Νόμος 1653 ΦΕΚ Α΄173/8.11.1986

Τροποποίηση διατάξεων του κώδικα των συμβολαιογράφων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1

1. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 670/1977 “περί του Κώδικος Συμβολαιογράφων”, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 1398/1983, μετά την περίπτωση θ` προστίθενται οι περιπτώσεις:

ι) Κρωπίας, ια) Μαραθώνος, ιθ) Αγ. Παρασκευής, ιγ) Ν. Λιοσίων, ιδ) Λαυρίου, εκτός από τη νήσο Κέα και ιε) Νικαίας, “ιστ) Μεγάρων.” Για το διορισμό συμβαιολογράφου στις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων Αχαρνών, Ελευσίνας, Κρωπίας, Μαραθώνος, Αγ. Παρασκευής, Ν. Λιοσίων, Λαυρίου, “Μεγάρων” εκτός από τη νήσο Κέα και Νικαίας απαιτούνται τα προσόντα της περίπτωσης α` της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 670/1977. Μετάθεση συμβολαιογράφων για την πλήρωση θέσεων στις παραπάνω ειρηνοδικειακές περιφέρειες δεν επιτρέπεται.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29, παρ.7 του Ν.1805/1988 (Α 199).

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης με στοιχείο α` της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 670/1977 αντικαθίσταται ως εξής: “α) Όταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή σύγγαμβρός του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης”.

3. Στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 670/1977 η φράση “21ο έτος” αντικαθίσταται με τη φράση δέκατο όγδοο έτος”.

4. Το άρθρο 24 του ν. 670/1977, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 24

Διαγωνισμός υποψηφίων συμβολαιογράφων.

1. Για να διορισθεί κάποιος συμβολαιογράφος πρέπει να πετύχει σε διαγωνισμό.

2. Ο διαγωνισμός γίνεται ενώπιον επιτροπής που αποτελείται από τον πρόεδρο εφετών, τον εισαγγελέα εφετών και ένα συμβολαιογράφο, που έχει οριστεί με τον αναπληρωτή του από τον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο, μετά από έγγραφο του προέδρου εφετών. Τα μέλη της επιτροπής που είναι δικαστικοί λειτουργοί αναπληρούνται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Στην επιτροπή προεδρεύει ο πρόεδρος εφετών και σε περίπτωση κωλύματος και αναπλήρωσής του από εφέτη ο εισαγγελέας εφετών. Χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής.

3. Ο διαγωνισμός προκηρύσσεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και διενεργείται στην έδρα κάθε εφετείου κατά μήνα Μάρτιο, για την πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων που υπάρχουν στην περιφέρεια του εφετείου έως και την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Η διάταξη του άρθρου τρίτου του ν. 1578/1985 εξακολουθεί να ισχύει. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται το ποσό που θα καταβάλει κάθε υποψήφιος στο γραμματέα της εξεταστικής επιτροπής για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό, καθώς και το ύψος της αποζημίωσης των μελών και του γραμματέα της επιτροπής. Το υπόλοιπο ποσό αποδίδεται εξίσου στο Ταμείο Νομικών και στο Ταμείο Ασφάλισης Συμβολαιογράφων.

4. Επιτυχόντες ανακηρύσσονται και διορίζονται με την σειρά της συνολικής τους βαθμολογίας, που προκύπτει κατά τις κείμενες διατάξεις, τόσοι, όσες είναι οι κενές θέσεις σε κάθε ειρηνοδικείο. Σε περίπτωση ισοβαθμίας γίνεται μεταξύ των ισοβαθμούντων κλήρωση από την εξεταστική επιτροπή, σε δημόσια συνεδρίαση. Η βαθμολογία των υπολοίπων δεν ανακοινώνεται, δικαιούται όμως ο ενδιαφερόμενος να λάβει γνώση της βαθμολογίας του από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

5. Οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό οφείλουν, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης, να δηλώσουν ότι αποδέχονται το διορισμό τους στο ειρηνοδικείο στο οποίο πέτυχαν και να προσκομίσουν μέσα στην ίδια προθεσμία τα απαραίτητα για το διορισμό τους δικαιολογητικά. Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρούνται ότι αποποιήθηκαν το διορισμό τους”.

5. Οι διατάξεις του π.δ. 218/1981 εξακολουθούν να ισχύουν κατά τα λοιπά.

6. Στην παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 670/1977 προστίθεται εδάφιο δεύτερο, που έχει ως εξής:

“Κατά το χρονικό διάστημα από 1 Αυγούστου μέχρι 31 Αυγούστου ο συμβολαιογράφος μπορεί να πάρει κανονική άδεια απουσίας μέχρι 30 ημέρες εφ` άπαξ ή τμηματικά χωρίς να χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, να διοριστεί αναπληρωτής του. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του οικείου συλλόγου ορίζεται αριθμός συμβολαιογράφων τουλάχιστον 15%, των υπηρετούντων στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου, οι οποίοι θα παραμένουν υποχρεωτικά κατά την περίοδο αυτή στην έδρα τους. Όπου υπηρετούν λιγότεροι από πέντε συμβολαιογράφοι θα παραμένει τουλάχιστον ένας. Κάθε συμβολαιογράφος που δε βρίσκεται σε άδεια κατά την παραπάνω χρονική περίοδο μπορεί να οριστεί αναπληρωτής οποιουδήποτε συμβολαιογράφου της ίδιας περιφέρειας, ο οποίος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας. Αντίγραφο του εγγράφου της άδειας υποβάλλει ο ίδιος ο συμβολαιογράφος στο συμβολαιογραφικό σύλλογο της περιφέρειάς του, ορίζοντας συγχρόνως με έγγραφη δήλωσή του τον αναπληρωτή του από αυτούς που παραμένουν στην έδρα τους. Σε περίπτωση που δεν ορίσει ειδικά αναπληρωτή του, τον ορίζει κατά περίπτωση ο σύλλογος”.

7. Η παρ. 1 του αριθμού 37 του ν. 670 1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Ο αριθμός των θέσεων συμβολαιογράφων σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη των οικείων συμβολαιογραφικών συλλόγων και των οικείων εισαγγελέων εφέδρων και πρωτοδικών. Μεταβολή του αριθμού αφού δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει διετία από την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος”.

8. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1649/1986 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους συμβολαιογράφους. Τα σχετικά π. διατάγματα εκδίδονται ύστερα από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων του Κράτους.

Άρθρο 2

1. Το άρθρο 96 του ν. 670/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 96. Ο συμβολαιογράφος, για συμβόλαιο ή πράξη που συνέταξε, αλλά το οποίο δεν υπογράφτηκε από τους συμβαλλομένους, δικαιούται να πάρει τη μισή από τη νόμιμη αμοιβή του από αυτόν που έδωσε την εντολή για τη σύνταξη του συμβολαίου ή πράξης. Η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβεί στην περίπτωση αυτή τις εξήντα χιλιάδες δραχμές”.

2. Η περίπτωση α` της παρ. 2 του άρθρου 101 του ν. 670/1977 αντικαθίσταται ως εξής:

“α) Ποσοστό υπέρ του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου. Το ύψος του ποσοστού ορίζεται το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του συμβολαιογραφικού συλλόγου, που συνοδεύεται από τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και μπορεί να τροποποιηθεί με την ίδια διαδικασία κατά τη διάρκεια του έτους. Τα ποσά αυτά διατίθενται για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας και την εκπλήρωση των σκοπών του συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου”.

3. Το άρθρο 102 του ν. 670/1977, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 του ν. 834/1978, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 102.

1. Προκειμένου για συμβόλαια των τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα, με εξαίρεση των Τραπεζών Ελλάδας, Αγροτικής και Ε.Τ.Β.Α., ο συμβολαιογράφος που τα συντάσσει υποχρεούται να καταθέσει στο ταμείο του συμβολαιογραφικού συλλόγου ή στον αρμόδιο για το σκοπό αυτόν συμβολαιογράφο για διανομή μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων που εδρεύουν στις περιφέρειες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 98 και των κατά την παρ. 2 στοιχ. γ` των άρθρων 101 και 146 λοιπών δικαιούχων, τα εξήντα οκτώ εκατοστά (68%) των αναλογικών δικαιωμάτων και επί πλέον τα είκοσι πέντε εκατοστά (25%) των δικαιωμάτων τούτων στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων και παρακρατεί για τον εαυτό του τα υπόλοιπα επτά εκατοστά (7%).

2. Προκειμένου για τη σύνταξη διαμαρτυρικών οποιασδήποτε από τις παραπάνω τράπεζες από τον ίδιο συμβολαιογράφο, τηρούνται τα εξής: α) Εφ` όσον δεν υπερβαίνουν τα εκατό (100) κατά μήνα, ο συμβολαιογράφος κρατάει για τον εαυτό του όλα τα δικαιώματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων, δηλαδή τα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος είκοσι πέντε εκατοστά (25%), τα οποία αποδίδει σ` αυτό, β) για τα πάνω από 100 και ως 200 διαμαρτυρικά κατά μήνα ο συμβολαιογράφος κρατάει για τον εαυτό του τα μισά από τα δικαιώματα, καθώς και τα δικαιώματα για την έκδοση αντιγράφων και από το υπόλοιπο αποδίδει το μισό για κοινή διανομή και το άλλο μισό στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων, γ) για τα πάνω από 200 διαμαρτυρικά ο συμβολαιογράφος υποχρεούται σε κάθε περίπτωση στη σύνταξη διαμαρτυρικού, αλλά από τα δικαιώματά του, εκτός από το ένα δέκατο (1/10) των αντιγραφικών, αποδίδει τα είκοσι εκατοστά (20%) στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων και τα ογδόντα εκατοστά (80%) για κοινή διανομή.

3. Τα ποσοστά που περιέρχονται στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, κατανέμονται στους κλάδους υγείας και πρόνοιας του ταμείου κατά 2/3 και 1/3 αντίστοιχα.

4. Προκειμένου για προσύμφωνα ή οριστικές δικαιοπραξίες για τη μεταβίβαση αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών κάθε είδους, ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να καταθέσει στο ταμείο του συμβολαιογραφικού συλλόγου ή στον αρμόδιο για το σκοπό αυτόν συμβολαιογράφο, για διανομή μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων που εδρεύουν στις περιφέρειες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 98 και των κατά την παρ. 2 στοιχ. γ των άρθρων 101 και 146 λοιπών δικαιούχων, τα τριάντα εκατοστά (30%) των δικαιωμάτων”.

4. Στο άρθρο 104 του ν. 670/1977 προστίθεται παράγραφος 2, που έχει ως εξής:

“2. Ο συμβολαιογράφος, που δεν καταβάλλει τα δικαιώματα που ορίζονται στα άρθρα 101 και 102 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο”.

5. Η παρ. 1 του άρθρου 122 του ν. 670/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται με τις ακόλουθες δυο παραγράφους, οι δε παράγραφοι 2 έως 4 του ίδιου άρθρου παίρνουν αντίστοιχα τους αριθμούς 3 έως 5.

“1. Σε πόλεις που λειτουργεί αρχειοφυλακείο, αλλά αυτό, κατά την κρίση του Δ.Σ. του οικείου Συλλόγου, δεν επαρκεί για να στεγάσει και άλλα αρχεία συμβολαιογράφων, εκτός από όσα έχουν παραδοθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1986, για τα αρχεία των συμβολαιογράφων της περιφέρειας του ειρηνοδικείου που αποχωρούν με οποιοδήποτε τρόπο ή αποβιώνουν ισχύουν τα εξής: Το αρχείο παραδίδεται με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέως πρωτοδικών, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του οικείου Συλλόγου, σε εκείνον που διορίζεται στη θέση του αποχωρούντος ή αποβιώσαντος συμβολαιογράφου, μετά από αίτησή του. Η σειρά διορισμού καθορίζεται από τη σειρά επιτυχίας στο σχετικό διαγωνισμό. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο συμβολαιογράφος που καταλαμβάνει τη θέση του αποχωρούντος μετά από μετάθεσή του από άλλη ειρηνοδικειακή περιφέρεια. Σε περίπτωση που ο δικαιούμενος δεν υποβάλλει αίτηση για την παραλαβή του αρχείου, δικαιούται να το ζητήσει ο συμβολαιογράφος που θα διοριστεί αμέσως μετά από τον καταλαμβάνοντα τη θέση του αποχωρούντος και μέχρι να εξαντληθεί ο αριθμός των νεοδιοριζομένων. Εάν δεν υποβληθεί καμιά αίτηση, το Δ.Σ. του Συλλόγου καθορίζει έναν από τους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στην περιφέρεια για να παραλάβει το αρχείο, οπότε η άρνηση παραλαβής του αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Οι παραπάνω διατάξεις δεν ισχύουν για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5. Για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, οι περιφέρειες των ειρηνοδικείων, εντός των οποίων επιτρέπεται η άσκηση συμβολαιογραφικών καθηκόντων από συμβολαιογράφο άλλης ειρηνοδικειακής περιφέρειας, θεωρούνται ως μία πόλη. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις πόλεις στις οποίες δε λειτουργεί αρχειοφυλακείο”.

6. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε συμβολαιογραφικού συλλόγου ορίζει με απόφασή του ειδική τριμελή ή πενταμελή επιτροπή από μέλη του ή μη, για την οργάνωση και λειτουργία του κλάδου μηχανογράφησης και πληροφορικής του οικείου συλλόγου, καθώς και ιδιαίτερο λογαριασμό για την εξυπηρέτηση των αναγκών του κλάδου αυτού. Οι δαπάνες του λογαριασμού αυτού περιλαμβάνονται στο ποσοστό της παραγράφου 2, στοιχείο α` του άρθρου 101 του ν. 670/1977. Το Δ.Σ. με εισήγηση της επιτροπής μπορεί να αποσπά υπαλλήλους, προσωρινά ή οριστικά για τον κλάδο αυτόν από το σύλλογο. Η επιτροπή υποχρεούται να υποβάλλει κάθε έτος σχετική έκθεση και οικονομικό απολογισμό στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο υποβάλλει προϋπολογισμό εσόδων – εξόδων και απολογισμό διαχείρισης στις αρμόδιες, κατά τις διατάξεις περί λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ., υπηρεσίες για έγκριση.

7. Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 950/1979 αντικαθίσταται ως εξής:

“Προκειμένου για συμβολαιογραφικά έγγραφα που αφορούν δικαιοπραξία σε ακίνητα για τον υπολογισμό του κατά την προηγούμενη παράγραφο ποσού, καθώς και εκείνου που προσδιορίζεται με τις 125403/54 και 6334/75 αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία ή το από τον τοπικά αρμόδιο οικονομικό έφορο προσδιοριζόμενο ποσό, εκτός αν αυτό είναι μικρότερο από τη δηλούμενη από τους συμβαλλομένους αξία του ακινήτου, η οποία και λαμβάνεται στην περίπτωση αυτήν υπόψη. Το ίδιο ισχύει για τον προσδιορισμό των αμοιβών των δικηγόρων και των δικαιωμάτων των συμβολαιογράφων και υποθηκοφυλάκων”.

Άρθρο 3

1. Η παρ. 2 του άρθρου 959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Ο πλειστηριασμός γίνεται μέσα στην περιφέρεια της κοινότητας ή του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση και κατά την κρίση του δικαστικού επιμελητή που ενεργεί την εκτέλεση, είτε στον τόπο της κατάσχεσης είτε στον τόπο που βρίσκονται τα κατεσχεμένα είτε στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα του τόπου των κατασχεμένων κινητών πραγμάτων. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων δήμων ή κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός γίνεται στον τόπο που ορίζει ο δικαστικός επιμελητής με το πρόγραμμα. Ο πλειστηριασμός γίνεται πάντοτε ημέρα Τετάρτη από τις 12 το μεσημέρι ως τις 2 το απόγευμα”.

2. Η παρ. 2 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Ο πλειστηριασμός γίνεται στην έδρα του δήμου, αν το ακίνητο που πλειστηριάζεται βρίσκεται στην περιφέρεια δήμου και στην έδρα της κοινότητας, αν βρίσκεται στην περιφέρεια κοινότητας και στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα, πάντα ημέρα Τετάρτη, από τις 12 το μεσημέρι ως τις 2 το απόγευμα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης ορίζεται χρηματικό παράβολο που βαρύνει τον επισπεύδοντα και προκαταβάλλεται από αυτόν για τα έξοδα του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος, την ημέρα του πλειστηριασμού. Όταν επισπεύδον είναι το ελληνικό Δημόσιο, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του χρηματικού παραβόλου”.

3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 972 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

“Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί, το αργότερο, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό”.

4. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 965 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Η εγγύηση δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από το ένα τρίτο ούτε μικρότερη από το ένα όγδοο της τιμής της πρώτης προσφοράς”.

5. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 959, του εδαφ. τρίτου της παρ. 1 του άρθρου 972 και της παρ.2 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολ. Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκαν με τον παρόντα νόμο, καθώς και το προστιθέμενο εδάφιο στην παρ.1 του άρθρου 965 του Κώδικα Πολ. Δικονομίας, εφαρμόζονται και στους πλειστηριασμούς οι οποίοι διενεργούνται σύμφωνα με το ν. 365/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε).

6. Στο άρθρο 969 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

“3. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να τον ενεργήσει, εκτός αν συμφωνούν στη ματαίωσή του ο επισπεύδων την εκτέλεση και όλοι οι αναγγελμένοι δανειστές που έχουν καταθέσει εκτελεστό τίτλο”.

7. Στο άρθρο 1002 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας προστίθεται παρ. 3, η οποία έχει ως εξής:

“3. Η παρ. 3 του άρθρου 969 εφαρμόζεται και εδώ”.

8. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν.δ.4114/1960 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Οι δημοσιεύσεις των προβλεπόμενων περιλήψεων από τα άρθρα 960, 961, 999 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας γίνονται από την εφημερίδα ή περιοδικό της παραγράφου 1, εφόσον αυτές αφορούν πλειστηριασμούς ενεργούμενους στις περιφέρειες των πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς. Το ίδιο ισχύει και για τα προγράμματα πλειστηριασμού και τις ειδοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 42 παράγραφος 2 και 59 παράγραφος 2 του ν.δ. της 17ης Ιουλίου /13ης Αυγούστου 1923.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  από το άρθρο 36 του Ν.2214/1994 (Α 75).

9. Η περιοχή Πευκακίων του Δήμου Παιανίας Αττικής, η οποία με το προεδρικό διάταγμα 76/1979 (ΦΕΚ 16Α/1979) έχει υπαχθεί στην περιφέρεια του Δήμου Αγίας Παρασκευής, αποσπάται από την περιφέρεια του υποθηκοφυλακείου Κρωπίας και υπάγεται στην περιφέρεια του υποθηκοφυλακείου Αγίας Παρασκευής.

10. Η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.δ. 1210/1972 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται το μήνα Οκτώβριο κάθε έτους, προκηρύσσεται διαγωνισμός για το μήνα Νοέμβριο του ίδιου έτους για την πλήρωση των θέσεων δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας κάθε πρωτοδικείου που είναι κενές κατά το χρόνο της προκήρυξης”.

11. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 9 του ν.δ. 1210/1972 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

“3. Η ικανότητα των εξετασθέντων στη γραπτή και προφορική δοκιμασία σημειώνεται με τους βαθμούς άριστα 10, λίαν καλώς 9 και 8, καλώς 7 και 6, σχεδόν καλώς 5, μετρίως 4 και 3 και κακώς 2 έως 0.

4. Επιτυχόντες ανακηρύσσονται και διορίζονται με τη σειρά της συνολικής τους βαθμολογίας, και εφ` όσον αυτή είναι τουλάχιστον 5, τόσοι, όσες είναι οι κενές θέσεις που αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Εάν μεταξύ των εξετασθέντων περιλαμβάνονται πολύτεκνοι και τέκνα πολυτέκνων, αναπήρων, θυμάτων πολέμου κι αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, αυτοί προτιμώνται σε ποσοστό δέκα στους εκατό (10%) για να διοριστούν, επίσης με τη σειρά της συνολικής τους βαθμολογίας και εφ` όσον αυτή είναι τουλάχιστον

5. Σε κάθε περίπτωση ισοβαθμίας γίνεται κλήρωση από την εξεταστική επιτροπή, σε δημόσια συνεδρίαση. Η βαθμολογία των υπολοίπων δεν ανακοινώνεται δημόσια, δικαιούται όμως ο ενδιαφερόμενος να λάβει γνώση της βαθμολογίας του από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης”.

12 α. Συνιστώνται τετρακόσιες (400) οργανικές θέσεις κλάδου ΔΕ Φυλάκων φυλακών, σωφρονιστικών και θεραπευτικών καταστημάτων. Ο διορισμός των φυλάκων ενεργείται από πίνακα επιτυχόντων που ισχύει για ένα έτος, ύστερα από διαγωνισμό, που γίνεται συγχρόνως για όλα τα καταστήματα (φυλακές) της χώρας, από τριμελή επιτροπή που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή Σωφρονιστικής Πολιτικής ως πρόεδρο, ένα διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ένα διευθυντή φυλακών. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της Διεύθυνσης Προσωπικού. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει την προφορική εξέταση των υποψηφίων, σε θέματα που αναφέρονται στον “Κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων” (Σωφρονιστικός Κώδικας ν. 1851/1989). Η σειρά επιτυχίας των υποψηφίων καθορίζεται από τη βαθμολογία, που έλαβε ο υποψήφιος στην εξέταση. Η βαθμολογία κυμαίνεται από μηδέν μέχρι εκατό μονάδες. Ο τρόπος διεξαγωγής του διαγωνισμού, τα ειδικότερα θέματα της εξεταστέας ύλης και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Δικαιοσύνης. Για το διορισμό στον εισαγωγικό βαθμό απαιτείται απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν αρτιμέλεια και ανάστημα, χωρίς υποδήματα, οι άνδρες 1,75 του μέτρου και οι γυναίκες 1,65 τουλάχιστον. Αυτά διαπιστώνονται με ιατρική εξέταση ιατρών των φυλακών. Οι διοριζόμενοι, σύμφωνα με την πιο πάνω διαδικασία, μονιμοποιούνται κατά τας διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν αποφοιτήσει με επιτυχία από τη Σχολή Σωφρονιστικών Υπαλλήλων. Κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στην παρούσα, καθώς επίσης και η ισχύς του πίνακα επιτυχόντων του τελευταίου διαγωνισμού, καταργούνται.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 25 του Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α 88).

β. Οι θέσεις προσωπικού των φυλακών, σωφρονιστικών καταστημάτων και ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων αυξάνονται ως ακολούθως: Του κλάδου ΠΕ1 διοικητικού κατά πενήντα (50), δηλαδή από πενήντα (50) σε εκατό (100). Του κλάδου ΤΕ5 κοινωνικών λειτουργών κατά είκοσι (20), δηλαδή από πενήντα εννέα (59) σε εβδομήντα εννέα (79). Του κλάδου ΔΕΙ Διοικητικού κατά πενήντα (50), δηλαδή από εκατόν τέσσερις (104) σε εκατόν πενήντα τέσσερις (154).

γ. Το άρθρο 3 “Πλήρωση θέσεων υπαρχιφυλάκων” του ν. 692/1977 (ΦΕΚ 260) καταργείται.

Άρθρο 4

1. Τα μετά το πρώτο εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

“Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 επ.”.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“Αν όμως η μήνυση ή η αναφορά δε στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την αρχειοθετεί και υποβάλλει αντίγραφο στον εισαγγελέα εφετών, αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει ποινική δίωξη”.

3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 83 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :

“Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο έως την περάτωση της ανάκρισης (άρθρ. 308) προς τον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως είτε από πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδάφ. β` και γ`. Κατά την κατάθεση της δήλωσης συντάσσεται έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας”.

4. Στο τέλος του άρθρου 84 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην πιο πάνω περίπτωση έχει ο αδικηθείς και όταν εγείρει αγωγή ή υποβάλλει απαίτηση στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 68 παρ. 1 και 2). Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος που έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος”.

5. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 92 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Αν ο αστικώς υπεύθυνος που έχει κλητευθεί ή παρέμβει έχει κατοικία ή διανομή στην αλλοδαπή, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του στοιχ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 273. Την κατά το στοιχ. δ` του ίδιου άρθρου υπόμνηση οφείλει να κάνει ο εισαγγελέας ή ο ανακρίνων ή ο διευθύνων τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά περίπτωση”.

6. Στο άρθρο 96 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται διάταξη ως παράγραφος 2 και η διάταξη που υπάρχει αποτελεί την παράγραφο 1. Η προστιθέμενη παράγραφος 2 έχει ως εξής:

“2. Ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται: α) με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδάφ. β` κα γ`. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο υπό τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ένδικων μέσων, εφ` όσον αυτό μνημονεύεται ρητά”. Επίσης αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 96 ως εξής: “Διορισμός και αριθμός συνηγόρων και διαδίκων”.

Άρθρο 5

1. Τα μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

“Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφα της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου 2.000-20.000 δρχ. ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του. Αν η παράβαση είναι και αξιόποινη, μπορεί να επιβληθεί και η προβλεπόμενη ποινή. Αν ο υπαίτιος είναι απών, η απόφαση επιδίδεται σ` αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση διαβιβάζεται με επιμέλεια του εισαγγελέα της έδρας στην προϊσταμένη αρχή αυτού που ενήργησε την επίδοση. Αν ο υπαίτιος δεν παρίσταται, έχει δικαίωμα να ζητήσει, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τότε που του επιδόθηκε η απόφαση, την αναθεώρησή της από το ίδιο δικαστήριο. Σ` αυτήν την περίπτωση συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα”.

2. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες. Αν ο κλητευόμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση.

2. Η προθεσμία αρχίζει την επομένη της επίδοσης και λήγει την προηγούμενη της ημέρας της δικασίμου”.

3. Η παρ. 1 του άρθρου 169 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Ο εισαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι μνημονευόμενοι στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ’ ανώτατο όριο ημέρες εφ` όσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή”.

4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 273 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν.δ. 1160/1972, προστίθεται εδάφιο ε`, το οποίο έχει ως εξής:

“ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ` της παραγράφου αυτής γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 96 παρ. 1 και, αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνο γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο το οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ` της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Την υπόμνηση οφείλει να κάνει ο διευθύνων τη συζήτηση και γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά”.

Άρθρο 6

1. Οι προθεσμίες των τριών ημερών που προβλέπονται στο άρθρο 322 παρ. 1, 2 εδ. 1 και παρ. 3 εδ. 2 του ΚΠΔ μεταβάλλονται σε προθεσμίες 10 ημερών.

2. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 322 του ΚΠΔ, η φράση “της περίπτωσης 6 του άρθρου 111” αντικαθίσταται με τη φράση “της περίπτωσης 7 του άρθρου 111 “.

3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 340 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“Σε πταίσματα και πλημμελήματα που επισύρουν ποινή χρηματική ή πρόστιμο ή ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρι έξι μήνες επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να εκπροσωπείται μόνο από συνήγορο που διορίζεται με απλή έγγραφη δήλωση του κατηγορουμένου και ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν”.

4. Στο τέλος του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν το επιτρέπουν”.

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 466 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των άρθρων 341, 430 και 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο”.

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα η προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων κατά βουλευμάτων αρχίζει από την πραγματική κοινοποίησή τους (άρθρο 165 παρ. 2). Αν δεν έχει γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός μήνα από την έκδοση του βουλεύματος. Η προθεσμία για αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης”.

7. Εφέσεις κατά αποφάσεων του πενταμελούς εφετείου, που έχουν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, εκδικάζονται από το πενταμελές εφετείο, που συντίθεται από εφέτες αρχαιότερους αν είναι δυνατόν από εκείνους που δίκασαν σε πρώτο βαθμό και που προεδρεύεται υποχρεωτικώς από πρόεδρο εφετών.

Άρθρο 7

1. Οι διατάξεις του ν.δ. 1025/1971 (ΦΕΚ 228/1971 τ. Α`), του ν. 294/1976 (ΦΕΚ 82/1976 τ. Α`), του ν. 965/1979 (ΦΕΚ 210/1979 τ. Α`), καθώς και κάθε διάταξη νόμου που αφορά τους δικαστικούς υπαλλήλους εφαρμόζονται αναλόγως και επί των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού και των επομένων. Εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του ν. 1505/1984 (ΦΕΚ 194/1984 τ. Α`) και του ν. 1586/1986 (ΦΕΚ 37/1986 τ. Α`) με τις επιφυλάξεις των παρ. 1 και 7 του άρθρου 18 του τελευταίου αυτού νόμου.

2. Για την κρίση των θεμάτων των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα οποία προβλέπονται από την παρ. 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος, λειτουργούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο δύο δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια, ένα τριμελές και ένα πενταμελές. Τα συμβούλια αυτά είναι συγχρόνως και πειθαρχικά.

3. Για την προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, μετάταξη και απόσπαση των παραπάνω υπαλλήλων, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από το νόμο, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου της προηγούμενης παραγράφου.

4. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό για διαφωνία του Υπουργού Δικαιοσύνης και προσφυγή υπαλλήλων κατά αποφάσεων του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου, καθώς και για κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από το νόμο.

5. Για την οριστική παύση των ανωτέρω υπαλλήλων αρμόδιο είναι το 1ο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε δημόσια συνεδρίαση.

6.Τα τριμελή δικαστικά συμβούλια στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον `Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο συγκροτούνται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και δύο συμβούλους ή αρεοπαγίτες. Αν ο νεότερος αντιπρόεδρος κωλύεται, τον υποκαθιστά ο αμέσως αρχαιότερός του αντιπρόεδρος και όταν κωλύεται και αυτός το αρχαιότερο μέλος του τριμελούς. Τα λοιπά δύο τακτικά μέλη του δικαστικού συμβουλίου με ισάριθμα αναπληρωματικά ορίζονται κατά τον Ιούνιο κάθε έτους με πράξη του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση μεταξύ των συμβούλων ή των αρεοπαγιτών αντιστοίχως.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 παρ.2 του Ν. 1738/1987 (Α` 200).

7. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο συντίθεται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως πρόεδρο, και από τέσσερα μέλη, που ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές με κλήρωση από τους υπηρετούντες αντιπροέδρους και συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποκλειόμενου του αρχαιότερου αντιπροέδρου και των συμβούλων που κληρώθηκαν για το τριμελές συμβούλιο.

8. Η κλήρωση των μελών για τη συγκρότηση των παραπάνω συμβουλίων γίνεται το μήνα Ιούνιο κάθε έτους, κατά τη διάρκεια της πρώτης δημόσιας συνεδρίασης του 1ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιουλίου και τελειώνει την 30ή Ιουνίου του επόμενου έτους. Κατά την πρώτη εφαρμογή αυτού του νόμου η κλήρωση γίνεται στην πρώτη μετά τη δημοσίευσή του δημόσια συνεδρίαση του παραπάνω Τμήματος. Οι πρόεδροι των συμβουλίων αυτών αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.

9. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του το μήνα Ιούνιο κάθε έτους, με πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά την πρώτη εφαρμογή αυτού του νόμου η πράξη ορισμού του γραμματέα και του αναπληρωτή του εκδίδεται αμέσως μετά τη δημοσίευσή του.

10. Σε περίπτωση προαγωγής ή αποχώρησης από την υπηρεσία τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ορίζονται, κατά την παραπάνω διαδικασία, άλλα σε αντικατάστασή τους για το υπόλοιπο της θητείας του Συμβουλίου. Το αυτό ισχύει και για το γραμματέα ή τον αναπληρωτή του σε περίπτωση μετάθεσης, απόσπασης ή αποχώρησής τους.

11. Η μετακίνηση των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις διευθύνσεις, στη γραμματεία της Κεντρικής του Υπηρεσίας, καθώς και στις υπηρεσίες παρέδρων στην Αθήνα και στον Πειραιά γίνονται οίκοθεν, με πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετά από σύμφωνη γνώμη του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου, η οποία προκαλείται με έγγραφο του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

12. Επιτρέπεται απόσπαση των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου α) στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και β) στις περιφερειακές υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου από την Κεντρική του Υπηρεσία ή άλλη περιφερειακή, εφ` όσον και στις δυο αυτές περιπτώσεις υπάρχει σοβαρή υπηρεσιακή ανάγκη. Οι αποσπάσεις αυτές γίνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά προηγούμενη σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου. Είναι δυνατή, ύστερα από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του Πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου και μόνο για την εξυπηρέτηση όλως εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών, η παράταση αποσπάσεων υπαλλήλων που έχουν γίνει πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

Άρθρο 8

1. Στο τέλος του Άρθρου 72 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Υπηρεσίας Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας σ` αυτό, απαιτείται γνώμη του Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, κατά περίπτωση”.

2. Στην παρ. 1 του άρθρου 106 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Επίσης ανέκκλητες είναι οι αποφάσεις του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο”.

3. Στην παρ. 2 του άρθρου 115 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου την πιο πάνω απόφαση εκδίδει ο Πρόεδρος αυτού”.

4. Στην παρ. 6 του άρθρου 115 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Την ίδια δικαιοδοσία έχει ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους υπαλλήλους του Συνεδρίου καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για το προσωπικό της Υπηρεσίας του”.

5. Στην παρ. 1 του άρθρου 107 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Την ίδια παραγγελία δύνανται να απευθύνουν και ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους υπαλλήλους του Συνεδρίου, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του”.

6. Στην παρ. 3 του άρθρου 135 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Το ίδιο δικαίωμα έχουν και ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους υπαλλήλους αυτού, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του”.

7. Στο άρθρο 137 του ν.δ. 1025/1971 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Προκειμένου για υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όμοιο αντίγραφο υποβάλλεται και στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας του”.

8. Στο άρθρο 10 του ν. 294/1976 προστίθεται η ακόλουθη τρίτη παράγραφος:

“3. Για το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε περίπτωση που αποφασιστεί διενέργεια διαγωνισμού, αυτός ενεργείται χωριστά για κάθε κατηγορία (ΠΕ και ΔΕ) υπαλλήλων του”.

9. Στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 294/1976 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

“Στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 294/1976 η εξεταστέα ύλη του διαγωνισμού της κατηγορίας ΠΕ υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιλαμβάνει απαραιτήτως στοιχεία αστικού, διοικητικού, συνταγματικού, δημοσιονομικού και συνταξιοδοτικού δικαίου δικαιοδοσίας Ελεγκτικού Συνεδρίου και λογιστικής, όπως η ύλη αυτή καθορίζεται αναλυτικότερα με πράξη της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.

10. Ο αριθμός των υφιστάμενων οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίζεται σε επτακόσιες είκοσι δύο (722). Οι θέσεις αυτές κατανέμονται ως εξής: α) Θέσεις τετρακόσιες τριάντα τέσσερις (434) κατηγορίας ΠΕ βαθμών Γ-Β-Α. β) Θέσεις διακόσιες πενήντα οκτώ (258) κατηγορίας ΔΕ βαθμών Γ-Β-Α. Οι θέσεις αυτές διακρίνονται περαιτέρω σε διακόσιες είκοσι δύο (222) κατηγορίας ΔΕΙ Διοικητικού και τριάντα έξι (36) κατηγορίας ΔΕ2 Ταξινόμων. γ) Θέσεις τριάντα (30) κατηγορίας ΥΕ επιμελητών δικαστηρίων βαθμών Δ-Γ.

11. Οι πιο πάνω θέσεις κατανέμονται κατ` αριθμό μεταξύ των κεντρικών και των περιφερειακών υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναλόγως. Των υπηρεσιακών αναγκών, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται μετά από γνώμη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

12. Για τις θέσεις του λοιπού προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (νυχτοφύλακες, καθαρίστριες, οδηγοί αυτοκινήτων, εργάτες) δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου αυτού αλλά οι οικείες περί αυτών διατάξεις. Αρμόδια υπηρεσιακά συμβούλια για την κρίση του προσωπικού αυτού είναι τα συμβούλια της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου.

13. Κριτές για τη σύνταξη εκθέσεων υπηρεσιακής ικανότητας του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζονται: Α) Κεντρική Υπηρεσία.

α) Για το προσωπικό της γραμματείας. Κριτής Α` ορίζεται ο προϊστάμενος της γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κριτής Β` ο πρόεδρος του οικείου τμήματος για τους υπαλλήλους των γραμματειών των τμημάτων και ο πρόεδρος του οικείου κλιμακίου για τους υπαλλήλους των γραμματειών των κλιμακίων. Για τον προϊστάμενο της γραμματείας μόνος κριτής ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

β) Για το προσωπικό της Υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου κριτής Α` ο οικείος προϊστάμενος τμήματος, κριτής Β` ο οικείος προϊστάμενος διεύθυνσης. Για τον προϊστάμενο τμήματος κριτής Α` ο οικείος προϊστάμενος διεύθυνσης και κριτής Β` ο αντεπίτροπος. Για τον προϊστάμενο διεύθυνσης κριτής Α` ορίζεται ο αντεπίτροπος και κριτής Β` ο Γενικός Επίτροπος.

γ) Για το προσωπικό των διευθύνσεων και τμημάτων. Κριτής Α` ο οικείος προϊστάμενος τμήματος. Κριτής Β` ο οικείος προϊστάμενος διεύθυνσης. Για τον προϊστάμενο τμήματος κριτής Α` ο οικείος προϊστάμενος διεύθυνσης, κριτής Β` ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή προκειμένου περί διευθύνσεως που ασκεί έλεγχο, ο πρόεδρος του οικείου κλιμακίου. Για τους προϊστάμενους των διευθύνσεων ελέγχου κριτής Α` ο πρόεδρος του οικείου κλιμακίου και κριτής Β` ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για τους προϊστάμενους των λοιπών διευθύνσεων μόνος κριτής ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

δ) Για το προσωπικό των αυτοτελών γραφείων μόνος κριτής ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Β) Για το προσωπικό των Υπηρεσιών Παρέδρων: Κριτής Α` ο προϊστάμενος του τμήματος ή της διεύθυνσης. Κριτής Β` ο πάρεδρος. Για τον προϊστάμενο του τμήματος ή διεύθυνσης. Κριτής Α` ο πάρεδρος Κριτής Β` ο πρόεδρος του 1ου τμήματος.

Γ) Για τις υπηρεσίες των Επιτροπών: Για το προσωπικό κριτής Α` ορίζεται ο Επίτροπος. Κριτής Β` ο πρόεδρος του 1ου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για τους Επιτρόπους κριτής Α` ορίζεται ο πρόεδρος του 1ου τμήματος και κριτής Β` ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

14. Οι αρμοδιότητες της 11ης διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που αφορούν σε θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων του, καθώς και σε θέματα λειτουργικών του δαπανών, ασκούνται μετά τρίμηνο από τη δημοσίευση αυτού του νόμου από τις αντίστοιχες αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 137/1985 τεύχος Α`), επιτρέπεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του, από τις αναφερόμενες παραπάνω, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον προϊστάμενο της εν λόγω διεύθυνσης, καθώς και στους παρέδρους και επιτρόπους των περιφερειακών υπηρεσιών αυτού.

15. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του τριμελούς (υπηρεσιακού) δικαστικού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετατάσσονται με αίτησή τους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης με το βαθμό τον οποίο έχουν και την κατηγορία στην οποία ανήκουν μέχρις οκτώ υπάλληλοι από τους υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, για τη στελέχωση της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

16. Η προβλεπόμενη επιτροπή από το εδ. γ` της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/1982 τεύχος Α`), για τη σύνταξη κωδικοποιημένου νόμου Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διευρύνεται σε επταμελή με την προσθήκη ενός υπαλλήλου βαθμού Α` της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ενός υπαλλήλου βαθμού Α` του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον οποίο προτείνει ο Πρόεδρος του Σώματος. Η Επιτροπή θα περατώσει το έργο της μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1986. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης επιτρέπεται να δοθεί παράταση, για μια φορά, της προθεσμίας αυτής.

17. Σε περίπτωση που αποφασιστεί διενέργεια διαγωνισμού υποψηφίων δικαστικών υπαλλήλων, αυτός ενεργείται για την πλήρωση των υφιστάμενων κατά το χρόνο της προκήρυξής του κενών θέσεων. Οι εξεταστικές επιτροπές συντάσσουν πίνακα που περιλαμβάνει κατά σειρά επιτυχίας αριθμό επιτυχόντων ίσο, το πολύ, προς τον αριθμό των εν λόγω κενών θέσεων.

Άρθρο 9

1. Στην παράγραφο 15 του άρθρου 4 του ν. 1649/1986 “Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις” οι λέξεις “του άρθρου 24 παράγραφος 1” αντικαθίστανται με τις λέξεις “του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 5”.

2. Στην παρ. 2 του άρθρου εικοστού δεύτερου του ν. 4125/1960, όπως κυρώθηκε με το προεδρικό διάταγμα 331/1985 (ΦΕΚ 116 Α`), η φράση “Πληρεξούσιος του διαδίκου στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια” αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε το πιο πάνω π.δ/γμα, στο ορθό:

“Πληρεξούσιος του διαδίκου στα διοικητικά πρωτοδικεία”.

Άρθρο 10
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 1649/1986 “τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων και άλλες διατάξεις” να προστεθεί περίπτωση με στοιχ. ε`, με το εξής περιεχόμενο:

“ε) Στις χήρες με ένα τουλάχιστον ανήλικο παιδί και μέχρι την ενηλικίωσή του”.

Άρθρο 11
Η προθεσμία του άρθρου 120 παράγραφος 2 του ν. 1578/1985 λήγει σε δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οπότε και αρχίζει η προδικασία για την ένταξη των ειρηνοδικών και πταισματοδικών.

Άρθρο 12
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις α) των παραγράφων 1 -8 του άρθρου 3, που αρχίζουν να ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 1987, εκτός από τους πλειστηριασμούς που έχουν προσδιοριστεί και β) της παραγράφου 11 του άρθρου 3, εδάφια α` και β`, που ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 1987.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 31 Οκτωβρίου 1986

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ