Νόμος 1688 ΦΕΚ Α΄29/13.3.1987
Κύρωση διεθνούς Σύμβασης κατά της σύλληψης ομήρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η διεθνής Σύμβαση κατά της σύλληψης ομήρων, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 18 Δεκεμβρίου 1979 υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ ΟΜΗΡΩΝ
Τα Κράτη μέρη της παρούσας Σύμβασης.
Έχοντας υπόψη τους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που αφορούν τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών.
Αναγνωρίζοντας ιδιαίτερα ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ασφάλεια του προσώπου του, όπως αυτό προβλέπεται στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Επαναβεβαιώνοντας την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων των λαών και του δικαιώματος τους για αυτοδιάθεση, το οποίο καθιερώθηκε στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στη Διακήρυξη τη σχετική με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, που αφορούν τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στις άλλες σχετικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης.
Θεωρώντας ότι η σύλληψη ομήρων είναι έγκλημα που απασχολεί σοβαρά τη διεθνή κοινότητα και ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης, οποιοσδήποτε διαπράττει πράξη συλλήψεως ομήρων πρέπει να διωχθεί (ποινικά) ή να εκδοθεί.
Έχοντας πεισθεί για την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθεί η διεθνής συνεργασία μεταξύ των κρατών σε ότι αφορά την εκπόνηση και την υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη, την καταστολή και την τιμωρία όλων των πράξεων σύλληψης ομήρων ως εκδηλώσεων της διεθνούς τρομοκρατίας,
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
1. Σύμφωνα με την έννοια της παρούσας Σύμβασης, διαπράττει το έγκλημα της σύλληψης ομήρων οποιοσδήποτε συλλαμβάνει ένα πρόσωπο (επονομαζόμενο εφεξής “όμηρος”) ή το κρατά αιχμάλωτο και απειλεί ότι θα το σκοτώσει, θα το τραυματίσει ή ότι θα συνεχίσει να το κρατά αιχμάλωτο, με σκοπό να εξαναγκάσει ένα τρίτο μέρος, δηλαδή ένα κράτος, μια διεθνή διακυβερνητική οργάνωση, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων, να προβεί σε μια οποιαδήποτε πράξη ή να την αποφύγει ως ρητή ή σιωπηρή προϋπόθεση της απελευθερώσεως του ομήρου.
2. Κατά την παρούσα Σύμβαση, διαπράττει επίσης έγκλημα οποιοσδήποτε:
α) Επιχειρεί να διαπράξει μια πράξη σύλληψης ομήρων ή
β) γίνεται συνεργός προσώπου που διαπράττει ή επιχειρεί να διαπράξει μία πράξη σύλληψης ομήρων.
Άρθρο 2
Κάθε κράτος μέρος τιμωρεί τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο με τις κατάλληλες ποινές λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρή φύση των εγκλημάτων αυτών.
Άρθρο 3
1. Το Κράτος μέρος, στο έδαφος του οποίου κρατείται ο όμηρος από το δράστη του εγκλήματος, λαμβάνει όλα τα μέτρα που κρίνει κατάλληλα για να βελτιώσει την τύχη του ομήρου, κυρίως για να επιτύχει την απελευθέρωση του και, εν ανάγκη, να διευκολύνει την αναχώρηση του μετά την απελευθέρωση του.
2. Αν ένα αντικείμενο, που απέκτησε ο δράστης του εγκλήματος από τη σύλληψη ομήρων, περιέλθει στην κατοχή ενός κράτους μέρους, το κράτος αυτό το αποδίδει, μόλις είναι δυνατό, στον όμηρο ή στο τρίτο μέρος που αναφέρεται στο άρθρο πρώτο, ανάλογα με την περίπτωση, ή στις αρμόδιες αρχές τους.
Άρθρο 4
Τα κράτη μέρη συνεργάζονται για την πρόληψη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο, ειδικά:
α) Λαμβάνοντας όλα τα δυνατά μέτρα για την πρόληψη της προετοιμασίας στα αντίστοιχα εδάφη τους των εγκλημάτων αυτών που πρόκειται να διαπραχθούν στο εσωτερικό του εδάφους τους ή έξω από αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων που σκοπό έχουν να απαγορεύσουν στο έδαφος τους τις παράνομες δραστηριότητες των ατόμων, των ομάδων και των οργανώσεων που ενθαρρύνουν, υποθάλπουν, οργανώνουν ή διαπράττουν πράξεις συλλήψεις ομήρων.
β) Ανταλλάσσοντας πληροφορίες και συντονίζοντας τα διοικητικά και άλλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ενδεχομένως, ώστε να προληφθεί η διάταξη των εγκλημάτων αυτών.
Άρθρο 5
1. Κάθε κράτος μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να καθορίσει τη δικαιοδοσία του, ώστε να εκδικάζει τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο και τα οποία διαπράττονται:
α) στο έδαφος του ή σ` ένα πλοίο ή αεροσκάφος καταχωρημένο στο εν λόγω κράτος,
β) από οποιονδήποτε πολίτη του, ή, εάν το κράτος αυτό να κρίνει ενδεδειγμένο, από τους απάτριδες που έχουν συνήθη τους διαμονή στο έδαφος του,
γ) για να εξαναγκαστεί το κράτος να εκτελέσει μια οποιοδήποτε πράξη ή να την αποφύγει, ή δ) εναντίον ομήρου που είναι πολίτης του κράτους αυτού, όταν το κράτος αυτό το κρίνει ενδεδειγμένο.
2. Επίσης, κάθε κράτος μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να καθορίσει τη δικαιοδοσία του, ώστε να δικάζει τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο, στην περίπτωση που ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος βρίσκεται στο έδαφος του και τον οποίο το κράτος δεν εκδίδει σε κάποιο από τα κράτη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την ποινική δικαιοδοσία, που ασκείται δυνάμει της εσωτερικής νομοθεσίας.
Άρθρο 6
1. Εάν κρίνει ότι οι περιστάσεις το δικαιολογούν, κάθε κράτος μέρος, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος προβαίνει, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, στην κράτηση του προσώπου αυτού ή λαμβάνει κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της παρουσίας του, κατά τη διάρκεια της απαραίτητης χρονικής περιόδου για την έναρξη της ποινικής δίωξης ή της διαδικασίας έκδοσης. Αυτό το κράτος μέρος πρέπει να διενεργήσει αμέσως προκαταρκτική έρευνα προκειμένου να αποδειχθούν τα γεγονότα.
2. Η κράτηση ή τα άλλα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου γνωστοποιούνται χωρίς καθυστέρηση απευθείας ή με τη μεσολάβηση του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών: α) στο κράτος όπου διαπράχθηκε το έγκλημα, β) στο κράτος το οποίοι υπήρξε αντικείμενο του εξαναγκασμού ή της απόπειρας εξαναγκασμού, γ) στο κράτος του οποίου την εθνικότητα έχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπήρξε αντικείμενο του εξαναγκασμού ή της απόπειρας εξαναγκασμού, δ) στο κράτος του οποίου ο όμηρος έχει την εθνικότητα ή στο έδαφος του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του,
ε) στο κράτος του οποίου ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος έχει την εθνικότητα ή, εάν αυτός είναι άπατρις, στο κράτος στο έδαφος του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του,
στ) στο διεθνή διακυβερνητικό οργανισμό που υπήρξε το αντικείμενο του εξαναγκασμού ή της απόπειρας εξαναγκασμού,
ζ) σε όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη.
3. Κάθε πρόσωπο κατά του οποίου λαμβάνονται τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει το δικαίωμα:
α) να επικοινωνεί χωρίς καθυστέρηση με τον πλησιέστερο αρμόδιο εκπρόσωπο του κράτους του οποίου έχει την εθνικότητα ή με εκείνον που είναι με άλλον τρόπο εξουσιοδοτημένος να εξασφαλίσει την επικοινωνία αυτή ή, εάν πρόκειται για άπατρι, με τον εκπρόσωπο του κράτους στο έδαφος του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του,
β) να δέχεται την επίσκεψη ενός εκπροσώπου του κράτους αυτού.
4. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού πρέπει να ασκούνται στα πλαίσια των νόμων και των κανονισμών του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος. Πάντως εξυπακούεται, ότι οι νόμοι και οι κανονισμοί αυτοί πρέπει να επιτρέπουν την πλήρη πραγματοποίηση των σκοπών για τους οποίους παρέχονται τα δικαιώματα αυτά δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού δε θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους μέρους, που έχει καθορίσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 1 β) του άρθρου 5, να καλεί τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού να επικοινωνεί με το φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος και να τον επισκέπτεται.
6. Το κράτος το οποίο προβαίνει στην προκαταρκτική έρευνα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου ανακοινώνει σύντομα τα συμπεράσματα στα κράτη ή στον οργανισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και τα πληροφορεί εάν σκοπεύει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.
Άρθρο 7
Το κράτος μέρος, στο οποίο έχει αρχίσει μια ποινική διαδικασία κατά του φερομένου ως δράστη του εγκλήματος, ανακοινώνει, σύμφωνα με τους νόμους του, το οριστικό αποτέλεσμα στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος το πληροφορεί στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη και τους ενδιαφερόμενους διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς.
Άρθρο 8
1. Το κράτος μέρος στο έδαφος του οποίου ανακαλύπτεται ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος, εάν δεν τον εκδόσει, διαβιβάζει την υπόθεση, χωρίς καμία εξαίρεση, τόσο εάν το έγκλημα διαπράχθηκε στο έδαφος του όσο και αν δε διαπράχθηκε εκεί, στις αρμόδιες αρχές του, ώστε να ασκήσουν την ποινική δίωξη σύμφωνα με τη διαδικασία της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Οι αρχές αυτές αποφασίζουν υπό τους ίδιους όρους, όπως και για κάθε έγκλημα του κοινού δικαίου σοβαρής φύσης, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους αυτού.
2. Κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει αρχίσει μια ποινική διαδικασία για ένα από τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο απολαμβάνει της εγγυήσεως μιας δίκαιης μεταχείρισης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, όπου περιλαμβάνονται όλα τα δικαιώματα και οι εγγυήσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το πρόσωπο.
Άρθρο 9
1. Δε θα ικανοποιείται αίτηση έκδοσης του φερόμενου ως δράστη του εγκλήματος που υποβάλλεται δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, εάν το κράτος προς το οποίο απευθύνεται αυτή έχει ουσιώδεις λόγους να πιστεύει:
α) ότι η αίτηση έκδοσης η σχετική με ένα έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο πρώτο έχει υποβληθεί με σκοπό να διωχθεί ή να τιμωρηθεί ένα πρόσωπο λόγω της φυλής του, της θρησκείας του, της υπηκοότητας του, της εθνικότητας του ή των πολιτικών του πεποιθήσεων, ή
β) ότι η θέση αυτού του προσώπου κινδυνεύει να υποστεί βλάβη:
i) για έναν οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο α) της παραγράφου αυτής, ή
ii) για το λόγο ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους, που είναι εξουσιοδοτημένες ν` ασκούν τα δικαιώματα προστασίας, δεν μπορούν να επικοινωνούν με το πρόσωπο αυτό.
2. Σχετικά με τα εγκλήματα, τα οποία καθορίζονται στη Σύμβαση αυτήν, οι διατάξεις όλων των Συνθηκών και Συμφωνιών έκδοσης που εφαρμόζονται μεταξύ κρατών μερών τροποποιούνται μεταξύ αυτών των κρατών μερών στο μέρος που είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα Σύμβαση.
Άρθρο 10
1. Τα εγκλήματα που προβλέπονται το άρθρο πρώτο συμπεριλαμβάνονται αυτοδικαίως ως περίπτωση έκδοσης σε κάθε Συνθήκη έκδοσης που έχει συναφθεί μεταξύ κρατών μερών. Τα κράτη μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να περιλάβουν τα εγκλήματα αυτά ως περιπτώσεις έκδοσης σε κάθε Συνθήκη έκδοσης που πρόκειται να συνάψουν μεταξύ τους.
2. Εάν σε ένα κράτος μέρος, το οποίο εξαρτά την έκδοση από την ύπαρξη μιας Συνθήκης, υποβληθεί αίτηση έκδοσης από ένα άλλο κράτος μέρος, με το οποίο δεν είναι δεσμευμένο με Συνθήκη έκδοσης, το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει την ευχέρεια να θεωρήσει, ότι η παρούσα Σύμβαση αποτελεί τη νομική βάση της έκδοσης σε ότι αφορά τα εγκλήματα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο πρώτο. Η έκδοση υπάγεται στους άλλους όρους που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3. Τα κράτη μέρη, που δεν εξαρτούν την έκδοση από την ύπαρξη Συνθήκης, αναγνωρίζουν τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο ως περιπτώσεις έκδοσης μεταξύ τους υπό τους όρους που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
4. Μεταξύ των κρατών μερών, τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο θεωρούνται, για το σκοπό της έκδοσης, σαν να έχουν διαπραχθεί τόσο στον τόπο της τέλεσης τους όσο και στο έδαφος των κρατών που πρέπει να καθορίσουν τη δικαιοδοσία τους δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 5.
Άρθρο 11
1. Τα κράτη μέρη παρέχουν αμοιβαία την όσο το δυνατό μεγαλύτερη δικαστική συνδρομή σε κάθε ποινική διαδικασία σχετική με τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο πρώτο, στην οποία περιλαμβάνεται η ανακοίνωση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτουν και τα οποία είναι απαραίτητα για τη διαδικασία.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις τις σχετικές με τη δικαστική συνδρομή που ορίζονται σε κάθε άλλη Συμφωνία.
Άρθρο 12
Στο μέτρο που οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 για την προστασία των θυμάτων του πολέμου ή τα πρόσθετα πρωτόκολλα των Συμβάσεων αυτών εφαρμόζονται σε μία ιδιαίτερη πράξη σύλληψης ομήρων και στο μέτρο που τα κράτη μέρη της παρούσας Σύμβασης είναι υποχρεωμένα, δυνάμει των Συμβάσεων αυτών, να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να παραδίδουν το δράστη της σύλληψης ομήρων, η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε μια πράξη σύλληψης ομήρων, η οποία διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια ένοπλων συρράξεων υπό την έννοια των συμβάσεων της Γενεύης του 1949 και των σχετικών πρωτοκόλλων, συμπεριλαμβανομένων και των ένοπλων συρράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου πρώτου του πρόσθετου πρωτοκόλλου i του 1977, σύμφωνα με τις οποίες οι λαοί αγωνίζονται κατά της αποικιοκρατίας και της ξένης κατοχής και κατά των ρατσιστικών καθεστώτων, στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση, δικαίωμα που καθιερώθηκε από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τη Διακήρυξη τη σχετική με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, που αφορούν τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 13
Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται όταν το έγκλημα διαπράττεται στο έδαφος ενός μόνο κράτους, όταν ο όμηρος και ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος έχουν την εθνικότητα του κράτους αυτού και όταν ο φερόμενος ως δράστης του εγκλήματος ανακαλύπτεται στο έδαφος του κράτους αυτού.
Άρθρο 14
Στην παρούσα Σύμβαση τίποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι αποτελεί δικαιολογητικό λόγο για παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός κράτους κατά παράβαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 15
Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δε θα επηρεάσουν την εφαρμογή των Συνθηκών για το άσυλο, που ισχύουν κατά την ημερομηνία υιοθέτησης της Σύμβασης αυτής σε ότι αφορά τα κράτη μέρη που είναι σ` αυτές τις Συνθήκες, αλλά ένα κράτος μέρος της παρούσας Σύμβασης δε θα μπορεί να επικαλεσθεί τις Συνθήκες αυτές ως προς ένα άλλο κράτος μέρος της Σύμβασης αυτής που δεν είναι μέρος των Συνθηκών αυτών.
Άρθρο 16
1. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μερών, που αφορά στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης και η οποία δε διευθετείται με την οδό των διαπραγματεύσεων, υποβάλλεται σε διαιτησία, μετά από αίτηση του ενός από αυτά τα κράτη. Εάν, μέσα σε έξι μήνες μετά την ημερομηνία της αίτησης διαιτησίας, τα μέρη δεν κατορθώσουν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, ένα οποιοδήποτε από τα μέρη αυτά μπορεί να υποβάλει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, καταθέτοντας μία αίτηση σύμφωνα με το καταστατικό του Δικαστηρίου.
2. Κάθε κράτος θα μπορεί, τη στιγμή που θα υπογράψει την παρούσα Σύμβαση, θα την επικυρώσει ή θα προσχωρήσει σ` αυτή, να δηλώσει ότι δε θεωρείται δεσμευμένο από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Τα άλλα κράτη μέρη δε θα δεσμεύονται από τις διατάξεις αυτές απέναντι σ` ένα κράτος μέρος που θα έχει διατυπώσει μια τέτοια επιφύλαξη.
3. Κάθε κράτος μέρος το οποίο θα έχει διατυπώσει μια επιφύλαξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, θα μπορεί οποτεδήποτε να άρει την επιφύλαξη αυτή με μια γνωστοποίηση που απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 17
1. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από όλα τα κράτη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1980, στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη.
2. Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί. Τα έγγραφα επικύρωσης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
3. Στην παρούσα Σύμβαση μπορεί να προσχωρήσει κάθε κράτος. Τα έγγραφα προσχώρησης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 18
1. Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του εικοστού δεύτερου εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης.
2. Για καθένα από τα κράτη που θα επικυρώσουν τη Σύμβαση ή που θα προσχωρήσουν σ` αυτή μετά την κατάθεση του εικοστού δεύτερου εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την κατάθεση απ` αυτό το κράτος του εγγράφου επικύρωσης, ή προσχώρησης του.
Άρθρο 19
1. Κάθε κράτος μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση με έγγραφη γνωστοποίηση, η οποία θα απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει ένα χρόνο, μετά την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 20
Το πρωτότυπο της παρούσας Σύμβασης, της οποίας το αγγλικό, αραβικό, κινεζικό, ισπανικό, γαλλικό και ρωσικό κείμενο έχουν την ίδια ισχύ, θα κατατεθεί στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος θα αποστείλει ακριβές κυρωμένο αντίγραφο σ` όλα τα κράτη.
Σε ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογράφοντες, νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι` αυτό από τις οικείες κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση, η οποία είναι ανοικτή για υπογραφή, στη Νέα Υόρκη τη 18η Δεκεμβρίου 1979.
Άρθρο δεύτερο
Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς για κάθε έγκλημα που προβλέπεται στο άρθρο πρώτο της Σύμβασης υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 αυτής.
Άρθρο τρίτο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίσει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 παρ. 2 αυτής.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 09 Μαρτίου 1987
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ