Νόμος 172 ΦΕΚ Α΄ 202/23.9.1975
Περί καταργήσεως α) της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4352/1964 “περί διατάξεων αφορωσών τους δημοσίους υπαλλήλους κ.λ.π” και β) της παρ.4 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 176/1969 “περί καταβολής αμοιβών εις τους μετέχοντας συμβουλίων και επιτροπών” και ρυθμίσεως συναφών τινων θεμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε
Άρθρον 1
1. Η παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4352/1964 “περί διατάξεων αφοροσών τους δημοσίους υπαλλήλους κλπ.”, ως και η παρ. 4 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 176/1969 “περί καταβολής αμοιβών εις τους μετέχοντας συμβουλίων και επιτροπών” καταργούνται.
2. Πάσης φύσεως αξιώσεις δικαστικών λειτουργών και δημοσίων εν γένει υπαλλήλων περί αμοιβής αυτών υφ` οιονδήποτε τύπον ή μορφήν, γεννηθείσαι μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1974 κατ` εφαρμογήν των υπό της προηγουμένης παραγράφου καταργουμένων διατάξεων, κηρύσσονται παραγεγραμμέναι, εφ` όσον περί αυτών δεν εξεδόθησαν αμετάκλητοι δικαστικαί αποφάσεις.
Άρθρον 2
Δικαστικοί λειτουργοί αποκατασταθέντες κατά τους όρους της Συντακτικής Πράξεως της 4/5.9.1974 “περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη” και μη δικαιούμενοι απολήψεως αποδοχών, διά τον χρόνον καθ` ον παρέμειναν εκτός υπηρεσίας, συμφώνως προς το άρθρον 8 παρ. 1 της αυτής Συντακτικής Πράξεως, δεν υποχρεούται εις την επιστροφήν των προς αυτούς καταβληθεισών περιοδικών παροχών εν γένει υπό των ασφαλιστικών ταμείων παρ` οιςήσανησφαλισμένοι. Το τυχόν καταβληθέν εφ` άπαξ βοήθημα παρ` οιουδήποτε ταμείου επί τη απολύσει των ως άνω δικαστικών λειτουργών επιστρέφεται ατόκως εντός δύο ετών από τις επανόδου των, άλλως τα ληφθέντα ποσά επιστρέφονται παρ` αυτών ή παρακρατούνται υπό του καταβαλόντος ταμείου κατά την εκ της υπηρεσίας έξοδόν των εκ του οφειλομένου εφ` άπαξ βοηθήματος, εντόκως από της παρόδου της ως άνω προθεσμίας προς 4%. Η καταβολή εισφορών εις τα Ταμεία ταύτα διά το εκτός υπηρεσίας χρονικόν διάστημα βαρύνει το Δημόσιον, εξοφλούνται δε διά λογαριασμόν των παρ` αυτού.
Άρθρον 3
1. Αι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υφιστάμεναι κεναί θέσεις Εμμίσθων Παρέδρων παρά Πρωτοδικείοις και Εισαγγελίαις Πρωτοδικών πέραν των δι` ας προεκηρύχθη ο διαγωνισμός της 12 Μαρτίου 1975 θέσεων, ως και αι κενούμεναι μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1975 θέσεις, δύνανται να πληρώνται διά διορισμού εκ των επιλαχόντων εις τον ως άνω διαγωνισμόν και κατά την σειράν της επιτυχίας αυτών.
2. Ομοίως αι κεναί θέσεις Εμμίσθων Παρέδρων Φορολογικών Πρωτοδικείων πέραν των δι` ας προεκηρύχθη ο διαγωνισμός της 13 Ιανουαρίου 1975 θέσεων, ως και αι κενούμεναι μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1975 θέσεις, δύνανται να πληρώνται διά διορισμού εκ των επιλαχόντων εις τον ως άνω διαγωνισμόν και κατά την σειράν της επιτυχίας αυτών.
Άρθρον 4
Πρόεδροι Πρωτοδικών, Εισαγγελείς Πρωτοδικών, Πρωτοδίκαι και Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών, κριθέντες υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τρίς, μη προακτέοι από 21ης Απριλίου 1967 μέχρι 23ης Ιουλίου 1974, επανακρίνονται προς προαγωγήν. Εν περιπτώσει ευνοϊκής κρίσεως το ΑνώτατονΔικαστικόνΣυμβούλιον αποφαίνεται και περί της σειράς αρχαιότητος αυτών.
Άρθρον 5
1. Τα πολυμελή δικαστήρια της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, αι εισαγγελίαι αυτών, τα ειρηνοδικεία και τα ειδικά πταισματοδικεία διευθύνονται υπό των προέδρων, εισαγγελέων, ειρηνοδικών και πταισματοδικών, αντιστοίχως, επιφυλασσομένων των διατάξεων των επομένων παραγράφων.
2. α) Του Εφετείου ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αεροπαγίτης,
β) της Εισαγγελίας Εφετών ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου,
γ) Του Πρωτοδικείου Αθηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αεροπαγίτης ή πρόεδρος εφετών ή εφέτης, των δε λοιπών Πρωτοδικείων εις τα οποία υπηρετούν πέντε ή πλείονες πρόεδροι πρωτοδικών δύναται να ορίζηται, ως προϊστάμενος εφέτης,
δ) της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ΑΘηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος εισαγγελεύς εφετών ή αντεισαγγελεύς εφετών, των δε λοιπών εισαγγελιών πρωτοδικών εις τας οποίας υπηρετούν δύο ή πλείοντες εισαγγελείς πρωτοδικών δύναται να ορίζηται, ως προϊστάμενος αντεισαγγελεύς εφετών,
ε) του Ειρηνοδικείου Αθηνών δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος πρόεδρος πρωτοδικών, των δε λοιπών ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων εις τας οποία υπηρετούν επτά ή πλείονεςειρηνοδίκαι ή πταισματοδίκαι δύναται να ορίζηται ως προϊστάμενος αυτών πρωτοδίκης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 500/1976, ΦΕΚ Α 341.
3. Οι κατά την παρ. 2 προϊστάμενοι των δικαστηρίων και εισαγγελιών αποσπώνται διά Π. Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά προηγουμένηναπόφασιν του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, εκ των υπηρετούντων εις το Ανώτερονδικαστήριον ή την εισαγγελίαν, εις α υπάγεται το δικαστήριον ή η εισαγγελία ένθα η απόσπασις. Η διάρκεια της αποσπάσεως ορίζεται δι` εν έτος δυναμένη να παρατείνεται προ της λήξεώς της ως και να ανακαλήται κατά τον αυτόν τρόπον. Οι ούτως αποσπώμενοι ως προϊστάμενοι δικαστηρίων ή εισαγγελιών, δικαστικοί λειτουργοί διατηρούν πάντα τα εκ του βαθμού των δικαιώματα και υποχρεώσεις και ασκούν αντιστοίχως τα καθήκοντα του προέδρου Εφετών, του Εισαγγελέως εφετών, του προέδρου πρωτοδικών, του εισαγγελέως πρωτοδικών, του ειρηνοδίκου ή πταισματοδίκου.
4. Εις τα εφετεία και τας εισαγγελίας εφετών, τα πρωτοδικεία και τας εισαγγελίας πρωτοδικών, ως και εις τα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, εις τα οποία υπηρετούν αντιστοίχως πλείονες του ενός πρόεδροι εφετών, εισαγγελείς εφετών, πρόεδροι πρωτοδικών, εισαγγελείς πρωτοδικών, ειρηνοδίκαι και πταισματοδίκαι, καθήκοντα προϊσταμένου ασκεί ο εκ τούτων αρχαιότερος.
Άρθρον 6
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 918 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Αναγκαστική εκτέλεσις δύναται να γίνη μόνον επί τη βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου φέροντος τον εκτελεστήριον τύπον (απόγραφον). Ο εκτελεστήριος τύπος συνίσταται εις την εν ονόματι του Ελληνικού Λαού έκδοσιν αυτού και την διαταγήν προς άπαντα τα αρμόδια όργανα όπως προβούν εις εκτέλεσιν του τίτλου”.
2. Η εκτέλεσις δικαστικών εν γένει αποφάσεων, η διαταχθείσα από της ενάρξεως της ισχύος του νέου Συντάγματος μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος θεωρείται νομίμως διαταχθείσα είτε αύτη διετάχθη εν ονόματι του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε εν ονόματι του Ελληνικού λαού.
3. Το άρθρον 7 της από 1/1 Αυγούστου 1974 Συντακτικής Πράξεως “περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου κλπ.”, διά του οποίου αντικατεστάθη το άρθρον 28 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, καταργείται.
Άρθρον 7
1. Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά γνωμοδότησιν της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, δύναται να ορίζωνταιμεταβατικαίέδραι του Εφετείου Αιγαίου ως πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου προς εκδίκασιν εις αυτάς υποθέσεων τμημάτων της περιφερείας τούτου. Διά του αυτού ή ετέρου Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου κατά την αυτήν διαδικασίαν ορίζονται ο αριθμός αι ημέραι, ο τόπος των συνεδριάσεων, ως και τα της οργανώσεως και λειτουργίας της γραμματείας του Εφετείου εις τας μεταβατικάς αυτού έδρας.
2. Η κατά την προηγουμένηνπαράγραφον υπαγωγή πολιτικών ή ποινικών υποθέσεων προς εκδίκασιν εις μεταβατικήνέδραν δεν συνιστά αποκλειστικήν κατά τόπον αρμοδιότητα του Εφετείου, δύναται δε ο πρόεδρος εφετών προκειμένου περί πολιτικών υποθέσεων ή ο εισαγγελεύς Εφετών προκειμένου περί ποινικών υποθέσεων, εάν ήθελον κρίνει ότι δι` ειδικούς λόγους δεν ενδείκνυται η εκδίκασιςωρισμένης πολιτικής ή ποινικής υποθέσεως εις την μεταβατικήνέδραν, να προσδιορίζουν ταύτην προς εκδίκασιν εις την μόνιμονέδραν του Εφετείου.
Άρθρον 8
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 17 Σεπτεμβρίου 1975
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ