπους διά το διοικητικόνσυμβούλιον του συνδέσμου ως κάτωθι: Συμβούλια, μέχρι πέντε μελών, εκλέγουν ένα αντιπρόσωπον έκαστον, μέχρις επτά μελών δύο, μέχρις εννέα μελών τρεις, μέχρις ένδεκα μελών τέσσαρας, μέχρι δέκα πέντε μελών πέντε, μέχρι δέκα εννέα μελών εξ, μέχρις είκοσι πέντε μελών επτά και τα λοιπά, οκτώ αντιπροσώπους έκαστον.

4. Εάν, επι τη βάσει υπολογισμού, κατά την προηγουμένηνπαράγραφον, ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου υπερβαίνη τους εβδομήκοντα πέντε έκαστον δημοτικόν ή κοινοτικόνσυμβούλιον, εκλέγει αντιπροσώπους διά το διοικητικόνσυμβούλιον του συνδέσμου ως κάτωθι : Συμβούλια μέχρι δέκα εννέα μελών ανά ένα αντιπρόσωπον έκαστον, τα δε λοιπά ανά δύο αντιπροσώπους έκαστον.

5. Επί συνδέσμου δύο δήμων ή κοινοτήτων εις ας περιπτώσεις ο αριθμός των αντιπροσώπων υπολογιζόμενος κατά τα εν παραγράφω 2 του παρόντος, είναι μεγαλύτερος των είκοσι πέντε ή μικρότερος των πέντε, το διοικητικόνσυμβούλιον του Συνδέσμου συγκροτείται κατά τας διατάξεις της παραγράφου 3. Εάν εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο αριθμός των αντιπροσώπων είναι μικρότερος των πέντε, το διοικητικόνσυμβούλιον του Συνδέσμου συγκροτείται εκ πέντε αντιπροσώπων, ήτοι εκ δύο αντιπροσώπων εκ του πληθυσμιακώςμικροτέρου και εκ τριών αντιπροσώπων του πληθυσμιακώςμεγαλυτέρου δήμου ή κοινότητος. Αντιπρόσωποι εκλέγονται δι` όλην την διάρκειαν της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου υπο του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μέλη αυτού ή ο δήμαρχος. Αι διατάξεις των άρθρων 136 παρ. 1 και 3, εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω. Επί συνδέσμων συνιστωμένων μετά την εγκατάστασιν των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, οι αντιπρόσωποι εκλέγονται εντός διμήνου από της συστάσεως του συνδέσμου.

6. Το συμβούλιονσυνερχόμενον εν τη έδρα του συνδέσμου, εκλέγει μεταξύ των μελών αυτού, κατά τας διατάξεις του άρθρου 114, τον Πρόεδρον, τον αντιπρόεδρον και εν ακόμη μέλος ως διοικούσαν επιτροπήν. Η θητεία αυτής ακολουθεί την του συμβουλίου του Συνδέσμου. Τον Πρόεδρον ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον, αναπληροί ο αντιπρόεδρος.

7. Το Συμβούλιον του συνδέσμου εφ` οσον αριθμεί άνω των είκοσι πέντε μελών, ευρίσκεται εν απαρτία παρισταμένων του ενός τρίτου του νομίμου αριθμού των μελών αυτού.

8. Η θητεία των κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος διοικητικών συμβουλίων των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, θεωρείται λήξασα. Η εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, ενεργείται εντός διμήνου από της ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 16
Η παρ. 5 του άρθρου 148 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“5. Εις τον πρόεδρον και τα μέλη του συμβουλίου διά τας εκτός της έδρας του δι` υπηρεσίας του συνδέσμου μετακινήσεις καταβάλλονται οδοιπορικά έξοδα και ημερησία αποζημίωσις καθοριζόμενα δι` αποφάσεως του συμβουλίου του συνδέσμου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου, δυναμένου και να μεταρρυθμίζη ταύτην”.

Άρθρον 17
Το άρθρον 150 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“Η υπηρεσία των συνδέσμων διεξάγεται υπό υπαλλήλων κατά τα οριζόμενα υπό του κώδικος καταστάσεως δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων. ”

Άρθρον 18
Εις το άρθρον 159 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος διαγράφεται η παρ. 4 και προστίθεται παράγραφος 4, έχουσα ούτω:
“4. Ο τύπος του προϋπολογισμού των δήμων και κοινοτήτων καθορίζεται διά προεδρικού διατάγματος”.

Άρθρον 19
Η παράγραφος 2 του άρθρου 162 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“2. Ο απολογισμός μεθ` όλων των δικαιολογητικών υποβάλλεται εντός μηνός από της εκδόσεως της κατά την προηγουμένηνπαράγραφον πράξεως του δημοτικού συμβουλίου εις το ΕλεγκτικόνΣυνέδριον προς έλεγχον”.

Άρθρον 20
Η λέξις “μηνός” του πρώτου στίχου του άρθρου 163 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται διά της λέξεως “τριμήνου”.

Άρθρον 21
Το άρθρον 164 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
“1. Εντός τριών μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους ο διευθυντής του δημοσίου ταμείου αποστέλλει εις την κοινότητα απολογιστικόν πίνακα της διαχειρίσεώς του μετά των αναλυτικών πινάκων εσόδων και των σχετικών διαχειριστικών στοιχείων. Ο απολογισμός συντάσσεται ενιαίος, αδιαφόρως των κατά την διάρκειαν της χρήσεως επελθουσών μεταβολών εν τω προσώπω του ταμιακού υπολόγου. Το κοινοτικόνσυμβούλιον εξετάζει τον απολογισμόν και εκφέρει τας επ` αυτού κρίσεις του διά πράξεως εκδιδομένης εντός διμήνου.
2. Αι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 162 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος έχουν ανάλογονεφαρμογήν. ”

Άρθρον 22
Η λέξις “πρώτου” του τρίτου στίχου της παρ. 1 του άρθρου 165 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται διά της λέξεως “τρίτου”.

Άρθρον 23
Το άρθρο 116 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
” 1. `Αμα τη λήξει του οικονομικού έτους αι ταμίαι καταρτίζουν συνοπτικήνκατάστασιν των εσόδων και εξόδων των δήμων και κοινοτήτων της περιφερείας των, ήτις υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εσωτερικών και τον νομάρχην.
2. Οι ταμίαι κατά την απόδοσιν του λογαριασμού των καταρτίζουν ίδιον δι` έκαστον δήμον ή κοινότητα απολογιστικόν πίνακα, τον οποίον υποβάλλουν εις την παρά τω Υπουργείω Εσωτερικών Υπηρεσίαν Στατιστικής. ”

Άρθρον 24
Το δεύτερον εδάφιον της παρ. 2 του άρθρου 173 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“Αντίγραφον του λογαριασμού υποβάλλεται εις τον νομάρχην”.

Άρθρον 25
Εις το άρθρον 174 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προστίθενται παράγραφοι 3 και 4, έχουσαι ούτω:
“3. Οι δημοτικοί και κοινοτικοί ταμίαι δύνανται να παρέχουν εις τους οφειλέτας των δήμων και κοινοτήτων τας διά τους οφειλέτας του δημοσίου επιτρεπομέναςδιευκολύσεις εξαιρουμένων των εκ συμβάσεων οφειλετών.
4. Διατάξεις περί αναστολής εξοφλήσεως χρεών προς το δημόσιον δεν έχουν εφαρμογήν επί χρεών προς δήμους και κοινότητας”.

Άρθρον 26
Το άρθρον 178 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Εν αρνήσει του δημάρχου ή του προέδρου κοινότητος να εκδώση ένταλμα προς πληρωμήν εκκαθαρισμένης απαιτήσεως προβλεπομένης εν τω προϋπολογισμώ επιτρέπεται μετά παρέλευσιν δέκα ημερών από της εις τον δήμαρχον ή τον πρόεδρον της κοινότητος επί επιδείξει επιδόσεως αναφοράς του δικαιούχου, προσφυγή τούτου ενώπιον του νομάρχου.
2. Ο νομάρχης δι` ητιολογημένης αποφάσεως επιτάσσει την έκδοσιν του εντάλματος εντός ωρισμένης προθεσμίας.
3. Εις ην περίπτωσιν δεν προβλέπεται σχετική πίστωσις εις τον προϋπολογισμόν, το δημοτικόν ή κοινοτικόνσυμβούλιον υποχρεούται, όπως εντός της υπό του νομάρχουτασσομένης προθεσμίας, προβή εις την δι` αποφάσεως αυτού τροποποίησιν του προϋπολογισμού προς αναγραφήν της αναγκαιούσης πιστώσεως και άμεσονέκδοσιν του οικείου εντάλματος.
4. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας εις την περίπτωσιν της παραγράφου 2, ο νομάρχης εκδίδει το ένταλμα απ` ευθείας, εις την περίπτωσιν της παραγράφου 3 τροποποιεί τον προϋπολογισμόν και συγχρόνως εκδίδει το ένταλμα απ` ευθείας και, κατ` αμφοτέρας τας περιπτώσεις επιβάλλει εις τον δήμαρχον ή πρόεδρον της κοινότητος πρόστιμον μέχρι χιλίων δραχμών. ”

Άρθρον 27
Το άρθρον 183 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
1. Οι δήμοι και αι κοινότητες επιτρέπεται να συνομολογούν δάνεια διά την εκτέλεσιν έργων κοινής ωφελείας, δι` αγοράν ή ανοικοδόμησιν αστικών ακινήτων, δι` αγοράν αγροτικών κτημάτων και δι` αγοράν ή ίδρυσιν ή συμμετοχήν εις επιχειρήσεις, διά την ανέγερσιν δημοτικών και κοινοτικών καταστημάτων εν γένει, ως και διά την καταβολήν αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως και διά πάντα σκοπόν, κείμενον εντός της αποστολής των δήμων και κοινοτήτων.
2. Του δανείου δέον να είναι εξησφαλισμένη η τοκοχρεωλυτική εξόφλησις καθοριζομένων εν τη αποφάσει του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, των προς τούτο μέσων, να έχουν δε, προκειμένου περί εκτελέσεως έργων, εγκριθή κατά τας εκάστοτε κειμένας διατάξεις υπό της αρμοδίας τεχνικής υπηρεσίας, τα σχέδια και οι προϋπολογισμοί των έργων διά την εκτέλεσιν των οποίων θα συνομολογηθή το δάνειον.
3. Διά της περί συνομολογήσεως του δανείου αποφάσεως του δημοτικου ή κοινοτικού συμβουλίου καθορίζονται ο σκοπός και οι όροι αυτού. Εν περιπτώσει ματαιώσεως του σκοπού το δάνειον επιστρέφεται εις τον δανειστήν.
4. Απαγορεύεται η χρησιμοποίησις του δανείου διά σκοπόν άλλον ή τον δι` ον συνωμολογήθη. Εξαιρετικώς επιτρέπεται η χρησιμοποίησις του δανείου διά την εκτέλεσιν άλλου έργου, κατόπιν ητιολογημένης αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.
5. Αι αποφάσεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων, περί συνομολογήσεως δανείου ή χρησιμοποιήσεως συναφθέντος διά την εκτέλεσιν άλλου έργου υπόκεινται εις την έγκρισιν του νομάρχου.
6. Παράβασις των διατάξεων της παραγράφου 4 συνεπάγεται κατά των υπευθύνων πειθαρχικήνποινήν προστίμου μέχρι δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών και καταλογισμόν δι` αποφάσεως του νομάρχου του δι` άλλους σκοπούς χρησιμοποιηθέντος ποσού του δανείου εις βάρος αυτών, μη δικαιουμένων να ζητήσουν ή συμψηφίσουν την εκ της ενεργείας των ταύτης ενδεχομένηνωφέλειαν του δήμου ή της κοινότητος.
7. Διατάξεις, περί υποχρεωτικής παραστάσεως δικηγόρων κατά την σύνταξιν δανειστικών συμβολαιογραφικών εγγράφων, δεν έχουν εφαρμογήν επί των οργανικών τοπικής αυτοδιοικήσεως, των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων και των δημοτικών και κοινοτικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων. Αι συμβάσεις περί συνομολογήσεως δανείων προς δήμους και κοινότητος δεν υπόκεινται εις τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων.
8. Επί συμβάσεων συναπτομένων διά συμβολαιογραφικών εγγράφων, δι` ων συνομολογούνται δάνεια μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων εν γένει οργανισμών και οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα μειούνται εις το ήμισυ και εν πάση περιπτώσει δεν δύνανται να υπερβούν το ποσόν των δραχμών επτά χιλιάδων (7.000). Τα πάσης φύσεως δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων, διά την υπέρ των ως άνω πιστωτών εγγραφήν υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως, μειούνται εις το ήμισυ και εν πάση περιπτώσει δεν δύνανται να υπερβούν το ποσόν των δραχμών τεσσάρων χιλιάδων (4.000).
9. Αποφάσεις δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίοωναφορώσαι εις την σύναψιν δανείων παρά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, τη εγγυήσει του δημοσίου, εγκρίνονται κατόπιν προτάσεως του νομάρχου διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, δυναμένων να μεταρρυθμίζουν ταύτας. Εν τη περί συνομολογήσεως του δανείου κοινή αποφάσει των Υπουργών καθορίζονται η χρονική διάρκεια και οι λοιποί όροι συνάψεως και εξοφλήσεως τούτου, η παροχή εγγυήσεως και η τυχόν εκχώρησις πόρων.

Άρθρον 28
Το άρθρον 192 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Οι δήμοι και αι κοινότητες υποχρεούνται να καταρτίζουν κτηματολόγιον των ακινήτων αυτών περιλαμβάνουν και τα διαγράματα τούτων. Εις το κτηματολόγιονεμφαίνεται
α) το είδος του κτήματος,
β) η θέσις και ο δήμος ή η κοινότης εις ην το κτήμα εν όλω ή κατά τμήματα υπάγεται,
γ) η έκτασις και τα όρια αυτού,
δ) το δικαίωμα,
ε) ο τίτλος και
στ) ο χρόνος κτήσεως του δικαιώματος.
2. Το κτηματολόγιον καταρτίζεται υπό πρωτοβαθμίου επιτροπής συνιστωμένης κατά δήμον ή κοινότητα, αποφάσει του νομάρχου. Η επιτροπή αύτη συντίθεται ως εξής:
α) Εις τους δήμους των οποίων αι έδραι είναι πρωτεύουσαι νομών, εξ ενός μέλους του δημοτικού συμβουλίου οριζομένου υπό τούτου, εξ ενός υπαλλήλου της νομαρχίας, κατά προτίμησιν του τμηματάρχου της τοπικής αυτοδιοικήσεως και εξ ενός μηχανικόυ ή υπομηχανικού της τεχνικής υπηρεσίας του οικείου δήμου και εν ελλείψει της τοιαύτης δήμων και κοινοτήτων, οριζομένου υπό του νομάρχου,
β) εις τους λοιπούς δήμους και τας κοινότητας εκ του αρμοδίου αγρονόμου ή τοιούτου μη υπηρετούντος, εκ του αρμοδίου διοικητού αγροφυλακής, εξ ενός μέλους του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου οριζομένου υπό τούτου και ενός μηχανικού ή υπομηχανικού της τεχνικής υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων ή ιδιώτου ή εν ελλείψει τοιούτων, εμπειροτέχνου, οριζομένου υπό του νομάρχου.
3. Κατ` αμφοτέρας τας, ως άνω, περιπτώσεις της επιτροπής προεδρεύει ο εκ των μελών αυτής κατά βαθμόν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.
4. Ο δήμος ή η κοινότης δύναται να αναθέση την κατάρτισιν των διαγραμμάτων των δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων δι` απ` ευθείας συμφωνίας εις ιδιώτηνπολιτικόν ή τοπογράφονμηχανικόν ή υπομηχανικόν ή εμπειροτέχνην. Η αμοιβή τούτου καθορίζεται κατά τας περί αναθέσεως συντάξεως μελετών δημοτικών και κοινοτικών έργων εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, καταβάλλεται δε εις τον δικαιούχον υπό του δήμου ή κοινότητος άμα τη εκτελέσει της όλης εργασίας βεβαιουμένης υπό του τεχνικού μέλους της επιτροπής.
5. Κατά των αποφάσεων των επιτροπών τούτων επιτρέπεται εις το δημοτικόν ή κοινοτικόνσυμβούλιον και εις πάντα δημότην ή άλλον έχοντα έννομον συμφέρον να ασκήσηπροσφυγήν εντός μηνός από της δημοσιεύσεως, ενώπιον δευτεροβαθμίου επιτροπής, συγκροτουμένης επί τούτω εν τη έδρα εκάστου νομού, εκ του διευθυντού εσωτερικών της νομαρχίας ως προέδρου του προϊσταμένου της διευθύνσεως γεωργίας του νομού και εξ ενός μηχανικού της τεχνικής υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων, οριζομένου υπό του νομάρχου.
6. Καθήκοντα γραμματέως της μεν πρωτοβαθμίου επιτροπής ανατίθεται εις υπάλληλον του δήμου ή της κοινότητος οριζόμενον υπό του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος, τις δε δευτεροβαθμίου επιτροπής εις υπάλληλον της νομαρχίας οριζόμενον υπό του νομάρχου.
7. Εν περιπτώσειασαφείας ή αοριστίας των αποφάσεων ιδία περί τον προσδιορισμόν των ορίων, της εκτάσεως και της θέσεως των εις το κτηματολόγιονπεριληφθέντων δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων, ως και εν περιπτώσει παραλείψεως εγγραφής εν αυτώ δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων ή και εσφαλμένης εν αυτώ εγγραφής ιδιωτικών κτημάτων ως δημοτικών ή κοινοτικών, επιτρέπεται όπως αι επιτροπαί εντός διετίας από της δημοσιεύσεως των αποφάσεων προβαίνουν επιμελεία του νομάρχου κατά την αυτήν διαδικασίαν εις τον σαφή προσδιορισμόν, συμπλήρωσιν και διόρθωσιν του κτηματολογίου.
8. Αι μετά την κατάρτισιν του κτηματολογίου μεταβολαί εγγράφονται εν αυτώ επιμελεία του δημάρχου ή προέδρου κοινότητος. Μεταβολαί εις τα διαγράμματα ενεργούνται υπό μηχανικού οριζομένου υπό του νομάρχου.
9. Η λειτουργία των επιτροπών, αι προσφυγαί η διαδικοσία, ο τύπος του κτηματολογίου και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται διά προεδρικού διατάγματος.
10. Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματεύς των επιτροπών δικαιούνται εξόδων κινήσεως, άτινα βαρύνουν τους ενδιαφερομένους δήμους και κοινότητας και καταβάλλονται μόνον μετά την οριστικοποίησιν του κτηματολογίου.

Άρθρον 29
Εις το άρθρον 198 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος προστίθενται παράγραφοι 3 και 4, έχουσαι ούτω:
“3. Το δημοτικόν ή κοινοτικόνσυμβούλιον δύναται όπως, δι` αποφάσεώς του, εγκρινομένης υπό του νομάρχου, προβαίνη εις την άνευ δημοπρασίας εκμίσθωσιν διαμερισμάτων πολυκατοικιών ή μονοκατοικιών ή καταστημάτων ή θεάτρων ανηκόντων είς τον δήμον ή την κοινότητα και κειμένων εντός ή εκτός της περιφερείας των, επι τη βάσει προσφορών των ενδιαφερομένων, κατά τα ορισθησόμενα διά προεδρικού διατάγματος”.
“4. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και προκειμένου περί μισθώσεως ακινήτων υπό δήμων και κοινοτήτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη εάν η άπαξ διενεργηθείσα δημοπρασία αποβή άγονος δύναται να γίνημίσθωσις άνευ δημοπρασίας δι` αποφάσεως του συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου”.

Άρθρον 30
Το άρθρον 202 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Η εκποίησις κινητών πραγμάτων των δήμων και κοινοτήτων επιτρέπεται κατόπιν αδοφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.
2. Η εκποίησις ενεργείται διά δημοπρασίας. Κατ` εξαίρεσιν, προκειμένου περί εκποιήσεως πραγμάτων αξίας μέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών διά τους δήμους και είκοσι χιλιάδων δραχμών διά τας κοινότητας, κατ` εκτίμησιν του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, ενεργείται πρόχειρος δημοπρασία.
3. Υλικά μη έχοντα εμπορικήν αξίαν καταστρέφονται κατόπιν αποφάσεως του συμβουλίου εκδιδομένης μετά γνωμοδότησιν επιτροπής εκ δύο συμβούλων και ενός τεχνικού οριζομένου υπό του νομάρχου. Η καταστροφή πιστοποιείται διά πρωτοκόλλου συντασσομένου υπό της αυτής επιτροπής. ”

Άρθρον 31
Το άρθρον 204 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
1. Αι αποφάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου περί συμβιβασμού ή καταργήσεως δίκης, ίνα καταστούν εκτελεσταί χρήζουν της εγκρίσεως του νομάρχου.
2. Πάσα περί συμβιβασμού ή καταργήσεως δίκης των δήμων, παρ` οις λειτουργεί νομική υπηρεσία ή των παρ` αυτοίς ιδρυμάτων και νομικών προσώπων, αίτησις παραπέμπεται, προ της εις το δημοτικόνσυμβούλιον ή το αδελφάτον ή το διοικητικόνσυμβούλιον εισαγωγής της, εις τον νομικόνσύμβουλον του δήμου προς γνωμοδότησιν.
3. Δεν επιτρέπεται, επί ποινή ακυρότητος, συμβιβασμός ή κατάργησις δίκης άνευ γνώμης του νομικού συμβούλου του δήμου, όπου υπηρετεί τοιούτος.

Άρθρον 32
Το άρθρον 206 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος αντικαθίσταται ούτω:
” 1. Τα δημοτικά και κοινοτικά έργα, προμήθειαι, εργασίαι ή μεταφοραί εκτελούνται διά συμβάσεως, συναπτομένης μετ` απόφασιν του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και διενέργειαν δημοσίου διαγωνισμού κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα διά των διατάξεων του υπ` αριθ. 468/1968 β.δ/τος ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διά των υπ` αριθ. 203/ 1969, 319/1971 και 699/1972 ομοίων.
2. Κατ` εξαίρεσιν είναι δυνατή, κατόπιν αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η σύναψις τοιούτων συμβάσεων άνευ διαγωνισμού δι` απ` ευθείας αναθέσεως ή η απ` ευθείας εκτέλεσις (δι` αυτεπιστασίας-απολογιστικώς) εις τας επομένας περιπτώσεις:
α) Επί έργων ή πραγμάτων των οποίων εις μόνον υπάρχει καταστευαστής, προμηθευτής ή εισαγωγεύς.
β) Επί πραγμάτων διατετιμημένων, εφ` όσον δεν κρίνεται δυνατή η επίτευξις καλυτέρας τιμής διά του διαγωνισμού.
γ) Επί έργων καλλιτεχνίας δαπάνης ουχί μεγαλυτέρας των 50.000 δραχμών.
δ) Αν ο διενεργηθείς διαγωνισμός απέβη δις άγονος ή αι γενόμεναι προσφοραίεκρίθησαν δις ασύμφοροι. Εις την περίπτωσιν ταύτην επιτρέπεται η ανάθεσις και εις εμπειροτέχνην, μετά προηγουμένηνγνωμοδότησιν του προϊσταμένου της οικείας τεχνικής υπηρεσίας αλλά μόνον δι` έργα προϋπολογισμού δαπάνης μέχρις εξακοσίων χιλιάδων δραχμών.
ε) Αν αποδεδειγμένωςσυντρέχη ανάγκη κατεπείγουσα προερχομένη εκ περιστάσεων απροόπτων.
στ) Αν ο δήμος ή η κοινότης διαθέτη ή δύναται να μισθώση εκ του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ανάλογοντεχνικόνεξοπλισμόν.
Αι συμβάσεις διά την εκτέλεσιν έργων εις τας υπό στοιχεία α`, δ` και ε` περιπτώσεις συνάπτονται μετά ποσοστού γενικών εξόδων και οφέλους εργολάβου.
3. Διά της αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου αιτιολογείται η απ` ευθείας ανάθεσις ή η απ` ευθείας εκτέλεσις και καθορίζονται οι όροι της σχετικής συμβάσεως. Η απόφασις υπόκειται εις την έγκρισιν του νομάρχου, μετά γνωμοδότησιν του εν τώνομώ τμήματος του Περιφερειακού Συμβουλίου Δημοσίων Εργων. Η γνωμοδότησις δύναται να παρέχηται, κατά την κρίσιν του νομάρχου, προκειμένου περί αντικειμένου αξίας μέχρις ενός εκατομμυρίου δραχμών και υπό του προϊσταμένου της τεχνικής υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων.
4. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος δύναται άνευ προηγουμένης αποφάσεως του οικείου συμβουλίου και άνευ διαγωνισμού, να προέλθη εις την συνομολόγησιν συμβάσεως δι` απ` ευθείας αναθέσεως ή εις την απ` ευθείας εκτέλεσιν (δι` αυτεπιστασίας-απολογιστικώς) έργου, προμηθείας, εργασίας ή μεταφοράς, εάν η αξία εκάστου δεν υπερβαίνη το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών διά τους Δήμους Αθηναίων, Περαιώς και Θεσσαλονίκης, των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών διά τους δήμους πληθυσμού άνω των πεντήκοντα χιλιάδων κατοίκων, των διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (250.000) δραχμών διά τους λοιπούς δήμους και των πεντήκοντα χιλιάδων (50.000) δραχμών διά τας κοινότητας.
5. Τα ως άνω ποσά δύνανται κατά την εκτέλεσιν του έργου, να αυξάνωνται μέχρι πεντήκοντα τοις εκατόν (50%), κατόπιν αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου.
6. Διά την εφαρμογήν των παρ. 4 και 5 απαιτείται η αναγραφή εν τω προϋπολογισμώ εξειδικευμένης πιστώσεως, προοριζομένης διά ρητώς κατονομαζόμενον εν αυτώ έργον, προμήθειαν, εργασίαν ή μεταφοράν. Εις τας περιπτώσεις των αυτών παραγράφων δεν καταβάλλεται εις τον ανάδοχονποσοστόν γενικών εξόδων, και όφελος εργολάβου, οι δε πάσης φύσεως φόροι, εισφοραί, τέλη, κρατήσεις υπέρ τρίτων και πάσα άλλη δαπάνη βαρύνουν τούτον.
7. Εις τας δημοπρασίας εκτελέσεως δημοτικών και κοινοτικών έργων, προϋπολογισμού δαπάνης μέχρι εξακοσίων χιλιάδων δραχμών, πλην ηλεκτρομηχανολογικών, δύναται να μετέχουν και εμπειροτέχναι. ”

Άρθρον 33
Το άρθρον 210 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“Επιτρέπεται υπέρ δήμων και κοινοτήτων, διά λόγους δημοσίας ωφελείας, η αναγκαστική απαλλοτρίωσις αστικών ή αγροτικών ακινήτων ή η εις βάρος αυτών σύστασις δουλείας:
α) Προς διάνοιξιν, διεύρυνσιν, διαμόρφωσιν και κατασκευήν δημοτικών και κοινοτικών οδών, ως και οδών συνδεουσών δήμον ή κοινότητα μετά εθνικής ή επαρχιακής οδού και συναφών τεχνικών έργων,
β) προς ύδρευσιν και εκτέλεσιν των αναγκαίων δι` αυτήν έργων συγκεντρώσεως, μεταφοράς, διανομής και εξυγιάνσεως του ύδατος,
γ) προς εκτέλεσιν έργων αρδεύσεως, αποξηράνσεως, αποστραγγίσεως, διευθετήσεως ρευμάτων επί σκοπώ βελτιώσεως της γεωργικής παραγωγής ή διανομής της βελτιουμένης εκτάσεως, εις ακτήμονας ή στερουμένους επαρκούς κλήρου δημότας,
δ) προς δημιουργίαν ή επέκτασιν πλατειών, κήπων, αλσών, δενδροστοιχιών, αθλητικών γηπέδων και άλλων κοινοχρήστων χώρων, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί κηρύξεως απαλλοτριώσεων κατ` εφαρμογήν εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως,
ε) προς εκτέλεσιν έργων αποστραγγίσεως, διευθετήσεως ρευμάτων, αποχετεύσεως ομβρίων ή ακαθάρτων υδάτων και παντός είδους τεχνικών έργων, επί σκοπώ εξυγιάνσεως ή εξωραϊσμού,
στ) προς λήψιν και μεταφοράν άμμου, λίθων, και άλλου παρεμφερούς υλικού δι` εκτέλεσιν δημοτικών και κοινοτικών έργων,
ζ) προς ίδρυσιν ή επέκτασιν κοιμητηρίου,
η) προς συντήρησιν ή διαφύλαξιν ακινήτων εχόντων ιστορικήν σημασίαν,
θ) προς εναπόθεσιν απορριμμάτων και
ι) προς κατασκεύην παντός δημοτικού ή κοινοτικού κτιριακού έργου. ”

Άρθρον 34
Το άρθρον 211 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Η κήρυξις της απαλλοτριώσεως ή η σύστασις δουλείας ενεργείται διά πράξεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου μετά σύμφωνονγνώμην επιτροπής, αποτελουμένης εκ του διευθυντού της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας, του διευθυντού τεχνικών υπηρεσιών και του προϊσταμένου της Τ.Υ.Δ.Κ., ή των νομίμων αναπληρωτών αυτών. Προκειμένης απαλλοτριώσεως των περιπτώσεων β` και γ` του προηγουμένου άρθρου, προς έκδοσιν της εγκρινούσης την πράξιν του οικείου συμβουλίου ομοίας του νομάρχου, απαιτείται σύμφωνος γνώμη της, ως άνω, επιτροπής εις ην μετέχει αντί του διευθυντού τεχνικών υπηρεσιών ο διευθυντής της γεωργικής υπηρεσίας ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού.
2. Αν το απαλλοτριούμενον κτήμα ή δικαίωμα κείται εκτός της διοικητικής περιφερείας του αιτούντος την απαλλοτρίωσιν δήμου ή κοινότητος, ο νομάρχης γνωστοποιεί την περί απαλλοτριώσεως πράξιν εις το συμβούλιον του δήμου ή της κοινότητος ένθα κείται το απαλλοτριωτέον κτήμα ή δικαίωμα, ίνα τούτο εντός μηνός γνωμοδοτήσηητιολογημένως. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας ταύτης η διαδικασία της απαλλοτριώσεως χωρεί και άνευ της γνωμοδοτήσεως.
3. Δια την έκδοσιν αποφάσεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως απαιτούνται:
α) Κτηματολογικόν διάγραμμα εικονίζον την απαλλοτριωτέανέκτασιν και τας περιλαμβανομένας επί μέρους ιδιοκτησίας,
β) κτηματολογικός πίναξ εμφαίνων τας εικαζομένουςιδιοκτήτας των απαλλοτριουμένων ακινήτων, το εμβαδόν εκάστου τούτων ως και άπαντα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των επ` αυτών υφισταμένων κατασκευών.
4. Η περί της απαλλοτριώσεως απόφασις του νομάρχου κοινοποιείται, επί αποδείξει, εις τους καθ` ων αύτη, αν ούτοι είναι γνωστοί εις την υπηρεσίαν, εάν δε δεν τυγχάνουν γνωστοί η κοινοποίησις γίνεται κατά τας οικείας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας. Περίληψις της αποφάσεως του νομάρχου δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Αι διατάξεις του Κώδικος περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και αι δι` αυτών διατηρηθείσαι εξαιρέσεις επί δήμων και κοινοτήτων ισχύουν και διά τας υπέρ αυτών απαλλοτριώσεις εφ` όσον δεν θίγονται διά του παρόντος. ”

Άρθρον 35
Το άρθρον 212 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
1. Κύριοι ή κάτοχοι ακινήτων κτημάτων υποχρεούνται να ανέχωνται την παρά του δήμου ή κοινότητος ενέργειαν εντός των κτημάτων των δοκιμαστικών εκσκαφών προς ανεύρεσιν υδάτων, καλλιέργειαν υφισταμένων πηγών ή τοποθέτησιν σωλήνων υδρεύσεως, αρδεύσεως και αποχετεύσεως.
2. Αν εκ των ενεργειών τούτων προκύψη ζημία το ποσόν της οφειλομένης αποζημιώσεως ορίζεται διά πρωτοκόλλου, συντασσομένου παρά του διευθυντού της γεωργικής υπηρεσίας και του διευθυντού τεχνικών υπηρεσιών, η δε καθορισθείσα αποζημίωσις επιτάσσεται κατά τας διατάξεις του άρθρου 178.
3. Κατά του πρωτοκόλλου χωρεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της επιμελεία του δήμου ή της κοινότητος κοινοποιήσεως αυτού προσφυγή παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφερείας του ακινήτου, όπερ εκδίδει, κατά την διαδικασίαν περί ασφαλιστικών μέτρων, οριστικήν επί της διαφοράς απόφασιν μη υποκειμένην εις τακτικόν ή έκτατονένδικον μέσον.

Άρθρον 36
Το άρθρον 229 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, αντικαθίσταται ούτω:
“1. Οι υπό δήμου ή κοινότητος διοριζόμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι αμείβονται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις του κώδικος περί δικηγόρων, της αμοιβής αυτών δυναμένης να ελαττωθήδι`αποφάσεως του δικάζοντος δικαστηρίου μέχρι του ημίσεως των εν τω κώδικι τούτω οριζομένων κατωτάτων ορίων εν εκτιμήσει της οικονομικής καταστάσεως του υποχρέου δήμου ή κοινότητος.
2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, τα λοιπά διοικητικά δικαστήρια και τα τακτικά τοιαύτα δικαιούνται όπως καθορίζουν το ποσόν της εις βάρος δήμων και κοινοτήτων ή υπέρ αυτών επιδικαζομένης δικαστικής δαπάνης, εις ποσόν μέχρι του ημίσεως των υπό του κώδικος περί δικηγόρων οριζομένων κατωτάτων ορίων.
3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, οίτινες έχουν προσληφθή και παρέχουν τας υπηρεσίας των εις οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως επί μηνιαία αμοιβή. ”

Άρθρον 37
Ονομα και μετονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών.
Η ονομασία και μετονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών ενεργείται δι` αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου. Προκειμένου περί δήμων απαιτείται προηγουμένη γνώμη του παρά τω Υπουργείω Εσωτερικών Συμβουλίων Τοπωνυμιών.

Άρθρον 38
Μετονομασία δήμων, κοινοτήτων, συνοικισμών και θέσεων.

1. Η μετονομασία δήμων, κοινοτήτων, και συνοικισμών ενεργείται διά προεδρικού διατάγματος, μετά γνώμην του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου Τοπωνυμιών.

2. Η μετονομασία θέσεων ενεργείται κατά την υπό της προηγουμένης παραγράφου οριζομένηνδιαδικασίαν, της γνώμης του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου αντικαθισταμένης δι` εισηγήσεως της κατά περίπτωσινοριζομένης υπό του νομάρχου αρμοδίου υπηρεσίας.

Άρθρον 39
Αποζημίωσις μελών δημοτικού συμβουλίου.
Τα μετέχοντα των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου μέλη αυτού πλην του δημάρχου δικαιούνται δι` εκάστην συνεδρίασιν και μέχρι τριών το πολύ συνεδριάσεων κατά μήνα, αποζημιοώσεως:
α) Δραχμών εκατόνπεντήκοντα, εις δήμους πληθυσμού μέχρι 50.000 και
β) δραχμών διακοσίων, εις δήμους πληθυσμού άνω των 50.000.

Άρθρον 40
`Εντοκοςκατάθεσις εσόδων δήμων και κοινοτήτων.

1. Το κατά την λήξιν εκάστου έτους απομένον εις τα Δημόσια Ταμεία χρηματικόνυπόλοιπον των δήμων και κοινοτήτων, ως η διαχείρισις των εσόδων έχει ανατεθή εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων κατατίθενται εντόκως εις το Ταμείον τούτο διά ποσοστόν 65% του κατατιθεμένου ποσού. Το προϊόν του τόκου εμφανίζεται εις ίδιον παρά τω ως άνω ταμείωλογαριασμόν και κατανέμεται δι` αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών εις δήμους και κοινότητας διά την εκτέλεσιν του ετησίου προγράμματος κοινοτικής αναπτύξεως και την κάλυψιν εμφανιζομένων εκάστοτε επιτακτικών αναγκών αυτών.

2. `Εσοδα δήμων και κοινοτήτων εξ εκποιήσεως περιουσίας, δωρεών και κληροδοτημάτων προοριζόμενα διά την εκτέλεσιν αποκλειστικώς κοινωφελών έργων διά τον μέχρι της ενάρξεως της εκτελέσεως τούτων χρόνον, δύναται να κατατίθενται εντόκως παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων υπό ίδιον λογαριασμόν επ` ονόματι του δικαιούχου δι` αποφάσεως του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου

Άρθρον 41
Προστασία περιουσίας.
Η ακίνητος περιουσία των δήμων και κοινοτήτων προστατεύεται ως ορίζεται υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων “περί προστασίας της ακινήτου περιουσίας του δημοσίου”.

Άρθρον 42
Μίσθωσις κινητών πραγμάτων.

1. Η μίσθωσις κινητών πραγμάτων των δήμων και κοινοτήτων ενεργείται διά δημοπρασίας. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 198 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, έχουν ανάλογονεφαρμογήν και εν προκειμένω. Κατ` εξαίρεσιν η μίσθωσις δύναται να ενεργήται δι` αποφάσεως του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν ανάλογονεφαρμογήν και διά την μίσθωσιν κινητών πραγμάτων υπό των δήμων και κοινοτήτων.

Άρθρον 43
Αι διατάξεις του άρθρου 195 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, εφαρμόζονται αναλόγως και διά την αγοράν ιδιωτικών ακινήτων υπό δήμων και κοινοτήτων. Εάν η άπαξ διενεργηθείσα δημοπρασία αποβή άγονος και κριθή υπό του συμβουλίου ότι εν μόνον ακίνητον είναι κατάλληλον, δύναται να γίνη αγορά τούτου απ` ευθείας άνευ ετέρας δημοπρασίας δι` αποφάσεως του συμβουλίου, εγκρινομένης υπό του νομάρχου.

Άρθρον 44
Εκποίησις οικοπέδων άνευ δημοπρασίας.

1. Οι δήμοι και αι κοινότητες δύνανται δι` αποφάσεως του συμβουλίου αυτών, εγκρινομένης υπό του Νομάρχου, να εκποιούν οικόπεδον αυτών, απ` ευθείας, και άνευ δημοπρασίας εις αστέγους απόρους δημότας των. Οι δικαιούχοι ορίζονται υπό επιτροπής συγκροτουμένης δι` αποφάσεως του νομάρχου και αποτελουμένης εξ ενός πρωτοδίκου, ως προέδρου, οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του οικείου προέδρου πρωτοδικών, τεχνικών υπηρεσιών της νομαρχίας, αναπληρουμένων υπό των νομίκων αναπληρωτών των και δύο δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων, ενός της πλειοψηφίας και ετέρου της μειοψηφίας, οριζομένων μετά των αναπληρωτών των υπό του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Κατά πάσαν περίπτωσιν επί ίσοιςόροις γίνεται κλήρωσις μεταξύ των δικαιούχων. Μετά την υπό της επιτροπής σύνταξιν του πίνακος των δικαιούχων, το δημοτικόν ή κοινοτικόνσυμβούλιον προβαίνει δι` αποφάσεώς του εις την, βάσει αυτού, παραχώρησιν οικοπέδων.

2. Το τίμημα των ούτω εκποιουμένων οικοπέδων, καθοριζόμενον υπό της επιτροπής της προηγουμένης παραγράφου καταβάλλεται εις πέντε ίσας ετησίας δόσεις, διατίθενται δε αποκλειστικώς διά την εκτέλεσιν έργων εντός του παραχωρουμένου χώρου. Οι εις ους παραχωρούνται τα οικόπεδα υποχρεούνται, όπως εντός πενταετίας από της παρχωρήσεως, ανεγείρουν οικοδομήν, επί ποινή αυτοδικαίας εκπτώσεως. Μετά την τήρησιν των διατάξεων των προηγουμένων εδαφίων συντάσσεται το συμβόλαιον περί μεταβιβάσεως της κυριότητος.

3. Επιτρέπεται η εκ μέρους του οικείου δήμου ή κοινότητος παραχώρησις του δικαιώματος εγγραφής υποθήκης προς λήψιν υπό του υπέρ ου η εκποίησις στεγαστικού δανείου.

Άρθρον 45
Αστυνόμευσις έργων.
Ο έλεγχος σκοπιμότητος του νομάρχου επί των πράξεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων, περί ου αι διατάξεις
α) των άρθρων 21 παρ. 2, 123 παρ. 1 και 2, 148 παρ. 5, 151 παρ. 3, 175 και 198 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, του κυρωθέντος διά του ν.δ. 2888/1954, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθημεταγενεστέρως,
β) των άρθρων 5 παρ. 1, 7 ως ετροποποιήθη διά του άρθρου 32 του Ν.Δ. 4260/1962 “περί ρυθμίσεως θεμάτων, αφορώντων εις την Γενικήν Δ/ σιν Διοικήσεως του Υπουργείου των Εσωτερικών”, 13, ως αντικατεστάθη διά του άρθρου 3 του ν.δ. 703/1970 “περί τροποποιήσεως διατάξεων αφορωσών εις τα έσοδα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, 57 παρ. 2 και 68 παρ. 4 του από 24.9.1958 β.δ/τος “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον Νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων”, και
γ) των άρθρων 52 παρ. 3 και 4, 103 παρ. 1, 104, 106 παρ. 8, 107 παρ. 4 και 108 παρ. 1 του Ν.Δ. 1140/1972 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον των περί καταστάσεως δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεων” καταργείται.

1. Η αστυνόμευσις των δημοτικών και κοινοτικών έργων πάσης φύσεως και κατηγορίας ανατίθεται εις τας τεχνικάς υπηρεσίας των δήμων ή κοινοτήτων και εν ελλείψει τοιούτων υπηρεσιών, εις τας παρά ταις νομαρχίαιςτεχνικάς υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων.

2. Διά προεδρικού διατάγματος καθορισθήσεται ο τρόπος ασκήσεως της αστυνομεύσεως των έργων και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαργομήν της πρώτης παραγράφου.

Άρθρον 46
Ο έλεγχος σκοπιμότητος του νομάρχου επί των πράξεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων, περί ου αι διατάξεις
α) των άρθρων 21 παρ. 2, 123 παρ. 1 και 2, 148 παρ. 5, 151 παρ. 3, 175 και 198 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, του κυρωθέντος διά του ν.δ. 2888/1954, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθημεταγενεστέρως,
β) των άρθρων 5 παρ. 1, 7 ως ετροποποιήθη διά του άρθρου 32 του Ν.Δ. 4260/1962 “περί ρυθμίσεως θεμάτων, αφορώντων εις την Γενικήν Δ/ σιν Διοικήσεως του Υπουργείου των Εσωτερικών”, 13, ως αντικατεστάθη διά του άρθρου 3 του ν.δ. 703/1970 “περί τροποποιήσεως διατάξεων αφορωσών εις τα έσοδα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, 57 παρ. 2 και 68 παρ. 4 του από 24.9.1958 β.δ/τος “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον Νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων”, και
γ) των άρθρων 52 παρ. 3 και 4, 103 παρ. 1, 104, 106 παρ. 8, 107 παρ. 4 και 108 παρ. 1 του Ν.Δ. 1140/1972 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως εις ενιαίονκείμενον των περί καταστάσεως δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεων” καταργείται.

Άρθρον 47
Οπου εις τον Δημοτικόν και Κοινοτικόν Κώδικα τον κυρωθέντα διά του Ν.Δ. 2888/1954, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθημεταγενεστέρως, αναφέρονται αι φράσεις “διευθυντής της νομαρχίας” ή “υπάλληλος της νομαρχίας” νοούνται αντιστοίχως ο διευθυντής εσωτερικών της νομαρχίας ή ο υπάλληλος της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας.

Άρθρον 48
Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του Ν. 8/1975 “περί της εκλογής των δημοτικών και κοινοτικών αρχών” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Διά την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπ` όψιν ο πραγματικός πληθυσμός, ο εμφαινόμενος εις τους δημοσιευθέντας επισήμους πίνακας των αποτελεσμάτων της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού”.

Άρθρον 49
Εις το άρθρον 5 παρ. 2 του Ν. 8/1975 προστίθεται εδάφιον δεύτερον έχον ούτω:
“Η ψηφοφορία άρχεται από της ανατολής του ηλίου και διαρκεί μέχρι της δύσεως αυτού”.

Άρθρον 50
Εφορευτικαί επιτροπαί και αντιπρόσωποι δικαστικής αρχής.
Εις το άρθρον 21 του Ν. 8/1975 “περί εκλογής των δημοτικών και κοινοτικών αρχών”, προστίθεται παράγραφος λαμβάνουσα αριθμόν 4, της παραγράφου 4 αυτού λαμβανούσης αριθμόν 5.
“4. Εν περιπτώσει κωλύματος ή εξ οιουδήποτε λόγου απουσίας του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής, αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής, ούτος αναπληρούται υπό του κατά την οικείανδιάταξιν το Νόμου περί εκλογής βουλευτών ορισθέντος αναπληρωτού του, ελλείποντος δε και τούτου, δι` οιονδήποτε λόγον, η εκλογή ενεργείται εγκύρως ενώπιον τριών τουλάχιστον μελών της εφορευτικής επιτροπής υπό την προεδρίαν του εξ αυτών πρεσβυτέρου” Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και επί εκλογής βουλευτικών ως και πάσης άλλης εκδηλώσεως της λαϊκής ετυμηγορίας.

Άρθρον 51
Η θητεία των κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος προέδρου, αντιπροέδρου και γραμματέως του δημοτικού συμβουλίου, μελών της δημαρχιακής επιτροπής, των αδελφάτων των δημοτικών και κοινοτικών ιδρυμάτων και των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, λήγει την 31ην Δεκεμβρίου 1976.

Άρθρον 52
Αναθεώρησις ορίων.

1. Επιτρέπεται η αναθεώρησις αποφάσεων Διοικητικών Δικαστηρίων Ορίων, αιτήσει του ενδιαφερομένου δήμου ή κοινότητος, εφ` όσον περί των ορίων αυτών μετ` άλλων δήμων ή κοινοτήτων, έχει συνταγή δικαστικόνπρακτικόν, όπερ και λαμβάνεται υπ` όψιν υπό του Διοικητικού Δικαστηρίου, διά τον ανακαθορισμόν των ορίων.

2. Η αίτησις δέον να υποβληθή εντός εξαμήνου από της ισχύος του παρόντος, η δε απόφασις εκδίδεται το βραδύτερον εντός διετίας από της υποβολής της αιτήσεως.

Άρθρον 53
Εις το άρθρον 2 του Α.Ν. 170/1967 προστίθεται παράγραφος 4, έχουσα ούτω:
” 4. Οι, υπό των δήμων και κοινοτήτων, προσλαμβανόμενοι πρόσθετοι χωροφύλακες ή αστυφύλακες δικαιούνται να βεβαιούνπταισματικάς παραβάσεις εις χώρους ελεγχομένους σταθμεύσεως οχημάτων κατά την υπό του ν.δ. 805/1971 προβλεπομένηνδιαδικασίαν. Πάσα, διά την εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης, λεπτομέρεια καθορίζεται κατά τα υπό του άρθρου 7 του ανωτέρω Ν.Δ/τος οριζόμενα”.

Άρθρον 54
Η κατά το άρθρον 10 του Ν. 4169/1961, ως αντικατεστάθη διά του άρθρου 3 του Ν.Δ. 4575/1966 εισφορά επί των γεωργικών προϊόντων των παραγομένων εκ γαιών κειμένων εντός της περιμετρικής ζώνης του Κωπαϊδικού πεδίου, περιέρχεται εις τον δήμον ή την κοινότητα του οποίου κάτοικοι τυγχάνουν οι αποκατασταθέντεςκαλλιεργηταί.

Άρθρον 55
Το τέταρτον εδάφιον της παρ. 8 του άρθρου 3 του ν.δ. 703/1970 “περί τροποποιήσεως διατάξεων αφορωσών εις τα έσοδα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Προκειμένου περί πλατειών ένθα προβάλλονται καταστήματα, χρησιμοποιούμενα ως καφενεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία ή παρεμφερείς επιχειρήσεις, εις έκαστον τούτων παραχωρείται αναλόγως της προσόψεως αυτού ο αντιστοιχών εις την προβολήν του χώρος. Εν περιπτώσει μη χρησιμοποιήσεως υπό δικαιουμένου του αναλογούντος αύτω χώρου της πλατείας ο χώρος ούτος δύναται να παραχωρηθή υπό του δήμου ή της κοινότητος εις τα συνεχόμενα μετ` αυτού καταστήματα αναλόγως της προσόψεώς των”.

Άρθρον 56
Δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου εκθέσαντες υποψηφιότητα διά το αξίωμα του Δημάρχου κατά τας εκλογάς της 30.3.1975 και μη εκλεγέντες επανέρχονται τη αιτήσει των υποβαλλομένη, εντός μηνός από της ισχύος του παρόντος εις την εξ ης παρητήθησανθέσιν.

Άρθρον 57
Διά προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εσωτερικών, επιτρέπεται η κωδικοποίησις εις ενιαίονκείμενον Νόμου
α) των διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, του κυρωθέντος διά του Ν.Δ. 2888/1954, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθημεταγενεστέρως, περιλαμβανομένων και των διατάξεων του παρόντος Νόμου και
β) των διατάξεων των Νόμων 8 και 18 του έτους 1975 “περί της εκλογής των δημοτικών και κοινοτικών αρχών”, μεταβαλλομένης της σειράς των άρθρων και παραγράφων και εναρμονιζομένων των διατάξεων προς αλλήλας διά φρασεολογικής τυπικής αυτών μεταβολής.

Άρθρον 58
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

1. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται.
α) Το Ν.Δ. 222/1973 “περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος”
β) τα άρθρα 13 και 15 του Ν.Δ.3388/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 3033/1954 περί των εσόδων των δήμων και κοινοτήτων και άλλων τινών διατάξεων”,
γ) τα άρθρα 1, 2 και 11 του Ν.Δ. 3777/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της νομοθεσίας” “περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων και του δημοτικού και κοινοτικού κώδικοςκλ.π.”,
δ) η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν.Δ. 3913/1958 “περί τροποποιήσεως των περί ορίου ηλικίας διατάξεων των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως συνταξιοδοτικών τινών διατάξεων και άλλων τινών διατάξεων”,
ε) το άρθρον 14 του Νόμου 3938/1959 “περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και καταργήσεως διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος κλπ.”,
στ) το άρθρον 43 του Ν.Δ. 4260/1962, “περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την ΓενικήνΔιεύθυνσιν Διοικήσεως του Υπουργείου των Εσωτερικών”,
ζ) τα άρθρα 8, 9, 10, 12, 13, 18 και 21 του Νόμου 4337/1964 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της περί εκλογής των δημοτικών και κοινοτικών αρχών νομοθεσίας”,
η) το άρθρον 26 παράγραφοι 2 και 3 του Α.Ν. 344/1968 “περί διατάξεών τινωναφορωσών εις του Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως”, και
θ) πάσα γενική ή ειδική διάταξις, αντικειμένη εις τον παρόντα Νόμον ή άλλως ρυθμίζουσα τα διά του παρόντος Νόμου διεπόμενα θέματα.

2. Αι παραπομπαί του Νόμου 8/1975 “περί της εκλογής των δημοτικών και κοινοτικών αρχών” εις τας διατάξεις του Ν.Δ. 222/1973 “περί του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος” λογίζονται ως παραμομπαί εις τας αντιστοίχους διατάξεις του παρόντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 26 Σεπτεμβρίου 1975

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ