Νόμος 1658 ΦΕΚ Α΄185/28.11.1986
Κύρωση Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές υποθέσεις, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Γερμανικής Λαϊκής δημοκρατίας, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην Ελληνική και Γαλλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Δικαστικής αρωγής σε αστικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας.
Η Ελληνική Δημοκρατία και η Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία, επιθυμώντας να ενθαρρύνουν τη φιλική συνεργασία μεταξύ των δυο Κρατών με βάση τους σκοπούς και τις αρχές που διακηρύσσονται στην Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη, και εμπνεόμενες από την επιθυμία να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ των δυο Κρατών στον τομέα της δικαστικής αρωγής σε αστικές υποθέσεις. Αποφάσισαν να συνάψουν την παρούσα Σύμβαση.
Για το σκοπό αυτόν, διόρισαν σαν πληρεξούσιούς τους:
Εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας τον Υπουργό Εξωτερικών κ. Γιάννη Χαραλαμπόπουλο.
Εκ μέρους της Γερμανικής Δημοκρατίας τον Υπουργό Εξωτερικών κ. OSKAR FISCHER οι οποίοι συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Ορισμοί
Άρθρο 1
Κατά την παρούσα Σύμβαση:
(1) Ο όρος “σε αστικές υποθέσεις” περιλαμβάνει εκτός από τις αστικές υποθέσεις, τις υποθέσεις εμπορικού, οικογενειακού και εργατικού δικαίου.
(2) Ο όρος “δικαστήρια” περιλαμβάνει επίσης τις άλλες αρχές των οποίων η αρμοδιότητα εκτείνεται στις υποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Νομική προστασία
Άρθρο 2
Ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια
(1) Οι υπήκοοι καθενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια και μπορούν να εγείρουν ενώπιόν τους αγωγές σε αστικά θέματα με τους ίδιους όρους όπως και οι υπήκοοι του Συμβαλλόμενου αυτού Κράτους.
(2) Θεωρούνται υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Κράτους τα άτομα που έχουν την ιθαγένεια αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου αυτού.
(3) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται MUTATIS MUTANDIS στα νομικά πρόσωπα που συστάθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και έχουν την έδρα τους στο έδαφος αυτού.
Άρθρο 3
Απαλλαγή από την εγγυοδοσία αλλοδαπού
Οι υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Κράτους που εμφανίζονται σαν αιτούντες ενώπιον δικαστηρίων του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, απαλλάσσονται από την εγγυοδοσία αλλοδαπού, με την προϋπόθεση να κατοικούν ή να διαμένουν στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο 4
Απαλλαγή από την υποχρέωση προπληρωμής
(1) Οι υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Κράτους απαλλάσσονται από τα δικαστήρια του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, με τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση με τους υπηκόους του Συμβαλλόμενου αυτού Κράτους, από την υποχρέωση προπληρωμής των εξόδων διαδικασίας.
(2) Η απαλλαγή από την υποχρέωση προπληρωμής, που χορηγείται σε υπήκοο από δικαστήριο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για μια δικαστική αγωγή, ισχύει και για όλες τις διαδικαστικές πράξεις που εκτελούνται όσο αφορά αυτήν την αγωγή, από δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
Άρθρο 5
Όροι
(1) Η απόφαση που αποσκοπεί στη χορήγηση απαλλαγής προπληρωμής υπόκειται στην παρουσίαση πιστοποιητικού που βεβαιώνει ότι ο αιτών δεν διαθέτει ή διαθέτει εν μέρει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εκτέλεση της διαδικασίας.
(2) Το πιστοποιητικό πρέπει να εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους στο έδαφος του οποίου ο αιτών κατοικεί ή διαμένει.
(3) Αν ο αιτών δεν κατοικεί ή δε διαμένει ούτε στο έδαφος του ενός ούτε στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, αρκεί ένα πιστοποιητικό προερχόμενο από την αρμόδια διπλωματική ή προξενική αποστολή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
Άρθρο 6
Διαβίβαση της αίτησης
Η αίτηση που αφορά στην απαλλαγή από την υποχρέωση προπληρωμής μπορεί να κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου κράτους του οποίου ο αιτών είναι υπήκοος. Το ίδιο δικαστήριο θα διαβιβάζει τη σχετική με την απαλλαγή από την υποχρέωση προπληρωμής αίτηση στο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους με την οδό που προβλέπεται στο άρθρο 10 της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 7
Εξέταση πληροφοριών
Το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση για την απαλλαγή από την υποχρέωση προπληρωμής μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Δικαστική αρωγή σε αστικές υποθέσεις
Άρθρο 8
Υποχρέωση δικαστικής αρωγής
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να παρέχουν αμοιβαία δικαστική αρωγή σε αστικές υποθέσεις, μετά από αίτηση των δικαστηρίων τους και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 9
Πεδίο εφαρμογής της δικαστικής αρωγής
Η δικαστική αρωγή έχει για αντικείμενο την εκτέλεση διαδικαστικών πράξεων με σκοπό τη διευκρίνιση και τη διαπίστωση γεγονότων ή την κοινοποίηση εγγράφων.
Άρθρο 10
Επικοινωνία
Τα δικαστήρια των Συμβαλλόμενων Κρατών επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω των Υπουργείων Δικαιοσύνης των Συμβαλλόμενων Κρατών, εκτός αν η παρούσα Σύμβαση προβλέπει διαφορετικά.
Άρθρο 11
Γλώσσα και μετάφραση
Οι αιτήσεις δικαστικής αρωγής, οι αιτήσεις κοινοποίησης κλήσεων και τα άλλα συνημμένα έγγραφα, που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, συντάσσονται στη γλώσσα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους και συνοδεύονται από επίσημη κυρωμένη μετάφραση που έχει συνταχθεί στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 12
Περιεχόμενο και τύπος των αιτήσεων
(1) Η αίτηση περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:
1. Το δικαστήριο από το οποίο προέρχεται η αίτηση και το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται.
2. Το αντικείμενο της αίτησης,
3. Τα ονόματα των ενδιαφερομένων μερών, την ιθαγένειά τους, το επάγγελμά τους ή τη δραστηριότητα που ασκούν, την κατοικία ή τη διαμονή τους και την ιδιότητά τους στην υπόθεση,
4. Τα ονόματα και τις διευθύνσεις των νόμιμων αντιπροσώπων.
5. το προς απόδειξη γεγονός ή την ενέργεια που πρέπει να γίνει, μια έκθεση των γεγονότων στο μέτρο που είναι απαραίτητο. Εφόσον πρόκειται για αιτήσεις κοινοποίησης, ειδικότερα τη διεύθυνση και την ιθαγένεια του παραλήπτη, καθώς και τα προς κοινοποίηση έγγραφα.
(2) Η αίτηση και τα συνημμένα έγγραφα υπογράφονται και φέρουν τη σφραγίδα του δικαστηρίου. Αν χρειάζεται προξενική επικύρωση.
(3) Η διαβιβαζόμενη αίτηση συνοδεύεται από επιστολή που συντάσσεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 13
Εκτέλεση των αιτήσεων
(1) Η εκτέλεση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
(2) Μετά από αίτηση του αιτούντος δικαστηρίου, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τύποι που παρεκκλίνουν από τους διαδικαστικούς κανόνες, εφόσον δεν είναι αντίθετοι στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δημόσια τάξη και την έννομη τάξη του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
(3) Μετά από αίτηση, το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί εγκαίρως το αιτούν δικαστήριο για την ημερομηνία και τον τόπο της εκτέλεσης της απόφασης δικαστικής αρωγής. Αυτή η ανακοίνωση μπορεί να διαβιβαστεί απ` ευθείας με το ταχυδρομείο.
Άρθρο 14
(1) Αν το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν είναι αρμόδιο για την εκτέλεση της αίτησης, τη διαβιβάζει στο αρμόδιο δικαστήριο.
(2) Αν το πρόσωπο που αναφέρεται στην αίτηση δεν μπορεί να βρεθεί στην αναγραφόμενη διεύθυνση, το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εντοπίσει την κατοικία του.
(3) Αν το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να εκτελέσει την αίτηση, πληροφορεί σχετικά το αιτούν δικαστήριο, με την οδό που προσλέπεται στο άρθρο 10 της παρούσας Σύμβασης και του κοινοποιεί τους λόγους για τους οποίους η απόφαση δεν έγινε δυνατό να εκτελεστεί.
Άρθρο 15
Η απόδειξη επίδοσης γίνεται με έγγραφο παραλαβής που φέρει την ημερομηνία επίδοσης, την υπογραφή του προσώπου που κάνει την επίδοση και τη σφραγίδα του δικαστηρίου ή με γραπτή βεβαίωση του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, διευκρινίζοντας τον τύπο και την ημερομηνία επίδοσης του εν λόγω εγγράφου.
Άρθρο 16
Επίδοσης στους υπηκόους
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορούν να προβαίνουν σε επίδοση στους υπηκόους που διαμένουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μέσω της διπλωματικής ή προξενικής τους αποστολής. Σ` αυτόν τον τύπο επίδοσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί κανένα εξαναγκαστικό μέτρο.
Άρθρο 17
Ασυλία μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων
(1) Μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας, οποιασδήποτε ιθαγένειας κι αν είναι, που δίνει συνέχεια σε κλήση που του επιδόθηκε από το δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, εμφανιζόμενος ενώπιον των δικαστηρίων του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκειται σε ποινική δίωξη ούτε μπορεί να κρατηθεί για έγκλημα που διέπραξε πριν περάσει τα σύνορα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους. Δεν μπορεί επίσης να τιμωρηθεί σε εκτέλεση προηγούμενης απόφασης.
(2) Μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας χάνει την προστασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αν δεν έχει εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους μέσα σε επτά μέρες από την ημερομηνία κατά την οποία του γνωστοποιήθηκε ότι η παρουσία του δεν είναι πλέον απαραίτητη, αν και είχε τη δυνατότητα να το εγκαταλείψει.
(3) Όταν ένα πρόσωπο που έχει συλληφθεί στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση καλείται σαν μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας ενώπιον δικαστηρίου του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και γι` αυτόν το σκοπό αφήνεται προσωρινά ελεύθερο, απολαμβάνει την προστασία που εγγυώνται οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος αναλαμβάνει τη φύλαξη του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο έδαφός του και το γρηγορότερο δυνατό επαναπατρισμό του μετά την εμφάνισή του στο δικαστήριο.
Άρθρο 18
Έξοδα δικαστικής αρωγής
(1) Το Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση επιβαρύνεται με τα έξοδα της εκτέλεσης της αίτησης δικαστικής αρωγής.
(2) Το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση γνωστοποιεί στο αιτούν δικαστήριο, εάν το τελευταίο τούτο το ζητήσει, το είδος και το ύψος των εξόδων που προέκυψαν.
Άρθρο 19
Άρνηση δικαστικής αρωγής
Η χορήγηση δικαστικής αρωγής μπορεί να αποκρουστεί αν η εκτέλεση της αίτησης: 1. Δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
2. Θα μπορούσε να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τις θεμελιώδεις αρχές της δημόσιας τάξης και της έννομης τάξης του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
Πληροφορίες για το ισχύον δίκαιο
Άρθρο 20
Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλόμενων Κρατών ανταλλάσσουν αμοιβαία, μετά από αίτηση, πληροφορίες για τους νόμους και τους κανονισμούς τους σε αστικές υποθέσεις, στο μέτρο που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των δικαστικών διαδικασιών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Πράξεις και έγγραφα
Άρθρο 21
Απαλλαγή από επικύρωση
(1) Οι πράξεις και τα έγγραφα που συντάχθηκαν σύμφωνα με τον τύπο που υπαγορεύεται από δικαστήριο, αρχή ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τη νομοθεσία Συμβαλλόμενου Κράτους, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, απαλλάσσονται για να μπορούν να χρησιμοποιούνται ενώπιον των δικαστηρίων ή των άλλων αρχών του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, από την προξενική επικύρωση, εφόσον φέρουν την υπογραφή και την επίσημη σφραγίδα.
(2) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης και στην επικύρωση των υπογραφών και των αντιγράφων των πράξεων και των εγγράφων.
Άρθρο 22
Ανταλλαγή ληξιαρχικών πράξεων
(1) Τα συμβαλλόμενα κράτη διαβιβάζουν το ένα στο άλλο, χωρίς φόρους και ανέξοδα, τις ληξιαρχικές πράξεις υπηκόων του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, με την προϋπόθεση αυτές οι περιπτώσεις ληξιαρχικών πράξεων να διαπιστώθηκαν δια πράξεως μόνο μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης.
(2) Οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου διαβιβάζονται αμέσως, οι υπόλοιπες πράξεις διαβιβάζονται μια φορά το χρόνο με τη διπλωματική ή προξενική οδό.
Άρθρο 23
Διαβίβαση ληξιαρχικών πράξεων μετά από αίτηση
(1) Μετά από αίτηση των αρμόδιων αρχών τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαβιβάζουν το ένα στο άλλο, χωρίς φόρους και ανέξοδα, τις ληξιαρχικές πράξεις και τα αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων που αφορούν στην προσωπική κατάσταση των υπηκόων του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και που προορίζονται για επίσημη χρήση. Η προβλεπόμενη χρήση πρέπει να αιτιολογείται στην αίτηση.
(2) Η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να γίνεται με τη διπλωματική ή προξενική οδό. Αν οι αποφάσεις αφορούν σε δικαστικές αποφάσεις, τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλόμενων Κρατών επικοινωνούν μεταξύ τους.
Άρθρο 24
Άρνηση διαβίβασης ληξιαρχικών πράξεων.
Το άρθρο 19 της παρούσας Σύμβασης εφαρμόζεται επίσης και όσον αφορά τη διαβίβαση ληξιαρχικών πράξεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων
Άρθρο 25
Αποφάσεις σχετικές με τα περιουσιακά δικαιώματα
(1) Οι οριστικές δικαστικές αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις σχετικές με περιουσιακά δικαιώματα που εκδόθηκαν στο έδαφος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους αναγνωρίζονται και εκτελούνται στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους υπό τους όρους που ορίζονται στην παρούσα Σύμβαση και εφόσον οι έννομες σχέσεις που είναι αντικείμενο των εν λόγω αποφάσεων δημιουργήθηκαν πριν από τη θέση της παρούσας Σύμβασης σε ισχύ. Οι δικαστικές αποφάσεις σε θέματα υποχρέωσης για διατροφή αναγνωρίζονται και εκτελούνται εφόσον έχουν εκδοθεί μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης.
(2) Θεωρούνται αποφάσεις με την έννοια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου:
1) Οι δικαστικές αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις.
2) Οι δικαστικοί συμβιβασμοί σε θέματα πληρωμής διατροφών.
3) Οι πράξεις αρμόδιων για την υποχρέωση για διατροφή αρχών.
4) Οι αποφάσεις για τα έξοδα διαδικασίας.
5) Οι δικαστικές αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις που αναφέρονται σε αιτήσεις αποζημίωσης.
Άρθρο 26
Προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης
Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 της παρούσας Σύμβασης αποφάσεις αναγνωρίζονται και κηρύσσονται εκτελεστές εφόσον:
1. Η απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.
2. Τηρήθηκαν οι διατάξεις περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Συμβαλλόμενου Κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση.
3. Ο ηττηθείς διάδικος εκκλήθηκε δεόντως και μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους όπου εκδόθηκε η απόφαση.
4. Το ίδιο δικαίωμα ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους δεν έχει γίνει, στο έδαφος του κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση, αντικείμενο προηγούμενης οριστικής απόφασης ή εφόσον δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση δεν έχει προηγουμένως επιληφθεί διαδικασίας επί της ίδιας υποθέσεως.
5. Η απόφαση δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δημόσια τάξη και την έννομη τάξη του κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση.
Άρθρο 27
Αποφάσεις σχετικές με την προσωπική κατάσταση
(1) Οι αποφάσεις που εκδίδονται στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, σχετικά με την προσωπική κατάσταση υπηκόου του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, αναγνωρίζονται στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 26 της παρούσας Σύμβασης.
(2) Οι αποφάσεις με την έννοια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν:
1. Αποφάσεις περί διαζυγίου, περί κήρυξης ακυρότητας γάμου ή διαπίστωσης για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη γάμου.
2. Αποφάσεις περί καθορισμού ή άρνησης πατρότητας.
3. Πράξεις αρμόδιων αρχών σχετικά με την εκούσια αναγνώριση πατρότητας.
4. Αποφάσεις που αφορούν την επιμέλεια των παιδιών.
5. Αποφάσεις σε θέματα επιτροπείας και κηδεμονίας.
6. Αποφάσεις σχετικά με την υιοθεσία παιδιού και την ακύρωσή της.
7. Δικαστικές απαγορεύσεις.
8. Τις αποφάσεις σχετικά με δηλώσεις θανάτου και καθορισμού της ώρας του θανάτου.
Άρθρο 28
Διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων
(1) Οι αναφερόμενες στο άρθρο 27 αποφάσεις σχετικά με την προσωπική κατάσταση αναγνωρίζονται χωρίς ειδική διαδικασία.
(2) Για τις σχετικές με τα περιουσιακά δικαιώματα αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 της παρούσας Σύμβασης, τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Κράτους στο έδαφος του οποίου ζητείται η εκτέλεση, χορηγούν το εκτελεστήριο.
(3) Κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο περιορίζεται στο να εξετάσει αν πληρούνται οι προβλεπόμενες στα άρθρα 25 και 26 προϋποθέσεις.
(4) Η διαδικασία του εκτελεστηρίου και της εκτέλεσης διέπεται από τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο έδαφος του οποίου ζητείται η εκτέλεση.
Άρθρο 29
Αίτηση εκτέλεσης
(1) Η αίτηση για την έκδοση εκτελεστηρίου και για την εκτέλεση μιας απόφασης μπορεί να εισαχθεί στο Πρωτοδικείο του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου έχει εκδοθεί η απόφαση. Η διαβίβαση της αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης γίνεται με την οδό που προβλέπεται στο άρθρο 10 της παρούσας Σύμβασης. Η αίτηση μπορεί επίσης να απευθυνθεί απ` ευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης.
(2) Η αίτηση συνοδεύεται από:
1. Αντίγραφο της απόφασης με απόδειξη ότι απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.
2. Έγγραφο που να βεβαιώνει ότι ο ηττηθείς διάδικος εκλήθη και μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί σύμφωνα με τους νόμους του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου εκδόθηκε η απόφαση.
3. Επίσημη μετάφραση των εγγράφων που προβλέπονται στα εδάφια 1 και 2 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, στη γλώσσα του κράτους που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης.
Άρθρο 30
Εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με τα έξοδα
(1) Αν ο διάδικος, που σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης απηλλάγη από την υποχρέωση καταβολής εγγυοδοσίας αλλοδαπού, καταδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε πληρωμή των εξόδων διαδικασίας, η σχετική με τα έξοδα και τις δαπάνες απόφαση αυτή εκτελείται ανέξοδα στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μετά από αίτηση του δικαιούχου διαδίκου.
(2) Οι φορολογικές αποφάσεις θεωρούνται επίσης σαν αποφάσεις με την έννοια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου 29 της παρούσας Σύμβασης εφαρμόζονται MUTATIS MUTANDIS στην αίτηση σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν στα έξοδα και στα συνημμένα έγγραφα.
(4) Το δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης εκτέλεσης σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, περιορίζεται στο να εξετάσει αν η απόφαση σχετικά με τα έξοδα και τις δαπάνες έχει ισχύ δεδικασμένου και αν είναι εκτελεστή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
Τελικές διατάξεις
Άρθρο 31
Οι νόμοι και κανονισμοί που ισχύουν στα Συμβαλλόμενα Κράτη σε θέματα εισαγωγής και εξαγωγής αντικειμένων, συναλλάγματος και διεθνών πληρωμών, δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 32
Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε επικύρωση. Η ανταλλαγή των εγγράφων επικύρωσης θα γίνει στην Αθήνα.
Άρθρο 33
(1) Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία ανταλλαγής των εγγράφων επικύρωσης.
(2) Θα παραμείνει σε ισχύ για απεριόριστο διάστημα.
(3) Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να καταγγείλει γραπτώς την παρούσα Σύμβαση. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάστηκε στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
Έγινε στο Βερολίνο στις 6 Ιουλίου 1984, σε δυο πρωτότυπα, στην ελληνική, γερμανική και γαλλική γλώσσα και τα τρία κείμενα έχουν την ίδια ισχύ. Σε περίπτωση διάστασης ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης, υπερισχύει το γαλλικό κείμενο.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι πληρεξούσιοι των δυο Συμβαλλόμενων Κρατών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση και έθεσαν τις σφραγίδες τους.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1986
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ