Νόμος 1548 ΦΕΚ Α΄95/23.5.1985
Κύρωση Σύμβασης νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 5 Μαρτίου 1984, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο, στην ελληνική γλώσσα, έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδίδοντας μεγάλη σπουδαιότητα στη νομική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες αποφάσισαν να συνάψουν μια Σύμβαση συνεργασίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου και για το σκοπό αυτόν διόρισαν σαν πληρεξουσίους τους:
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας:
Τον κ. Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη, Υπουργό Δικαιοσύνης.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
Τον κ. Φοίβο Ν. Κληρίδη, Υπουργό Δικαιοσύνης.
Οι δύο Υπουργοί, αφού αντάλλαξαν τα πληρεξούσια έγγραφά τους, συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Γενικές Διατάξεις.
Άρθρο 1.
Έννομη Προστασία.
1) Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους και πρόσωπα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σ` αυτό, καθώς και οι Έλληνες στο γένος και οι Κύπριοι στην καταγωγή, απολαμβάνουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους την ίδια νομική προστασία με τους υπηκόους του όσον αφορά τα προσωπικά ή περιουσιακά τους δικαιώματα σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου. Οπουδήποτε στη Σύμβαση αυτή αναφέρονται οι όροι “εμπορικό δίκαιο” ή “εμπορικές υποθέσεις”, περιλαμβάνουν αντίστοιχα και το ναυτικό δίκαιο και τις ναυτικές υποθέσεις.
2) Οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης έχουν εφαρμογή, προσαρμοζόμενες κατάλληλα, και στα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή τα οποία ιδρύθηκαν ή εγκαταστάθηκαν σ` αυτά σύμφωνα με τη νομοθεσία τους.
3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται ελεύθερα στα δικαστήρια, στις εισαγγελικές και συμβολαιογραφικές αρχές (που στο εξής θα ονομάζονται “δικαστικές αρχές”), που η δικαιοδοσία τους καλύπτει τα θέματα που ρυθμίζονται από αυτή τη Σύμβαση, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εμφανίζονται, να υποβάλλουν αιτήσεις και να εγείρουν αγωγές ενώπιον των πιο πάνω αρχών, με τους ίδιους όρους που παρέχεται αυτή η δυνατότητα στους υπηκόους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 2.
Δικαστική Αρωγή.
1) Οι δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα παρέχουν αμοιβαία δικαστική αρωγή σε αστικές, οικογενειακές, εμπορικές και ποινικές υποθέσεις.
2) Οι δικαστικές αρχές θα παρέχουν δικαστική αρωγή και στις άλλες αρχές που η αρμοδιότητά τους εκτείνεται στις υποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου.
Άρθρο 3.
Τρόπος επικοινωνίας.
Οι δικαστικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα επικοινωνούν μεταξύ τους, για τους σκοπούς της δικαστικής αρωγής, μέσω των αντίστοιχων Υπουργείων Δικαιοσύνης. Δεν αποκλείεται η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί και η διπλωματική οδός.
Άρθρο 4.
Έκταση της δικαστικής αρωγής.
Η δικαστική αρωγή περιλαμβάνει τη διαβίβαση και την επίδοση εγγράφων, καθώς και τη διεξαγωγή αποδείξεων.
Άρθρο 5.
Περιεχόμενο της αίτησης για δικαστική αρωγή.
1) Η αίτηση δικαστικής αρωγής πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία:
α) Ονομασία της αιτούσας αρχής.
β) Ονομασία της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση.
γ) Καθορισμός της υπόθεσης σχετικά με την οποία ζητείται η δικαστική αρωγή.
δ) Πλήρες όνομα των διαδίκων, την ιθαγένεια, τη μόνιμη διαμονή, το επάγγελμα, το χρόνο και τον τόπο της γέννησής τους. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, την ονομασία τους και την έδρα τους.
ε) Πλήρες όνομα και διεύθυνση των νομίμων εκπροσώπων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, εφόσον είναι γνωστοί.
στ) Το αντικείμενο της αίτησης και τα απαραίτητα για την εκτέλεσή της στοιχεία.
2) Η αίτηση φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα της αρμόδιας δικαστικής αρχής.
3) Η αίτηση διαβιβάζεται με έγγραφο των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3 της Σύμβασης.
Άρθρο 6
Εκτέλεση της αίτησης δικαστικής αρωγής.
1) Για την εκτέλεση αίτησης δικαστικής αρωγής, το όργανο προς το οποίο απευθύνεται εφαρμόζει την εθνική του νομοθεσία.
2) Αν το όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν είναι αρμόδιο για την εκτέλεσή της, οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή.
3) Αν το αναφερόμενο στην αίτηση πρόσωπο δεν βρέθηκε στη διεύθυνση που δόθηκε ή είναι άγνωστο, το όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να βρει την πραγματική του διεύθυνση. Αν τελικά το πρόσωπο αυτό δεν βρεθεί, τα σχετικά έγγραφα επιστρέφονται στην αιτούσα αρχή με γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού.
4) Μετά την εκτέλεση της αίτησης, η αρχή προς την οποία απευθύνεται επιστρέφει τα σχετικά έγγραφα στην αιτούσα αρχή γνωστοποιώντας το χρόνο και τόπο της εκτέλεσης της αίτησης. Αν η αίτηση δεν έγινε δυνατό να εκτελεσθεί για λόγο άλλο εκτός από εκείνο που αναφέρεται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί το λόγο αυτό.
Άρθρο 7.
Επίδοση και απόδειξη της επίδοσης.
1) Η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση πραγματοποιεί την επίδοση εγγράφων σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο Κράτος όπου θα γίνει η επίδοση. Η επίδοση γίνεται αν το σχετικό έγγραφο έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση ή συνοδεύεται από κυρωμένη μετάφραση σ` αυτή τη γλώσσα.
2) Η επίδοση αποδεικνύεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο Κράτος στο οποίο γίνεται.
Άρθρο 8.
Επίδοση σε υπηκόους.
1) Τα συμβαλλόμενα Μέρη έχουν το δικαίωμα να επιδίδουν έγγραφα στους υπηκόους τους μέσω των διπλωματικών ή προξενικών τους αποστολών.
2) Κατά την εφαρμογή αυτού του τρόπου επίδοσης δεν επιβάλλεται καταναγκασμός.
Άρθρο 9.
Έξοδα δικαστικής αρωγής.
Το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να απαιτήσει από το άλλο Μέρος να καταβάλει τα έξοδα της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 δικαστικής αρωγής. Καθένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της δικαστικής αυτής αρωγής που έγιναν στο έδαφός του.
Άρθρο 10.
Άρνηση δικαστικής αρωγής.
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να αρνηθεί στο άλλο τη δικαστική αρωγή:
α) Αν η αίτηση δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας στην οποία απευθύνεται και β) Αν κρίνει ότι η αίτηση αφορά θέματα που θίγουν την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του.
Άρθρο 11.
Πληροφορίες πάνω σε θέματα δικαίου.
Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλόμενων Μερών θα ανταλλάσσουν πληροφορίες, μετά από αίτηση, για το δίκαιο που ισχύει στις αντίστοιχες χώρες τους σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου.
Άρθρο 12.
Έγγραφα.
1) Έγγραφα που συντάσσονται από αρμόδια αρχή στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, σύμφωνα με τον απαιτούμενο τύπο, γίνονται δεκτά στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2) Ιδιωτικά έγγραφα που θεωρήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, γίνονται δεκτά στο έδαφος του άλλου, σαν να είχαν θεωρηθεί από τις δικές του αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 13.
Ληξιαρχικές πράξεις.
1) Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα στέλνει στο άλλο αντίγραφα ή αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων γέννησης γάμου και θανάτου που αφορούν υπηκόους του τελευταίου, καθώς επίσης και διορθώσεις και μεταγενέστερες καταχωρήσεις που γίνονται στις προαναφερόμενες ληξιαρχικές πράξεις.
2) Τα αντίγραφά ή αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου που συντάσσονται στέλνονται αυτεπάγγελτα, ενώ όλα τα άλλα αντίγραφα ή αποσπάσματα προσωπικής κατάστασης στέλνονται μετά από σχετική αίτηση προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, όλα όμως διαβιβάζονται με τη διπλωματική οδό.
Άρθρο 14.
Παράδοση πραγμάτων και μεταβίβαση χρηματικών ποσών.
Η κατ` εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης αυτής παράδοση πραγμάτων, εξαγωγή ή μεταβίβαση πιστώσεων ή μέσων πληρωμής γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 15.
Προστασία μαρτύρων και πραγματογνωμόνων.
1) Μάρτυρας ή πραγματογνώμονας, που καλείται για να εμφανιστεί στο δικαστήριο του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη και διαμένει στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν υποχρεώνεται να εμφανιστεί σ` αυτό το δικαστήριο. Γι` αυτό και η κλήση δεν περιέχει απειλή επιβολής κύρωσης για την περίπτωση που δεν θα εμφανιστεί.
2) Μάρτυρες ή πραγματογνώμονες, που διαμένουν στο έδαφος του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη και καλούντα στο άλλο, δικαιούνται να αποζημιωθούν για τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής, καθώς και για την απώλεια των εισοδημάτων ή απολαβών τους. Οι πραγματογνώμονες δικαιούνται επιπλέον και αμοιβής. Τα ποσά αποζημίωσης και αμοιβής τα οποία δικαιούται να λάβει το κλητευόμενο πρόσωπο προκαταβάλλονται σ` αυτό, με τη μέριμνα του διάδικου που το καλεί.
3) Μάρτυρας ή πραγματογνώμονας, οποιασδήποτε εθνικότητας, δεν μπορεί, εφόσον εμφανίζεται ενώπιον αρχής του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους έπειτα από κλήση που επιδίδεται από τη δικαστική αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, να διωχθεί ποινικά ή να υποστεί εκτέλεση ποινής για έγκλημα που διέπραξε πριν εισέλθει στο έδαφος του αιτούντος Μέρους.
4) Η ασυλία που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος παύει όταν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας, ενώ είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος Μέρους, μέσα σε δεκαπέντε συναπτές μέρες αφότου οι δικαστικές αρχές τον ειδοποίησαν ότι η παρουσία του δεν είναι πια αναγκαία, παραμένει στο έδαφος αυτό. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει το έδαφος της χώρας για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του. Η ασυλία παύει επίσης σε περίπτωση που ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας επιστρέψει στο έδαφος του αιτούντος Μέρους μετά την αναχώρησή του από αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δικαστικά έξοδα.
Άρθρο 16
Απαλλαγή από την εγγυοδοσία για έξοδα.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Σύμβασης, όταν εμφανίζονται σαν ενάγοντες στα δικαστήρια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν υποβάλλονται στην υποχρέωση της εγγυοδοσίας για έξοδα.
Άρθρο 17.
Απαλλαγή από τα έξοδα.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1, όταν εμφανίζονται στις δικαστικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, απαλλάσσονται από τους φόρους, τέλη και γενικότερα από τα δικαστικά έξοδα και έχουν άλλες τυχόν ευκολίες, καθώς και το ευεργέτημα της δωρεάν δικαστικής προστασίας, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση που το έχουν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Μέρους.
Άρθρο 18.
Όροι απαλλαγής από τα έξοδα.
1) Απόφαση για την απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα δεν απαιτείται όταν η απαλλαγή προβλέπεται από διάταξη νόμου, χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
2) Η απόφαση για απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα εκδίδεται από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, μετά από αίτηση διαδίκου, η οποία συνοδεύεται από πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι ο αιτών δεν έχει επαρκή μέσα για τη διεξαγωγή της δίκης και έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή του τόπου της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής του αιτούντος.
3) Αν ο αιτών δεν έχει τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, αρκεί πιστοποιητικό που εκδίδεται από τις διπλωματικές ή προξενικές αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου είναι υπήκοος και οι οποίες έχουν αρμοδιότητα στον τόπο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής του.
Άρθρο 19.
Διαβίβαση της αίτησης. Η αίτηση για απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα μπορεί να υποβάλλεται και στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους, του οποίου ο αιτών είναι υπήκοος ή στο έδαφος του οποίου έχει τη μόνιμη κατοικία ή συνήθη διαμονή του. Το δικαστήριο διαβιβάζει την αίτηση για απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα στο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.
Άρθρο 20.
Αίτηση για περαιτέρω πληροφορίες.
Το δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει πάνω στην αίτηση για απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα μπορεί, αν παραστεί ανάγκη, να ζητήσει από το δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους περισσότερες πληροφορίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων.
Άρθρο 21.
Αποφάσεις υποκείμενες σε αναγνώριση και εκτέλεση.
1) Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει αυτή η σύμβαση, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναγνωρίζει και εκτελεί στο έδαφός του τις ακόλουθες αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου και εκδίδονται στο έδαφος του άλλου: α) Δικαστικές αποφάσεις β) διαιτητικές αποφάσεις και γ) συμβιβασμούς ενώπιον δικαστηρίων ή διαιτητών. 2) Αποφάσεις με την πιο πάνω έννοια θεωρούνται επίσης αποφάσεις και διατάγματα δικαστηρίων σε θέματα κληρονομίας και διαδοχής.
Άρθρο 22.
Προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης.
Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21 αναγνωρίζονται και εκτελούνται αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Αν κατά τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση είναι τελεσίδικη και εκτελεστή.
β) Αν κατά τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση, τα δικαστήριά του δεν είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκδικάσουν την υπόθεση.
γ) Αν ο διάδικος που ερημοδίκησε είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο κατά τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή αν ο διάδικος που δεν εμφανίστηκε και δεν είχε την νομική ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αντιπροσωπευθεί.
δ) Αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση που εκδόθηκε στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια πραγματική και νομική βάση.
ε) Αν καμιά αγωγή δεν έχει εγερθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων για την ίδια υπόθεση σε δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση, πριν από την έγερση της αγωγής για την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή.
στ) Αν η αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης δεν θίγει την κυριαρχία ή ασφάλεια και δεν είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη που επικρατούν στο έδαφος του Συμβαλλόμενου μέρους όπου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης.
Άρθρο 23.
Διαιτητικές αποφάσεις.
Αποφάσεις διαιτητικών δικαστηρίων αναγνωρίζονται και εκτελούνται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 22 αυτής της Σύμβασης εφόσον η διαιτητική απόφαση βασίζεται σε εγγραφή συμφωνία περί διαιτησίας και εκδίδεται από το διαιτητικό δικαστήριο που ορίζεται στη συμφωνία και μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας που του παρέχεται από αυτή.
Άρθρο 24.
Έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση.
1) Η σχετική με την αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης αίτηση μπορεί να υποβληθεί απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου ζητείται να αναγνωριστεί ή να εκτελεστεί η απόφαση. Μπορεί επίσης να κατατεθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αίτηση διαβιβάζεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2) Η αίτηση για την αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης υποβάλλεται μέσα στη χρονική περίοδο που προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση.
3) Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, καθώς και το έγγραφο αρμόδιου δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη, εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση.
4) Σε περίπτωση διαιτητικής απόφασης, εκτός από τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο της συμφωνίας για τη διαιτησία.
Άρθρο 25.
Εφαρμοστέο δίκαιο.
1) Η απόφαση εκτελείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου γίνεται η εκτέλεση.
2) Το δικαστήριο που αποφασίζει για τη σχετική με την εκτέλεση αίτηση περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων που καθορίζονται στα άρθρα 21, 22, 23 και 24 αυτής της Σύμβασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ.
Αναγνώριση και εκτέλεση διαταγμάτων διατροφής.
Άρθρο 26.
1) Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 21 έως 25 αυτής της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν και εκτελούν στο έδαφός τους και τελεσίδικες αποφάσεις ή διατάγματα δικαστηρίων σχετικά με απαιτήσεις για διατροφή που εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2) Συμβιβασμοί σχετικοί με την πληρωμή διατροφής που έγιναν μεταξύ των διαδίκων και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο, επίσημα έγγραφα που περιέχουν ανάληψη υποχρεώσεως για πληρωμή διατροφής και που συντάχθηκαν ενώπιον των αρμόδιων αρχών των Συμβαλλόμενων Μερών, καθώς και διατάγματα δικαστηρίων για πληρωμή των δικαστικών εξόδων, θεωρούνται σαν αποφάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 1.
3) Οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης εφαρμόζονται επίσης σε τροποποιήσεις των διαταγμάτων διατροφής.
Άρθρο 27.
Δικαιοδοσία.
Σε υποθέσεις για την επιδίκαση διατροφής έχουν δικαιοδοσία τόσο τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου είχε τη μόνιμη κατοικία ή συνήθη διαμονή του ο καθ` ου η αίτηση κατά το χρόνο που κατατέθηκε η αίτηση ή καταχωρήθηκε η υπόθεση, όσο και τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου είχε τη μόνιμη κατοικία ή συνήθη διαμονή του ο αιτών κατά τον ίδιο χρόνο.
Άρθρο 28.
Μεταφορά χρηματικών ποσών.
Συμβαλλόμενο Μέρος, του οποίου η νομοθεσία θέτει περιορισμούς στην εξαγωγή συναλλάγματος στην αλλοδαπή, θα δίνει ιδιαίτερη προτεραιότητα στη μεταφορά των ποσών που είναι πληρωτέα ως διατροφή ή για την κάλυψη εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Διαδοχή – Διαχείριση Περιουσιών και Επικύρωση Διαθηκών.
Άρθρο 29.
Το κληρονομητήριο, το έγγραφο διορισμού διαχειριστή ή εκκαθαριστή κληρονομιάς ή εκτελεστή διαθήκης και το έγγραφο επικύρωσης ή δημοσίευσης της διαθήκης που εκδίδονται από την αρμόδια δικαστική ή άλλη αρχή του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους ισχύουν και στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, εφόσον δεν θίγονται οι διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του τελευταίου.
Άρθρο 30.
Διατάξεις σχετικές με τις διαθήκες.
1) Η διαθήκη υπηκόου ενός Συμβαλλόμενου Μέρους θα είναι ισχυρή ως προς τον τύπο στο έδαφος και των δύο Συμβαλλόμενων Μερών αν έχει καταρτισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία:
α) Του Κράτους στο έδαφος του οποίου καταρτίσθηκε ή
β) του Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου ο διαθέτης ήταν υπήκοος κατά την ημερομηνία που έκανε τη διαθήκη του ή κατά τη στιγμή του θανάτου του ή
γ) του Κράτους στο έδαφος του οποίου και κατά τα χρονικά σημεία που προβλέπονται στο εδάφιο β, ο διαθέτης είχε τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του.
2) Οι όροι της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζονται επίσης και όσον αφορά την ανάκληση των διαθηκών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Συνεργασία σε θέματα ποινικού δικαίου.
Άρθρο 31.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες για τις καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις που αφορούν υπηκόους τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ειδικές Διατάξεις.
Άρθρο 32.
Η Σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζεται: α) Σε αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της πτώχευσης και του πτωχευτικού συμβιβασμού β) σε αποφάσεις για προσωρινά ασφαλιστικά ή συντηρητικά μέτρα.
Άρθρο 33.
Η Σύμβαση αυτή δεν θίγει τις διατάξεις άλλων διμερών ή πολυμερών Συμβάσεων που ισχύουν μεταξύ των δύο Συμβαλλόμενων Μερών και ρυθμίζουν θέματα της παρούσας Σύμβασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Τελικές Διατάξεις.
Άρθρο 34.
1) Τα έγγραφα της επικύρωσης θα ανταλλαγούν στην Αθήνα.
2) Η Σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει ένα μήνα μετά την ανταλλαγή των εγγράφων επικύρωσης.
3) Η Σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε, παύει δε να ισχύει έξη μήνες μετά από την καταγγελία της. Σε πίστωση των πιο πάνω οι εξουσιοδοτημένοι πληρεξούσιοι υπόγραψαν αυτή τη Σύμβαση και έθεσαν τις σφραγίδες τους.
Έγινε στη Λευκωσία την 5η Μαρτίου 1984, σε δύο πρωτότυπα, στην ελληνική γλώσσα τα οποία είναι εξίσου αυθεντικά. Για την Ελληνική Δημοκρατία. Για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της σύμβασης μετά την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 34 αυτής.

Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 10 Mαίου 1985

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤ. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟI