Νόμος 1789 ΦΕΚ Α΄133/20.6.1988

Κύρωση Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1977 με την επιφύλαξη ότι “η Ελλάδα δηλώνει κατ` εφαρμογή του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματος, υπό τους όρους της παρ. 1 αυτού του άρθρου, να αρνηθεί την έκδοση για κάθε έγκλημα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 1 της σύμβασης αυτής, εφ` όσον ο φερόμενος ως δράστης διώκεται για την υπέρ της ελευθερίας δράση του”.

Το κείμενο της σύμβασης σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, που υπογράφουν αυτήν τη Σύμβαση,

Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ενότητας μεταξύ των μελών του,

Συνειδητοποιώντας την αυξανόμενη ανησυχία από τον πολλαπλασιασμό των πράξεων τρομοκρατίας,

Επιθυμώντας να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου οι δράστες τέτοιων πράξεων να μη διαφεύγουν τη δίωξη και τιμωρία.

Έχοντας την πεποίθηση ότι η έκδοση είναι ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού,

Αποφασίζουν τα ακόλουθα:

Άρθρο 1

Για τις ανάγκες της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, κανένα από τα κατωτέρω αναφερόμενα εγκλήματα δε θα θεωρείται πολιτικό ή έγκλημα που εμπνέεται από πολιτικά κίνητρα:

α) τα εγκλήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης για την καταστολή της παράνομης κατάληψης αεροσκαφών, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1970,

β) τα εγκλήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης για την καταστολή παράνομων πράξεων που στρέφονται κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, που υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 23 Σεπτεμβρίου 1971,

γ) τα σοβαρά εγκλήματα που συνίστανται σε προσβολή κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας διεθνώς προστετευομένων προσώπων συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αντιπροσώπων,

δ) τα εγκλήματα που περιλαμβάνουν την απαγωγή, τη σύλληψη ομήρων ή την αυθαίρετη κατακράτηση,

ε) τα εγκλήματα που περιλαμβάνουν τη χρήση βομβών, χειροβομβίδων, ρουκέτων, αυτομάτων, πυροβόλων όπλων ή επιστολές ή δέματα παγιδευμένα, κατά το μέτρο που αυτή η χρήση συνιστά κίνδυνο προσώπων.

στ) η απόπειρα διάπραξης ενός από τα ανωτέρω εγκλήματα ή η συμμετοχή σ` αυτά τόσο ως συναυτουργού όσο και ως συνεργού προσώπου το οποίο διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα.

Άρθρο 2

1. Για τις ανάγκες της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, ένα συμβαλλόμενο κράτος μπορεί να μη θεωρήσει ως πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα συναφές προς τέτοιου είδους παραβίαση ή έγκλημα που εμπνέεται από πολιτικά κίνητρα κάθε σοβαρή πράξη βίας που δεν προβλέπεται στο άρθρο 1 και η οποία στρέφεται κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας προσώπων.

2. Το αυτό ισχύει για κάθε σοβαρή πράξη, κατά της περιουσίας, εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1, όταν αυτή προκαλεί ομαδικό κίνδυνο προσώπων.

3. Το ίδιο θα ισχύει για την απόπειρα διάπραξης ενός από τα ανωτέρω εγκλήματα ή για τη συμμετοχή τόσο ως συναυτουργού όσο και ως συνεργού ενός προσώπου το οποίο διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα.

Άρθρο 3

Οι διατάξεις όλων των συνθηκών και συμφωνιών για έκδοση που εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής σύμβασης έκδοσης τροποποιούνται αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών κατά το μέτρο που αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την παρούσα σύμβαση.

Άρθρο 4

Για τις ανάγκες αυτής της σύμβασης και εφ` όσον ένα από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 1 ή 2 εγκλήματα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγραφομένων περιπτώσεων έκδοσης σε μια συμφωνία ή σύμβαση έκδοσης που ισχύει μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, θεωρείται ότι περιλαμβάνεται σ` αυτή.

Άρθρο 5

Καμιά διάταξη της παρούσας σύμβασης δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη υποχρέωση έκδοσης αν το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση έχει ουσιώδεις λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έκδοσης, που βασίζεται σε παράβαση που προβλέπεται στα άρθρα 1 ή 2, έχει υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή τον κολασμό ενός προσώπου εξαιτίας της φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας ή των πολιτικών φρονημάτων ή ότι η θέση του προσώπου αυτού κινδυνεύει να καταστεί χειρότερη εξαιτίας του ενός ή του άλλου από τους λόγους αυτούς.

Άρθρο 6

1. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για την εγκαθίδρυση της ποινικής δικαιοδοσίας του για κάθε έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο 1 στην περίπτωση κατά την οποία ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος βρίσκεται στο έδαφός του και το κράτος αυτό δεν τον εκδίδει μετά τη λήψη μιας αίτησης έκδοσης από άλλο συμβαλλόμενο κράτος του οποίου η ποινική δικαιοδοσία στηρίζεται σε διατάξεις που υφίστανται επίσης και στη νομοθεσία του κράτους από το οποίο ζητείται η έκδοση.

2. Η παρούσα σύμβαση δεν αποκλείει οποιαδήποτε ποινική δικαιοδοσία που ασκείται σύμφωνα με τα εσωτερικά δίκαια.

Άρθρο 7

Ένα συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου ανακαλύπτεται ο φερόμενος ως δράστης κάποιου εγκλήματος από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 και το οποίο έχει λάβει αίτηση έκδοσης υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6, εφ` όσον δεν πρόκειται να εκδώσει τον ύποπτο για την τέλεση του εγκλήματος δράστη παραπέμπει την υπόθεση χωρίς καμία εξαίρεση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Οι αρχές αυτές αποφασίζουν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε έγκλημα σοβαρής μορφής σύμφωνα με την εσωτερική τους νομοθεσία.

Άρθρο 8

1. Τα συμβαλλόμενα κράτη παρέχουν την όσο το δυνατό ευρύτερη δικαστική συνδρομή για ποινικές υποθέσεις σε όλες τις διαδικασίες που σχετίζονται με τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1 ή 2. Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζεται ως προς τη δικαστική συνδρομή η νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης. Πάντως η δικαστική συνδρομή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο άρνησης με μόνη τη δικαιολογία ότι αφορά ένα πολιτικό έγκλημα ή ένα έγκλημα συναφές με ένα τέτοιο έγκλημα ή έγκλημα που υποκινείται από πολιτικά αίτια.

2. Καμιά διάταξη της παρούσας σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως συνεπαγόμενη υποχρέωση παροχής της δικαστικής συνδρομής, εάν το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι αίτηση δικαστικής συνδρομής που βασίζεται σε έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο 1 ή 2 υποβλήθηκε με σκοπό τη δίωξη ή τον κολασμό ενός προσώπου εξαιτίας της φυλής του, θρησκείας, εθνικότητας ή πολιτικών πεποιθήσεων ή ότι η θέση αυτού του προσώπου κινδυνεύει να καταστεί χειρότερη εξαιτίας του ενός ή του άλλου από τους λόγους αυτούς.

3. Οι διατάξεις όλων των συμφωνιών και συμβάσεων δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, που εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών συμπεριλαμβανομένης και της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, τροποποιούνται όσο αφορά στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών κατά το μέτρο που αυτές είναι ασυμβίβαστες με αυτήν τη σύμβαση.

Άρθρο 9

1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ποινικά Προβλήματα του Συμβουλίου της Ευρώπης παρακολουθεί την εκτέλεση της παρούσας σύμβασης.

2. Η ίδια Επιτροπή διευκολύνει επίσης, όπου υπάρχει ανάγκη, τη φιλική διευθέτηση κάθε δυσχέρειας η οποία θα προέκυπτε από την εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 10

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών που αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης που δε ρυθμίζεται στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9, θα υποβάλλεται σε διαιτησία με αίτηση ενός από τα μέρη στη διαφορά. Κάθε μέρος θα υποδεικνύει ένα διαιτητή και δύο διαιτητές θα υποδεικνύουν έναν τρίτο διαιτητή. Αν μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από της υποβολής της αίτησης για διαιτησία το ένα από τα μέρη δεν προβαίνει στην υπόδειξη διαιτητή, αυτός θα διορίζεται με αίτηση του άλλου μέρους, από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι υπήκοος ενός από τα μέρη στη διαφορά, η υπόδειξη του διαιτητή θα ανατίθεται στον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου ή αν ο Αντιπρόεδρος είναι υπήκοος ενός από τα μέρη στη διαφορά, στο αρχαιότερο μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο δεν είναι υπήκοος ενός από τα μέρη στη διαφορά. Η ίδια διαδικασία θα εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία οι δύο διαιτητές δε συμφωνήσουν στην εκλογή του τρίτου διαιτητή.

2. Το Διαιτητικό Δικαστήριο θα αποφασίσει για τη διαδικασία του. Οι αποφάσεις του θα λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Η απόφασή του θα είναι οριστική.

Άρθρο 11

1. Η σύμβαση αυτή είναι ανοικτή για υπογραφή από τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

2. Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύσει μετά παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης του τρίτου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.

3. Ως προς το κράτος το οποίο υπέγραψε και το οποίο θα κυρώσει, αποδεχτεί ή εγκρίνει τη σύμβαση μεταγενέστερα, αυτή θα αρχίσει να ισχύει, ως προς αυτό, τρεις μήνες μετά την ημερομηνία κατάθεσης των εγγράφων της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.

Άρθρο 12

1. Κάθε κράτος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, να ορίσει το έδαφος ή τα εδάφη στα οποία θα εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση.

2. Κάθε κράτος μπορεί κατά το χρόνο της κατάθεσης από αυτό του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή οποτεδήποτε μεταγενέστερα, να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης με δήλωση που απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος που προσδιορίζεται στη δήλωση και του οποίου εγγυάται τις διεθνείς σχέσεις ή για το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να συμβάλλεται.

3. Κάθε δήλωση που γίνεται σε εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να αποσυρθεί, αναφορικά με οποιοδήποτε έδαφος που προσδιορίζεται στη δήλωση αυτή, με γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση θα επιφέρει αποτέλεσμα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στη γνωστοποίηση.

Άρθρο 13

1. Κάθε κράτος μπορεί κατά το χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης να δηλώσει ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αρνηθεί την έκδοση σε ό,τι αφορά κάθε παράβαση απαριθμούμενη στο άρθρο 1 η οποία θεωρεί ως πολιτικό έγκλημα, ως έγκλημα συναφές με πολιτικό ή ως έγκλημα που υποκινήθηκε από πολιτικά κίνητρα, υπό τον όρο ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση κατά την εκτίμηση του χαρακτήρα του εγκλήματος να λάβει σοβαρά υπόψη τον ιδιαζόντως σοβαρό χαρακτήρα του, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

α. ότι δημιούργησε συλλογικό κίνδυνο ζωής, σωματικής ακεραιότητας ή ελευθερίας προσώπων, ή

β. ότι προσέβαλε πρόσωπα ξένα προς τα κίνητρα τα οποία το υποκίνησαν, ή

γ. ότι χρησιμοποιήθηκαν μέσα σκληρά ή ειδεχθή για την πραγμάτωσή του.

2. Κάθε κράτος μπορεί να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει επιφύλαξη που διατυπώθηκε από αυτό δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου, με δήλωση απευθυνόμενη προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την ημερομηνία λήψης της.

3. Ένα κράτος που διατύπωσε επιφύλαξη βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δεν μπορεί να απαιτήσει την εφαρμογή του άρθρου 1 από άλλο κράτος. Εν τούτοις, μπορεί, εάν η επιφύλαξη είναι μερική ή υπό όρο να ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου αυτού κατά το μέτρο που αυτό το ίδιο έχει αποδεχτεί το περιεχόμενό του.

Άρθρο 14

Κάθε συμβαλλόμενο κράτος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση απευθύνοντας έγγραφη γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η καταγγελία αυτή θα αρχίσει αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στη γνωστοποίηση.

Άρθρο 15

Η σύμβαση παύει να ισχύει ως προς κάθε συμβαλλόμενο κράτος το οποίο αποσύρεται από το Συμβούλιο Ευρώπης ή το οποίο παύει να ανήκει σ` αυτό.

Άρθρο 16

Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα γνωστοποιεί προς τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου:

α. κάθε υπογραφή, β. την κατάθεση κάθε εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης,

γ. κάθε ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 11,

δ. κάθε δήλωση ή γνωστοποίηση που λαμβάνεται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12,

ε. κάθε επιφύλαξη που διατυπώνεται κατ` εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 13,

στ. την ανάκληση κάθε επιφύλαξης που γίνεται κατ` εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 13,

ζ. κάθε γνωστοποίηση που λαμβάνεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 14 και την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η καταγγελία,

η. κάθε παύση της ισχύος της σύμβασης κατ` εφαρμογή του άρθρου 15.

Σε πίστη των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι` αυτό, υπέγραψαν την παρούσα σύμβαση.

Έγινε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1977, στη γαλλική και αγγλική γλώσσα, σε δύο κείμενα που έχουν την ίδια ισχύ, σε ένα μοναδικό αντίτυπο το οποίο Θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήσει επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης αυτής σε κάθε κράτος που την υπέγραψε.

Άρθρο δεύτερο
Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς για κάθε έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο 1 της σύμβασης υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 αυτής.

Άρθρο τρίτο
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της σύμβασης που κυρώνεται από την ημερομηνία που ορίζει το άρθρο 11 παρ. 3 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 16  Ιουνίου 1988

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΑΓΑΜ. ΚΟΥΤΣΟΓΙΩΡΓΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ